Κυριακή 6 Ἰανουαρίου 2019 ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ Ἀπολυτίκιον Παναγίας Προυσιωτίσσης Ἦχος α Τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης Σύ προΐστασαι πρόμαχος καί τερατουργός ἐξαισίων τῇ ἐκ Προύσσης εἰκόνι Σου, Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ καί γάρ φωτίζεις ἐν τάχει τούς τυφλούς δεινούς τε ἀπελαύνεις δαίμονας καί παραλύτους δέ συσφίγγεις, Ἀγαθή, κρημνῶν τε σῴζεις καί πάσης βλάβης τούς Σοί προσφεύγοντας. Δόξα τῷ Σῷ ἀσπόρῳ τοκετῷ, δόξα τῷ Σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά Σοῦ τοιαῦτα θαύματα. ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ Σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί, εἶναι ἡ τρίτη Δεσποτική ἑορτή. Πρώτη Δεσποτική ἑορτή εἶναι ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, δεύτερη ἡ Περιτομή καί τρίτη Δεσποτική ἑορτή εἶναι ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή εἶστε κουρασμένοι μέ τήν θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τήν Λειτουργία τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, πού ἀκοῦμε κάθε Κυριακή, καί ἐπειδή θά ἀκολουθήσει καί ὁ Μέγας Ἁγιασμός, γι αὐτό ὀλίγα μόνο λόγια θά σᾶς πῶ καί θά τελειώσω σύντομα τό ταπεινό μου κήρυγμα.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἀναμάρτητος καί γι αὐτό δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό τό βάπτισμα. Ἀλλά ἔρχεται πρός τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, γιατί αὐτό τό βάπτισμα ἦταν θέλημα Θεοῦ γιατί ἔπρεπε μέ τήν πράξη Του αὐτή ὁ Χριστός νά ἐπικυρώσει τό ἔργο τοῦ Ἰωάννου. Στήν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἀκοῦμε τήν φωνή τοῦ οὐρανίου Πατρός, «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὧ ηὐδόκησα». Αὐτή ἡ φωνή εἶναι καί φωνή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ ὁποία εἶχε ἀνακηρύξει τόν Μεσσία ὡς Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἀγαπητόν (βλ. Ψαλμ. 2,7. Ἠσ. 42,1). Κατά τήν βάπτισή Του ὁ Ἰησοῦς «ἀνέβη εὐθύς», δηλαδή, ἀμέσως, «ἀπό τοῦ ὕδατος». Αὐτό δηλώνει καθαρά τήν ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ, γιατί οἱ βαπτιζόμενοι παρέμεναν στό νερό ὅσο χρόνο διαρκοῦσε ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν τους. Ἀλλά ὁ Χριστός, μή ἔχοντας οὐδεμία ἁμαρτία, «ἀνέβη εὐθύς ἀπό τοῦ ὕδατος». Ἀκόμη κατά τήν βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί, πού τούς εἶχε κλείσει ὁ Ἀδάμ μέ τήν ἁμαρτία του. Αὐτό σημαίνει ὅτι, καί ὅταν