ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 1ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1982 1 Staatssecretaris van Financiën κατά Hong-Kong Trade Development Council (αἴτηση του Hoge Raad τῶν Κάτω Χωρών γιά τήν έκδοση προδικαστικῆς αποφάσεως) «Επιστροφή ΦΠΑ» Ὑπόθεση 89/81 Περίληψη Δημοσιονομικές διατάξεις 'Εναρμόνιση τῶν νομοθεσιών Φόρος κύκλου ἐργασιών Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης άξιας 'Υποκείμενος στον φόρο Ἔννοια Παρέχων υπηρεσίες δωρεάν Δέν ἐμπίπτει (Ὁδηγία τοῦ Συμοουλίου 67/228 άρθρο 4) Ὁ παρέχων συνήθως υπηρεσίες σέ επιχειρηματίες ἀποκλειστικῶς δωρεάν δέν δύναται νά θεωρηθεῖ ὡς υποκείμενος στόν φόρο, κατά τήν ἔννοιατοῦ ἄρθρου 4 της δευτέρας ὁδηγίας περί εναρμονίσεως τῶν νομοθεσιών τῶν Κρατών μελών, τῶν σχετικών μέ τους φόρους κύκλου εργασιών. Στήν υπόθεση 89/81, ή ὁποία ἔχει ὡς ἀντικείμενο αίτηση τοῦ Hoge Raad τῶν Κάτω Χωρῶν πρός τό Δικαστήριο, κατ εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, μέ τήν ὁποία ζητείται, στό πλαίσιο τῆς διαφορᾶς πού εκκρεμεί, ενώπιον τοῦ ἀνωτέρω δικαστηρίου, μεταξύ STAATSSECRETARIS VAN FINANCIËN τῶν Κάτω Χωρών καί HONG-KONG TRADE DEVELOPMENT COUNCIL, "Αμστερνταμ, 1 Γλώσσα διαδικασίας: ἡ ὀλλανδική. 1277
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 1. 4. 1982 ΥΠΟΘΕΣΗ 89/81 ἡ έκδοση προδικαστικῆς ἀποφάσεως ὡς πρός την ερμηνεία τῶν άρθρων 4 καί 11, παράγραφος 2, εδάφιο 1 τῆς δευτέρας ὁδηγίας 67/228/ΕΟΚ τοῦ Συμβουλίου τῆς 11ης 'Απριλίου 1967, περί εναρμονίσεως τῶν νομοθεσιῶν τῶν Κρατών μελῶν, τῶν σχετικών μέ τους φόρους κύκλου εργασιών διάρθρωση καί κανόνες εφαρμογής τοῦ κοινοῦ συστήματος φόρου προστιθεμένης ἀξίας (ΕΕ είδ. ἔκδ., τόμ. 09/001, σ. 5), ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ συγκείμενο ἀπό τους J. Mertens de Wilmars, πρόεδρο, G. Bosco, A. Touffait καί O. Due, προέδρους τμήματος, Ρ. Pescatore, Mackenzie Stuart, Α. O'Keeffe, Τ. Koopmans, U. Everling, Α. Χλωρό καί F. Grévisse, δικαστές, γενικός εἰσαγγελεύς: Ρ. VerLoren van Themaat γραμματεύς: Ρ. Heim εκδίδει τήν ἀκόλουθη ΑΠΟΦΑΣΗ Περιστατικά Ι Πραγματικά περιστατικά καί διαδικασία Τό Hong-Kong Trade Development Council ἀποτελεί ὀργανισμό πού συνεστήθη τό 1966, κατά τό δίκαιο τοῦ Χόνγκ-Κόνγκ, μέ σκοπό τήν προώθηση τοῦ εμπορίου μεταξύ τοῦ Χόνγκ-Κόνγκ καί άλλων χωρῶν. Ή νομική του μορφή ὁμοιάζει κατά τό Hoge Raad μ' εκείνη τοῦ «bedrijfsschap» ἤ τοῦ «produktschap» τοῦ ὀλλανδικοί) δικαίου, δηλαδή μέ ὑπηρεσία ἤ ὀργανισμό δημοσίου δικαίου. Ἔχει ἀνοίξει γραφεία σέ διάφορα σημαντικά εμπορικά κέντρα, μεταξύ τῶν ὁποίων τό γραφείο τοῦ "Αμστερνταμ, τό 1972. 1278 Oἱ δραστηριότητες τοῦ γραφείου τοῦ "Αμστερνταμ συνίστανται στην παροχή στοιχείων καί πληροφοριών σέ ὀλλανδούς καί ἐν γένει ευρωπαίους επιχειρηματίες πού τίς ζητοῦν, περί τοῦ Χόνγκ-Κόνγκ καί τῶν δυνατοτήτων ἐμπορικών ἀνταλλαγών μέ τό Χόνγκ-Κόνγκ, καθώς καί στην παροχή τῶν ιδίων πληροφοριών, ὅσον άφορα τίς Κάτω Χώρες καί τήν Ευρώπη, σέ επιχειρηματίες τοῦ Χόνγκ-Κόνγκ, ὅλα δέ αυτά δωρεάν. Ό διευθυντής τοῦ γραφείου τοῦ "Αμστερνταμ, καίτοι διορίζεται ἀπό τόν Κυβερνήτη τοῦ Χόνγκ-Κόνγκ, ἐκ συμφώνου μέ τό Συμβούλιο, δέν ἀνήκει στην υπηρεσία τῶν άρχων τοῦ Χόνγκ-Κόνγκ.
