ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 6 Ο 7 Ο ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 ο Ύστερα από αυτά, στα μέσα του καλοκαιριού, άρχισε η αναχώρηση (του στόλου) για τη Σικελία. Στους περισσότερους λοιπόν από τους συμμάχους και στα πλοία που μετέφεραν τρόφιμα και εφόδια και σε όσα άλλα πλοία ανεφοδιασμού ακολουθούσαν είχε δοθεί προηγουμένως εντολή να συγκεντρωθούν στην Κέρκυρα, για να διασχίσουν από εκεί όλοι μαζί το Ιόνιο πέλαγος με προορισμό το ακρωτήριο της Ιαπυγίας. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι και όσοι από τους συμμάχους τους παρευρίσκονταν (στην Αθήνα), αφού κατέβηκαν στον Πειραιά μόλις ξημέρωσε την καθορισμένη (για την αναχώρηση) μέρα, επάνδρωναν τα πλοία για να αποπλεύσουν. Μαζί τους κατέβηκε και όλο σχεδόν το υπόλοιπο πλήθος και των πολιτών και των ξένων που ζούσαν στην πόλη. Οι Αθηναίοι ξεπροβοδίζοντας ο καθένας τους δικούς του, άλλος τους φίλους, άλλος τους συγγενείς του κι άλλος τους γιους του, και κατευοδώνοντάς τους με ελπίδα αλλά συγχρόνως και με θρήνους, (με την προσδοκία) ότι θα κατακτήσουν τη Σικελία, αλλά (και με την αμφιβολία) για το αν θα τους ξαναδούν ποτέ, γιατί σκέφτονταν σε πόσο μεγάλο ταξίδι μακριά από την πατρίδα αποστέλλονταν. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31 ο Και την ώρα εκείνη περισσότερο, καθώς επρόκειτο πια να αποχωριστεί ο ένας τον άλλο (έχοντας συναίσθηση των κινδύνων, έφερναν στο νου τους τα δεινά (του πολέμου) παρά όταν αποφάσιζαν να εκστρατεύσουν. Αλλ όμως έπαιρναν θάρρος από την εικόνα της δύναμης που παρουσιαζόταν μπροστά τους εξαιτίας της αφθονίας όλων όσων έβλεπαν με τα μάτια τους. Οι ξένοι πάλι και το υπόλοιπο πλήθος είχαν έρθει για να δουν το θέαμα με τη σκέψη ότι ήταν κάτι το ξεχωριστό και απίστευτο. Γιατί αυτή η στρατιά, που απέπλευσε πρώτη από μια πόλη με ελληνικές μόνο δυνάμεις, ήταν η πιο δαπανηρή και η πιο λαμπρή απ όλες όσες είχαν γίνει ως την εποχή εκείνη. Βέβαια, ως προς τον 1
αριθμός των πλοίων και των οπλιτών δεν ήταν κατώτερη και η στρατιά που εξεστράτευσε με τον Περικλή εναντίον της Επιδαύρου και η ίδια πάλι (στρατιά) με τον Άγνωνα εναντίον της Ποτείδαιας, γιατί τότε εξέπλευσαν τέσσερις χιλιάδες οπλίτες και τριακόσιοι ιππείς και εκατό πολεμικά πλοία από τους αθηναίους μόνο, και πενήντα των Λεσβίων και των Χίων, και ακόμη πολλοί σύμμαχοι. Αλλά (τότε) απέπλευσαν για σύντομο ταξίδι και με ασήμαντη προετοιμασία. Αυτή όμως η εκστρατεία (ξεκίνησε) και για να είναι μακροχρόνια [με την προοπτική μακροχρόνια παραμονής (στη Σικελία)] και αφού εφοδιάστηκε και με τα δύο, ανάλογα με τις ανάγκες, και με πλοία και με πεζικό συγχρόνως, το ναυτικό αφού εξοπλίστηκε με μεγάλες δαπάνες των τριηράρχων και της πόλης, από τη μία γιατί η πολιτεία παρείχε μια δραχμή τη μέρα στον κάθε ναύτη και έδωσε εξήντα πολεμικά πλοία χωρίς πληρώματα, σαράντα οπλιταγωγά και τους καλύτερους κατώτερους αξιωματικούς και τεχνίτες σ αυτά, και από την άλλη γιατί οι τριήραρχοι έδιναν πρόσθετα επιδόματα, εκτός από το μισθό του δημοσίου, στους κωπηλάτες της πρώτης σειράς και στα κατώτερα πληρώματα και γιατί επιπλέον εφοδίασαν (τα πλοία) με πολυδάπανα ακρόπρωρα και σταθερά εξαρτήματα, και γιατί ο καθένας τους έδειχνε μεγάλη προθυμία πώς θα ξεχωρίζει πάρα πολύ για τον καθένα