Μελέτη. Πάνος Λαζαράτος. Η ρύθµιση καταστάσεως κατά τον Κώδικα ιοικητικής ικονοµίας. Πάνος Λαζαράτος Αναπλ.Καθηγητής Νοµικής Σχολής Παν/µιου Αθηνών



Σχετικά έγγραφα
'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Π ρ ο σ ή λ θ ε [...] γ ι α να δικάσει την από 8 Φεβρουαρίου 2019 [...] αίτηση αναστολής,

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών τρίτων.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Τμήμα 16 ο ΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 10: Προστασία της προσωπικότητας και τύπος. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

Η ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ 3ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

Οδηγίες για την υποβολή αίτησης ρύθµισης των οφειλών υπερχρεωµένων φυσικών προσώπων στο Ειρηνοδικείο

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΜΕΡΟΣ IV ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Α.Ε.Π.Π.)

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Ακυρωτικές διαφορές

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΑΠΟΦΑΣΗ 223/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Διαφορές ουσίας

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

Α. Υποχρέωση προσκόμισης εγγυητικής επιστολής

Α Π Ο Φ Α Σ Η 168/2012

ΤΟΚΑΤΛΙΔHΣ - ΚΟΝΤΙΑΔΗ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ. Γ/ΕΞ/8246/ Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 193/2014

ΕΠΙΛΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΑΦΟΡΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

«Πιστοποίηση των µηχανοδηγών και άλλες διατάξεις»

2. Το Π.Δ. 81/2002 (ΦΕΚ Α 57) περί συγχωνεύσεως των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Κλεοπάτρα Καλλικάκη Εφέτης Δ.Δ. Απόφαση URGENTA. Μια νέα προοπτική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής;

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. Α 28/ ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Τάξη και κατηγορία έργων όπου πρέπει να είναι εγγεγραµµένος ο υποχρεωτικά οριζόµενος υπεργολάβος.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 4ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ

Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕΚΤΕΛΕΣΉΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ ΓΙΑ 1ΉN ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 4590/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 36/2016

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

Κατηγορία 14 : είδη επίπλωσης διακοσμητικά και μεταχειρισμένα : Ecu, μουσικά όργανα : Ecu, όλα τα άλλα είδη : Ecu.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ. Γ/ΕΞ/8255/ Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 202/2014

*ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 5

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ. Γ/ΕΞ/8249/ Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 196/2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 3174

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 27/01/2017. Αριθμός απόφασης: 862

Α Π Ο Φ Α Σ Η 48/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ. Γ/ΕΞ/8248/ Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 195/2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 85/2012

Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. αρ. 291/2016 Παραβίαση εργατικής νομοθεσίας

Θέµα: Υπαγωγή στην ασφάλιση του ΤΠΕ Ε νέων ασφαλισµένων Ε Ε (άρθρο 39 του ν.2084/1992.

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III. Δικαιώματά του υποκειμένου των δεδομένων. Τμήμα 1. Διαφάνεια και ρυθμίσεις. Άρθρο 12

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 70/2013

Α Π Ο Φ Α Σ Η 108/2013

ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α3

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Transcript:

Μελέτη Πάνος Λαζαράτος Η Ρύθµιση Καταστάσεως κατά τον Κώδικα ιοικητικής ικονοµίας Η ρύθµιση καταστάσεως κατά τον Κώδικα ιοικητικής ικονοµίας Πάνος Λαζαράτος Αναπλ.Καθηγητής Νοµικής Σχολής Παν/µιου Αθηνών Ι. Νοµοτεχνικές και λοιπές ατέλειες του άρθρου Κ ικ Το άρθρο Κ ικ εισάγει για πρώτη φορά σε επίπεδο θετικού δικαίου τον θεσµό της προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως. Η διάταξη δανείστηκε ασφαλώς στοιχεία από το έβδοµο κεφάλαιο του πέµπτου βιβλίου (Ασφαλιστικά µέτρα) του Κώδικα ιοικητικής ικονοµίας. Σε κάποιες περιπτώσεις ο δανεισµός έγινε χωρίς περίσκεψη και οι επιλογές του νοµοθέτη δηµιουργούν ερµηνευτικά προβλήµατα, τα κυριότερα από τα οποία νοµίζω ότι είναι τα ακόλουθα: i) Προσωρινή ρύθµιση καταστάσεως επιτρέπεται µόνο επί του ενδίκου βοηθήµατος της αγωγής. Φαίνεται να συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι δεν επιτρέπεται επί του ενδίκου βοηθήµατος της προσφυγής, πράγµα το οποίο δυσχερώς µπορεί να δικαιολογηθεί. Παραµένει ανοιχτό, αν η διάταξη εφαρµόζεται επί σωρεύσεως προσφυγής και αγωγής. ii) εν ορίζεται µε ακρίβεια, κατ αναλογία προς τις ρυθµίσεις των άρθρων 731 και 732 ΚΠολ ποιο είναι το αντικείµενο της προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως καθώς και οι αντίστοιχες εξουσίες του (διοικητικού) δικαστηρίου. Παραµένει έτσι αρκετά σκοτεινό ακόµη και σε εννοιολογικό επίπεδο, τί ακριβώς εννοείται µε τον όρο προσωρινή ρύθµιση καταστάσεως. iii) Ο λόγος της προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως έχει προσδιοριστεί κατά τρόπο άκρως αποτυχηµένο, χωρίς περαιτέρω να διευκρινίζεται αν στη δίκη της προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως µπορεί να εφαρµοστεί ενδεχοµένως και το άρθρο 202 Κ ικ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση αδιευκρίνιστη µένει και η σχέση των άρθρων 202 και 210 3 Κ ικ. iv) Η διατύπωση του άρθρου 210 3 Κ ικ είναι άκρως αποτυχηµένη, διότι τόσο το «κατεπείγον της ρυθµίσεως» όσο και ο «κίνδυνος» προς περαιτέρω σκοπό ο οποίος παραµένει σκοτεινός. Η ρύθµιση είναι επείγουσα προκειµένου να συµβεί ή να αποτραπεί κάτι. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και πρέπει να αντιµετωπιστεί µε ρύθµιση καταστάσεως προκειµένου να αποτραπεί κάτι. Τί είναι αυτό το «κάτι» που επείγει ή διακινδυνεύει δεν διευκρινίζεται από την διατύπωση του άρθρου 210 3 Κ ικ. Με το να παραµένει αδιευκρίνιστος ο σκοπός της ρυθµίσεως καταστάσεως, η ρύθµιση φαίνεται παράλογη και «αυτιστική». Η ρύθµιση καταστάσεως διατάσσεται επειδή επείγει η ίδια η ρύθµιση καταστάσεως! Η ρύθµιση καταστάσεως διατάσσεται επίσης επειδή από την πάροδο του χρόνου υφίσταται κίνδυνος να καταστεί ιδιαίτερα δυσχερής η (ίδια και πάλι) ρύθµιση της καταστάσεως. Κατά την παράλογη διατύπωση του άρθρου 210 3 Κ ικ σκοπός και λόγος της ρυθµίσεως καταστάσεως είναι η ίδια η ρύθµιση της καταστάσεως. Εν απουσία όµως περαιτέρω σκοπού του θεσµού, κριτηρίων και αληθών λόγων λήψεως του µέτρου του άρθρου 210 Κ ικ οποιαδήποτε απόφαση είναι δυνατή. εδοµένης συνεπώς της αποτυχίας της διατυπώσεως της 3 του άρθρου 210 Κ ικ, είναι έργο της θεωρίας να προσδιορίσει τους σκοπούς και τους λόγους της προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως εις τρόπον ώστε η διάταξη να µπορεί να εφαρµοστεί κατά τον ασφαλέστερο και δογµατικώς ορθότερο τρόπο. v) εν διευκρινίζεται εάν και κατά πόσο µέτρο προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως µπορεί να είναι και η αναστολή εκτελέσεως της ζηµιογόνου (εκτελεστής ή µη) διοικητικής πράξεως ή άλλης µορφής διοικητικής ενέργειας ή διοικητικής δηλώσεως βουλήσεως. Αν η απάντηση στο ερώτηµα αυτό είναι καταφατική, δεν είναι σαφές γιατί από τους λόγους αποκλεισµού της προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως του άρθρου 210 4 Κ ικ έχει παραλειφθεί η περίπτωση β των άρθρων 202 και 208 Κ ικ, ήτοι η περίπτωση που η ζηµιογόνος πράξη ή ενέργεια, που στο πλαίσιο ρυθµίσεως καταστάσεως πρέπει να ανατραπεί έχει ήδη εκτελεσθεί (προκειµένου περί πράξεως) ή συντελεσθεί (προκειµένου περί ενέργειας). Όλα τούτα τα ερµηνευτικά προβλήµατα που θέτει το άρθρο 210 Κ ικ θα αντιµετωπισθούν κατά την εγγύτερη ανάλυση της διατάξεως. II. Ενεργητικώς νοµιµοποιούµενοι Εφόσον θεωρηθεί ότι το άρθρο 210 Κ ικ, σύµφωνα µε τη διατύπωσή του, εφαρµόζεται µόνο επί αγωγής προς άσκηση της αιτήσεως ρυθµίσεως καταστάσεως νοµιµοποιούνται όλα τα πρόσωπα που περιγράφονται στις 1-3 του άρθρου 71 Κ ικ. Νοµιµοποιούνται έτσι πρώτον (σύµφωνα µε την 1) τα πρόσωπα τα οποία έχουν κατά του ηµοσίου ή άλλου νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου χρηµατική αξίωση από έννοµη σχέση δηµοσίου δικαίου. Η

