ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΔΗΛΩΣΗ Του ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΩΝ ΥΠΕΡΑΡΙΘΜΩΝ ΙΑΤΡΩΝ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ- ΠΟΛΗΣ, που εδρεύει στην Αλεξανδρούπολη και εκπροσωπείται νόμιμα. ΠΡΟΣ Τον κ. ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟ Νικόλαο, Διοικητή και Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης». Κοινοποιούμενη προς: 1) κ. Ντόλα Ιορδάνη, Αναπληρωτή Διοικητή. 2) κ. Πιπερίδου Χαριτωμένη, Διευθύντρια Ιατρικής Υπηρεσίας. 3) κ. Μαλτέζο Ευστράτιο, Πρόεδρο Επιστημονικού Συμβουλίου. 4) κ. Τσιτουρίδη Κων/τίνο, Διοικητή της 4 ης Υγειονομικής Περιφέρειας Μακεδονίας και Θράκης (οδός Αριστοτέλους, αριθ. 16, Θεσσαλονίκη). 5) κ. Βάρναλη Παναγιώτη, Πρόεδρο Ιατρικού Συλλόγου Έβρου. 6) κ. Προϊστάμενο Κοινωνικής Επιθεώρησης Νομού Έβρου. 1
7) Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (Σ.Ε.Υ.Υ.Π.), οδός Πειραιώς, αριθ. 205, Αθήνα. 8) κ. Λυκουρέντζο Ανδρέα, Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (οδός Αριστοτέλους, αριθ. 17, Αθήνα). 9) κ. Βαρνάβα Δημήτριο, Πρόεδρο της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (Ο.Ε.Ν.Γ.Ε.), οδός Μάρνη, αριθ.30, Αθήνα. 10) κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης. -------------------- -------------------- 1. Όπως γνωρίζετε, ο Σύλλογός μας διεκδικεί μετ επιτάσεως τη χορήγηση στα μέλη μας, Ειδικευόμενους Ιατρούς, επαρκών περιόδων ισοδύναμης αντισταθμιστικής ανάπαυσης (ρεπό), με αποκλειστική στόχευση τη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, όπως, άλλωστε, προβλέπει ρητά η αυξημένης τυπικής ισχύος κείμενη νομοθεσία. Ατυχέστατα, το εν λόγω ευεργέτημα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν χορηγείται, μολονότι ο προκάτοχός σας Διοικητής του Νοσοκομείου κ. Ξανθόπουλος Χρυσόστομος, με το με αριθ.πρωτ.956/21-07-2009 έγγραφό του προς τους Διευθυντές Κλινικών, Τμημάτων και Εργαστηρίων, με κοινοποίηση στο Διευθυντή Ιατρικής Υπηρεσίας και τους Διευθυντές Χειρουργικού, Παθολογικού Τομέα και επικαλούμενος το άρθρο 2 του Ν.3754/2009, ζητούσε την υποχρεωτική χορήγηση 24ωρης ανάπαυσης σε 2
εργάσιμη ημέρα (ρεπό) μετά από κάθε ενεργό εφημερία, τόσο στους Ειδικευμένους όσο και στους Ειδικευόμενους Ιατρούς του Νοσοκομείου. Καλούσε δε για την άμεση εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και ζητούσε την υποχρεωτική υποβολή στη Διεύθυνση Ιατρικής Υπηρεσίας Προγράμματος Ιατρών, που θα βρίσκονται σε ρεπό, μετά από ενεργή εφημερία, μαζί με το Πρόγραμμα εφημεριών, ενώ στη περίπτωση μη υποβολής, θα έπρεπε υποχρεωτικά να αναφέρονται οι προς τούτο λόγοι. Παρόλο, συνεπώς, ότι υπάρχει, ήδη από το μήνα Ιούλιο 2009, σχετική εντολή της προηγούμενης Διοίκησης, η χορήγηση ρεπό δεν εφαρμόζεται στη πλειοψηφία των Κλινικών του Νοσοκομείου. Ενόψει της κατάστασης αυτής, ο Πρόεδρος του Συλλόγου και Ειδικευόμενος Ιατρός στην Αιματολογική Κλινική, απέστειλε το με αριθ.πρωτ. 13469/03-07-2012 σχετικό έγγραφο προς τον Διευθυντή της Κλινικής και Αν. Καθηγητή Αιματολογίας κ. Δημήτριο Μαργαρίτη, ζητώντας, εμμέσως πλήν σαφώς, την εφαρμογή της ως άνω Απόφασης της προηγούμενης Διοίκησης του Νοσοκομείου. Επικαλούμενος δε τη κείμενη νομοθεσία, ζητούσε, να λαμβάνεται μέριμνα, ώστε «τα ρεπό να χορηγούνται εντός μίας εβδομάδας από κάθε ενεργό εφημερία», συνέχιζε δε ως εξής: «Ειδικά για τους Ειδικευόμενους Ιατρούς, βάσει της διευκρινιστικής υπουργικής απόφασης (Αρ.