Ερμηνεία εἰς τὴν Ενάτην Ω ι



Σχετικά έγγραφα
ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

ΜΑΡΤΙΟΣ Θ 2014 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

πρῶτον μὲν τοῦτον τὸν λόγον ἀναλάβωμεν ὃν σὺ λέγεις περὶ τῶν δοξῶν μέν congr. cmpl. subj. bep. bij bijzinskern

Η Θεωρια Αριθμων στην Εκπαιδευση

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

1. ιδαγµένο κείµενο από το πρωτότυπο Θουκυδίδου Ἱστοριῶν Β 36

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Αριστοτέλους Πολιτικά, Θ 2, 1 4)

Βίβλος Ψυχωφελεστάτη Βαρσανουφίου καὶ Ιωάννου

1st and 2nd Person Personal Pronouns

Αὕτη δ ἐστίν ἡ καλουμένη πόλις καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ". ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΕΤΟΥΣ 2004 ΦΥΛΛΑ

«ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ»

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

Λόγος εἰς τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης *

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ (ΑΓΝΩΣΤΟ)

Ο πύργος της Βαβέλ Πως «εξηγεί» η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία την ποικιλία γλωσσών στον κόσμο

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γεγραμμένον

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 13: ΤΟ ΝΕΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Ερμηνεία εἰς τὴν Ενάτην Ω ι

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ἀριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικομάχεια Β 6, 9-13

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

Κῆπος Χαρίτων. Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου. Ερμηνεία εἰς τὴν Ενάτην Ω ι. δὴν τῆς Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας* «Τοῖς Εντευξομένοις» Μέρος Βʹ.

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ. (Β Κορ. δ 6 15)

Τευχος πρωτο. αρχεία. Πηγεσ γνωσησ, πηγεσ μνημησ Ένα σύγχρονο αρχείο. Το ΙΑ/ΕΤΕ ανοίγει τα χαρτιά του

Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀριστοτέλους Πολιτικὰ Α1,1 και Γ1, 1-2. απόσπασμα α

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2013 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.

ΠΟΤΔΗ ΣΗ ΤΝΟΠΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΗ ΚΑΙ ΣΗΝ Q

Ερμηνεία εἰς τὴν Ενάτην Ω ι

Refutatio confessionis Eunomii ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΝΟΜΙΟΥ ΕΚΘΕΣΙΝ

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ

1. ιδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο Πλάτωνος Πρωταγόρας (323Α-Ε)

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Πολιτικά (Γ1, 1-2, 3-4/6/12) Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία

Η Παύλεια Θεολογία. Χριστολογία. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογία

Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι ΙI

ΘΕΜΑ 2o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

ιδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους Πολιτικά Θ 2.1-4

ΚΑΝΟΝΙΟΝ ΕΤΟΥΣ 2013 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΗΜΕΡΟΜ. ΗΧΟΣ ΕΩΘΙΝΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ 6. Τῆς ἑορτῆς Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ (Τίτ.

1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος. 2 οὗτος

ΘΕΜΑ 61ο Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 9-11

2o ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ 322Α - 323Α

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 15 ΜΑΪΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Didymus: De trinitate

Cirillus Alexandrinus - De synagogae defectu

Γιατί ὁ Θεὸς Εγινε Ανθρωπος; Τὸ Απροϋπόθετον τῆς Θείας Ενανθρωπήσεως. Οσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου *

Κατάλογος Ἐκδόσεων καὶ Ἐργοχείρων

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Θουκυδίδου Περικλέους Ἐπιτάφιος (ΙΙ, 41)

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ.ΤΕΤΑΡΤΗ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Συγκρίσεις ιατονικής Κλίµακας ιδύµου µε άλλες διατονικές κλίµακες.

1. ιδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο. Πλάτωνος Πρωταγόρας, (324 Α-C).

Α. Διδαγμένο κείμενο : Ηθικά Νικομάχεια Αριστοτέλους ( Β1, 5-7 & 7-8 )

Θέμα: «Περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀναδόχου εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος».

65 B Cope (1877)

The fullness. Wayne Stewart

Athanasius Alexandrinus - Magnus - Homilia de passione et cruce domin1

«Η λύση του Γόρδιου Δεσμού» αρχαία ελληνικά Α Γυμνασίου ενότητα 7

Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν!... Καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν!...

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

De incarnatione et contra Arianos

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

Κείμενο διδαγμένο από το πρωτότυπο Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 17-18

ΕΠΕΙΔΗ τινες πεπαιδευμένοι, οἱ τῇ ἱερᾷ μάλιστα θεολογίᾳ

Ακολουθίες στο Παρεκκλήσιο Αγίου Λουκά Κριμαίας

Ερμηνεία εἰς τὴν Ενάτην Ω ι

Η ελεύθερη έκφραση μέσω του τύπου. Κάνω κάτι πιο φιλελεύθερο Η πίστη και η αφοσίωση στην ιδέα της ελευθερίας.

Iohannes Damascenus - De theologia

Τὸ Μυστήριον τῆς Ἁρπαγῆς

Dialogi duo contra Macedonianos. ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Λόγος ἐν εἴδει διαλέξεως μετὰ Μακεδονιανοῦ Πνευματομάχου.

Origenes - Adnotationes in Judices

Numbers / Αριθμοι - According to 4Q121 Septuagint Numbers (4QLXXNum) - Verse Order

Iohannes Damascenus - De azymis

Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019.

Contra Nestorianos. Τοῦ ὁσίου ἀββᾶ Ἰωάννου αμασκηνοῦ τοῦ χρυσορρόα λόγος κατὰ Νεστοριανῶν.

Περὶ Εἰρήνης Λόγος ή Συµµαχικὸς Προοίµιο (απόσπασµα)

Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Μ Ε Τ Α Τ Η Ν Υ Ψ Ω Σ Ι Ν. Η ηθική προσταγή Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου

Ακολουθίες στο Παρεκκλήσιο Αγίου Λουκά Κριμαίας

Σᾶς εὐαγγελίζομαι τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς γεννήσεως τοῦ. Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία πράξη τοῦ Θεοῦ νὰ σώσει τὸν

De fide contra Nestorianos. Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ αμασκηνοῦ λόγος περὶ πίστεως κατὰ Νεστοριανῶν.

Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Ζ Τ Ο Υ Λ Ο Υ Κ Α

Δειγματική Διδασκαλία του αδίδακτου αρχαιοελληνικού κειμένου στη Β Λυκείου με διαγραμματική παρουσίαση και χρήση της τεχνολογίας

Noun: Masculine, Κύριος - D2.1 Meaning: Lord, Master. Noun: Neuter, ἔργον - D2.2 Meaning: work

Epistulae ΕΥΣΤΑΘΙΩ ΦΙΛΟΣΟΦΩ

Commentarii in Lucam ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝ ΡΕΙΑΣ ΕΞΗΓΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Αʹ

Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Α Γυμνασίου. Δειγματικό Εξεταστικό Δοκίμιο. Α Τετράμηνο

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. 1. ιδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο. Πλάτωνος Πρωταγόρας, (321 Β6-322Α). Η κλοπή της φωτιάς

Ευαγγελικές αφηγήσεις της Ανάστασης

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Πλάτωνος Πρωταγόρας 323C-324Α

Transcript:

+ Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου Ερμηνεία εἰς τὴν Ενάτην Ω ι δὴν τῆς Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας Μέρος Δʹ. «Οτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ». (Λουκ. αʹ 48) ΠΕΝΤΕ εἴδη ταπεινώσεως φαίνονται εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν, κατὰ τὸν Εὐθύμιον τὸν Ζυγαδινόν. Πρῶτον γὰρ λέγεται ταπείνωσις, ἡ προαιρετικὴ καὶ ἑκούσιος μετριοφροσύνη κατὰ τὸ «μάθετε ἀπ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ιαʹ 29). Δεύτερον, λέγεται ταπείνωσις ὁ ἀπὸ τῶν πειρασμῶν καὶ τῆς κακοπαθείας σωφρονισμός κατὰ τό, «ἀγαθόν μοι ὅτι ἐταπείνωσάς με, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου» (Ψαλμ. ριηʹ 71). 30

Τρίτον, ταπείνωσις λέγεται ὁ κρημνισμὸς καὶ καταβιβασμός ὡς τὸ «σὺ ἐταπείνωσας ὡς τραυματίαν ὑπερήφανον» (Ψαλμ. πηʹ 11). Τέταρτον, ταπείνωσις λέγεται καὶ τὸ νὰ ὑποταχθῇ τινὰς εἰς τὸν ἐχθρόν του κατὰ τὸ «μὴ ἀποστρέψῃς ἄνθρωπον εἰς ταπείνωσιν» (Ψαλμ. πθʹ 3). Προσθέτει δὲ ὁ αὐτὸς Εὐθύμιος καὶ πέμπτον εἶδος ταπεινώσεως αὕτη δὲ εἶναι ἡ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ταπείνωσις καὶ εὐτέλεια, συγκρινομένη πρὸς τὸ ὕψος καὶ τὴν ὑπεροχὴν τῆς θείας φύσεως καὶ μεγαλειότητος. Τούτων οὕτως εἰρημένων, ταπείνωσιν ὀνομάζει ἐδῶ ἡ Παρθένος τὴν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εὐτέλειαν μάλιστα δὲ καὶ ἐξαιρέτως, τὴν προαιρετικὴν καὶ ἑκούσιον μετριοφροσύνην, τῆς ὁ- ποίας ἦτον ὅλως διόλου κατοικητήριον μετριοφροσύνην δὲ λέγω, ὄχι ἐκείνην ὁποὺ ἔχει λόγια καὶ σχήματα καὶ φορέματα ταπεινά ἐξωτερικὴ γὰρ αὕτη εἶναι καὶ εὐκόλως κατορθοῦται ἀπὸ τὸν τυχόντα ἀλλὰ μετριοφροσύνην ὀνομάζω ἐκείνην, «ἣν αὐτὸ κτίζει τὸ Πνεῦμα τοῖς ἐγκάτοις ἐγκαινιζόμενον», καθὼς ὁρίζει αὐτὴν ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος ἐν τοῖς πρὸς τὴν Ξένην. Ταύτην γὰρ ἔχουσα ἡ Παρθένος ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας Αὐτῆς καθ ἕξιν ἐῤῥιζωμένην, ὡς χάρισμα τοῦ Πνεύματος, λέγει ἐδῶ, ὅτι ἐπέβλεψεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν Αὐτῆς ἔμαθε γὰρ παρὰ τοῦ Ησαΐου, ὅτι εἰς τοὺς ταπεινοὺς ἐπιβλέπει ὁ Θεός οὕτω γὰρ δι ἐκείνου λέγει: «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;» ( Ησ. ξϛʹ 2) 12. Καὶ ἐπειδὴ δύω ταπεινώσεις εἰσίν, ὡς λέγουσιν οἱ Πατέρες: «τὸ ἔχειν ἑαυτὸν ὑποκάτω πάντων καὶ τὸ ἐπιγράφειν Θεῷ τὰ κατορθώματα, ἢτις καὶ θεοδώρητος ταπείνωσις ὀνομάζεται, καὶ τελειότης πασῶν τῶν ἀρετῶν» κατὰ τὸν Σιναΐτην Γρηγόριον (Φιλοκ. σελ. 897). Εἶχε καὶ ταύτας τὰς ταπεινότητας ἡ Παρθένος καὶ πολλῷ μᾶλλον τὴν θεοδώρητον διὸ καὶ ὅλα Της τὰ κατορθώματα καὶ τὰς ἀρετάς, δὲν ἐπέγραφεν εἰς τὸν ἑαυτόν Της καὶ εἰς τὴν δύναμιν τὴν ἐδικήν Της ἄπαγε! ἀλλὰ εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο λέγει καὶ τώρα ἐδῶ ὅτι 31

