648 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ 1 4. δ ι κ η γ ο ρ ο ι 488/2009 (Πρόεδρος: Χρήστος Χασιώτης, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Δημήτριος Νινιός, Δημήτριος Οικονόμου-Εισηγητής, Εφέτες). (Δικηγόρος: Ευάγγελος Ματσούκης). Δικηγόρος. Συμφωνία να αμείβεται μόνο με πάγια περιοδική αμοιβή. Τα κατώτατα όρια της αμοιβής. Καθορισμός της αμοιβής. Περιστατικά. Με την από 28.12.2006 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, εκθέτει ότι προσελήφθηκε από το εναγόμενο ΝΠΔΔ την 1-4-2004, ως νομική σύμβουλος, με σχέση έμμισθης εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και κατέχει έκτοτε οργανική θέση. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί το τελευταίο να της καταβάλει το αναφερόμενο σ αυτήν χρηματικό ποσόν που αντιπροσωπεύει την προσαύξηση της αμοιβής της, καθώς και επιδόματα που χορηγήθηκαν με νόμο στους δικηγόρους με πάγια αντιμισθία των ΟΤΑ, οι οποίοι έχουν τα ίδια με αυτήν προσόντα διορισμού και εκτελούν τα ίδια καθήκοντα και τα οποία αρνείται να της καταβάλει το εναγόμενο καθ όσον η άρνηση του αυτή δημιουργεί αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος της, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Ήδη κατά της αποφάσεως αυτής παραπονιέται με την υπό κρίση έφεση το εναγόμενο για τους λόγους που αναφέρονται σ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή. Στο άρθρο 2 του Ν.1093/1980, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 τον Ν.1816/1988 ορίζεται ότι «Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί να αμείβεται ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες μόνον με πάγια περιοδική αμοιβή, τα κατώτατα όρια αυτής καθορίζονται κατά μήνα ως ακολούθως: α) για δικηγόρο στο Πρωτοδικείο το 15ο μισθολογικό κλιμάκιο, β)για δικηγόρο στο Εφετείο το 8o μισθολογικό κλιμάκιο, γ) για δικηγόρο στον Άρειο Πάγο το 1ο μισθολογικό κλιμάκιο. Τα κατώτατα όρια αμοιβής της παραπάνω παραγράφου προσαυξάνονται και με τα επιδόματα που καταβάλλονται στους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους, σύμφωνα με τις ισχύουσες γι αυτούς διατάξεις. Για τον καθορισμό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας υπολογίζεται ο συνολικός χρόνος ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος. Δικηγόροι, οι οποίοι ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου νομικής υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των καταστατικών, κανονισμών ή με αποφάσεις αρμοδίων οργάνων, δικαιούνται προσαύξηση 10% στις αποδοχές του μισθολογικού κλιμακίου που ανήκουν». Περαιτέρω στο άρθρο 21 του Ν.3205/2003 ορίζεται ότι «Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ 649 και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, οι διατάξεις του μέρους Α του παρόντος νόμου, μπορεί να επεκτείνονται εν όλω ή εν μέρει και σε προσωπικό του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ, που δεν υπάγεται στις διατάξεις του Μέρους αυτού, πλην όμως έχει βαθμολογική ή μισθολογική αντιστοιχία με μονίμους υπαλλήλους Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ, καθώς και σε διαβαθμισμένους κληρικούς και δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής». Κατ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής ρύθμισης εκδόθηκε και η ΥΑ αρ.2/8250/0022/10.2.2004 ΚΥΑ για τις αποδοχές των δικηγόρων με έμμισθη εντολή στο Δημόσιο, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, η οποία στα άρθρα 1-4 ορίζει ότι «Οι δικηγόροι που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με σχέση πάγιας περιοδικής έμμισθης εντολής στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ, και στα ΝΠΔΔ, των οποίων τα κατώτατα όρια αμοιβής καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν.1093/1980, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.1816/1988, κατατάσσονται σε μισθολογικά κλιμάκια, χωρίς περαιτέρω εξέλιξη ως εξής:.δικηγόροι στον Άρειο Πάγο στο Γ ΜΚ. Στον ανωτέρω καταβάλλεται το κίνητρο απόδοσης του άρθρου 12 του Ν.1816/1988». Με βάση τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με την εισηγητική έκθεση του Ν.3205/2003 (βλ. Κωδ. Νομικού Βήματος σ.2214) προκύπτει η σαφής βούληση του νομοθέτη να αντιμετωπισθεί η μέχρι τότε διαμορφωμένη μισθολογική κατάσταση, με την καθιέρωση ενός νέου μισθολογίου για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, σε μια προσπάθεια κωδικοποίησης των σημαντικότερων διατάξεων μισθολογικού περιεχομένου που ίσχυαν μέχρι τότε, με σκοπό την εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών, που είχαν διαμορφωθεί, κατά το δικαιότερο τρόπο. Έτσι με την παραπάνω Υπουργική Απόφαση επεκτεινόταν η καθιέρωση ενιαίας μισθολογικής αντιμετώπισης και στους δικηγόρους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με σχέση πάγιας περιοδικής έμμισθης εντολής στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ και στα ΝΠΔΔ, οι οποίοι αποτελούν μεν προσωπικό που δεν εμπίπτει ευθέως στις διατάξεις του παραπάνω νόμου, πλην όμως έχει βαθμολογική και μισθολογική αντιστοιχία με μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ. Περαιτέρω σύμφωνα με τις παρ.2 και 3 του άρθρου 21 του Ν.3274/2004 ορίζονται τα ακόλουθα: «2. Τα άρθρα 247 και 248 του Ν.1188/1981 καταργούνται, τα δε άρθρα 245 και 246 του ίδιου νόμου αντικαθίστανται ως ακολούθως: άρθρο 245 Δικηγόροι Δήμων και Ιδρυμάτων 3. Το άρθρο 246 του Ν.1188/1981 αντικαθίστανται ως εξής :α) Οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχύει κάθε φορά εφαρμόζονται και για τους δικηγόρους των ΟΤΑ με πάγια αντιμισθία. β) Η κατά την προηγούμενη παράγραφο πάγια αντιμισθία των δικηγόρων των Δήμων, των ΝΠΔΔ και των Ιδρυμάτων τους, όπως αυτή διαμορφώνεται συνολικά κάθε φορά, από τις εκάστοτε ισχύουσες γι αυτούς διατάξεις, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 20% για τους ΟΤΑ με πληθυσμό μέχρι 100.000 κατοίκους και κατά 30 % για τους ΟΤΑ με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων, επί του ύψους της παραπάνω αντιμισθίας. Στους Νομικούς Συμβούλους, Διευθυντές των Νομικών Διευθύνσεων των Δήμων καταβάλλεται και επίδομα θέσεως ίσο με ποσοστό 20% επί συνόλου της κατά το προηγούμενο εδάφιο διαμορφωμένης αντιμισθίας τους. γ. Στους
