Αυτοβιογραφικό αφήγημα



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Το παραμύθι της αγάπης

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Η γυναίκα με τα χέρια από φως


ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Σπίτι μας είναι η γη

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Η πορεία προς την Ανάσταση...

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38)

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΤΑΞΗ Γ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ από τη δασκάλα Στέλλα Σάββα Παττίδου

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Η ιστορία του δάσους

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΕΝΑΣ ΤΟΙΧΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΝΟ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ...

Λένα Μαντά: «Την πιο σκληρή κριτική στην μητέρα μου, την άσκησα όταν έγινα εγώ μάνα»

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΩΣ. Διασκευή ενός κεφαλαίου του λογοτεχνικού βιβλίου. (Δημιουργική γραφή)

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

Ένας θαυμάσιος μαρτυρικός αγιογράφος χωρίς χέρια και πόδια

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας. [Σεμίραμις Αμπατζόγλου] [Γ'1 Γυμνασίου]

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΡΑΠΤΗΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΤΑΓΙΑΔΩΝ 15 Αυγούστου 2008 Αυτοβιογραφικό αφήγημα «Ο άνθρωπος δεν φανερώνει τον εαυτό του με την ιστορία του, αλλά αγωνίζεται να ξεχωρίσει από αυτή» Ρ. Ταγκόρ

Ηλίας Αναγνώστου Αυτοβιογραφικό αφήγημα Ο δρόμος και το μονοπάτι Βράχοι, αητοί και σύδεντρα κρατούν κρυμμένα σήμαντρα κι ηχούν, κι ηχούν τη νιότη μου φίλε και πατριώτη μου. Τώρα που κόβουν τον καιρό στα δυο οι Συμπληγάδες το περιστέρι στο φτερό πληγώνουν οι Σταγιάδες. Κάποτε σ όνειρο λειψό -μισόσβηστο καντήλιμου φέρανε την Καλυψώ με τη βαθειά καμπύλη. Κι αργότερα σε καπηλειά και σε γυναικωνίτες Κίρκες μου στηναν τη θηλιά και τέντωναν σαΐτες. Μα εγώ ζητούσα στους ναούς στης Έφεσος τους ουρανούς τα σκαλισμένα γράμματα στα κρεμασμένα τ άρματα. Και μελετούσα στα νερά τα σκοτεινά και φανερά ποτάμια του ανέμου τ ακήρυχτου πολέμου. Μήπως κι εγώ στις μυρουδιές σ αυτόν εδώ τον κόσμο με του μυαλού τις σαϊτιές προσθέσω λίγο δυόσμο. Μα πώς τον κόσμο να ισιώσεις όσες κι αν κάνεις εξισώσεις Ο κόσμος είναι μονοπάτι σ ενός καλόγερου το μάτι. Ηλίας Αναγνώστου (Εμπνευσμένο από το αυτοβιογραφικό αφήγημα)

Θανάσης Παπαευθυμίου Αυτοβιογραφικό αφήγημα Μάνα μου και Παναγιά Eίμαι χαμένος μες στο πλήθος, στης πολιτείας τους καπνούς Όταν πονάω, τραγουδάω, αχ Παναγιά μου, με ακούς; Ήσουνα μάνα κι αδερφή μου, καθάριο φως, γλυκό ψωμί Θεμέλιο της ύπαρξής μου, ήλιος, φεγγάρι και βροχή. Μάνα μου και Παναγιά μου, Ακριβή παρηγοριά μου. Εσύ μου έμαθες το χρόνο, τον άχρονο να μη μετρώ Εσύ μου έμαθες τον πόνο, τον άδικο να ξεπερνώ. Αρχόντισσα χιλίων χρόνων, "αθάνατος" κοντά σου εγώ Παναγιά Σταγιαδιώτισά μου, στον κόσμο τούτο το θνητό.. Μάνα μου και Παναγιά μου, Ακριβή παρηγοριά μου. Πεθύμησα βοσκού φλογέρα, της πρώτης νιότης τη χαρά Για μια φορά να ξαναζήσω, κάνε το θαύμα Παναγιά. Κοντά σου θέλω να γυρίσω, μες στη ζεστή σου αγκαλιά Να νιώσω ένα άγγιγμά σου κι ας είναι για στερνή φορά. Μάνα μου και Παναγιά μου, Ακριβή παρηγοριά μου. Θανάσης Παπαευθυμίου (Εμπνευσμένο από το αυτοβιογραφικό αφήγημα)

Αριστοτέλης Ράπτης Ευγνωμονώ αυτό το μοναστήρι, όπως ευγνωμονώ τη φλόγα για το φως της. Αυτοβιογραφικό Αφήγημα Κάθε άνθρωπος είναι πρωτίστως πολιτιστική ύπαρξη. Κάποιοι από εμάς έχουμε βαθιά τις ρίζες μας στην παράδοση, στους μύθους, στους θρύλους του τόπου μας, στα παιδικά βιώματα, στο μικρό εκκλησάκι του χωριού που εναποθέταμε όλες μας τις ελπίδες, στη μάνα μας, στην Παναγιά, στα πανηγύρια, στα ακούσματα της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής. Πολλές φορές σκέφτομαι πόσο τυχερός είμαι, από αυτή τη σκοπιά, σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν σήμερα μέσα στα διαμερίσματα μιας μεγαλούπολης. Ο καθένας μας, λοιπόν, έχει ανάγκη να γνωρίσει καλύτερα την προσωπική του ιστορία, την ιστορία της οικογένειάς του, του τόπου του και γενικότερα της πατρίδας του, για να μπορεί ν αγωνίζεται να ξεχωρίσει μέσα από αυτήν δημιουργώντας έτσι τη δική του αυθεντική προσωπικότητα. Παραφράζοντας τη ρήση του Spegler, θα έλεγα πως «αν δεν γράψεις για τον τόπο σου, δεν γράφεις για κανένα, αν δεν γράψεις για την εποχή σου, δεν γράφεις για καμία», που σημαίνει ότι προϋπόθεση για την κατανόηση του ευρύτερου πολιτισμού είναι η αυτογνωσία. Είναι αλήθεια πως, αυτό που θα ανακαλύψω αν ψάξω στο βάθος της ύπαρξής μου, είναι το Μοναστήρι του χωριού μου. Στους στοχασμούς μου, στον ύπνο μου και στα όνειρά μου βασιλεύει μένοντας πάντα ξέχωρο και μοναχικό. Η ιστορία του χωριού μου, αλλά και της γύρω περιοχής έχει τη σφραγίδα του χιλιόχρονου αυτού μοναστηριού. Τα προσωπικά μου βιώματα με το μοναστήρι έχουν να κάνουν περισσότερο με πρόσωπα, ιστορικές τοποθεσίες, συναισθήματα και γεγονότα γύρω από τη μακραίωνη ιστορία του. Γράφοντας τη δική μου ιστορία δεν κάνω τίποτα άλλο παρά να βάζω ένα προσωπικό λιθαράκι στην ιστορία του τόπου μου. Όταν τώρα επισκέπτομαι το μοναστήρι, εκείνες τις ώρες νιώθω ότι κάνω α- νακωχή με το θάνατο, γι αυτές στις λιγοστές ώρες που βρίσκομαι εκεί νιώθω, αν όχι αθάνατος, τουλάχιστον είμαι 1000 χρονών, όπως και το μοναστήρι. Όταν ήμουνα μικρός, είχα την εντύπωση ότι το μοναστήρι ήταν ένα κτίσμα