«ὁ Θεὸς ἐπέβλεψεν εἰς τὴν ταπείνωσιν ἐμοῦ τῆς δούλης Του», «Εκείνῳ ἐπιγράφουσα τὸ θαῦμα, οὐχ ἑαυτῇ Εκεῖνος γάρ, φησίν, ἐπέβλεψεν ἐπ ἐμὲ τὴν ταπεινήν, οὐκ ἐγὼ πρὸς Εκεῖνον ἀνέβλεψα Εκεῖνός με ἠλέησεν, οὐκ ἐγὼ Αὐτὸν ἐζήτησα», κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Θεοφυλάκτου 12α «τίς γὰρ εἰμὶ ἐγὼ πρὸς τοσοῦτον ἔργον καὶ μέγα μυστήριον; ταπεινὴ γὰρ ἤμην καὶ ἀπεῤῥιμμένη (κατὰ τὸν Ωριγένην) καὶ νῦν εἰς ἄῤῥητον οἰκονομίαν ἐκλέγομαι». ΚΑΤΑ ἀλήθειαν ἀπορεῖ κάθε νοῦς καὶ ἐξίσταται κάθε διάνοια, ὅταν στοχασθῇ τὴν ἐσχάτην ταπείνωσιν ὁποὺ εἶχεν ἡ Θεοτόκος διότι Αὐτή, ἀγκαλὰ καὶ ἔφερεν ἐν τῇ παρθενικῇ Αὐτῆς κοιλίᾳ τὸν τὰ πάντα φέροντα Θεὸν Λόγον ἀγκαλὰ καὶ ἦτον Μήτηρ ἀληθὴς τοῦ Θεοῦ καὶ Βασίλισσα πάντων τῶν κτισμάτων ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων μ ὅλον τοῦτο ὀνομάζει ἑαυτὴν δούλην Θεοῦ ἕνα μέν, διότι κατὰ τὴν φύσιν καὶ δημιουργίαν ἦτον δούλη Θεοῦ κατὰ τὸ «σύμπαντα δοῦλα σὰ» (Ψαλμ. ριηʹ 91). Καὶ ἄλλο δέ, διὰ τὴν ἄκραν Αὐτῆς καὶ ἐσχάτην ταπείνωσιν ὅσῳ γὰρ ἦτον μεγάλη καὶ ὑψηλή, τόσον περισσότερον ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτόν Της, ἵνα ἐκ τῆς ταπεινώσεως ταύτης εὑρήσῃ περισσοτέραν χάριν παρὰ τῷ Θεῷ, καθὼς λέγει ὁ Σειράχ: «ὅσῳ μέγας εἶ, τοσούτῳ ταπείνου σεαυτόν, καὶ ἔναντι Κυρίου εὑρήσεις χάριν» (Σειρ. γʹ 18) 13. Καὶ τῇ ἀληθείᾳ, αὕτη εἶναι ἡ γνησία καὶ ὄντως ταπείνωσις, ὅταν τινὰς ἔχει μὲν πρᾶγμά τι εἰς τὸν ἑαυτόν του μέγα καὶ θαυμαστὸν καὶ ἄξιον ὑπερηφανίας αὐτὸς ὅμως δὲν ὑπερηφανεύεται δι αὐτό, ἀλλὰ νομίζει τὸν ἑαυτόν του χοῦν καὶ σποδόν, ὡς λέγει ὁ Αγιος Ισαάκ: «ταπεινόφρων ἐστὶ κατὰ ἀλήθειαν, ὅστις ἔχει ἐν τῷ κρυπτῷ τι ἄξιον ὑπερηφανίας, καὶ οὐχ ὑπερηφανεύεται ἀλλ ὡς χοῦν ἔχει αὐτὸ ἐν τῷ ἑαυτοῦ λογισμῷ» (Λόγος Κʹ, σελ. 114). Οθεν καὶ μερικοὶ Διδάσκαλοι θέλουσιν, ὅτι ἡ Παρθένος ἀπὸ τὴν πολλὴν καὶ ὑπερβάλλουσαν ταπείνωσιν ὁποὺ εἶχε, δὲν ἐφα- 32

νέρωσεν εἰς τὸν μνηστῆρά Της Ιωσὴφ τὸν Εὐαγγελισμὸν τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ὅταν ἀπορῶν, διότι ἔβλεπεν Αὐτὴν ἔγκυον καὶ μὴ εἰδώς, ἐβούλετο νὰ Τὴν ἀπολύσῃ καὶ νὰ Τὴν χωρισθῇ δὲν ἐφανέρωσε, λέγω, εἰς αὐτὸν περὶ τοῦ ἀσπόρου καὶ παρθενικοῦ τόκου Της, ἵνα μὴ φανῇ ὡς καυχωμένη καὶ ὑπερήφανος ἀλλὰ ἀφῆκε νὰ τὸν πληροφορήσῃ ἄνωθεν ὁ Θεός, καθὼς καὶ τὸν ἐπληροφόρησε διὰ θείου Ἀγγέλου, ὅστις, λέγουσί τινες, ὅτι ἦτον ὁ Γαβριήλ. Καὶ στοχάσου, ὦ ἀναγνῶστα, πόσον φίλη τῆς ταπεινώσεως ἦτον ἡ Παρθένος, ὥστε ὁποὺ ἐπροτίμησε κάλλιον νὰ πέσῃ εἰς πειρασμοὺς καὶ νὰ ὑποπτευθῇ ὡς κλεψίγαμος, πάρεξ νὰ νομισθῇ ὡς ὑπερήφανος ἤξευρε γὰρ ὡς σοφωτάτη, ὅτι κατὰ τὸν μέγαν Μακάριον: «ὁ ταπεινὸς οὐδέποτε πίπτει πόθεν γὰρ πεσεῖν ἔχει ὑποκάτω πάντων ὤν; καὶ ὅτι μεγάλη ταπείνωσις ἡ ὑψηλοφροσύνη, καὶ μεγάλη ὕψωσις καὶ τιμιότης καὶ ἀξίωμα ἡ ταπεινοφροσύνη τὸ γὰρ κατοικητήριον καὶ ἡ ἀνάπαυσις τοῦ Πνεύματος ἡ ταπεινοφροσύνη ἐστίν» ( Ομιλία ΙΘʹ). 33 ΠΟΥ εἶναι τώρα ἐκεῖνοι οἱ ὑπερήφανοι Χριστιανοὶ καὶ Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι, ἐὰν τύχῃ νὰ λάβουν κᾀνένα χάρισμα φυσικὸν ἢ πνευματικὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, ὑπερηφανεύονται καὶ ἐπαίρονται; Ας μιμηθοῦν τὴν Παρθένον Μαρίαν καὶ ἂς λάβουν ἀπὸ Αὐτὴν παράδειγμα ταπεινώσεως διότι Αὐτή, καὶ μ ὅλον ὁποὺ εἶχε συναγμένον εἰς τὸν ἑαυτόν Της τὸ πλήρωμα ὅλων ὁμοῦ τῶν χαρίτων, ὅσας ἔλαβον ὅλα τὰ κατὰ μέρος κτίσματα τοῦ Θεοῦ, ἐπίγεια καὶ οὐράνια, ἐταπεινοῦτο ὅμως καὶ κατωτέραν πάντων ἑαυτὴν ἐλογίαζεν. Αὐτοὶ δέ, διότι καθ ὑπόθεσιν ἔλαβον χάρισμα κατανύξεως καὶ ἔχυσαν ὀλίγα δάκρυα, ἢ διότι ἐπροσευχήθησαν καθαρῶς, ἢ ἐνήστευσαν, ἢ ἀκτημοσύνην ἀπόκτησαν, εὐθὺς ὑψηλοφρονοῦσι καὶ νομίζουν κατὰ διάνοιαν πὼς εἶναι κάποιον μέγα πρᾶγμα, παρομοιάζοντες κατὰ τοῦτο μὲ τοὺς ὀψιπλούτους ἀνθρώπους, οἱ ὁ- ποῖοι, ὄντες εἰς ὅλην τους τὴν ζωὴν πτωχοί, ὅταν τύχῃ νὰ ἀποκτήσουν ὀλίγα ἀργύρια, εὐθὺς τοὺς βλέπεις νὰ σηκώνουν