προσωπικά το πλοίο του και στην εμφάνιση και στην ταχύτητα. Το πεζικό πάλι επειδή επιλέχτηκε από καταλόγους αντρών ικανών για οπλιτική υπηρεσία και επειδή αυτοί με μεγάλο ζήλο συναγωνίζονταν μεταξύ τους και στα όπλα και στην (υπόλοιπη) ατομική εξάρτυσή τους. Έτσι συνέβη συγχρόνως να ξεσπάσει διαμάχη ανάμεσα στους τριηράρχους για ό,τι ο καθένας τους είχε διαταχθεί να ετοιμάσει και να μοιάζει αυτή η εκστρατεία περισσότερο με επίδειξη της δύναμης και της υπεροχής (της Αθήνας) απέναντι στους άλλους Έλληνες παρά με πολεμική προετοιμασία εναντίον εχθρών. Γιατί, αν κανείς λογάριαζε τη δαπάνη και τη δημόσια και την ιδιωτική αυτών που έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία, δηλαδή όσα χρήματα από τη μια πόλη είχε κιόλας δαπανήσει και όσα είχε δώσει στους στρατηγούς και τους απέστελνε, αλλά και όσα χρήματα από την άλλη είχε ξοδέψει κάθε ιδιώτης για τον ατομικό του εξοπλισμό και κάθε τριήραρχος για το πολεμικό του πλοίο, καθώς και όσα επρόκειτο ακόμη να διαθέσει, και επιπλέον όσα ήταν φυσικό όλοι τους να προμηθευτούν ως εφόδιο για μακροχρόνια εκστρατεία πέρα από το μισθό του δημοσίου, και όσα ακόμη αγαθά κάποιος στρατιώτης ή έμπορος τα είχε πάρει μαζί του με σκοπό την εμπορική συναλλαγή και απέπλεε, (αν όλα αυτά μαζί τα 2
λογάριαζε κανείς) θα διαπίστωνε ότι συνολικά έβγαιναν από την πόλη πολλά τάλαντα. Και η εκστρατεία (αυτή) υπήρξε διάσημη όχι λιγότερο για το θαυμασμό που προκαλούσε η τόλμη της και για τη λαμπρότητα που παρουσίαζε το θέαμά της απ ό,τι για την αριθμητική υπεροχή της στρατιάς σε σύγκριση με εκείνους εναντίον των οποίων πήγαιναν. Ακόμη, (υπήρξε διάσημη) γιατί επιχειρήθηκε το πιο μεγάλο ως τότε θαλάσσιο ταξίδι μακριά από την πατρίδα τους και με πολύ μεγάλες ελπίδες για το μέλλον σε σχέση με το παρόν. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32 ο Όταν τα πλοία επανδρώθηκαν και είχαν φορτωθεί πια όλα όσα έχοντάς τα επρόκειτο να αποπλεύσουν, δόθηκε με τη σάλπιγγα το παράγγελμα να σιωπήσουν και έκαναν τις καθιερωμένες πριν από την αναχώρηση προσευχές όχι χωριστά για κάθε πλοίο αλλά όλοι μαζί, καθώς ένας κήρυκας τις εκφωνούσε πρώτος, αφού ανέμειξαν σε δοχεία κρασί και νερό σε όλο το στράτευμα και έκαναν σπονδές οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί με χρυσά και ασημένια ποτήρια. Μαζί τους προσευχόταν από την ξηρά και το υπόλοιπο πλήθος των πολιτών και όποιος άλλος παρευρισκόταν με φιλικές προς αυτούς διαθέσεις. Και αφού τραγούδησαν τον παιάνα και τελείωσαν τις σπονδές, ανοίγονταν στο πέλαγος. Και στην αρχή απέπλευσαν σε μονή παράταξη, ύστερα όμως άρχισαν πια να συναγωνίζονται μεταξύ τους (στην ταχύτητα) μέχρι την Αίγινα. Και αυτοί βιάζονταν να φτάσουν στην Κέρκυρα, όπου ακριβώς συγκεντρωνόταν και ο υπόλοιπος στρατός των συμμάχων. 3
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΙΒΛΙΟ 7 ο ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 75 ο Ύστερα απ αυτό, όταν έκριναν ο Νικίας και ο Δημοσθένης ότι είχαν γίνει επαρκώς οι προετοιμασίες, άρχισε πια και η διάλυση και η εγκατάλειψη του στρατοπέδου την τρίτη μέρα μετά τη ναυμαχία. Ήταν λοιπόν φοβερό όχι μόνο το κάθε περιστατικό χωριστά, επειδή δηλαδή αποχωρούσαν, αφού είχαν χάσει όλα τα πλοία τους, και επειδή κινδύνευαν και οι ίδιοι και η πόλη τους αντί για τις μεγάλες