STAATSSECRETARIS VAN FINANCIËN / HONG-KONG TRADE Τό γραφείο τοῦ "Αμστερνταμ ἀποζημιώνεται γιά τά έξοδά του ἀπό τον ὀργανισμό τοῦ Χόνγκ-Κόνγκ, τά έσοδα τοῦ ὁποίου προέρχονται τόσο ἀπό επιχορήγηση ἐκ μέρους τῆς κυβερνήσεως του ὅσο καί ἀπό ένα φόρο 0,5 %ἐπί τῆς ἀξίας εισαγομένων στό Χόνγκ-Κόνγκ καί εξαγομένων ἀπό τό έδαφος αυτό προϊόντων. Τό καθ' οὗ τῆς κυρίας δίκης, ἀφοθ ἐζήτησε κατά τό 1973 νά ἀναγνωρισθεί ὡς επιχείρηση, ὑπό τήν έννοια τῆς δευτέρας ὁδηγίαςἐπί τοῦ ΦΠΑ, έλαβε ἐκ μέρους τοῦ επιθεωρητού τοῦ φόρου κύκλου εργασιῶν, μέχρι τό 1978 καί γιά κάθε αίτηση πού εἶχε καταθέσει, τήν επιστροφή τῶν προκαταβληθέντων φόρων, πάντα ὅμως «ὑπό τήν επιφύλαξη τροποποιήσεως σέ περίπτωση μεταγενεστέρου έλεγχου». Κατόπιν έλεγχου πού έγινε στίς ἀρχές τοῦ 1978, ὁ επιθεωρητής έκρινε ὅτι τό καθ' οὗ τῆς κυρίας δίκης δέν ἀποτελεί επιχείρηση καί προέβη σέ τροποποίηση τῆς επιστροφής των ποσῶν πού εἶχε καταβάλει ἡ ὀλλανδική κυβέρνηση μεταξύ τῶν ετών 1973 καί 1978. Κατόπιν ἐνστάσεως, ὁ επιθεωρητής ἐμείωσε τό ποσό τῆς τροποποιήσεως «στό ποσό πού ἀφορᾶ τό έτος 1978» δηλαδή 9 987,07 HFL. Κατά τῆς ἀποφάσεως αυτής ἠσκήθη έφεση ενώπιον τοῦ Gerechtshof τοῦ "Αμστερνταμ, τό όποιο, μέ ἀπόφαση τῆς 6ης Μαΐου 1980, έκρινε ὅτι τό καθ' οὗ τῆς κυρίας υποθέσεως ἀποτελεί επιχείρηση ὡς ἀσκούν κατά τρόπο συνήθη καί ἀνεξάρτητο «οἰκονομικές δραστηριότητες στό πλαίσιο τῶν εμπορικών ἀνταλλαγών, ικανοποιώντας ἀνάγκες τῆς κοινωνίας σέ πληροφόρηση καί βοήθεια» καί συνεπώς δύναται «νά εκπέσει τόν φόρο κύκλου εργασιών πού τῆς έχει ἀναγραφεί στά τιμολόγια ἀπό άλλες επιχειρήσεις». Ό Staatssecretaris van Financiën προσέβαλε τήν ἀπόφαση αυτή ενώπιον τοῦ Hoge Raad, υποστηρίζοντας ὅτι τό Gerechtshof «δέν ἠδύνατο νά ἀποφανθεί ὅτι τό καθ' οὗ εἶναι επιχειρηματίας ὑπό τήν έννοια τοῦ νόμου» διότι, πρώτον, δέν δύναται νά θεωρηθεί ὡς επιχείρηση κατά τό ὀλλανδικό δίκαιοἐφ ὅσον ἀσκεῖ τίς δραστηριότητες του δωρεάν καί δεύτερον, ἡ επιστροφή τῶν φόρων πού προκατεβλήθησαν ἀντιβαίνει στό άρθρο 11 τῆς δευτέρας ὁδηγίας. Προτάσει τοῦ γενικού εισαγγελέως Van Soest, τό Hoge Raad ἀπεφάσισε νά ἀναβάλει τήν έκδοση ὁριστικής ἀποφάσεως καί νά υποβάλει στό Δικαστήριο δύο ἐρωτήματα: «1. Δύναται ὁ παρέχων συνήθως υπηρεσίες σέ επιχειρηματίες νά θεωρηθεί ὡς υποκείμενος στόν φόρο κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 4 τῆς δευτέρας ὁδηγίας, ὅταν οἱ υπηρεσίες αυτές παρέχονται δωρεάν; 2. Σέ περίπτωση καταφατικής ἀπαντήσεως στό πρώτο ερώτημα: Τό άρθρο 11, παράγραφος 2, εδάφιο 1 τῆς δευτέρας ὁδηγίας εμποδίζει τήν έκπτωση τοῦ φόρου κύκλου εργασιών, πού βαρύνει τά ἀγαθά καί τίς υπηρεσίες πού χρησιμοποιούνται γιά τήν παροχή τῶν ἀνωτέρω υπηρεσιών;» Ή διάταξη παραπομπής ἐπρωτοκολλήθη στην γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου στίς 14 'Απριλίου 1981. Σύμφωνα μέ τό άρθρο 20 τοῦ πρωτοκόλλου περί τοῦ ὀργανισμού τοῦ Δικαστηρίου ΕΟΚ, παρατηρήσεις κατέθεσαν ἡ ὀλλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπουμενη ἀπό τόν προσωρινό γενικό γραμματέα τοῦ Ὑπουργού 'Εξωτερικών, Plug, τό καθ' οὗ τῆς κυρίας δίκης εκπροσωπούμενο ἀπό τόν G. Η. Warning καί ἡ 'Επιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη ἀπό τόν D. Gilmour, επικουρούμενο ἀπό τόν Th. Van Rijn, ἀμφοτερους μέλη τῆς νομικής της υπηρεσίας. 1279
