Χουάνγκ-Σιάο Απόψε η Σελήνη λάμπει απόκοσμα στον φθινοπωρινό ουρανό. Οι ανάγλυφοι όγκοι του γρανιτένιου βουνού απέναντι μοιάζουν πελώριοι δράκοι, ακίνητοι μα απειλητικοί. Οι πρώτες πραγματικά ψυχρές ριπές του βοριά φυσάνε σήμερα. Λίγος μόνο καιρός απομένει για τους χειμερινούς παγωμένους μουσώνες. Ο Χουάνγκ-Σιάο αγκαλιάζει τα κουρασμένα του γόνατα, ακουμπά την πλάτη στον ξύλινο τοίχο του κοιτώνα, ατενίζει τα αστέρια. Πρώτη φορά από τότε που έφτασε εδώ νιώθει τόσο έντονη και βαθιά νοσταλγία. Έζησε κάποτε καλύτερες μέρες στο χωριό του. Μπορεί να δούλευε ολημερίς προσέχοντας τα βουβάλια που βοσκούσαν, αλλά είχε συντροφιά τα αδέρφια του και η ματιά του απλωνόταν ελεύθερη ως την άκρη του ορίζοντα. Τα αδέρφια του κι αυτός έτρεχαν και έπαιζαν με τα μικρά βουβαλάκια, συζητούσαν και γελούσαν, καμιά φορά τραγουδούσαν κιόλας, ένας ένας στη βοσκή ή όλοι μαζί στον δρόμο του γυρισμού τα δειλινά. Εδώ δουλεύει επίσης ολημερίς, αλλά κλεισμένος σε μια μακρόστενη αίθουσα, την οποία ο αρχιεργάτης Κι-Μπουν είχε ονομάσει «Το Κρυμμένο Εργοστάσιο». Για συντρο- 9
φιά του δεν έχει τα αδέρφια του αλλά τα «πενήντα παιδιά του αρχιεργάτη Κι-Μπουν» που έφτασαν εδώ, όπως κι αυτός, από δρόμους που δε γνωρίζουν. Κανένας δε μιλάει ούτε γελάει όσο δουλεύουν, και προπαντός κανείς δεν τραγουδάει. Ο επιστάτης Λι περιφέρεται ανάμεσά τους, στυλώνει το βλέμμα σε όποιο παιδί αργοπορεί, χτυπάει τη βέργα πάνω στις μπότες του σε κάθε τέταρτο βήμα. Ο Χουάνγκ-Σιάο υπολογίζει από τον ήχο της βέργας την απόσταση, ξέρει χωρίς να σηκώσει τα μάτια του πότε ο επιστάτης Λι πλησιάζει και πότε απομακρύνεται, με κλειστά βλέφαρα ξέρει σε ποιο σημείο ακριβώς της αίθουσας βηματίζει εκείνος ένα ρίγος διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του κάθε φορά που τον νιώθει να περνάει πίσω του. Ο επιστάτης Λι δε χτυπάει τη βέργα του μόνο πάνω στις μπότες του, την ανεβοκατεβάζει απότομα και στις πλάτες των παιδιών που δουλεύουν με αργοκίνητα δάχτυλα. Τώρα, στο τέλος της μέρας, ο Χουάνγκ-Σιάο μαζί με τους συντρόφους του, τα «πενήντα παιδιά του αρχιεργάτη Κι-Μπουν», έξω από το εργοστάσιο, ακουμπισμένος στον εξωτερικό τοίχο του ξύλινου κοιτώνα, απολαμβάνει την αμοιβή του κόπου του: μια ρυζόπιτα και μισό νόμισμα κρυμμένο στη φόδρα της τσέπης του. Το άλλο μισό νόμισμα ο επιστάτης Λι το κρατάει για τον αρχιεργάτη Κι- Μπουν. Στο τέλος της εβδομάδας ο αρχιεργάτης Κι- Μπουν εμφανίζεται και εισπράττει τα μισά νομίσματα όλων των παιδιών για να πάρει πίσω όσα πλήρωσε κάθε φορά που νοίκιασε παιδί. Ο Χουάνγκ-Σιάο αναστενάζει. Δεν είναι πως νιώθει 10
