Οµιλία Ευθύµιου Ο. Βιδάλη Προέδρου του ΣΜΕ Για την Ηµερίδα του Τ.Ε.Ε. 20/09/2006 «Εθνικός Χωροταξικός Σχεδιασµός και εξορυκτική ραστηριότητα» 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κυρίες και κύριοι καληµέρα σας, Εκ µέρους του Συνδέσµου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), του οποίου έχω την τιµή να είµαι Πρόεδρος, θέλω να ευχαριστήσω το ΤΕΕ για την πρόσκλησή του να συµµετέχουµε στη σηµερινή Ηµερίδα, την οποία θεωρώ ιδιαίτερα σηµαντική. Και είναι σηµαντική όχι µόνο για το θέµα που πραγµατεύεται, τον πολυσυζητηµένο και πολυβασανισµένο Εθνικό Χωροταξικό Σχεδιασµό, αλλά και για τη στιγµή κατά την οποία διεξάγεται. Λίγες, δηλαδή, βδοµάδες πριν αυτός ο σχεδιασµός τεθεί σε δηµόσια διαβούλευση, και µόλις λίγες ηµέρες προτού τελειώσει η δηµόσια διαβούλευση για το περιβόητο, πλέον, προσχέδιο νόµου περί λατοµείων, που έχει συντάξει το Υπουργείο Ανάπτυξης. 2. ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΞΟΡΥΚΤΙΚΟΥ ΚΛΑ ΟΥ Ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος, τον οποίον ο ΣΜΕ εκπροσωπεί από το 1924, αποτελεί σηµαντικό τοµέα οικονοµικής δραστηριότητας της χώρας µας µε µακραίωνη ιστορία, ισχυρή παραγωγική βάση στο παρόν και πολύ ελπιδοφόρες προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη και προσέλκυση νέων επενδύσεων στο µέλλον. Οι δραστηριότητες που εκπροσωπεί ο σύνδεσµός µας είναι αναπτυξιακές, εξωστρεφείς, διεθνοποιηµένες και από τη φύση τους συνυφασµένες µε την περιφερειακή ανάπτυξη. Συγκεκριµένα, οι εξαγωγές 1
αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65% των πωλήσεων του κλάδου, ενώ µεγάλες ελληνικές µεταλλευτικές επιχειρήσεις έχουν αναπτύξει παραγωγική δραστηριότητα και εκτός Ελλάδος εδώ και πολλά χρόνια. Συγχρόνως, οι επιχειρήσεις του εξορυκτικού κλάδου αποτελούν στήριγµα σηµαντικών άλλων τοµέων της εθνικής µας οικονοµίας, παρέχοντας πρώτες ύλες απαραίτητες σε αυτούς αλλά και χρήσιµες στην καθηµερινή µας ζωή. Πόσοι άραγε άνθρωποι γνωρίζουν ότι για ένα σπίτι απαιτούνται µέχρι και 150 τόνοι ορυκτών και προϊόντων βασισµένων σε ορυκτά (όπως τσιµέντο, αδρανή, µάρµαρα, αλουµίνιο κ.λπ.) ή ότι ο µέσος άνθρωπος καταναλώνει περίπου 400 τόνους ορυκτών στη διάρκεια της ζωής του; Η σηµασία του ελληνικού εξορυκτικού κλάδου γίνεται ακόµη πιο προφανής όταν κοιτάξουµε µερικά δεδοµένα. Έτσι: Στη παραγωγή λιγνίτη, τη µεγαλύτερη εξορυκτική δραστηριότητα στην Ελλάδα, η χώρα µας κατέχει τη 2 η θέση στην Ε.Ε. και την 5 η παγκοσµίως, καλύπτοντας έτσι πάνω από τα 2/3 της εγχώριας παραγωγής ενέργειας από εντόπιους πόρους και αποτελώντας την οικονοµικότερη πηγή ενέργειας για τη χώρα µας. Η παραγωγή αδρανών είναι ζωτικής σηµασίας για την τσιµεντοβιοµηχανία και τον κλάδο των κατασκευών. Χωρίς αδρανή δεν µπορούν να υπάρξουν έργα υποδοµής, δεν µπορούν να γίνουν κατασκευές, δεν µπορεί να υπάρξει ελληνική τσιµεντοβιοµηχανία, ένας από τους σηµαντικότερους εξαγωγικούς και εξωστρεφείς κλάδους στη χώρα µας. Στο βωξίτη, η χώρα µας αποτελεί τη µεγαλύτερη παραγωγό στην Ευρώπη και καλύπτει το σύνολο σχεδόν των αναγκών σε πρώτη ύλη της πολύ σηµαντικής εγχώριας βιοµηχανίας αλουµίνας αλουµινίου. 2