τὸν τράχηλον ὑψηλά, νὰ πατοῦν ἐπάνω εἰς τοὺς ὄνυχας, νὰ φυσοῦν εἰς τὰς ἀγοράς, νὰ δείχνουν κάποια σημεῖα εἰς τὰ ἔξω πὼς εἶναι πλούσιοι καὶ νὰ νομίζουν ἑαυτοὺς ἀνωτέρους τῶν ἄλλων πρᾶγμα ὁποὺ ἐμίσησεν ὁ σοφὸς Σειρὰχ περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα: «τρία δὲ εἴδη ἐμίσησεν ἡ ψυχή μου» «πτωχὸν ὑπερήφανον καὶ πλούσιον ψεύστην, γέροντα μοιχὸν» (Σειρ. κεʹ 2). Ας μάθουν λοιπὸν οἱ τοιοῦτοι, ὅτι ἐὰν δὲν φθάσουν εἰς τὴν πόλιν τῆς ταπεινώσεως, κᾄν εὕρουν ἀνάπαυσιν ἐκ τῶν παθῶν, κᾄν χαρίσματα λάβουν, δὲν πρέπει νὰ πιστεύουν εἰς τὸν ἑαυτόν τους διότι ἐνεδρεύει ὁ διάβολος νὰ τοὺς ρίψῃ εἰς κανένα ὀλίσθημα, ὡς λέγει ὁ Αγιος Ισαάκ: «πρὸ τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν τῆς ταπεινώσεως, ἐὰν ἴδῃς σαυτόν, ὅτι ἀνεπαύθης ἐκ τῆς ὀχλήσεως τῶν παθῶν, μὴ πιστεύσῃς σεαυτῷ ἔνεδραν γάρ τινα ἐνεδρεύει σοι ὁ ἐχθρός ἀλλ ἐκδέχου μετὰ τὴν ἀνάπαυσιν, πολλὴν ὄχλησιν καὶ ταραχὴν» (Λόγος ΚΔʹ, σελ. 153) 14. «Ιδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί». ΛΕΓΕΙ ὁ Κύρου Θεοδώρητος, ὅτι καθὼς ἡ Αννα ἐμέθεξεν ἀπὸ τὸ προφητικὸν χάρισμα Σαμουὴλ τοῦ υἱοῦ της, καὶ ἡ Ελισάβετ ἀπὸ τὸ προφητικὸν χάρισμα τοῦ υἱοῦ της Ιωάννου, ἔτσι καὶ ἡ Παρθένος Μαρία ἐμέθεξεν ἀπὸ τὸ προφητικὸν χάρισμα τοῦ Υἱοῦ Της Ιησοῦ, τοῦ τῶν Προφητῶν ἁπάντων Δεσπότου. Οθεν καὶ Προφῆτις ἐγένετο ὑπὲρ τὴν Προφῆτιν Μαριάμ, τὴν ἀδελφὴν Μωϋσέως ( Εξόδ. ιεʹ 20) ὑπὲρ τὴν Προφῆτιν Δεβώρραν (Κριτ. δʹ 4) ὑπὲρ τὴν Προφῆτιν Ολδὰν (Δʹ Βασιλ. κβʹ 14) ὑπὲρ τὴν Προφῆτιν Ανναν (Αʹ Βασιλ. βʹ 1 καὶ ἑξ.) ὑπὲρ τὴν Προφῆτιν Ελισάβετ (Λουκ. αʹ 41), καὶ ὑπὲρ πάσας τὰς ἄλλας γυναῖκας τῆς Παλαι- ᾶς καὶ τῆς Νέας [Διαθήκης], ὅσαι ἠξιώθησαν νὰ λάβουν παρὰ Θεοῦ Προφητείας χάρισμα. Οθεν καὶ ὁ Ησαΐας, προφητεύων περὶ τῆς ἀσπόρου συλλήψεως καὶ τοῦ τόκου τῆς Παρθένου, καθαρῶς Αὐτὴν ὀνομάζει Προφῆτιν: 34

«Καὶ προσῆλθον πρὸς τὴν προφῆτιν, καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβε καὶ ἔτεκεν υἱὸν» ( Ησ. ηʹ 3). Οθεν ὁ μέγας Βασίλειος τοῦτο ἑρμηνεύων, λέγει: «ὅτι δὲ Προφῆτις ἡ Μαρία, ᾗ προσῆλθε κατὰ τὸν προσεγγισμὸν τὸν διὰ τῆς γνώσεως ὁ Ησαΐας, οὐδεὶς ἀντερεῖ, μεμνημένος Αὐτῆς τῶν ρημάτων, ἃ προφητικῶς ἀπεφθέγξατο τί γάρ φησι; Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον, καὶ ἠγαλλίασε τὸ Πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρί μου ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί καὶ ὅλος γε ἐπιστήσας τοῖς ῥήμασιν Αὐτῆς, οὐ διστάσεις Αὐτὴν εἰπεῖν καὶ Προφῆτιν διότι Πνεῦμα Κυρίου ἐπῆλθεν ἐπ Αὐτήν, καὶ δύναμις Υψίστου ἐπεσκίασε». Προφητεία γὰρ φανερὰ καὶ ἀναντίρρητος, ὡς εἶπεν ὁ Βασίλειος, εἶναι τὰ λόγια ταῦτα τῆς τῶν Προφητίδων Προφήτιδος καὶ μακαρίας Παρθένου, ἡ ὁποία εἰς ἔργον ἐξέβη καὶ καθ ἑκάστην πληροῦται ἐπὶ τῶν πραγμάτων αὐτῶν. Επειδὴ γὰρ ἡ Ελισάβετ ὠνόμασεν ἀνωτέρω μακαρίαν τὴν Θεοτόκον: «Μακαρία, φησίν, ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου» (Λουκ. αʹ 45), διὰ τοῦτο ὡσὰν νὰ ἀποκρίνεται πρὸς αὐτὴν ἡ Θεοτόκος καὶ λέγει «Ω Ελισάβετ, τί μὲ ὀνομάζεις μόνον ἐσὺ μακαρίαν; Ηξευρε, ὅτι ἀπὸ τῆς σήμερον καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἔχουν νὰ μὲ μακαρίζουν, ἤγουν νὰ μὲ ὀνομάζουν μακαρίαν, πανευτυχεστάτην, πανευδαίμονα καὶ πεπληρωμένην παντὸς ἀγαθοῦ, (ἐπειδὴ κατὰ τὸν Νύσσης Γρηγόριον: «Μακαριότης ἐστί, περίληψις παντὸς ἀγαθοῦ» καὶ ὁ Χρυσόστομος λέγει: «ὅταν μακαρισμὸν εἴπῃ, πάντα λέγει τὰ ἀγαθά») ἔχουν, λέγω, νὰ μὲ ὀνομάζουν μακαρίαν, ὄχι μία γενε- ὰ τῶν ἀνθρώπων ἢ δύω ἢ τρεῖς, ἀλλὰ ὅλαι, ὅλαι αἱ 35

