(ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ 1/03/2015) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ I. 1.Είναι λοιπόν η αρετή μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο και βρίσκεται στο μέσο, το οποίο προσδιορίζεται με κριτήρια υποκειμενικά και καθορίζεται από τη λογική και μάλιστα κατά τη γνώμη μου, από τη λογική που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος. Και είναι μεσότητα ανάμεσα σε δύο κακίες, από τις οποίες η μια βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής και η άλλη από την πλευρά της έλλειψης και ακόμα είναι μεσότητα, επειδή άλλες από αυτές τις κακίες δεν φτάνουν σ αυτό που πρέπει, και άλλες το ξεπερνούν και στα συναισθήματα και στις πράξεις, ενώ η αρετή και βρίσκει και επιλέγει το μέσο. 2.Ο Αριστοτέλης προτού περάσει στον ορισμό της αρετής ολοκληρώνει την ανάλυσή του, επιδιδόμενος σ ένα δυαδικό παιχνίδι αντιθέσεων και εναλλακτικών προσδιορισμών της αρετής και της κακίας. Το ποσοτικό επίρρημα «ἔτι» (= ακόμη, επιπλέον, και κάτι τελευταίο), με το οποίο εισάγεται η ενότητα, δηλώνει την ψυχαναγκαστική εμμονή του Αριστοτέλη να μην αφήσει κανένα περιθώριο ασάφειας στη διάκριση των εννοιών της αρετής και της κακίας και της αντιστοιχίας τους με τη μεσότητα από τη μία πλευρά και την υπερβολή και έλλειψη από την άλλη. Παρουσιάζει μια σειρά λέξεων σύστοιχων της αρετής κι άλλες τόσες σύστοιχες της κακίας για να κάνει διαυγή και ξεκάθαρο το ρόλο της καθεμιάς(μεσότης/ὑπερβολὴ,ἔλλειψις, ἀγαθόν/κακόν, πεπερασμένον/ἄπειρον, κ.λ.π).υπάρχει πλήρης αντιθετική συστοίχηση των λέξεων που αναφέρονται στις δύο έννοιες. Όλη αυτή η πληθώρα αντιθέτων πηγάζει από τη θεωρία των αντιθέτων («ὡς οἱ Πυθαγόρειοι εἴκαζον»), που πίστευαν ότι αποτελούν «τάς ἀρχάς τῶν ὄντων» με την επικράτηση του ενός επί του άλλου. Μερικοί μάλιστα είχαν καταγράψει δέκα ζευγάρια «εναντίων». Είναι προφανής η ομοιότητα των ζευγαριών του Αριστοτέλη με τα Πυθαγόρεια ζευγάρια : το «αγαθόν - κακόν» και το «πεπερασμένον - ἄπειρον» είναι ακριβώς τα ίδια, ενώ ευνόητη είναι η σχέση των «ἁπλῶς - παντοδαπῶς» και «μοναχῶς -πολλαχῶς» του Αριστοτέλη με το «ἕν -πλῆθος» των Πυθαγορείων. Η βασική σκέψη, πάνω στην οποία δομείται η πρώτη παράγραφος της ενότητας, είναι ότι το λάθος μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους («τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς»), ενώ το σωστό με έναν και μοναδικό τρόπο («τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς»). Είναι μια άποψη που έμμεσα έχει εμφανιστεί στην προηγούμενη ανάλυσή του. Μέσα από απεριόριστες επιλογές που έχει να κάνει το άτομο μία μόνο βρίσκεται στο «μέσον» και είναι η σωστή, ενώ όλες οι άλλες αποκλίνουν και θεωρούνται λανθασμένες. Όλες οι άλλες σκέψεις του Αριστοτέλη παρουσιάζονται παρενθετικά και ουσιαστικά τεκμηριώνουν τη βασική του σκέψη, όπως άλλωστε φαίνεται και από τους αιτιολογικούς συνδέσμους «γάρ» και «διό», που εισάγουν τα παρενθετικά
νοήματα. Έτσι το «ἄπειρον» ταιριάζει με το «κακόν», αφού αντιπροσωπεύει τις απεριόριστες επιλογές που οδηγούν στη λανθασμένη ενέργεια, ενώ το «πεπερασμένον» ταιριάζει με το «ἀγαθόν», γιατί το «πεπερασμένον» σημαίνει ότι υπάρχουν όρια, ένα «τέλος» προς το οποίο άλλωστε τείνει η αρετή σύμφωνα με τη θεωρία της εντελέχειας («τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου, τὸ δ ἀγαθὸν τοῦ πεπερασμένου»). Στην ύπαρξη του «τέλους» στηρίζει όλη τη θεωρία του ο Αριστοτέλης και αποτελεί προϋπόθεση του ενός και μοναδικού δρόμου που θα πρέπει να διανύσει κάποιος για να φτάσει σ αυτό. Σε αντίθετη περίπτωση τα όρια καταρρέουν, η αποδόμηση του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος απειλείται και σ αυτήν τη χαοτική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από την απροσδιοριστία του «μέσου», το «χάος» ταυτίζεται με το «άπειρον» μέσα από την επικράτηση του «κακού» επί του καλού. Και βέβαια το δύσκολο είναι να μπορέσει κάποιος να αναγνωρίσει το «τέλος» και να οριοθετήσει το σκοπό του, πολύ πιο δύσκολα όμως να τον κατορθώσει, αφού απαιτείται συνειδητοποίηση, επιμονή και σταθερότητα. Η αποτυχία είναι εύκολη και προκύπτει με πολλούς τρόπους, αφού την έχουμε εξασφαλισμένη, αν δεν ακολουθήσουμε το μοναχικό και δύσβατο μονοπάτι της αρετής («διὸ καὶ τὸ μὲν ῥᾴδιον τὸ δὲ χαλεπόν, ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν»). Η υπερβολή και η έλλειψη λοιπόν οδηγούν στην κακία, ενώ η μεσότητα στην αρετή. 3. Η αρετή είναι μεσότητα «ὡρισμένῃ λόγῳ». Κι αν είδαμε ότι μέχρι τώρα έχει τονιστεί ιδιαίτερα ο υποκειμενικός χαρακτήρας της αρετής, έρχεται ο Αριστοτέλης να βάλει φραγμό σ αυτόν και να δημιουργήσει το αντικειμενικό υπόβαθρο λειτουργίας του υποκειμένου. Ήδη τονίστηκε η σημασία του λόγου για την προαίρεση, αφού η λειτουργία της στηρίζεται στη λογική και στη διανοητική διεργασία. Ο Αριστοτέλης τώρα επιχειρεί να καθορίσει («ὡρισμένῃ») και τη μεσότητα με βάση το λόγο και να δείξει την ιδιαιτερότητα της μεσότητας της αρετής του ανθρώπου που είναι και το μοναδικό έλλογο ον. Η ελεύθερη επιλογή και ο εκάστοτε ταιριαστός σε μας σκοπός είναι ένας επικίνδυνος συνδυασμός που μπορεί να οδηγήσει στην ασυδοσία, την ωφελιμιστική νοοτροπία, την εκμετάλλευση του ενός ανθρώπου από τον άλλο και τελικά σε μια κοινωνία αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων με την απειλή του παραλογισμού και της κατάρρευσης. Ο σταγειρίτης φιλόσοφος δεν μπορεί να επιτρέψει έναν τέτοιο παραλογισμό, γιατί έτσι θα θεωρούσε την ανθρώπινη αρετή μια απλή ικανότητα που θα οδηγούσε στην επίτευξη προσωπικών στόχων χωρίς ίχνος ηθικής με αποτέλεσμα την επικράτηση του κακού έναντι του αγαθού στο κοινωνικό σώμα. Η δράση του «μέρους» θα οδηγούσε στην απορρύθμιση του όλου,γιατί όπως επισημαίνει στο μεταφρασμένο απόσπασμα: αναγκαστικά το σύνολο προηγείται από το μέρος. Διότι δεν υπάρχει χέρι ή πόδι, αν νεκρωθεί όλο το σώμα. Ο Αριστοτέλης έχει ήδη αναφέρει ότι ο σκοπός της αρετής του ανθρώπου είναι να τον κάνει αγαθό άνθρωπο. Και για να το πετύχει αυτό απαιτείται να μάθει και να συνηθίσει ο άνθρωπος να ενεργεί ενάρετα. Οι νόμοι, γραπτοί και κυρίως άγραφοι, η λογική και η φρόνηση θα τον κατευθύνουν προς την ενάρετη πράξη. Η λογική όχι με την μαθηματική και άκρως υπολογιστική της σημασία αλλά με τη σημασία του ορθού λόγου, που πηγάζει από την κοινωνική συνείδηση του ατόμου και την εκούσια αποδοχή ότι το κοινωνικό συμφέρον προέχει του ατομικού.