Ο ελληνικός µπεντονίτης, ορυκτό µε πολλές εφαρµογές λόγω των πολλαπλών και διαφορετικών ιδιοτήτων του, κατέχει σήµερα την 1 η θέση στην Ευρώπη και τη 2 η παγκοσµίως. Ο ελληνικός περλίτης κατέχει την 1 η θέση παγκοσµίως µε µερίδιο µεγαλύτερο από 25% της διεθνούς παραγωγής. Η πλήρης απαρίθµηση τέτοιων δεδοµένων θα µπορούσε να τραβήξει σε µάκρος, αλλά θα αρκεστώ σε αυτά τα λίγα για να µην σας κουράσω. Η πολυεπίπεδη δραστηριότητα του κλάδου έχει σηµασία, τόσο για την εθνική οικονοµία όσο και για τη διαθεσιµότητα πρώτων υλών στην Ευρώπη, ζήτηµα ιδιαιτέρως σοβαρό στην εποχή µας, εποχή αυξανόµενης ζήτησης πρώτων υλών διεθνώς. Είναι εξ ίσου σηµαντικό να τονιστεί ότι ο ελληνικός ορυκτός πλούτος δεν συνίσταται σε λίγα µαζικά υλικά, αλλά σε ποικιλία πολλών, µε πολύ µεγάλο βιοµηχανικό ενδιαφέρον υλικών, και µε πολύ καλές προοπτικές προσέλκυσης νέων επενδύσεων. Αυτό σηµαίνει πως οι έρευνες για νέα κοιτάσµατα πρέπει να ενθαρρύνονται και όχι να περιορίζονται λόγω στενών αντιλήψεων. Άλλη σηµαντική παράµετρος του ουσιώδους ρόλου του κλάδου είναι η συµβολή του στην περιφερειακή απασχόληση και ανάπτυξη, καθώς δραστηριοποιείται εκεί όπου βρίσκονται και τα αποθέµατα, δηλαδή σε αποκεντρωµένες περιφέρειες της χώρας, µε περιορισµένους συνήθως πόρους ή οικονοµική δραστηριότητα. Σε αυτές δεν προσφέρει µόνο απασχόληση αλλά, µέσα από τη συνύπαρξη και τη συνεργασία µε τον τοπικό πληθυσµό, συνεισφέρει στη γενικότερη ευηµερία της τοπικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Για όλους τους παραπάνω λόγους ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος µπορεί και πρέπει να υποστηριχθεί, και όχι να περιορίζεται από 3
προκαταλήψεις, χρονοβόρες και πολύπλοκες διαδικασίες ή έλλειψη θεσµικού πλαισίου, όπως, εν προκειµένω, ενός ολοκληρωµένου και καλά ζυγισµένου Εθνικού Χωροταξικού Σχεδιασµού. 3. Ι ΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΞΟΡΥΚΤΙΚΟΥ ΚΛΑ ΟΥ Ο εξορυκτικός κλάδος, λόγω της φύσης της εξόρυξης, παρουσιάζει συγκεκριµένες ιδιαιτερότητες, τις οποίες είναι χρήσιµο να επισηµάνουµε. Αυτές οι ιδιαιτερότητες διαφοροποιούν τον κλάδο από άλλες δραστηριότητες, όπως αυτές της βιοµηχανίας ή του τουρισµού. Γι αυτό πρέπει, αφού αναλυθούν, να ενσωµατωθούν στα κριτήρια του χωροταξικού σχεδιασµού, µέσα από τα οποία θα αναδεικνύεται η προτεραιότητα που ο εξορυκτικός κλάδος είναι ανάγκη να έχει στη χρήση γης. Η εξόρυξη δεν µπορεί παρά να γίνεται εκεί όπου η φύση τοποθέτησε το κοίτασµα του µεταλλεύµατος ή του ορυκτού. Η εξορυκτική δραστηριότητα είναι η µόνη που δεν µπορεί να χωροθετηθεί κάπου αλλού εκτός από το συγκεκριµένο χώρο, όπου η φύση δηµιούργησε τα αποθέµατα του ορυκτού πλούτου Η εξόρυξη τις περισσότερες φορές συνοδεύεται και από εγκαταστάσεις επεξεργασίας και παραγωγής προϊόντων προστιθέµενης αξίας, οι οποίες είναι προφανές ότι επίσης πρέπει να βρίσκονται κοντά στους χώρους που υπάρχει το κοίτασµα και δεν µπορούν να χωροθετηθούν σε µια γενική βιοµηχανική περιοχή κάπου µακριά. Τα εξορυκτικά προϊόντα, για να φθάσουν στις αγορές που εξυπηρετούν πρέπει να έχουν πρόσβαση σε δίκτυα µεταφορών, ενώ ειδικότερα στην Ελλάδα, όπου το µεγαλύτερο µέρος τους εξάγεται στο εξωτερικό, έχουν 4