αγωγή που θα ασκηθεί δεν χρειάζεται να είναι κατ ανάγκη καταψηφιστική. Μπορεί να είναι και αναγνωριστική. Τούτο προκύπτει αφενός µεν από την αδιαφοροποίητη διατύπωση του άρθρου 210 1 Κ ικ αφετέρου δε µέσω επιχειρήµατος εξ αντιδιαστολής από το άρθρο 211 Κ ικ. Νοµιµοποιούνται δεύτερον (σύµφωνα µε την 2) οι κάθε είδους καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι των προσώπων που περιγράφηκαν στην 1. Νοµιµοποιούνται τρίτον (σύµφωνα µε την 3) οι δανειστές των κατά τις προηγούµενες παραγράφους δικαιούχων, εφόσον οι τελευταίοι δεν την ασκούν εκτός αν πρόκειται για προσωποπαγείς αξιώσεις. Σε αίτηση ρυθµίσεως καταστάσεως νοµιµοποιούνται µε άλλα λόγια οι δικαιούµενοι να ασκήσουν πλαγιαστική αγωγή. Με αφορµή το ζήτηµα της διαγραφής του κύκλου των προσώπων που νοµιµοποιούνται σε άσκηση αιτήσεως ρυθµίσεως καταστάσεως υποστηρίχθηκε η ακόλουθη άποψη. εδοµένου ότι οι δικαιούµενοι σε άσκηση καταψηφιστικής αγωγής µπορούν αντί της αιτήσεως ρυθµίσεως καταστάσεως- να υποβάλλουν αίτηµα προσωρινής επιδικάσεως της απαιτήσεως και δεδοµένου ότι όπως προαναφέρθηκε- σε αίτηση προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως νοµιµοποιούνται οι δυνάµενοι να ασκήσουν πλαγιαστική αγωγή, υποστηρίζεται ότι την αίτηση του άρθρου 210 Κ ικ µπορούν να υποβάλουν ουσιαστικά µόνο- οι δανειστές των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 71 1 και 2 Κ ικ. Η άποψη αυτή δεν µε βρίσκει σύµφωνο, για τους ακόλουθους τουλάχιστον λόγους: i) ιότι την αίτηση του άρθρου 210 Κ ικ µπορούν να υποβάλουν εκτός από αυτούς που άσκησαν καταψηφιστική αγωγή και αυτοί που άσκησαν αναγνωριστική αγωγή και δεν δικαιούνται να ζητήσουν την προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεως. ii) ιότι ο ενάγων δεν ενδιαφέρεται µόνο για προσωρινή επιδίκαση (µέρους) της απαιτήσεώς του. Συµπληρωµατικώς είναι δυνατόν να ενδιαφέρεται και για την µη-περαιτέρω επέκταση της ζηµίας του. Την αναστολή αυτή λειτουργίας της ζηµιογόνου πηγής (είτε αυτή είναι διοικητική πράξη, είτε άλλη µορφή διοικητικής ενέργειας), µπορεί να την επιτύχει ο πολίτης µόνο µέσω του µέτρου του άρθρου 210 Κ ικ. Συχνά µάλιστα, δεδοµένων των ειδικών προϋποθέσεων εφαρµογής του άρθρου 213 1 Κ ικ, το µόνο δραστικό µέτρο προσωρινής δικαστικής προστασίας για τα πρόσωπα των 1 και 2 του άρθρου 71 Κ ικ θα είναι η ρύθµιση καταστάσεως. iii) εν είναι εµφανές πώς συνδέονται οι δύο όροι του συλλογισµού της αποκρουοµένης απόψεως. εδοµένου πάντως πως δεν φαίνεται να είναι ορθή η άποψη ότι την αίτηση του άρθρου 210 Κ ικ µπορούν να ασκήσουν µόνο όσοι άσκησαν καταψηφιστική αγωγή, ο συλλογισµός ελέγχεται ως προς την νοµική ορθότητά του. Σε κάθε περίπτωση µέσω του άρθρου 20 1 Συντ. θα πρέπει να συναχθεί η γενική αρχή, ότι εν αµφιβολία θα πρέπει να υποστηρίζεται η ερµηνεία που οδηγεί σε διεύρυνση του κύκλου των κατ άρθρο 210 1 Κ ικ νοµιµοποιουµένων προσώπων προς άσκηση αιτήσεως ρυθµίσεως καταστάσεως. Ο κύκλος αυτός θα πρέπει δε να διευρυνθεί ακόµα περισσότερο µε τα πρόσωπα του άρθρου 64 Κ ικ, εφόσον γίνει δεκτό ότι σε άσκηση του ενδίκου βοηθήµατος του άρθρου 210 Κ ικ νοµιµοποιούνται και όσοι άσκησαν προσφυγή ή σώρευσαν σε ένα δικόγραφο τα βοηθήµατα της προσφυγής και της αγωγής. III. Έννοια της ρυθµίσεως καταστάσεως Λαµβάνοντας υπόψη και τα πορίσµατα του αστικού δικονοµικού δικαίου θα µπορούσαµε να ορίσουµε ως «κατάσταση» του άρθρου 210 Κ ικ κάθε συµπλοκή γεγονότων ή συµβάντων πραγµατικής ή νοµικής φύσεως των οποίων προσβάλλεται η ύπαρξη και ζητείται η προστασία είτε µε την (δικαστική) αναγνώριση, είτε µε την διαµόρφωση, είτε µε την δηµιουργία νέας καταστάσεως ικανής να άρει την ύπαρξη ή την ενέργεια µιας ζηµιογόνου πηγής και ανταποκρινόµενης κατά τους ισχυρισµούς του αιτούντος προς την έννοµη τάξη. Η προσωρινή ρύθµιση καταστάσεως διακρίνεται: i) στην προσωρινή καταδίκη του ενάγοντος ή του ηµοσίου σε ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή πράξεως. ii) στην προσωρινή λήψη ρυθµιστικών µέτρων διαπλαστικού χαρακτήρα (διαφορετικών από εκείνα της περιπτώσεως i), µε σκοπό την άρση της υπάρξεως ή της (περαιτέρω) επενέργειας ζηµιογόνου πηγής. Η καταδίκη σε ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή πράξεως έχει χαρακτήρα εκτελεστού τίτλου. Κατά την προσωρινή λήψη ρυθµιστικών µέτρων διαπλαστικού χαρακτήρα συντελείται αυτοδίκαια, διαµέσου της αποφάσεως προσωρινής δικαστικής προστασίας, δεσµευτική προσωρινή µεταβολή της έννοµης σχέσεως που συνδέει τους διαδίκους. Ανάλογες είναι οι απόψεις της θεωρίας ως προς την νοµική φύση της προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως στο πλαίσιο του αστικού δικονοµικού δικαίου. IV. Απαγόρευση ικανοποιήσεως του δικαιώµατος Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο κανόνας του άρθρου 692 4 ΚΠολ ισχύει κατά βάση και στην διοικητική δίκη. Το ασφαλιστικό µέτρο της ρυθµίσεως καταστάσεως δεν πρέπει να συνίσταται στην ικανοποίηση του δικαιώµατος του οποίου ζητείται η εξασφάλιση: δεν πρέπει δηλαδή λ.χ. ούτε να συνίσταται σε ακύρωση πράξεως (εµµέσως ή αµέσως), ούτε να οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση χρηµατικής αξιώσεως. Με άλλα λόγια το διατασσόµενο ασφαλιστικό µέτρο του άρθρου 210 Κ ικ δεν πρέπει να ταυτίζεται κατά περιεχόµενο µε το διατακτικό της οριστικής αποφάσεως επί της κυρίας δίκης, αλλά να αποτελεί κάτι το έλασσον και διαφορετικό εκείνου. V. ιακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου Η λέξη «µπορεί» στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 210 1 Κ ικ δίνει και πάλι την εντύπωση ότι το

