(Βασίλεια χαθήκανε και βασιλιάδες πάνε, μονάχα όμως αθάνατα μένουν τα δικά σου τραγούδια)



Σχετικά έγγραφα
Οσον για το μεκατίρ (ηθική αξία) ντο πρεπ να κρατούμε... Ο Μικρίκον Βασιλέας, Τζέη. Σι. Αϊ. Με ποντικόν λαλίαν

ΤΗ ΚΙΦΑΛΙ ΚΑΙ ΤΗ ΠΟΔΑΡΙ

ΤΙ ΚΙΦΑΛΙ ΚΑΙ ΤΙ ΠΟΔΑΡΙ Σκόπια και τεβενούμ' πασί

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι

Η Λίτα εγάνωσεν τα πουλούλö

Χωρίς εσέν κι ίνουμαι, χωρίς εσέν κι ευτά(γ)ω

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

Ο πρόεδρον τη χωρί. Πρόσωπα. Θόδωρος Θυμία - Σύζυγος του Θόδωρου Στύλος - Δάσκαλος του χωριού Τασία - Σύζυγος του Στύλου

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Όλö για την Παναΐλαν

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

-Οι πολλές εκκλησίες, τα ναΰδρια, τα μοναστήρια και τα λοιπά προσκυνήματα πού

General Music Catalog General Music ΠΥΡΓΑΚΗ ΦΥΛΙΩ. page 1 / 5

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

Παραγωγή γραπτού λόγου

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΑΠΟ:

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Αγγελική Δαρλάση. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Κάτω στα Ιεροσόλυμα εις του Χριστού τον Τάφο, εκεί οι Αγγέλοι λειτουργούν κι οι Αποστόλοι Ψάλλουν. Ψάλλουν το Άγιος ο Θεός και την Τιμιότερα

«Αν είσαι συ ο βασιλιάς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτό σου». Υπήρχε και μια επιγραφή από επάνω του: «Αυτός είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων».

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Ιερα Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου - Λυκείου

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΤΜΗΜΑ ΦΩΚΑ/ΤΕΤΑΡΤΗ

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

KATΩ AΠO TH ΓH... Δηλαδή πόσο κάτω; Και πιο κάτω. Εκεί που οι ρίζες των δέντρων δε φτάνουν... Ααααα! Τόσο μόνο; Εκεί που το φως του ήλιου και της

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Συμμετοχή στην έκθεση για τις προσωπικότητες της " Μη βίας"

Παραγωγή γραπτού λόγου Ε - Στ τάξη Σύνθεση ποιήµατος

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

w w w. p e r i e x o m e n a n e t. g r

General Music Catalog General Music ΚΑΨΑΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. page 1 / 6

«Η νίκη... πλησιάζει»

μονόλογος. του γιώργου αθανασίου.

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Μια μεγάλη γιορτή πλησιάζει

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ. Τραγούδι:

«Το Πάσχα στη Λιλιπούπολη!» ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ: ΜΠΟΥΦΕΑ ΙΩΑΝΝΑ ΤΜΗΜΑ: ΠΝ2 Τα αλεπουδάκια ΛΙΛΙΠΟΥΠΟΛΗ

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΟΙ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΔΟΝΤΙΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ Β

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Γυφτοπούλα :: Στεφανίδης Ν. - Ατραΐδης Δ. :: Αριθμός δίσκου: GA Εγώ είμαι γυφτοπούλα

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ. Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού. κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού. ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Τα εσωτερικά κίνητρα στην εκπαίδευση

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Αρχαίο Θέατρο και Δημοκρατία

Αφ' ότου εγεννήθηκα :: Βαμβακάρης Μ. - Βαμβακάρης Μ. :: Αριθμός δίσκου: B

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

UNPUBLISHED PONTIC STORIES COLLECTED BY R. M. DAWKINS

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

FAX : spudonpe@ypepth.gr) Φ. 12 / 600 / /Γ1

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Αν δεν με θέλεις χήρα μου :: Δραγάτσης (Ογδοντάκης) Ι. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: AO-2500

ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΛΕΗΚ (William Blake)

Transcript:

ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΕΧΑΘΑΝΕ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΝΤ ΕΠΗΓΑΝ, ΚΑΙ ΜΑΝΑΧΟΝ ΑΘΑΝΑΤΑ Τ ΕΣΑ ΤΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ (Βασίλεια χαθήκανε και βασιλιάδες πάνε, μονάχα όμως αθάνατα μένουν τα δικά σου τραγούδια) Και νιά τά λόγια τ εύκαιρα πού παίρει ατα η αέρα Ατά λέγν ατα εύκαιροι, ν ακούγν ατς ε οι άλλοι Αν έκουγαν οι αποθαμέν θ ελάγγευαν κι εσκούσαν. Κι ατοίν εξέρν ατο καλά, ς ατά διασκάλ εκάτσαν Αποθαμέν ντό κι λαλούν, άρ για τ ατό ηλάζνε. Έμπρου ς σό θάνατον τ εσόν ο λόγον κι κανείται Ατά είν όλια ψεύτικα κι οματοσπαλισίας. Εσέν ηγεύ να τραγωδώ άμον εγώ ντ εξέρω Άμον σ εσέν ντό εχρωστώ κι αμον ς εμέν ντ ηγεύει Αέτς πά εκάτσα οσήμερον κι ετσούμσα το καρδόπο μ, Κι απές ς σό αίμαν έβαψα τ έρημον το κοντύλι μ, Κι αούτ το ποίημαν έγραψα ς σή γιάγιας ημ τη λάλιαν, Να καίει άμον θυμίαμαν απάν ς σό κοιμητήρι σ. 0 λόγος ημ έν εφτωχός και λόγια πού να ευρήκω, κι η στοχασέα μ άχαρον και πώς να κοντοστέκει, έμπρου ς εσόν τον θάνατον λόγος κι συναρμούται. Η γλώσσα μ κορδιλιάεται τά γόνατα μ τρομάζνε. Επήγα επαρακάλεσα τσή γής τοί ποιητάδες, Ερούξα ς σά ποδάρια τουν κι εδιπλοπαρακάλνα. -Δανείστεν με κουρπάν εσουν μοιρολοίας λόγια να τραγωδώ τον Χρύσανθον τον παντολαλεμένον, Π έφυεν αναχάπαρα σ σή άνοιξης την έμπαν, Κι επέμναμε διπλόρφανα, κι αφώλετα πουλία. Κι αν έν ο λόγος ημ φτωχός μ απομένς ς σό κουσούρι μ Ατόσον επορεί η ψή μ κι ατόσον ταγιανίζει. Κείνο το βράδον έρθαμε καταφαρμακωμένοι, Εσέν να παρεβγάλομε ς σό υστερνόν τη στράτα σ, Τή στράταν την αγυριστον ντό παίρ και πάει ς σόν Άδην, Σ σόν Άδ τον δεισοσκέπαστον τον δυακροποτηγμένον Όθεν η φρούχνα πιθαμήν και το νερόν χερέαν. Όθεν μανάχον βάινασην ακούς και μοιρολόια. Εσέν έγκαν κι εθέκανε ς σή μές τη εγκλεσσίας, Κι αναλλαγάδια λώματα οι φίλς εσέν εφόρτσαν, Άμον εσέν ντό έπρεπεν κι άμον εσέν ντ ηγεύ. Να θλίφκουνταν όθεν διαβαίνς να κλαίγνε όθεν θα στέκεις. Εσταύρωσαν τά χέροπα σ τά χιλιομυρομένα, Καράκωσαν το στόμα σου το μυριοχρυσωμένον.