κυρίως ανάγκη πρόσβασης σε λιµάνια, πάλι όσο γίνεται πιο κοντά στο χώρο του κοιτάσµατος. Όµως, η εξορυκτική δραστηριότητα έχει υποχρεωτικά µακροπρόθεσµο ορίζοντα, και ο σχεδιασµός και προγραµµατισµός της πρέπει να µπορεί να γίνεται σε βάθος χρόνου, µε σταθερούς και γνωστούς κανόνες. Μολονότι, όµως, ο ορίζοντας αξιοποίησης ενός κοιτάσµατος είναι µακροπρόθεσµος, τα συγκεκριµένα σηµεία / µέτωπα της εξόρυξης συνεχώς µετακινούνται ανάλογα µε τη φύση, τις δυνατότητες του κοιτάσµατος και τις ανάγκες της αγοράς. Αυτό απαιτεί ολιστική αντιµετώπιση, τόσο επιχειρησιακή όσο και περιβαλλοντική, του ευρύτερου χώρου ενός κοιτάσµατος, και όχι αποσπασµατική και µε στενό ορίζοντα αντιµετώπιση του συγκεκριµένου κάθε φορά εν ενεργεία µετώπου. Η οικονοµικότητα και η ανταγωνιστικότητα ενός κοιτάσµατος ή ενός ορυκτού καθορίζεται κάθε φορά από τις συνθήκες της αγοράς και από την ανταγωνιστικότητα του κλάδου, τον οποίον αυτό µπορεί να τροφοδοτήσει µε πρώτη ύλη. Γι αυτό και βλέπουµε εκµεταλλεύσεις ορυκτών, τα οποία στο παρελθόν ήταν στο προσκήνιο, να έχουν σήµερα περιέλθει σε πλήρη αδράνεια (και υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγµατα στον τόπο µας όπως το µαγγάνιο, το θείο, η σµύριδα κ.ά.), ενώ νέες ανάγκες παρουσιάζονται συνεχώς για ορυκτά άγνωστα στο παρελθόν (όπως ο χουντίτης, ο αταπουλγίτης και πολλά άλλα). εν µπορούµε λοιπόν να περιοριζόµαστε στη διατήρηση µόνο των σηµερινών γνωστών εκµεταλλεύσεων. Η βιωσιµότητα του κλάδου εξαρτάται από τη δυνατότητα πρόσβασης σε νέα αποθέµατα όπως και σε νέα ορυκτά, ανάλογα µε τις ανάγκες της αγοράς. Η εξορυκτική δραστηριότητα, από τη φύση της, επεµβαίνει στο περιβάλλον προκαλώντας οπτική κυρίως όχληση, η οποία είναι µεν 5
αποκαταστάσιµη αλλά σαφώς δεν κρύβεται καί, συνεπώς, «τραβάει την προσοχή» περισσότερο από άλλες και πιο επικίνδυνες πηγές όχλησης του περιβάλλοντος. Οι συνεχώς αναπτυσσόµενες πρακτικές αποκατάστασης του περιβάλλοντος µας επιτρέπουν να αντιµετωπίσουµε τις προκαταλήψεις του παρελθόντος, µε τη χρήση περισσότερο αποτελεσµατικών τρόπων περιβαλλοντικής προστασίας και αποκατάστασης. Η µεταλλευτική έρευνα απαιτεί πρόσβαση σε µεγάλη έκταση γης, ενώ αυτή καθαυτήν η εκµετάλλευση εντοπίζεται σε περιορισµένη εδαφική έκταση. Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι περιοχές στις οποίες αναπτύσσονται ή έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία 50 χρόνια εξορυκτικές δραστηριότητες από τις επιχειρήσεις-µέλη του ΣΜΕ, δεν ξεπερνούν το ένα τοις χιλίοις της συνολικής έκτασης της χώρας. Ακόµη και σε περιοχές µε µεγάλη εξορυκτική δραστηριότητα, όπως η Φωκίδα και η Μήλος, το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνάει το 3%. Στην Ελλάδα πάνω από το 19% της χερσαίας έκτασης της χώρας έχει υπαχθεί στο δίκτυο Natura και εντός αυτών των περιοχών βρίσκεται ένα πολύ µεγάλο µέρος των εκµεταλλεύσιµων ή πιθανώς εκµεταλλεύσιµων ορυκτών πόρων. Επιβάλλεται λοιπόν να καθορισθούν οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες, και σύµφωνα µε όσα η Ευρωπαϊκή Ένωση επιτάσσει, µπορεί να υπάρξει εκµετάλλευση φυσικών πόρων εντός προστατευόµενων περιοχών, αντί εξ αιτίας νοµικού κενού να ισχύει στην πράξη απόλυτη απαγόρευση. 