Ο γάμος στο χωριό μας στις δεκαετίες του 50-60 Ο γάµος στο χωριό στις δεκαετίες του 50 και του 60 ήταν ένα σηµαντικό γεγονός το οποίο το ζούσαν έντονα, όχι µονάχα οι µελλόνυµφοι και το συγγενικό τους περιβάλλον, αλλά και ολόκληρη η τοπική κοινωνία του χωριού. Σπάνια την εποχή εκείνη δύο νέοι αγαπιόντουσαν κρυφά γιατί τα έθιµα του χωριού δεν επέτρεπαν φανερό έρωτα. Εάν υπήρχε έρωτας κρυφός, τότε ο ένας από τους δύο συνήθως η κοπέλα, έπαιρνε το θάρρος και το έλεγε στη µάνα της, και αν συµφωνούσε το µετέφερε στον πατέρα και εάν υπήρχε αποδοχή και από αυτόν προχωρούσε το συνοικέσιο. Οι περισσότεροι γάµοι στο χωριό µας τα χρόνια αυτά εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, γινόντουσαν µε προξενιό (συνοικέσιο). Οι οικογένειες αποφάσιζαν και µάλιστα πολλές φορές χωρίς να ρωτηθούν οι άµεσα ενδιαφερόµενοι. Οι πατεράδες ήταν οι γενικοί κουµανταδόροι κι αυτοί έπαιρναν τις αποφάσεις, επιβάλλοντας συχνά στο κορίτσι τους να αποδεχτεί για σύζυγο κάποιο πρόσωπο που
πιθανόν να µην ήθελε. Αποτέλεσµα σε αρκετές περιπτώσεις τέτοιων γάµων ήταν η µετέπειτα δυστυχισµένη ζωή, δεδοµένου ότι ήταν σχεδόν αδύνατο το διαζύγιο. Κυρίαρχο θέµα στο προξενιό ήταν οι διαπραγµατεύσεις για την προίκα. Τι κτήµατα ποιο σπίτι τι έπιπλα τι σκεύη και τι ζωντανά περιελάβανε η προίκα. Για να τελειώσει δε ένα συνοικέσιο έπρεπε να µπει στη µέση ένας µεσάζοντας, ο λεγόµενος προξενητής. Τις περισσότερες φορές προξενητής ήταν γυναίκα, γιατί οι γυναίκες ήταν πιο καπάτσες και τα κατάφερναν καλύτερα στις δουλειές αυτές. Η προξενήτρα έπρεπε να είναι άτοµο πάρα πολύ κατατοπισµένο στα ζητήµατα του χωριού και πάρα πολύ καταφερτζού για να µπορέσει να στεριώσει ένα δύσκολο συνοικέσιο. Πολλές φορές η προξενήτρα αναλισκότανε µε δροµολόγια µεταξύ των δύο συµπεθεριών, και σε κουβέντες πολλές. Επίσης όχι σπάνια αναγκαζόταν να αραδιάζει και ψέµατα πολλά, για να πετύχει στο σκοπό της. Αν δεν άρεσε η νέα στον γαµπρό του έλεγε ένα σωρό κοµπλιµέντα για αυτήν όπως, ότι είναι πρώτη στη νοικοκυροσύνη, στην µαγειρική, στις γεωργικές δουλειές, στο τραγούδι, στο χορό, στην οµορφιά και ακόµα στην εξυπνάδα. Αν αντίθετα έφερνε αντιρρήσεις η νέα τότε η προξενήτρα αράδιαζε άλλα προσόντα για τον νέο όπως ότι είναι ο πρώτος δουλευταράς, το πιο παλληκάρι και ο πιο λεβέντης του χωριού κλπ.. Αυτά και ένα σωρό άλλα λέγονταν όσο να πάρει τέλος το συνοικέσιο. Πολλές φορές γινόταν κατ' αρχήν δεκτό το συνοικέσιο και άφηναν οι συµπέθεροι να συζητήσουν αργότερα την προίκα. Κανόνιζαν κάποιο βράδυ µε τον προξενητή συνάντηση