Ζὰκ Τουρνιὲ H ZAN KAI HKΑΡΕΚΛΑ ΤΗΣ*



Σχετικά έγγραφα
Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

9 Σεπτεμβρίου 2005, 12:45 μ.μ.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Χριστιάνα Ἀβρααμίδου ΜΑΤΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ. Ποιήματα

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη


Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Το σχολείο του μέλλοντος

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Το μυστικό του Φαραώ. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Ἐγκατάστασις ICAMSoft Law Applications' Application Server ἔκδοση 3.x (Rel 1.1-6ος 2009) 1

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 9-12 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Η. Διαδικασία διαμεσολάβησης

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Το παραμύθι της αγάπης

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Κυριακή 19 Μαΐου 2019.

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Παιχνίδια. 2. Το σπίτι

Ἡ γέννηση. (La naissance)

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

11η Πανελλήνια Σύναξη Νεότητος της Ενωμένης Ρωμηοσύνης (Φώτο Ρεπορτάζ)

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ταξίδι στον Βόρειο Πόλο. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΕΧΩ ΜΙΑ ΙΔΕΑ Προσπαθώντας να βρω θέμα για την εργασία σχετικά με την Δημοκρατία, έπεσα σε τοίχο. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα, τις σημειώσεις μου και δεν

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

ΕΊΜΑΙ ένας ποντικός φτωχός

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Transcript:

Ζὰκ Τουρνιὲ H ZAN KAI HKΑΡΕΚΛΑ ΤΗΣ* Α ΠΟΜΕΝΟΥΝ ΜΟΝΟ ΣΑΡΔΕΛΕΣ ποὺ τὶς τρώει μέσ ἀπὸ τὸ κονσερβοκούτι τους, βουτώντας μέσα τὰ δάχτυλά της, καὶ τὸ λάδι κυλάει στὸ φόρεμά της, ἀλλὰ οὔτε ποὺ τὸ προσέχει κάν. Ἀκίνητη στὴν καρέκλα της, καρτερεῖ ἕνα του νεῦμα. Καθὼς ὅμως ἐκεῖνος ἔχει χάσει τὴ φωνή του, μιλάει μόνο μὲ νοήματα. Ὅταν τῆς δείχνει τὸ μπουκάλι μὲ τὸ κρασί, τοῦ τὸ προσφέρει κι ὕστερα παρακολουθεῖ τὸ πρόσωπό του, ἐλπίζοντας πὼς θὰ ξαναβρεῖ μὲ τὸ κρασὶ τὸ χρῶμα του. Τὸ πρόσωπό του εἶναι μπλάβο ἀπ τὸ κρύο, ὅμως ἐκείνη δὲν ἔχει τίποτα γιὰ ν ἀνάψει φωτιά. Τότε, ὑποβαστάζοντας τὴν κοιλιά της μὲ τὰ δυό της χέρια, πάει καὶ ξαπλώνει σφιχτὰ στὸ πλάι του καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸν ζεστάνει. Ἐκεῖνος πιάνεται ἀπ τοὺς καρπούς της καὶ ψιθυρίζει μὲ ἄχρωμη φωνή: Mὴ φύγεις. Ἐκείνη χαμογελάει. Δὲν φεύγει ποτέ, αὐτὸς τὸ ξέρει. Εἶναι ἀπὸ τὶς γυναῖκες ἐκεῖνες ποὺ προσμένουν καθισμένες στὴν καρέκλα τους καὶ ποὺ ἀρκοῦνται ν ἀδειάζουν τὴ λεκανίτσα ἢ ν ἀλλάζουν σεντόνια ἅμα αὐτὸς ἐπιστρέφει τὰ ξημερώματα στουπὶ στὸ μεθύσι, χωρὶς νὰ ἔχει καταφέρει νὰ κάνει ἐμετὸ στοὺς σκουπιδοντενεκέδες τῆς αὐλῆς. Ἐκείνη ἔτσι ἔκανε πάντοτε, χωρὶς νὰ ξεστομίζει λέξη καὶ χωρὶς οὔτε ἕνα βλέμμα μομφῆς, μόνο ἴσα ἴσα μὲ ὅ,τι ἀκριβῶς ἀπαιτεῖται ἀπὸ κινήσεις, κατανόηση καὶ τρυφερότητα. Δὲν τὸν ἄφησε μόνο του παρὰ γιὰ μιὰ στιγμή, ὅταν ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ παραληρεῖ. Σύρθηκε ἴσαμε τὸ καφὲ Λὰ Ροτὸντ γιὰ νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν μπάρμαν νὰ καλέσει ἕναν γιατρὸ ποὺ τελικὰ ἦρθε στὸ ἀτελιέ. «Εἶναι νεφρίτιδα» εἶπε, γράφοντας μία συνταγή. Μὲ τί χρήματα ὅμως ν ἀγοραστοῦν τὰ φάρμακα; Τοῦ ἔφτιαξε μιὰ κούπα μ ἕνα ἀφέψημα. Ἐκεῖνος προτίμησε νὰ πιεῖ κρασί. Τοῦ ἔδωσε τὴν μπουκάλα κι ἔπειτα κάθισε ἀνάμεσα στὸ κρεβάτι καὶ τὸ παράθυρο κι ἄνοιξε μία κονσέρβα σαρδέλες. Ἕξι μέρες πέρασαν ἔτσι ἀπὸ τὴν Τετάρτη, ὁπότε ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ παραληρεῖ, ὣς τὴ Δευτέρα τὸ βράδυ ποὺ ξάπλωσε στὸ πλάι του, κολλώντας σφιχτὰ πάνω του. Ἕξι μέρες δίχως φίλους, δίχως συγγενεῖς, δίχως γείτονες. Ξαφνικά, τὴν Τρίτη τὸ πρωί, κάποιος σπρώχνει τὴν πόρτα καὶ τοὺς ἀνακαλύπτει, καὶ καλεῖ ἕνα ἀσθενοφόρο. Δύο τραυματιοφορεῖς τῆς ἁρπάζουν τὸν ἑτοιμοθάνατό της καὶ τὸν παίρνουν μαζί τους. Ἐκείνη ἀκούει: «Νοσοκομεῖο Λὰ Σαριτέ, ὁδὸς Ζακόμπ». Παραμένει πλαγιασμένη, μὲ τὰ χέρια της πάνω στὴν κοιλιά της. Ξαφνικὰ ὑπάρχει κόσμος γύρω της. Τὴν ἀγγίζουν, τῆς μιλᾶνε, τὴν ὑποχρεώνουν νὰ φάει. Ἀφήνεται χωρὶς ἀντίσταση. Ὁλόκληρη εἶναι ἕνα βάρος σιωπῆς, καὶ τὸ παιδὶ τὸ νιώθει αὐτὸ καὶ δὲν τολμάει νὰ σαλέψει. Τὴν Παρασκευὴ καταφέρνει νὰ καθίσει καὶ λέει στὶς γυναῖκες ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ, τὴ Λυννιά, τὴ Χανκὰ καὶ τὴ Ζερμαίν: Πάω στὸ νοσοκομεῖο. Μιὰ ἀπ αὐτὲς τὴν ὁδηγεῖ ἐκεῖ. Μπαίνει στὸ θάλαμο, σέρνεται ὣς τὸ κρεβάτι καὶ πιάνεται ἀπὸ τὰ κάγκελα, σκύβοντας πρὸς τὸ πρόσωπό του ποὺ δὲν τὸ ἀναγνωρίζει πιά, τόσο γκρίζο κι ἄσπρο ποὺ δὲν ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ μαξιλάρι. Ποῦ εἶναι τὰ ὡραῖα του κατάμαυρα μαλλιὰ σὰν χαίτη, θαρρεῖς, σκύλου καὶ λύκου; Θὰ ἤθελε ν ἄνοιγε τὰ μάτια του, νὰ ἤξερε ὅτι αὐτὴ βρίσκεται ἐκεῖ, ὅμως ἐκείνη ποὺ τὴ συνοδεύει τῆς ψιθυρίζει: Ἔχει πέσει σὲ κῶμα. Kαὶ μόλις ποὺ προλαβαίνει νὰ τὴ συγκρατήσει προτοῦ νὰ λιποθυμήσει. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ἡ παρουσία της ἐνοχλεῖ. Δὲν γίνεται νὰ τὴν ξαναπᾶνε στὸ ἀτελιὲ ὅπου θὰ πρέπει νὰ ξαγρυπνοῦν δίπλα της μέσα στὸ κρύο. Τότε ποῦ; Μήπως στὴν κλινικὴ Ταρνιέ, ὅπου ἔχει κλείσει θέση γιὰ νὰ γεννήσει; Στὴν κλινικὴ Ταρνιὲ ἀρνοῦνται νὰ τὴ δεχτοῦν, ἀφοῦ τὸ παιδὶ δὲν ἔχει ἀκόμα κατέβει. Μήπως στοὺς γονεῖς της ποὺ δὲν μένουν καὶ πολὺ μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖ, στὴν ὁδὸ Ἀμυό; Ἡ ἁμαρτωλὴ αὐτὴ δὲν εἶναι πιὰ κόρη τους ἀφότου γκαστρώθηκε