4. ΘΕΣΕΙΣ Σ.Μ.Ε. ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟ ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ Είναι καθολικά αποδεκτό ότι κάθε σύγχρονη και ευνοµούµενη οικονοµία και κοινωνία οφείλει να διαθέτει ένα ολοκληρωµένο και καλά 6
συντονισµένο Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασµού. Η πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών και εταίρων µας διαθέτει έναν τέτοιο σχεδιασµό από πολλών ετών. Στη χώρα µας όµως, παρά τις επανειληµµένες προσπάθειες που έχουν γίνει (αφού βρισκόµαστε ήδη στην πέµπτη προσπάθεια), δεν έχουµε ακόµη καταφέρει να αποκτήσουµε ένα ολοκληρωµένο πλαίσιο, που θα ξεκινάει µε το γενικό χωροταξικό, και στη συνέχεια θα διακλαδώνεται, θα συµπληρώνεται και θα εξειδικεύεται, µε συντονισµένο και συνεκτικό τρόπο, τόσο οριζόντια (µε τη µορφή ειδικών χωροταξικών), όσο και κάθετα (σε επίπεδο Περιφέρειας, Νοµού ή / και ήµου). Η ολοκλήρωση, λοιπόν, ενός σωστού χωροταξικού σχεδιασµού, αποτελεί επιτακτική εθνική ανάγκη, η οποία µάλιστα µε την αναθεώρηση του Συντάγµατος του 2001 έχει καταστεί συνταγµατική επιταγή. Και αποτελεί ανάγκη για δύο κυρίους λόγους: Ο πρώτος λόγος είναι για να ενισχυθεί το επενδυτικό κλίµα και η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, ανοίγοντας το δρόµο για ταχύτερες και αποτελεσµατικότερες διαδικασίες αδειοδότησης νέων επενδύσεων / νέων έργων. Όπως όλοι σ αυτή την αίθουσα είµαστε σε θέση να γνωρίζουµε, οι εξαιρετικά χρονοβόρες και πολύπλοκες διαδικασίες αδειοδότησης που ισχύουν στη χώρα µας, αποτελούν έναν από τους σηµαντικότερους παράγοντες που κατατάσσουν την Ελλάδα τόσο χαµηλά σε όλους τους συγκριτικούς πίνακες της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Η αποσαφήνιση χωροταξικών κανόνων και κριτηρίων και η θέσπιση συντονισµένων σχετικών διαδικασιών θα µπορούσε να συµβάλει ουσιαστικά στη βελτίωση και επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης και, µέσω αυτού, στην προσέλκυση των επενδύσεων που τόση ανάγκη έχει η χώρα µας. 7
Ο δεύτερος λόγος είναι, για να αρθεί το νοµοθετικό κενό που οδηγεί το ΣτΕ σε ακυρωτικές αποφάσεις, µετά την αδειοδότηση. Το ΣτΕ, ξεκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του 90, έχει «µπλοκάρει» πλείστες όσες χωροθετήσεις µεγάλων επενδύσεων, επικαλούµενο την έλλειψη χωροταξικού σχεδιασµού που, ενώ προβλεπόταν από το νόµο, δεν είχε και δεν έχει ακόµη ολοκληρωθεί και θεσµοθετηθεί. Ένας επενδυτής, δηλαδή, σήµερα αντιµετωπίζει την εξής προοπτική: Αφού είχε την υποµονή και την επιµονή να ξεπεράσει τις πολυετείς διαδικασίες αδειοδότησης, η επένδυσή του, για την οποία έχει σπαταλήσει χρόνο και χρήµα, να βρεθεί στον αέρα µέσω της ακυρωτικής διαδικασίας του ΣτΕ, λόγω έλλειψης χωροταξικού σχεδιασµού. Στο πλαίσιο του ολοκληρωµένου χωροταξικού σχεδιασµού είναι επίσης ευκαιρία ο όρος «αειφόρος» να ερµηνευτεί σύµφωνα µε το πνεύµα και τις αρχές της Ευρωπαϊκής Πολιτικής για Βιώσιµη Ανάπτυξη. Και γιατί όχι, να µην αξιοποιήσουµε αυτή την ευκαιρία για να αντικαταστήσουµε, άλλως να ταυτίσουµε, τον όρο «αειφόρος» µε τη λέξη «βιώσιµη». Η πολύ ωραία ελληνική λέξη «αειφόρος» έχει δυστυχώς συνδεθεί µε την έννοια της «διατήρησης» ή επαναφοράς στην προτεραία κατάσταση, τόσο των φυσικών πόρων όσο και του περιβάλλοντος, για τις επόµενες γενεές. Αυτή η έννοια, όµως, οδηγεί στην εγκατάλειψη οποιασδήποτε αναπτυξιακής προσπάθειας και, πολύ περισσότερο, κάθε εξορυκτικής δραστηριότητας, αφού αυτή εκ των πραγµάτων χρησιµοποιεί µη ανανεώσιµους πόρους και επιδρά στο περιβάλλον. Αντίθετα, η έννοια της βιωσιµότητας ή της «βιώσιµης» ανάπτυξης, έτσι όπως ορίζεται πλέον, τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και διεθνώς, αποβλέπει στην ταυτόχρονη βελτίωση των δραστηριοτήτων και των αποτελεσµάτων των επιχειρήσεων και στους τρεις πυλώνες της: Οικονοµία, Κοινωνία, Περιβάλλον. Το χωροταξικό µπορεί και πρέπει να συµβάλει ώστε να 8
γίνει συνείδηση ότι περιβάλλον και ανάπτυξη δεν είναι έννοιες αντιθετικές και συγκρουσιακές αλλά µπορεί να είναι έννοιες αλληλοσυµπληρούµενες. εν µιλάµε για περιβάλλον ή ανάπτυξη αλλά για περιβάλλον και ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή, σε ισότιµη βάση. Το γνωστό τρίγωνο οικονοµία περιβάλλον - κοινωνία και η επιδίωξη ισορροπίας και στα τρία αυτά πεδία είναι σίγουρο ότι υπαγορεύουν µε συνεχώς εντεινόµενους ρυθµούς την Ευρωπαϊκή νοµοθεσία. Είναι καιρός πλέον να αρχίσει να διαπνέει και την εθνική µας νοµοθεσία. Ειδικά για τον κλάδο µας, και για την Εθνική οικονοµία γενικότερα, ο υπό διαµόρφωση χωροταξικός σχεδιασµός της χώρας, οφείλει να λάβει υπόψη του την ειδική σηµασία αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου της χώρας ως παράγοντα ανάπτυξης, καθώς και τις χωρικές ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν την εξορυκτική δραστηριότητα (για τα οποία σας µίλησα ήδη), και να συµπεριλάβει τόσο ειδική αναφορά στο Γενικό Χωροταξικό όσο και να αφιερώσει ειδικό κεφάλαιο στο Ειδικό Χωροταξικό της Βιοµηχανίας. Σεβόµενοι το γεγονός ότι δεν είναι επιθυµητό, αλλά ούτε και πρακτικό, να αναπτυχθούν Ειδικά Χωροταξικά για κάθε κλάδο ξεχωριστά, ο Σύνδεσµός µας συµµετέχει ενεργά, µε σοβαρότητα και υπευθυνότητα, στις διαδικασίες διαβούλευσης του Γενικού Χωροταξικού και κυρίως του Ειδικού της Βιοµηχανίας, καταθέτοντας εποικοδοµητικές και ρεαλιστικές προτάσεις. Ειδικότερα, ο ΣΜΕ έχει διαµορφώσει και έχει θέσει υπόψη της /νσης Χωροταξίας του ΥΠΕΧΩ Ε τα ειδικά κριτήρια για τον κλάδο που θα πρέπει να συµπεριληφθούν στις αντίστοιχες χωροταξικές µελέτες, και µέσα από τα οποία θα αναδεικνύεται η προτεραιότητα που θα πρέπει να έχει στις χρήσεις γης. Θέλουµε να πιστεύουµε ότι η αιτούµενη αναφορά στον κλάδο και τα ειδικά γι αυτόν κριτήρια θα συµπεριληφθούν στο Γενικό Χωροταξικό 9