650 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ παραπάνω δικαιούχους χορηγούνται τα ποσά που προβλέπονται στην παρ.3 του άρθρου 5 του Ν.2685/1999 και το επίδομα της περίπτωσης γ της παρ.6 του άρθρου 8 του Ν.3205/2003, όπως ισχύουν κάθε φορά». Στην εισηγητική έκθεση του παραπάνω νόμου δεν γίνεται ειδικότερη αιτιολόγηση της επί πλέον αυτής προσαυξήσεως, αποκλειστικά και μόνον στους δικηγόρους των ΟΤΑ, δεδομένου μάλιστα ότι ο σχετικός νόμος αφορά σε ζητήματα οργανώσεως και λειτουργίας των ΟΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού, χωρίς να αποτελεί νόμο με αμιγώς μισθολογικό περιεχόμενο και ρυθμίσεις, όπως επρόκειτο περί του Ν. 3205/2003, που ήδη έχει αναφερθεί, αλλά και χωρίς να προκύπτει ότι η συγκεκριμένη διαφορετική μισθολογική αντιμετώπιση των δικηγόρων των ΟΤΑ, απορρέει από την ανάγκη και επιδίωξη της λειτουργικής αποτελεσματικότητας των τελευταίων. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνει όχι μόνον την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει, με εξαιρέσεις και διακρίσεις άνιση μεταχείριση, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση επιβάλλεται από λόγους γενικότερου ή δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι όμως υπόκεινται στον έλεγχο των δικαστηρίων και δεν είναι αυθαίρετοι. Έτσι αν γίνει με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος της ειδικής ρύθμισης, είναι αντισυνταγματική και ανίσχυρη η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση και πρέπει προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας να εφαρμοσθεί η ειδική ρύθμιση και για εκείνους σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση. Ειδικότερη εκδήλωση της καθιερωμένης με το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος αρχής της ισότητας αποτελεί η διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 εδ. β αυτού, που ορίζει ότι όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας και επομένως τα παραπάνω ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς υπάλληλο και γενικά μισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 26, 73 επ., 87 επ. του Συντάγματος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ.1, 2, 93 παρ.4, 120 παρ.2, αυτού να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου, που περιέχει ευνοϊκή ρύθμιση (ΟΛ ΑΠ 3/1997 ΕΕΔ 56, 585 ΟΛ ΑΠ 7/1993 Δνη 93, 1463, ΟΛ.ΑΠ 12/1992 Δνη 92.762, ΑΠ 596/2006 Δημοσίευση Νόμος ΑΠ 933.2004 ΕΕργΔ 04, 1348 ΕφΑθ 1373/2004 Δνη 2005, 552).
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ 651 705/2009 (Πρόεδρος: Νικόλαος Τρούσας, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Δημήτριος Νίττας, Επαμεινώνδας Παπαγιαννόπουλος Εισηγητής, Εφέτες). (Δικηγόροι: Αριστέα Μαρούντα, Βασιλική Γκαβέρα). Δικηγόροι. Αμοιβή συμφωνηθείσα για το δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό υπόθεσης. Δεν είναι υπό αίρεση. Στοιχεία της αγωγής του δικηγόρου για διεκδίκηση της αμοιβής για να είναι ορισμένη. Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ότι σε περίπτωση αποτυχίας δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή. Αυτό το στοιχείο απαιτείται μόνο για την εργολαβία της δίκης Υπόχρεος προς καταβολή της αμοιβής είναι εκείνος που έδωσε την εντολή και όχι ο κύριος της υπόθεσης. Διοικητικά δικαστήρια. Σχετικές αμοιβές του δικηγόρου. Περιστατικά. Κατά το άρθρο 91 παρ.1 του ν.