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 1. 4. 1982 - ΥΠΟΘΕΣΗ 89/81 Κατόπιν εκθέσεως τοῦ εἰσηγητοῦ δικαστού καί μετ' ἀκρόαση τοῦ γενικοῦ εισαγγελέως τό Δικαστήριο ἀπεφάσισε την έναρξη τῆς προφορικής διαδικασίας, χωρίς προηγουμένη διεξαγωγή ἀποδείξεων. II Παρατηρήσεις πού κατετέθησαν σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 20 τοῦ πρωτοκόλλου περί τοῦ ὀργανισμού τοῦ Δικαστηρίου Α 'Επί τον πρώτον ερωτήματος Ἡ ὀλλανδική κυβερνηση θεωρεί ὅτι, γιά νά δοθεί ἀπάντηση στά ὑποβληθέντα ερωτήματα, πρέπει νά ληφθεί ὑπ' ὄψη ὁ σκοπός καί ἡ ἔκταση τοῦ συστήματος τοῦ φόρου προστιθεμένης ἀξίας (ΦΠΑ). Προς τοῦτο θεωρεί σχετικό τό κείμενο τοῦ ἄρθρου 2 τῆς πρώτης ὁδηγίας, καθώς καί τοῦ άρθρου 2 τῆς δευτέρας ὁδηγίας. Ὅπως προκύπτει ἀπό τά ἐν λόγω κείμενα «ὅταν πρόκειται γιά πράξεις πού διενεργοῦνται δωρεάν καί συνεπώς μή φορολογητέες, τό κοινοτικό σύστημα τοῦ ΦΠΑ δέν ἰσχύει πλέον, τό δέ στάδιο τῆς καταναλώσεως 'έχει πράγματι επιτευχθεί». "Οσον άφορᾶ τό πρώτο ερώτημα, ἡ ὀλλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει ὅτι τό καθ' οὗ της κυρίας δίκης δέν δύναται νά θεωρηθεί ὡς υποκείμενο στον φόρο, διότι, κατά τήν γνώμη της, δέν πρόκειται περί οικονομικής δραστηριότητος ὑπό τήν έννοια τοῦ παραρτήματος Α σημείο 2 ad άρθρο 4 τῆς δευτέρας ὁδηγίας, στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών ἀποκλειστικώς δωρεάν. "Αν, ἀντιθέτως, ένας ἐπιχειρηματίας παρέχει σποραδικώς υπηρεσίες άνευ ἀνταλλάγματος, τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι δέν υπάρχει δραστηριότητα παρέχοντος ὑπηρεσίες ὑπό τήν έννοια τῆς δευτέρας ὁδηγίας, ὅπως ἐξ άλλου ήταν ἡ περίπτωση στην υπόθεση 154/80 Coöperatieve Aardappelenbewaarplaats, ἀπόφαση τῆς 5ης Φεβρουαρίου 1981 (μή ἀκόμα δημοσιευθείσα στην Συλλογή). Ή ὀλλανδική κυβέρνηση θεωρεί ὅτι ή άποψη τῆς επιβεβαιώνεται ἀπό τήν διάταξη 1280 τοῦ ἄρθρου 12 παράγραφος 2 τῆς δευτέρας ὁδηγίας καί ἀπό τό παράρτημα Α σημεῖο 25 ad άρθρο 12 παράγραφος 2, πού υποχρεώνει τόν ὑποκείμενο σέ φόρο νά εκδίδει τιμολόγιο, στό όποιο πρέπει νά ἀναγράφεται χωριστά ἡ τιμή άνευ φόρου καί ὁ ἀντιστοιχών φόρος. Ὅμως, κατά τήν ὀλλανδική κυβέρνηση, «θά ήταν κάπως παράλογη ἡ επιβολή τῶν ὅρών αυτών, ἄν έπρεπε νά θεωρηθεί ὡς υποκείμενος στόν φόρο, ὑπό τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 4 τῆς δευτέρας ὁδηγίας, καί ὁ προμηθευτής ἡ ό παρέχων υπηρεσίες πού διενεργεί παράδοση ἀγαθών ἡ παροχή υπηρεσιών δωρεάν». Κατά συνέπεια, «ή ὀλλανδική κυβέρνηση εἶναι τῆς γνώμης ὅτι ὁ παρέχων υπηρεσίες κατά τρόπο συνήθη, γιά λογαριασμό επιχειρηματιών, δέν δύναται νά θεωρηθεί ὡς υποκείμενος στόν φόρο, ὑπό τήν έννοια τοῦ άρθρου 4 τῆς δευτέρας ὁδηγίας, ἄν οἱ παροχές υπηρεσιών διενεργούνται δωρεάν. Γι' αυτό πιστεύει ὅτι ἡ ἀπάντηση στό πρώτο ερώτημα πρέπει νά εἶναι ἀρνητική». Τό καθ' οὗ τῆς κνρίας δίκης, ἀφοῦ παρετήρησε ὅτι ὁ ΦΠΑ ὀφείλει νά συνάδει μέ τήν ἀρχή τῆς οὐδετερότητος, θεωρεί ὅτι, ὅσον άφορᾶ τόν φόρο αὐτό, «ή μεγίστη ουδετερότητα επιτυγχάνεται ὅταν ὁ όμιλος εκείνων οἱ όποιοι ὁρίζονται ὡς υποκείμενοι στον φόρο εἶναι ὁ ευρύτερος δυνατός». Γιά τόν λόγο αυτό, τό άρθρο 4 τῆς δευτέρας ὁδηγίας ὁρίζει ρητώς ὅτι «ή ἰδιότητα τοῦ υποκειμένου στόν φόρο δέν εξαρτᾶται ἀπό τήν επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού». Κατά πρώτον, τό παράρτημα Α σημείο 2 ad άρθρο 4 ὁρίζει στό εδάφιο 1 ὅτι ὁ ὅρος «δραστηριότητες παραγωγοί), έμπόρου ἤ παρέχοντος υπηρεσίες» πρέπει νά νοείται ὑπό εὐρεῖα έννοια καί, δεύτερον, στό εδάφιο 2 ὁρίζει ὅτι, ἐάν Κράτος μέλος προτίθεται νά μήν υπάγει στον φόρο ὁρισμένες δραστηριότητες, πρέπει νά πράξει τοῦτο μᾶλλον δι' ἀπαλλαγών παρά διά συστολής τῆς εννοίας τοῦ υποκειμένου στόν φόρο καί, τρίτον, στό εδάφιο 3 προβλέπει ὅτι τά Κράτη μέλη έχουν τήν ευχέρεια νά θεωρούν ὡς υποκείμενο στόν φόρο ὁποιουδή-