στο σπίτι της νύφης µε κάθε µυστικότητα. Άµα νύχτωνε και µε µεγάλη προφύλαξη ο πατέρας του γαµπρού και η γυναίκα του και κάποιος άλλος της εµπιστοσύνης τους έφθαναν µε λυχνάρια στο σπίτι της νύφης, και αφού έκλειναν καλά τα παράθυρα και τις πόρτες για να µην τους ακούσουν οι γείτονες, άρχιζε χαµηλόφωνα η συζήτηση. Πολλές φορές η συζήτηση φαινόταν να οδηγείτε σε αδιέξοδο. Τότε οι άλλοι που ήταν στη συζήτηση, έµπαιναν στη µέση για να σώσουν το ναυάγιο, προσπαθώντας να γίνουν αµοιβαίες υποχωρήσεις και να υπάρξει συµβιβασµός. Αντί το κτήµα στην Λευκάδα που ζητούσε ο πατέρας του γαµπρού δινόταν το κτήµα στα Βιγλιά από τον πατέρα της νύφης. Πέντε κάτω πέντε επάνω αφού τελείωνε η συζήτηση για την προίκα, ευνοϊκά βέβαια, τότε έδιναν όλοι τα χέρια, αντάλλασσαν ευχές και φιλήµατα.
Αµέσως µετά ο πατέρας της νύφης έδινε εντολή να τραταριστούνε. Η νύφη αµέσως έφερνε γλυκό κουταλιού και δροσερό νερό να φάνε και να γλυκαθούνε όπως συνηθίζανε τότε κατά το έθιµο. Μόλις τελείωνε η χαρά αυτή και έφεγγε η µέρα έφευγαν οι συµπέθεροι για τα σπίτια τους χαρούµενοι. Οι νέοι θεωρούνταν λογοδοσµένοι και την Κυριακή πήγαιναν µαζί µε τους γονείς τους στην εκκλησία. Μετά το αίσιον τέλος του προξενιού, το δόσιµο των χεριών, τη σύνταξη πρόχειρου προικοσυµφώνου, γινόταν ο αρραβώνας. Στην περίοδο του αρραβώνα γνωριζότανε το ζευγάρι, γινόντουσαν οι ετοιµασίες, και οριζόταν η ηµεροµηνία του γάµου. Αν απ' τη πλευρά της κοπέλας ήταν όλα έτοιµα, δηλαδή δεν υπήρχε πρόβληµα µε τα προικιά, τότε η περίοδος του αρραβώνα δεν διαρκούσε πολύ για πολλούς και διαφόρους λόγους. Ο ορισµός της ηµεροµηνίας του γάµου σήµαινε γενική κινητοποίηση όλων των µελών και των δύο οικογενειών, αλλά και των συγγενών, των γειτόνων και φίλων, για να προετοιµαστούν όλα όσα αφορούσαν το γάµο. Έπρεπε να ταχτοποιηθούν τα προικιά, να καλεστούν τα σόγια, να συγυριστούν τα σπίτια, να ραφτεί το νυφικό της νύφης και το κουστούµι του γαµπρού, να ειδοποιηθεί η ορχήστρα, να προετοιµαστούν όλα τα χρειώδη για το τραπέζι που θα ακολουθούσε τον γάµο. Ο γάµος γινόταν πάντα Κυριακή και συνήθως, Άνοιξη Καλοκαίρι και Φθινόπωρο, εκτός από το µήνα Μάη (που ζευγάρωναν τα γαϊδούρια), τη σαρακοστή και τα δίσεκτα χρόνια. Κουµπάρος γινόταν ο νονός του γαµπρού. Αν ο νουνός του γαµπρού δεν βρισκόταν στη ζωή, τότε τα στέφανα τα άλλαζε ένα από τα παιδιά του. Αν πάλι συνέβαινε να υπάρχει κάποιο κώλυµα, τότε ο γαµπρός ήταν ελεύθερος να επιλέξει κουµπάρο. Ο κουµπάρος, κατά κανόνα, βάφτιζε και το πρώτο παιδί του ζευγαριού. Από εκείνα τα χρόνια