που ήταν σφραγισμένο με τη βούλα της αιωνιότητας. Εκείνος ο μεγάλος τρούλος του μαγειρειού, που η εσωτερική κάπνα του ήταν ένας άλλος εσωτερικός τοίχος, μου προκαλούσε δέος. Τα αιώνια πράγματα δεν έχουν παρελθόν, γιατί αν είχαν δεν θα ήταν αιώνια. Ήταν ένα με τον ήλιο, με τη βροχή, με το φεγγάρι που φέγγιζε τις νύχτες τον κατάμαυρο αυτό τρούλο, τις μελωδίες που συντρόφευαν τα όνειρά μου, τα φτερουγίσματα των γρύλων. Αυτές οι εικόνες είναι σκηνές ενός φιλμ που βρίσκεται στο πιο κρυφό βάθος της ψυχής μου που έρχονται τις νύχτες με τα ακοίμητα αστέρια στα όνειρά μου. Γράφοντας τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου, κτίζω το δικό μου μοναστήρι, αυτό που είναι μέσα μου, με τα ίδια θεμέλια, αλλά δίχως πέτρες, με πολλά παράθυρα που βλέπεις από έξω προς τα μέσα, με πολλά κανδήλια, με πολύ λιβάνι για να μοσχομυρίζει ο τόπος κατάνυξη και ευλάβεια κι ο καπνός να χορεύει στο ρυθμό της μουσικής των γρύλων ανεβαίνοντας στο σκοτεινό θόλο του ναού. Τώρα που γράφω για το μοναστήρι, ένα κομμάτι της ζωής μου, συνειδητοποιώ ότι σπατάλησα τις μέρες μου, τα χρόνια μου για να μαθαίνω τις πιο ασυνάρτητες ανοησίες σαν τα κομμάτια ενός παζλ που δεν συνδέονται μεταξύ τους. Ένα σωρό κομματάκια και θρύψαλα που τώρα χορεύω πάνω στα συντρίμμια τους. Η πολλή μάθηση άσπρισε τα μαλλιά μου κι από τότε που γνώρισα τον Η- ράκλειτο άρχισα να τα βάφω μπας και προλάβω τα χρόνια που έχασα! Ο Ναός της Μονής σε φωτογραφία της δεκαετίας του 1960

Αυτοβιογραφικό αφήγημα Μάνα μου και Παναγιά κρυφή παρηγοριά μου Αριστοτέλης Ράπτης Ιερά Μονή Σταγιάδων Θυμάμαι, ήταν στην αρχή του εμφυλίου πολέμου, όταν ξαφνικά εκεί που τρώγαμε ακούσαμε τουφεκιές και σε λίγο η καμπάνα του χωριού να χτυπά. Βγαίνοντας έξω είδαμε τους συγχωριανούς να τρέχουν, τα παιδιά να κλαίνε, «Έρχονται οι αντάρτες» φωνάζανε, «φύγετε!». Οπότε μ αρπάζει η μάνα μου α- πό το χέρι και τρέξαμε και εμείς να φύγουμε. Όμως φεύγοντας περάσαμε από ένα ξέφωτο μέρος, ακριβώς δίπλα από το μοναστήρι, καλούμενο Γκιρίζι και οι σφαίρες σφυρίζανε δίπλα μας, αλλά καμιά από αυτές δεν πέτυχε κανέναν. Και λέει η μάνα μου, «Ήταν η παναγιά δίπλα μας και μας βοήθησε!». Στις δέκα λέξεις της μητέρας μου η μία ήταν «Παναγία μου». Όταν στη συνέχεια μέναμε στο παρακάτω χωριό, αρρώστησα βαριά κι όταν έσβηνε η ζωή μου λιποθυμισμένος, δεν θα ξεχάσω αυτό το διάλογο, σαν να ήταν τώρα. -«Παναγία μου, Παναγία μου.» -Μανούλα, είπα, γιατί κλαις, γιατί θα πεθάνω; - Όχι παιδί μου, δεν θα σ αφήσει η Παναγιά να πεθάνεις. - Μα η Παναγιά μανούλα είναι στο μοναστήρι, είναι πολύ μακριά. -Όχι παιδί μου είναι μαζί μας, ήρθε και αυτή μαζί μας. Είναι δίπλα στο προσκεφάλι σου. Μια μέρα, στο ίδιο χωριό, ειδοποιούν τη μάνα μου η μάνα μου ήταν γυναίκα αντάρτη και μάλιστα καπετάνιου του ΕΛΑΣ να επισκεφτεί μια ομάδα των ΤΕΑ που στρατοπέδευε σ ένα λοφάκι του χωριού της Οξύνειας. Θεώρησε ότι ήταν καλύτερα να πάρει και μένα μαζί της, μωρό τριών χρονών, με την ελπίδα ότι θα ευαισθητοποιούνταν να μην την πειράξουν ή τη βιάσουν. Αυτό που μόνο θυμάμαι ήταν ότι άρχισαν να δέρνουν τη μάνα μου με χέρια και με πόδια και εγώ να φωνάζω «μανούλα, μανούλα» και να κλαίω. Η επίδραση αυτής της σκηνής ήταν τραυματική για μένα και από τότε άρχισα να ψευδίζω. Ήταν η μεγάλη απογοήτευση της μάνας μου, γιατί η δεύτερη ευκαιρία για να σπουδάσει ο ένας τουλάχιστον γιο της, να γίνω δηλαδή παπάς ή δάσκαλος, χάθηκε. Ο μεγάλος ο γιος της, τον οποίο προόριζε να σπουδάσει, είχε πάθει μηνιγγίτιδα και με αποτέλεσμα να νεκρωθεί ένα τμήμα του εγκεφάλου του κυρίως αυτό που έχει

σχέση με τους αριθμούς. Για το λόγο αυτό γεννήθηκα 10 χρόνια μετά τη γέννηση του αδερφού μου. Η μάνα μου πήγαινε συχνά στο μοναστήρι και παρακαλούσε την Παναγιά να της χαρίσει ένα γιο για να τον σπουδάσει. Και η Παναγιά της έδωσε αγόρι. Τρεις φράσεις της μάνας μου θυμάμαι, γιατί έγιναν τραγούδι που κάθε φορά το αφουγκράζομαι με ένα βουβό θαυμασμό γι αυτήν. Τρεις φράσεις που τα λόγια έβγαιναν από τα βάθη της αλήθειας, έτσι ακριβώς όπως την περιέγραψε ο Ηράκλειτος με τρεις λέξεις έτοιμες να εκραγούν σαν βόμβες («Ήθος ανθρώπου δαίμων»): - Θα γίνεις μεγάλος άνθρωπος γιατί έχεις αραιά δόντια». - Θα γίνεις μεγάλος άνθρωπος γιατί είσαι εκλεκτικός στα φαγητά. - Πω..πω, τι σοφό είναι αυτό που είπες. Μόνο ένα παιδί που προορίζεται να γίνει μεγάλος άνθρωπος θα μπορούσε να το πει. Η πίστη της μάνας σε μένα με έσωσε. Κάθε φορά που μου τα έλεγε αυτά ένιωθα τη γλυκιά πνοή μιας περαστικής αύρας που έκανε χαρούμενη την καρδιά μου. Φαίνεται πως οι ερμηνείες που είναι πρακτικές είναι πολύ πιο πειστικές («Οκόσων όψις ακοή μάθησις ταύτα εγώ προτιμέω»: Ηράκλειτος). Όταν αργότερα αξιώθηκα να διαβάζω διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα και τις αντίστοιχες παιδαγωγικές θεωρίες, τότε συμπέρανα ότι οι μεγάλες μανάδες μπορεί να μη γνωρίζουν ψυχολογικές και παιδαγωγικές θεωρίες, αλλά τις βιώνουν στη πράξη. Οι μεγάλοι παιδαγωγοί απλά τις καταγράφουν. Πέρασαν χρόνια πολλά, όταν επισκέφτηκα την αδερφή της μάνας μου και μου είπε: «τώρα που σε βλέπω ότι έγινες καθηγητής στο πανεπιστήμιο θυμάμαι τη μάνα σου που σε θαύμαζε ό,τι και να έλεγες. Εμένα μου φαίνονταν ανοησίες αυτά που έλεγες. Τώρα διερωτώμαι: μήπως είχε δίκιο κι εγώ δεν τα καταλάβαινα;». Ο παππούς μου (ο πατέρας της μάνας μου ήταν παπάς) με έπαιρνε από μικρό και έκανα τον ψάλτη στους εσπερινούς, κυρίως, και στις μικρές γιορτές, στους όρθρους. Περίμενε με ιώβεια υπομονή να διαβάσω τους ψαλμούς στην πανέμορφη βυζαντινή τους γλώσσα. Αυτό που μου έχει απομείνει ως δεξιότητα, είναι να αποστηθίζω πολύ εύκολα κείμενα και να καταλαβαίνω αρχαία κείμενα. Πολλές λέξεις που άρχιζαν από κάπα τις απέφευγα. Θυμάμαι πως ένιωθα ενοχές που δεν τις απήγγειλα. Νόμιζα ότι ο Παππούς μου δεν το έπαιρνε χαμπάρι. Κι όμως, το ήξερε αλλά το έκρυβε. Είχαμε κάνει φαίνεται μυστική συμφωνία. Μια μέρα μου είπε «πως έχω μεγάλη βελτίωση» στην ανάγνωση και ν αρχίσω σιγά-σιγά να μην αποφεύγω τις λέξεις που ψεύδιζα. Θυμάμαι πως ντράπηκα και το πρόσωπό μου κοκκίνισε λίγο. Ο παππούς μου το κατάλαβε αμέσως και μ α- γκάλιασε και με φίλησε.