αδικημένος ίσα ίσα που κάποιες φορές νιώθει και ευχαριστημένος. Ναι, δουλεύει πολύ, τόσο που φορές φορές τον πονάνε τα δάχτυλά του, αλλά δεν είναι ο μόνος. Τόσα παιδιά δουλεύουν για την ίδια ακριβώς αμοιβή, μια ρυζόπιτα και μισό νόμισμα στο τέλος της μέρας, αλλά δε δουλεύουν σε μέρος στεγνό και ζεστό, δεν κοιμούνται σε αχυρένιο στρώμα. Υπάρχουν παιδιά που δουλεύουν στα ρύζια και στα ζαχαροκάλαμα στο δέλτα των ποταμών, στις λιμνοθάλασσες του νότου. Ολημερίς τα πόδια τους τσαλαβουτούν στα νερά, τα ρούχα τους δεν είναι ποτέ στεγνά, τα βράδια κοιμούνται σε λινάτσες ανάμεσα από μπαμπού. Ο πατέρας του πρόσεξε πολύ σε ποιον θα τον νοικιάσει. Όταν οι βούβαλοί τους άρχισαν να αρρωσταίνουν και ο ένας μετά τον άλλο ψοφούσαν, ο πατέρας κατάλαβε πως γρήγορα θα έμεναν χωρίς κοπάδι. Και χωρίς φαΐ. Σύντομα η αρρώστια ξεπάστρεψε και τα κοπάδια των συγχωριανών τους. Στα βουνά δεν μπορείς να καλλιεργήσεις, μόνο στους πρόποδες, στα χαμηλά, υπήρχαν φυτείες τσαγιού. Κανείς όμως δε θα τους έπαιρνε στη δούλεψή του έναν έναν ξεχωριστά. Όλοι νοίκιαζαν παιδιά, έτσι έρχονταν πιο φτηνά. Ο αρχιεργάτης Κι-Μπουν, πληροφορημένος για την κατάσταση στο χωριό τους, έκανε έγκαιρα την εμφάνισή του. Έφτασε ακριβώς τη μέρα που αργόσβηνε το τελευταίο ζώο του κοπαδιού τους, το νεογέννητο βουβαλάκι, το αγαπημένο του Χουάνγκ-Σιάο. Ο πατέρας του ζήτησε το μισό ενοίκιο προκαταβολή και έθεσε τους όρους του: Θα νοίκιαζε τα παιδιά του μόνο αν ο αρχιεργάτης Κι- 11
Μπουν τού υποσχόταν πως δε θα τα πήγαινε να δουλέψουν στις λιμνοθάλασσες του νότου ή στα ανθρακωρυχεία του βορρά. Η υγρασία τσακίζει τα κόκαλα, είχε πει, και η καρβουνόσκονη φράζει τα πνευμόνια. Ο Κι-Μπουν υποσχέθηκε πως για τους δύο μεγαλύτερους αδερφούς του υπήρχαν δουλειές σε φυτείες κεχριού στα κεντρικά. Μόνο που ο Χουάνγκ-Σιάο ήταν πολύ μικρός μόλις δέκα χρονών και δεν είχε τι να τον κάνει. Διακινδυνεύω πολλά, είχε πει στον πατέρα, αυτός φαίνεται πολύ μικρότερος, τα άλλα δύο φαίνονται μεγαλύτερα. Αν με συλλάβουν, εγώ δεν κερδίζω τίποτα, ίσα ίσα, χάνω κι αυτά που σου δωσα. Μα πρέπει κι αυτός να ζήσει, είχε διαμαρτυρηθεί ο πατέρας. Τι να τον ταΐσω σ ένα έρημο χωριό Βρες του μια δουλειά για ένα πιάτο ρύζι. Και τότε ο αρχιεργάτης Κι-Μπουν είχε θυμηθεί το Κρυμμένο Εργοστάσιο, τον είχε χτυπήσει στην πλάτη και του είχε πει: Τυχερέ, θα σε βάλω να δουλέψεις ανάμεσα στα ωραιότερα παιχνίδια, δε θα χρειαστεί να βγεις στο ύπαιθρο ποτέ. Όχι, ο Χουάνγκ-Σιάο δεν είναι αχάριστος τα πράγματα θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα. Δε νιώθει αδικημένος. Μόνο που να, απόψε η Σελήνη λάμπει παράξενα, τα βουνά φωτίζονται απόκοσμα και η νοσταλγία ριζώνει στην καρδιά. Δεν ξέρει τι έχει απογίνει το σπίτι στο χωριό, ένα δωμάτιο όλο κι όλο τέτοια ώρα θα φωτιζόταν από τη λάμπα που η μάνα άναβε καίγοντας λίπος βουβα- 12
λιού. Αναρωτιέται αν με τα χρήματα του Κι-Μπουν οι γονείς του θα μπορέσουν να ξαναφτιάξουν κοπάδι, του λείπουν τα αδέρφια του κι αν τον ρωτήσεις ποιοι είναι οι δρόμοι που οδηγούν στο χωριό τους, δε θα ξέρει να σου πει. 13