STAATSSECRETARIS VAN FINANCIËN / HONG-KONG TRADE ποτε πραγματοποιεί, έστω καίἐπ ευκαιρία, πράξεις πού εντάσσονται σέ οικονομική δραστηριότητα, πράγμα πού ἐπαναλαμβάνεται κατά τό καθ οὗ τῆς κυρίας δίκης, στό άρθρο 4 τῆς έκτης ὁδηγίας. Ἑπομένως, μόνον μία εὐρεία ερμηνεία τῆς εννοίας τοῦ υποκειμένου στόν φόρο ἀρμόζει «εντός τοῦ πλαισίου τοῦ ευρωπαϊκοί) φόρου κύκλου εργασιῶν». Ἡ ερμηνεία αύτη ἐπιβεβαιώνεται, ἐξ άλλου, ἀπό τίς διατάξεις τῶν άρθρων 2 καί 6 τῆς δευτέρας ὁδηγίας. Πράγματι, κατά τό άρθρο 2, στόν ΦΠΑ υπόκεινται οἱ παροχές υπηρεσιῶν πού πραγματοποιούνταιἐπ ἀνταλλάγματι στό ἐσωτερικό τῆς χώρας ὑπό ὑποκειμένου στον φόρο. 'Εφ' όσον δέν πληρούται μία τῶν τριών προϋποθέσεων, δέν πρόκειται γιά φορολογητέα παροχή υπηρεσιών, τουναντίον ὅμως πρόκειται πάντα γιά παροχή υπηρεσιών: έτσι, ἡ παροχή ὑπηρεσιών πού πραγματοποιείται έκτός τοῦ εδάφους ὑπό υποκειμένου στόν φόρο ἀποτελεί παροχή υπηρεσιών (βλ. άρθρο 11 παράγραφος 2 εδάφιο 2 τῆς δευτέρας ὁδηγίας). 'Επομένως, οἱ δωρεάν παροχές υπηρεσιών δύνανται κατ' ἀρχήν νά θεωρηθούν ὡς παροχές υπηρεσιών ὑπό τήν έννοια τῆς δευτέρας ὁδηγίας. Κατά τήν καθ' ἧς τῆς κυρίας δίκης, τό ερώτημα ἄν ἡ δωρεάν παροχή υπηρεσιών δύναται νά θεωρηθεί ὡς παροχή υπηρεσιών ὑπό τήν έννοια τῆς δευτέρας ὁδηγίας, πρέπει νά ἐκτιμηθεί βάσει τοῦ ἄρθρου 6 αυτής, τό όποιο θεωρεί ὡς «παροχή ὑπηρεσιών» «κάθε πράξη ἡ ὁποία δέν ἀποτελεί παράδοση ἀγαθοῦ κατά τήν έννοια τοῦ άρθρου 5». Ό ὁρισμός αυτός εἶναι τόσο εὐρύς ώστε νά περιλαμβάνει τίς δωρεάν παροχές υπηρεσιών. Πάντως, γιά νά προκύψει ἐξ αὐτοθ ὡς συμπέρασμα ὅτι ὁ επιχειρηματίας πού πραγματοποιεί τέτοιες παροχές υπηρεσιών υπόκειται στόν φόρο, πρέπει επίσης, σύμφωνα μέ τό άρθρο 4 τῆς δευτέρας ὁδηγίας, οἱ ἐν λόγω πράξεις νά ἀφοροῦν «οικονομική δραστηριότητα». Αυτή, ὅμως, ἡ τελευταία έκφραση πού χρησιμοποιείται στό παράρτημα Α, σημείο 2 ad άρθρο 4, πρέπει νά λαμβάνεται ὑπό εὐρεία έννοια. Τέλος, τό καθ' οὗ τῆς κυρίας δίκης είναι της γνώμης ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀφ ενός ἀπό τήν φύση τοῦ ΦΠΑ καί ἀφ έτέρου ἀπό τίς συνδυασμένες διατάξεις τῶν άρθρων 2, 4 καί 6 τῆς δευτέρας ὁδηγίας, «ὁποιοσδήποτε πραγματοποιεί, κατά τρόπο συνήθη, δωρεάν παροχές υπηρεσιών, ἀντιπροσωπευτικές οικονομικῆς δραστηριότητος, πρέπει νά θεωρείται ὡς υποκείμενος στόν φόρο, κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 4 τῆς δευτέρας ὁδηγίας». Ή 'Επιτροπή υπογραμμίζει, πρώτον, ὅτι, ὅπως φαίνεται νά προκύπτει ἀπό τους κανόνες τοῦ Χόνγκ-Κόνγκ περί ιδρύσεως τοῦ Trade Development Council «ó ὀργανισμός αὐτός δύναται, τόσον ὡς πρός τήν δομή του ὅσον καί ὡς πρός τίς δραστηριότητες του, νά θεωρηθεί ὡς ἀνήκων μάλλον στόν δημόσιο παρά στον ιδιωτικό τομέα», θέμα τό όποιο τά ὀλλανδικά δικαστήρια ὀφείλουν νά ἐξετάσουν στηριζόμενα συγχρόνως καί στό ὀλλανδικό δίκαιο καί στό δίκαιο τοῦ Χόνγκ-Κόνγκ. 'Ακολούθως, επαναφέρει τό άρθρο 4 τῆς δευτέρας ὁδηγίας στό πλαίσιο τῆς ὁδηγίας αυτής, πρίν θέσει τό ερώτημα ἄν τό Hong- Kong Trade Development Council υπόκειται στόν φόρο κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 4. Θεωρεί ὅτι, γιά νά ερμηνευθεί ἡ διάταξη αυτή, πρέπει νά ληφθείὑπ ὅψη τό άρθρο 4 τῆς έκτης ὁδηγίας, ένας ἀπό τους σκοπούς τῆς οποίας εἶναι νά διευκρινίσει τήν έννοια τοῦ ὑποκειμένου στόν φόρο. Κατά τήν 'Επιτροπή, «ἐκ πρώτης ὄψεως», τό καθ' οὗ τῆς κυρίας δίκης εἶναι υποκείμενο στόν φόρο, διότι πρόκειται περί προσώπου πού παρέχει υπηρεσίες καίτοι όχι μέ κερδοσκοπικό σκοπό, υπαγόμενο συνεπώς στους σαφείς ὅρούς τῆς ἐν λόγω διατάξεως. 'Εξ άλλου, ούτε τό παράρτημα Α οὔτε τό άρθρο 4 τῆς έκτης ὁδηγίας ἀντιβαίνουν «στην πρόδηλη έννοια τοῦ ἄρθρου 4» τῆς δευτέρας ὁδηγίας, ἡ Ἐπιτροπή δέ θεωρεί 1281
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 1. 4. 