Πρωτ.Υ10δ/οικ.73673), η χορήγηση εικοσιτετράωρης αντισταθμιστικής ανάπαυσης μετά από εφημερία δεν παρατείνει τον χρόνο ειδίκευσής τους. Εάν διακυβεύεται η ασφαλής λειτουργία του τμήματος της ευθύνης σας, δύναται να μεταφερθεί η αντισταθμιστική ημέρα ανάπαυσης των ιατρών στην επόμενη εργάσιμη ημέρα, και πάντως όχι πέραν της εβδομάδος, και αναλόγως βέβαια να ενημερώνεται το μηνιαίο πρόγραμμα. 3
Κατόπιν τούτων, ζητώ να μου χορηγηθούν τα αντίστοιχα ρεπό, που μου αναλογούν για τις πέντε εφημερίες, που ήδη έχω κάνει στο τμήμα σας καθώς και να οριστεί μηνιαίο πρόγραμμα ρεπό για τις εφημερίες που πρόκειται να κάνω τον μήνα που διανύουμε. Παράλληλα σας γνωρίζω, ότι επειδή δεν επιθυμώ να θέσω σε κίνδυνο την υγεία τόσο τη δική μου όσο και των ασθενών μου από πιθανά ιατρικά λάθη, που ενδέχεται να συμβούν λόγω κόπωσης, που προκύπτει από την καθημερινή παράταση του ωραρίου υπηρεσίας λόγω φόρτου εργασίας, σας ενημερώνω, ότι εφεξής θα παρατείνω το καθημερινό ωράριο εργασίας μου πέραν του προβλεπόμενου, μόνον και εφόσον μου το επιτρέπουν οι σωματικές μου αντοχές». Έτι περαιτέρω, ο Σύλλογός μας, με το από 09-07-2012 παρόμοιο έγγραφό του, που απέστειλε προς όλους τους Διευθυντές των Κλινικών και Τμημάτων του Νοσοκομείου, με κοινοποίηση σε εσάς, την Διευθύντρια Ιατρικής Υπηρεσίας, τον Ιατρικό Σύλλογο Έβρου, την Κοινωνική Επιθεώρηση Νομού Έβρου και το Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (Σ.Ε.Υ.Υ.Π.), ζήτησε τα αυτονόητα. Η πρώτη επίσημη αντίδραση, η οποία θεωρούμε ότι απηχεί και τη θέση της Διοίκησης, προήλθε από τον Διευθυντή της Αιματολογικής Κλινικής, ο οποίος, με το με αριθ.πρωτ.44/16-07-2012 απαντητικό έγγραφό του στο ως άνω έγγραφο του Προέδρου του Συλλόγου μας, αναφέρει τα εξής: «Κατόπιν του υπ αριθ. Πρωτ. 13469/03-7-2012 εγγράφου σας περί του μηνιαίου προγράμματος αντισταθμιστικών ημερών ανάπαυσης μετά από εφημερία (ρεπό) ωράριο εργασίας και το σχετικό επί του αρ. 2 του Ν.3754/2009 περί του επίσημου ωραρίου των νοσοκομειακών ιατρών 4
αίτημά σας περί χορηγήσεως των αντίστοιχων ρεπό που σας αναλογούν για τις πέντε εφημερίες που έχετε ήδη κάνει στην Πανεπιστημιακή Αιματολογική Κλινική ΠΓΝΑ, όπως και να οριστεί μηνιαίο πρόγραμμα ρεπό για τις εφημερίες που πρόκειται να κάνετε το μήνα που διανύουμε, σας γνωρίζω τα κάτωθι: Σύμφωνα με το αρ. 4 του Π.Δ.76/2005 περί παρεκκλίσεων στο θεσμικό πλαίσιο του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος περί προδιαγραφών Οργάνωση Χρόνου Εργασίας κατά την Ευρωπαϊκή Κοινοτική Οδηγία 2000/34/ΕΚ, προβλέπονται παρεκκλίσεις για τις υπηρεσίες που σχετίζονται με την υποδοχή, τη νοσηλεία και την περίθαλψη που παρέχονται από νοσοκομεία ή παρόμοια ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των ειδικευόμενων ιατρών, από ιδρύματα διαμονής και από φυλακές με την επιφύλαξη της ισχύουσας πάντοτε νομοθεσίας, εν συνόλω. Ομοίως, δε ορίζεται κατά το άρθ. 14 (άρθρ. 17 της Κοιν. Οδηγίας) του Π.