διοικητικό δικαστήριο έχει την ευχέρεια να διατάξει ή να µην διατάξει ρύθµιση καταστάσεως, παρόλο που συντρέχουν οι προϋποθέσεις της 3 του άρθρου 210. Επίσης η έκφραση «κατά την κρίση του» στο εδάφιο β της 1 του άρθρου 210, δίδει την εντύπωση ότι διακριτική ευχέρεια υφίσταται και σε ένα δεύτερο επίπεδο. Το διοικητικό δικαστήριο µπορεί κατ ευχέρεια απόλυτη, σύµφωνη µε ελεύθερη εκτιµητική κρίση, να επιλέξει εκείνο το µέτρο ρυθµίσεως καταστάσεως που θεωρεί το καταλληλότερο. Ούτε η µια εντύπωση ούτε η άλλη είναι ακριβής. Το «µπορεί» του άρθρου 210 Κ ικ είναι ανάλογο µε το «µπορεί» των άρθρων 202 και 208 Κ ικ. Το δικαστήριο είναι υποχρεωµένο να διατάξει αναστολή διοικητικής πράξεως, ή αναστολή δικαστικής αποφάσεως, ή ρύθµιση καταστάσεως, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 202, 208 ή 210 Κ ικ. Επίσης το επιλεγόµενο µέτρο θα πρέπει να είναι το αναλογικότερο. Θα πρέπει δηλαδή να είναι αυτό που επιφέρει την µικρότερη δυνατή βλάβη στον αιτούντα, στο δηµόσιο συµφέρον και στους τρίτους σε µια «πρακτική αρµονία» των συγκρουοµένων υπό στάθµιση συµφερόντων. Μόνο εάν περισσότερα του ενός µέτρα ρυθµίσεως καταστάσεως µπορούν να θεωρηθούν «αναλογικά» στην συγκεκριµένη περίπτωση, το δικαστήριο έχει την εκτιµητική ευχέρεια να επιλέξει µεταξύ αυτών κατά κρίση ανέλεγκτη. VI. Η ανάγκη προηγούµενης ασκήσεως ενδίκου βοηθήµατος Η διατύπωση του άρθρου 210 1 Κ ικ είναι σαφής και ανεπίδεκτη παρερµηνειών ως προς την ανάγκη προηγούµενης ασκήσεως του κυρίου ενδίκου βοηθήµατος, πριν ασκηθεί η αίτηση προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως. Θεωρητικώς τίθεται και πάλι το ζήτηµα το οποίο µπορεί να τεθεί, και µε αφορµή το ένδικο βοήθηµα της προσφυγής καθώς και µε τα λοιπά ένδικα µέσα. Η διοίκηση είναι δυνατόν να προβεί αµέσως µετά την λήψη του ζηµιογόνου µέτρου (είτε αυτό συνιστά εκτελεστή πράξη, είτε όχι) σε εκτέλεση της πράξεως, ή εν γένει σε λήψη µη ανατρέψιµων µέτρων, τα οποία καθιστούν τη ρύθµιση µέτρων καταστάσεως, αν όχι αδύνατη οικονοµικώς ιδιαίτερα δυσχερή. Το ζήτηµα τίθεται εδώ κάπως διαφορετικά απ ότι σε σχέση µε την προσφυγή και τα (λοιπά) ένδικα µέσα, δεδοµένου ότι η αγωγή συνιστά ένδικο βοήθηµα για το οποίο δεν έχουν εφαρµογή οι στενές προθεσµίες ασκήσεως της προσφυγής και των λοιπών ενδίκων µέσων, παρά µόνο οι πολύ µακριές της παραγραφής του Κώδικα ηµοσίου Λογιστικού (Κ Λ). Συνεπώς οι δύο βασικές αρχές που αναπτύχθηκαν σχετικά µε την (άµεση) εκτέλεση διοικητικής πράξεως ή δικαστικής αποφάσεως (πριν καν εκκινήσει ή έστω παρέλθει η προθεσµία ασκήσεως ενδίκου βοηθήµατος ή µέσου) ισχύουν αναλογικώς (κατάλληλα προσαρµοσµένες) και για την αγωγή του άρθρου 210 1 Κ ικ, ως ακολούθως: i) Οι αρχές της χρηστής διοικήσεως επιβάλλουν στις διοικητικές αρχές να µην εκτελούν µε διοικητικές ή υλικές πράξεις κατά τρόπο αναπότρεπτο άλλες διοικητικές πράξεις για εύλογο (σύντοµο) χρονικό διάστηµα από της εκδόσεώς τους, προκειµένου όχι µόνο να δοθεί στον καθ ου ιδιώτη η δυνατότητα να ασκήσει κατ αυτών προσφυγή και αίτηση αναστολής αλλά και το ένδικο βοήθηµα της αγωγής σε συνδυασµό µε αίτηση ρυθµίσεως της καταστάσεως του άρθρου 210 Κ ικ. ii) Σε περίπτωση που υλική εκτέλεση, αποτρέπουσα ή καθιστώσα ιδιαιτέρως δυσχερή την ρύθµιση καταστάσεως, λάβει χώρα κατά παράβαση των επιταγών της χρηστής διοικήσεως (κατά τα υπό i αναπτυχθέντα), ο διοικητικός δικαστής υποχρεούται να θεωρήσει κατά την στάθµιση αγαθών του άρθρου 202 Κ ικ (το οποίο εφαρµόζεται µέσω του άρθρου 210 5 Κ ικ), ότι η ratio του άρθρου 202 2 περιπτ. β θα πρέπει να υποχωρήσει έναντι του λόγου του άρθρου 210 3 (σε συνδυασµό µε τη βλάβη του άρθρου 201 1 Κ ικ). Η κρίση περί του ευλόγου χρονικού διαστήµατος το οποίο πρέπει να περιµένει η διοίκηση πριν ασκηθεί αίτηση ρυθµίσεως καταστάσεως ποικίλει ανά περίπτωση, ανάλογα µε την υφή της υποθέσεως και των συγκρουοµένων συµφερόντων, είναι δε κρίση ελεγκτή και ανατρέψιµη κατά την διαδικασία του άρθρου 205 6 Κ ικ. VII. Το πρόβληµα του κυρίου ενδίκου βοηθήµατος κατά την εφαρµογή του άρθρου 210 Κ ικ. Τίθεται κατά την ερµηνεία και εφαρµογή του άρθρου 210 1 Κ ικ ένα διπλό ερώτηµα: αφενός µεν αν η διάταξη εφαρµόζεται αναλογικώς και επί του ενδίκου βοηθήµατος της προσφυγής αφετέρου δε αν η διάταξη θα πρέπει να εφαρµοστεί επί σωρεύσεως προσφυγής και αγωγής. Νοµίζω ότι, προς οικονοµία της ερευνητικής διαδικασίας, τα δύο ερωτήµατα θα πρέπει να αντιµετωπιστούν κατά την σειρά που ετέθησαν. Θα πρέπει δηλαδή πρώτον να ελεγχθεί η δυνατότητα αναλογικής εφαρµογής του άρθρου 210 1 Κ ικ επί του ενδίκου βοηθήµατος της προσφυγής. Αν το ερώτηµα αυτό απαντηθεί καταφατικά, καταφατική θα είναι κατ ανάγκη η απάντηση και επί του δευτέρου ερωτήµατος. Ανάγκη αυτόνοµης αντιµετωπίσεως του δευτέρου ερωτήµατος (εφαρµογή του άρθρου 210 1 Κ ικ επί σωρεύσεως προσφυγής και αγωγής) θα υφίσταται µόνο εάν η απάντηση επί του πρώτου ερωτήµατος είναι αρνητική. Το συγκεκριµένο κενό νοµίζω ότι στην προηγούµενη περίπτωση θα πρέπει να χαρακτηρισθεί ως ρυθµιστικό κενό (και όχι ως κενό συγκεκριµένου κανόνα δικαίου), δεδοµένου ότι η νοµοθετική ατέλεια που απαιτεί ρύθµιση δεν απαντάται απλώς σε ένα κανόνα δικαίου. Ατελής παρίσταται στην προκειµένη περίπτωση µία ολόκληρη νοµοθετική ρύθµιση (και συγκεκριµένα ο θεσµός της ρυθµίσεως καταστάσεως) µε την έννοια ότι από αυτήν ελλείπει-ενδεχοµένως- µία αναγκαία, κατά το ρυθµιστικό της σχέδιο, διάταξη αναφορικά µε ορισµένο ζήτηµα. Ερευνητέο είναι στην προκειµένη περίπτωση, αν το άρθρο 210 Κ ικ παρουσιάζει αυτό που στην