1982 - ΥΠΟΘΕΣΗ 89/81 ιδίως ὅτι «δέν χωρεί ἀμφιβολία ὅτι οἱ δραστηριότητες προωθήσεως» τοῦ είδους εκείνου πού ἀσκεί τό καθ' οὗ τῆς κυρίας δίκης «εἶναι οικονομικῆς φύσεως», ὀλίγο δέ ἐνδιαφέρει τό ὅτι οἱ δραστηριότητες αυτές δέν ἀμείβονται ἀπό τους ἀπ' ευθείας ωφελούμενους. Ό μόνος λόγος ἀμφισβητῆςεως τῶν συμπερασμάτων αυτῶν ἀπορρέει ἀπό τίς διατάξεις τοῦ παραρτήματος Α σημείο 2 τῆς δευτέρας ὁδηγίας, πού ἀποκλείει ἀπό τήν ἔννοια τοῦ υποκειμένου στόν φόρο τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, γιά τίς δραστηριότητες τίς όποιες ἀσκοῦν ὡς δημόσιες ἀρχές. Στά ὀλλανδικά δικαστήρια ὅμως ἀπόκειται νά κρίνουν ἄν τό καθ' οὗ τῆς κυρίας δίκης ἀνήκει στην κατηγορία αυτή, ἡ ὁποία ἀποκλείεται τῆς εννοίας τοῦ υποκειμένου στόν φόρο. Κατά συνέπεια ἡ Ἐπιτροπή προτείνει νά δοθεί ἡ ἀκόλουθη ἀπάντηση στό πρώτο ερώτημα: «Ό παρέχων συνήθως υπηρεσίες σέ ἐπιχειρηματίες ἐκ χαριστικής αίτιας γιά τόν ὠφελούμενον δύναται νά θεωρηθεί ὡς υποκείμενος στόν φόρο, κατά τήν έννοια τοῦ άρθρου 4 τῆς δευτέρας ὁδηγίας.» Β Ἐπί τον δευτέρου ερωτήματος Τό καθ' οὗ τῆς κυρίας δίκης θεωρεί, πρώτον, ὅτι τό ἐν λόγω ερώτημα πρέπει νά εξετασθεί ὄχι μόνο ἐν σχέσει πρός τήν διατύπωση τοῦ ἄρθρου 11 τῆς δευτέρας ὁδηγίας ὁπότε ἡ ἀπάντηση «εἶναι τόσο ἁπλή ώστε πρέπει νά γίνει δεκτό ὅτι δέν εἶναι εκείνη πού ἐπιζητεί τό Hoge Raad» ἀλλα καί «σέ συνδυασμό» μέ τόν ὀλλανδικό νόμο περί φόρου κύκλου εργασιών. Πράγματι, ἡ ζητούμενη ἀπάντηση συνίσταται «στό ἄν οἱ ὀλλανδικές δημοσιονομικές ἀρχές δύνανται νά επικαλεσθούν τήν δευτέρα ὁδηγία, ὅταν αυτή προβλέπει, ὅπως ἐν προκειμένω, δικαίωμα εκπτώσεως πλέον περιορισμένης εκτάσεως ἀπό ὅ,τι ὁ ολλανδικός νόμος περί φόρου κύκλου εργατιών τοῦ 1968». Τό ερώτημα εἶναι ἄν ὅπως ἀκριβώς οἱ ιδιώτες δύνανται, ὑπό ὁρισμένες περιστάσεις, νά επικαλεσθούν ενώπιον τῶν δικαστηρίων διατάξεις τῶν ὁδηγιών οἱ ἐθνικές ἀρχές έχουν καί αυτές «τό δικαίωμα αὐτό στην περίπτωση ὅπού μία ὁδηγία τους παρέχει δικαίωμα ευρύτερο ἀπό ὅ,τι ἡ ιδία τους νομοθεσία». Ἐν προκειμένω ὅμως, ἡ σχετική διάταξη τοῦ ὀλλανδικοῦ νόμου, τό άρθρο 15, δέν άπέκλεισε «τήν έκπτωση τοῦ προκαταβληθέντος φόρου γιά τίς υπηρεσίες πού ἐχρησιμοποιήθησαν γιά τήν πραγματοποίηση μή φορολογητέων πράξεων». "Ετσι, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν διάταξη αυτή, ὁ ολλανδός νομοθέτης δέν ἐπανέλαβε τήν υποχρέωση τοῦ ἄρθρου 11 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος τῆς δευτέρας ὁδηγίας. Γιά τό εἶδος αυτό τῶν συγκρούσεων, ή συνθήκη τῆς Ρώμης προβλέπει μία εἰδική διαδικασία, περί τῆς ὁποίας τά άρθρα 169 καί 170, τῆς ἐν λόγω συνθήκης δέν εἶναι λοιπόν «ὀρθό» νά επιδιώκεται ὁ ίδιος σκοπός μέσω τοῦ ἄρθρου 177. 'Επί πλέον, τά συμφέροντα τῆς ὀλλανδικής Ἡ ὀλλανδική κυβόρνηση θεωρεί ὅτι, ἀφοῦ κυβερνήσεως δέν βλάπτονται, δεδομένου ἀπήντησε ἀρνητικά στό πρώτο ερώτημα, ὅτι αυτή ἡ 'ίδια εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ «παρέλκει ἡ ἀπάντηση στό δεύτερο δικού τῆς νόμου. "Αν δέ νομίζει ὅτι βλάπτονται τά συμφέροντά της, ἀρκεῖ νά ερώτημα». ἀλλάξει τόν ἐν λόγω νόμο. 1282 Τέλος, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου, τό όργανο αυτό έχει επικαλεσθεί λόγους επιεικείας ὑπέρ τοῦ άμεσου ἀποτελέσματος τῶν ὁδηγιών. Ειδικότερα, ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς 6ης 'Οκτωβρίου 1970 (Franz Grad, 9/70, Rec. σ. 825), ἰδίως ἀπό τήν σκέψη 5 εδάφιο 4, προκύπτει ὅτι τό Δικαστήριο διετύπωσε «τήν ἰδέα τῆς προστασίας τῶν ιδιωτών». Στην επιστήμη
STAATSSECRETARIS VAN FINANCIËN / HONG-KONG TRADE γίνεται δεκτό ὅτι οἱ ὁδηγίες «δέν δύνανται νά δημιουργούν υποχρεώσεις στό πρόσωπο των ιδιωτῶν, άλλά μόνο δικαιώματα». Κατά συνέπεια, τό καθ οὗ τῆς κυρίας δίκης θεωρεί ὅτι «οἱ ὀλλανδικές ἀρχές δέν έχουν τό δικαίωμα νά περιορίζουν τό δικαίωμα ἐκπτώσεως τοῦ προκαταβληθέντος φόρου στίς μή φορολογητέες πράξεις, επικαλούμενες την δευτέρα ὁδηγία». Ή 'Επιτροπή θεωρεί ὅτι, καθ' ὅ μέρος πρέπει νά δοθεί ἀπάντηση στό δεύτερο ερώτημα, πρέπει νά ληφθείὑπ ὅψη ὅτι «τό άρθρο 11 παράγραφος 2 περίοδος 1η εμποδίζει προφανώς την έκπτωση τοῦ φόρου κύκλου εργασιῶν, πού πλήττει τά ἀγαθά καί τίς υπηρεσίες πού χρησιμοποιούνται γιά την ἐκ μέρους τοῦ Hong-Kong Trade Development Council παροχή ὑπηρεσιών», διότι ὅπως προκύπτει ἀπό τό άρθρο 2, μόνον οἱ ὑπηρεσίες πού παρέχονταιἐπ ἀνταλλάγματι υπόκεινται στόν ΦΠΑ (6λ. σκέψη 12 