Δ.88/1999 κατά την εν λόγω νομοθετική διάταξη. Δεδομένου του γεγονότος ότι από πλευράς μου υπάρχει η άκρατος βούληση περί σεβασμού του εκάστοτε ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου τόσο εν γένει όσο και εν είδει, εν προκειμένω στο πεδίο του εργατικού δικαίου περί του συνόλου των δικαιωμάτων έκαστου προσώπου λειτουργούντος εις την Πανεπιστημιακή Αιματολογική Κλινική του ΠΓΝΑ είμαι, ωστόσο, υποχρεωμένος να διασφαλίζω καθημερινά την καθ όλα εύρυθμη λειτουργία της εν λόγω Κλινικής σε συγκερασμό με τις δυνατότητες εξ απόψεως ανθρωπίνου δυναμικού, που διαθέτει η Κλινική για διασφάλιση πάντοτε του υπέρτατου αγαθού της Δημόσιας Υγείας και της προάσπισης της ανθρώπινης ζωής. Την παρούσα χρονική περίοδο υπηρετούν στην Πανεπιστημιακή Αιματολογική Κλινική 3 ειδικευόμενοι ιατροί για 11 κλίνες με 777 νοσηλευόμενους 5
για το πρώτο εξάμηνο του 2012, για 3 ημέρες Εξωτερικών Ιατρείων εβδομαδιαίως με προσέλευση 3000 περίπου ασθενών για το πρώτο εξάμηνο του 2012, για κάλυψη των αναγκών της Μονάδας Μεσογειακής Αναιμίας και για κάλυψη καθημερινών εκτάκτων περιστατικών λόγω καθημερινής εξωτερικής εφημερίας, ως μοναδική Αιματολογική Κλινική στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Εντός του ως άνω πλαισίου λειτουργίας της Κλινικής καλούνται να υπηρετήσουν τη Δημόσια Υγεία και όσοι επιθυμούν να λειτουργούν εις αυτήν με οποιαδήποτε σχετική ιδιότητα από οποιαδήποτε αρμόδια θέση, προασπιζόμενοι, ομοίως, το αγαθό της ανθρώπινης ζωής». 2. Ενόψει των ως άνω εκτιθέμενων πραγματικών γεγονότων και δεδομένου ότι καλλιεργείται η άποψη της απαγόρευσης χορήγησης ρεπό στους Ειδικευόμενους Ιατρούς, με επιχειρηματολογία, η οποία σκοπίμως αγνοεί το κανόνα και πριμοδοτεί την εξαίρεση, ας μας επιτραπεί να σας εκθέσουμε τα κάτωθι: Η χορήγηση ρεπό, ήτοι ισοδύναμης αντισταθμιστικής ανάπαυσης στους Ειδικευόμενους Ιατρούς, ύστερα από εφημερία (ήτοι υπερωριακή απασχόληση), αποτελεί αναφαίρετο εργασιακό δικαίωμα με αυξημένη τυπική ισχύ. Το δικαίωμα αυτό απορρέει από τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του Π.Δ. 88/1999 "Ελάχιστες προδιαγραφές για την οργάνωση του χρόνου εργασίας σε συμμόρφωση με την Οδηγία 93/104/ΕΚ" (ΦΕΚ Α 94), όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τη παρ. 1 του άρθρου 1 του Π.Δ. 76/2005 "Τροποποίηση του Π.Δ.88/1999 σε συμμόρφωση με την Οδηγία 2000/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου" (ΦΕΚ Α 117), σε 6
συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3, 4 και 5 του Π.Δ.88/1999 (όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από τα άρθρα 2 και 3 του Π.Δ. 76/2005) αλλά και το άρθρο 2, εδ. β του Ν.3754/2009 (ΦΕΚ Α 43). Συγκεκριμένα, οι διατάξεις του Π.Δ.88/1999, στις οποίες περιλαμβάνεται και η χορήγηση ρεπό, εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εγκαταστάσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα. Ο έλεγχος εφαρμογής των διατάξεων του Π.Δ.88/1999, όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ.76/2005, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Π.Δ.88/ 1999 και τα άρθρα 7 και 8 του Ν.2639/1998 "Ρύθμιση εργασιακών σχέσεων, σύσταση Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α 205), ανήκει στην αρμοδιότητα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), οι δε Κοινωνικοί Επιθεωρητές αλλά και οι Τεχνικοί και Υγειονομικοί Επιθεωρητές του Σ.