µεθοδολογία του δικαίου καλείται εµφανές κενό. Για εµφανές κενό γίνεται λόγος στην περίπτωση κατά την οποία ο νόµος δεν περιέχει καµία ρύθµιση για µία κατηγορία σχέσεων, µολονότι αυτή θα έπρεπε βάσει της εγγενούς στον νόµο τελολογίας (immanente Teleologie des Gesetzes) να ρυθµίζεται ως αξιολογικά ουσιωδώς όµοια µε ήδη ρυθµιζόµενες στο νόµο κατηγορίες σχέσεων. Συνεπώς το πρόβληµα της αναλογικής εφαρµογής του άρθρου 210 Κ ικ και επί του ενδίκου βοηθήµατος της προσφυγής περνάει µέσα από την ανάγκη προσδιορισµού της εγγενούς στο άρθρο 210 Κ ικ τελολογίας. Εντούτοις δεν θα πρέπει κανείς να εστιάσει την προσοχή του µόνο στο άρθρο 210 Κ ικ, αλλά παραλλήλως και στο άρθρο 205 3 Κ ικ, το οποίο εµπεριέχει την δυνατότητα ρυθµίσεως καταστάσεως επί προσφυγής. Γίνεται λόγος για ρυθµιστικό κενό δεδοµένου ότι οι προθέσεις του νοµοθέτη δεν προκύπτουν από ένα µόνο κανόνα δικαίου, αλλά από πλέγµα ρυθµίσεων (και συγκεκριµένα τουλάχιστον αυτών των άρθρων 205 3 και 210 Κ ικ). Ελέχθη µάλιστα ήδη, και θα πρέπει να τονισθεί εκ νέου πριν προσδιορισθεί η εγγενής τελολογία των ρυθµίσεων των άρθρων 205 3 και 210 Κ ικ, ότι η ευρεία ερµηνεία της περιπτώσεως γ του άρθρου 205 Κ ικ, οδηγεί στο συµπέρασµα ότι ρύθµιση καταστάσεως ευρείας εµβέλειας χωρεί και επί του ενδίκου βοηθήµατος της προσφυγής. Εντούτοις για δύο τουλάχιστον λόγους το ζήτηµα της αναλογικής εφαρµογής του άρθρου 210 Κ ικ και επί του ενδίκου βοηθήµατος της προσφυγής παρίσταται πρακτικό και κρίσιµο. Τούτοι οι λόγοι είναι οι ακόλουθοι: i) Μέσω του άρθρου 205 Κ ικ ο πολίτης δεν µπορεί να ζητήσει µε το βοήθηµα προσωρινής δικαστικής προστασίας προσωρινή ρύθµιση της καταστάσεως (αυτοτελώς) δίχως να ζητήσει και αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόµενης πράξεως. ii) Τα παρεπόµενα µέτρα (προσωρινής ρυθµίσεως της καταστάσεως) του άρθρου 205 3 Κ ικ χορηγούνται µόνο όταν διατάσσεται και όχι όταν απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτελέσεως διοικητικής πράξεως. Μετά τις ανωτέρω διευκρινίσεις και επιστρέφοντας στην συνολική- εγγενή τελολογία των άρθρων 205 3 και 210 Κ ικ, θα µπορούσαµε να την προσδιορίσουµε ως ακολούθως: ο νοµοθέτης ενδιαφέρεται µέσω του θεσµού της ρυθµίσεως καταστάσεως αφενός µεν να δώσει στον δικαστή την δυνατότητα να λάβει µέτρα τα οποία σταθµίζουν κατά τον αναλογικότερο και προσφορότερο τρόπο τα συγκρουόµενα ιδιωτικά και δηµόσια συµφέροντα (όταν ιδίως η αναλογικότητα επιβάλλει κάτι διαφορετικό από τις ακραίες λύσεις της αναστολής ή µη-αναστολής διοικητικής πράξεως ή της επιδικάσεως µέρους της απαιτήσεως), αφετέρου δε να άρει τις αιτίες ζηµιογόνου ενέργειας της διοικήσεως ή (και) την περαιτέρω διεύρυνση της ζηµίας του ιδιώτη (έστω και προσωρινώς). Έτσι προσδιορισµένη η εγγενής τελολογία του θεσµού της ρυθµίσεως καταστάσεως στο διοικητικό δικονοµικό δίκαιο απαρτίζεται κατ ακολουθία από τρία στοιχεία: i) Ανάγκη αναλογικής σταθµίσεως συγκρουοµένων ιδιωτικών και δηµόσιων συµφερόντων. ii) (Προσωρινή) άρση της ζηµιογόνου ενέργειας κάποιου µέτρου διοικητικής δράσεως. iii) (Προσωρινή) άρση της (δυνατότητας) περαιτέρω διευρύνσεως της ζηµίας του ιδιώτη. Αυτός ο προσδιορισµός της εγγενούς τελολογίας των άρθρων 205 3 και 210 Κ ικ νοµίζω ότι θα πρέπει να οδηγήσει και στο συµπέρασµα ότι υφίσταται αξιολογικώς η ίδια ουσιώδης ανάγκη ρυθµίσεως καταστάσεως τόσο επί του ενδίκου βοηθήµατος της προσφυγής, όσο και επί του ενδίκου βοηθήµατος της αγωγής, για τους ακόλουθους ιδίως λόγους. i) Όπως ακριβώς επί του ενδίκου βοηθήµατος της αγωγής η ρύθµιση καταστάσεως έχει ως σκοπό να οδηγήσει στην αναλογικότερη δυνατή στάθµιση µεταξύ του δηµοσίου συµφέροντος προς διακράτηση των χρηµάτων που ζητούνται και που θα χρησιµοποιηθούν προς ικανοποίηση άλλων δηµοσίων συµφερόντων, και του ιδιωτικού συµφέροντος προς άρση της ζηµίας που προήλθε από κρατική ενέργεια, έτσι ακριβώς και επί του ενδίκου βοηθήµατος της προσφυγής, η ρύθµιση καταστάσεως επιτρέπει µέτρα αναλογικότερα έναντι των ακραίων λύσεων της αναστολής ή µη-αναστολής διοικητικής πράξεως. Τέτοια είναι όλα τα µέτρα του άρθρου 205 3 Κ ικ καθώς και όλα τα µέτρα που είναι δυνατόν να υπαχθούν υπό την ρύθµιση του άρθρου 210 Κ ικ, µεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η (µερική ή ολική) αναστολή διοικητικής πράξεως ως «πράξεως» του άρθρου 105 ΕιΣΝΑΚ (ήτοι ως ζηµιογόνου πηγής). ii) Αν τα πράγµατα έχουν έτσι όπως διατυπώθηκαν υπό (i), τότε την ρύθµιση καταστάσεως επιβάλλει κατά αξιολογικώς παρόµοιο τρόπο, τόσο επί αγωγής όσο και επί προσφυγής η αρχή της αναλογικότητας. iii) Η ανάγκη (προσωρινής) άρσεως της ζηµιογόνου ενεργείας µέτρου διοικητικής δράσεως, το οποίο είναι ενδεχοµένως παράνοµο, καταλαµβάνει κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο τόσο το ένδικο βοήθηµα της προσφυγής όσο και το ένδικο βοήθηµα της αγωγής. Ζηµιογόνος πηγή µπορεί να είναι όχι µόνο εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά και οποιοδήποτε άλλο µέτρο διοικητικής δράσεως. Αλλά και επί εκτελεστής διοικητικής πράξεως δυσµενούς και ζηµιογόνου για τον ιδιώτη, ο τελευταίος µπορεί κατ ευχέρεια να επιλέξει µεταξύ του ενδίκου βοηθήµατος της προσφυγής και του ενδίκου βοηθήµατος της αγωγής. εν φαίνεται να µπορεί να ανευρεθεί πειστικά κάποια ratio, σύµφωνα µε την οποία, όταν µεν ο ιδιώτης επιλέγει το ένδικο βοήθηµα της αγωγής να είναι δυνατόν να άρει το µέτρο που συνιστά την ζηµιογόνο πηγή (είτε αυτό είναι διοικητική είτε υλική πράξη) να στερείται εντούτοις αυτής της δυνατότητας όταν επιλέγει το ένδικο βοήθηµα της προσφυγής, δεδοµένου µάλιστα ότι ζηµιογόνος στην τελευταία αυτή περίπτωση µπορεί να µην είναι µόνο η διοικητική πράξη κατά της οποίας προσφεύγει, αλλά και οποιαδήποτε άλλη διοικητική ή υλική πράξη στο προστάδιο της όλης διοικητικής διαδικασίας. iv) Στις περιπτώσεις που ασκείται προσφυγή, και που το δικαστήριο δεν είναι σε θέση να διατάζει (αυτοτελώς) µέτρο ρυθµίσεως καταστάσεως, επειδή (για λόγους λ.χ. δηµοσίου συµφέροντος) είναι υποχρεωµένο να απορρίψει την αίτηση αναστολής, παρόλο που το µέτρο αυτό ενδείκνυται προκειµένου