τῆς προμνημονευθείσης ἀποφάσεως τῆς 5ης Φεβρουαρίου 1981), εἶναι, επομένως δυνατή ἡ έκπτωση τοῦ ΦΠΑ πού πλήττει τήν ἀξία τῶν ἀγαθών καί υπηρεσιών πού ἐχρησιμοποιήθησαν γιά τήν δωρεάν παροχή ἀγαθών καί υπηρεσιών, γιά τόν λόγο ὅτι πρόκειται περί μή φορολογητέας πράξεως. Ή 'Επιτροπή προσθέτει επίσης ὅτι, ὅσον ἀφορᾶ τό καθ' οὗ τῆς κυρίας δίκης, εἶτε αυτό θεωρηθεί ὡς υποκείμενο στον φόρο εἶτε ὅχι, τό ἀποτέλεσμα εἶναι τό ἴδιο ὡς πρός τήν έκπτωση τοῦ προκαταβληθέντος ΦΠΑ: ἡ έκπτωση αυτή δέν εἶναι δυνατή. Κατά συνέπεια, ἡ 'Επιτροπή προτείνει νά δοθεί ἡ ἀκόλουθη απάντηση στό δεύτερο ερώτημα: «Τό άρθρο 11, παράγραφος 2, εδάφιο 1 τής δευτέρας ὁδηγίας ἐμποδίζει τήν έκπτωση τοῦ φόρου κύκλου εργασιών, ὁ ὁποῖος πλήττει τά ἀγαθά καί τίς υπηρεσίες πού ἐχρησιμοποιήθησαν γιά τήν δωρεάν παροχή υπηρεσιών.» III Προφορική διαδικασία Κατά τήν συνεδρίαση τῆς 12 'Ιανουαρίου 1982, ἡ ὀλλανδική κυβέρνηση, ἐκπροσωπούμενη ἀπό τόν Bijl ως πραγματογνώμονα, καί ἡ Ἐπιτροπή τῶν Εὐρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη ἀπό τόν Thomas Van Rijn, ἀνέπτυξαν τίς παρατηρήσεις τους καί ἀπήντησαν σέ ερωτήσεις τοῦ Δικαστηρίου. Ό γενικός εἰσαγγελεύς ἀνέπτυξε τίς προτάσεις του κατά τήν συνεδρίαση τῆς 2ας Μαρτίου 1982. Σκεπτικό 1 Μέ ἀπόφαση τῆς 8ης 'Απριλίου 1981, ἡ ὁποία περιῆλθε στό Δικαστήριο στίς 14 'Απριλίου 1981, τό Hoge Raad τῶν Κάτω Χωρῶν υπέβαλε, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ἐρωτήματα ὡς πρός τήν ἐρμηνεία τῶν άρθρων 4 καί 11 τῆς δευτέρας ὁδηγίας 67/228 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 11ης 'Απριλίου 1967, περί εναρμονίσεως τῶν νομοθεσιῶν τῶν Κρατών μελών, τῷν σχετικών μέ τους φόρους κύκλου εργασιών διάρθρωση καί κανόνες εφαρμογής τοῦ κοινοῦ συστήματος φόρου προστιθεμένης ἀξίας (ΕΕ εἰδ. ἔκδ., τόμ. 09/001, σ. 5). 1283
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 1. 4. 1982 ΥΠΟΘΕΣΗ 89/81 2 Τά ερωτήματα αυτά ἀνέκυψαν στό πλαίσιο δίκης μεταξύ τοῦ Staatssecretaris van Financiën τῶν Κάτω Χωρῶν καί τοῦ Hong-Kong Trade Development Council, ὀργανισμοῦ συσταθέντος στό Χόνγκ-Κόνγκ τό 1966 μέ σκοπό την προώθηση τοῦ εμπορίου μεταξύ τοῦ Χόνγκ-Κόνγκ καί ἀλλων χωρῶν, ὁ όποιος ἵδρυσε γραφείο στό "Αμστερνταμ τό 1972. Οἱ δραστηριότητες του στίς Κάτω Χώρες συνίστανται στην δωρεάν παροχή, σέ επιχειρηματίες, στοιχείων καί πληροφοριών περί τοῦ Χόνγκ-Κόνγκ καί τῶν δυνατοτήτων διενεργείας εμπορικών ἀνταλλαγών μέ αυτό, καθώς καί ἀναλόγων πληροφοριών περί τῆς ευρωπαϊκῆς ἀγορᾶς σέ επιχειρηματίες τοῦ Χόνγκ-Κόνγκ. Τά έσοδα τοῦ γραφείου τοῦ "Αμστερνταμ προέρχονται ἀπό ετήσια πάγια επιχορήγηση ἐκ μέρους τῆς κυβερνήσεως τοῦ Χόνγκ-Κόνγκ καί ἀπό τό προϊόν μιᾶς ἐπι6αρύνσεως, ἀνερχομένης στό 5 % ἐπί της άξιας τῶν εισαγομένων καί εξαγομένων πρός καί ἀπό τό Χόνγκ-Κόνγκ εμπορευμάτων. 3 Ή διαφορά μεταξύ τῶν ὀλλανδικών φορολογικών άρχων καί τοῦ ἀνωτέρω ὀργανισμοῦ προέκυψε ἀπό τό γεγονός ότι οἱ ὀλλανδικές υπηρεσίες, πού εἶχαν επιστρέψει στον ἐν λόγω ὀργανισμό μέχρι τό 1978, «ὑπό τήν ἐπιφύλαξη τροποποιήσεως σέ περίπτωση μεταγενεστέρου έλεγχου», τό ποσό τῶν φόρων προστιθεμένης ἀξίας πού τοῦ εἶχαν καταλογίσει οἱ επιχειρήσεις, οἱ όποιες τοῦ εἶχαν παράσχει υπηρεσίες ἡ τοῦ εἶχαν παραδώσει εμπορεύματα, ἔπαυσαν πλέον νά τόν θεωροῦν ὡς υποκείμενο σέ φόρο πρόσωπο καί τοῦ ἐζήτησαν συνεπώς, τό ἀχρεωστήτως, κατά τήν φορολογική ἀρχή, ἐπιστραφέν ποσό. Ή διαφορά ἤχθη ενώπιον τοῦ Hoge Raad, τό όποιο υπέβαλε στό Δικαστήριο τά ἀκόλουθα δύο ερωτήματα: «1. Δύναται ὁ παρέχων συνήθως υπηρεσίες σέ επιχειρηματίες νά θεωρηθεί ὡς υποκείμενος στόν φόρο κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 4 τῆς δευτέρας ὁδηγίας, όταν οἱ υπηρεσίες αυτές παρέχονται δωρεάν; 2. Σέ περίπτωση καταφατικής ἀπαντήσεως στό πρώτο ερώτημα: 1284 Τό άρθρο 11, παράγραφος 2, εδάφιο 1 τῆς δευτέρας ὁδηγίας ἐμποδίζει τήν ἔκπτωση τοῦ φόρου κύκλου εργασιών, πού βαρύνει τά ἀγαθά καί τίς υπηρεσίες πού χρησιμοποιοῦνται γιά τήν παροχή τῶν ἀνωτέρω υπηρεσιών;»