ΕΠ.Ε., δύνανται συνδυαστικά και κατ αρμοδιότητα, να διενεργούν ελέγχους στους χώρους εργασίας του ιδιωτικού αλλά και του δημοσίου τομέα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν εφαρμόζονται οι επί μέρους ρυθμίσεις της παραπάνω νομοθεσίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 16 του Π.Δ.88/1999, σε κάθε εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις του Διατάγματος αυτού, επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 του Ν.2224/1994 "Ρύθμιση θεμάτων εργασίας, συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων και οργάνωσης Υπουργείου Εργασίας και των εποπτευομένων από αυτό νομικών προσώπων και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α 112), ενώ σε κάθε εργοδότη που παραβαίνει από αμέλεια ή πρόθεση τις διατάξεις του 7
Διατάγματος αυτού, επιβάλλονται οι ποινικές κυρώσεις του άρθρου 25 του ως άνω Ν.2224/1994. Οι Οδηγίες 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου της 23-11-1993 και 2000/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22-06-2000, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές οργάνωσης του χρόνου εργασίας, μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό μας δίκαιο με τα ως άνω Προεδρικά Διατάγματα 88/1999 και 76/2005 και κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο από την Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 04-11-2003. Συνεπώς, οι διατάξεις της κωδικοποιητικής Οδηγίας 2003/88/ΕΚ, έχουν άμεση εφαρμογή (ως περιέχουσες κανόνες σαφείς, ορισμένους, απαλλαγμένους από αιρέσεις και δεκτικούς άμεσης εφαρμογής), αφού, αφενός μεν, η προθεσμία ενσωμάτωσής τους στην εσωτερική μας έννομη τάξη έχει προ πολλού εκπνεύσει (από την 23-11-1996, σύμφωνα με το άρθρο 18 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ και από την 01-08-2004, σύμφωνα με το άρθρο 2 της Οδηγίας 2000/34/-ΕΚ), αφετέρου δε, οι διατάξεις αυτές, όπως προαναφέρθηκε, έχουν ήδη μεταφερθεί με τα Π.Δ.88/1999 και 76/2005 στο εσωτερικό μας δίκαιο, με συνέπεια οι κανόνες που θεσπίζουν, όχι μόνο να έχουν καταστεί γνωστοί στους ενδιαφερόμενους για τους οποίους γεννούν δικαιώματα, αλλά να συνιστούν κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος, οι οποίοι υπερισχύουν οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης Νόμου. Σας είναι γνωστό, ότι μετά τη Συνθήκη Προσχώρησης της 28-05-1979, που κυρώθηκε σύμφωνα με το άρθρο 1 του Νόμου 945/1979 (ΦΕΚ Α' 170), με την οποία η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τη κύρωση με το Νόμο 2077/1992 της Συνθήκης για την 8
Ευρωπαϊκή Ένωση, μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου διέπεται από το νομικό καθεστώς του Κοινοτικού Δικαίου, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι Οδηγίες, οι οποίες αποτελούν ενεργείς νομοθετικές πράξεις (παράγωγο δίκαιο) και οι οποίες μεταφερόμενες στην εσωτερική έννομη τάξη, είτε με την εκπνοή της προθεσμίας ενσωμάτωσής τους είτε με νομοθετική ή κανονιστική πράξη του εθνικού νομοθέτη, αποκτούν αυξημένη τυπική ισχύ και υπερισχύουν οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης της εθνικής νομοθεσίας, καθιστώντας την αυτοδικαίως