Τ επίχλωμα τα χείλοπα σ καρακονίδ εγένταν, Και τή λαλία σ τ υστερνόν εκεί απές εσπάλτσαν. Εσπάλτσαν και τ ομάτοπα σ τά χιλιοδυακρομένα, Π ήντσιαν ετέρνεν εκει απές εχάτονε βαθέα, Πέραν ς σήν Μαυροθάλασσαν ς σόν Εύξεινον τον Πόντον, Όθεν τ αλκάν κάθαν πρωί φιλεί τα θαλασσάκρια, Και τραγωδεί ολονυχτίς και σιονλικεύ τον τόπον. Τ οσπίτια μουν π επέμνανε έρημα και ησύζκα, Δίχως τ οσπιτιανούς ατουν, αραχνοσκεπασμένα, Κι ολόερα τ αυλία μουν καφούλια και κιντέας, Και τα πλακία τ άχαρα γομάτα κολισιάφρας. Το άγιον το λείμψανο σ Αενταφή λαμπάδαν, Ολοερα ετονάτεψαν μ όλια τσή γής τα άνθια. Άμαν μάραντα κι εύρανε, μήτε και μανουσιάκια, Μήτε τσιτσιάκια παρχαρί και Παναίας δυάκρυα, Μήτε χασχάσια ανάνθιστα κι Ίμερας τσιλβονίτας, Μήτε ζιμπίλια Ζύγανας και φερενίτας Κρώμνης, Μήτε δαφνόφυλλα Ορτούς και κασκαούτας Σπέλιας. Ατά αδά κές κι γίντανε αδά κές κι φυτρώνε. Αδά το χώμαν άξενον κι ατά πώς να ριζώνε. Ατά επέμνανε εκεί ς σού Πόντου τα ραχία Και μαυροζούν δίχως εμάς και με το ζόρ ανθούνε, Ντού κι έχνε ανθρώπς να χαίρουνταν, ρωμάνες να μυρίσκουν, Μικρά παιδία ς σόν παρχάρ να παίζνε τίμι τίμι, Και αναμένε τ άχαρα να κλώσκουμες και πάμε, Να σκουτουλίζ τ ολόερα, άμον τα χρόνια εκείνα. Άμαν του κάκου αναμέν και νιαφηλέν περμένε, Η στράτα μουν αγύριστον, άμον ατό ντ επέρες. Έρθανε ούλ οι τργωδιάντ κι ούλ οι κεμεντσιετσήδες, Αμίλετοι και άλαλοι ετέρναν είς τον άλλον. Λόγον πώς να στοχάσκουνταν τακάτ πώς να ευρήκνε Σ σά μάγλα τουν τα δυάκροπα, πατρίδας ποταμόπα, Έτρεχαν και εκχύουσαν ς σή ψύς τα ξεροτόπια Δυάκρυα πικρά, ακατένηγα, παρηγορίας δυάκρυα, Δυάκρυα τη ψής το γιατρικόν τσή κάρδιας το βοτάνιν. Αν έν κι εσυναρμούσανε κι εσμίουσαν κι επέγναν, Θ εγίνουσανε θάλασσαν παπόρια να πατεύνε Παπόρια αγληγορόπλεα μουράτια φορτωμένα, Π επέμνανε απλέρωτα κι ακόμαν αναμένε. Ατοίν τ εσόν το ζεγκιλούκ ατοίν τ εσόν ο βίον, Ατοίν τ εσόν η εχειά τ εσά τ ιδρωκαμάτια.

Τσή κάμαση σ το πλέρωμαν, έναν ζωήν ολόεν. Με τη λαλία σ έσπειρες τη προσφυγιάς το σπόρον, Σ σά τόπια τ αφιλόξενα και ς σά λιθαροτόπια Όθεν οι παλαιοί εμουν έχτσαν γενίν φωλέαν. Με τ άχ εντούναν το μακέλ κι ένοιγαν τα τεμέλεια, Και με το βάχ πελέκεσαν τ άξενα τα λιθάρια, Και με τα δυάκρυα εζύμωσαν τα χώματα τσή χώρας Κι ακόμαν αστερέωτοι κι αμουρατσούζ επέμναν. Εθέκαν ς σά τεμέλεια τουν στούδια γερονταδίων, Και τ αγκωνάρια έδεσαν με τσή καρδίας τ αίμαν, Το ένοικον να μη τσιοκεύ να κρατεί σά ποράνια. Πέρεν αέρας το χαπέρ κι αγράνεμος εγέντον, Εφύσεξεν και έγκεν α πέραν περού ς σόν Πόντον Σ όλια τα ράχια τ ερημα ς όλια τα θαλασσάκρια Τα κύματα ν εβγάλν ατο ς σά πέρατα του κόσμου Όθεν είναι ξενητεμέν κι ανθρώπ δίχως πατρίδαν. Α σό Σινώπ ερχίνεσεν, ς σόν Καύκασον εξέβεν, Στάθεν ς σό Πεζιρκιάνκετσίτ, να παίρ έναν νεφέσιν, Εκεί όθεν τα γονιακά σ αναπαμέν κοιμούνταν, Αφκά ς άγια τα χώματα με σταυρωμένα χέρια, Δίχως ν ευρήεται κανείς έναν καντήλαν ν άφτει ατς. Να φέρει ατς του Φωτός κερίν και του ψυχού κοκκόπα, Και την Μεγάλ Παρασκευήν, έναν καυκίν δυακρόπα. Έμαθεν ατο η Σουμελά κι εφόρεσεν τα μαύρα, Κι ο Βαζελώνας έκσεν α ξέβεν ς σού Κουστουλάντων, Επήεν εύρεν τον Αέρ τον Περιστερεώτην, Κι οι δύ εντάμαν έκλεγαν άμον μωρά παιδία Π εχάθανε τα σήμαντρα και όλια τα καμπάνας, Και κι επορούνε να λαλλούν, θανατικά να κρούγνε. Έκσεν ατ κι η Ζύγανα κι εμαυροφτερουλίεν, Τ ελάτια τς κά εκλίστανε κι εφίλεσαν το χώμαν, Κι εκάτσεν κά η άχαρος α σή καμωνής το βάρος. Το μαύρον το Καρακαπάν κι άλλο μαύρον εγέντον, Κι απάν ς έρημον το Κουλάτ επλέθυναν τα χιόνια. Ο Αεσέρς κατήβεν κά, έρθεν ς σού Μελιανάντων, Το Κατσικάρ εβρόντεσεν κι αποθεμελιώθεν, Και εκατήβεν τ αχαρον αφκά σού Φεργανάντων. Απάν ς σήν Κρώμν ελίβωσεν ο Αε Ζαχαρέας, Κι η δείσα επαρεπύκνωσεν και ς σό Σταυρίν εκάτσεν. Κι ο Αε Κώστης άχαρον εσιάσεψεν κι ετέρνεν. Κατήβεν ς σήν Αυλήαναν άμαν κανέναν κι εύρεν.