ἀπὸ ἕναν ἀλκοολικὸ Ἰταλιάνο ποὺ ζωγραφίζει ἄσεμνα γυμνὰ καὶ προκαλεῖ ἀστυνομικὲς ἐφόδους στὶς γκαλερὶ ὅπου ἐκθέτει. Τελικὰ βρίσκουν ἕνα ξενοδοχεῖο, στὴν ὁδὸ Σέν, ὅπου τὴν ἐμπιστεύονται στὸν θυρωρὸ μὲ τὸ αἴσθημα πὼς ἐκπλήρωσαν τὸ καθῆκον τους. Ἐκείνη ἔχει ἕνα ξυράφι μὲς στὴν τσάντα της, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τὸ γνωρίζει. Ἀνοίγει τὰ μάτια της μὲς στὸ σκοτάδι. Ἐκεῖνος βρίσκεται στὰ πόδια τοῦ κρεβατιοῦ, χαμογελάει μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ, ἀγγίζει τὸ μπὸρ τοῦ καπέλου του, κι ἐκείνης τῆς μυρίζουν οἱ πορτοκαλιές. Πίσω της, ἡ ἀνταύγεια στὸν καθρέφτη τῆς ντουλάπας εἶναι ἀπὸ τὴ θάλασσα. Τὸ τρὰμ τῆς Κάνης ἀπομακρύνεται τρίζοντας. Μόλις ἔχει κατέβει ἀπ τὸ τρὰμ καὶ περιμένει καθισμένη στὸν ἥλιο. Ἐκεῖνος κρύφτηκε στὰ πεῦκα γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ θὰ τὴ συνόδευε ὁ Κέρβερος. Ὅμως ὄχι, τοῦ κάνει νόημα πὼς εἶναι μόνη της. Ἔτσι, τὸ παιχνίδι μπορεῖ νὰ ξαναρχίσει. Ἐκεῖνος τὴν πλησιάζει μὲ ἀργὰ βήματα, κάνει ὅτι δὲν τὴν ἀναγνωρίζει καὶ τὴ χαιρετάει μὲ σοβαρότητα, ὅπως τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ καρναβαλιοῦ ποὺ πρωτοσυναντήθηκαν. Ντέντο... Τοῦ ἁπλώνει τὰ χέρια της θά θελε νὰ τοῦ πιάσει τοὺς καρπούς, νὰ ἱκετέψει μὲ τὴ σειρά της: Ἂχ Ντέντο, μὴ φεύγεις ἀκόμη! Κρύβει τὸ κεφάλι της κάτω ἀπ τὰ σκεπάσματα, καὶ ἡ μνήμη της ξαναβρίσκει τὰ βότσαλα, τὸν ἥλιο τῶν ἔρημων ἀκρογιαλιῶν, τὸν ἀρυτίδωτο οὐρανό. Τὸ τελευταῖο καλοκαίρι τοῦ πολέμου. Γιὰ ν ἀποφύγουν τοὺς βομβαρδισμοὺς τοῦ Παρισιοῦ εἶχαν καταφύγει στὴ Νίκαια, ὅπου τοὺς φιλοξένησε ὁ φίλος τους Ζμπορόβσκι. Ἔλεγαν πὼς ἡ ζέστη θὰ γιάτρευε τὰ πνευμόνια του, θὰ τὸν ἐμπόδιζε νὰ πίνει καὶ θὰ τοῦ ξανάδινε τὴν ὄρεξη νὰ ζωγραφίσει. Ἐκείνη εἶχε ἤδη βαρύνει, ἔγκυος στὴ Ζάν, τὴν πρώτη τους κόρη. Περπατοῦσαν στὴν ἀκρογιαλιά, χανόντουσαν μὲς στὴν παλιὰ πόλη. Ἀκουμποῦσε πάνω του, κι ἐκεῖνος τὴ φώναζε: ντόννα ἄντζελο, γυναίκα-ἄγγελέ μου. Μὰ ἡ γυναίκα-ἄγγελος ἔχει μιὰ μητέρα ποὺ τῆς γράφει: «Εἶναι καθῆκον μιᾶς μητέρας, ὅποια κι ἂν εἶναι τὰ παραστρατήματα τῆς κόρης της, νὰ τῆς συμπαρασταθεῖ στὸν τοκετό», καταφτάνει στὴ Νίκαια καὶ τὴν κλειδώνει σ ἕνα ξενοδοχεῖο. Ὅλος αὐτὸς ὁ θόρυβος ποὺ ξανακούει, αὐτὸ τὸ μάνιασμα, αὐτὰ τὰ ξεφωνητά. Ἐκεῖνος τριγυρίζει τὴ νύχτα κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρό της καὶ νιαουρίζει σὰν λυσσασμένος κι ὁ Κέρβερος γαβγίζει πίσω ἀπ τὶς γρίλιες, ἀπειλεῖ νὰ φωνάξει τὴν ἀστυνομία καὶ νὰ τὸν ρίξει στὴ φυλακὴ «ὡς αἰσχρὸ διαφθορέα», ἀφοῦ δὲν ἔχουν παντρευτεῖ. Τελικὰ ἐκεῖνος ἐξαφανίζεται. Ὅμως θὰ ξανάρθει, ἡ Ζὰν τὸ ξέρει. Πάντοτε ξανάρχεται. Ἡ Ζὰν τὸ ἔχει συνηθίσει. Λίγο ἀργότερα, τῆς διαμηνύει ὅτι βρίσκεται στὴν Κάνη, σ ἕνα πανδοχεῖο, κι ὅτι ξαναρχίζει νὰ ζωγραφίζει. Τότε, ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, τὴν ὥρα τοῦ μεσημεριανοῦ ὕπνου τοῦ Κέρβερου, τὸ σκάει γιὰ νὰ τὸν συναντήσει. Ἐκεῖνος τὴν περιμένει μέσα στὰ πεῦκα, κοντὰ στὴ στάση τοῦ τράμ. Πηγαίνουν ὣς τὴν ἀμμουδιὰ καὶ ξαπλώνουν στὸν ἥλιο. Ἐκεῖνος ψιθυρίζει: Ἰτάλια, κάρα Ἰτάλια... Τόσο κοντινή. Τὴ διακρίνεις τὶς μέρες ποὺ διαλύεται ἡ καταχνιὰ τῆς ζέστης. Μετὰ τὸν πόλεμο θὰ πᾶμε στὸ Λιβόρνο, σ τὸ ὑπόσχομαι. Θὰ δεῖς τὸ σπίτι μου. Θὰ δεῖς τὴ μάνα μου στὸ κατώφλι. Δὲν γαβγίζει ὅπως ἡ δικιά σου μάνα. Ἀπεναντίας θὰ σοῦ ἀνοίξει τὴν ἀγκαλιά της. Θὰ σ εὐχαριστήσει ποὺ μ ἀγαπᾶς. Ὕστερα θὰ κατέβουμε κι οἱ τρεῖς μας πέρα ἀπὸ τὴ Ρώμη, ὣς τὸ χωριὸ Μοντιλιάνι, ἀπ ὅπου τὸ σόι μου ἔχει πάρει τ ὄνομά του. Μιὰ ἑβραϊκὴ οἰκογένεια σεφαραδιτῶν, ἐγκατεστημένων ἐκεῖ πάνω ἀπὸ ἕναν αἰώνα κάποιοι ἀπ αὐτοὺς ἦταν, φαντάσου, τραπεζίτες τοῦ πάπα... Δανείζοντάς του ἔτσι τὴ φωνή της, βοηθώντας τον νὰ μιλήσει μὲς στὸ σκοτάδι, θὰ ἤθελε νὰ παραταθεῖ τὸ λίγο ποὺ τὸν κρατάει ἀκόμη στὴ ζωή. Τὸν ἀκούει γι ἀρκετὴν ὥρα κι ὕστερα γλιστράει τὸ χέρι της κάτω ἀπ τὸ μαξιλάρι, ἀγγίζει τὸ ξυράφι κι ἀποκοιμιέται. Ξυπνάει ἀπότομα. Ἄνοιξε! φωνάζει κάποιος πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα. Σηκώνεται κι ἀντικρίζει τὸν πατέρα της. 2