να εξισορροπηθούν τα αντικρουόµενα συµφέροντα, η άρνηση της αναλογικής εφαρµογής του άρθρου 210 Κ ικ και επί προσφυγής αντιτίθεται όχι µόνο στην αρχή της αναλογικότητας αλλά και στο άρθρο 20 1 Συντ. v) Υπό τα ανωτέρω δεδοµένα η διαφορετική µεταχείριση, ως προς το εύρος των δικονοµικών δυνατοτήτων που διαθέτουν, αφενός µεν των προσώπων που ασκούν το ένδικο βοήθηµα της προσφυγής, αφετέρου δε των προσώπων που ασκούν το ένδικο βοήθηµα της αγωγής, φαίνεται να αντιτίθεται και στο άρθρο 4 1 Συντ. vi) Τα υπό (iii) επιχειρήµατα για την (προσωρινή) άρση της ζηµιογόνου ενέργειας µέτρου διοικητικής δράσεως ισχύουν mutatis mutandis και για την (προσωρινή) άρση της (δυνατότητας) περαιτέρω διευρύνσεως της ζηµίας του ιδιώτη. Η ανάγκη αυτή υφίσταται κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο επί των ενδίκων βοηθηµάτων της προσφυγής και της αγωγής. Οι παραπάνω σκέψεις µε οδηγούν στο συµπέρασµα ότι το άρθρο 210 Κ ικ θα πρέπει να εφαρµοστεί αναλογικώς επί του ενδίκου βοηθήµατος της προσφυγής και κατ ακολουθία και επί της σωρεύσεως των ενδίκων βοηθηµάτων της προσφυγής και της αγωγής. Εντούτοις για την πληρότητα της έρευνας θα πρέπει να τεθεί και αντιµετωπιστεί και το ακόλουθο ερώτηµα που έχει απασχολήσει ήδη την θεωρία. Αν θεωρηθεί ότι το άρθρο 210 Κ ικ δεν εφαρµόζεται επί προσφυγής, θα πρέπει να θεωρήσουµε ότι εφαρµόζεται επί σωρεύσεως προσφυγής και αγωγής. Το ερώτηµα είναι δυσχερές υπό αυτές τις προϋποθέσεις (που πάντως στην παρούσα µελέτη δεν γίνονται δεκτές). Αν µεν αυτό γίνει δεκτό, τότε οι αγωγές θα ασκούνται έστω και χωρίς ουσιαστικό αντικείµενο κατά καταστρατήγηση του άρθρου 210 Κ ικ, προκειµένου να επιτευχθεί ρύθµιση καταστάσεως. Αν αντιθέτως η απάντηση στο τεθέν ερώτηµα είναι αρνητική οδηγούµαστε σε µη-αποδεκτό παράδοξο: η απλή αγωγή οδηγεί σε ρύθµιση καταστάσεως ενώ η σώρευσή της µε προσφυγή την απαγορεύει. Ενώ το έλασσον δίδει την προστασία του άρθρου 210 Κ ικ, τούτο δεν συµβαίνει µε το µείζον. Τα δύο αυτά άτοπα αποτελέσµατα καθιστούν ίσως περισσότερο εύλογη µια µέση λύση, κατά την οποία καταβάλλεται η προσπάθεια να συγκρατηθεί η αυτοτελής φύση της προσφυγής και της αγωγής καθώς και τα αυτοτελή έννοµα αποτελέσµατα σχετικώς µε την εφαρµογή του άρθρου 210 Κ ικ. Σύµφωνα µε αυτή την µέση λύση επί σωρεύσεως προσφυγής και αγωγής (και πάντοτε υπό την εκδοχή ότι επί προσφυγής δεν χωρεί ρύθµιση καταστάσεως, που στην µελέτη αποκρούεται), το δικαστήριο δικαιούται να διατάζει µόνο εκείνα τα µέτρα ρυθµίσεως καταστάσεως που διασφαλίζουν το αγωγικό αίτηµα του ιδιώτη και όχι τα µέτρα που συνδέονται µε το ένδικο βοήθηµα της προσφυγής. Ό,τι θα µπορούσε να διαταχθεί και επί απλής αγωγής διατάσσεται και επί της σωρεύσεως προσφυγής και αγωγής. Αντιθέτως ό,τι δεν θα µπορούσε να διαταχθεί λόγω του ότι το κύριο ένδικο βοήθηµα είναι η προσφυγή, δεν διατάσσεται ούτε και επί σωρεύσεώς της µε αγωγή. VIII. Σώρευση αιτηµάτων προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως και προσωρινής επιδικάσεως απαιτήσεως. Όπως ορθά επισηµάνθηκε στην απόφαση ΠρΑθ 1162/1999 δεν είναι επιτρεπτή η σώρευση αιτηµάτων προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως και προσωρινής επιδικάσεως απαιτήσεως λόγω της διαφορετικότητας των διαδικασιών που ισχύουν για τα δύο ένδικα βοηθήµατα προσωρινής δικαστικής προστασίας. Ενώ η διαδικασία της ρυθµίσεως καταστάσεως (σύµφωνα µε την παραποµπή του άρθρου 210 5 στο άρθρο 204 1 Κ ικ) δεν είναι δηµόσια, για την διαδικασία της προσωρινής επιδικάσεως απαιτήσεως εφαρµόζονται, σύµφωνα µε το άρθρο 214 2 Κ ικ, όσα ορθά ορίζονται στον Κώδικα ιοικητικής ικονοµίας για την εκδίκαση της καταψηφιστικής αγωγής, οπότε η διαδικασία είναι δηµόσια. IX. Αρµόδιο δικαστήριο Η διάταξη του άρθρου 210 2 Κ ικ είναι ανάλογη προς τις διατάξεις των άρθρων 201 και 207 Κ ικ. Το εδάφιο β του άρθρου 210 2 εµφανίζει τα ίδια προβλήµατα συνταγµατικότητας προς τα εδάφια β των άλλων δύο ρυθµίσεων. X. Λόγος προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως Τονίστηκε ήδη στην αρχή αυτού του κεφαλαίου ότι µε το να µην αναφέρεται ο απώτερος σκοπός της ρυθµίσεως καταστάσεως στην 3 του άρθρου 210 η ρύθµιση αυτή καθίσταται δίχως νόηµα. Με το να µην διευκρινίζεται τι είναι αυτό που επείγει ή διακινδυνεύει η εντύπωση που δίδεται στον αναγνώστη είναι ότι η ρύθµιση καταστάσεως έχει ως σκοπό τον εαυτό της (την ρύθµιση καταστάσεως!). Η προσέγγιση της εγγενούς στο άρθρο 210 Κ ικ τελολογίας είναι η µόνη που µπορεί να βοηθήσει σε µια διορθωµένη διατύπωση του άρθρου 210 3 Κ ικ. Τα δύο στοιχεία της εγγενούς στην ρύθµιση καταστάσεως τελολογίας που µπορούν να αξιοποιηθούν κατά την διατύπωση του λόγου προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως στο άρθρο 210 3 Κ ικ είναι πρώτον η ανάγκη (προσωρινής) άρσεως της ζηµιογόνου ενέργειας κάποιου µέτρου διοικητικής δράσεως της (δυνατότητας) περαιτέρω διευρύνσεως. Παρεισάγοντας τα δύο αυτά στοιχεία στην διατύπωση του άρθρου 210 3 Κ ικ θα µπορούσαµε να οδηγηθούµε στην ακόλουθη διατύπωση: «Λόγο προσωρινής ρύθµισης της κατάστασης µπορεί να θεµελιώσει το κατεπείγον της συγκεκριµένης ρύθµισης, προκειµένου να αρθεί προσωρινώς η ζηµιογόνος ενέργεια κάποιου µέτρου διοικητικής