οι ελεύθερες έπαιρναν κουφέτα του δίσκου για να βάλουν στο µαξιλάρι τους. Πίστευαν πως θα δουν στον ύπνο του τον άντρα που θα πάρουν. Την τελευταία εβδοµάδα πριν το γάµο ο γαµπρός δεν πήγαινε στο σπίτι της νύφης όπου ετοίµαζαν τα προικιά που θα τα εξέθεταν στην θέα των χωριανών την Πέµπτη πριν από τον γάµο. Το Σάββατο παραµονή του γάµου άναβαν τον φούρνο για να φουρνίσουν τα
φαγητά που έφτιαχναν για το γλέντι που θα ακολουθούσε µετά τον γάµο. Έσφαζαν κότες και αρνί (µνούχο) για να φτιάξουν το παραδοσιακό κισκέτσι. Την ίδια µέρα έφτιαχναν και τον µπακλαβά. Τις µποµπονιέρες µε τα κουφέτα σε τούλι τις έφτιαχναν όλη την εβδοµάδα πριν από τον γάµο. Οι µελλόνυµφοι κατά την ηµέρα του γάµου έπρεπε να είναι ντυµένοι στην τρίχα και έτσι γινόταν. Ο γαµπρός φορούσε το καινούργιο του κουστούµι που είχε ράψει στον ράφτη του χωριού τον Αρίσταρχο τον Μανωλάκα (Βατσιά), και στην καλύτερη περίπτωση στους Κοµαίτιδες ραφτάδες της Αγιάσου. Το στόλισµα του γαµπρού είχε να κάνει κυρίως µε το κούρεµα και το ξύρισµα του που γινόταν σύµφωνα µε το έθιµο καθισµένος µέσα σε ένα ταψί. Το στόλισµα της νύφης ήταν σωστή ιεροτελεστία. Όλες οι φιλενάδες της ήταν δίπλα της και φρόντιζαν για τα πάντα. Ιδιαίτερα επιµεληµένο ήταν και το χτένισµα της νύφης. Αυτό το αναλάµβαναν οι κοµµώτριες του χωριού η Μαρία του Γάγγου η το Σβηντό. Κατά τη διάρκεια του στολισµού η νύφη ζητούσε την ευχή των γονέων της, που αποτελούσε και το πιο πολύτιµο δώρο. Στο σπίτι της νύφης, ο τόνος των τραγουδιών του γάµου ήταν µελαγχολικός (µε αρκετές βέβαια εξαιρέσεις), λόγω του οριστικού χωρισµού, που θα γινόταν σε λίγη ώρα, ανάµεσα σ' αυτήν και το πατρικό της. Από την αρχή της εβδοµάδας πριν από τον γάµο στέλνανε οι συγγενείς οι φίλοι και οι γείτονες στο σπίτι της νύφης ο καθένας το δώρο του. Ένα σίδερο, ένα σερβίτσιο µε πιάτα, ένα σερβίτσιο του καφέ, ένα καθρέπτη, δύο µπρίκια, µία κατσαρόλα, ή οτιδήποτε άλλο µπορούσε να φανταστεί κανείς. Όταν κτύπαγε η καµπάνα της εκκλησίας για το µυστήριο του γάµου, ο γαµπρός µε τους γονείς του, τον κουµπάρο, τους φίλους του, και όλο το συµπεθεριό, ξεκίναγαν για το σπίτι της νύφης. Το ξεκίνηµα και η πορεία για το σπίτι της νύφης δεν ήταν γεγονός τυχαίο, ούτε και µπορούσε να γίνει όπως και όπως. Μπροστά πήγαιναν τα όργανα της ορχήστρας, παίζοντας τον γνωστό σκοπό του γάµου (νυφιάτικο). Ακολουθούσαν τέσσερες νεαροί, οι τρείς µε ταψιά στο κεφάλι, και ο τέταρτος µε µία καράφα κρασί. Το πρώτο ταψί είχε τον µπακλαβά, το δεύτερο είχε τα νυφικά φορέµατα και το τρίτο τα δώρα