STAATSSECRETARIS VAN FINANCIËN / HONG-KONG TRADE 4 Τό ἀναφερόμενο στό πρώτο ερώτημα άρθρο 4 ὁρίζει ὅτι: «Θεωρείται ὡς "υποκείμενος στόν φόρο" ὁποιοσδήποτε ενεργεί, κατά τρόπο ἀνεξάρτητο καί συνήθη, πράξεις πού ἀνάγονται στίς δραστηριότητες τοῦ παραγωγοῦ, τοῦ έμπορου ἡ τοῦ παρέχοντος υπηρεσίες, ἀνεξαρτήτως ἐάν ὁ χαρακτήρας τους εἶναι κερδοσκοπικός ἡ μή.» 5 Τό εθνικό δικαστήριο τονίζει τό γεγονός ὅτι, στην ενώπιόν του ἐκκρεμοῦσα υπόθεση, ὁ ἐν λόγω ὀργανισμός παρέχει τίς υπηρεσίες του ἀποκλειστικῶς δωρεάν, καί τοῦτο διότι τό ἀρθρο 4, πού δίνει τόν ὁρισμό τοῦ υποκειμένου στόν φόρο, δέν ὁρίζει τίς «πράξεις» πού ἀνάγονται στίς δραστηριότητες τοῦ παραγωγοῦ, τοῦ έμπόρου ἡ τοῦ παρέχοντος υπηρεσίες, ἐνῶ τό άρθρο 2 τῆς ἰδίας ὁδηγίας ὁρίζει ὅτι στον φόρο προστιθεμένης ἀξίας υπάγονται μόνο οἱἐπ ἀνταλλάγματι παρεχόμενες υπηρεσίες ἀπό υποκείμενο στόν φόρο πρόσωπο. 'Από τήν εξέταση των δύο αυτών άρθρων, ἡ ἀνάλυση τοῦ γράμματος τῶν ὁποίων, ἐκ πρώτης ὄψεως, δέν προσφέρεται πρός επίλυση τοῦ ζητήματος ἄν ένας ὀργανισμός, παρέχων συνήθως δωρεάν υπηρεσίες, δύναται νά θεωρηθεί ὡς υποκείμενος στόν φόρο, προκύπτει ὅτι πρέπει νά ἀναζητηθούν τά χαρακτηριστικά τοῦ κοινοῦ συστήματος φόρου προστιθεμένης ἀξίας ἐν σχέσει πρός τόν σκοπό του. 6 Ό σκοπός αυτός, στον όποιο ἀναφέρονται οἱ αιτιολογικές σκέψεις τῆς δευτέρας ὁδηγίας, παραπέμποντας στην πρώτη ὁδηγία 67/227 τῆς ἰδίας ἡμερομηνίας (ΕΕ εἰδ. ἐκδ., τόμ. 02/001, σ. 3), προκύπτει ἀπό τίς αιτιολογικές σκέψεις τῆς τελευταίας, πού ἀναφέρονται στην ἀνάγκη εναρμονίσεως τῶν νομοθεσιών περί φόρου κύκλου εργασιών, μέ σκοπό τήν εξάλειψη τῶν στοιχείων πού δύνανται νά νοθεύσουν τους όρους τοῦ ἀνταγωνισμού καί, ἑπομένως τήν επίτευξη ἀνταγωνιστικής οὐδετερότητος, ὑπό τήν έννοια ὅτι σέ παρόμοια προϊόντα, εντός κάθε χώρας, επιβάλλεται ἡ ἴδια φορολογική επιβάρυνση, ἀνεξαρτήτως τοῦ μήκους τοῦ κυκλώματος παραγωγής καί διανομής. 7 Πρός επίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, ἡ πρώτη ὁδηγία στό άρθρο 2 παράγραφος 1 ὁρίζει ὅτι ἡ ἀρχή τοῦ κοινοῦ συστήματος ΦΠΑ συνίσταται στην ἐπιβολή ἐπί τῶν ἀγαθών καί τῶν υπηρεσιών ενός γενικοῦ φόρου καταναλώσεως, ἀκριβώς ἀναλόγου πρός τήν τιμή τῶν ἀγαθών καί τῶν υπηρεσιών, όσος καί ἄν εἶναι ὁ ἀριθμός τῶν συναλλαγών, οἱ όποιες διενεργούνται κατά τήν πορεία τής παραγωγής καί τῆς διανομής, πρό τοῦ σταδίου επιβολής τοῦ φόρου. 1285
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 1. 4. 1982 ΥΠΟΘΕΣΗ 89/81 8 Οἱ λεπτομέρειες τῆς εφαρμογῆς τῆς ἀρχής αυτής, πού στηρίζεται στην τιμή τῶν ἀγγαθων και υπηρεσιών, ὁρίζονται στην παράγραφο 2 τοῦ ιδίου ἄρθρου ὡς έξης: «Σέ κάθε συναλλαγή ὁ φόρος προστιθεμένης ἀξίας, υπολογιζόμενος ἐπί τῆς τιμής τοῦ ἀγαθοῦ ἡ τῆς υπηρεσίας μέ τόν εφαρμοστέο στό ἀγαθό αυτό ἡ στην υπηρεσία αυτή συντελεστή, εἶναι ἀπαιτητός μετ' ἀφαίρεση τοῦ ποσοῦ τοῦ φόρου προστιθεμένης ἀξίας, ὁ όποιος ἐπεβάρυνε άμεσα τό κόστος τῶν διαφόρων στοιχείων, τά όποια συνθέτουν τήν τιμή.» Στην παράγραφο 3 ὁρίζεται ὅτι τό κοινό σύστημα τοῦ φόρου προστιθεμένης ἀξίας ἐφαρμόζεται μέχρι καί τοῦ σταδίου τοῦ λιανικοῦ εμπορίου. 9 'Από τό σύστημα αυτό προκύπτει ὅτι ὁ φόρος δέν ἐκπίπτει πλέον ὅταν 'έχει λήξει ή σειρά τῶν συναλλαγῶν. Στην περίπτωση αυτή, ὁ φόρος εισπράττεται ἀπό τόν τελικό καταναλωτή, ὁ όποιος δέν δύναται νά επιρρίψει τό σχετικό ποσό, δεδομένου ὅτι δέν υπάρχει περαιτέρω συναλλαγή γιά τήν ὁποία καταβάλλεται τίμημα. 