H αναγκαιότητα του επιθετικού προσδιορισμού «ορθού» στο «λόγο» προκύπτει από τη συνέχεια του ορισμού με την αναφορική προσδιοριστική στο «λόγῳ» πρόταση, η οποία υποκαθιστά απολύτως το τι σημαίνει ορθότητα στη λογική («ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»). Η φρόνηση και η λογική αποτελούν τα αντικειμενικά κριτήρια της ηθικής αρετής. Η λογική επενδεδυμένη με τα χαρακτηριστικά του φρόνιμου ανθρώπου καθοδηγεί τις επιλογές και δείχνει το δρόμο προς τις σωστές αποφάσεις και πρακτικές χαράζοντας την πορεία προς την κατάκτηση του «αγαθού». Χαρακτηριστικό του φρόνιμου ανθρώπου είναι ο ρεαλισμός και η καλή αίσθηση της πραγματικότητας. Η φρόνηση αποτελεί ένα πρακτικό μέτρο εντοπισμού των αναγκών και των συνθηκών, απόρριψης του ανέφικτου και αξιολόγησης των δεδομένων της πραγματικότητας. Είναι τελικά η πυξίδα που μας προσανατολίζει στην ανακάλυψη του μέσου και στην επιλογή του. Ο Αριστοτέλης στο μεταφρασμένο απόσπασμα προτάσσει αυτό που θέλει να αποδείξει λέγοντας ότι η πόλις προηγείται αξιολογικά από την οικογένεια και από το κάθε άτομο χωριστά, γιατί το όλο πρέπει να προηγείται πάντα από το μέρος. Αυτή η θέση αποδεικνύεται εμπειρικά. Ο οργανισμός κάθε ανθρώπου αποτελείται από διάφορα μέρη (όπως το χέρι και το πόδι), που επιτελούν διάφορες λειτουργίες. Αυτά τα μέρη, όμως, αν αποκοπούν από το όλον, δηλαδή τον οργανισμό, διατηρούν μεν το ίδιο όνομα που είχαν πριν, είναι όμως κενά περιεχομένου και ουσιαστικά άχρηστα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους που ζουν απομακρυσμένοι από την πόλη. Δεν μπορούν να εκπληρώσουν τον σκοπό για τον οποίο είναι πλασμένοι από τη φύση τους και έτσι μηδενίζονται. Μόνο μέσα στην πόλη μπορούν να πραγματώσουν τον σκοπό τους, που είναι ο ενάρετος βίος και κατ επέκταση η ευδαιμονία. 4. Από το έργο αυτό εμείς θα έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε μερικές ενότητες. Στην πραγματικότητα θα παρακολουθήσουμε διδασκαλίες του Αριστοτέλη α) για τη γένεση της πόλης, β) για το περιεχόμενο της έννοιας πολίτης, γ) για το περιεχόμενο της έννοιας "πολίτευμα" (πολιτεία), δ) για τα είδη των πολιτευμάτων, ε) για θέματα σχετικά με τη διακυβέρνηση της πόλης, στ) για θέματα παιδείας και εκπαίδευσης. 5. αμαρτία, αναμάρτητος, αμαρτωλός, κ.λπ εικόνα, απείκασμα, εικαστικός, κ.λπ σκοπευτής, σκοποβολή, άσκοπος, κ.λπ σχετικός, μέθεξη, οχυρό, κ.λπ σωφροσύνη, εχέφρων, φρενοβλαβής, κ.λπ
ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ-ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΟΧΗ η αντωνυμία «σφᾶς αὐτούς» είναι αυτοπαθητική αντωνυμία γ προσώπου, αιτιατικής πτώσης του πληθυντικού αριθμού του αρσενικού γένους. η δευτερεύουσα πρόταση της τελευταίας περιόδου του κειμένου είναι αναφορική υποθετική η μετοχή «σιωπῶντες»είναι επιρρηματική εναντιωματική μετοχή συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος.
II. (ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ 1/03/2015) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 1.Είναι λοιπόν η αρετή μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο και βρίσκεται στο μέσο, το οποίο προσδιορίζεται με κριτήρια υποκειμενικά και καθορίζεται από τη λογική και μάλιστα κατά τη γνώμη μου, από τη λογική που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος. Και είναι μεσότητα ανάμεσα σε δύο κακίες, από τις οποίες η μια βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής και η άλλη από την πλευρά της έλλειψης και ακόμα είναι μεσότητα, επειδή άλλες από αυτές τις κακίες δεν φτάνουν σ αυτό που πρέπει, και άλλες το ξεπερνούν και στα συναισθήματα και στις πράξεις, ενώ η αρετή και βρίσκει και επιλέγει το μέσο. 2.Ο Αριστοτέλης προτού περάσει στον ορισμό της αρετής ολοκληρώνει την ανάλυσή του, επιδιδόμενος σ ένα δυαδικό παιχνίδι αντιθέσεων και εναλλακτικών προσδιορισμών της αρετής και της κακίας. Το ποσοτικό επίρρημα «ἔτι» (= ακόμη, επιπλέον, και κάτι τελευταίο), με το οποίο εισάγεται η ενότητα, δηλώνει την ψυχαναγκαστική εμμονή του Αριστοτέλη να μην αφήσει κανένα περιθώριο ασάφειας στη διάκριση των εννοιών της αρετής και της κακίας και της αντιστοιχίας τους με τη μεσότητα από τη μία πλευρά και την υπερβολή και έλλειψη από την άλλη. Παρουσιάζει μια σειρά λέξεων σύστοιχων της αρετής κι άλλες τόσες σύστοιχες της κακίας για να κάνει διαυγή και ξεκάθαρο το ρόλο της καθεμιάς(μεσότης/ὑπερβολὴ,ἔλλειψις, ἀγαθόν/κακόν, πεπερασμένον/ἄπειρον, κ.λ.π).υπάρχει πλήρης αντιθετική συστοίχηση των λέξεων που αναφέρονται στις δύο έννοιες. Όλη αυτή η πληθώρα αντιθέτων πηγάζει από τη θεωρία των αντιθέτων («ὡς οἱ Πυθαγόρειοι εἴκαζον»), που πίστευαν ότι αποτελούν «τάς ἀρχάς τῶν ὄντων» με την επικράτηση του ενός επί του άλλου. Μερικοί μάλιστα είχαν καταγράψει δέκα ζευγάρια «εναντίων». Είναι προφανής η ομοιότητα των ζευγαριών του Αριστοτέλη με τα Πυθαγόρεια ζευγάρια : το «αγαθόν - κακόν» και το «πεπερασμένον - ἄπειρον» είναι ακριβώς τα ίδια, ενώ ευνόητη είναι η σχέση των «ἁπλῶς - παντοδαπῶς» και «μοναχῶς -πολλαχῶς» του Αριστοτέλη με το «ἕν -πλῆθος» των Πυθαγορείων. Η βασική σκέψη, πάνω στην οποία δομείται η πρώτη παράγραφος της ενότητας, είναι ότι το λάθος μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους («τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς»), ενώ το σωστό με έναν και μοναδικό τρόπο («τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς»). Είναι μια άποψη που έμμεσα έχει εμφανιστεί στην προηγούμενη ανάλυσή του. Μέσα από απεριόριστες επιλογές που έχει να κάνει το άτομο μία μόνο βρίσκεται στο «μέσον» και είναι η σωστή, ενώ όλες οι άλλες αποκλίνουν και θεωρούνται λανθασμένες. Όλες οι άλλες