Ήμουν τετάρτη τάξη του Δημοτικού, όταν η μάνα μού ανακοίνωσε ότι η Παναγιά θα με έκανε καλά. Υπάρχει μια ειδική ευχή της Παναγιάς για παιδιά που ψευδίζουν και θα πηγαίναμε στο μοναστήρι για να τη διαβάσει ο παππούς σου. «Η Παναγιά δεν σε έκανε καλά όταν αρρώστησες; Θα σε κάνει καλά και τώρα», μου είπε. Έτσι πήγαμε στο εκκλησάκι του Μοναστηριού (Όσο πιο παλιό το εκκλησάκι, τόσο μας φαινόταν ότι ήταν πιο κοντά στο Θεό). Ήταν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, ο ήλιος έδυε. Εγώ το ήξερα καλά πως η Παναγιά ήταν εκεί και μας περίμενε. Πήγαμε στο ναό. Ήμασταν όλοι γονατιστοί. Ο παππούς μου ακούμπησε το πετραχήλι στο κεφάλι μου και δεν ήταν στην πύλη, όπως συνηθίζεται, γιατί από την πύλη θα έβγαινε η Παναγιά για να με απαλλάξει από αυτή την αναπηρία. Η μάνα μου κρατούσε μια λαμπάδα, που τρεμόσβηνε ανάμεσα στο μισοσκόταδο και στη λάμψη με τα γλυκά χρώματα του δειλινού, που μικρά παράθυρα από ψηλά, άφηναν να εισχωρεί γύρω από αυτή. Θεϊκή υποβλητικότητα. Μέσα στη σιγαλιά, ακούγονταν η φωνή του παππού μου σαν να ύφαιναν με τα λόγια την αιώνια αρμονία, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τη μουσική της αγάπης. Εγώ, όλη τη διάρκεια αυτής της τελετουργίας, είχα τα μάτια κλειστά και ταξίδευα στο χρόνο, τότε που η Παναγιά μας έσωσε από τις σφαίρες που περνούσαν δίπλα μας, τότε που ήμουνα βαριά άρρωστος και με ακούμπησε με το «θαυματουργό της χέρι». Όλη την ώρα αυτής της τελετουργίας ένιωθα το μυστικό αόρατο άγγιγμά της. Μετά από αυτή την υποβλητική τελετουργία, δεν ξαναψεύδισα. Το ιερό τέμπλο όπως ήταν την εποχή εκείνη

Αυτοβιογραφικό αφήγημα Ο Παππούς μου Αριστοτέλης Ράπτης Ιερά Μονή Σταγιάδων Ο παππούς μου τύχαινε να είναι και πατέρας μου, μια και ο φυσικός πατέρας ήταν στα βουνά και στις φυλακές. (Τον γνώρισα για πρώτη φορά όταν ήμουνα δέκα χρονών). Ο παππούς που ήταν παπάς του χωριού μου και του μοναστηριού. Κάθε μήνα ζούσαμε μαζί με τον παππού την τελετουργία του καφέ. Ανάβαμε μαζί το τζάκι, περιμέναμε να γίνουν τα κάρβουνα. Τον καφέ τον ψήναμε με ένα μηχανισμό σαν σούβλα, όπου περίπου στη μέση υπήρχε ένας κύλινδρος με ένα μικρό πορτάκι. Εκεί μέσα βάζαμε κόκκους άψητου καφέ με ρεβίθια ξερά και λίγο κριθάρι και τα ψήναμε όλα μαζί. Ανοίγαμε κάθε τόσο το πορτάκι και παρατηρούσαμε αν πήραν το κατάλληλο χρώμα.. Όλο το σπίτι πλημμύριζε από τη μυρωδιά του αυτοσχέδιου καφέ, που ακόμα τρέχει μέσα στις φλέβες μου. Μετά ξεκινούσε η δεύτερη φάση, αυτή του αλέσματος. Στην αυλή του μοναστηριού υπήρχε ένα πέτρινο, μεγάλο γουδί με σιδερένιο γουδοχέρι. Σ ένα χάλκινο δοχείο βάζαμε το ψημένους κόκκους και κατόπιν σε μια σήτα, για να κοσκινίσουμε τον καφέ. Το γουδί ήταν δίπλα από ένα πεζούλι στην είσοδο του μοναστηριού, για να είναι προσβάσιμο στους χωριανούς. Μετά καθόμασταν έξω στο πεζούλι, δίπλα ακριβώς από την κυρία είσοδο του μοναστηριού. Είχε μια καταπληκτική θέα. Ιδιαίτερα τα απογεύματα, όταν ο ήλιος έγερνε προς τη δύση αφήνοντας να απολαύσουμε τις χρυσαφένιες του α- νταύγειες, σημάδι πως το πρόσωπο του ουρανού σε λίγο θα σκεπαζόταν με το μαύρο πέπλο της νύχτας και ο φόβος θα παραμόνευε στο σκοτάδι. Όταν πια η έρημη νύχτα απλώνονταν, τα άστρα άρχισαν να τρεμοσβήνουν σαν λαμπυρίθρες, η μελαγχολική μουσική των γρύλων μας γαλήνευε τη θλίψη και ζυγώναμε όλο και περισσότερο στη μεγαλοσύνη αυτού του κόσμου. Ξαφνικά σωπαίναμε και νιώθαμε τη γοητεία και το φόβο της μοναξιάς και του θανάτου. Μου άρεσε να στοχάζομαι ανάμεσα στα άστρα και να σκέφτομαι πως ίσως σε κάποιο από αυτά να υπήρχε ζωή. Κι η γη μόνη της είναι και ζει τη δική της μοναξιά, ένιωθα, χωρίς αυτό να μπορώ να το αρθρώσω σε σκέψη. Εκεί με το παππού μου συζητούσαμε κάθε φορά που τελείωνε η τελετουρ-