δράσεως καθώς και η δυνατότητα περαιτέρω διευρύνσεως της ζηµίας του ιδιώτη, καθώς και ο κίνδυνος να καταστεί, από την πάροδο του χρόνου, αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής η ρύθµιση της κατάστασης µε τους ανωτέρω σκοπούς, ακόµη και αν εκδοθεί ευνοϊκή οριστική απόφαση για την αντίστοιχη αγωγή». Τίθεται περαιτέρω το ερώτηµα της σχέσεως του λόγου ρυθµίσεως καταστάσεως του άρθρου 210 3 Κ ικ προς τους λόγους του άρθρου 202 Κ ικ. Από τη στιγµή που ως σκοπός της προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως τυποποιήθηκε η (προσωρινή) άρση της ζηµιογόνου ενέργειας µέτρου διοικητικής δράσεως ή η (προσωρινή) άρση της (δυνατότητας) περαιτέρω διευρύνσεως της ζηµίας του ιδιώτη είναι σαφές ότι από την πλευρά του ιδιωτικού συµφέροντος σταθµιζόµενο αγαθό είναι η ένταση και το ύψος της συντελεσθείσης και µελλοντικής ζηµίας του αιτούντος. Τούτη όµως η υφιστάµενη και µετά βεβαιότητος προσδοκόµενη βλάβη ταυτίζεται µε αυτή τη ζηµία ως συµπληρωµατικό στοιχείο του ορισµού του άρθρου 210 3 Κ ικ. Έτσι, ο δικαστής νοµίζω ότι είναι αναγκασµένος να προβεί σε έλεγχο δύο σταδίων: πρώτον θα πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος ή κατεπείγον υπό την (διευρυµένη) έννοια του άρθρου 210 3 Κ ικ και στη συνέχεια δεύτερον κατά πόσον υφίσταται σηµερινή ή µελλοντική (βέβαια αναµενόµενη) βλάβη του αιτούντος ιδιώτη. Τούτη η βλάβη είναι που θα σταθµισθεί µε το δηµόσιο συµφέρον του άρθρου 210 4 περ. α. Αντιθέτως το προδήλως βάσιµο της αγωγής ενώ ενδεχοµένως, όπως θα δειχθεί κατωτέρω, µπορεί να αποτελέσει λόγο προσωρινής επιδικάσεως απαιτήσεως (κατ αναλογική εφαρµογή του άρθρου 213 Κ ικ), ή λόγο απορρίψεως της αιτήσεως προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως, δεν µπορεί να αποτελέσει λόγο ευδοκιµήσεως της αιτήσεως προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως, δεδοµένου ότι εδώ δεν µπορεί να λειτουργήσει το επιχείρηµα επί της αρχής της ισότητος του άρθρου 4 1 Συντ. Η πιθανολόγηση ευδοκιµήσεως της αγωγής βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια προς την ευδοκίµηση της αιτήσεως προσωρινής επιδικάσεως απαιτήσεως όχι όµως και προς την ευδοκίµηση της αιτήσεως ρυθµίσεως καταστάσεως. Αν δεν υφίσταται βλάβη, επείγον και κίνδυνος, η ρύθµιση καταστάσεως δεν έχει απολύτως καµία αιτιώδη συνάφεια προς την (σοβαρότερη ή λιγότερη σοβαρή) πιθανολόγηση ευδοκιµήσεως της αγωγής. Το να ρυθµιστεί έτσι µια κατάσταση δίχως αυτό να συνδέεται µε όφελος του αιτούντος παρουσιάζεται παράδοξο και ανακόλουθο. Κατ ακολουθία το προφανώς βάσιµο της αγωγής δεν συνιστά αυτοτελή λόγο ρυθµίσεως καταστάσεως κατ άρθρο 210 Κ ικ. XI. Αποκλεισµός της προσωρινής ρυθµίσεως καταστάσεως 1. Αντίθεση προς το δηµόσιο συµφέρον Το τί ακριβώς εννοείται µε το πραγµατικό της 4 περίπτ. α του άρθρου 210 Κ ικ δεν µου είναι απολύτως σαφές. Είναι δυνατόν να εννοείται αφενός µεν ότι η ρύθµιση καταστάσεως αντιτίθεται στο ταµιευτικό συµφέρον του ηµοσίου προς είσπραξη της απαιτήσεώς του, αφετέρου δε ότι το αιτούµενο µέτρο ρυθµίσεως καταστάσεως (η αναστολή λ.χ. της ζηµιογόνου πράξεως) αντιτίθεται στο δηµόσιο συµφέρον υπό οποιαδήποτε έκφανσή του. Η πρώτη εκδοχή πρέπει να απορριφθεί. Επί τη βάσει του άρθρου 202 Κ ικ έχει ήδη νοµολογηθεί ότι το ταµιευτικό συµφέρον του δηµοσίου, υπό τη µορφή λ.χ. της απώλειας εσόδων του κρατικού προϋπολογισµού δεν συνιστά δηµόσιο συµφέρον του άρθρου 202 2 περίπτ. β. Η δεύτερη εκδοχή παρίσταται ισχυρότερη. Αν η ρύθµιση καταστάσεως συνίσταται σε αναστολή εκτελέσεως διοικητικής πράξεως, για τούτη την ρύθµιση ισχύει η στάθµιση του άρθρου 202 Κ ικ. Αλλά και οποιοδήποτε άλλο αιτούµενο µέτρο µπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να αντιτίθεται στο (µη απλώς ταµιευτικό) δηµόσιο συµφέρον. Βέβαια στο πλαίσιο εφαρµογής του άρθρου 210 Κ ικ ο διοικητικός δικαστής έχει την ευχέρεια να διατάξει ένα ρυθµιστικό µέτρο αντί ενός άλλου προκειµένου να αποφύγει την σύγκρουση συµφερόντων. Σύγκρουση και στάθµιση θα είναι αναπόφευκτες µόνο στην περίπτωση που το µόνο πρόσφορο µέτρο ρυθµίσεως καταστάσεως αντιτίθεται στο δηµόσιο συµφέρον. 2. Προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιµη αγωγή Προδήλως απαράδεκτη µπορεί να είναι ιδίως η αγωγή των άρθρων 71 επ. Κ όταν µε αυτή δεν ζητούνται χρήµατα, όταν η αξίωση κατά του ηµοσίου δεν πηγάζει από έννοµη σχέση δηµοσίου δικαίου όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πραγµατικού άρθρου 71 5 Κ ικ, όταν δεν συντρέχουν προϋποθέσεις παθητικής νοµιµοποιήσεως του άρθρου 72 Κ ικ, όταν ελλείπουν στοιχεία τα οποία συνιστούν βασικό περιεχόµενο του δικογράφου κατ άρθρο 73 Κ ικ, όταν η αγωγή ασκείταιανεπιτρέπτως- υπό αίρεση κατ αντίθεση προς το άρθρο 74 1 Κ ικ, όταν ασκείται δεύτερη αγωγή µε το αυτό αντικείµενο από τον ίδιο ενάγοντα κατ αντίθεση προς το άρθρο 76 1 Κ ικ, όταν µε την παρεµπίπτουσα αγωγή ζητούνται πράγµατα διαφορετικά από τα οριζόµενα στο άρθρο 77 Κ ικ, όταν δεν καταβληθεί το δικαστικό ένσηµο ούτε µετά την αναβολή της υποθέσεως κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 274 3 Κ ικ, ή ήταν η αγωγή είναι ανοµιµοποίητη. Παρατηρείται ότι ορισµένοι από αυτούς τους λόγους απαραδέκτου δηµιουργούνται το πρώτον κατά την συζήτηση της αγωγής, οπότε κατά το χρονικό σηµείο της συζητήσεως της αιτήσεως ρυθµίσεως καταστάσεως δεν έχουν προκύψει ακόµη. Τούτο συµβαίνει λ.χ. µε την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήµου, ή µε το ζήτηµα της νοµιµοποιήσεως της αγωγής (προσκόµιση των πληρεξουσίων κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 28 Κ ικ). Στις υπόλοιπες περιπτώσεις εντούτοις ο δικαστής της αιτήσεως ρυθµίσεως καταστάσεως είναι σε θέση να κρίνει το θέµα του παραδεκτού ήδη κατά το χρονικό σηµείο της αιτήσεως προσωρινής δικαστικής προστασίας, αν και κάποιες από τις κρίσεις περί απαραδέκτου είναι σχετικώς δυσχερείς τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε ερµηνευτικό-νοµικό επίπεδο. Τούτο συµβαίνει ιδίως µε την δυσερµήνευτη