γενεαὶ τῶν Εθνῶν, χωρὶς καμμίαν ἐξαίρεσιν, ὅσαι δηλαδὴ ἔχουν νὰ πιστεύσουν εἰς τὸν ἐξ ἐμοῦ ἀσπόρως τεχθέντα Χριστόν, διὰ τὸν Οποῖον καὶ μακαρία γεγένημαι» 15. 36 ΚΑΙ ἐπ ἀληθείας ἐπληρώθη πάλαι καὶ πληροῦται καθ ἑκάστην, ἀλλὰ καὶ πληρωθήσεται εἰς γενεὰς γενεῶν μέχρι τερμάτων αἰώνων καὶ μέχρι τῆς συντελείας τοῦ κόσμου, ἡ Προφητεία αὕτη τῆς μακαρίας Παρθένου. Επληρώθη παλαιά, διότι ἡ θεοφιλεστάτη ἐκείνη γυνή, τὴν ὁποίαν ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ἀκούουσα τοῦ Ιησοῦ Χριστοῦ νὰ διδάσκῃ τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, κατανυχθεῖσα ἀπὸ τὴν γλυκυτάτην διδασκαλίαν Του, μὲ μεγάλην φωνὴν ἐμακάρισε τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου ὁποὺ ἐβάστασε τοιοῦτον Υἱόν. Ομοίως ἐμακάρισε καὶ τὰ παρθενικὰ στήθη Της ὁποὺ ἀνέθρεψαν τοιοῦτον οὐράνιον Διδάσκαλον οὕτω γὰρ γέγραπται: «Εγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας» (Λουκ. ιαʹ 27). Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Υἱός Της καὶ Κύριος, τοῦτον τὸν μακαρισμὸν τῆς γυναικὸς ἀκούσας, ἐβεβαίωσεν, ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτήν: «μενοῦν γε», ἤτοι ἀληθῶς, ὄντως καθὼς σὺ εἶπας, μακαρία εἶναι ἡ κοιλία ὁποὺ μὲ ἐβάστασε καὶ μακάριοι εἶναι οἱ μαστοὶ ὁποὺ μὲ ἐθήλασαν. ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ δὲ καὶ καθ ἑκάστην ἡ Προφητεία αὕτη τῆς Παρθένου διότι ὅλα τὰ γένη τῶν Χριστιανῶν, τῶν εἰς τὰ τέσσαρα πέρατα τοῦ κόσμου εὑρισκομένων, καὶ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν πιστευσάντων Εθνῶν, καθ ἑκάστην ἡμέραν ἐν ὅλαις ταῖς ἱεραῖς τῆς τοῦ Χριστοῦ Εκκλησίας Ἀκολουθίαις, ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ μακαρίζουσι τὴν Θεοτόκον. Καὶ ποτὲ μέν, ψάλλουν ὁμοφώνως (τὸ λέγω, καὶ σκιρτᾷ ἀπὸ τὴν χαρὰν ἡ καρδία μου, συμψάλλουσα μυστικῶς μετὰ τῶν ψαλλόντων):

«Μακαρίζομέν Σε, Θεοτόκε Παρθένε, καὶ δοξάζομέν Σε οἱ πιστοὶ κατὰ χρέος» ποτὲ δέ: «Μακαρία ἡ γαστὴρ ἡ χωρήσασα Χριστόν» ἄλλοτε δέ: «Μακαρίζομέν Σε πᾶσαι αἱ γενεαί, Θεοτόκε Παρθένε» καὶ ἄλλα πολλὰ ἐφύμνια καὶ ἐγκώμια προσφέρουν εἰς τὴν Θεομητορικὴν αὐτῆς Μεγαλειότητα. Μάλιστα δὲ καὶ ἐξαιρέτως, τὸν ἀρχαγγελικὸν ἐκεῖνον Υμνον, ὃν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἐξεφώνησε διὰ θαύματος, ἐν τῷ κατὰ τὸ ἁγιώνυμον Ορος τοῦ Αθω Κελλίῳ τῆς Θεοτόκου, τῷ οὕτω καλουμένῳ Α ι δειν, ὡς εἴπομεν πρότερον, καὶ κατὰ τὴν τοποθεσίαν εὑρισκομένῳ τῆς Ιερᾶς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος, δηλαδὴ τὸ παρὰ πᾶσιν ἐγνωσμένον: «Αξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν Σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» τοῦτον γὰρ τὸν ὕμνον, ποτὲ μὲν ψάλλουσιν ἔμπροσθεν τῆς Ιερᾶς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου ποτὲ δὲ ἀναγινώσκουσιν ἅπαντες οἱ Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ἕως καὶ αὐτὰ τὰ μικρὰ παιδάρια, μὲ πολλὴν χαρὰν καὶ μὲ μεγάλην εὐλάβειαν, κατὰ τὰς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Εκκλησίας, μακαρίζοντες καὶ ἀειμακάριστον ὀνομάζοντες τὴν Παρθένον καὶ Θεοτόκον, τόσον ἐν ταῖς Ιεραῖς Λειτουργίαις, ὅ- σον καὶ ἐν τῷ Ορθρῳ καὶ ἐν τῷ ἀρίστῳ καὶ ἐν τῷ δείπνῳ καὶ ἐν τῷ Ἀποδείπνῳ. ΠΛΗΡΩΘΗΣΕΤΑΙ δὲ ἡ Προφητεία αὕτη τῆς Παρθένου καὶ εἰς ὅλας τὰς γενεὰς τοῦ παρόντος αἰῶνος. Τί λέγω; ὄχι μόνον εἰς τὸν παρόντα αἰῶνα ἔχει νὰ πληροῦται ἡ Προφητεία αὕτη καὶ μέλλουν νὰ μακαρίζουν καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸ ὑποκείμενον τῆς Ἀειπαρθένου ὅλοι οἱ πάροικοι τῆς γῆς Χριστιανοί ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν μέλλοντα καὶ ἀτελεύτητον ἐ- κεῖνον αἰῶνα ἔχουν νὰ μακαρίζουν καὶ νὰ δοξολογοῦν Αὐτὴν 37