γία του καφέ. Πηγαίναμε μέσα στο εκκλησάκι του μοναστηριού, ανάβαμε ένα κεράκι στην Παναγιά, κάναμε το σταυρό μας και μετά καθόμασταν στο πεζούλι. Μου εξιστορούσε το γενεαλογικό δέντρο και φαίνεται πως αισθάνονταν πολύ τυχερός και υπερήφανος γι αυτό, αφήνοντας να εννοηθεί πως έφερε πάνω του ένα βαρύ φορτίο και πάσχιζε να φανεί αντάξιος της πολιτιστικής του κληρονομιάς. Όλα αυτά προσπαθούσε να τα μεταφέρει και σε μένα. Μου μιλούσε πολλές φορές για τους προπαπούδες μου κι αυτό μ άρεσε πάρα πολύ. Αλλά ο παππούς μου δεν το έκανε τυχαία. «Οι προγονοί μας κατάγονται από την Κόνιτσα της Η- πείρου», μου έλεγε. Ήταν μια οικογένεια από πέντε αγόρια και ένα κορίτσι. Ήταν χριστιανός και προύχοντας της περιοχής ο πατέρας τους και προπάππους μας. Στο σπίτι του είχε μια από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες. Ήταν λόγιος και διάβαζε πάρα πολύ. Ο Μπέης ερωτεύτηκε την κόρη του και ήθελε να την πάρει οπωσδήποτε. Εξάλλου ήταν εξουσία και μπορούσε να το κάνει. Προσπαθούσε να του εξηγήσει του Μπέη ο προπάππους μας πως δεν είναι δυνατόν μια χριστιανή να παντρευτεί ένα Οθωμανό, αλλά αυτός δεν χαμπάριζε. «Θα την πάρω», έλεγε, «θες δε θες». Ο προπάππους μας έδωσε εντολή στα πέντε αγόρια να ετοιμάσουν έξη μουλάρια με έξη φορτία από βιβλία και να βρίσκονταν όλοι στο κατώγι του σπιτιού. Είπε στα παιδιά ότι θα έκανε μία τελευταία προσπάθεια να πείσει το Μπέη να μην επιμείνει άλλο. Αν όμως δεν τα κατάφερνε να πείσει τον μπέη κατακτητή, θα χτυπούσε συνθηματικά το πάτωμα με την πίπα του 3 φορές προσπαθώντας ν αδειάσει το περιεχόμενο της και αυτό θα ήταν το μήνυμα να ανέβουν ε- πάνω, για να εξοντώσουν τον Μπέη και τους συνοδούς του. Έξω από το χωριό θα έπαιρναν έξι διαφορετικές κατευθύνσεις για να μη τους πιάσουν όλους και ξεκληριστεί η οικογένεια. Ένας από αυτούς ήταν ο Στάμος που κατόπιν έγινε παπάς και τον αποκαλούσαν Παπαστάμο, ο οποίος μετά από πολλές μέρες περιπλάνησης βρέθηκε στο χωριό Μπόζοβο Γρεβενών, όπου και εγκαταστάθηκε. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός μάλιστα είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Παπαστάμο, αν κρίνει κανείς από ένα περιστατικό, που μάς μετέφεραν χωριανοί κοντινών περιοχών: Όταν ο Κοσμάς ο Αιτωλός, λένε, πέρασε από τη Γεωργίτσα, παρακείμενο χωριό του Μποζόβου, μερικοί κάτοικοι από το Μπόζοβο, που παρακολούθησαν το κήρυγμα του Αιτωλού, τον παρακάλεσαν να περάσει και από το Μπόζοβο. «Δεν χρειάζεται να έρθω.», είπε ο ιερός κήρυκας. «Εκεί έχετε ιερέα τον Παπαστάμο, που είναι ανώτερος από μένα» κι ένα χαμόγελο ικανοποίησης ξεπρόβαλε μέσα από τα χείλη του, που ήταν χαμένα ανάμεσα στο άσπρο μουστάκι του και τα γένια. «Ο πατέρας μου», έλεγε ο παππούς μου, «ήταν εγγονός του Παπαστάμου κι όταν απελευθερώθηκε το χωριό μας από τους τούρκους, άφησε όλη του την πε-

ριουσία στο Μπόζοβο κι ήρθε εδώ στους Σταγιάδες για να ζήσει στη λεύτερη Ελλάδα». «Και (συνέχιζε) «εδώ, σ αυτό το μοναστήρι, μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων ο Παύλος Μελάς. Από τον πατέρα μου!». Τα λόγια του παππού φαίνεται πως δεν ήταν της φαντασίας του. Στο πλαίσιο της αναζήτησης στοιχείων για τη διερεύνηση της ιστορίας του μοναστηριού, βρήκαμε μια επιστολή του Παύλου Μελά προς τη γυναίκα του, γραμμένη στις 27 Αυγούστου το 1904 στο Μοναστήρι, όπου, μεταξύ άλλων, έγραφε ο Παύλος Μελάς: «Άκούσαμεν τον έσπερινόν πρώτα και κατόπιν μας μετέλαβεν ό γέρων χωρικός ιερεύς της μονής. Ουδέποτε με τόσην κατάνυξιν μετέλαβα.». Όταν το διάβασα αυτό, δάκρυα συγκίνησης κύλισαν απ τα μάτια μου και μια λάμψη ξεπήδησε στο βάθος της ύπαρξής μου, εκεί που φωλιάζουν οι μνήμες με χίλια σχήματα και με χίλιες πτυχές σαν τα χίλια χρόνια ζωής αυτού του μοναστηριού. Μια περηφάνια γεννήθηκε μέσα μου από τους σφυγμούς της ζωής των προγόνων μου, που χορεύουν μέσα στο αίμα της καρδιάς μου στο ρυθμό μιας μουσικής που ζει και πεθαίνει την κάθε στιγμή. Μου εξιστορούσε ο παππούς πολλά γεγονότα για τον προπάππου μου, από όπου αντλούσα δύναμη μέσα μου για να μπορέσω ν ανταποκριθώ στις αξίες που μου κληρονόμησε. Κάποια στιγμή με ρώτησε: -Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; Θα γίνεις παπάς για να συνεχίσεις την παράδοση; -Δεν ξέρω παππού, ακόμα είμαι πολύ μικρός για να αποφασίσω. Θα μου άρεσε να γίνω δάσκαλος.

-Πάντως αν γίνεις παπάς, να γίνεις παντρεμένος παπάς και όχι ανύπαντρος. -Τι διαφέρει παππού ο παντρεμένος από τον ανύπαντρο παπά; Θυμάμαι σαν ήταν χτες. Έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου, με πλησίασε πιο πολύ σαν ήθελε να μου εξηγήσει κάτι. Ο παππούς μου μιλούσε πάντα ευθέως για όλα τα πράγματα. - Να σου πω παιδί μου, το πιο ευτυχισμένο κομμάτι της ζωής μου ήταν την περίοδο που ήμουνα αρραβωνιασμένος με τη γιαγιά σου. Δεν πρέπει να χάσεις αυτά τα συναισθήματα. Κι ακόμη, αν ήμουνα ανύπαντρος παπάς, δεν θα είχα παιδιά, ούτε εσένα να τα λέμε τώρα. Δεν είναι καλύτερα για σένα που είσαι στη ζωή; Όταν αργότερα, ως μαθητής Γυμνασίου, ήμουν υπότροφος του Οικοτροφείου της Ιεράς Μητρόπολης Τρίκκης και Σταγών, δεχόμουν σε αντάλλαγμα της φιλοξενίας πιέσεις να πάω να σπουδάσω στη Χάλκη και να γίνω ανύπαντρος παπάς. Δεν υπήρχε για μένα τότε καμιά άλλη επαγγελματική διέξοδος. Αλλά τα λόγια του παππού μου φτερούγιζαν στο μυαλό και στην καρδιά μου, ενισχύοντας την προσωπική μου διαίσθηση. Έλεγα μέσα μου, «προτιμώ να μη γίνω τίποτα, παρά να παραβλέψω τα λόγια του σοφού παππού μου». Από δεξιά προς αριστερά: Ο παππούς μου, η μάνα μου και η αδερφή μου. Στο κέντρο της πρώτης σειράς είμαι εγώ.

Αυτοβιογραφικό αφήγημα Το πεζούλι και το ηλιοβασίλεμα Αριστοτέλης Ράπτης Ιερά Μονή Σταγιάδων Το πεζούλι του μοναστηριού δημιουργούσε δυο πέτρινους «καναπέδες» ένθεν και ένθεν της κυρίας εσόδου του μοναστηριού. Σ αυτό το πεζούλι κάναμε με τον παππού μου πολλές συζητήσεις. Όταν μεγάλωσα κι είχα φιλοσοφικές α- νησυχίες, μου άρεσε να βυθίζομαι σε σκέψεις και στις ρήσεις των μεγάλων φιλοσόφων. Αδυναμία μου ήταν πάντα ο σκοτεινός φιλόσοφος ο Ηράκλειτος. Ήταν τα αστέρια που τρεμόσβυναν σαν τους στοχασμούς μου; Ήταν η αόρατη φλόγα του σκοταδιού μέσα στις σκοτεινές σπηλιές του μυαλού μου - στίγματα από το «πυρ το αείζωον»; Έβλεπα τόσα πράγματα τη νύχτα, που δεν μπορούσα να τα δω τη μέρα. Κι όταν ακόμη μεγάλωσα και περνούσα τις διακοπές μου στο μοναστήρι, αποφεύγαμε να κάνουμε φιλοσοφικές συζητήσεις μέσα στο προαύλιο του μοναστηριού. Στο πεζούλι ζούσαμε στον κόσμο των αισθήσεων και της αμφισβήτησης, αλλά την ώρα που περνούσαμε την κυρία πύλη και μπαίναμε στο προαύλιο του μοναστηριού εκεί ήτανε ένας άλλος κόσμος, ο κόσμος της αυστηρότητας, των τύψεων - όλων αυτών που κουβαλούσες μέσα σου εισερχόμενος -, της ελπίδας, αλλά και της λύτρωσης και της επικοινωνίας με το θείο. Στη φοιτητική περίοδο της ζωής μου, ορφανεμένος από τη μάνα και με ανύπαρκτο τον πατέρα κάπου στις εξορίες, τα καλοκαίρια και τις διακοπές τα περνούσα στο μοναστήρι, το μόνο καταφύγιο και αποκούμπι που μου είχε απομείνει μέσα στην απίστευτη φτώχια και την ανασφάλεια της μετεμφυλιακής εποχής. Έγινε το μοναστήρι την περίοδο αυτή για μένα και τον αδελφικό μου φίλο Ζήση, το σπίτι μας. Και ο Ηγούμενός του, με το κοσμικό όνομα Γεννάδιος Βαδέλλας, πατέρας μας. Δεν υπήρχαν άλλοι μοναχοί στο μοναστήρι. Έρχονταν για πολύ λίγο καιρό και μετά έφευγαν. Προτιμούσαν τα μοναστήρια που ήταν πιο κοντά στον «πολιτισμό». Αυτό το μοναστήρι ήταν πολύ απομακρυσμένο. Ένα καλοκαίρι αντάμωσα εκεί τον πατέρα Δωρόθεο. Ήταν μοναχός του Α- γίου Όρους και δεν γνωρίζω αν αποβλήθηκε από εκεί ή έφυγε ο ίδιος. Ο π. Δωρόθεος δεν ήταν ένας συνηθισμένος καλόγερος κι ούτε των υπερκόσμιων λογισμών. Συνήθως οι μοναχοί είναι πολύ κλειστοί στον εαυτό τους. Δεν εκδηλώνουν εύκολα τα συναισθήματά τους, είναι απόμακροι. Είχε μια γνήσια ανθρω-

πιά, αν και δεν έκανε παρέα με ανθρώπους. Όταν καθόμασταν στο πεζούλι και συζητούσαμε και έβλεπε έναν άνθρωπο να πλησιάζει στο μοναστήρι, κλειδωνόταν στο κελί του. Η μόνη συντροφιά του ήταν το κάπνισμα. Κάπνιζε γύρω στα 100 τσιγάρα την ημέρα. Ήταν 45 χρονών. Η μοναξιά ήταν η ίδια η ζωή του. Ένα βράδυ, την ώρα που το φως με το σκοτάδι έσμιγαν, ξεπρόβαλε μια γυναικεία φιγούρα ξαφνικά στα 20 μέτρα. Βλέπω τον π. Δωρόθεο να τσακίζεται κυριολεκτικά να φεύγει λες κι ερχόταν ο διάβολος. Την άλλη μέρα, στο πεζούλι, τον ρώτησα: γιατί πάτερ Δωρόθεε έφυγες με τέτοιο τρόπο χτες το βράδυ; -Μα είμαι μοναχός και πρέπει να τηρώ αυστηρά τους ιερούς κανόνες. Ο π. Δωρόθεος είχε την ιδιότητα του μοναχού που αγωνίζονταν να μείνει ξεχωριστή, αλλά τηρώντας αυστηρά τις αρχές και τις αξίες της μοναχικής ζωής. Κουβαλούσε πάνω του μια λεβεντιά και μου έδινε την εντύπωση ότι είχε μέσα του λυμένα και τακτοποιημένα όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. -Πάτερ Δωρόθεε γιατί καπνίζεις τόσο πολύ, θα πεθάνεις. -Το ξέρω αλλά δεν με νοιάζει, μπορεί να είναι προτιμότερο. Μετά από λίγους μήνες πέθανε σε ένα άλλο μοναστήρι από έμφραγμα, 45 χρονών. Τα λόγια του πήγαιναν κατευθείαν στην καρδιά μου και άλλοτε με μελαγχολούσαν και άλλοτε μου έφερναν χαρά. Δεν μου μιλούσε ποτέ για αγίους και ασκητές, όπως συνηθίζεται πολύ με τους καλόγηρους. Μου έδινε την εντύπωση ότι η ψυχή του ποθούσε τη ζωή και από εκεί αντλούσε τον πόθο της αγάπης χωρίς να προδίδει τουλάχιστον ενώπιόν μας - τους κανόνες της μοναχικής ζωής. Ζούσε σε ένα δικό του όνειρο. Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα. Δίπλα μας το παγόνι άνοιγε τα πανέμορφα φτερά του και ένα σπουργιτάκι το περιτριγύριζε. Για μια στιγμή το έχανες από τα μάτια σου και νάτο πάλι κοντά στο παγόνι. Παρατηρούσαμε συνεχώς αυτή τη σκηνή και οι δυο μας. Σε μια στιγμή λέω στον π. Δωρόθεο: -Πάτερ, λες το σπουργίτι να ζηλεύει την ουρά του παγονιού; -Μάλλον θα το λυπάται που έχει τόσο βάρος στην ουρά του και δεν είναι λεύτερο σαν αυτό να πετάει. Μετά σώπασε και το βλέμμα του καρφώθηκε απέναντι στην πλαγιά που τη διέσχιζε ένα φιδωτό δρομάκι ανάμεσα σε θεόρατα πεύκα και μες τη σιωπή του ουρανού με τις χρυσαφένιες ανταύγειες ν ακούγεται η μουσική μιας φλογέρας ενός τσοπάνου. Το βλέμμα του εναλλάσσονταν από άγριο σε γαλήνιο και ένιωθα ότι μ απαγόρευε να του κάνω ερωτήσεις. Το βλέμμα του εξακολουθούσε να είναι καρφωμένο στην πλαγιά, κυριευμένο από έναν απόμακρο πόθο, μια άφταστη ελπίδα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, λες και αντίκριζε το «μεγάλο αντίπερα» στο πιο μακρινό τέρμα της