Ντύσου ἐνόσω θὰ τακτοποιῶ τὸ λογαριασμὸ τοῦ δωματίου. Φεύγουμε. Μπαίνει ἀμέσως στὸ νόημα, γυρεύει ψηλαφητὰ τὰ παπούτσια της καὶ ντύνεται τόσο γρήγορα ποὺ ξεχνάει τὸ ξυράφι. Τὸ παιδὶ τοῦ ὀρόφου θὰ τὸ βρεῖ ἀργότερα στρώνοντας τὸ κρεβάτι. Περιμένοντάς την, ὁ κ. Ἐμπυτέρν ἀνασαίνει μὲ ἀνακούφιση. Ὁ ἐφιάλτης του τελειώνει. Ὅταν ἡ Ζερμαὶν καὶ ἡ Λυννιὰ χτύπησαν τὸ κουδούνι στὸ σπίτι του γιὰ νὰ τοῦ ἀνακοινώσουν ὅτι ὁ κολασμένος ἐκεῖνος ζωγράφος εἶχε πεθάνει, ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸ ἀνακοινώσουν στὴ Ζὰν κι ὅτι ἐκεῖνες δὲν εἶχαν τὸ κουράγιο νὰ τὸ κάνουν, αὐτὸς ζήτησε ἁπλῶς τὴ διεύθυνση τοῦ ξενοδοχείου. Εἶχε ἤδη πάρει τὶς πληροφορίες του γιὰ τὶς διαδικασίες ἐγκατάλειψης τέκνου. Ἀρκεῖ νὰ συμπληρωθοῦν κάποια ἔντυπα, νὰ μποῦν κάποιες ὑπογραφὲς καὶ νὰ γίνει μιὰ διακριτικὴ ἀνάκριση, καὶ ἡ φυσικὴ μητέρα ξεγράφεται διὰ παντός, χωρὶς καμιὰ δυνατότητα ἀναίρεσης. Θὰ μποροῦν μάλιστα, μέσα στὴν ὅλη ἀναταραχή, ν ἀπαλλαγοῦν κι ἀπ τὰ δυὸ παιδιὰ συγχρόνως ἀπὸ τὴ μικρὴ Ζάν, ποὺ εἶναι μόλις ἑνὸς ἔτους, κι ἀπ τὸ παιδὶ ποὺ πρόκειται νὰ γεννηθεῖ. Θ ἀπαιτηθεῖ χρόνος πολύς, τὸ ξέρει ἐκεῖνος, ἀλλὰ ἡ δαιμονισμένη θὰ ἐξορκιστεῖ τελικά. Ὅταν τὸν ξανανταμώνει, ἐκεῖνος τῆς σφίγγει τὸ μπράτσο χωρὶς νὰ πεῖ κουβέντα καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὴν κλινική. Μπαίνοντας στὸ θάλαμο, ἐκείνη βλέπει τὸ παραβάν. Θά θελε νὰ τρέξει, ἀλλὰ τῆς λείπει ἡ δύναμη. Σέρνεται ὣς τὸ κρεβάτι. Τὸ πρόσωπό του εἶναι καλυμμένο μ ἕνα σεντόνι. Ἡ Ζὰν μπήγει μιὰ κραυγή, μιὰ μοναδική, πολὺ ὀξεία καὶ πολὺ κοφτὴ στριγγιά, καὶ λιγοθυμάει. Ὅταν συνέρχεται, προτοῦ ἀκόμα ν ἀνοίξει τὰ μάτια της, ἀναγνωρίζει τὸ παιδικό της δωμάτιο, Τὴν ἔχουν κλείσει στὴν ὁδὸ Ἀμυό. Διακρίνει κάποιον, μὲ σταυρωμένα τὰ μπράτσα, μπρὸς ἀπ τὴν πόρτα: τὸν ἀδελφό της. Θυμᾶται τὸ ξυράφι της, ἀλλὰ πολὺ ἀργὰ πιά, ἀφοῦ τὸ ξέχασε στὸ ξενοδοχεῖο. Στρέφεται πρὸς τὸ παράθυρο κι ἀκούει τὴ λέξη: «Πήδα». Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ εἶναι ἕτοιμη. Ἀκίνητη, σὰν κοιμισμένη, κρατώντας τὴν κοιλιά της μὲ τὰ δυό της χέρια γιὰ νὰ μὴν κινεῖται τὸ παιδί, ἀλλὰ ἔχοντας συνείδηση τοῦ παραμικρότερου θορύβου: ἕνα πνιχτὸ χασμουρητό, τὸ παρκὲ ποὺ τρίζει, κάποια βήματα στὸ διάδρομο. Ξέρει πὼς ὁ Ἀντρὲ εἶναι ὑπάκουο παιδί, πάντοτε ὑποταγμένο στὶς πατρικὲς προσταγές. Ἔχει ἀναλάβει νὰ τὴν ἐπιτηρεῖ. Θὰ τὸ κάνει μέχρι τέλους, ἐκτὸς κι ἂν τὸν προδώσει τὸ σῶμα του. Αὐτὸ ἐλπίζει κι ἐκείνη: νὰ τὸν προδώσουν, ἄθελά του, ἡ νιότη καὶ ἡ κούρασή του. Οἱ νυκτερινὲς ὧρες μοιάζουν ἀτελείωτες. Τὶς μετράει, μία πρὸς μία, μὲ τὸ ρολόι τῆς γειτονικῆς ἐκκλησίας. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὶς πέντε, ὁ Ἀντρὲ δίνει τὸ πρῶτο σημάδι ἀδυναμίας καὶ παίρνει μιὰ καρέκλα γιὰ νὰ καθίσει. Ἔχει πάντοτε τὰ μπράτσα του σταυρωμένα, ἀλλὰ τὸ κεφάλι του κλυδωνίζεται πρὸς τὰ πίσω κι ἀκουμπάει στὸ πόμολο τῆς πόρτας. Ἡ Ζὰν περιμένει νὰ κλείσει τὰ μάτια του, πετάει τὸ σεντόνι ἀπὸ πάνω της, ἀνοίγει τὸ παράθυρο καὶ τὸ δρασκελίζει. Χτίστης, τζαμάς, μπογιατζής; Δὲν τὸ μάθαμε ποτέ. Ἕνας ἄντρας ποὺ σέρνει ἕνα καρότσι. Μόλις ἔχει στρίψει τὴ γωνία τοῦ δρόμου. Εἶναι ἕνα γεναριάτικο χάραμα, ξερὸ καὶ κρύο, ἀκόμη σκοτάδι. Κάποιο παράθυρο εἶναι φωτισμένο στὸ πέμπτο πάτωμα ἑνὸς κτιρίου, καὶ κάποιος σκύβει ἔξω, γεγονὸς ποὺ τραβάει τὴν προσοχὴ τοῦ ἀγνώστου. Ἀμέσως βλέπει ἕνα σῶμα πεσμένο στὸ πεζοδρόμιο. Μιὰ γυναίκα ποὺ γλίστρησε προφανῶς στὸν πάγο τοῦ δρόμου καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σηκωθεῖ. Ὁ ἄγνωστος ἀφήνει τὸ καρότσι του. Ἐδῶ εἴμαστε, μαντάμ, ἐδῶ εἴμαστε. Τὴν ἁρπάζει ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ τὴν τραβάει πρὸς τὸ μέρος του προσεκτικά. Τὸ κεφάλι της φεύγει πρὸς τὰ πίσω. Αὐτὸς τότε γονατίζει, βλέπει τὸ ἀκίνητο βλέμμα της καὶ καταλαβαίνει γιατί ἡ γυναίκα ἀφήνεται ἔτσι στὰ χέρια του, σιωπηλά. Δὲν θέλει νὰ ψάξει πιὸ πέρα. Ἁπλῶς σκέφτεται: «Δὲν γίνεται νὰ μείνει ἐδῶ». Κοιτάζει τὸ κτίριο: τὸ παράθυρο εἶναι τώρα σκοτεινό, ὅμως ἐκεῖνος ποὺ εἶχε σκύψει ἔξω ἀπ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ξέρει. Παίρνει τὸ σῶμα στὴν ἀγκαλιά του καὶ μπαίνει στὸ κτίριο. Στὸν πέμπτο ὄροφο χτυπάει τὸ κουδούνι ἐπίμονα. Ἡ πόρτα μισανοίγει τελικά. Ὄχι, ὄχι, ὄχι ἐδῶ, λέει ὁ κ. Ἐμπυτὲρν κουνώντας τὸ κεφάλι. Καὶ ἡ πόρτα κλείνει μὲ πάταγο. Ὁ ἄγνωστος ἐπιμένει νὰ χτυπάει τὸ κουδούνι ὥρα πολλή. Τὴ φορὰ αὐτὴ προβάλλει ὁ Ἀντρὲ τὸ κεφάλι του. Στὴν Γκρὰντ Σωμιέρ, ἀριθμὸς 8, ψιθυρίζει καὶ βροντᾶ κι αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του τὴν πόρτα. 3