βαπτίζονται οἱ χριστιανοί, ἀνοίγουν καί γι αὐτούς οἱ οὐρανοί. Τό πιό θαυμαστό δέ ἀκόμη εἶναι ὅτι κατά τήν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἦλθε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί; Ἦλθε γιά νά μαρτυρήσει ὅτι εἶναι ἀνώτερος ὁ βαπτιζόμενος, δηλαδή ὁ Χριστός, ἀπό τόν βαπτίζοντα, δηλαδή τόν Πρόδρομο. Γιατί οἱ Ἰουδαῖοι θεωροῦσαν τόν Ἰωάννη ἀνώτερο ἀπό τόν Χριστό. Γιά νά μή νομίσουν δέ ὅτι ἡ φωνή τοῦ Πατέρα «οὗτος ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός» λέγεται γιά τόν Ἰωάννη, γι αὐτό κατέρχεται τό Πνεῦμα μέ μορφή περιστερᾶς στό Χριστό. Στό Χριστό καί ὄχι στόν Ἰωάννη, γιατί τόν Χριστό ἤθελε νά δηλώσει τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ ἀγαπητό. Ἐμφανίστηκε δέ τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή περιστερᾶς, γιά νά δηλωθεῖ ὅτι, γιά νά ἔχουμε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νά εἴμαστε καθαροί, ὅπως ἡ περιστερά ἀγαπάει τήν καθαρότητα. Πάντως, ὅπως ἐπί τοῦ Νῶε ἡ περιστερά μέ τό κάρφος ἐλαίας ἀνήγγειλε τήν λύση τοῦ κατακλυσμοῦ, ἔτσι καί ἐδῶ ἡ περιστερά ἀναγγέλλει τήν λύση τῶν ἁμαρτιῶν μας μέ τό βάπτισμά μας. Καί τό ἄνοιγμα λοιπόν τῶν οὐρανῶν καί ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, αὐτά τά δύο «τοῦ χριστιανικοῦ βαπτίσματος ἦσαν προχαράγματα», λέγει ὁ Ζιγαβηνός, ἕνας σπουδαῖος ἑρμηνευτής τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Χριστιανοί μου, μήν λησμονοῦμε τό βάπτισμά μας καί ὅτι μέ αὐτό πήραμε υἱοθεσία καί γίναμε παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἄς τιμήσουμε, λοιπόν, τήν ἀξία μας αὐτή, τήν θεία μας αὐτή υἱοθεσία καί ἄς κρατοῦμε καθαρό τόν χιτῶνα τοῦ βαπτίσματός μας ἀπό τούς μολυσμούς τῆς ἁμαρτίας. Χρόνια σας πολλά καί εὐλογημένα ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Μέ πολλές εὐχές, Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας 2
xyyz ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ Ψαλμός ΝH 58 Εἰς τὸ τέλος μὴ διαφθείρῃς τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν, ὁπότε ἀπέστειλε Σαοὺλ καὶ ἐφύλαξε τὸν οἶκον αὐτοῦ τοῦ θανατῶσαι αὐτόν. Η ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ 2 Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, ὁ Θεός, καὶ ἐκ τῶν ἐπανισταμένων ἐπ ἐμὲ λύτρωσαί με 3 ρῦσαί με ἐκ τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν καὶ ἐξ ἀνδρῶν αἱμάτων σῶσόν με. 4 Ὅτι ἰδοὺ ἐθήρευσαν τὴν ψυχήν μου, ἐπέθεντο ἐπ ἐμὲ κραταιοί. Οὔτε ἡ ἀνομία μου οὔτε ἡ ἁμαρτία μου, Κύριε 5 ἄνευ ἀνομίας ἔδραμον καὶ κατεύθυνα ἐξεγέρθητι εἰς συνάντησίν μου καὶ ἴδε. 6 Καὶ σύ, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς τοῦ Ισραήλ, πρόσχες τοῦ ἐπισκέψασθαι πάντα τὰ ἔθνη, μὴ οἰκτειρήσῃς πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν. (Διάψαλμα). 