για τους γονείς και τα αδέλφια της νύφης. Στο σπίτι της νύφης η υποδοχή ήταν θερµή και σύντοµη. Στο κατώφλι του σπιτιού τους υποδεχόταν η µάνα και ο πατέρας της νύφης, τα αδέλφια της και άλλοι συγγενείς. Σε αυτούς που κράταγαν τα δώρα, η µάνα της νύφης κάρφωνε στο αριστερό µέρος του στήθους τους, από ένα µεταξωτό µαντίλι (πόσι). Συνέχιζε µετά η ποµπή και µε την νύφη και το σόι της για την Εκκλησία. Φτάνοντας στην πόρτα της εκκλησίας ο πατέρας της νύφης την παρέδιδε στο γαµπρό. Ο γαµπρός φιλούσε το χέρι του πεθερού και την νύφη και έµπαιναν µαζί στην εκκλησιά. Η νύφη και ο γαµπρός φρόντιζαν την στιγµή εισόδου στην εκκλησία να µπούνε µε το δεξί πόδι, για να τους έρθουν όλα δεξιά και καλά. Στον γυναικωνίτη της εκκλησίας στρυµωγµένες οι νέες του χωριού φιλενάδες η µη της νύφης απολάµβαναν το µυστήριο µε ένα βουητό από τα κουτσοµπολιά. Η τελετή της στέψης ήταν η ίδια όπως και σήµερα. Κατά τη διάρκεια του µυστηρίου η νύφη προσπαθούσε να πατήσει µε πονηριά το πόδι του γαµπρού, γιατί πίστευε ότι έτσι µπορεί να είχε τον πρώτο λόγο στο σπίτι (κούνια που την κούναγε). Όταν τελείωνε το µυστήριο, όλοι εύχονταν δυνατά να ζήσετε, και ασπαζόντουσαν ένας-ένας µε την σειρά τους νεονύµφους. Οι γονείς τα αδέλφια και οι στενοί συγγενείς του γαµπρού και της νύφης καρφίτσωναν φλουριά, τρακοσάρες, δαχτυλίδια, πενταγιόν αλλά και χρήµατα στο νυφικό της νύφης η στο κουστούµι του γαµπρού. Τους νεονύµφους µετά το τέλος των συγχαρητήριων κατά την έξοδος από την εκκλησία τους έραναν µε ρύζι και τριαντάφυλλα. Στη συνέχεια αφού προσέφεραν σε όλους τους καλεσµένους στην τελετή του γάµου γλυκό και µποµπονιέρα, όλοι µαζί πήγαινα σε κάποιο καφενείο της επάνω η της κάτω αγοράς και άρχιζε ο χορός και το γλέντι ως τα ξηµερώµατα... Θεόφιλος Πατσάς
.
Όνομα αρχείου: Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ Κατάλογος: C:\1 DATA\AA-SYLLOGOS\Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α\ΠΡΟΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ Πρότυπο: C:\Users\Θεοφιλος Πατσας\AppData\Roaming\Microsoft\Templates\Normal.dotm Τίτλος: Θέμα: Συντάκτης: Θεοφιλος Πατσας Λέξεις - κλειδιά: Σχόλια: Ημερομηνία δημιουργίας: 4/3/2013 12:01:00 πμ Αριθμός αλλαγής: 21 Τελευταία αποθήκευση: 29/5/2014 10:25:00 πμ Τελευταία αποθήκευση από: Θεοφιλος Πατσας Συνολικός χρόνος επεξεργασίας: 394 Λεπτά Τελευταία εκτύπωση: 29/5/2014 10:27:00 πμ Στοιχεία εγγράφου όπως καταγράφηκαν την τελευταία φορά που εκτυπώθηκε πλήρως Αριθμός σελίδων: 7 Αριθμός λέξεων: 1.466 (περίπου) Αριθμός χαρακτήρων: 7.918 (περίπου)