ὅλοι οἱ μακάριοι, οἱ κάτοικοι τοῦ Οὐρανοῦ, κατ ἐκεῖνο τὸ ψαλμικόν: «διὰ τοῦτο λαοὶ ἐξομολογήσονταί σοι εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (Ψαλμ. μδʹ 18 ). Ἀποτείνεται γὰρ τὸ ρητὸν τοῦτο πρὸς τὴν Θεοτόκον, καθὼς ἑρμηνεύει αὐτὸ ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, λέγων: «ὁρᾷς ἅπασαν τὴν κτίσιν ἐξομολουγουμένην τῇ Μητροπαρθένῳ ταύτῃ, καὶ οὐκ ἐν πεπερασμένοις αἰῶσιν, ἀλλ εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος; συνορᾷν οὖν ἐστιν ἐντεῦθεν, ὡς οὐδ Εκείνη λήξει διὰ τοῦ παντὸς αἰῶνος εὖ ποιοῦσα πᾶσαν τὴν κτίσιν» (Λόγος Αʹ εἰς τὰ Εἰσόδια). ΑΛΛΑ καὶ σύ, Χριστιανέ, ἐὰν θέλῃς νὰ πληρωθῇ εἰς ἐσένα ἡ Προφητεία αὕτη τῆς Θεοτόκου καὶ νὰ σὲ μακαρίζῃ ὁ κόσμος, μακάριζε συχνάκις τὴν Παρθένον, ἐπαινῶντας Αὐτὴν καὶ ἐγκωμιάζοντας μὲ διαφόρους ὕμνους καὶ ἐγκώμια, καὶ μάλιστα μὲ τὸν ἀνωτέρω ἀρχαγγελικὸν καὶ κοσμοχαρμόσυνον ὕμνον τοῦ «Αξιόν ἐστιν», καὶ θέλεις τὸ ἐπιτύχει. Διότι καθὼς ὁ Υἱὸς τῆς Θεοτόκου δοξάζει τοὺς Αὐτὸν δοξάζοντας, ὡς τὸ ὑπόσχεται μόνος: «τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω» (Αʹ Βασιλ. βʹ 30), ἔτσι καὶ ἡ Μήτηρ Του Θεοτόκος, μακαρίους κάμνει ἐκείνους ὁποὺ συνεχῶς καὶ μετὰ εὐλαβείας Τὴν μακαρίζουν. Πρέπον γὰρ καὶ δίκαιον καὶ ἄξιον εἶναι ἀληθῶς νὰ μακαρίζουν τὴν Θεοτόκον ὅλοι κοινῶς οἱ Χριστιανοί, καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καὶ νέοι καὶ γέροντες, καὶ πᾶσα ἡλικία διότι καθὼς ἔχουσι χρέος νὰ μακαρίζουν τὸν Υἱόν Της Ιησοῦν Χριστόν, ὡς Σωτῆρα καὶ Λυτρωτήν τους, κατὰ τὴν Προφητείαν τοῦ Δαβίδ: «Πάντα τὰ ἔθνη μακαριοῦσιν αὐτὸν» (Ψαλμ. οαʹ 17), ἔτσι ἔχουσι χρέος νὰ μακαρίζουν ἐν ταὐτῷ καὶ τὴν Μητέρα τοῦ Ιησοῦ Χριστοῦ, ὡς μετὰ τὸν μεσίτην Υἱόν Της, τῆς σωτηρίας αὐτῶν μεσίτριαν χρηματίσασαν. Αὕτη γάρ, κατὰ διαφόρους σχέσεις θεωρουμένη, εἶναι Μάμμη καὶ Μήτηρ τῶν Χριστιανῶν εἶναι Μάμμη τῶν Χριστιανῶν, καθὸ 38

ὁ Υἱὸς Αὐτῆς λέγεται Πατὴρ ἡμῶν, κατὰ τὸν τίτλον ὁποὺ τῷ δίδει ὁ Ησαΐας: «Πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» ( Ησ. θʹ 6) εἶναι καὶ Μήτηρ τῶν Χριστιανῶν, καθὸ ὁ Υἱὸς Αὐτῆς εἶναι ἀδελφὸς ἡμῶν, ὡς εἶπε μόνος: «πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου» ( Ιωάν. κʹ 17). Οθεν κάθε Χριστιανὸς ἕπεται νὰ εἶναι ἔγγονος καὶ υἱὸς κατὰ χάριν τῆς Θεοτόκου διὸ καὶ χρεωστεῖ νὰ μακαρίζῃ Αὐτὴν καὶ ὡς Μάμμην καὶ ὡς Μητέρα αὐτοῦ ὑπάρχουσαν κατὰ χάριν καὶ κατὰ θέσιν ὡς Μάμμην ὅμως, ὑπερβαίνουσαν κατὰ τὴν ἀγάπην καὶ συμπάθειαν, ὅλας τὰς σαρκικὰς μάμμας καὶ ὡς Μητέρα, ὑπερβαίνουσαν κατὰ τὴν φιλοστοργίαν καὶ σπλάγχνα, ὅλας τὰς φυσικὰς μητέρας. Καὶ ἂν ἡ Λεία ἡ γυνὴ τοῦ Ιακὼβ ὠνομάσθη μακαρία, διότι ἐγέννησε τὸν Ἀσήρ καὶ ἂν αἱ γυναῖκες τοῦ τότε καιροῦ ἐμακάρισαν αὐτήν, διότι ἐστάθη μήτηρ ἑνὸς ἀνθρώπου ψιλοῦ καὶ θνητοῦ: «Καὶ εἶπε, φησί, Λεία μακαρία ἐγώ, ὅτι μακαριοῦσί με αἱ γυναῖκες» (Γεν. λʹ 13) πόσῳ μᾶλλον, καὶ ἀσυγκρίτως καὶ ἀπείρως πόσῳ, πρέπει νὰ ὀνομάζεται μακαρία ἡ Παρθένος Μαρία, Ητις ἐγέννησε τὸν μακάριον καὶ μόνον δυνάστην Θεόν, καθὼς Αὐτὸν ὠνόμασεν ὁ Παῦλος (Αʹ Τιμοθ. ϛʹ 15), τὸν μακαρίους ἐργαζόμενον τοὺς εἰς Αὐτὸν πιστεύοντας; Καὶ πόσῳ μᾶλλον πρέπει νὰ μακαρίζουν Αὐτήν, ὄχι μόνον αἱ γυναῖκες, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνδρες, διότι ἐστάθη Μήτηρ ἑνὸς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ; Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Σολομὼν εἰς τὸ Α ι σμα καθαρῶς προφητεύει περὶ τοῦ μακαρισμοῦ τούτου τῆς Παρθένου, καὶ λέγει: «Μία ἐστὶ περιστερά μου, τελεία μου» «εἴδοσαν αὐτὴν θυγατέρες καὶ μακαριοῦσιν αὐτήν, βασίλισσαι καί γε παλλακαὶ καὶ αἰνέσουσιν αὐτήν» ( Α ι σμ. ϛʹ 9). Βασιλίσσας γὰρ ὀνομάζει τὰς ψυχὰς τῶν Ἁγίων ὁποὺ ἔφθασαν εἰς τὴν τελειότητα, οἵτινες ἐκ συμφώνου ἐμακάρισαν τὴν Θεοτόκον εἰς τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους των, μάλιστα δὲ ὁ Ιερὸς Αὐγουστῖνος, ὅστις δὲν χορταίνει, ὀνομάζωντάς Την Θεοτόκον: «Μπεάταμ Βίργινεμ» [Beatam Virginem], ἤγουν Μακαρίαν Παρθένον. Καὶ ὁ Αγιος δὲ Γερμανὸς οὕτως Αὐτὴν καὶ πάντα τὰ Αὐτῆς μακαρίζει: 39