7 Ἐπιστρέψουσιν εἰς ἑσπέραν καὶ λιμώξουσιν ὡς κύων καὶ κυκλώσουσι πόλιν. 8 Ἰδοὺ ἀποφθέγξονται ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, καὶ ρομφαία ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν, ὅτι τίς ἤκουσε; 9 Καὶ σύ, Κύριε, ἐκγελάσῃ αὐτούς, ἐξουδενώσεις πάντα τὰ ἔθνη. 10 Τὸ κράτος μου, πρὸς σὲ φυλάξω, ὅτι σύ, ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου εἶ. 11 Ὁ Θεός μου, τὸ ἔλεος αὐτοῦ προφθάσει με ὁ Θεός μου δείξει μοι ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου. 12 Μὴ ἀποκτείνῃς αὐτούς, μήποτε ἐπιλάθωνται τοῦ νόμου σου διασκόρπισον αὐτοὺς ἐν τῇ δυνάμει σου καὶ κατάγαγε αὐτούς, ὁ ὑπερασπιστής μου, Κύριε. 13 Ἁμαρτία στόματος αὐτῶν, λόγος χειλέων αὐτῶν, καὶ συλληφθήτωσαν ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ αὐτῶν καὶ ἐξ ἀρᾶς καὶ ψεύδους διαγγελήσονται ἐν συντελείᾳ, 14 ἐν ὀργῇ συντελείας, καὶ οὐ μὴ ὑπάρξουσι καὶ γνώσονται, ὅτι Θεὸς δεσπόζει τοῦ Ιακὼβ τῶν περάτων τῆς γῆς. (Διάψαλμα). 15 Ἐπιστρέψουσιν εἰς ἑσπέραν, καὶ λιμώξουσιν ὡς κύων καὶ κυκλώσουσι πόλιν. 16 Αὐτοὶ διασκορπισθήσονται τοῦ φαγεῖν ἐὰν δὲ μὴ χορ- 3
τασθῶσι, καὶ γογγύσουσιν. 17 Ἐγὼ δὲ ᾄσομαι τῇ δυνάμει σου καὶ ἀγαλλιάσομαι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐγενήθης ἀντιλήπτωρ μου καὶ καταφυγή μου ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου. 18 Βοηθός μου εἶ, σοὶ ψαλῶ, ὅτι σύ, ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, ὁ Θεός μου, τὸ ἔλεός μου. 1. Κατά τήν ἐπιγραφή τό ἱστορικό γιά τό ὁποῖο γράφτηκε ὁ ψαλμός αὐτός βρίσκεται εἰς Α Βασ. κ. 19. Ὅπως βλέπουμε στό κεφ. αὐτό ὁ Σαούλ ἔστειλε τήν νύχτα ἀπεσταλμένους στόν οἶκο τοῦ Δαβίδ γιά νά τόν παραφυλάξουν καί νά τόν θανατώσουν τό πρωί, ὅταν θά ἔβγαινε ἀπό τήν οἰκία του. Δέν ἐπέτυχε ὅμως τό θανατικό αὐτό σχέδιο κατά τοῦ Δαβίδ, γιατί ἡ σύζυγός του Μελχόλ τόν διέσωσε ἀπό τήν θυρίδα καί ἀπάτησε τούς ἀνθρώπους τοῦ βασιλιᾶ. Στόν παρόντα λοιπόν ψαλμό ὁ Δαβίδ ὁμιλεῖ γιά τήν μεγάλη αὐτή κρίση τῆς ζωῆς του. Στό Α μέρος τοῦ ψαλμοῦ, στίχ. 2-10, ὁ ποιητής ζητᾶ τήν θεία βοήθεια γιά τήν σωτηρία ἀπό τούς αἱμοβόρους ἐχθρούς του, οἱ ὁποῖοι περικυκλώνουν τήν οἰκία του μέ σκοπό νά τόν συλλάβουν καί νά τόν φονεύσουν, στό δέ Β μέρος εὔχεται ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του αὐτῶν, νά γίνουν πλάνητες μακρυά ἀπό τόν οἶκο τους, γιά νά εἶναι ζωντανά παραδείγματα τῆς τιμωρίας τοῦ Θεοῦ. 2. Στήν ἀρχή τοῦ ψαλμοῦ ὁ Δαβίδ παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν σώσει ἀπό τούς ἐχθρούς του πού «ἐπανίστανται» ἐναντίον του. Εἶναι δέ λέγει οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἄνδρες «ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν» καί «ἄνδρες αἱμάτων» (στίχ. 2-3). Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἀφοῦ μέχρι τώρα μεταχειρίστηκαν δόλια μέσα καί πλεκτάνες καί ἐνέδρες («ἐθήρευσαν», στίχ. 4), τώρα τοῦ ἐπιτίθενται ἐξ ἐφόδου. Kαί αὐτό χωρίς ὁ Δαβίδ νά πταίσει πουθενά. Ἐξομολογούμενος στόν Θεό λέγει: «Οὔτε ἡ ἀνομία μου οὔτε ἡ ἁμαρτία μου, Κύριε» (στίχ. 4). Τήν ζωή του μέχρι τώρα τήν πέρασε μέ εὐθύτητα: «Ἄνευ ἀνομίας ἔδραμον καί κατεύθυνα» (στίχ. 5). Δέν ἔχουν λόγο, λοιπόν, οἱ ἐχθροί του νά ἐνεργοῦν ἐναντίον του καί νά θέλουν νά τόν ἐξοντώσουν. Μόνη σωτηρία στόν κινδυνεύοντα ποιητή μας εἶναι ὁ Θεός, στόν Ὁποῖο καί καταφεύγει καί Τόν ὀνομάζει «Θεόν τῶν δυνάμεων» (στίχ. 6), δηλαδή, πανίσχυρο Θεό καί κραταιό. Στό σημεῖο αὐτό ἔχουμε ἕνα «διάψαλμα», πού εἶναι μιά παύση ἤ μιά ἀλλαγή τόνου τῶν μουσικῶν ὀργάνων, γιατί ἔχουμε ἀλλαγή νοήματος. 3. Προχωρώντας ὁ ποιητής μετά τό «διάψαλμα» παραβάλλει τούς ἐνεδρευτές του πρός τά βρωμερά σκυλιά, πού συχνάζουν στούς δρόμους τῆς Ἀνατολῆς, καί τά ὁποῖα ἀδρανοῦν μέν τήν ἡμέρα κατά τό θέρος, λόγω τοῦ καύσωνος, ἀλλά μετά τήν δύση τοῦ ἡλίου, κατά τήν ἑσπέρα καί τίς νυκτερινές ὧρες ἀναζητοῦντες τήν τροφή τους, ταράσσουν τούς φιλησύχους ἀνθρώπους. Κατά παρόμοιο τρόπο καί 4
οἱ ἐχθροί τοῦ Δαβίδ, μή τολμῶντες οἱ ἄνανδροι νά φανοῦν στό φῶς, ἐργάζονται στά σκότη τῆς νύκτας κρύπτοντες τό δολοφονικό ἐγχειρίδιό τους μέ σκοπό νά τόν σπαράξουν καί νά τόν καταφάγουν. Καί αὐτοί, λοιπόν, οἱ ἐχθροί τοῦ Δαβίδ, σάν τά πεινασμένα σκυλιά, «ἐπιστρέψουσιν εἰς ἑσπέραν καί λιμώξουσιν ὡς κύων καί κυκλώσουσι τήν πόλιν» (στίχ. 7). Εἶναι τολμηρή πράγματι ἡ παρομοίωση αὐτή τοῦ ψαλμωδοῦ μας, πλήν ὅμως εἶναι ἀληθινή. Παραβάλλει τούς ἐχθρούς του μέ τούς κύνας. Μάλιστα τό ρῆμα «λιμώξουσιν» πού λέγει γι αὐτούς, τό Ἑβραϊκό κείμενο τό λέγει «γαυγίζουν»!... Παριστάνει δέ ὁ Δαβίδ τούς ἐχθρούς του ἀκόμη καί ὡς ἀθεόφοβους, ὡς ἀθέους, γιατί προχωροῦντες γιά τό δολοφονικό σχέδιό τους λέγουν: «Τίς ἤκουσεν;» (στίχ. 8). Ποιός μᾶς ἀκούει; Σέ ποιόν ἔχουμε νά λογοδοτήσουμε; Ὁ Θεός κοιμᾶται!... 