ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΣΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Ή ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΟΥΣΙΩΔΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Συνοπτικός τίτλος 1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο Περί Ουσιωδών Υπηρεσιών (Ρύθμιση του Δικαιώματος της Απεργίας) Νόμος του 2015 Ερμηνεία 2. Στον παρόντα Νόμο εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια «Απεργία» σημαίνει οποιανδήποτε διακοπή εργασίας και περιλαμβάνει στάση εργασίας και ανταπεργία. «Διαφορά» σημαίνει οιανδήποτε διαφορά μεταξύ εργοδοτουμένων και εργοδοτών η οποία σχετίζεται με την απασχόληση ή μη απασχόληση οιουδήποτε προσώπου ή τους όρους απασχόλησης ή εργασίας αυτού. «Διαφορά Δικαιωμάτων» σημαίνει διαφορά εγειρόμενη εκ της ερμηνείας ή εφαρμογής υφιστάμενης συλλογικής σύμβασης ή υφιστάμενων όρων εργασίας ή απορρέουσας από προσωπικό παράπονο, συμπεριλαμβανομένου και παραπόνου εξ αφορμής απολύσεως. «Διαφορά Συμφερόντων» σημαίνει διαφορά που προκύπτει κατά τη διαπραγμάτευση συλλογικής σύμβασης για πρώτη φορά ή κατά την ανανέωση υφιστάμενης συλλογικής σύμβασης ή γενικά κατά τη διαπραγμάτευση νέου αιτήματος. «Επιτροπή» σημαίνει την διά του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου συσταθείσα Μόνιμη Επιτροπή Διαιτησίας. «Εργοδοτική Οργάνωση» σημαίνει οιανδήποτε εργοδοτική οργάνωση εγγεγραμμένη ως τοιαύτη δυνάμει του Περί Συντεχνιών ή του Περί Εταιρειών ή του Περί Σωματείων Νόμου. 1
«Ουσιώδης Υπηρεσία» σημαίνει τις υπηρεσίες που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 και τις υπηρεσίες που κηρύττονται ως ουσιώδεις δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 3. «Συντεχνία» ή «Συνδικαλιστική Οργάνωση» σημαίνει οιανδήποτε οργάνωση εργοδοτουμένων εγγεγραμμένη δυνάμει του Περί Συντεχνιών Νόμου και περιλαμβάνει Ομοσπονδία και Συνομοσπονδία. «Υπηρεσία» σημαίνει οποιοδήποτε έργο ή εργασία. «Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ουσιώδεις Υπηρεσίες 3. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ουσιώδεις υπηρεσίες αποτελούν όλες οι υπηρεσίες που σχετίζονται με τη λειτουργία: i. των λιμανιών, ii. των τελωνείων, iii. των φυλακών, iv. των κρατικών και ιδιωτικών ιατροφαρμακευτικών υπηρεσιών (περιλαμβανομένων νοσοκομείων και άλλων ιατρικών ιδρυμάτων), v. των τηλεπικοινωνιών περιλαμβανομένων των ραδιοεπικοινωνιών, vi. των αεροδρομίων και αερομεταφορών (ιδιαίτερα σε ότι αφορά τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας). Επίσης όλες οι υπηρεσίες που σχετίζονται με: vii. τον έλεγχο, επεξεργασία και διάθεση στερεών, υγρών και αερίων καυσίμων, viii. την παραγωγή και διάθεση ηλεκτρισμού, ix. την παροχή ύδατος για αρδευτικούς ή υδρευτικούς σκοπούς, x. την αποκομιδή και εναπόθεση σκυβάλων ή απορριμμάτων, xi. τη συντήρηση και επιδιόρθωση του εξοπλισμού των ηλεκτρικών και ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων των νοσοκομείων, των λιμανιών και των αεροδρομίων καθώς 2