σκέψεις του Αριστοτέλη παρουσιάζονται παρενθετικά και ουσιαστικά τεκμηριώνουν τη βασική του σκέψη, όπως άλλωστε φαίνεται και από τους αιτιολογικούς συνδέσμους «γάρ» και «διό», που εισάγουν τα παρενθετικά νοήματα. Έτσι το «ἄπειρον» ταιριάζει με το «κακόν», αφού αντιπροσωπεύει τις απεριόριστες επιλογές που οδηγούν στη λανθασμένη ενέργεια, ενώ το «πεπερασμένον» ταιριάζει με το «ἀγαθόν», γιατί το «πεπερασμένον» σημαίνει ότι υπάρχουν όρια, ένα «τέλος» προς το οποίο άλλωστε τείνει η αρετή σύμφωνα με τη θεωρία της εντελέχειας («τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου, τὸ δ ἀγαθὸν τοῦ πεπερασμένου»). Στην ύπαρξη του «τέλους» στηρίζει όλη τη θεωρία του ο Αριστοτέλης και αποτελεί προϋπόθεση του ενός και μοναδικού δρόμου που θα πρέπει να διανύσει κάποιος για να φτάσει σ αυτό. Σε αντίθετη περίπτωση τα όρια καταρρέουν, η αποδόμηση του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος απειλείται και σ αυτήν τη χαοτική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από την απροσδιοριστία του «μέσου», το «χάος» ταυτίζεται με το «άπειρον» μέσα από την επικράτηση του «κακού» επί του καλού. Και βέβαια το δύσκολο είναι να μπορέσει κάποιος να αναγνωρίσει το «τέλος» και να οριοθετήσει το σκοπό του, πολύ πιο δύσκολα όμως να τον κατορθώσει, αφού απαιτείται συνειδητοποίηση, επιμονή και σταθερότητα. Η αποτυχία είναι εύκολη και προκύπτει με πολλούς τρόπους, αφού την έχουμε εξασφαλισμένη, αν δεν ακολουθήσουμε το μοναχικό και δύσβατο μονοπάτι της αρετής («διὸ καὶ τὸ μὲν ῥᾴδιον τὸ δὲ χαλεπόν, ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν»). Η υπερβολή και η έλλειψη λοιπόν οδηγούν στην κακία, ενώ η μεσότητα στην αρετή. 3. Η αρετή είναι μεσότητα «ὡρισμένῃ λόγῳ». Κι αν είδαμε ότι μέχρι τώρα έχει τονιστεί ιδιαίτερα ο υποκειμενικός χαρακτήρας της αρετής, έρχεται ο Αριστοτέλης να βάλει φραγμό σ αυτόν και να δημιουργήσει το αντικειμενικό υπόβαθρο λειτουργίας του υποκειμένου. Ήδη τονίστηκε η σημασία του λόγου για την προαίρεση, αφού η λειτουργία της στηρίζεται στη λογική και στη διανοητική διεργασία. Ο Αριστοτέλης τώρα επιχειρεί να καθορίσει («ὡρισμένῃ») και τη μεσότητα με βάση το λόγο και να δείξει την ιδιαιτερότητα της μεσότητας της αρετής του ανθρώπου που είναι και το μοναδικό έλλογο ον. Η ελεύθερη επιλογή και ο εκάστοτε ταιριαστός σε μας σκοπός είναι ένας επικίνδυνος συνδυασμός που μπορεί να οδηγήσει στην ασυδοσία, την ωφελιμιστική νοοτροπία, την εκμετάλλευση του ενός ανθρώπου από τον άλλο και τελικά σε μια κοινωνία αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων με την απειλή του παραλογισμού και της κατάρρευσης. Ο σταγειρίτης φιλόσοφος δεν μπορεί να επιτρέψει έναν τέτοιο παραλογισμό, γιατί έτσι θα θεωρούσε την ανθρώπινη αρετή μια απλή ικανότητα που θα οδηγούσε στην επίτευξη προσωπικών στόχων χωρίς ίχνος ηθικής με αποτέλεσμα την επικράτηση του κακού έναντι του αγαθού στο κοινωνικό σώμα. Η δράση του «μέρους» θα οδηγούσε στην απορρύθμιση του όλου,γιατί όπως επισημαίνει στο μεταφρασμένο απόσπασμα: αναγκαστικά το σύνολο προηγείται από το μέρος. Διότι δεν υπάρχει χέρι ή πόδι, αν νεκρωθεί όλο το σώμα. Ο Αριστοτέλης έχει ήδη αναφέρει ότι ο σκοπός της αρετής του ανθρώπου είναι να τον κάνει αγαθό άνθρωπο. Και για να το πετύχει αυτό απαιτείται να μάθει και να συνηθίσει ο άνθρωπος να ενεργεί ενάρετα. Οι νόμοι, γραπτοί και κυρίως άγραφοι, η λογική και η φρόνηση θα τον κατευθύνουν προς την ενάρετη πράξη. Η λογική όχι με την μαθηματική και άκρως
υπολογιστική της σημασία αλλά με τη σημασία του ορθού λόγου, που πηγάζει από την κοινωνική συνείδηση του ατόμου και την εκούσια αποδοχή ότι το κοινωνικό συμφέρον προέχει του ατομικού. H αναγκαιότητα του επιθετικού προσδιορισμού «ορθού» στο «λόγο» προκύπτει από τη συνέχεια του ορισμού με την αναφορική προσδιοριστική στο «λόγῳ» πρόταση, η οποία υποκαθιστά απολύτως το τι σημαίνει ορθότητα στη λογική («ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»). Η φρόνηση και η λογική αποτελούν τα αντικειμενικά κριτήρια της ηθικής αρετής. Η λογική επενδεδυμένη με τα χαρακτηριστικά του φρόνιμου ανθρώπου καθοδηγεί τις επιλογές και δείχνει το δρόμο προς τις σωστές αποφάσεις και πρακτικές χαράζοντας την πορεία προς την κατάκτηση του «αγαθού». Χαρακτηριστικό του φρόνιμου ανθρώπου είναι ο ρεαλισμός και η καλή αίσθηση της πραγματικότητας. Η φρόνηση αποτελεί ένα πρακτικό μέτρο εντοπισμού των αναγκών και των συνθηκών, απόρριψης του ανέφικτου και αξιολόγησης των δεδομένων της πραγματικότητας. Είναι τελικά η πυξίδα που μας προσανατολίζει στην ανακάλυψη του μέσου και στην επιλογή του. Ο Αριστοτέλης στο μεταφρασμένο απόσπασμα προτάσσει αυτό που θέλει να αποδείξει λέγοντας ότι η πόλις προηγείται αξιολογικά από την οικογένεια και από το κάθε άτομο χωριστά, γιατί το όλο πρέπει να προηγείται πάντα από το μέρος. Αυτή η θέση αποδεικνύεται εμπειρικά. Ο οργανισμός κάθε ανθρώπου αποτελείται από διάφορα μέρη (όπως το χέρι και το πόδι), που επιτελούν διάφορες λειτουργίες. Αυτά τα μέρη, όμως, αν αποκοπούν από το όλον, δηλαδή τον οργανισμό, διατηρούν μεν το ίδιο όνομα που είχαν πριν, είναι όμως κενά περιεχομένου και ουσιαστικά άχρηστα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους που ζουν απομακρυσμένοι από την πόλη. Δεν μπορούν να εκπληρώσουν τον σκοπό για τον οποίο είναι πλασμένοι από τη φύση τους και έτσι μηδενίζονται. Μόνο μέσα στην πόλη μπορούν να πραγματώσουν τον σκοπό τους, που είναι ο ενάρετος βίος και κατ επέκταση η ευδαιμονία. 4. Από το έργο αυτό εμείς θα έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε μερικές ενότητες. Στην πραγματικότητα θα παρακολουθήσουμε διδασκαλίες του Αριστοτέλη α) για τη γένεση της πόλης, β) για το περιεχόμενο της έννοιας πολίτης, γ) για το περιεχόμενο της έννοιας "πολίτευμα" (πολιτεία), δ) για τα είδη των πολιτευμάτων, ε) για θέματα σχετικά με τη διακυβέρνηση της πόλης, στ) για θέματα παιδείας και εκπαίδευσης. 5. αμαρτία, αναμάρτητος, αμαρτωλός, κ.λπ εικόνα, απείκασμα, εικαστικός, κ.λπ σκοπευτής, σκοποβολή, άσκοπος, κ.λπ σχετικός, μέθεξη, οχυρό, κ.λπ σωφροσύνη, εχέφρων, φρενοβλαβής, κ.λπ