ζωής. Κατόπιν, το βλέμμα γαλήνεψε, σαν να δέχτηκε τη βουλή της μοίρας του, όπως ένα πουλί μες στο κλουβί, που όταν του ανοίγουν τη πόρτα για να πετάξει, συνειδητοποιεί πως τα φτερά του είναι αδύναμα και πεθαμένα. Γύρισε προς ε- μένα με ένα βλέμμα εξομολόγησης και ειλικρίνειας, λες και τα μάτια του ήταν παραδομένα σε μια φωτεινή οπτασία. Καθώς βυθίζονταν στα δικά μου μάτια, είπε: -Αριστοτέλη (ποτέ δεν με αποκαλούσε Τέλη, όπως συνήθιζαν οι άλλοι στο μοναστήρι), ξέρεις τι θα ήθελα τώρα να κάνω κι ας πέθαινα την άλλη στιγμή; - Τι πάτερ Δωρόθεε; Μια σιωπή μερικών λεπτών ακολούθησε και κατάλαβα πως ήθελε να μιλήσει για πράγματα που βρίσκονται πέρα από κάθε ελπίδα. Αυτή η στιγμή μας έκανε να μελαγχολήσουμε κι οι δυο. Βλέπεις, Αριστοτέλη, αυτό το μονοπάτι απέναντι στην πλαγιά;. Ναι π. Δωρόθεε Θα ήθελα να είμαι εκεί και να το διασχίζω περπατώντας αγκαλιασμένος με μια γυναίκα. Για λίγο τα έχασα. «Κι ας πέθαινα την άλλη στιγμή». Είπε, και τελείωσε τη φράση του, που έδωσε αληθινό νόημα στην επιθυμία του, γιατί ο θάνατος δίνει αξία στη ζωή. Με το θάνατο ήθελε να εξαγοράσει ό,τι πράγματι είναι πολύτιμο στη ζωή. - Πάτερ Δωρόθεε του απάντησα, τι σ ανάγκασε τότε να γίνεις μοναχός; Δεν έγινα με τη θέλησή μου, αλλά με κάνανε. Με έταξε ο πατέρας μου, όταν κινδύνεψε στη θάλασσα και με πήγε στο Άγιο Όρος όταν ήμουνα 12 χρονών Συνηθίζεται αυτό στην Κεφαλονιά. Ο π. Δωρόθεος δεν ήταν παρά ένας μουσαφίρης της ζωής. Μετά από καιρό έτυχε να διαβάσω το «Αναφορά στον Γκρέκο» του Ν. Καζαντζάκη. Διάβασα την ίδια ακριβώς ιστορία. Ένας άλλος μοναχός από την Κεφαλονιά, ταγμένος από τον πατέρα του, πήγε στο Άγιο Όρος 12 χρονών. Όταν έγινε 45 χρονών, πήγε σ ένα μετόχι στη Χαλκιδική κι όταν αγκάλιασε μια γυναίκα, μετά από ανεπιτυχή πάλη με τον εαυτό του, ήταν η μοναδική στιγμή στη ζωή του που ένιωσε τόσο κοντά το θεό.

Αυτοβιογραφικό αφήγημα Ο αιώνιος χρόνος και η Βεργίνα Αριστοτέλης Ράπτης Ιερά Μονή Σταγιάδων Στο προαύλιο του μοναστηριού, εκεί που ήταν το γουδί με το μεγάλο σιδερένιο γουδοχέρι, υπήρχε και μια μεγάλη σιδερένια σφαίρα διαμέτρου 40 περίπου εκατοστών. Υπήρχαν πολλοί μύθοι για τη σιδερένια αυτή σφαίρα. Άλλοι λέγανε πως έπεσε από τον ουρανό και μάλιστα δίπλα από το μοναστήρι, όπου υ- πήρχε μια μεγάλη οπή που δημιουργήθηκε με το πέσιμό της. Άλλοι πάλι λέγανε ότι παλαιότερα οι άνδρες ήταν πολύ πιο χειροδύναμοι και έκαναν αθλήματα με τη σφαίρα αυτή. Αυτοί οι άνθρωποι σε μια περιοχή κάπου δυο χιλιόμετρα από το Μοναστήρι που ονομάζεται Βεργίνα. Εκεί υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός αρχαίων τάφων, όπου πηγαίναμε και σκάβαμε και βλέπαμε τα κόκαλα πεθαμένων. Μας έκανε εντύπωση το ύψος των σκελετών αυτών. Θα πρέπει να πλησίαζαν τα δυο μέτρα. Οι κνήμες ήταν περίπου μιάμιση φορές πιο μεγάλες από εκείνες ενός συνηθισμένου ψηλού ανθρώπου. Οι χωριανοί, μη γνωρίζοντας την αξία τους, τα έβρισκαν στα χωράφια, τα πετούσαν πιο πέρα και συνέχιζαν το όργωμα. Τα παλιά τα χρόνια όλο και κάποιο αντικείμενο ανακάλυπταν και κανείς δεν ξέρει ποια ήταν η τύχη τους. Τη Βεργίνα περιγράφει και ο Αντώνης Τασίκας στο βιβλίο του «Οι Ίωνες» (1988): «Από το χάρτη του Πτολεμαίου σε μια ξυλογραφία του Ουλμ του 1486, η περιοχή Βεργίνα φαίνεται να συμπίπτει με τη βόρεια ορεινή Εστιώτιδα.. (Το όνομα Εστιώτιδα προέρχεται από το ότι, σύμφωνα με το μύθο, η περιοχή αυτή δόθηκε από το Δία στη θεά Εστία). Στη βόρεια Εστιώτιδα ανήκε και η πολιτεία της Οξύνειας, που εκτείνεται στους ανατολικούς πρόποδες του Ποίου όρους και κοντά στον ποταμό Ίωνα στη σημερινή Μύκανη. Σε ένα άλλο λεπτομερέστερο χάρτη του Jonhson, της εποχής του 1600 περίπου, σημειώνεται στη θέση της περιοχής Εστιώτιδας η ύπαρξη της Αρχαίας Βουδείας, που ιδρύθηκε προς τιμή της θεάς Αθηνάς, η οποία έμαθε τους ανθρώπους να καλλιεργούν τη γη. Ο ποταμός που ξεκινά από την περιοχή αυτή λέγεται Βούδειος και καταλήγει στον Ίωνα ποταμό. Αυτή η περιοχή σήμερα ονομά-