δ. 3064/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων» ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει παρά του εντολέως αυτού, πλην των δαπανών και αμοιβή για κάθε εργασία αυτού δικαστική ή εξώδικη. Κατά δε το άρθρο 92 παρ.1 του ιδίου Κώδικα «τα της αμοιβής του δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίαν μετά του εντολέως αυτού ή αντιπροσώπου, περιλαμβάνουσαν είτε την όλην διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος ή κατ ιδίαν πράξεις αυτής ή άλλης πάσης φύσεως νομικάς εργασίας, εν ουδεμία όμως περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν άρθρω 98 και επόμενα ελαχίστων ορίων αυτής». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η αμοιβή του δικηγόρου κανονίζεται με συμφωνία αυτού και του εντολέως του, η οποία μπορεί να αφορά μία μόνο κατ ιδίαν πράξη ή το σύνολο των πράξεων που αφορούν συγκεκριμένη υπόθεση. Και αν δεν καταρτίστηκε συμφωνία για την αμοιβή ο δικηγόρος δικαιούται ως αμοιβή, τα ελάχιστα όρια αυτής, που ορίζονται από τα άρθρα 98 και επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων. Η σύμβαση μεταξύ του δικηγόρου και του πρώτου πελάτη του, με την οποία ο δεύτερος αναθέτει στον πρώτο το δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό μιας υποθέσεως του και αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει για το σύνολο των ενεργειών του ορισμένη αμοιβή είναι καθαρά και δεν τελεί υπό την αίρεση της επιτυχούς εκβάσεως της δίκης (άρθρο 92 παρ.3, 4 και 5 του ίδιου Κώδικα). Περαιτέρω, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ο δικηγόρος ζητεί την επιδίκαση της αμοιβής που συμφωνήθηκε με τον εντολέα του για δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες συναφείς με το δικηγορικό επάγγελμα, μετά την εκτέλεση τούτων, αρκεί στο δικόγραφο αυτής να μνημονεύονται :α) η συμφωνία περί εντολής και το ύψος της αμοιβής και β) η εκτέλεση της εντολής αυτής με την ενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας υποθέσεως δικαστικών και εξώδικων πράξεων, ενώ σημειωτέον δεν απαιτείται να αναφέρονται αναλυτικά οι επιμέρους πράξεις του δικηγόρου, η επιτυχής έκβαση της δίκης, καθώς και ότι ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει την δίκη μέχρι τελεσιδικίας ως και ότι σε περίπτωση αποτυχίας δε δικαιούται να λάβει αμοιβή, αφού η μνεία των στοιχείων αυτών είναι αναγκαία μόνο στη συμφω-
652 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ νία περί εργολαβίας δίκης (ΑΠ 374/2007 αδημ. ΑΠ 57/2005 ΕλλΔνη 2005, 1429). Υπόχρεος, κατά τη διάταξη του άρθρου 91 παρ.1 του Κώδικα των Δικηγόρων, προς πληρωμήν της αμοιβής του δικηγόρου είναι εκείνος που έδωσε την εντολή προς διεξαγωγή ή υπεράσπιση της υπόθεσης, για την οποία αφορά η αμοιβή και όχι ο κύριος της υπόθεσης όταν αυτός δεν είναι εντολέας (ΑΠ 140/2007 ΕλλΔνη, 2007, 1386). Εξάλλου κατά το άρθρο 152 του ν.