επίσης και των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφάλειας (Αστυνομίας και Πυροσβεστικής). Κήρυξη υπηρεσίας ως ουσιώδους (2) Σε περίπτωση που ένεκα διαφοράς διακόπτεται ή απειλείται ή αναμένεται να διακοπεί η παροχή υπηρεσίας που δεν καθορίζεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ως ουσιώδης υπηρεσία αλλά που η διακοπή της δυνατό να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή, την προσωπική ασφάλεια ή την υγεία μέρους ή όλου του πληθυσμού, ή να παραβλάψει σοβαρά το εθνικό ή το δημόσιο συμφέρον ή να πλήξει την ευημερία του πληθυσμού στο σύνολο του, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με Διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να κηρύξει την υπηρεσία αυτή ως ουσιώδη υπηρεσία. Απαγόρευση ορισμένων τύπων απεργίας 4. (1) Η αυθόρμητη απεργία, η πολιτική απεργία, η απεργία συμπάθειας, η λευκή απεργία περιλαμβανομένης της αποχής από υπερωριακή εργασία, η διαδοχική απεργία (rotating strike) και η απεργία «εργασία κατά το γράμμα των κανονισμών» (work to rule), σε οποιαδήποτε ουσιώδη υπηρεσία απαγορεύεται. (2) Η απεργία ένεκα διαφοράς δικαιωμάτων σε οποιαδήποτε ουσιώδη υπηρεσία απαγορεύεται. (3) Απεργία σε οποιαδήποτε ουσιώδη υπηρεσία που δεν διενεργείται συνεπεία διαφοράς απαγορεύεται. Υποχρεωτική Παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία 5. Μετά την ολοκλήρωση οποιασδήποτε διαδικασίας επίλυσης διαφορών η οποία εφαρμόζεται δυνάμει άλλου νόμου, εθίμου, συλλογικής συμβάσεως, «συμφωνίας κυρίων» ή άλλως πως, εάν εξακολουθεί να υφίσταται διαφορά σε ουσιώδη υπηρεσία τότε παραπέμπεται υποχρεωτικά σε διαιτησία σύμφωνα με τα επόμενα άρθρα. Διορισμός Μόνιμης Επιτροπής Διαιτησίας 6. (1) Εντός τριάντα ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, το Υπουργικό Συμβούλιο με Διάταγμα δημοσιευόμενο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας διορίζει εννέα πρόσωπα ως μέλη Μόνιμης Επιτροπής Διαιτησίας (εν τοις εφεξής καλούμενης «η Επιτροπή») 3
Τέσσερα από τα διοριζόμενα ως ανωτέρω πρόσωπα υποδεικνύονται μετά από συνεννοήσεις από τις πλέον αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, τέσσερα πρόσωπα από τις πλέον αντιπροσωπευτικές εργοδοτικές οργανώσεις και ένα πρόσωπο υποδεικνύεται από τον Υπουργό. (2) Το υποδεικνυόμενο από τον Υπουργό πρόσωπο ενεργεί ως Πρόεδρος της Επιτροπής. (3) Τα υποδεικνυόμενα υπό των Οργανώσεων πρόσωπα, είναι πρόσωπα εγνωσμένης αξίας και πολυετούς πείρας σε θέματα εργασιακών σχέσεων ή εν ενεργεία ή αφυπηρετήσαντα μέλη του Δικαστικού Σώματος ή της Πανεπιστημιακής Κοινότητας. (4) Η ιδιότητα εκλεγμένου ή διορισμένου αξιωματούχου Συντεχνίας, Εργοδοτικής Οργανώσεως ή Πολιτικού Κόμματος οιουδήποτε βαθμού, έμμισθου ή άμισθου, είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα μέλους της Επιτροπής. Ασυμβίβαστη με την ιδιότητα μέλους της Επιτροπής είναι και η ιδιότητα μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου οιουδήποτε Ημικρατικού Οργανισμού ή της Υπηρεσίας Μεσολαβήσεως του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων. (5) Η θητεία των μελών της Επιτροπής είναι εξαετής. Ουδείς εκπίπτει της ιδιότητας μέλους της Επιτροπής ειμή μόνο διά τους λόγους που σύμφωνα με το Σύνταγμα βουλευτής εκπίπτει του αξιώματος του. (6) Η αμοιβή των μελών της Επιτροπής και τα έξοδα της Διαιτησίας βαρύνουν το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας. (7) Στην Επιτροπή παρέχεται όλη η αναγκαία γραμματειακή και υλικοτεχνική υποστήριξη και σχετικές υπηρεσίες από το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Εξέταση διαφορών από την Επιτροπή 7. (1) Τηρουμένων των προνοιών του άρθρου 5 η Επιτροπή επιλαμβάνεται εντός τριών το πολύ ημερών οιασδήποτε διαφοράς δικαιωμάτων ή συμφερόντων σε ουσιώδη υπηρεσία μετά από αίτηση οιουδήποτε μέρους στη διαφορά. 4