ελπίδες τους, αλλά επίσης επειδή, όταν εγκατέλειπαν το στρατόπεδό συνέβαινε στον καθένα και με τα μάτια του να βλέπει θλιβερά πράγματα και με την ψυχή του να τα αισθάνεται. Γιατί, επειδή οι νεκροί ήταν άταφοι, κάθε φορά που έβλεπε κανείς κάποιον από τους στενούς φίλους του να κείτεται δοκίμαζε αίσθημα λύπης ανάμικτο με φόβο, και (γιατί) οι τραυματίες και οι άρρωστοι που εγκαταλείπονταν ζωντανοί ακόμα ήταν για τους ζωντανούς (που έφευγαν) πολύ πιο αξιολύπητοι από τους νεκρούς και (πολύ)πιο δυστυχισμένοι απ όσους είχαν σκοτωθεί. Γιατί καταφεύγοντας σε παρακλήσεις και θρήνους έφερναν σε αμηχανία (αυτούς που ήθελαν να φύγουν), επειδή ζητούσαν να τους πάρουν μαζί τους και γιατί φώναζαν μεγαλόφωνα τον καθένα χωριστά, αν [κάθε φορά που] έβλεπε κανείς κάπου κάποιο φίλο ή συγγενή του και επειδή κρέμονταν από τους συντρόφους τους της ίδιας σκηνής, οι οποίοι αποχωρούσαν πλέον, και επειδή τους ακολουθούσαν όσο μπορούσαν (να τους ακολουθήσουν), κι επειδή όταν απόκαμε κανενός η δύναμη και το κορμί [όποτε εγκατέλειπαν κάποιους οι ψυχικές και σωματικές τους δυνάμεις], έμεναν πίσω ξεσπώντας σε πολλές επικλήσεις στους θεούς και σε πολλούς θρήνους. Έτσι λοιπόν όλοι στο στράτευμα πλημμύρισαν δάκρυα και βρέθηκαν σε τέτοια αγωνία ώστε δεν ξεκινούσαν εύκολα, μολονότι έφευγαν από εχθρική χώρα και μολονότι ξεπερνούσαν πολύ τα δάκρυα οι συμφορές που έως τότε είχαν πάθει, κι ενώ φοβούνταν μήπως στο σκοτεινό μέλλον πάθουν και άλλες ακόμη (συμφορές). Και ένιωθαν πολλή μελαγχολία [ντροπή] μαζί και μεγάλη καταφρόνηση για τον εαυτό τους. Γιατί με τίποτε άλλο δεν έμοιαζαν παρά με πόλη που είχε κυριευτεί ύστερα από 4
πολιορκία και προσπαθούσε να φύγει κρυφά, και μάλιστα αν και ήταν μεγάλη, γιατί όσοι προχωρούσαν μαζί δεν ήταν λιγότεροι των σαράντα χιλιάδων απ όλο το στράτευμα. Και από αυτούς όλοι οι άλλοι έπαιρναν ό,τι χρήσιμο ο καθένας τους μπορούσε (να πάρει), και οι οπλίτες και οι ιππείς, αντίθετα με τη συνήθεια, μετέφεραν οι ίδιοι τα τρόφιμά τους κάτω από τον οπλισμό τους, άλλοι γιατί δεν είχαν ακολούθους και άλλοι γιατί δεν τους εμπιστεύονταν, γιατί και από παλιά είχαν αυτομολήσει (πολλοί) και τώρα λιποτακτούσαν περισσότεροι. Όμως και αυτά τα τρόφιμα που κουβαλούσαν δεν ήταν αρκετά, γιατί δεν υπήρχε πια σιτάρι στο στρατόπεδο. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 76 ο Επίσης, η κοινή εξαθλίωση και η ίση συμμετοχή τους στις συμφορές η κατάσταση αυτή έχει για μερική ανακούφιση το γεγονός ότι κάποιος δυστυχής βρίσκεται μαζί με πολλούς άλλους δυστυχισμένους τους φαινόταν αυτή τη στιγμή αβάσταχτη, ιδίως (επειδή αναλογίζονταν) με ποια λαμπρότητα και αλαζονεία στην αρχή (είχε αναχωρήσει ο στρατός) και σε ποια κατάληξη και ταπείνωση είχε φτάσει. Και πραγματικά αυτή η μεταβολή της κατάστασης υπήρξε πολύ μεγάλη για ελληνικό στράτευμα, γιατί συνέβη σε αυτούς, ενώ είχαν έρθει για να υποδουλώσουν άλλους, να φεύγουν φοβούμενοι οι ίδιοι περισσότερο μήπως πάθουν αυτό και, αντί για ευχές και παιάνες, με τη συνοδεία των οποίων τότε ξεκινούσαν, να γυρίζουν με οιωνούς αντίθετους προς αυτά πεζοπορώντας αντί να μεταφέρονται με πλοία και στηριγμένοι περισσότερο στους οπλίτες παρά στο ναυτικό. Όμως όλα αυτά τους φαίνονταν υποφερτά εξαιτίας του μεγάλου κινδύνου που κρεμόταν ακόμη από πάνω τους. 5
6