δ. 3026/1954 «Περί του Κώδικος Δικηγόρων», που είναι εντεταγμένο στο Ι Κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Εργασία εις διοικητικάς υποθέσεις», το οποίο ρυθμίζει ειδικώς την αμοιβή των δικηγόρων για τις εργασίες σε διοικητικές υποθέσεις, ορίζεται : Δια την σύνταξιν αιτήσεως, υπομνήματος ή ενστάσεως ή προσφυγής ή αντιρρήσεων ή ανακοπής ή εφέσεως ή οιουδήποτε άλλου εγγράφου, απευθυνόμενων κατά τους διοικητικούς, φορολογικούς, τελωνειακούς, στρατολογικούς, εκλογικούς κ.λ.π., νόμους προς Ειρηνοδίκην ή διοικητικήν επιτροπήν ή άλλο διοικητικόν δικαστήριο, το ελάχιστο όριο της αμοιβής είναι δρχ. 30, 2)Εάν τα ως άνω έγγραφα απευθύνονται προς δευτεροβάθμιον δικαστήριον ή Επιτροπήν β βαθμού, προς Ειρηνοδίκην δικάζονται κατά β βαθμόν, το όριον τούτο είναι δραχμαί 40». Με το άρθρ. 4 παρ.2 του ν.4507/1966 «περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών των δικηγόρων»στο τέλος του αρθρ. 155 του Κώδικα Δικηγόρων προστέθηκε εδάφιο β στο οποίο ορίζεται ότι «Δια τας ενώπιον των Φορολογικών Δικαστηρίων υποθέσεις εφαρμόζονται οι διατάξεις οι αφορώσαι τας πολιτικάς υποθέσεις κατά την εξής διάκρισιν: α) Δια τας ενώπιον του μονομελούς πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οι διατάξεις αφορώσαι τας ενώπιον του Πρωτοδικείου υποθέσεις, β)δια τας ενώπιον του τριμελούς πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οι διατάξεις οι αφορώσαι τας ενώπιον του Πρωτοδικείου υποθέσεις και γ)δια τας ενώπιον του δευτεροβάθμιου φορολογικού δικαστηρίου (ανεξαρτήτως συνθέσεως) αι διατάξεις αι αφορώσαι τας ενώπιον του Εφετείου υποθέσεις. Στη συνέχεια με το άρθρ. 8 του ν. 950/1979 «περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών δικηγόρων» ορίσθηκε ότι : «Αι διατάξεις του άρθρου 155 του Ν.Δ. 3026/1954, αι προστεθείσαι εις τούτο υπό της παρ.2 του άρθρ. 4 του ν.4507/1966 εφαρμόζονται και επί των ενώπιον παντός διοικητικού δικαστηρίου κατά πάσαν διαδικασίαν εκδικαζομένων υποθέσεων». Με τις επιγενόμενες ως άνω ρυθμίσεις δια των αρθρ. 4 παρ.2 του ν.4507/1966 και 8 του ν.950/1979 σκοπήθηκε ο καθορισμός της αμοιβής των δικηγόρων επί υποθέσεων στα μετά την θέσπιση των Κώδικα Δικηγόρων ιδρυθέντα φορολογικά και ήδη διοικητικά δικαστήρια κατά τρόπο ομοιόμορφο προς τα ισχύοντα επί πολιτικών υποθέσεων και έτσι καταργήθηκε σιωπηρώς το αρθρ. 152 του Κώδικα Δικηγόρων και ως προς τις αναγόμενες στην προδικασία των διοικητικών δικαστηρίων δικηγορικές εργασίες. Με την ως άνω ρύθμιση ο νομοθέτης θέλησε κατ αντιστοιχίαν των διατάξεων που ισχύουν και ρυθμίζουν τα των αμοιβών εν γένει των δικηγόρων επί υποθέσεων ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, να ισχύουν και οι αμοιβές των δικηγόρων για τις ενώπιον των φορολογικών και ήδη διοικητικών δικαστηρίων δικηγορικές εργασίες (Ολ.ΑΠ 7/2005), ήτοι οι διατάξεις των άρθρων 100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων, κατά τις στις διατάξεις αυτές διακρίσεις. Με βάση τις διακρίσεις αυτές το ελάχιστο όριο της αμοιβής ορίζεται α)