4. Ἀλλά ὁ ποιητής μας Δαβίδ πιστεύει ἀπόλυτα ὅτι ὅλα τά ἐναντίον του σχέδια τῶν ἐχθρῶν δέν θά ἐπιτύχουν, διότι ὁ Κύριος ὁ Θεός «ἐκγελάσει αὐτούς», θά τούς περιγελάσει (στίχ. 9). Ὁ μέν Δαβίδ θά λυτρωθεῖ ὑπό τοῦ Θεοῦ, ὁ δέ Σαούλ καί οἱ ἄνθρωποί του, πού τώρα περικυκλώνουν τόν οἶκο του, γιά νά τόν συλλάβουν καί νά τόν φονεύσουν, θά ἔχουν τήν τύχη ὅλων τῶν ἐθνικῶν. «Ἐξουδενώσεις πάντα τά ἔθνη» (στίχ. 9). Καί οἱ ἐχθροί τοῦ Δαβίδ σάν τούς ἐθνικούς δέν θά δοῦν πρόσωπο Θεοῦ. Καί ὁ 2ος ψαλμός λέγει περί τῶν πολεμίων τοῦ Θεοῦ ὅτι «ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανοῖς ἐκγελάσεται αὐτούς» (2,4). Θά τούς περιπαίξει. Βέβαιος, λοιπόν, ὁ Δαβίδ γιά τήν θεία βοήθεια, ὅπως τήν εἶδε καί κατά τό παρελθόν, ἐκφράζει τήν ἀπόλυτο ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό λέγοντας: «Τό κράτος μου πρός σέ φυλάξω, ὅτι σύ, ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου εἶ» (στίχ. 10). Τί σημαίνει ἡ φράση «τό κράτος μου πρός σέ φυλάξω»; «Κράτος» εἶναι ἡ ἰσχύς, ἡ δύναμη. Καί κατ ἐξοχήν Ἰσχυρός εἶναι ὁ Θεός. Αὐτός εἶναι τό «κράτος», πού λέει ἐδῶ ὁ ψαλμωδός μας. Καί ὁ Δαβίδ ὑπόσχεται «τό κράτος μου πρός σέ φυλάξω». Σάν νά λέγει: Ὦ Θεέ, κράτος μου, δύναμή μου, ἀπό τήν ὁποία ἀντλῶ καί ἐγώ δύναμη, «πρός σέ φυλάξω». Δηλαδή, Ἐσένα θά καρτερῶ καί θά προσμένω. Ἄλλοι ὅμως παλαιότερα ἔδιναν τήν ἑρμηνεία ὅτι ὁ βασιλεύς Δαβίδ, κινδυνεύων, ἐναπέθετε τό κράτος του στόν Θεό, γιά νά τό διαφυλάξει. Ἀλλά ὁ Δαβίδ τώρα δέν εἶναι ἀκόμη βασιλεύς, ὥστε νά μιλήσει γιά κράτος του. Θά δεχθοῦμε λοιπόν τήν ἑρμηνεία πού εἴπαμε, ὅτι ὁ Δαβίδ ὀνομάζει «κράτος» τόν Θεό, ἀπό τόν Ὁποῖο λαμβάνει δύναμη, γιά νά σταθεῖ καί νά νικήσει, γιά νά συμφωνεῖ τό ἡμιστίχ. μας κατ ἔννοιαν μέ τό ἑπόμενο ἡμιστίχ. «ὅτι σύ, ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου εἶ» καί νά σχηματίζει μαζί του «συνωνυμικό παραλληλισμό». 5. Ἀρχίζει τώρα τό Β μέρος τοῦ ψαλμοῦ, στό ὁποῖο ὁ ψαλμωδός ἱκετεύει τόν Θεό νά τιμωρήσει τούς ἐχθρούς του. Εὔχεται «ὁ Θεός μου δείξει μοι ἐν τοῖς 5
ἐχθροῖς μου» (στίχ. 11). Τί νά τοῦ δείξει γιά τούς ἐχθρούς του; Νά τοῦ δείξει ὅ,τι ποθεῖ καί εὔχεται γι αὐτούς. Καί εὔχεται λέγων «μή ἀποκτείνῃς αὐτούς, μήποτε ἐπιλάθωνται τοῦ νόμου σου» (στίχ. 12). Δέν εὔχεται νά τούς θανατώσει ὁ Θεός, γιατί ὁ θάνατος δέν φέρει τήν μετάνοια στούς πταίσαντας, ἀφοῦ στόν ἅδη δέν ὑπάρχει μετάνοια (Ψαλμ. 6,6). Ἀλλά εὔχεται ὁ Δαβίδ γιά τούς ἐχθρούς του νά ἐκριζωθοῦν μακρυά ἀπό τίς οἰκίες τους, ὅπως