Νοείται ότι η Επιτροπή έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπάγγελτα οποιασδήποτε διαφοράς μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών που προβλέπει το άρθρο 5 εάν κατά τη γνώμη της οι δύο πλευρές αδικαιολόγητα καθυστερούν να παραπέμψουν τη διαφορά για εξέταση στην Επιτροπή. (2) Η Επιτροπή εξετάζει διεξοδικά τα θέματα της διαφοράς με οιοδήποτε τρόπο κρίνει πρόσφορο. Προς τούτο έχει δικαίωμα να καλεί και να εξετάζει μάρτυρες, να εξετάζει έγγραφα και πιστοποιητικά προς απόδειξη οιουδήποτε ισχυρισμού και γενικώς να κάνει χρήση οιουδήποτε μέσου αποδείξεως θεωρεί αναγκαίο ή χρήσιμο με σκοπό να μορφώσει άποψη επί των θεμάτων που συνιστούν την διαφορά. (3) Η Επιτροπή, αν το κρίνει πρέπον, καταβάλλει προσπάθεια συνδιαλλαγής και συμφωνίας ανάμεσα στα μέρη. Αν η προσπάθεια αυτή κριθεί ή αποδεικτεί ατελέσφορη, η Επιτροπή εκδίδει δεόντως αιτιολογημένη απόφαση. (4) Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται δια της σχετικής πλειοψηφίας των παρόντων μελών. Η άποψη της μειοψηφίας δεόντως αιτιολογημένη, επίσης δημοσιεύεται. Απαρτία θεωρείται ότι υπάρχει εάν πέντε τουλάχιστο μέλη είναι παρόντα. (5) Οι αποφάσεις της Επιτροπής εκδίδονται και δημοσιεύονται το αργότερο σε ένα μήνα από την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίας, εκτός αν η Επιτροπή διά σχετικής πλειοψηφίας αποφασίσει την παράταση της προθεσμίας αυτής κατά ένα ακόμη μήνα. Ισχύς Αποφάσεων Επιτροπής 8. (1) Οι αποφάσεις της Επιτροπής επί διαφοράς δικαιωμάτων σε οιανδήποτε ουσιώδη υπηρεσία είναι δεσμευτικές. (2) Οι αποφάσεις της Επιτροπής επί διαφοράς συμφερόντων σε οιανδήποτε ουσιώδη υπηρεσία δεν είναι δεσμευτικές. (3) Τίποτε από τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο μπορεί να ερμηνευτεί ότι αναστέλλει, εμποδίζει ή απαγορεύει το δικαίωμα οποιουδήποτε 5
προσώπου να προσφύγει στο δικαστήριο και να διεκδικήσει οποιανδήποτε θεραπεία δικαιούται εναντίον οποιουδήποτε δυνάμει οποιουδήποτε Νόμου. Απόρριψη Απόφασης Επιτροπής 9. (1) Εάν, με απόφαση του που κοινοποιεί στην Επιτροπή, οποιοδήποτε από τα μέρη απορρίψει απόφαση της Επιτροπής επί διαφοράς συμφερόντων, οποιοδήποτε μέρος είναι ελεύθερο να λάβει απεργιακά ή ανταπεργιακά μέτρα. Περίοδος Αποθέρμανσης (2) Για περίοδο τριάντα τουλάχιστον ημερών από την ημέρα επίδοσης στην Επιτροπή της απορριπτικής απόφασης κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, τα μέρη είναι υποχρεωμένα να απόσχουν από απεργιακά ή ανταπεργιακά μέτρα. Προειδοποίηση για λήψη μέτρων (3) Πριν τη λήψη απεργιακού ή ανταπεργιακού μέτρου, η πλευρά που προτίθεται να λάβει τέτοιο μέτρο υποχρεούται να ειδοποιήσει περί τούτου την άλλη πλευρά δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες προηγουμένως. Απαγόρευση απεργίας ή ανταπεργίας σε συγκεκριμένες περιόδους Διατήρηση ελάχιστου επιπέδου υπηρεσιών σε περίπτωση απεργίας ή ανταπεργίας σε ουσιώδη υπηρεσία 10. Η χρήση απεργιακών ή αντιαπεργιακών μέτρων σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας επίλυσης διαφοράς συμφερόντων σε ουσιώδη υπηρεσία πριν την εκπνοή των αναφερομένων στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 9 προθεσμιών, απαγορεύεται. 