ανεφάρμοστη, με βάση την αρχή της υπεροχής του Κοινοτικού Δικαίου έναντι του εσωτερικού δικαίου των Κρατών μελών. Άλλωστε και κατά τη πάγια Νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.), η υπεροχή του Κοινοτικού Δικαίου έναντι των αντίθετων διατάξεων των εθνικών δικαίων συνιστά βασικό χαρακτηριστικό της κοινοτικής έννομης τάξης, θεμελιούμενη στη φύση και την αυτονομία της έννομης αυτής τάξης (βλ. ΣτΕ 3312/1989, 3596/1985, Ολομ. 2152/1986, 815/1984 κλπ.). Αυτό ενισχύεται και από το άρθρο 28 του ισχύοντος Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο, «1. Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμο. 2. Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα Κράτη, μπορεί να αναγνωρισθούν, με 9
συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα». Κατά δε την ερμηνευτική δήλωση του ίδιου άρθρου, «Το άρθρο 28 αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Ενόψει αυτών, τα Π.Δ.88/1999 και 76/2005 ενσωματώνουν παράγωγο Κοινοτικό Δίκαιο, διατάξεις δηλαδή Κοινοτικών Οδηγιών, με την ιδιαίτερη δε επισήμανση, ότι δεν κάνουν αντιδιαστολή μεταξύ μισθωτών με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και μισθωτών με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου. Πέραν αυτών, αφότου έχει λήξει η τασσόμενη προθεσμία συμμόρφωσης της Κωδικοποιητικής Οδηγίας 2003/88/ΕΚ, οι διατάξεις της που περιέχουν κανόνες σαφείς, ανεπιφύλακτους, ορισμένους και δεκτικούς απευθείας εφαρμογής, παράγουν άμεσο αποτέλεσμα, δηλαδή άμεση ισχύ στην εσωτερική έννομη τάξη της Χώρας μας που είναι και ο παραλήπτης της. Συνεπώς, έναντι της Χώρας μας, δικαιούνται οι Έλληνες πολίτες και συνακόλουθα οι Ειδικευόμενοι Ιατροί να επικαλούνται έναντι πάντων τις επαρκώς σαφείς και απαλλαγμένες αιρέσεων διατάξεις της Κωδικοποιητικής Οδηγίας 2003/88/ΕΚ. Η επίκληση αυτή δεν είναι δυνατή μόνο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αλλά απευθύνεται στο σύνολο των φορέων εξουσίας της Χώρας μας, δεδομένου ότι ενόψει του δεσμευτικού αποτελέσματος της Οδηγίας αυτής, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν επιβάλλονται και σε όλα τα όργανα της Διοίκησης και σε κάθε εν γένει Αρχή της Χώρας μας. 10
Επομένως, από το άμεσο αποτέλεσμα της Οδηγίας αυτής, δεσμεύονται και όλες οι Δημόσιες Αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη δημόσια υγεία. Εξάλλου, η Χώρα μας δεσμεύεται από το ανωτέρω άμεσο αποτέλεσμα, είτε ενεργεί με την ιδιότητα της δημόσιας αρχής, είτε με την ιδιότητα του εργοδότη. Περαιτέρω, το ως άνω Π.Δ.88/1999, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το Π.Δ.76/2005, έχει ερμηνευθεί αυθεντικά από τις υπ αριθ.144/2006, 0067/2007, 106/2007, 107/2007 Πράξεις του Τμήματος Ι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τα Πρακτικά της 9 ης Συνεδρίασης της 20-05-2008 του Τμήματος Ι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τα Πρακτικά της 14 ης Γενικής Συνεδρίασης της 26-06-2008 και της 22 ης Γενικής Συνεδρίασης της 26-11- 2008 αντίστοιχα της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Άλλωστε και οι ως άνω Οδηγίες 93/104/ΕΚ, 2000/34/ΕΚ και 2003/88/ΕΚ, οι οποίες έχουν μεταφερθεί στο εσωτερικό μας δίκαιο, ως ενεργείς νομοθετικές