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 1. Εκείνα τα οποία συζήτησε, κύριοι δικαστές, εκείνος αφενός με τον πατέρα (μου), αφετέρου εκείνος (δηλ. ο πατέρας μου) με τον Αρχεβιάδη και τον Κηφισιάδη επειδή αυτός τον παρακάλεσε και κάνοντάς του χάρη, αυτά είναι, εξαιτίας των οποίων σταδιακά έχει διενεργηθεί αυτός ο δικαστικός αγώνας γι αυτά εγώ ήθελα να δώσω σε εκείνον αυτόν που είναι ο πιο μεγάλος όρκος, ότι δηλαδή πράγματι εγώ (τα) άκουσα από τον πατέρα (μου). Και εκείνος ο οποίος έχει την αξίωση να γίνει πιστευτός από εσάς διότι τάχα λέει την αλήθεια, αφού έλειψε για τρία χρόνια, όταν αφού πρώτα ο πατέρας (μου) συζήτησε με τον Αρχεβιάδη και τους άλλους συγγενείς του Κηφισιάδη, αρνήθηκαν να στρέψουν την προσοχή τους στον Κάλλιπο και σε αυτά τα οποία λέει, όταν αντιλήφθηκε ότι ο πατέρας μου ήταν ήδη καταβεβλημένος και δύσκολα ανέβαινε στην πόλη και τα μάτια του τον είχαν προδώσει, εγείρει εναντίον του δίκη, όχι μα το Δία όπως τώρα για χρήματα αλλά για πρόκληση (σωματικής) βλάβης επειδή τον κατηγόρησε ότι τον έβλαψε δίνοντας (ή γιατί έδωσε) τα χρήματα, τα οποία άφησε ο Λύκων ο Ηρακλεώτης σε εκείνον, παρόλο που συμφώνησε ότι δεν θα τα δώσει χωρίς την συγκατάθεσή του, και αφού τον μήνυσε (ή του έκανε αγωγή) αφενός ζήτησε πίσω το έγγραφο από τον δημόσιο λειτουργό, αφετέρου του ζήτησε να δώσει την υπόθεση στον Λυσιθείδη, ο οποίος από τη μια ήταν φίλος αυτού και του Ισοκράτη και του Αφαρέως, από την άλλη (ήταν) γνωστός του πατέρα (μου). 2. τοῖς πατράσι(ν) τοῖς δεηθεῖσι(ν) απαρέμφατο: πεπλάσθαι, μετοχή: πεπλασμένος, πεπλασμένη, πεπλασμένον ἔσται ἀκούσεσθαι πρόσσχοις, πρόσσχες ὁμολογῶνται (ὦ) διαιτητά (ὦ) Ἀφαρεῦ συγκριτικός: ἡ γνωριμωτέρα, υπερθετικός: ἡ γνωριμωτάτη 3. α. οὐκ ἔφασαν τὸν νοῦν: οὐκ ἔφασαν: ρήμα προσέχειν: τελικό απαρέμφατο, αντικείμενο του ρήματος οὐκ ἔφασαν (ταυτοπροσωπία) τὸν νοῦν: άμεσο αντικείμενο του απαρεμφάτου προσέχειν Καλλίπῳ: έμμεσο αντικείμενο του απαρεμφάτου προσέχειν οἷς λέγει: δευτερεύουσα αναφορική ονοματική πρόταση, έμμεσο αντικείμενο του απαρεμφάτου προσέχειν. λέγει: ρήμα, οἷς: τούτοις ἅ: αναφορική έλξη (τούτοις: έμμεσο αντικείμενο του απαρεμφάτου προσέχειν, ἅ: σύστοιχο αντικείμενο του ρήματος λέγει)
β. Η μετοχή είναι κατηγορηματική και εξαρτάται από το ρήμα ᾔσθετο. Συνεπώς, θα αναλυθεί σε δευτερεύουσα ειδική πρόταση ως εξής: ἀναβαίνοντα: ὅτι ἀνέβαινε ὁ πατήρ. γ. Το τελικό απαρέμφατο ἐπιτρέψαι θα μετατραπεί στον ευθύ λόγο σε μία κύρια πρόταση επιθυμίας ως εξής: προὐκαλέσατο δ αὐτόν: «Ἐπίτρεψον Λυσιθείδῃ».
Ι. (ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ 8-3-2015) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Α. Τα παραπάνω επιβεβαιώνει και αυτό που συμβαίνει στα κράτη οι νομοθέτες, δηλαδή,να κάνουν τους πολίτες καλούς με τον εθισμό, και αυτή είναι η επιθυμία κάθε νομοθέτη, ενώ όσοι δεν το κάνουν αυτό σωστά δεν πετυχαίνουν αυτό που επιδιώκουν, σ αυτό εξάλλου και διαφέρει το ένα πολίτευμα από το άλλο, το καλό πολίτευμα από το λιγότερο καλό πολίτευμα. Ακόμα, κάθε αρετή και γεννιέται και φθείρεται για τους ίδιους λόγους και με τους ίδιους τρόπους το ίδιο και κάθε τέχνη γιατί παίζοντας κιθάρα γίνονται και οι καλοί και οι κακοί κιθαρίστες Β.1.Με τις εισαγωγικές λέξεις «Mαρτυρεῖ δὲ καὶ», ο Αριστοτέλης δείχνει την πρόθεσή του να συνεχίσει την αποδεικτική διαδικασία πάνω στη βασική θέση του ότι «οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται» και ότι ανάλογες πράξεις οδηγούν στην κατάκτηση των ηθικών αρετών. Ο αντιθετικός σύνδεσμος «δὲ» και ο προσθετικός «καὶ» μεταφέρουν το συλλογισμό σ ένα άλλο πεδίο, το πολιτικό. Ο φιλόσοφος εστιάζει στη νομοθετική και έμμεσα στην εκτελεστική εξουσία, όπου η διάσταση «έθους φύσεως» διευρύνεται.ο Αριστοτέλης στο χωρίο «τὸ γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν» θεωρεί ότι ο σχηματισμός της «πόλης - κράτους» είναι ο απώτερος σκοπός, το «τέλος» της ανθρώπινης κοινότητας. Είναι κατανοητό, λοιπόν, γιατί η συλλογιστική πορεία του φιλόσοφου αποκτά σ αυτήν την ενότητα την πολιτικοκοινωνική της διάσταση - περνώντας από το άτομο πρωταγωνιστή (των προηγούμενων ενοτήτων) στην κοινωνία. Η κατάκτηση των αρετών δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της μοναχικής πάλης του ατόμου με το «καλό» ή το «κακό», αλλά εξαρτάται από το «κοινωνικό γίγνεσθαι» τους θεσμούς, τονίζει, δηλαδή, και την έννοια της κοινωνικής ηθικής. Στη συνέχεια ο φιλόσοφος αναφέρεται στο ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας του νομοθέτη («νομοθέται τοὺς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς»). Η αναφορά του αυτή δεν είναι μόνο συμπλήρωμα της επιχειρηματολογίας του, αλλά ουσιώδες στοιχείο στη διαδικασία απόκτησης της αρετής. Ο ρόλος του νομοθέτη είναι καθοριστικός, αφού με τα μηνύματα που θα περάσει στο κοινωνικό σύνολο, με τη χάραξη δίκαιων νόμων και με τις υποδείξεις των κατάλληλων ενεργειών επιχειρεί να μετουσιώσει μια ιδέα σε πράξη. Προσανατολίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, αναγκάζει τους πολίτες (τήρηση και υπακοή των νόμων) να προβούν στις ενέργειες που θα αναπαράγουν την αρχική ιδέα, να γίνουν,