11. (1) Στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας όλων των καθορισθέντων δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 3 ουσιωδών υπηρεσιών καθώς και στις συλλογικές συμβάσεις οποιασδήποτε υπηρεσίας κηρυχτεί ως ουσιώδης δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 3, πρέπει να καθοριστεί το ελάχιστο επίπεδο υπηρεσιών το οποίο πρέπει να παρέχεται για ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών ολόκληρου του πληθυσμού σε περίπτωση απεργίας ή ανταπεργίας. (2) Αν δεν καταστεί δυνατή η εισαγωγή σχετικής πρόνοιας στη συλλογική σύμβαση δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου τότε, μόλις επιδοθεί η επιστολή απόρριψης της απόφασης της Επιτροπής 6
συμφώνως του εδαφίου (1) του άρθρου 9, ο Υπουργός καλεί τον εργοδότη και τις συντεχνίες σε άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων για σύναψη σχετικής συμφωνίας. (3) Αν δεν καταστεί δυνατή η σύναψη συμφωνίας ούτε μετά την εφαρμογή των προνοιών του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, τότε το Υπουργικό Συμβούλιο με Διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν την εκπνοή της αναφερόμενης στο εδάφιο (2) του άρθρου 9 προθεσμίας, καθορίζει το ελάχιστο επίπεδο υπηρεσιών που θα παρέχεται στη διάρκεια της απεργίας ή ανταπεργίας με γνώμονα τις αρχές της αναγκαιότητας, της επάρκειας και της αναλογικότητας. (4) Οι συντεχνίες ή οι εκπρόσωποι των εργοδοτουμένων που είναι αναμεμιγμένοι στη διαφορά, είναι υπόχρεοι να υποδείξουν τα συγκεκριμένα πρόσωπα που θα απασχολούνται στην παροχή των ελάχιστων επιπέδων υπηρεσιών καθώς και ένα αναπληρωτή/αντικαταστάτη για κάθε τέτοιο πρόσωπο σε περίπτωση δε που αποτύχουν να πράξουν τούτο, επτά τουλάχιστο ημέρες πριν την λήψη των μέτρων η εν λόγω υποχρέωση μεταβιβάζεται στον εργοδότη. Εάν ο εργοδότης αποτύχει να πράξει τούτο, τρεις τουλάχιστο ημέρες πριν τη λήψη των μέτρων, το Υπουργικό Συμβούλιο με Διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας θα κατονομάζει τα πρόσωπα που θα είναι υπόχρεα να παράσχουν υπηρεσία σε ουσιώδη υπηρεσία κατά τη διάρκεια απεργίας ή ανταπεργίας. (5) Το Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου επιδίδεται ικανοποιητικά αν τοιχοκολληθεί στο χώρο διεξαγωγής της σχετικής ουσιώδους υπηρεσίας. (6) Οι όροι απασχόλησης των απασχολουμένων δυνάμει του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου εργοδοτουμένων θα είναι οι ίδιοι με τους συνήθεις όρους απασχόλησης της ίδιας ειδικότητας στην ίδια ουσιώδη υπηρεσία. Αδικήματα και ποινές 12. (1) Οποιοσδήποτε κατά παράβαση των προνοιών των άρθρων 4, 8 εδάφιο (1), 9 εδάφια (2) και (3) και 10 μετέχει ή συνεχίζει ή διεγείρει ή παροτρύνει ή συνδράμει ή ενθαρρύνει τη συμμετοχή ή τη συνέχιση 7