Τ οσπίτια όλια ακράνοιχτα, τ οσπιτιανούς περμένε. Αέτς πά εκλώστεν ξάν οπίσ και χιονισμένος στέκει. Σ σήν Τραπεζούνταν έστραψεν τ Αε Ευγένιου ο τρούλον Κι αποθαμέν εφέκανε εύκαιρα τα ταφία Κι ετοπλαεύταν οι άχαροι ολόερα ς σό κάστρεν Κι εράευαν τσοί ζωντανούς να λέγν ατς ντό εγέντον. Ντ εγέντονε ποίος εξέρ πέραν ς σήν Ρωμανίαν. Τρανόν κακόν θ εγέντονε κι ο Άδης εταράεν. Κι ούλ τ εμετέρ εσκώθανε και αχπαραγμέν ρωτούνε. Έκσεν α ο Χρυσανθόπουλον το λαλασιάρ τη Κλείτσας Κι εφέκεν κά την κεμεντσιέν κι όλιον τον Άδ ελάστεν Ερώτανεν π ευρήουνταν οι μαύροι οι Καρσλήδες Ο Κώστης πού ευρήεται, πού κοίται η Λεμόνα Τα γονιακά του Χρύσανθου, ο κύρς ατ και η μάννα τ. Σίτια ελάσκουτον ς σόν Άδ ετσιάτεψεν τον Γώγον Χαρτώματα επελέκανεν α σ ήμερα τ ελάτια Να συνορθιάζ την κεμεντσιέν π εσάπεν το καπάκν ατς Κι ο Σταύρης άλλο πλάν κεκά ετοίμαζεν τα τσάρια Να συνορθιάζει το τοξάρ π εγρίλεψεν ο Άδης. Σ σή μέσ έτον Βενιάμς, α σ έρημον τη Σκόπιαν, Σ σό χέρ εκράτνεν τα δαδίν, κι εφώτιζεν τον Γώγον. Χρήστο, καθκά και δεν μη λές,εγροίκσ α ντό θα λές με οψέ το βράδον εύρεν με ο Παιραχτάρς ς σή στράταν Γώγο, είπεν με, έμαθες, ο Χρύσανθον έχ κι έρται Είπεν μ ατο ο Αιβάης κάπ έκσεν α κι εκείνος Ζαέρ έκσεν α σόν Τσιορτάν, ατοίν εντάμαν είναι. Αέτς πά επέρα οσήμερον την κεμεντσιέν ς σό χέρι μ Είπα να συνορθιάζ ατο, ν αλλάζω το καπάκν ατς Ατόσα χρόνια αδά φκά κές, παστάν έρθεν κι εσάπεν Μέντσα το Δήμον σύνπιρνα, κάπ αν ευρήκ κασέλαν, Κοριτσί αστεφάνωτου για φορεμέντσας νύφες, Άς κόφτ δύο χαρτώματα και παίρει ατα και έρται. Τον Τσακαλίδην έστειλα, ς σό ένοικον του χάρου, Αν επορεί κρυφά κρυφά δίχως χαπέρ να παίρει, Α ς αλογού ατ το ουράδ άς κλέφτ ολίγα τσάρια, Να συνορθιάζω το τοξάρ εντάμαν με τον κύρη μ. Σ σή κεμεντσιές το κούρεμαν ατός έν εμπρολάτες. Κι όντες θα έρται ο Χρύσανθον μ ελέπ με αδά ς σό χάλιν Ατός θα θέλ να τραγωδεί να σιονλικεύ τον Άδην. Ατόσα χρόνια μαναχός, ο μαύρον ενεμείνα, Και νιά τοξάρ, νιά κεμεντσιέν επίασα ς σό χέρι μ.