δηλαδή, πολίτες αγαθοί. Έτσι, ο εθισμός, καθοδηγούμενος από τους νομοθέτες, αποκτά το χαρακτήρα του αναμφισβήτητου στην απόκτηση των αρετών και ο καλός ή ο κακός άνθρωπος αποσυνδέεται από τη φύση, καθώς είναι αποτέλεσμα της ποιότητας της σκέψης και των ενεργειών των νομοθετών αρχόντων, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με το έργο της οργάνωσης και της ιδεολογικής κατεύθυνσης της πολιτείας. Για τον Αριστοτέλη αρχικά απαραίτητη προϋπόθεση είναι το ανιδιοτελές φρόνημα του νομοθέτη και η θέλησή του επιδίωξη να εξυπηρετήσει το κοινωνικό συμφέρον και όχι το ατομικό ή μιας συγκεκριμένης ομάδας, οπότε και οξύνονται οι ανισότητες(«καὶ τὸ μέν βούλημα παντός νομοθέτου τοῦτ ἐστίν»). Στην συνέχεια και με δεδομένο ότι η ισχύς των νόμων είναι διαχρονική, οπότε ο χρόνος βοηθά στην ανάγκη εθισμού των πολιτών στη συμπεριφορά που οι νόμοι καθορίζουν, ο νομοθέτης είναι ανάγκη να στοχεύει στον αποτελεσματικότερο εθισμό. Η φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη καθοριζόμενη και από τις ιστορικές συγκυρίες διακρίνει και την περίπτωση που το έργο του νομοθέτη θα είναι αποτυχημένο, αφού δε θα καταφέρει να οδηγήσει τους πολίτες στο «έθος» της πράξης που υποδεικνύει («ὅσοι δὲ μὴ εὖ αὐτὸ ποιοῦσιν ἁμαρτάνουσιν»). Ο φιλόσοφος, λοιπόν, θεωρεί ότι αυτό μπορεί να συμβεί όταν η ιδέα του νόμου δεν ταυτίζεται με την ορθή λογική και το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όταν οι μηχανισμοί αντιφάσκουν με το πνεύμα των νόμων, όταν - όπως αναφέρει και σε άλλο σημείο των «Ηθικών Νικομαχείων» - οι νόμοι δεν είναι «ορθώς κείμενοι», είναι «απεσχεδιασμένοι», κάνοντας έτσι λόγο για προχειροφτιαγμένους και αναποτελεσματικούς νόμους. Ο Αριστοτέλης συνδέει άμεσα τη διαδικασία απόκτησης της αρετής με την κοινωνική πραγματικότητα και την εντάσσει στους γενικότερους πολιτειακούς προβληματισμούς της. Έτσι, η επιτυχία ή η αποτυχία των νόμων να «εθίσουν» τους πολίτες ώστε με την «έξιν» να φτάσουν και να κατακτήσουν την ηθική αρετή έχει συνολική επίπτωση στην ποιότητα του πολιτεύματος που θα προκύψει. Η ειδοποιός αυτή διαφορά κάνει τον Αριστοτέλη να διακρίνει τα «αγαθά» - καλά και τα «φαύλα» πολιτεύματα, δηλαδή αυτά που είναι δυσκίνητα, αναποτελεσματικά, κατώτερα των προσδοκιών του νομοθέτη. Αξιοποιώντας την ηθελημένη συντακτική αναρχία στη φράση «καὶ διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθὴ φαύλης» καταφέρνει μέσω του συνειρμού «ἀγαθὴ- φαύλης» - «γένεσις και φθορά της αρετής» να περάσει ομαλά στην επανεξέταση της αρετής, μετά και από τα συμπεράσματα που προέκυψαν για την ποιοτική διάκριση των πολιτειών. Με ένα κυκλικό συλλογισμό, ξεκινώντας από τον απώτερο στόχο κατάκτησης της αρετής, περνά στο ρόλο του νομοθέτη, καταλήγει στην ποιότητα των πολιτευμάτων και επανέρχεται στο ζήτημα αρετής. Η σύζευξη αρετής και πολιτείας τον οδηγεί στην αναλογική προέκταση του τρόπου λειτουργίας τους και στη διακρίβωση των ομοιοτήτων τους. Οι ομοιότητες εντοπίζονται στις κοινές αιτίες και στα κοινά μέσα («Ἔτι ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετή καὶ φθείρεται»). Το μέσο γένεσης της αρετής είναι το
«ἐθίζειν». Οι λόγοι τα αίτια σχετίζονται με τη διαχείριση του «ἐθίζειν» σε συνδυασμό με την ικανότητα ορθής κρίσης, αξιολόγηση των πραγματικών δεδομένων και συνειδητή επιλογή των κατάλληλων πράξεων τόσο από το άτομο όσο και από την κοινωνία. Η πλήρωση ή όχι αυτών των προϋποθέσεων οδηγεί στη γένεση της αρετής και επομένως στην αγαθή πολιτεία ή στη φθορά της αρετής ( αδυναμία προσέγγισής της) και τελικά στη φαύλη πολιτεία. Β.2. Στο χωρίο «, καί διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθή φαύλης» ο Αριστοτέλης κάνει διάκριση στα πολιτεύματα σε καλά και λιγότερο καλά και κριτήριο διάκρισης είναι ο βαθμός τελειότητας του νομοθέτη να εθίσει ή όχι τους πολίτες σε έργα αρετής. Όσο εξαρτάται, δηλαδή, από το νομοθέτη πάντα θέλει να κάνει τους πολίτες αγαθούς, όμως μερικές φορές αποτυγχάνει στο έργο του και αυτό δεν σημαίνει ότι περνάμε στην περιοχή του κακού, αλλά μιλάμε για πολιτεύματα ανώτερα και κατώτερα των προσδοκιών του νομοθέτη. Ο Αριστοτέλης συνήθως κάνει διάκριση ανάμεσα στα ορθά πολιτεύματα και τις παρεκβάσεις τους, δηλαδή τις εκτροπές από αυτά. Αυτή τη διάκριση κάνει στο μεταφρασμένο απόσπασμα(«ύστερα από όσα είπαμε το συμφέρον του συνόλου των πολιτών»). Εδώ όμως δεν αναφέρεται σ' αυτό εδώ προϋποτίθεται ότι ο νομοθέτης επιδιώκει σε κάθε περίπτωση το καλό των πολιτών απλώς μπορεί να μην έχει πάντοτε επιτυχία στον στόχο του αυτόν. Παρόμοια, σε άλλο χωρίο των Ηθικών Νιχομαχείων, ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για νόμο που είναι κείμενος ὀρθῶς και έχει επιτυχία, και για νόμο ἀπεσχεδιασμένον (δηλαδή προχειροφτιαγμένο), που δεν έχει επιτυχία. Στο μεταφρασμένο απόσπασμα ο Αριστοτέλης δεν κάνει λόγο για καλά και λιγότερο καλά πολιτεύματα αλλά μιλάει για την παθογένεια των πολιτευμάτων, τα ορθά και τις διαστρεβλώσεις των ορθών. Ορθά είναι τα πολιτεύματα στα οποία όσοι εξουσιάζουν ( ένας, λίγοι ή πολλοί) αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον («Όταν λοιπόν ο ένας δεν μπορεί παρά να είναι ορθά»). Σε αυτά ανήκουν η Βασιλεία, η Αριστοκρατία και η Πολιτεία(«βασιλεία τη μοναρχία για όλα τα πολιτεύματα») Παρεκκλίσεις, διαστρεβλώσεις ή εκτροπές των ορθών είναι τα πολιτεύματα στα οποία όσοι εξουσιάζουν αποβλέπουν στο ίδιον κατά περίπτωση συμφέρον («όταν, αντίθετα, η εξουσία ασκείται... διαστρεβλώσεις των ορθών»).στις εκτροπές ανήκουν η Τυραννία, η Ολιγαρχία και η Δημοκρατία(«Παρεκκλίσεις και διαστρεβλώσεις της πολιτείας η «δημοκρατία»). Β.3. Η επιστροφή του Πλάτωνα στην Αθήνα έγινε μόλις δυο χρόνια αργότερα ο Πλάτωνας είχε πια τότε περάσει τα εξήντα, ενώ ο Αριστοτέλης μόλις πλησίαζε τα είκοσι. Ο έμπειρος δάσκαλος δεν χρειάστηκε πολύ για να διακρίνει με τι αρετές ήταν προικισμένος ο νεαρός μαθητής του. Ό,τι βέβαια θα θαύμασε πιο πολύ σ' αυτόν θα ήταν η οξύνοιά του. Στην αρχαιότητα υπήρχε το ανέκδοτο ότι ο Πλάτωνας έδωσε στον Αριστοτέλη το παρανόμι "ο Νους", ο Νους της σχολής. (Μια αρχαία πηγή μας διηγείται πως «Όταν έλειπε από το μάθημα ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας έλεγε πικραμένος: "Λείπει ο Νους, άρα σήμερα το ακροατήριό μου είναι κουφό"».) Ο Πλάτωνας όμως έδωσε κι ένα δεύτερο παρατσούκλι στον Αριστοτέλη τον είπε "αναγνώστη", γιατί ο Αριστοτέλης έμενε μερικές φορές και διάβαζε στο σπίτι του αντί να πηγαίνει στο μάθημα.