απεργίας ή ανταπεργίας ή με οποιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζει άλλο πρόσωπο από του να παράσχει οποιανδήποτε υπηρεσία σε ουσιώδη υπηρεσία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκ προθέσεως παρακωλύει τη λειτουργία ουσιώδους υπηρεσίας, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδων ευρώ ή και με τις δύο ποινές. (2) Οποιοσδήποτε αρνείται ή παραλείπει να εκτελέσει κατά ευλόγως ικανοποιητικό τρόπο την εργασία για την οποία έχει ορισθεί δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 11 ή εμποδίζει άλλον να εκτελέσει τα εις αυτόν ανατιθέμενα συμφώνως των προνοιών της ίδιας διάταξης καθήκοντα, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδων ευρώ ή και με τις δύο ποινές. Κανονισμοί 13. (1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδώσει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και για τον καθορισμό ή την ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος το οποίο πρέπει ή μπορεί να καθοριστεί ή ρυθμιστεί. (2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του προηγούμενου εδαφίου, εκδίδονται κανονισμοί που ρυθμίζουν τα θέματα λειτουργίας της Επιτροπής, της συγκρότησης ομάδων και της μεταβίβασης σε αυτές αρμοδιοτήτων ως προς συγκεκριμένες αναφυόμενες διαφορές και γενικά καθετί που είναι αναγκαίο ή χρήσιμο για την καλύτερη δυνατή διεξαγωγή των εργασιών της Επιτροπής. (3) Κανονισμοί που εκδίδονται με βάση το παρόν άρθρο κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αν μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεση αυτή η Βουλή των Αντιπροσώπων με απόφαση της δεν τροποποιήσει ή ακυρώσει αυτούς εν όλω ή εν μέρει, τότε οι Κανονισμοί αυτοί, αμέσως μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και τίθενται σε ισχύ από την δημοσίευση αυτή. Σε περίπτωση τροποποίησης τους εν όλω ή εν μέρει, από την Βουλή των Αντιπροσώπων, αυτοί δημοσιεύονται στην Επίσημη 8
Εφημερίδα της Δημοκρατίας, όπως έχουν τροποποιηθεί από την Βουλή και τίθενται σε ισχύ από την δημοσίευση αυτή. Έναρξη ισχύος 14. Ο παρόν Νόμος τίθεται σε ισχύ τρεις μήνες μετά την δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Η εθελοντική ρύθμιση ενός τόσο σημαντικού για την κοινωνία και οικονομία θέματος, στηρίζεται σε μερικές θεμελιώδεις παραδοχές/υποθέσεις, η βασικότερη των οποίων είναι η ύπαρξη υπεύθυνων και σοβαρών συντεχνιών που δραστηριοποιούνται στα έργα και τις υπηρεσίες που θεωρούνται ουσιώδη. Δυστυχώς η εμπειρία δεν επιβεβαιώνει την συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Οι υφιστάμενοι μηχανισμοί επίλυσης διαφορών που προβλέπονται από «Συμφωνίες Κυρίων» όπως είναι ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων, η «Συμφωνία για τη Διαδικασία Επίλυσης Εργατικών Διαφορών σε Ουσιώδεις Υπηρεσίες» ή και άλλα θεσμικά πλαίσια (όπως οι Κανονισμοί της Μικτής Επιτροπής Προσωπικού της Δημόσιας Υπηρεσίας) αποδείκτησαν ανεπαρκείς και ατελέσφοροι στην περίπτωση διαφορών στις ουσιώδεις υπηρεσίες. Αποτέλεσμα τούτου ήταν αρκετές φορές να αφεθεί το κοινωνικό σύνολο εκτεθειμένο σε άμεσο κίνδυνο στέρησης ζωτικών για τη διαβίωση του υπηρεσιών λόγω αλόγιστης χρήσης του δικαιώματος της απεργίας από μικρές ή και μεγάλες ομάδες εργαζομένων που στελεχώνουν τους οργανισμούς αυτούς ή νευραλγικά τμήματα της Δημόσιας Υπηρεσίας. Η νομοθετική ρύθμιση του δικαιώματος της απεργίας στις ουσιώδεις υπηρεσίες έχει συνεπώς καταστεί επιβεβλημένη. Να σημειωθεί ότι η μοναδική νομοθετική ρύθμιση σε ουσιώδη υπηρεσία έχει εισαχθεί τον Μάρτιο του 2012 και αφορά τα αεροδρόμια και τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας και 9