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ για τη σύνταξη κυρίας αγωγής, προς την οποία εξομοιούται και η κυρία παρέμβαση, σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου αυτής β) εάν το αντικείμενο της αγωγής δεν συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση (π.χ. αγωγές αναγνωριστικές, νομής, κυριότητας, δουλειών, διανομής, ακυρότητας, διαλύσεως εταιρίας κ.λ.π.) με βάση την πραγματική αξία του αντικειμένου της αγωγής γ) εάν το αίτημα της αγωγής είναι περιοδικές παροχές ή πρόσοδοι απροσδιορίστου χρόνου με βάση το δεκαπλάσιο της ενιαύσιας παροχής ή προσόδου και δ) εάν το αντικείμενο της αγωγής δεν μπορεί από τη φύση το να αποτιμηθεί σε χρήμα (πχ. αγωγές διαζυγίων, ακυρότητας γάμου, αποδοκιμασίας κ.λ.π.) σε 20 δρχ. για τις ενώπιον του Ειρηνοδικείου αγωγές, δρχ.50 για τις ενώπιον του Πρωτοδικείου και δρχ. 100 για τις ενώπιον των λοιπών δικαστηρίων αγωγές (βλ.απ 1425/2006 προσκομιζόμενη). Αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητηενάγουσα, δικηγόρος συμφώνησε με τον πρώτο εναγόμενο Δ.Κ, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ο οποίος ενεργούσε κατ εντολή του εκκαλούντος δεύτερου εναγομένου, το Φεβρουάριο του 2005, να αναλάβει ως Δικηγόρος διορισμένη στο Πρωτοδικείο Πατρών, την άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σε ακίνητο ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγομένου, που βρισκόταν στην περιοχή «Έξω Αγυιά» του Δήμου Πατρέων, το οποίο απαλλοτριωνόταν λόγω ρυμοτομίας, σε εκτέλεση το από 15/4/1972 προεδρικού διατάγματος, καθορίστηκε δε η οριστική τιμή αποζημίωσης του με την υπ αρ. 750/2003 απόφαση του Εφετείου Πατρών. Επειδή όμως παρήλθαν οι νόμιμες προθεσμίες περί συντελέσεως της 653 εν λόγω απαλλοτριώσεως, συνέτρεχε νόμιμος λόγος άρσεως αυτής. Έτσι, η ενάγουσα ανέλαβε τελικά την υπόθεση, αλλά δεν αποδείχθηκε ότι τα μέρη συμφώνησαν ειδικά το ύψος της αμοιβής που θα ελάμβανε και επομένως στην περίπτωση αυτή θα είχε εφαρμογή ο Κώδικας Δικηγόρων κατά το χρόνο σύναψης της εντολής (ολ.απ 7/2005 Ελλ.Δνη 2005, 693). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα σε εκτέλεση της ανατεθείσας εντολής από το δεύτερο εναγόμενο, προέβη τις ακόλουθες ενέργειες και δικαιούτο την αντίστοιχη αμοιβή και έξοδα:1) Για τη σύνταξη της από 4/3/2005 εξώδικης πρόσκλησης, που απέστειλε στο Δήμο Πατρέων, στη Διεύθυνση ΧΟΠ Νομού Αχαΐας, στο Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος και στον Υπουργό ΠΕ- ΧΩΔΕ, με την οποία τους καλούσε σε εξώδικη επίλυση της διαφοράς (βλ.τις σχετικές εκθέσεις επιδόσεως) δικαιούται (30 δρχ. κατ αρθρ. 162 Κ.Δικ. Χ 140) 4.200 δρχ. ή 12, 32 ευρώ, η οποία αμοιβή πρέπει να αυξηθεί με τη συνδρομή του άρθρου 98 του ίδιου Κώδικά λόγω του είδους της υποθέσεως σε 130 ευρώ και για έξοδα το ποσό των (16 ευρώ Χ 4 επιδόσεις βάσει της ΚΑΥ Οικονομικών και Δικαιοσύνης 1118877/2240/Α0012/ Πολ.1314/21-2-2000) 62 ευρώ και συνολικά δικαιούται 192 ευρώ. 2) για έλεγχο τίτλων στο Υποθηκοφυλακείο Πατρών και στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών δικαιούτο (60 δρχ. κατ άρθρο 164 παρ.1 Κ.Δικ. Χ 140) 8.400 Δρχ. ή 24, 65 ευρώ, αυξημένη όμως με τη συνδρομή του άρθρου 98 ίδιου Κώδικα σε 130 ευρώ, για τη σύνταξη και υποβολή της υπ αρ. πρωτ. 3631/18-7-2005 αίτησης στον Υποθηκοφύλακα Πατρών για τη λήψη πιστοποιητικών μεταγραφής της υπέρ 10/1994 πράξης αναλογισμού και της υπ αρ. 1508.1995 επικυρωτικής απόφασης του