10 Όταν ἡ δραστηριότης ενός παρέχοντος υπηρεσίες προσώπου συνίσταται ἀποκλειστικῶς στην άνευ ἀμεσου ἀνταλλάγματος παροχή υπηρεσιών, δέν υπάρχει βάση γιά τήν επιβολή φορολογίας, οἱ κατά τά ἀνωτέρω δέ δωρεάν παροχές δέν υπόκεινται, ἑπομένως, στόν φόρο προστιθεμένης ἀξίας. Στην περίπτωση αυτή, ὁ παρέχων υπηρεσίες πρέπει νά εξομοιωθεί πρός τόν τελικό καταναλωτή, δεδομένου ὅτι τό κύκλωμα παραγωγής καί διανομής τερματίζεται ἀκριβώς στό επίπεδό του. Πράγματι, ἡ συνδέουσα αυτόν μέ τόν ἀποδέκτη τοῦ ἀγαθοῦ ἡ τῆς υπηρεσίας σχέση δέν εμπίπτει σέ κατηγορία συμβάσεων, δυναμένη νά υπαχθεί σέ φορολογική εναρμόνιση γενεσιουργό ἀνταγωνιστικής οὐδετερότητος ὑπό τίς περιστάσεις αυτές, οἱ δωρεάν παροχές υπηρεσιών διαφοροποιοῦνται, ὡς ἐκ της φύσεως τους, ἀπό τίς φορολογητέες πράξεις πού προῦποθέτουν, στό πλαίσιο τοῦ συστήματος τοῦ φόρου προστιθεμένης ἀξίας, τόν καθορισμό τῆς τιμής ἡ ἀνταλλάγματος. 11 Αυτό ἀποδεικνύεται ἀπό τόν συσχετισμό τῆς διατάξεως, τῆς ὁποίας ζητείται ή ἑρμηνεία, πρός τίς λοιπές διατάξεις τῆς ὁδηγίας. Τό ὅτι οἱ φορολογητέες πράξεις πρέπει νά διενεργούνται ἐπ' ἀνταλλάγματι επιβεβαιώνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ οικονομικές δραστηριότητες τῶν υποκειμένων στόν φόρο, κατά τήν ἔννοια τοῦ 1286
STAATSSECRETARIS VAN FINANCIËN / HONG-KONG TRADE παραρτήματος Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ἀποτελοῦν κατ' ἀνάγκη δραστηριότητες πού ἀσκοῦνταιἐπ ἀνταλλάγματι ἡἐπ ἀντιπαροχή, διότι, ἐάν ἀσκοῦνται ἀποκλειστικώς δωρεάν, δέν εμπίπτουν στό σύστημα τοῦ φόρου προστιθεμένης ἀξίας, δεδομένου ὅτι, σύμφωνα μέ τό άρθρο 9, δέν δύνανται νά ἀποτελέσουν βάση γιά επιβολή φορολογίας. Τό ὅτι ἀπαιτείται ὁπωσδήποτε ἀντιπαροχή προκύπτει επίσης ἀπό τό άρθρο 12 τῆς ιδίας ὁδηγίας, πού υποχρεώνει κάθε υποκείμενο στον φόρο πρόσωπο νά εκδίδει τιμολόγιο γιά τά αγαθά πού παραδίδει καί τίς υπηρεσίες πού παρέχει σέ άλλο πρόσωπο υποκείμενο στον φόρο, νά τηρεί λογιστικά βιβλία, ώστε νά καθίσταται δυνατός ὁ έλεγχος ἐκ μέρους τῆς φορολογικής ἀρχής καί νά καταθέτει κάθε μήνα δήλωση, περιλαμβάνουσα ὅλα τά ἀναγκαία στοιχεία γιά τόν υπολογισμό τοῦ φόρου. 12 Ἑπομένως, ἀπό τόν συσχετισμό τοῦ πρός ερμηνεία ἄρθρου 4 τῆς δευτέρας ὁδηγίας πρός τίς λοιπές διατάξεις τῆς καί τόν συνειρμό τοῦ συστήματος ἀποδεικνύεται ὅτι δέν δύναται νά θεωρηθεί ως υποκείμενος στον φόρο, κατά τήν έννοια τοῦ ἐν λόγω άρθρου, ὁ παρέχων υπηρεσίες ἀποκλειστικών δωρεάν. 13 Συνεπώς, στό πρώτο ερώτημα προσήκει ἡ ἀπάντηση ὅτι ὁ παρέχων συνήθως ὑπηρεσίες σέ επιχειρηματίες ἀποκλειστικώς δωρεάν δέν δύναται νά θεωρηθεί ὡς υποκείμενος στόν φόρο, κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 4 τῆς δευτέρας ὁδηγίας. 14 Κατόπιν τῆς ἀρνητικής ἀπαντήσεως στό πρώτο ἀπό τά ερωτήματα πού υπέβαλε τό Hoge Raad, παρέλκει ἡ εξέταση τοῦ δευτέρου ερωτήματος. 'Επί τῶν δικαστικών εξόδων 15 Τά έξοδα στά όποια ὑπεβλήθησαν ἡ ὀλλανδική κυβέρνηση καί ἡ Ἐπιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οἱ όποιες κατέθεσαν παρατηρήσεις στό Δικαστήριο, δέν ἀποδίδονται. Δεδομένου ὅτι ἡ παροῦσα διαδικασία έχει ὡς πρός τους διαδίκους τῆς κυρίας δίκης τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, πού ἀνέκυψε ενώπιον τοῦ ἐθνικοῦ δικαστηρίου, σ' αὐτό εναπόκειται νά ἀποφασίσει γιά τά δικαστικά έξοδα. 1287
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 1. 4. 1982 - ΥΠΟΘΕΣΗ 89/81 Διά ταῦτα ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ κρίνοντας ἐπί τῶν ερωτημάτων πού τον) υπέβαλε, μέ διάταξη τῆς 8ης 'Απριλίου 1981, τό Hoge Raad ἀποφαίνεται: Ὁ παρέχων συνήθως υπηρεσίες σέ ἐπιχειρηματίες ἀποκλειστικῶς δωρεάν δέν δύναται νά θεωρηθεί ως υποκείμενος στόν φόρο, κατά τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 4 τῆς δευτέρας ὁδηγίας. Menens de Wilmars Bosco Touffait Due Pescatore Mackenzie Stuart O'Keeffe Koopmans Everling Χλωρός Grévisse Ἐδημοσιεύθη σέ δημοσία συνεδρίαση στό Λουξεμβοῦργο την 1η 'Απριλίου 1982. Ό γραμματεύς κ.ἀ.α. J. Α. Pompe Βοηθός γραμματεύς Ό προεδρεύων G. Bosco πρόεδρος τοῦ πρώτου τμήματος 1288