πράξεις, έχουν, ωσαύτως, ερμηνευθεί αυθεντικά από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) με τις Αποφάσεις της 03-10-2000 (Υπόθεση Simap), της 03-07-2001 (Υπόθεση CIG), της 09-09-2003 (Υπόθεση Jaeger), της 05-10-2004 (Υπόθεση Pfeiffer) και της 01-12-2005 (Υπόθεση Dellas). Πράγματι, οι ρυθμίσεις του Κωδικοποιητικής Οδηγίας 2003/88/ΕΚ αποβλέπουν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του ιατρικού προσωπικού, εξασφαλίζοντας σε αυτό ιδιαίτερα το πραγματικό ευεργέτημα επαρκών περιόδων ισοδύναμης αντισταθμιστικής ανάπαυσης (ρεπό). 11
Ο Διευθυντής της Αιματολογικής Κλινικής, στο ως άνω έγγραφό του, προφανώς από άγνοια ή από εσφαλμένη εισήγηση ή/και πληροφόρηση, αναφέρθηκε σε προβλεπόμενες (ενώ το ορθό, σύμφωνα με το γράμμα του Π.Δ.88/1999, είναι «επιτρεπόμενες») παρεκκλίσεις, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Π.Δ.76/2005, το οποίο αντικατέστησε την υποπαράγραφο 2.1 του άρθρου 14 του Π.Δ.88/1999, «για τις υπηρεσίες τις σχετικές με την υποδοχή, την νοσηλεία και την περίθαλψη που παρέχονται από νοσοκομεία ή παρόμοια ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των ειδικευομένων ιατρών, από ιδρύματα διαμονής και από φυλακές» [περ. γ, υποπερ. i], ενώ λησμόνησε να αναφερθεί στη παράγραφο 2 του άρθρου 14 του Π.Δ.88/1999, της οποίας η αντικατασταθείσα ως άνω υποπαράγραφος 2.1, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα (!!!) Πράγματι, η ως άνω επιτρεπόμενη παρέκκλιση, είναι δυνατή και με την επιφύλαξη της ισχύουσας νομοθεσίας και τηρουμένων των γενικών αρχών για τη προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, μόνο «με συλλογικές συμβάσεις μεταξύ των πλέον αντιπροσωπευτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων ή μεταξύ εργοδοτών και των πλέον αντιπροσωπευτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων ή με συμφωνίες μεταξύ εργοδοτών και εκπροσώπων των εργαζόμενων στα εργασιακά συμβούλια, υπό τον όρο ότι στους οικείους εργαζόμενους χορηγούνται ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ή ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου είναι αντικειμενικώς αδύνατη η χορήγηση ισοδύναμων περιόδων αντισταθμιστικής ανάπαυσης, παρέχεται στους οικείους εργαζόμενους κατάλληλη προστασία σύμφωνα, και με την εκτίμηση του 12
επαγγελματικού κινδύνου όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 (παράγραφος 1) του Π.Δ.17/96». Σύμφωνα δε και με την από 05-11-2008 Γνωμοδότηση του κ. Α. Γ. Καζάκου, Καθηγητή Εργατικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής της Σχολής Ν.Ο.Π.Ε. του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Η όλη διάρθρωση των επιτρεπόμενων παρεκκλίσεων μαρτυρά ότι πρόκειται για εξαιρετικές και επομένως στενά ερμηνευτέες ρυθμίσεις, που τελούν, πάντως, υπό τον όρο ότι οι παρεκκλίσεις αυτές εισάγονται με συλλογική σύμβαση εργασίας ή συναπόφαση εργοδότη και συμβουλίων εργαζομένων και χορηγούνται στους εργαζόμενους ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν αυτό είναι αντικειμενικά αδύνατο, κατάλληλη προστασία» (βλ. σελ.3). Συνεπώς, τόσο από τη γραμματική ερμηνεία των ως άνω νομοθετικών διατάξεων όσο και από τις ως άνω αναμφισβήτητες ερμηνευτικές παραδοχές παρέπεται, ότι ουδείς είναι δυνατόν να προβεί σε μονομερή παρέκκλιση από την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας για τη χορήγηση ρεπό, με πρόσχημα λ.