διάταξη του άρθρου 71 5 Κ ικ αλλά και µε την διάταξη του άρθρου 76 1 Κ ικ δεδοµένου ότι η ταυτότητα του αντικειµένου των αγωγών συνιστά δυσχερές νοµικό ζήτηµα. Προδήλως αβάσιµη θα είναι η αγωγή όταν δεν έχει γίνει επαρκής επίκληση πραγµατικών ή (και) νοµικών δεδοµένων. Τούτο θα συµβαίνει λ.χ. επί αγωγής αποζηµιώσεως του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ όταν δεν έχει γίνει επίκληση πραγµατικών δεδοµένων που να µπορούν να υπαχθούν στα στοιχεία του πραγµατικού της εν λόγω διατάξεως, όταν τα επικληθέντα πραγµατικά περιστατικά είναι προδήλως αναληθή ή ανακριβή, ή όταν ο υπολογισµός της ζηµίας έχει γίνει κατά τρόπο προφανώς λανθασµένο, µη επιδεχόµενο διόρθωση ή συµπλήρωση. 3. Αποκλεισµός ρυθµίσεως καταστάσεως λόγω ήδη συντελεσθεισών νοµικών ή υλικών ενεργειών της διοικήσεως. Σε οριακές έστω περιπτώσεις η περίπτωση β των άρθρων 202 2 ή 208 2 Κ ικ θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εφαρµόζεται αναλογικώς και επί της αιτήσεως ρυθµίσεως καταστάσεως. Όταν το µοναδικό, ή τα µοναδικά, προσφορά ρυθµιστικά µέτρα συνίστανται ή προϋποθέτουν ανατροπή διοικητικών ενεργειών που έχουν ήδη συντελεστεί, η θεµελιώδης στάθµιση των άρθρων 208 2 και 202 2 (περίπτ. β ) Κ ικ δεν υπάρχει λόγος να µην λάβει χώρα και κατά την ερµηνεία και εφαρµογή του άρθρου 210 4. Τούτο θα ισχύει ευλόγως πολύ περισσότερο στην περίπτωση που το µέτρο ρυθµίσεως καταστάσεως συνίσταται στην αναστολή εκτελέσεως διοικητικής πράξεως. Έτσι η θεµελιώδης στάθµιση θα έχει ως ακολούθως: Τα σταθµιζόµενα µε την βλάβη του αιτούντος την ρύθµιση καταστάσεως αγαθά θα είναι οι αρχές της διοικητικής αποτελεσµατικότητας, της νοµιµότητας, της αναλογικότητας, της ισότητας ενώπιον του νόµου καθώς και η αρχή που εκφράζεται στο άρθρο 106 1 και 2 Συντ. Η εξαίρεση θα καταλαµβάνει και πάλι µόνο µορφές υλικής εκτελέσεως ή έστω συνδυασµούς νοµικής και υλικής εκτελέσεως. Η βλάβη του αιτούντος θα πρέπει να σταθµίζεται αναλογικά µε την βλάβη της εθνικής οικονοµίας, της διοικητικής αποτελεσµατικότητας και οικονοµικών συµφερόντων συγκεκριµένων τρίτων προσώπων. Τυχόν µερική ρύθµιση καταστάσεως, η οποία επίσης είναι επιτρεπτή, µπορεί να καταλαµβάνει ένα τµήµα υλικής εκτελέσεως της πράξεως, ή ένα τµήµα αυτοτελώς διαχωριζοµένου συνδυασµού υλικών και νοµικών ενεργειών της διοικήσεως ή (και) του ιδιώτη. XII. Βασικά συµπεράσµατα. Τα βασικά συµπεράσµατα της µελέτης µπορούν να συνοψισθούν στις ακόλουθες θέσεις. 1. Το άρθρο 210 Κ ικ θα πρέπει να εφαρµόζεται αναλόγως και επί του ενδίκου βοηθήµατος της προσφυγής. Ο προσδιορισµός της εγγενούς τελολογίας των άρθρων 205 3 και 210 Κ ικ θα πρέπει να οδηγήσει στο συµπέρασµα ότι υφίσταται αξιολογικώς η ίδια ουσιώδης ανάγκη ρυθµίσεως καταστάσεως τόσο επί του ενός όσο και επί του άλλου ενδίκου βοηθήµατος. 2. ιορθωτική ερµηνεία του άρθρου 210 3 Κ ικ οδηγεί στην ακόλουθη διατύπωση: «Λόγο προσωρινής ρύθµισης της καταστάσεως µπορεί να θεµελιώσει το κατεπείγον της συγκεκριµένης ρύθµισης προκειµένου να αρθεί προσωρινώς η ζηµιογόνος ενέργεια κάποιου µέτρου διοικητικής δράσεως καθώς και η δυνατότητα περαιτέρω διευρύνσεως της ζηµίας του ιδιώτη, καθώς και ο κίνδυνος να καταστεί από την πάροδο του χρόνου αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής η ρύθµιση της κατάστασης µε τους ανωτέρω σκοπούς ακόµη και αν εκδοθεί ευνοϊκή οριστική απόφαση για την αντίστοιχη αγωγή». 3. Ως δηµόσιο συµφέρον του άρθρου 210 4 Κ ικ δεν µπορεί να θεωρηθεί το ταµιευτικό συµφέρον του ηµοσίου προς είσπραξη της απαιτήσεώς του. Το προδήλως βάσιµο της αγωγής δεν συνιστά αυτοτελή λόγο ρυθµίσεως καταστάσεως. Σε οριακές περιπτώσεις η περίπτωση β των άρθρων 202 2 ή 208 2 Κ ικ θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εφαρµόζεται αναλογικώς και επί της αιτήσεως ρυθµίσεως καταστάσεως.