Είκοσι χρόνια έμεινε ο Αριστοτέλης στην Ακαδημία. Μετά τη συμπλήρωση των βασικών σπουδών του κύριο έργο του είχε πια την επιστημονική έρευνα και τη διδασκαλία. Η διδασκαλία του στην Ακαδημία και οι ιδέες που μ' αυτήν μετέδιδε στους μαθητές του έφεραν συχνά τον Αριστοτέλη αντιμέτωπο με τους συναδέλφους του στην Ακαδημία, τον Ηρακλείδη, τον Σπεύσιππο, τον Ξενοκράτη ήταν αληθινά αλύπητη μερικές φορές η κριτική που ασκούσε σε βάρος τους. Και του Πλάτωνα οι απόψεις δεν ξέφυγαν από τον έλεγχο του Αριστοτέλη. Τι να πει κανείς για την κριτική που ασκούσε σε βάρος άλλων σχολών και των εκπροσώπων τους; Έτσι καταλαβαίνουμε πώς συνέβαινε να έχει ο Αριστοτέλης λίγους μόνο φίλους, πολλούς όμως εχθρούς. Ο χαρακτήρας του δεν θα ήταν βέβαια άσχετος με αυτό το γεγονός, σχεδόν όμως τις περισσότερες φορές ήταν η βαθιά του πίστη πως οι δικές του απόψεις βρίσκονταν πιο κοντά στην αλήθεια αυτό που τον εξωθούσε στην αυστηρή κριτική των απόψεων των άλλων όταν είχε να διαλέξει ανάμεσα στους φίλους και στην αλήθεια μας το βεβαιώνει ο ίδιος θεωρούσε «ὅσιον προτιμᾶν τὴν ἀλήθειαν». Πώς να συμπεριφερόταν διαφορετικά ένας άνθρωπος που πίστευε ακράδαντα πως του αληθινού φιλοσόφου γνώρισμα είναι να έχει το κουράγιο ακόμη «καὶ τὰ οἰκεῖα ἀναιρεῖν ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς ἀληθείας», να θυσιάζει δηλαδή ακόμη και τις πιο προσωπικές του απόψεις, αν είναι να σωθεί η αλήθεια; Β.4 μαρτυρία, ψευδομάρτυρας αμαρτία, αναμάρτητος φθορά, αδιάφθορος τεχνίτης, έντεχνος ελλιπής, υπόλοιπο ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 3.α. Το ειδικό απαρέμφατο και η δευτερεύουσα ειδική πρόταση μετατρέπονται σε κύρια πρόταση κρίσεως με οριστική. 3.β. Οι ευθείες ερωτήσεις στον πλάγιο λόγο μετατρέπονται σε πλάγιες ερωτήσεις που εκφέρονται με ευκτική του πλαγίου λόγου.
ΙΙ. (ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ 8-3-2015) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Α. Τα παραπάνω επιβεβαιώνει και αυτό που συμβαίνει στα κράτη οι νομοθέτες, δηλαδή,να κάνουν τους πολίτες καλούς με τον εθισμό, και αυτή είναι η επιθυμία κάθε νομοθέτη, ενώ όσοι δεν το κάνουν αυτό σωστά δεν πετυχαίνουν αυτό που επιδιώκουν, σ αυτό εξάλλου και διαφέρει το ένα πολίτευμα από το άλλο, το καλό πολίτευμα από το λιγότερο καλό πολίτευμα. Ακόμα, κάθε αρετή και γεννιέται και φθείρεται για τους ίδιους λόγους και με τους ίδιους τρόπους το ίδιο και κάθε τέχνη γιατί παίζοντας κιθάρα γίνονται και οι καλοί και οι κακοί κιθαρίστες Β.1.Με τις εισαγωγικές λέξεις «Mαρτυρεῖ δὲ καὶ», ο Αριστοτέλης δείχνει την πρόθεσή του να συνεχίσει την αποδεικτική διαδικασία πάνω στη βασική θέση του ότι «οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται» και ότι ανάλογες πράξεις οδηγούν στην κατάκτηση των ηθικών αρετών. Ο αντιθετικός σύνδεσμος «δὲ» και ο προσθετικός «καὶ» μεταφέρουν το συλλογισμό σ ένα άλλο πεδίο, το πολιτικό. Ο φιλόσοφος εστιάζει στη νομοθετική και έμμεσα στην εκτελεστική εξουσία, όπου η διάσταση «έθους φύσεως» διευρύνεται.ο Αριστοτέλης στο χωρίο «τὸ γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν» θεωρεί ότι ο σχηματισμός της «πόλης - κράτους» είναι ο απώτερος σκοπός, το «τέλος» της ανθρώπινης κοινότητας. Είναι κατανοητό, λοιπόν, γιατί η συλλογιστική πορεία του φιλόσοφου αποκτά σ αυτήν την ενότητα την πολιτικοκοινωνική της διάσταση - περνώντας από το άτομο πρωταγωνιστή (των προηγούμενων ενοτήτων) στην κοινωνία. Η κατάκτηση των αρετών δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της μοναχικής πάλης του ατόμου με το «καλό» ή το «κακό», αλλά εξαρτάται από το «κοινωνικό γίγνεσθαι» τους θεσμούς, τονίζει, δηλαδή, και την έννοια της κοινωνικής ηθικής. Στη συνέχεια ο φιλόσοφος αναφέρεται στο ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας του νομοθέτη («νομοθέται τοὺς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς»). Η αναφορά του αυτή δεν είναι μόνο συμπλήρωμα της επιχειρηματολογίας του, αλλά ουσιώδες στοιχείο στη διαδικασία απόκτησης της αρετής. Ο ρόλος του νομοθέτη είναι καθοριστικός, αφού με τα μηνύματα που θα περάσει στο κοινωνικό σύνολο, με τη χάραξη δίκαιων νόμων και με τις υποδείξεις των κατάλληλων ενεργειών επιχειρεί να μετουσιώσει μια ιδέα σε πράξη. Προσανατολίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, αναγκάζει τους πολίτες (τήρηση και υπακοή των νόμων) να προβούν στις ενέργειες που θα αναπαράγουν την αρχική ιδέα, να γίνουν,
δηλαδή, πολίτες αγαθοί. Έτσι, ο εθισμός, καθοδηγούμενος από τους νομοθέτες, αποκτά το χαρακτήρα του αναμφισβήτητου στην απόκτηση των αρετών και ο καλός ή ο κακός άνθρωπος αποσυνδέεται από τη φύση, καθώς είναι αποτέλεσμα της ποιότητας της σκέψης και των ενεργειών των νομοθετών αρχόντων, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με το έργο της οργάνωσης και της ιδεολογικής κατεύθυνσης της πολιτείας. Για τον Αριστοτέλη αρχικά απαραίτητη προϋπόθεση είναι το ανιδιοτελές φρόνημα του νομοθέτη και η θέλησή του επιδίωξη να εξυπηρετήσει το κοινωνικό συμφέρον και όχι το ατομικό ή μιας συγκεκριμένης ομάδας, οπότε και οξύνονται οι ανισότητες(«καὶ τὸ μέν βούλημα παντός νομοθέτου τοῦτ ἐστίν»). Στην συνέχεια και με δεδομένο ότι η ισχύς των νόμων είναι διαχρονική, οπότε ο χρόνος βοηθά στην ανάγκη εθισμού των πολιτών στη συμπεριφορά που οι νόμοι καθορίζουν, ο νομοθέτης είναι ανάγκη να στοχεύει στον αποτελεσματικότερο εθισμό. Η φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη καθοριζόμενη και από τις ιστορικές συγκυρίες διακρίνει και την περίπτωση που το έργο του νομοθέτη θα είναι αποτυχημένο, αφού δε θα καταφέρει να οδηγήσει τους πολίτες στο «έθος» της πράξης που υποδεικνύει («ὅσοι δὲ μὴ εὖ αὐτὸ ποιοῦσιν ἁμαρτάνουσιν»). Ο φιλόσοφος, λοιπόν, θεωρεί ότι αυτό μπορεί να συμβεί όταν η ιδέα του νόμου δεν ταυτίζεται με την ορθή λογική και το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όταν οι μηχανισμοί αντιφάσκουν με το πνεύμα των νόμων, όταν - όπως αναφέρει και σε άλλο σημείο των «Ηθικών Νικομαχείων» - οι νόμοι δεν είναι «ορθώς κείμενοι», είναι «απεσχεδιασμένοι», κάνοντας έτσι λόγο για προχειροφτιαγμένους και αναποτελεσματικούς νόμους. Ο Αριστοτέλης συνδέει άμεσα τη διαδικασία απόκτησης της αρετής με την κοινωνική πραγματικότητα και την εντάσσει στους γενικότερους πολιτειακούς προβληματισμούς της. Έτσι, η επιτυχία ή η αποτυχία των νόμων να «εθίσουν» τους πολίτες ώστε με την «έξιν» να φτάσουν και να κατακτήσουν την ηθική αρετή έχει συνολική επίπτωση στην ποιότητα του πολιτεύματος που θα προκύψει. Η ειδοποιός αυτή διαφορά κάνει τον Αριστοτέλη να διακρίνει τα «αγαθά» - καλά και τα «φαύλα» πολιτεύματα, δηλαδή αυτά που είναι δυσκίνητα, αναποτελεσματικά, κατώτερα των προσδοκιών του νομοθέτη. Αξιοποιώντας την ηθελημένη συντακτική αναρχία στη φράση «καὶ διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθὴ φαύλης» καταφέρνει μέσω του συνειρμού «ἀγαθὴ- φαύλης» - «γένεσις και φθορά της αρετής» να περάσει ομαλά στην επανεξέταση της αρετής, μετά και από τα συμπεράσματα που προέκυψαν για την ποιοτική διάκριση των πολιτειών. Με ένα κυκλικό συλλογισμό, ξεκινώντας από τον απώτερο στόχο κατάκτησης της αρετής, περνά στο ρόλο του νομοθέτη, καταλήγει στην ποιότητα των πολιτευμάτων και επανέρχεται στο ζήτημα αρετής. Η σύζευξη αρετής και πολιτείας τον οδηγεί στην αναλογική προέκταση του τρόπου λειτουργίας τους και στη διακρίβωση των ομοιοτήτων τους. Οι ομοιότητες εντοπίζονται στις κοινές αιτίες και στα κοινά μέσα («Ἔτι ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετή καὶ φθείρεται»). Το μέσο γένεσης της αρετής είναι το
«ἐθίζειν». Οι λόγοι τα αίτια σχετίζονται με τη διαχείριση του «ἐθίζειν» σε συνδυασμό με την ικανότητα ορθής κρίσης, αξιολόγηση των πραγματικών δεδομένων και συνειδητή επιλογή των κατάλληλων πράξεων τόσο από το άτομο όσο και από την κοινωνία. Η πλήρωση ή όχι αυτών των προϋποθέσεων οδηγεί στη γένεση της αρετής και επομένως στην αγαθή πολιτεία ή στη φθορά της αρετής ( αδυναμία προσέγγισής της) και τελικά στη φαύλη πολιτεία. Β.2. Στο χωρίο «, καί διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθή φαύλης» ο Αριστοτέλης κάνει διάκριση στα πολιτεύματα σε καλά και λιγότερο καλά και κριτήριο διάκρισης είναι ο βαθμός τελειότητας του νομοθέτη να εθίσει ή όχι τους πολίτες σε έργα αρετής. Όσο εξαρτάται, δηλαδή, από το νομοθέτη πάντα θέλει να κάνει τους πολίτες αγαθούς, όμως μερικές φορές αποτυγχάνει στο έργο του και αυτό δεν σημαίνει ότι περνάμε στην περιοχή του κακού, αλλά μιλάμε για πολιτεύματα ανώτερα και κατώτερα των προσδοκιών του νομοθέτη. Ο Αριστοτέλης συνήθως κάνει διάκριση ανάμεσα στα ορθά πολιτεύματα και τις παρεκβάσεις τους, δηλαδή τις εκτροπές από αυτά. Αυτή τη διάκριση κάνει στο μεταφρασμένο απόσπασμα(«ύστερα από όσα είπαμε το συμφέρον του συνόλου των πολιτών»). Εδώ όμως δεν αναφέρεται σ' αυτό εδώ προϋποτίθεται ότι ο νομοθέτης επιδιώκει σε κάθε περίπτωση το καλό των πολιτών απλώς μπορεί να μην έχει πάντοτε επιτυχία στον στόχο του αυτόν. Παρόμοια, σε άλλο χωρίο των Ηθικών Νιχομαχείων, ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για νόμο που είναι κείμενος ὀρθῶς και έχει επιτυχία, και για νόμο ἀπεσχεδιασμένον (δηλαδή προχειροφτιαγμένο), που δεν έχει επιτυχία. Στο μεταφρασμένο απόσπασμα ο Αριστοτέλης δεν κάνει λόγο για καλά και λιγότερο καλά πολιτεύματα αλλά μιλάει για την παθογένεια των πολιτευμάτων, τα ορθά και τις διαστρεβλώσεις των ορθών. Ορθά είναι τα πολιτεύματα στα οποία όσοι εξουσιάζουν ( ένας, λίγοι ή πολλοί) αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον («Όταν λοιπόν ο ένας δεν μπορεί παρά να είναι ορθά»). Σε αυτά ανήκουν η Βασιλεία, η Αριστοκρατία και η Πολιτεία(«βασιλεία τη μοναρχία για όλα τα πολιτεύματα») Παρεκκλίσεις, διαστρεβλώσεις ή εκτροπές των ορθών είναι τα πολιτεύματα στα οποία όσοι εξουσιάζουν αποβλέπουν στο ίδιον κατά περίπτωση συμφέρον («όταν, αντίθετα, η εξουσία ασκείται... διαστρεβλώσεις των ορθών»).στις εκτροπές ανήκουν η Τυραννία, η Ολιγαρχία και η Δημοκρατία(«Παρεκκλίσεις και διαστρεβλώσεις της πολιτείας η «δημοκρατία»). Β.3. Η επιστροφή του Πλάτωνα στην Αθήνα έγινε μόλις δυο χρόνια αργότερα ο Πλάτωνας είχε πια τότε περάσει τα εξήντα, ενώ ο Αριστοτέλης μόλις πλησίαζε τα είκοσι. Ο έμπειρος δάσκαλος δεν χρειάστηκε πολύ για να διακρίνει με τι αρετές ήταν προικισμένος ο νεαρός μαθητής του. Ό,τι βέβαια θα θαύμασε πιο πολύ σ' αυτόν θα ήταν η οξύνοιά του. Στην αρχαιότητα υπήρχε το ανέκδοτο ότι ο Πλάτωνας έδωσε στον Αριστοτέλη το παρανόμι "ο Νους", ο Νους της σχολής. (Μια αρχαία πηγή μας διηγείται πως «Όταν έλειπε από το μάθημα ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας έλεγε πικραμένος: "Λείπει ο Νους, άρα σήμερα το ακροατήριό μου είναι κουφό"».) Ο Πλάτωνας όμως έδωσε κι ένα δεύτερο παρατσούκλι στον Αριστοτέλη τον είπε "αναγνώστη", γιατί ο Αριστοτέλης έμενε μερικές φορές και διάβαζε στο σπίτι του αντί να πηγαίνει στο μάθημα.