Εμέτρανα ο άχαρον τ ημέρας και τα νύχτας Να έρται ξάν κι εσμίουμες, άμον ντό έμνες πάντα. Αοίκα σίτια έλεγαν, εντάμαν με το Χρήστον Ετέρεσαν το πέραν κι αν ο Χρύσανθον εφάνθεν. Ψηλός και λεγνοπίαστος, άμον Σάντας ελάτιν. Δεξιά είχεν τη μάνναν ατ, ζερβά είχεν τον κύρν ατ Και απ οπίσ εχκέρχουσαν του Άδη οι Καρσλήδες Π έμαθανε την έλαν ατ κι έρθαν ς σήν απαντήν ατ. Όντες εκαλοσίμωσαν κι όντες εκαλοφάνθαν Εγέντον ντού εγέντονε απές ς σόν Άδ καμμίαν. Η μάννα τ η χιλιάκλερος, η γραία η Λεμόνα, Εχάλασεν τα τσάμιας ατς και επελετσιεκώθεν, Έσυρ εχάσεν το στουράκ καταμεσού του Άδη, Κι ερχίνεσεν να τραγωδεί με τη ψης τη λαλίαν. Χάρε τσιάπαν κουρφεύκεσαι, του κάκου όλια ντ εποίκες, τσιάπαν εξεβεν τ όνεμα σ, εκεί ς απάν τον κόσμον. Κι αν εθαρρείς μαυράχαρε τεά πώς κάτ εποίκες Έλα πιρνά ς σό ένοικο μ άς δίγω σε τ αγώι σ Κανάν κι θέλω να χρωστώ κι ήλιαμ ς εσέναν Χάρε. Εγώ είμαι α σό Καύκασον περήφανος Ρωμέησα, Σ εμά τα τόπια οι θεοί τα παλαιά τα χρόνια Τον Προμηθέαν έδεσαν απάν σ έναν λιθάριν, Κι έναν καρτάλ εκόσιεψαν κι έτρωεν το τσιουκάρν ατ, Γιατί έκλεψεν τ άψιμον και τς εφτωχούς εδώκεν. Και ήντσιαν έν με τ εφτωχούς, αέτς πάντα πλερούται. Γώγω ντό στέκεις και τερείς άλλο ντό αναμένεις, Έπαρ ς σό χέρ την κεμεντσιέ σ και τ αργυρόν τοξάρι σ Ατώρα έρθεν ο Χρύσανθον, παίξον από καρδίας, Παίξον ς σό ζίλ και ς σό καπάν, τον Άδην χαραιντέρτσον Να χαίρουνταν ούλ τ εμετέρ ν αντιδονίζ ο τόπον. Κι εσύ πουλόπο μ Χρύσανθε, μη χαλάνς το χατήρι μ, Έβγαλ τη λάλια σ το γλυκίν ν απλούται απές ς σόν Άδην, Την λάλια σ εροθύμεσα γιαβρί μ ατόσα χρόνια, Να τοπλαεύκουν τ εμετέρ πού κοίνταν ς σά κασέλας, Και ακομάν κι ενόησανε ρίζα μ τ εσόν την έλαν. Πέρεν ο Γώγον το τοξάρ κι ερχίνεσεν να παίζει Κι ο Χρύσανθον ελάγγεψεν απάν ς έναν λιθάριν Κι ερχίνεσεν να τραγωδεί μακρύν καΐτέν Ματσούκας. Να σαν εκείνον π αποθάν ς σόν τόπον π εγενέθεν πού κι εφέκεν τα χώματα τ και πού κι εξενητεύτεν. Ο Άδης εντιδόνεσεν και οι Αδέτ εσκώθαν,

Κι ούλ τ εμετέρ εφέκανε εύκαιρα τα ταφία, Ετσέρτσανε τα σάβανα, κι επέρανε τη στράταν, Κι ετοπλαεύταν οι άχαροι ολόερα ς σό Γώγον Εσιάσεψαν κι ετέρνανε το Χρύσανθον ς σό στόμαν Αποθαμέν πώς γίνεται να τραγωδούν ακόμαν. Ελεγαν κι εθαμάουσαν τ ομάτια τουν ντ ελέπνε. Ετέρνεν ατς κι ο Χρύσανθον κι η ψή ατ εγομώθεν, Κι όσον πολλά ετέρνεν ατς άλλο πολλά ετραγώδνεν. Φώταξον ήλιε μ, φώταξον, άς λύουνταν τα χιόνια να έρχουν ς σό ταφόπο μου και κελαηδούν τ αηδόνια. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εύξεινος Πόντος τον Μάιο του 2005