Ὁ ἄγνωστος ξανακατεβαίνει στὸ δρόμο, ξαπλώνει τὸ ἀσάλευτο σῶμα στὸ καρότσι του καὶ κατευθύνεται πρὸς τὴ λεωφόρο Μονπαρνάς. Προσπαθεῖ νὰ προχωράει ὅσο γίνεται γρηγορότερα, γιατὶ τὸν περιμένουν στὴν οἰκοδομή, καὶ συγχρόνως ἐπαναλαμβάνει μέσα του: «Δὲν γινόταν νὰ μείνει ἐκεῖ». Στὸν ἀριθμὸ 8 τῆς ὁδοῦ Γκρὰντ Σωμιέρ, ἡ θυρωρὸς ἀρνεῖται νὰ τοῦ ἀνοίξει. Ὄχι, ὄχι, ὄχι ἐδῶ, λέει κουνώντας τὸ κεφάλι της ὅπως ὁ κ. Ἐμπυτέρν. Ἦταν ἔνοικοι πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρό. Ἔχουν μετακομίσει. Ὁ ἄγνωστος ἀπειλεῖ νὰ φωνάξει τὴν ἀστυνομία. Ἡ θυρωρὸς μουρμουρίζει τότε: Στὸν τρίτο. Τὸ ἀτελιὲ μὲ τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα. Ἐκεῖνος ξαναπαίρνει τὴ Ζὰν στὴν ἀγκαλιά του κι ἀνεβαίνει ὣς τὸ ἀτελιέ. Μπαίνοντας μέσα, σκοντάφτει στὰ ἄδεια μπουκάλια καὶ τὰ παλιὰ κονσερβοκούτια ἀπὸ σαρδέλες. Ἐξακολουθεῖ νὰ μὴν προσπαθεῖ νὰ καταλάβει, κάνει ἁπλῶς αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ κάνει ξαπλώνει τὴ Ζὰν στὸ κρεβάτι, τὴ σκεπάζει μ ἕνα σεντόνι, ἀντιλαμβάνεται πὼς ἔχει τὰ μάτια της ὀρθάνοιχτα, τῆς τὰ κλείνει μὲ τρυφερότητα γιὰ νὰ τὴν κοιμίσει, κατεβαίνει κάτω, ξαναπαίρνει τὸ καρότσι του κι ἐξαφανίζεται. Ὁ κ. Ἐμπυτέρν, σταθερὸς στὶς ἀρχές του, ἀρνεῖται νὰ τοὺς θάψουν μαζί. Ὁ Μοντιλιάνι 1 εἶναι θαμμένος στὸ νεκροταφεῖο Πὲρ-Λασαίζ 2. Τὸ σῶμα τῆς κόρης του τὸ στέλνει στὸ νεκροταφεῖο τοῦ Μπανιέ. Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μοντιλιάνι θ ἀγωνιστεῖ ἐννέα ὁλόκληρα χρόνια γιὰ νὰ μπορέσουν οἱ δύο νεκροὶ νὰ ξανανταμώσουν στὸν τάφο μὲ τὴν ἰταλικὴ ἐπιγραφή: Zὰν Ἐμπυτὲρν τοῦ Ἀμεντέο Μοντιλιάνι ἀφοσιωμένη σύντροφος ὣς τὴν ἔσχατη θυσία Ἡ Ζὰν ἐξακολουθεῖ ὡστόσο νὰ ζεῖ στὸ ἀτελιέ, καθισμένη ὅπως τὴ ζωγράφισε ὁ Ἀμε - ντέο, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα ἢ τὸ δάχτυλό της στὸν κρόταφο, μὲ τὸν μακρὺ λαιμό της, τὸ γυρτὸ κεφάλι της καὶ τὰ νερένια μάτια της. Δεκάξι προσωπογραφίες, μὲ διαφορετικὸ κάθε φορὰ φόρεμα φορέματα μπλὲ καὶ μαῦρα, βυσσινιά, σφιγμένα ψηλὰ ἀπὸ ζῶνες μὲ ρὸζ-μὸβ ἀνταύγειες, φορέματα ποὺ τὰ ἔραβε μόνη της, προσμένοντάς τον κι ἀναζητοῦσε πάντοτε καινούργια χρώματα γιὰ νὰ τοῦ κεντρίσει τὴ ζωγραφικὴ ματιά. Μιὰ μέρα φοράει ἕνα χοντρό, πορτοκαλὶ πουλόβερ ποὺ τῆς φτάνει ὣς ψηλὰ στὸ λαιμό. Μιὰν ἄλλη μέρα βγάζει στὴ φόρα ἕνα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο γιὰ τὸν ἥλιο ποὺ τὸ φοροῦσε στὴ Νίκαια. Κι ἅμα εἶναι ἕτοιμη νὰ ποζάρει, κάθεται στὴν καρέκλα της. Μιὰ καρέκλα; Καὶ τί μ αὐτό; Δικαίωμά μου εἶναι. Μιὰ ἤρεμη φωνή. Μόλις ποὺ ἀκούγεται. Ὅταν ἐρχόντουσαν οἱ φίλοι του στὸ ἀτελιέ, μὲ κοίταζαν σὰν νὰ ἤμουν ἕνα ἔπιπλο, μιὰ καρέκλα βαλμένη ἐκεῖ, πλάι στὸν τοῖχο. Ποτέ τους δὲν κατάλαβαν. Μερικὲς γυναῖκες ὀνειρεύονται νὰ εἶναι τὸ πᾶν γιὰ ἕναν ἄντρα: τὸ παλάτι του, τὸ νησί του, ὁ μυστικὸς κῆπος του... Ἐγώ, ἁπλῶς καὶ μόνο ἕνα μικρό ἔπιπλο. Τέσσερα πόδια, ἀλλὰ στέρεα. Ἐκεῖνος μποροῦσε ν ἀφεθεῖ νὰ πέσει πάνω του, ὅταν ἐπέστρεφε τύφλα στὸ μεθύσι, νὰ 1. Ὁ ἰταλὸς ζωγράφος καὶ γλύπτης τῆς Σχολῆς τοῦ Παρισιοῦ Ἀμεντέο Μοντιλιάνι (Amedeo Modigliani) γεννήθηκε τὸ 1884 στὸ Λιβόρνο καὶ πέθανε τὸ 1920 στὸ Παρίσι. Γόνος ἑβραϊκῆς οἰκογένειας, σπούδασε στὴ Βενετία καὶ τὴ Φλωρεντία, καὶ τὸ 1906 ἐγκαταστάθηκε στὸ Παρίσι ὅπου καὶ πέθανε μὲ τραγικὸ τρόπο σὲ ἡλικία τριάντα πέντε μόλις ἐτῶν. Ἡ συνάντησή του μὲ τὸν γλύπτη Κονσταντὶν Μπρανκούζι (1876-1957) τὸν ἐπηρέασε ὁπωσδήποτε ἀποφασιστικὰ ὥστε τὴν περίοδο 1910-1913 τὸν ἀπορρόφησε ἡ γλυπτικὴ σχεδὸν ἀπόλυτα. Ἀναγκασμένος ὡστόσο νὰ τὴν ἐγκαταλείψει, ἐπειδὴ ἡ σκόνη ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἔβλαπτε τοὺς ἤδη ἀσθενικοὺς πνεύμονές του, μετέφερε πολλὰ γλυπτικὰ στοιχεῖα στὶς προσωπογραφίες καὶ τὰ γυμνὰ ποὺ φιλοτέχνησε, ἰδιαίτερα τὴ χαρακτηριστικὴ ἐπιμήκυνση τῶν κεφαλιῶν, τὴ μακριὰ σηκωμένη ράχη τῆς μύτης καὶ τὸν μακρὺ λαιμό. (Σ.τ.Μ.) 2. νεκροταφεῖο τοῦ Πὲρ-Λασαὶζ (cimetière du Père-Lachaise) τὸ μεγαλύτερο καὶ πιὸ ἐνδιαφέρον νεκροταφεῖο τῆς γαλλικῆς πρωτεύουσας, στὸ 20ὸ παρισινὸ διοικητικὸ διαμέρισμα. Χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ 1803. Ἐδῶ βρίσκονται ἐνταφιασμένες μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐνδοξότερες προσωπικότητες τῆς γαλλικῆς ζωῆς, ὅπως λόγου χάριν ὁ Μπαλζάκ, ὁ Ἀλφὸνς Ντωντέ, ὁ Σοπέν, ὁ Ροσίνι, ὁ Μπιζέ, ὁ Ἐντουὰρ Λαλό, ὁ Ντελακρουά, ὁ Ντὲ Μυσέ, ἡ Κολέτ, ὁ Μπωμαρσαί, ὁ Νταβίντ, ὁ Γκαὶ-Λυσάκ, ἡ Σάρα Μπερνὰρ ὣς καὶ ἡ Πιάφ. (Σ.τ.Μ.) 4