«Ημεῖς δέ, Παναγία θεόνυμφε, πίστει Σε εὐλογοῦμεν, ἀεὶ μεγαλύνοντές Σε καὶ μακαρίζοντες μακάριος γὰρ ὡς ἀληθῶς ἐξ ἀνδρῶν ὁ πατήρ Σου μακαρία ἡ μήτηρ Σου μακάριος ὁ οἶκος Σου μακάριοι οἱ γνωστοί Σου μακάριοι οἱ ἰδόντες Σε μακάριοι οἱ συνομιλήσαντές Σοι μακάριοι οἱ ὑπηρετήσαντες μακάριος ὁ Ναὸς ἐν ᾧ προσηνέχθης μακάριος Ζαχαρίας ὁ Σὲ ἐ- ναγκαλισάμενος μακάριος Ιωσὴφ ὁ Σὲ μνηστευσάμενος μακαρία ἡ κλίνη Σου μακάριος ὁ τάφος Σου Σὺ γὰρ τιμὴ τῶν τιμώντων Σε, καὶ γέρας τῶν γερῶν, καὶ ὕψωμα τῶν ὑψωμάτων» (Λόγος εἰς τὰ Εἰσόδια). Ἀνίσως δέ, κατὰ τὸν Αγιον τοῦτον, εἶναι μακάριοι ἐκεῖνοι ὁποὺ μόνον εἶδον ἢ ὑπηρέτησαν τὴν Θεοτόκον, πῶς δὲν εἶναι μακάριοι καὶ ἐκεῖνοι οἱ Χριστιανοὶ ὁποὺ συνεχῶς Αὐτὴν ἐπαινοῦσι καὶ μακαρίζουν; Οθεν καὶ ὁ Αγιος Μᾶρκος ὁ Εφέσου ἐν τῇ γʹ Ω ι δῇ τοῦ εἰς τὴν Κοίμησιν δευτέρου Κανόνος αὐτοῦ, λέγει: «Μακάριοι οἱ μένοντες ἐν τῷ Σῷ οἴκῳ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων αἰνέσουσί Σε μακάριοι οἱ βλέποντες ἐν εἰκόνι τὴν ἀπαστράπτουσαν αἴγλην τῆς χάριτος, ἧς αὐτῇ μετέδωκας, ζῶσα Πάναγνε». Επεται Μέρος Εʹ. 12. Οὐ μόνον δὲ εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας εἶχεν ἐρριζωμένην τὴν ταπείνωσιν ἡ Θεοτόκος, ἀλλὰ ἐκ τῆς καρδίας, ὡς ἀπὸ πηγῆς ἀναβλύζουσα, ἐπλημμύρει αὕτη καὶ εἰς ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ μέλη τοῦ παναμώμου Αὐτῆς σώματος καὶ εἰς τὰ σχήματα, δηλαδή, καὶ εἰς τὰ κινήματα καὶ εἰς τὰ λόγια καὶ εἰς ὅλον τὸν ἔνθεον Αὐτῆς χαρακτῆρα καὶ εἶδος, ἡ ταπείνωσις ἔλαμπεν ὡσὰν ἢλιος. Ἀλλ ἐπειδὴ τοῦ θεολαμποῦς χαρακτῆρος τῆς Παρθένου ἐμνήσθημεν, δὲν θέλει εἶναι ἔξω τοῦ σκοποῦ νὰ ἀναφέρωμεν ἐδῶ ὀλίγα τινὰ περὶ αὐτοῦ, ἐρανισθέντες ταῦτα ἔκ τε τοῦ Ἁγίου Επιφανίου, ἐκ τῶν τοῦ Κορεσίου, ἐκ τοῦ Μελετίου Ἀθηνῶν καὶ ἐξ ἄλλων, εἰς δόξαν τῆς Θεοτόκου καὶ εἰς χαρὰν τῶν τῆς Θεοτόκου εὐλαβῶν ἐραστῶν. Η Κυρία Θεοτόκος, κατὰ τὸν ἔξω χαρακτῆρα καὶ ἦθος τοῦ σώματος, ἦτον σεμνὴ καὶ σεβασμία κατὰ πάντα, ὀλίγα καὶ ἀναγκαῖα λαλοῦσα ἦτον ὀγλίγωρος εἰς τὸ νὰ ὑπακούῃ καὶ εὐπροσήγορος ἐτίμα ὅλους καὶ ἐπροσκύνει εἶχε τὸ μέγεθος τοῦ σώματος μέσον καὶ σύμμετρον ἤ, ὡς ἄλλοι λέγουσι, τὸ μέγεθος εἶχεν ὑψηλότερον ἀπὸ τὸ μέσον δὲν ἐπαρρησιάζετο εἰς κάθε ἄνθρωπον ἦτον μακρὰν 40