χ. φόρτο εργασίας, έλλειψη ιατρικού προσωπικού κ.ο.κ., παρά μόνο εάν η εν λόγω παρέκκλιση επιτρεπτώς έχει εισαχθεί με συλλογική σύμβαση. Εν προκειμένω δε, η πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση των Νοσοκομειακών Ιατρών (Ειδικευμένων και Ειδικευόμενων) είναι η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (Ο.Ε.Ν.Γ.Ε.), η οποία συνιστά Δευτεροβάθμια Συνδικαλιστική Οργάνωση, ενώ η Τριτοβάθμια Συνδικαλιστική Οργάνωση, είναι η 13
Α.Δ.Ε.Δ.Υ., στην οποία υπάγεται η Ο.Ε.Ν.Γ.Ε. και ασφαλώς δεν υπάρχει συλλογική σύμβαση που να επιτρέπει την ως άνω παρέκκλιση. Απεναντίας, όμως, υπάρχει σε ισχύ η κλαδική σύμβαση, που υπεγράφη μεταξύ της Ο.Ε.Ν.Γ.Ε. και του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, την 01-12-2008, η οποία, στη συνέχεια, κυρώθηκε με το Ν.3754/2009 (ΦΕΚ Α 43), ο οποίος στο άρθρο 2, εδ. β αυτού καθιέρωσε τη χορήγηση εικοσιτετράωρης ανάπαυσης (ρεπό), ύστερα από κάθε ενεργό εφημερία, στον Ιατρό, Νοσοκομειακό (ειδικευμένο και ειδικευόμενο) ή Πανεπιστημιακό, χωρίς την εισαγωγή της παραμικρής παρέκκλισης. Επομένως, κάθε παρέκκλιση από τις ρυθμίσεις αυτές πρέπει να συνοδεύεται από όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις, ώστε, εάν ο Ιατρός καταλήξει να παραιτηθεί από το κοινωνικό δικαίωμα της χορήγησης ρεπό, που του απονέμει η ισχύουσα νομοθεσία, να το πράξει ελεύθερα και έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης. Συνεπώς, δεν νομιμοποιείται ο εργοδότης να έχει την ευχέρεια, με κανονιστική ρύθμιση, να επιβάλλει στον Ιατρό και συγκεκριμένα τον Ειδικευόμενο Ιατρό το περιορισμό ή την απαγόρευση άσκησης του δικαιώματός του για ρεπό, χωρίς αυτός να έχει εκδηλώσει ρητά τη συναίνεσή του. Δυνάμει, συνεπώς, του άρθρου 4 παρ.1 και 2 του ισχύοντος Συντάγματος, «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ.1) και «... έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις» (παρ.2). Παρέπεται, ότι οι Ειδικευόμενοι Ιατροί μέλη μας, δικαιούνται ρεπό, ύστερα από εφημερία, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους συναδέλφους τους ειδικευμένους και ειδικευόμενους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ. αλλά και τους Πανεπιστημιακούς Ιατρούς, δυνάμει του άρθρου 2 του Ν.3754/2009, χωρίς τη παραμικρή παρέκκλιση ή εξαίρεση. 14
Όμως, τόσο εσείς όσο και Διευθυντές Κλινικών και Τμημάτων του Νοσοκομείου, κατά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, επιβάλλετε, με τη τακτική σας, σε βάρος των μελών μας διακριτική μεταχείριση, εφόσον αντισταθμιστικής ανάπαυσης (ρεπό) απολαμβάνουν οι συνάδελφοί μας Ιατροί του Ε.Σ.Υ., ενώ το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τη κείμενη νομοθεσία, ανήκει και στα μέλη μας και πρέπει να ασκείται ακωλύτως και από αυτά. Όπως δε γνωρίζετε, η καθιερούμενη με τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων, που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο το κοινό Νομοθέτη κατά την ενάσκηση της λειτουργίας που του έχει ανατεθεί, όσο και τη Διοίκηση, όταν δρα κανονιστικώς. Η παράβαση της ως άνω συνταγματικής αρχής ελέγχεται από τα