αντιμετώπισε κατά τρόπο αποτελεσματικό τις διαδοχικές απεργίες των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας την περίοδο εκείνη. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, εάν οι συντεχνίες επιλέξουν να συμπεριφερθούν ανεύθυνα, η Πολιτεία είναι πλήρως ανοχύρωτη. Η μόνη προϋπόθεση για να είναι νόμιμη οποιαδήποτε απεργία είναι να συγκληθεί γενική συνέλευση των μελών της συντεχνίας που επηρεάζονται από την εργατική διαφορά, να γίνει μυστική ψηφοφορία και το αποτέλεσμα της να είναι υπέρ της απεργίας, έστω και με απλή πλειοψηφία των παρόντων. Η δε «εργατική διαφορά» όπως προβλέπεται στον σχετικό Νόμο δεν είναι αναγκαίο να είναι παρούσα: «Πράξις γενομένη κατόπιν συμφωνίας ή συμπράξεως δύο ή πλειόνων προσώπων επί τη προόψει ή προς προαγωγήν εργατικής τινός διαφοράς δεν είναι αγώγιμος,..». Δηλαδή, αν δεν αλλάξει το νομοθετικό πλαίσιο, σε περίπτωση που αρχίσουν οι απεργίες για ακύρωση της διαδικασίας αποκρατικοποίησης, δεν θα υπάρχει καμίας μορφής αποτελεσματική άμυνα του Κράτους και όσων πολιτών ή επιχειρήσεων υποστούν ζημιές από τις απεργίες: Ούτε ποινικής αλλά ούτε και αστικής μορφής. Σκοπός του Νόμου είναι η ορθολογική ρύθμιση του δικαιώματος στις ουσιώδεις υπηρεσίες σύμφωνα με την ρητή επιταγή του άρθρου 27 του Συντάγματος ώστε χωρίς να αφαιρείται το δικαίωμα της απεργίας, να διασφαλίζεται ότι η άσκηση του θα είναι η έσχατη λύση και ότι στη διάρκεια της δεν θα απειλείται η ζωή, η υγεία, η ασφάλεια ή η ευημερία μέρους ή όλου του πληθυσμού. Ορίζονται 11 δραστηριότητες/υπηρεσίες ως ουσιώδεις (άρθρο 3(1)) ενώ παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο η δυνατότητα κήρυξης και άλλων υπηρεσιών ως ουσιωδών. (άρθρο 3(2)). Απαγορεύονται μορφές απεργίας όπως η αυθόρμητη, η πολιτική, η λευκή, η συμπαθείας, η rotating ( διαδοχική) και η work to rule ( εργασία σύμφωνα με το γράμμα των κανονισμών). Απαγορεύεται επίσης η απεργία για διαφορά μεταξύ εργοδοτουμένων και εργοδοτουμένων. Απαγορεύεται τέλος η απεργία 10
για διαφορά δικαιωμάτων αφού η απόφαση της Διαιτητικής Επιτροπής θα είναι δεσμευτική. ( Οι όροι «διαφορά δικαιωμάτων» και «διαφορά συμφερόντων» έχουν την αυτή έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων). Δηλαδή επιτρέπεται απεργία μόνο για διαφορά συμφερόντων. Συστήνεται εννεαμελής Μόνιμη Επιτροπή Διαιτησίας (4 εργοδοτικοί, 4 εργατικοί και ένας από την Κυβέρνηση ως Πρόεδρος) εξαετούς θητείας η οποία έχει εξουσία να επιλαμβάνεται όλων των διαφορών σε ουσιώδεις υπηρεσίες μετά την ολοκλήρωση των οποιωνδήποτε άλλων διαδικασιών επίλυσης διαφορών. Επιλαμβάνεται εντός 3 ημερών και εκδίδει απόφαση εντός ενός μηνός. Οι αποφάσεις της μπορούν να είναι ομόφωνες ή κατά πλειοψηφία και σε περίπτωση διαφοράς δικαιωμάτων είναι δεσμευτικές. Οι αποφάσεις της επί διαφορών συμφερόντων δεν είναι δεσμευτικές και αν απορριφθούν από κάποιο μέρος τότε μπορούν να ληφθούν απεργιακά ή ανταπεργιακά μέτρα αφού όμως δοθεί 15ήμερη προειδοποίηση και παρέλθουν 30 μέρες από την απόρριψη της απόφασης της Επιτροπής. Σε περίπτωση απεργίας ή ανταπεργίας πρέπει να διατηρείται προσωπικό για διασφάλιση παροχής ελάχιστων επιπέδων της ουσιώδους υπηρεσίας σε όλο τον πληθυσμό. Σε περίπτωση παράβασης των ουσιωδών διατάξεων του Νόμου, προβλέπονται κυρώσεις που περιλαμβάνουν φυλάκιση και χρηματική ποινή. MA120032GEN 11