καθώς και στο Ειδικό Χωροταξικό της Βιοµηχανίας. Σε αντίθετη περίπτωση, κατά την οποία ο εξορυκτικός κλάδος θα βρεθεί εκ των πραγµάτων σε ένα κενό του νόµου, χωρίς, δηλαδή, σε συγκεκριµένες περιοχές και κάτω από συγκεκριµένα κριτήρια να είµαστε µέσα στις προτεραιότητες χρήσης γης, τόσο για την τωρινή µας δραστηριότητα όσο και τη µελλοντική, η εναλλακτική λύση θα είναι να διεκδικήσουµε ειδική χωροταξική µελέτη για τη Μεταλλεία και την υιοθέτηση Ειδικού Χωροταξικού. Η σύγχρονη αντίληψη περί χωροταξικού σχεδιασµού διαφέρει από αυτήν του εντοπισµού συγκεκριµένων περιοχών «επί χάρτου» µε συγκεκριµένες χρήσεις γης. Αντίθετα προσανατολίζεται στον προσδιορισµό πλαισίου κατευθύνσεων και επιδιώκει την ισόρροπη ανάπτυξη διαφόρων δραστηριοτήτων µε βάση τις αρχές της βιώσιµης ανάπτυξης. Αυτό σηµαίνει ότι θα πρέπει να προβλέπεται η στάθµιση όλων των σχετικών παραµέτρων, οικονοµικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών. Και κατ επέκταση απαιτείται η επεξεργασία και ο καθορισµός συγκεκριµένων κριτηρίων και δεικτών για την αξιολόγηση του συνολικού κόστους-οφέλους εναλλακτικών χρήσεων γης ώστε, µε βάση αυτή την αξιολόγηση, να δίδεται και η ανάλογη προτεραιότητα στη χρήση γης, όχι µόνο τώρα αλλά και στις µετέπειτα αναθεωρήσεις του Σχεδιασµού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ενός σύγχρονου, δυναµικού χωροταξικού, όπως ελπίζουµε να είναι και το υπό διαµόρφωση χωροταξικό της χώρας µας, δεν ταιριάζουν «ειδικές µεταλλευτικές ζώνες», τις οποίες προέβλεπε η παλιά µεν, ισχύουσα όµως ακόµη νοµοθεσία µας, και οι οποίες ποτέ δεν λειτούργησαν. Προβληµατίζουν επίσης και οι «ειδικές λατοµικές ζώνες» τις οποίες προβλέπει το περίφηµο άρθρο 4 του υπό διαβούλευση προσχεδίου νόµου του Υπουργείου Ανάπτυξης Περί 10
Λατοµείων, για το οποίο τόση φασαρία έχει γίνει τελευταία σε µικρή µερίδα του τύπου. Ο ΣΜΕ, στις παρατηρήσεις του επί του προσχεδίου νόµου, τις οποίες έγκαιρα έστειλε στο Υπουργείο Ανάπτυξης, είχε εκφράσει εξ αρχής τις επιφυλάξεις του για τη λειτουργία τέτοιων ζωνών. Οι επιφυλάξεις µας αυτές έχουν πλέον µετατραπεί σε πλήρη αµφισβήτηση του συγκεκριµένου άρθρου, καθώς, στη φάση που βρίσκεται ο χωροταξικός σχεδιασµός, το µόνο που καταφέρνει είναι να δηµιουργεί ανησυχία και να εντείνει την αβεβαιότητα. Εξ άλλου το άρθρο αυτό δεν επηρεάζει το υπόλοιπο του προσχεδίου νόµου, το οποίο, κατά την εκφρασµένη γνώµη του Συνδέσµου µας, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση σε θέµατα όπως η αξιοποίηση ενός εκάστου ορυχείου και η περιορισµένης εµβέλειας µεν, απαραίτητη όµως κωδικοποίηση. Τα υπό διαµόρφωση χωροταξικά (Γενικό και Ειδικά), θα κληθούν να λειτουργήσουν παράλληλα, εναρµονισµένα και συντονισµένα τόσο µεταξύ τους όσο και µε άλλα Χωροταξικά, όπως τα Γενικά Πολεοδοµικά και τα αντίστοιχα ΣΧΟΟΑΠ σε τοπικό επίπεδο, τα Περιφερειακά Χωροταξικά και άλλα. Όµως ανησυχούµε γιατί τα απαραίτητα όργανα για να χειριστούν αυτόν τον συντονισµό είναι είτε πολύπλοκα και δυσκίνητα (π.χ. η Επιτροπή Συντονισµού Κυβερνητικής Πολιτικής στον Τοµέα του Χωροταξικού Σχεδιασµού και της Αειφόρου Ανάπτυξης), είτε δεν προβλέπονται καν. Σηµειώνεται, ότι πριν 10 ηµέρες δηµοσιεύτηκε η ΚΥΑ 107017, η οποία ενσωµατώνει την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2001 / 42 / ΕΚ στην Εθνική νοµοθεσία. Το περιεχόµενο και οι επακόλουθες απαιτήσεις της Στρατηγικής Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Π.Ε.) που η νέα αυτή ΚΥΑ επιβάλλει για τα Ειδικά Χωροταξικά, πιστεύουµε ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω καθυστέρηση αυτών των Χωροταξικών. 11