Είκοσι χρόνια έμεινε ο Αριστοτέλης στην Ακαδημία. Μετά τη συμπλήρωση των βασικών σπουδών του κύριο έργο του είχε πια την επιστημονική έρευνα και τη διδασκαλία. Η διδασκαλία του στην Ακαδημία και οι ιδέες που μ' αυτήν μετέδιδε στους μαθητές του έφεραν συχνά τον Αριστοτέλη αντιμέτωπο με τους συναδέλφους του στην Ακαδημία, τον Ηρακλείδη, τον Σπεύσιππο, τον Ξενοκράτη ήταν αληθινά αλύπητη μερικές φορές η κριτική που ασκούσε σε βάρος τους. Και του Πλάτωνα οι απόψεις δεν ξέφυγαν από τον έλεγχο του Αριστοτέλη. Τι να πει κανείς για την κριτική που ασκούσε σε βάρος άλλων σχολών και των εκπροσώπων τους; Έτσι καταλαβαίνουμε πώς συνέβαινε να έχει ο Αριστοτέλης λίγους μόνο φίλους, πολλούς όμως εχθρούς. Ο χαρακτήρας του δεν θα ήταν βέβαια άσχετος με αυτό το γεγονός, σχεδόν όμως τις περισσότερες φορές ήταν η βαθιά του πίστη πως οι δικές του απόψεις βρίσκονταν πιο κοντά στην αλήθεια αυτό που τον εξωθούσε στην αυστηρή κριτική των απόψεων των άλλων όταν είχε να διαλέξει ανάμεσα στους φίλους και στην αλήθεια μας το βεβαιώνει ο ίδιος θεωρούσε «ὅσιον προτιμᾶν τὴν ἀλήθειαν». Πώς να συμπεριφερόταν διαφορετικά ένας άνθρωπος που πίστευε ακράδαντα πως του αληθινού φιλοσόφου γνώρισμα είναι να έχει το κουράγιο ακόμη «καὶ τὰ οἰκεῖα ἀναιρεῖν ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς ἀληθείας», να θυσιάζει δηλαδή ακόμη και τις πιο προσωπικές του απόψεις, αν είναι να σωθεί η αλήθεια; Β.4 μαρτυρία, ψευδομάρτυρας αμαρτία, αναμάρτητος φθορά, αδιάφθορος τεχνίτης, έντεχνος ελλιπής, υπόλοιπο ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 1. Το πιο μεγάλο από όλα τα κακά είναι έμφυτο στις ψυχές των περισσότερων ανθρώπων, για το οποίο καθένας επειδή συγχωρεί τον εαυτό του δεν μηχανεύεται κανέναν τρόπο αποφυγής και εκείνο είναι αυτό το οποίο λένε, ότι τάχα δηλαδή κάθε άνθρωπος είναι εκ φύσεως φίλαυτος και είναι ορθό το ότι πρέπει να είναι τέτοιου είδους. Στην πραγματικότητα όμως, εξαιτίας της υπερβολικής αγάπης για τον εαυτό μας αυτό γίνεται αιτία όλων των σφαλμάτων για τον καθένα κάθε φορά. Τυφλώνεται δηλαδή αυτός που αγαπά για αυτό που αγαπά (:για το αντικείμενο της αγάπης του), ώστε κρίνει με κακό τρόπο τα δίκαια και τα σωστά και τα καλά, επειδή θεωρεί ότι πρέπει να τιμά (περισσότερο) τον εαυτό του παρά την αλήθεια ούτε πρέπει λοιπόν αυτός που θα γίνει σπουδαίος άνδρας να υπεραγαπά τον εαυτό του ούτε τα δικά του (πράγματα) ούτε τα δίκαια, είτε (τυχαίνει να διαπράττονται) από τον ίδιο, είτε τυχαίνει να διαπράττονται περισσότερο από άλλον. Και από αυτό το ίδιο σφάλμα έχει προέλθει και το ότι όλοι θεωρούν ότι η αμάθεια είναι σοφία από αυτό, παρόλο που δεν ξέρουμε τίποτα, για να μιλήσω απλά, νομίζουμε ότι ξέρουμε τα πάντα, και επειδή δεν αφήνουμε στους άλλους αυτά που δεν ξέρουμε να κάνουμε καλά, αναγκαζόμαστε να σφάλλουμε εμείς οι ίδιοι, κάνοντάς τα. Γι αυτό πρέπει κάθε άνθρωπος να αποφεύγει να αγαπά υπερβολικά τον εαυτό του και να επιδιώκει να βρίσκει πάντα τον καλύτερό του, χωρίς να αισθάνεται καμία ντροπή γι αυτό (που είπαμε) προηγουμένως.
2. 3. α. τοῖς πλείστοις οὐδένων (ὦ) φύσι ε.φ. σχές, μ.φ. σχοῦ γεν. παντὸς ἁμαρτήματος, δοτ. παντὶ ἁμαρτήματι, αιτ. πᾶν ἁμάρτημα τυφλοῦσθαι θηλ. τὰς φιλούσας, ουδ. τὰ φιλοῦντα απαρ. τεύξεσθαι, μετοχή: ὁ τευξόμενος, ἡ τευξομένη, τὸ τευξόμενον ἠναγκάσμεθα δεδίωκται ἄνθρώποις: ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός, δοτική αντικειμενική στο ἔμφυτον ἑκάστοτε: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ρήμα γίγνεται τιμᾶν: τελικό απαρέμφατο, υποκείμενο του απαρεμφάτου δεῖν εἰδέναι: ειδικό απαρέμφατο, αντικείμενο του ρήματος οἰόμεθα (υποκείμενο: ἡμᾶς, ταυτοπροσωπία). β. «οὗ πᾶς αὑτῷ συγγνώμην ἔχων ἀποφυγὴν οὐδεμίαν μηχανᾶται»: δευτερεύουσα επιρρηματική αναφορική-αιτιολογική πρόταση. Εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία οὗ. Εκφέρεται με οριστική (μηχανᾶται), γιατί δηλώνει το πραγματικό. Λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας. «ὅ λέγουσιν»: δευτερεύουσα ονοματική αναφορική πρόταση. Εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία ὅ. Εκφέρεται με οριστική (λέγουσιν), γιατί δηλώνει το πραγματικό. Λειτουργεί ως κατηγορούμενο στο τοῦτο μέσω του συνδετικού ρήματος ἔστιν. «ὡς φίλος αὑτῷ πᾶς ἄνθρωπος φύσει τέ ἐστιν»: δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. Εισάγεται με τον ειδικό σύνδεσμο ὡς (υποκειμενική κρίση). Εκφέρεται με οριστική (ἐστιν) γιατί δηλώνει το πραγματικό. Λειτουργεί ως επεξήγηση στο τοῦτο. «ὀρθῶς ἔχει τὸ δεῖν εἶναι τοιοῦτον»: δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση που συνδέεται παρατακτικά με την προηγούμενη. Εκφέρεται με οριστική (ἔχει) γιατί δηλώνει το πραγματικό. Λειτουργεί ως επεξήγηση στο τοῦτο.