ἀπὸ γέλωτα καὶ ἔξω ἀπὸ κάθε ταραχὴν καὶ θυμόν τὸ χρῶμα τοῦ θεοδόχου Της σώματος ἦτον ὅμοιον μὲ τὸ χρῶμα τοῦ σιταρίου εἶχε ξανθὰς τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς εἶχεν ὀφθαλμοὺς πολλὰ ὡραίους, χρωματισμένους μὲ θείαν σεμνότητα, ὡραϊσμένους μὲ κόρας ὀξεῖς καὶ ὁμοίας μὲ τὴν ἐλαίαν καὶ καλυμμένους μὲ βλεφαρίδας φαιδροπρεπεῖς εἶχε τὰ ὀφρύδια μαῦρα κυκλικῶς ἐσχηματισμένα εἶχε τὴν μύτην ὁμαλὴν καὶ εὐθεῖαν τὰ πανάμωμα χείλη Της ἦτον ἀνθηρά, λάμποντα κοσμίως μὲ ἐρυθρὸν χρῶμα καὶ γέμοντα ἀπὸ τὴν τῶν λόγων γλυκύτητα εἶχεν τὸ ἱεροπρεπὲς πρόσωπον ὄχι στρογγυλόν, ἀλλὰ ὀλίγον μακρύ εἶχε τὰς θεοδόχους χεῖράς Της μακράς ὁμοίως καὶ τοὺς δακτύλους τῶν χειρῶν μακροὺς καὶ τετορνευμένους μὲ λεπτότητα ἦτον ἀνυπερήφανος καὶ ἀνεπίδεικτος, χωρὶς νὰ δείχνῃ καμμίαν βλακείαν [νωθρότητα καὶ μαλθακότητα] καὶ ἔκλυσιν εἶχε ταπείνωσιν ὑπερβάλλουσαν ἐφόρει καὶ ἠγάπα ροῦχα φυσικῶς ἀπὸ λόγου των χρωματισμένα, καθὼς καὶ τοῦτο δηλοῦται ἀπὸ τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Αὐτῆς Μαφόριον, αὐτόχροον ὑπάρχον. Καὶ διὰ νὰ εἰποῦμεν καθολικῶς, ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦτον, καὶ κατὰ τὰ ἐξωτερικὰ μέλη τοῦ παναχράντου Αὐτῆς σώματος, γεμάτη ἀπὸ τόσην θείαν χάριν καὶ σεβασμιότητα, ὥστε ὁπού, ὅστις ἔβλεπεν Αὐτήν, ἐλάμβανεν εἰς τὴν ψυχήν του ἕνα κάποιον φόβον καὶ εὐλάβειαν, συγκεραμμένην ὁμοῦ μὲ μίαν ἐσωτερικὴν χαράν, καὶ χωρὶς νὰ Τὴν ἠξεύρῃ πρωτήτερα, ἐγνώριζεν ἀπὸ μόνον τὸν ἐξωτερικὸν χαρακτῆρά Της, ὅτι ἀληθῶς Αὕτη εἶναι Μήτηρ Θεοῦ. Οθεν, Νικήτας Παφλαγὼν ὁ ρήτωρ, ἐν τῷ Εγκωμίῳ ὁποὺ πλέκει πρὸς τὸν Αγιον Διονύσιον τὸν Ἀρεοπαγίτην, λέγει, ὅτι ὁ θεῖος Διονύσιος, ἀπὸ τὴν πολλὴν ἀγάπην ὁποὺ εἶχε πρὸς τὸν Δεσπότην Χριστόν, ἀκούσας ὅτι ἔζη ἀκόμη σωματικῶς ἡ πανάμωμος Μήτηρ Αὐτοῦ, ἐπῆγε νὰ Τὴν ἰδῇ καὶ λοιπόν, βλέπωντας τὴν θείαν θεωρίαν Της, καὶ τὴν θαυμάσιον καὶ βασιλικὴν ὡραιότητά Της, ἰδὼν δὲ καὶ τοὺς Ἀγγέλους ὁποὺ τριγύρω Αὐτῆς ἐστέκοντο καὶ ἐδορυφόρουν ὡς βασίλισσαν, ἀκούσας δὲ καὶ τὰ οὐράνια λόγια τοῦ παναγίου Της στόματος, ἐξέστη καὶ ἔφριξεν, ὁμολογήσας, ὅτι καὶ μόνος ὁ σωματικὸς Αὐτῆς χαρακτὴρ καὶ τὸ εἶδος Τὴν ἐμαρτύρουν, πὼς εἶναι μήτηρ Θεοῦ κατὰ ἀλήθειαν. Τοῦτο τὸ ἴδιον γράφεται καὶ εἰς τὸν βίον τοῦ Ἁγίου Διονυσίου κατὰ τὴν τρίτην τοῦ Οκτωβρίου μηνός. 12α. Σημ.ἡμ.: Ι. Θεοφυλάκτου, PG τ. 123, στλ. 709C. 13. Λέγει δὲ καὶ ὁ σοφὸς Διδάσκαλος Σεβαστὸς ὁ Τραπεζούντιος περὶ τῆς ταπεινώσεως τῆς Παρθένου ταῦτα: «Η Πανάχραντος Κόρη, οἷον ὑπ ὄψιν ἔχουσα τὸν ὄλισθον τῶν Πρωτοπλάστων, καὶ προὔργου τοῦ Εωσφόρου, εἰς οἷον ἐξ ἐπάρσεως κατηνέχθησαν ὄλισθον, ἐντεῦθεν οἱονεὶ συλλογιζομένη καθόλου, ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου, ὅτι πᾶς ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται τοσοῦτον ἐταπεινοφρόνει ἐν πᾶσι τοῖς κατ ἀρετὴν Αὐτῆς προτερήμασιν, ὥστε μηδεμίαν ἄλλην Αὐτῆς ἀρετὴν ἐπὶ τοσοῦτον ἰσχύσαι ἐπὶ τὴν ἄκραν τοῦ Θεοῦ συγκατάβασιν, παρὰ τὴν ἄκραν Αὐτῆς ἐκ συνέσεως καὶ διακρίσεως ταπεινοφροσύνην οὐ γὰρ συνέμιξεν Αὐτῇ καὶ ἄλλας παρούσας, ἃς 41

εἶχεν ἀρετάς, ἀναγκαίας καὶ αὐτὰς οὔσας, ἀλλὰ μόνην αὐτὴν καθ αὐτὴν αἰτιᾶται λέγουσα ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης Αὐτοῦ τῳόντι γὰρ τοιαύτης ταπεινόφρονος ἐδεῖτο Μητρὸς ὁ Υψιστος, ὁ ταπεινώσας ἑαυτὸν μέχρι καὶ δούλου μορφῆς, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ διὸ καὶ ὁ Θεὸς διὰ τὴν τοσαύτην Αὐτοῦ ἄκραν ταπείνωσιν, τοσοῦτον Αὐτὸν ὑπερύψωσεν, ὅσον ὁ θεῖος Ἀπόστολος Αὐτὸν περιγράφει. Οὕτως οὖν Αὐτὸς μὲν διὰ τὴν τοσαύτην ἑαυτοῦ ταπείνωσιν ἔλαβε πᾶσαν ἐξουσίαν ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς διὰ δὲ τὴν ἐφάμιλλον καὶ τῆς οἰκείας Μητρὸς Αὐτοῦ ταπείνωσιν κατηξίωσεν Αὐτὴν Μητέρα γενέσθαι Θεοῦ καὶ ὑπερτέραν ἀσυγκρίτως ἀναδεῖξαι πάσης κτίσεως ὁρατῆς τε καὶ νοουμένης, ὡς αἰτίαν ἐν δευτέρῳ λόγῳ γενομένην καὶ Αὐτήν, τῆς παγκοσμίου σωτηρίας» (σελ. 361, ἐν τῷ βιβλίῳ, ἐν ᾧ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Θεοτόκος ὑπέκειτο τῷ προπατορικῷ ἁμαρτήματι). 14. Διὰ τοῦτο εἶπε καὶ ὁ Χρυσορρήμων: «Οὐδὲν ταπεινοφροσύνης ἴσον διὰ τοῦτο τῶν μακαρισμῶν ἐντεῦθεν ἤρξατο ὁ Ιησοῦς ὥσπερ γάρ τινα θεμέλιον καὶ κρηπῖδα μεγίστης οἰκοδομῆς καταβαλέσθαι μᾶλλον οὕτω τὴν ταπεινοφροσύνην πρώτην ἔθηκεν οὐ γὰρ ἔστιν οὐκ ἔστι ταύτης σωθῆναι χωρὶς» ( Ομιλία λγʹ εἰς τὸν Ιωάννην). 15. Λέγει γὰρ ὁ θεῖος Ιερώνυμος, ὅτι μακαρία λέγεται ἡ Παρθένος, «οὐχὶ τῇ περιούσῃ ἀξίᾳ, ἀλλὰ διὰ τὴν τοῦ ἐνοικήσαντος Αὐτῇ Θεοῦ φιλανθρωπίαν» (Βιβλίον Αʹ κατὰ Πελαγίου). 42