Απ όσα γνωρίζουµε δεν προβλέπονται επίσης συγκεκριµένοι µηχανισµοί διαχείρισης διεπιφανειών µεταξύ δραστηριοτήτων ή και αντιφάσεων µεταξύ χωροταξικών, ούτε µηχανισµός ελέγχου της συµβατότητας των επί µέρους χωροταξικών µε το Γενικό και τα Ειδικά. Τι θα συµβεί άραγε αν κάποιο ΣΧΟΟΑΠ ή κάποιο περιφερειακό χωροταξικό έρχεται σε αντίθεση µε κάποιο Ειδικό Χωροταξικό; Ποιος και πότε θα το αντιληφθεί και ποιος θ αποφασίσει τι υπερισχύει ή τι είναι πιο σωστό; Η διαχείριση διεπιφανειών µε στόχο την ισόρροπη ανάπτυξη δραστηριοτήτων, βασισµένη στη στάθµιση όλων των παραµέτρων της βιώσιµης ανάπτυξης (οικονοµικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών) δεν είναι δυνατό να γίνει αποκλειστικά σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης. Ρόλος της κεντρικής διοίκησης είναι να θέτει τις κατευθυντήριες γραµµές που πρέπει ν ακολουθούνται. Η διαχείριση αυτή καθαυτή απαιτεί εξισορρόπηση αντιτιθέµενων, πολλές φορές, συµφερόντων όπως και σύγκλιση διαφορετικών απόψεων και προσδοκιών. Το πλέον αποτελεσµατικό και κοινωνικά αποδεκτό µέσο για το σκοπό αυτόν είναι ο διάλογος. Ένας διάλογος θεσµοθετηµένος, δηµοκρατικός, νηφάλιος, εποικοδοµητικός, µε πνεύµα αµοιβαίας εµπιστοσύνης και σεβασµού. Ένας διάλογος που θα πρέπει να προβλέπεται σε όλα τα επίπεδα, αλλά εκεί που θα είναι πραγµατικά καθοριστικός είναι σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας, η οποία απαιτεί και πρέπει να έχει βαρύνοντα λόγο στα χωροταξικά θέµατα που την αφορούν. εν είναι περίεργο ότι η τοπική κοινωνία ανησυχεί, δυσπιστεί και αντιδρά. Τόσο γιατί δεν αισθάνεται ότι υπολογίζουν τις ανησυχίες της, όπως θα έπρεπε, όσο και για έναν ακόµη λόγο. Χωρίς αµφιβολία υπάρχει πολύ µεγάλο έλλειµµα αξιοπιστίας για την αποτελεσµατικότητα των ελεγκτικών µηχανισµών που διαθέτει η δηµόσια διοίκηση σε όλα της τα επίπεδα. Γι αυτό και η θεσµική ενδυνάµωση των µηχανισµών που θα 12
ελέγχουν την εφαρµογή των όποιων χωροταξικών σχεδίων, νόµων και διαδικασιών ήθελαν θεσπιστεί είναι παραπάνω από επιτακτική. Από την άλλη πλευρά, στη σύγχρονη εποχή µας, σηµαντική είναι και η συνειδητοποίηση της ανάγκης αυτοδέσµευσης και αυτοελέγχου από την πλευρά των ίδιων των επιχειρήσεων. 5. ΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΜΕ Τα µέλη του ΣΜΕ έχουν εγκαίρως αναγνωρίσει αυτή την ανάγκη και έχουν προχωρήσει στις δικές τους αυτοδεσµεύσεις. Για το Σύνδεσµό µας είναι ξεκάθαρο, και το τονίζουµε προς πάσα κατεύθυνση, ότι ενδιαφερόµαστε να προχωρήσουµε µαζί µε τις κατά τόπους κοινωνίες, σεβόµενοι τους προβληµατισµούς τους για την προστασία του περιβάλλοντος. Είµαστε διατεθειµένοι να αγωνιστούµε για την κοινωνική αποδοχή, για την «κοινωνική άδεια» λειτουργίας και όχι απλά για την τυπική άδεια από