Δικαστήρια στα πλαίσια της δικαιοδοσίας τους, ώστε να διασφαλίζεται η με ίσους όρους πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός. Συνεπώς, ουδείς έχει τη διακριτική ευχέρεια να κρίνει για τη χορήγηση ή μη ρεπό, διότι με την επίκληση υποκειμενικών κριτηρίων, φόρτου εργασίας, έλλειψης στελεχιακού δυναμικού, έκτακτων υπηρεσιακών αναγκών, θα καθίσταται διαρκώς αδύνατη ή οιονεί αδύνατη η χορήγηση ρεπό, ενός απόλυτα προσωποπαγούς δικαιώματος, με συνέπεια να αναδεικνύεται, μέσω της τεχνηέντως τεκμηριούμενης άρνησης, η έλλειψη στοιχειώδους σεβασμού στα εγγενή εργασιακά δικαιώματα των Ιατρών. 15
Ενόψει των ανωτέρω, δεν νομιμοποιείσθε (ούτε εσείς, ούτε τρίτα παρένθετα πρόσωπα δι υμών), να επιβάλλετε, έστω και με κανονιστική ρύθμιση, το περιορισμό ή την απαγόρευση στην άσκηση του δικαιώματος των μελών μας για χορήγηση ρεπό, παρά τα όσα περί του αντιθέτου είχε αποφασίσει ο προκάτοχός σας, σεβόμενος τη κείμενη νομοθεσία. Μη συμμορφούμενος, συνεπώς, με την αυξημένης τυπικής ισχύος νομοθεσία, διαπράττετε σε βάρος των μελών μας το ποινικό αδίκημα της παράβασης καθήκοντος και μάλιστα κατ εξακολούθηση (άρθρα 259 και 98 Π.Κ.), πέραν των ποινικών κυρώσεων του ως άνω άρθρου 25 του Ν.2224/1994. Επιπλέον, η θέση σας επιβαρύνεται περαιτέρω, διότι είσθε υπάλληλος, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.7 του Ν.3329/2005, σε συνδυασμό με τα άρθρα 13 περ. α και 263 Α του Ποινικού Κώδικα και συνεπώς ούτε αναγνωρίζεται, ούτε επιτρέπεται και ούτε συγχωρείται άγνοια δικαίου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ και με τη ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μας Διαμαρτυρόμαστε εντονότατα για τη μη χορήγηση στα μέλη μας περιόδων ισοδύναμης αντισταθμιστικής ανάπαυσης (ρεπό) και μάλιστα από το έτος 2009 και εφεξής, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ήτοι ενός αναγνωρισμένου και πάγιου εργασιακού δικαιώματος, ύστερα από εφημερία, για τη προστασία της υγείας τους αλλά και κυρίως της υγείας και ασφάλειας των τοπικών πληθυσμών που εξυπηρετούν. 16
Σας Καλούμε, όπως λάβετε άμεσα και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, όλα τα πρόσφορα μέτρα, ώστε να καταστεί δυνατή η εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας και να διασφαλισθεί η ακώλυτη δυνατότητα χορήγησης ισοδύναμης αντισταθμιστικής ανάπαυσης (ρεπό) σε όλα τα μέλη μας, αποκλειομένης της οποιασδήποτε διακριτικής σε βάρος τους μεταχείρισης, άλλως, Σας Δηλώνουμε απερίφραστα και άνευ ετέρου, ότι, ως έχοντες ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη προστασία των μελών μας, θα υποχρεωθούμε να προσφύγουμε ενώπιον της οικείας Εισαγγελικής αρχής και ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων. Αρμόδιος Δικαστικός Επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει νόμιμα τη παρούσα προς τον κ. ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟ Νικόλαο, Διοικητή και Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης», προς γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αντιγράφων αυτήν ολόκληρη στη συνταχθησόμενη Έκθεση Επίδοσης. Επικολλήθηκε ένσημο Τ.Π.Δ.Α., αξίας 1,15 Ευρώ. Αθήνα 30 Ιουλίου 2012 Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος 17