654 Νομάρχη Αχαΐας (15 δραχ. κατ άρθρο 164 παρ.2 Κ.Δικ. χ 140) 2.100 δρχ. ή 6, 16 ευρώ, αυξημένη όμως με τη συνδρομή του άρθρου 98 του ίδιου Κώδικα σε 20 ευρώ και για τα έξοδα λήψεως αντιγράφου του υπ αρ. 57397./1982 δωρητηρίου συμβολαίου, αποσπάσματος κτηματολογικού διαγράμματος, πιστοποιητικού μεταγραφής, το ποσό των (27+19,50+4,50) 51 ευρώ και συνολικά για τις παραπάνω αιτίες δικαιούτο το ποσό των 201 ευρώ (130+20+51). 3)για σύνταξη της από 14/6/2005 με αρ. καταθέσεως 581/20-7- 2005 προσφυγής αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών ενόψει ότι το αντικείμενο της δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα, σε συνδ. με το άρθρο 100 παρ.4 Κ.Δικ. (ολ. ΑΠ 7/2005, Ελλ.Δνη 2005, 693), δικαιούτο το ποσό των (50 δρχ. κατ άρθρο 100 παρ.4 Κ.Δικ.Χ 140) 7.000 δρχ. ή 20, 54 ευρώ, λόγω όμως της επιστημονικής εργασίας που απαιτήθηκε, του χρόνου που ανάλωσε η ενάγουσα και της σπουδαιότητας της υποθέσεως, δικαιούτο, με της συνδρομή του άρθρου 98 Κ.Δικ., το ποσό των 700 ευρώ. Για έξοδα καταθέσεως, μαζί με το παράβολο υπέρ του Δημοσίου, κατέβαλε 50 ευρώ και επομένως δικαιούτο συνολικά το ποσό των 750 ευρώ (700+50). 4)Για τις αναγκαίες μεταβάσεις της για συλλογή του αποδεικτικού υλικού (σχεδιαγράμματα κ.λ.π) στο Δήμο Πατρέων, στη Νομαρχία Αχαΐας, στη Δ/νση Πολεοδομικού Σχεδιασμού και Εφαρμογών, στο Τ.Π Δανείων, Πρωτοδικείο και Εφετείο Πατρών, οι οποίες δεν προβλέπονται από το Κώδικα Δικηγόρων, δικαιούτο, σύμφωνα με το άρθρο 176 του ως άνω Κώδικα, η αμοιβή ανάλογη με αυτή που δικαιούται για την έρευνα στο Υποθηκοφυλάκειο ήτοι [(15 δρχ. κατ άρθρο 164 παρ.2 Κ.Δικ.Χ 140) Χ 6] 12.600 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ δρχ. ή 36, 97 ευρώ, λόγω όμως του χρόνου που ανάλωσε η ενάγουσα, δικαιούτο ως αμοιβή 150 ευρώ. 5) Για παράσταση ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών (άρθρο 39 Κ.Δικ.) κατά τη συζήτηση της ως άνω προσφυγής-αίτησης ακυρώσεως, κατά τη δικάσιμο της 23/1/2006) 40 δρχ. κατ άρθρο 109 Κ.Δικ. Χ 140) 5.600 δρχ., ή 16, 43 ευρώ, αυξημένη όμως με τη συνδρομή του άρθρου 98 του ίδιου Κώδικα, σε 700 ευρώ, ενόψει του είδους της υποθέσεως, ενώ πλήρωσε για τα τέλη συζητήσεως στο Δικηγορικό σύλλογο Πατρών, ποσό 109, 27 ευρώ και έτσι η ενάγουσα δικαιούτο το ποσό των (700+109,27) 809,27 ευρώ. 6)Για τη σύνταξη του από 25/1/2006 υπομνήματος ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Δικαστηρίου Πατρών κατά τη συζήτηση της προσφυγής δικαιούτο (50 δρχ. κατ άρθρο 143Κ.Δικ. Χ 140) 7.000 δρχ. ή 20,54 ευρώ, αυξημένη όμως με τη συνδρομή του άρθρου 98 του ίδιου Κώδικα σε 400 ευρώ. 7) Τέλος, για τη μελέτη της υποθέσεως, συλλογή της βιβλιογραφίας, σύνταξη των δικογράφων επί 50 ώρες, δικαιούτο (30 δρχ κατ άρθρο 159 Κ.Δικ.Χ 140) 4.200 δρχ. ή 12, 32 ευρώ, αυξημένη όμως με το άρθρο 98 του ίδιου ως άνω Κώδικα, λόγω της φύσεως της υποθέσεως και της επιστημονικής εργασίας, καθώς και του χρόνου που απαιτήθηκε, σε 500 ευρώ. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα χρειάστηκε να μεταβεί στην Αθήνα και στο αρμόδιο Υπουργείο για να επισπεύσει την υπόθεση και ότι δαπάνησε για οδοιπορικά 300 ευρώ. Επομένως, το κονδύλιο αυτό είναι απορριπτέο ως αβάσιμο. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα επιμελήθηκε την σύντομη εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, αυτό υπέβαλε την 20/9/2005 την από 14/9/2005 αί-