τον αρµόδιο φορέα, µε τη δηµιουργία σχέσεων βασισµένων στο αµοιβαίο και συλλογικό όφελος. Στο πλαίσιο αυτό, τα µέλη του ΣΜΕ έχουν υιοθετήσει Κώδικα Αρχών Βιώσιµης Ανάπτυξης, συνοδευόµενο από συγκεκριµένους µετρήσιµους δείκτες παρακολούθησης αυτών των αρχών, µε βασικό σκοπό τη συνεχή βελτίωση της λειτουργίας των εταιριών-µελών και στους τρεις πυλώνες της βιώσιµης ανάπτυξης. Και µε τα έργα µας, και όχι µε λόγια, να πείθουµε ότι η εξορυκτική δραστηριότητα µπορεί να συνυπάρχει µε τη φροντίδα για το περιβάλλον, µε ασφαλείς συνθήκες εργασίας και µε κοινωνική συνεισφορά. Τη δραστηριότητά µας την αναπτύσσουµε σε βάθος χρόνου και δεν θέλουµε, όταν µια δραστηριότητα τελειώνει, να αφήνουµε «µια τρύπα» πίσω µας. Ούτε µία «τρύπα στο χώµα» αλλά αποκατεστηµένες περιοχές. 13
Ούτε µια «τρύπα στην κοινωνία», έχοντας στο µεταξύ συνεισφέρει στην αναβάθµιση των δεξιοτήτων του τοπικού πληθυσµού αλλά και των τοπικών υποδοµών. Ούτε µία «τρύπα στην τοπική οικονοµία» έχοντας συµβάλει στο στήσιµο µηχανισµών αυτοδυναµίας και προοπτικών ανάπτυξης και άλλων δραστηριοτήτων. 6. ΚΛΕΙΣΙΜΟ Πριν κλείσω, θέλω να ευχαριστήσω για µια ακόµη φορά το ΤΕΕ, τον κατ εξοχήν εκπρόσωπο του τεχνικού κόσµου της χώρας µας, ο οποίος περιλαµβάνει και τους µελετητές που εκπονούν τις διάφορες χωροταξικές µελέτες. Ο ΣΜΕ αλλά και όλη η κοινωνία µας, θα τολµούσα να πω, προσβλέπει στη συµβολή τους, υπό ασφυκτικές, είναι αλήθεια πιέσεις και µέσα σε στενότατα χρονικά περιθώρια, να προετοιµάσουν το έδαφος πάνω στο οποίο θα µπορέσει απρόσκοπτα να εξελιχθεί η σηµαντικότατη διαβούλευση για το χωροταξικό σχεδιασµό της χώρας µας. Μιας διαβούλευσης και µιας συζήτησης µέσα από την οποία θα πρέπει να παρθούν αποφάσεις από την «κοινωνία» µας και όχι µόνο από την πολιτική ηγεσία, καθώς οι αποφάσεις αυτές θα προδιαγράψουν τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας µας για πολλά χρόνια. Όσο δύσκολο και αν είναι το έργο τους, προσωπικά έχω µεγάλη εµπιστοσύνη στο µελετητικό δυναµικό της χώρας, στο αίσθηµα ευθύνης που τους διακατέχει και στη δεξιοτεχνία µε την οποία µπορούν να χειριστούν τις κακοτοπιές, τις ελλείψεις και τις δυσκολίες. Σας εξέφρασα τις ανησυχίες µας για τις ελλείψεις του συστήµατος στο να αντιµετωπίσει αποτελεσµατικά διεπιφάνειες και αλληλοσυγκρουόµενες κατευθύνσεις. Βαριά η ευθύνη των µελετητών και πολλές οι παγίδες που ελλοχεύουν. Σαν ΣΜΕ, εκπροσωπώντας έναν κλάδο µε δυναµική ανάπτυξης για τη χώρα, είµαστε έτοιµοι και πρόθυµοι να συνδράµουµε 14
τόσο το έργο των µελετητών όσο και της δηµόσιας διοίκησης, όπου κληθούµε και όποτε έχουµε την ευκαιρία συµµετοχής. Τελειώνοντας, απευθύνω έκκληση σε όλους τους εµπλεκόµενους να γίνει όσο πιο προσεκτική δουλειά γίνεται από την αρχή, υπενθυµίζοντας ότι η αρχή είναι το ήµισυ του παντός. Πρέπει να αποφύγουµε τη µετάθεση «στις καλένδες», την παράλειψη κρίσιµων ζητηµάτων, την αναβολή σηµαντικών θεµάτων για µελλοντικές αναπροσαρµογές, ή την απαξίωση ολόκληρων οικονοµικών κλάδων εξαιτίας νοµοθετικών κενών και δυσλειτουργικών καθεστώτων. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. 15