σωριαστεῖ πάνω του μὲ ὅλο του τὸ βάρος βαστοῦσα ἐγώ. Σκύβει. Μὴν ἐντυπωσιάζεστε ἀπὸ τὸ «ἀφοσιωμένη σύντροφος» ποὺ ἔγραψαν. Σύντροφος, ναί, ἀλλὰ οὔτε ἀφοσιωμένη, οὔτε πιστή ἀκόμα λιγότερο ἀθώα. Ἤξερα τὰ πάντα γιὰ τὶς ἄλλες γυναῖκες καὶ γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ σκάρωνε καὶ μ αὐτές. Στὴν Κὰν πλάγιαζε μὲ τὴν πατρόνα τοῦ πανδοχείου. Ἔ καί; Κι αὐτὴ τοῦ πόζαρε. Τοῦτο σήμαινε πὼς ἐκεῖνος πήγαινε καλύτερα. Ἤξερα τί θυσίαζε, ὅταν ἐξαφανιζόταν τὸ βράδυ κι ἐπέστρεφε τὰ χαράματα, συχνὰ ἀνάμεσα σὲ δύο χωροφύλακες. Δὲν ἐννοῶ μόνο τὰ λεφτά, ἀλλὰ τὴ σταθερότητα τοῦ χεριοῦ, τὴ ζωηρότητα τοῦ βλέμματος. Πῶς νὰ τὸν ἐμποδίσεις; Τὸν περίμενα στὴν καρέκλα μου, κοιτάζοντας τὴν αὐλή. Ὑπῆρχαν μπάζα γύρω ἀπὸ τοὺς σκουπιδοντενεκέδες, παλιὰ καφάσια, ἄδεια χαρτοκιβώτια καὶ καθὼς ὅλ αὐτὰ ξεχειλίζανε, εἶχαν στήσει ἕναν μικρὸ φράχτη μὲ μιὰ ἐπιγραφή, δυὸ λέξεις μὲ κεφαλαῖα γράμματα ποὺ τὶς ξαναδιάβαζα κάθε νύχτα. Χαμογελάει. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΑΓΙΔΕΣ. Γελάει ἀνοιχτόκαρδα. Γιὰ τοὺς ποντικούς, φυσικά. Ἀλλὰ καὶ γιὰ μένα. Πιάστηκα κι ἐγὼ στὴν παγίδα, εὐτυχισμένη ποὺ τὸ ἔπαθα, εὐτυχισμένη νὰ τὸν ἀκούω ν ἀνεβαίνει τὴ σκάλα, νὰ ἑτοιμάζω τὸ κρεβάτι, ν ἀνοίγω τὸ πανωσέντονο, ἐπιτέλους μόνοι, μὲ τὰ ταξίδια τὰ δικά μας, τὸν ὕπνο γι ἀνταμοιβή. Τρία χρόνια, τρία σύντομα, ἂχ τόσο σύντομα χρόνια! Τόσο σύντομα καὶ τόσο πλήρη, καὶ πῶς θέλετε μετὰ ἀπ αὐτὸ νά... Διστάζει γιὰ λίγο κι ἀνασηκώνεται. Δὲν θὰ ξαναπεῖ κουβέντα πιά. Γιατὶ ὁ πόνος, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε πόνο, ὅταν γίνεται ἀνυπόφορος, ποιὸς σὲ ὑποχρεώνει νὰ τὸν ὑποφέρεις; * Τίτλος πρωτοτύπου: «Jeanne et sa chaise», Des persiennes vert perroquet, ἐκδ. Gallimard/folio, 1998, σσ. 31-43. Ἡ μετάφραση αὐτὴ πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ ἡ λέξη, τχ 181, ἰούλιος-σεπτέμβριος 2004, σσ. 512-517. 5