ζεται Βεργίνα.» (Τασίκας, 1988). Από τα αρχαιολογικά ευρήματα που ανακαλύφθηκαν από χωρικούς της περιοχής και ανήκουν από την παλαιολιθική και τη νεολιθική εποχή, μέχρι και την εποχή του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου, φαίνεται πως στη Βεργίνα υπήρξε διϊστορικά ακμαίος πολιτισμός. (Εργαλεία, αντικείμενα από χρυσό, νομίσματα με τη μορφή του Φιλίππου, αγγεία με μυθολογικές αναπαραστάσεις και διάφορα άλλα ευρήματα βρέθηκαν έκαναν κατά καιρούς αισθητή την παρουσία τους στους χωρικούς που όργωναν και θέριζαν στην περιοχή και έπλαθαν μύθους με το δέος που προκαλούν τα απομεινάρια των χαμένων στο παρελθόν προγόνων τους). Το 1969 παραδόθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ένα σπάνιο αγγείο με ανάγλυφες τις παραδόσεις του μύθου της Νιόβης και των Νιοβιδών κατασκευασμένο από μέλανα πηλό. Το αγγείο αναπαριστά τον Απόλλωνα να σημαδεύει και να σκοτώνει τα δώδεκα παιδιά της Νιόβης μετά από παράκληση της θεάς Άρτεμις προσβληθείσας από τη Νιόβη που υπερηφανεύτηκε ότι αυτή είχε 12 παιδιά, 6 αγόρια και 6 κορίτσια, ενώ η Άρτεμις είχε μόνο ένα. Τα ίχνη της ιστορικής αυτής δραστηριότητας και ακμής μάς οδηγούν στη σκέψη ότι ίσως δεν είναι τυχαίο που στη γύρω περιοχή υπάρχει και το μοναστήρι Σταγιάδων, κτισμένο το 1004, ένα από τα πλουσιότερα μοναστήρια της Ελλάδας μέχρι το 1910, αλλά σήμερα το πιο φτωχό. Βούδειος ποταμός δεν υπάρχει πια, αλλά μια μικρή ρεματιά, δίπλα σε ένα λόφο που μοιάζει με τεράστιο τύμβο, για τον οποίο οι χωριανοί είχαν να λένε πολλές θαυμαστές ιστορίες. Στην κορυφή αυτού του λόφου υπάρχει ένας τεράστιος ογκόλιθος από πυρόλιθο σε σχήμα σφαίρας που η παράδοση λέει ότι «έχει πέσει από τον ουρανό». Μέσα σ αυτό το λόφο, λένε οι παραδόσεις, υπάρχει ένα εκκλησάκι (ξωκλήσι ίσως του μοναστηριού). Όταν έπεσε η Πόλη, εκείνη την ώρα λειτουργούσε ένας ιερέας και αυτόματα η εκκλησία βυθίστηκε μαζί με τους εκκλησιαζομένους, γι αυτό και μυρίζει συνεχώς θυμίαμα. Από αυτούς που απομυθοποιούν ορισμένες παραδόσεις, υποστηρίζεται πως ίσως να υπήρχε κάποτε εκεί ένα εκκλησάκι. Eξ άλλου, πάνω από τις αρχαιότητες συνηθιζόταν να χτίζονται εκκλησίες. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να υπάρχει κάτω από αυτό τον περίεργο λόφο, που η μορφολογία του εδάφους οδηγεί στην ιδέα ότι αυτός δεν είναι φυσικός, αλλά τεχνητός. Άλλοι λένε ότι τα ερείπια μιας εκκλησιάς να σκεπάστηκαν από κατολισθήσεις που έγιναν στην περιοχή, όπως έγινε και με την περίπτωση του χωριού «Σκιαδάρι», που βρισκόταν πάνω από το Μοναστήρι, οι οποίες ανάγκασαν τους χωριανούς να μετοικήσουν σε κοντινές περιοχές.

Οι ιστορίες παλιών χωρικών λένε πως στην κορυφή αυτού του λόφου υ- πήρχε μια τρύπα από όπου έβγαινε μυρωδιά θυμιάματος. Οι τσοπάνοι της περιοχής έπαιζαν με τη φλογέρα τους κοντά στην τρύπα κι ακούγονταν αντίλαλοι. Για να λύσουν την περιέργειά τους μερικοί βοσκοί άρχισαν να σκάβουν, οπότε ανακάλυψαν κάτι που έμοιαζε με τρούλο εκκλησίας. Αλλά η παράδοση λέει πως άρχισε να αμέσως να βρέχει καταρρακτωδώς οπότε οι τσοπάνοι αναγκάσθηκαν να φύγουν. Όταν επέστρεψαν την άλλη μέρα, βρήκαν στην κορυφή αυτόν τον πυρόλιθο. Από τότε λέγεται ότι όποιος τολμάει να σκάψει, αμέσως πέφτει καταρρακτώδης βροχή! Εμένα πάντως μου άρεσε πολύ αυτός ο μύθος και τον πίστευα. Συνήθιζα να ξαπλώνω στο λόφο και η σκέψη μου ήταν μέσα στο εκκλησάκι, σ αυτούς που ζουν σε άλλες διαστάσεις του χρόνου. Εγώ, έλεγα μέσα μου, κάθε μέρα γυρνάω με το χρόνο, αλλά αυτοί μέσα δεν γερνούν, αφού όπως αποφάσισε η φαντασία των χωρικών, ο χρόνος σταμάτησε να τρέχει. Ακόμη και αλήθεια να μην ήταν, οι ιστορίες σε έκαναν να νιώθεις ένα δέος για το χθες που παραμένει ζωντανό μέσα στο σήμερα. Άρχισα να προβληματίζομαι με την έννοια του χρόνου και να διακρίνω τις πολλές του οπτικές, μία από τις οποίες φανερωνόταν στα όνειρα. Αυτό όμως που με συγκλόνισε, ήταν ένα όνειρο που είδα μικρός μια βραδιά που γύρισα από τη Βεργίνα. Έβλεπα ένα αεροπλάνο να προσπαθεί ώρες ολόκληρες να μην πέσει. Περνούσε κοντά από το έδαφος και ξαναπάλι έπαιρνε ύψος. Περνούσε πάνω από το κεφάλι μου και εγώ κρυβόμουνα μεσ τα κοτέτσια μη με δει και πέσει επάνω μου. Σε μια στιγμή έπεσε στο έδαφος κάνοντας ένα εκκωφαντικό θόρυβο. Ξυπνήσαμε έντρομοι και εγώ και η μάνα μου. Ο θόρυβος προήλθε από ένα πιάτο που το έριξε η γάτα από το τραπέζι. Όλη αυτή η χρονική περίοδος του ονείρου δεν ήταν παρά η στιγμή, που έπεσε το πιάτο. Το πρόβλημα λύθηκε για μένα. Αυτοί μέσα στο εκκλησάκι, μέχρι που να πάρουμε πάλι την Πόλη, θα είναι μια στιγμή, όπως στο όνειρο. Όταν στο πανεπιστήμιο γνώρισα τη θεωρία του Αϊνστάιν, για μένα είχε μία παράξενη οικειότητα. Αυτοί μέσα στο εκκλησίασμα δεν τρέχουν πια στη διάσταση του χρόνου με την ταχύτητα του φωτός, όπως εμείς, μέχρι «να πάρουμε την Πόλη». Αργότερα κατάλαβα ότι επρόκειτο για ένα συλλογικό ευσεβή πόθο, που σήμερα ηχεί αστείος, δεν παύει όμως να φανερώνει ένα ανικανοποίητο όνειρο των απελευθερωμένων από τους Τούρκους χωρικών, που το μοιράζονταν τον παλιό καιρό, χωρίς να επικοινωνούν μεταξύ τους, οι έλληνες όλων των περιοχών. Την Πόλη την ήξερα από τη Γιαγιά μου, γιατί ήταν η πατρίδα της. Πρόγονοί της κατάγονταν από την Πόλη και εκείνη, όταν ήταν μικρή, πήγαινε εκεί στους συγγενείς της. Το σόι της το αποκαλούσαν «Αναγνώστες» γιατί ήξεραν γράμματα και αναγίνωσκαν τις Κυριακές στην εκκλησία τα ψαλτήρια. Η συνύπαρξη

του χθες μέσα στο σήμερα μου φαίνονταν σαν τις πολλές διαστάσεις στο χώρο και στο χρόνο. Με βοήθησαν αυτά τα βιώματα, το όνειρο και το εκκλησάκι. Όταν πήγα στο γυμνάσιο, στις εκθέσεις ήμουν πάτος. Πόσο να με βοηθούσαν οι γλωσσικές εμπειρίες από το ψαλτήρι; Η γλώσσα στο χωριό φτωχή, ιδιάζουσα, διαφορετική από εκείνη των ανύπαρκτων βιβλίων στο μονοθέσιο σχολείο μας. Ζούσα σε μια γλωσσική σχιζοφρένεια. Δεν μιλούσαμε τη γλώσσα που μαθαίναμε στο σχολείο και ντρεπόμασταν όταν γράφαμε με αυτή που μιλούσαμε. Όταν έγραφα τη γλώσσα που μιλούσαμε στο χωριό, δεν είχε κανένα ενδιαφέρον, ούτε καμιά λογοτεχνική αξία γι αυτούς που τη βαθμολογούσαν. Ακόμα και στο μάθημα των μαθηματικών, ενώ ήμουνα πολύ καλός και έλυνα όλες τις ασκήσεις (μάλιστα στην πρώτη Γυμνασίου μέσα στα 120 παιδιά μόνο εγώ βρήκα τη λύση και των δύο προβλημάτων), δεν πήρα το βαθμό άριστα (που ήταν 20) αλλά μόνο 15 γιατί δεν ήξερα να εκφράσω πώς σκέφτηκα να το λύσω. Κάθε εβδομάδα που γράφαμε έκθεση, η καθηγήτριά μου συνήθιζε να ζητά από τους μαθητές να διαβάσουν την καλύτερη έκθεση. Μια φορά όμως, προς μεγάλη μου έκπληξη, η καθηγήτρια ανακοίνωσε στην τάξη ότι πρώτη από τις εκθέσεις ήταν η δική μου. Ξαφνιάστηκα.. Το θέμα της έκθεσης ήταν: «Το καλύτερό μου δώρο». Μερικά πράγματα μου είναι ακόμα ανεξήγητα. Δεν ξέρω ούτε τότε ήξερα γιατί έγραψα αυτή την έκθεση. Περιληπτικά η έκθεση έλεγε τα εξής: Όταν η μάνα μου γύριζε στο χωριό από την Καλαμπάκα, μου έφερνε πάντα ένα δώρο. Προτιμούσε να παίρνει λίγο ψωμί από το χωριό, για να τρώει το μεσημέρι και με τα λεφτά που γλύτωνε έπαιρνε ένα μικρό δωράκι. Οι συγχωριανοί της την κορόιδευαν συνεχώς γιατί έτσι όπως με καλομάθαινε, όταν θα μεγάλωνα, θα την πετούσα έξω από το σπίτι. Αυτή τη φορά μου έφερε ένα ρολόι. Το έβαλα στο χέρι μου και έτρεχα παντού και έφτασα στη Βεργίνα. Πήγα στο παρεκκλήσι και ξάπλωσα. Γι αυτούς που ήταν μέσα, τα ρολόγια ήταν σταματημένα, ενώ για μας τους ζωντανούς το ρολόγι έπρεπε να τρέχει κάνοντας τικ-τακ Έτσι όπως καθόμουνα, έβαλα το χέρι στο αυτί και δεν άκουγα τους κτύπους του ρολογιού. Το άνοιξα και είδα ότι ήταν «κούφιο». (Η καθηγήτρια μου διόρθωσε αυτή τη λέξη και την αντικατέστησε με τη φράση «ήταν άδειο, χωρίς μηχανισμό», όμως για μένα η λέξη κούφιο, είχε τη σημασία της). Τελείωνα με την πρόταση «Τότε, αντί ν απογοητευτώ, μια χαρά ξεπήδησε από μέσα μου». Με ρώτησε η καθηγήτρια «Πες μας, γιατί χάρηκες και δεν απογοητεύτηκες»; «Κυρία, δεν θα ήθελα να μετρώ κάτι που δεν υπάρχει» της είπα. Η συμμαθήτριά μου, που πάντα σχεδόν η έκθεσή της έβγαινε πρώτη, γέλασε ειρωνικά παρασύροντας και τους άλλους μαθητές. «Παιδιά, λέει η καθηγήτρια, «μη γελάτε, εμένα πάντως η έκθεση αυτή με έκανε και δάκρυσα». Πολλά χρόνια αργότερα διαβάζοντας Ταγκόρ, βρήκα την

απάντηση που αν ήξερα να εκφραστώ θα την έλεγα τότε: «Ο Καιρός είναι ο πλούτος της αλλαγής, μα το ρολόι, που είναι η παρωδία του, το κάνει να είναι μόνο αλλαγή και όχι πλούτος». Υπάρχουν πολλές δοξασίες για το παρεκκλήσι αυτό στο λοφάκι της Βεργίνας. «Όταν κάποιοι πάνε να σκάψουν εκεί», λένε, «τότε γίνεται κατακλυσμός με αστραπές και τους αναγκάζει να φεύγουν». Ένας από τους χωριανούς μάς έλεγε ότι πήγε να σκάψει, ενώ ο ουρανός ήταν καθαρός. Παρόλα αυτά, μετά από λίγο, άρχισε να βρέχει και αναγκάστηκε να φύγει. Άλλοι που επιχείρησαν να σκάψουν, πέθαναν σε λίγες μέρες. Δεν είναι δύσκολο οι άνθρωποι να δώσουν τη δική τους ερμηνεία στις συμπτώσεις. Ήταν το 1986, μετά την ανακάλυψη του τάφου του Φιλίππου από τον Ανδρόνικο στη θέση Βεργίνα. Τηλεφωνήθηκα με τον Ανδρόνικο και του εξιστόρησα όλη την παράδοση για το παρεκκλήσι και για τα αρχαία που είχαν βρεθεί. Θα πρέπει να πω μέχρι το 1986 η Βεργίνα δεν είχε χαρτογραφηθεί από την αρχαιολογική υπηρεσία, τη στιγμή που οι αρχαιοκάπηλοι την ήξεραν και τη λεηλατούσαν κατ εξακολούθηση. Κάθε φορά που επισκεπτόμουν τη Βεργίνα, έβρισκα πάντα τα ίχνη παράνομων ανασκαφών. Ο κ. Ανδρόνικος λόγω της αρρώστιας του, είπε ότι δεν μπορεί να έρθει και με σύστησε στον έφορο της αρχαιολογικής υπηρεσίας της Λάρισας, όπου υπάγεται η περιοχή. Έτσι ήταν Μάιος του 1986, όταν δώσαμε ραντεβού στα Τρίκαλα για να οδηγήσω τους ειδικούς αρχαιολόγους στη Βεργίνα. Η μέρα ήταν ανοιξιάτικη με ήλιο που εναλλασσόταν με περιοδικές βροχές. Πάντως όταν βρεθήκαμε κοντά στη Βεργίνα, ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος. Εξιστόρησα στους αρχαιολόγους για τις παραδόσεις του παρεκκλησιού. Στη διαδρομή προς στις παρειές του λόφου οι αρχαιολόγοι έβλεπαν μικρά νεολιθικά και παλαιολιθικά εργαλεία και αντικείμενα που εγώ δεν θα τους έδινα καμιά σημασία. Φτάνοντας όμως κοντά στο λόφο και ανηφορίζοντας, έπιασε μια καταρρακτώδης βροχή συνοδευομένη με αστραπές και βροντές και αναγκαστήκαμε να φύγαμε, καθώς ήμασταν εκτεθειμένοι στο ύψωμα. Μετά από μία μια διαδρομή περίπου 500 μέτρων, ο ουρανός έγινε πάλι πεντακάθαρος. Αποφασίσαμε να ξαναγυρίσουμε, αλλά μόλις φτάσαμε πάλι στις παρειές άρχισε μια νέα βροχή μεγαλύτερης έντασης από την προηγούμενη. Μας έπιασε όλους ένα ανεξήγητο δέος και αλληλοκοιταχθήκαμε χαμογελώντας, σαν να διαβάζαμε τη σκέψη που μας γεννήθηκε προς στιγμή, αλλά ντρεπόμασταν να την εξωτερικεύσουμε. Ότι δηλαδή, ο θρύλος που συνδέεται με την περιοχή των αρχαιοτήτων άσκησαν μια επιρροή πάνω μας, χωρίς καν να τους πιστεύουμε! Στα πεντακόσια μέτρα πιο κάτω, ο ουρανός ήταν πάλι ολογάλανος. Μια ηρεμία κυριάρχησε στη γύρω φύση και το ανάλαφρο ανοιξιάτικο αεράκι μας έφερνε τη μουσική του φλύαρου ρυακιού που περνούσε δίπλα στο παρεκκλήσι. Εμείς δρασκελούσαμε τα γελούμενα ρυάκια ανάμεσα στα πανάρχαια δέντρα με τα λουλούδια να ξεθυμαίνουν το άρωμά τους ευγνωμονώντας τη βροχή για τη ζωή που