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ 655 τηση της, η οποία έγινε δεκτή και ορίσθηκε δικάσιμος η 21/1/2006, ενώ η προηγούμενη της συζητήσεως κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου όλα τα αναγκαία αποδεικτικά έγγραφα. Δεν δικαιούται όμως αμοιβή για τις εν λόγω ενέργειες της κατ άρθρο 135 του Κώδικα Δικηγόρων. Επομένως, τα αιτούμενα κονδύλια από 100 ευρώ και 200 ευρώ αντίστοιχα, είναι μη νόμιμα και απορριπτέα. Συνεπώς, η συνολική αμοιβή που δικαιούτο να λάβει η ενάγουσα ήταν 3.002,27 ευρώ (1912+201+750+150+809,27 +400+500). Παρόλο όμως την επιτυχή κατάληξη της υποθέσεως, με την έκδοση της υπ αρ. 208/2006 αποφάσεως του παραπάνω Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία ακυρώθηκε η αρνητική απάντηση του αρμόδιου Νομάρχη να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης του ακινήτου του εντολέως της ενάγουσας δεύτερου εναγομένου, ο τελευταίος δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό στην ενάγουσα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της τελευταίας. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι είχε συμφωνηθεί ως αμοιβή της ενάγουσας το ποσό των 2.500 ευρώ και ότι το κατέβαλε ο δεύτερος εναγόμενος. Επομένως, η ένσταση εξοφλήσεως που πρόβαλε ο τελευταίος στο Πρωτόδικο, αλλά και στο παρόν Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, καθώς και ο αντίστοιχος τρίτος λόγος της έφεσης του. Επίσης, απορριπτέος κρίνεται και ο πρώτος λόγος της έφεσης περί αοριστίας της αγωγής, αφού αυτή είναι καθόλα ορισμένη, περιέχουσα όλα τα κατά το άρθρο 216 Κ.Πολ.Δικ. αναγκαία στοιχεία, όπως τη συμφωνία περί εντολής και του ύψους της αμοιβής καθώς και την υπόθεση που ανέλαβε η ενάγουσα και τις πράξεις που έκανε προς εκτέλεση της εντολής. Κατ ακολουθίαν, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και επιδίκασε την ενάγουσα το ποσό των 4.002, 27 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και γιαυτό η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ ουσίαν βάσιμη, ως προς το δεύτερο λόγο της, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως ουσία βάσιμη η αντέφεση, ως προς τον πρώτο κύριο λόγο της περί επιδικάσεως 6.000 ευρώ, ως προς τον δεύτερο λόγο της περί επιδικάσεως 8.502, 27 ευρώ, ως μη νόμιμη, αφού το εν λόγω αιτούμενο ποσό υπερβαίνει το αιτηθέν με την αγωγή ποσό των 6.000 ευρώ. Μετά από αυτά, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατ άρθρο 535 παρ.1 και μάλιστα προς όλες τις διατάξεις, για το ενιαίο της εκτελέσεως. Ακολούθως, αφού κρατηθεί και δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό η υπόθεση, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή που είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 361, 713 επ.ακ, 68, 176 ΚΠολΔ και να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος Α.Κ του Δ να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.002, 27 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.