καί αὐτοί ἤθελαν νά ἐκριζώσουν αὐτόν. Ἔτσι καί αὐτοί θά γίνουν πλάνητες, ξένοι σέ ξένους, κινδυνεύοντες ἀπ αὐτούς. Εὔχεται, λοιπόν, ὁ Δαβίδ γιά τούς ἐχθρούς του ὄχι τόν θάνατό τους, «μήποτε ἐπιλάθωνται τοῦ νόμου σου» (στίχ. 12), γιατί, δηλαδή, τότε δέν θά ἔχουν καμμιά ὠφέλεια ἀπό τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ καί δέν θά ἔχουν ἐλπίδα σωτηρίας μέ τήν μετάνοια. Ἡ τιμωρία τους ὅμως μέ ἐκπατρισμό θά εἶναι καί μιά ζωντανή διδασκαλία σέ ὅλους τούς Ἰσραηλῖτες ὅτι τιμωροῦνται οἱ παραβάτες τοῦ θείου Νόμου. Στήν συνέχεια ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ λέγει γενικά γιά τήν ἁμαρτία τοῦ στόματος τῶν ἐχθρῶν του, γιά τά λόγια τῶν χειλέων τους (στίχ. 13). Ὅπως τό λέγει ἐδῶ ὁ ψαλμός μας, αὐτοί ἔλεγαν ἀπειλές καί ὕβρεις καί βλασφημίες ἐναντίον τοῦ Δαβίδ, λόγια πού δηλώνουν κακία καί ὑπερηφάνεια, γι αὐτό καί λέγει πάλι ὁ ποιητής «συλληφθήτωσαν ἐν τῇ ὑπερηφανείᾳ αὐτῶν» (στίχ. 13). Καί ἐπειδή σέ κάθε τιμωρία ὑπάρχει πέρας, θά βροῦν «ἐν ὀργῇ συντελείας», τήν ἡμέρα δηλαδή τῆς Κρίσεως, τόν τέλειο ἀφανισμό τους («ἐν ὀργῇ συντελείας καί οὐ μή ὑπάρξουσιν», στίχ. 14). Ἔτσι μέ τήν δίκαιη αὐτή τιμωρία καί τό καταστρεπτικό τέλος τῶν ἀσεβῶν θά μάθουν ὅλοι ὅτι «Θεός δεσπόζει τοῦ Ἰακώβ τῶν περάτων τῆς γῆς» (στίχ. 14). 6. Στό σημεῖο αὐτό τοῦ ψαλμοῦ, ἐγγίζοντας πρός τό τέλος του, ἔχουμε ἕνα δεύτερο «διάψαλμα» καί μετά ἀπό αὐτό, ὅπως καί μετά ἀπό τό πρῶτο διάψαλμα, ἀκούεται ἡ ἐπωδός τοῦ ψαλμοῦ: «Ἐπιστρέψουσιν εἰς ἑσπέραν καί λιμώξουσιν ὡς κύων καί κυκλώσουσι πόλιν» (στίχ. 15). Καί ἔπειτα προστίθεται: «Αὐτοί διασκορπισθήσονται τοῦ φαγεῖν ἐάν μή χορτασθῶσιν καί γογγύσουσιν» (στίχ. 16). Μετά ἀπό ὅσα εἶπε ὁ ποιητής μας ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Β μέρους (στίχ. 11 ἑξ.) γιά τό τέλος τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων πού τόν καταδιώκουν, αὐτό τό «ἐπιστρέψουσιν εἰς ἑσπέραν», πού λέγει τώρα γι αὐτούς, ἔχει μιά ἄλλη βαθύτερη ἔννοια ἀπό τήν πρώτη (στίχ. 7). «Ἑσπέρα», ἐδῶ εἶναι ἡ ἑσπέρα τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, ἡ κόλαση γιά τούς ἁμαρτωλούς. Οἱ κολασμένοι, στόν τόπο τῆς βασάνου, θά πεινοῦν καί θά γογγύζουν (στίχ. 15). Θά τούς βασανίζει ἡ συνείδησή τους. Ὁ στίχος μας ἔχει καί λεπτή εἰρωνία. Δηλαδή: Ἔζησαν αὐτοί οἱ διώκοντές με ὡς κύνες; Σάν κύνες, λοιπόν, θά καταλήξουν τόν βίο τους. Διασκορπίζονταν στούς δρόμους, 6
γιατί ποθοῦσαν κρέατα καί ἔτρωγαν καί πάλι γαύγιζαν; Ἄς ἐξακολουθήσουν, λοιπόν, νά πεινοῦν καί νά γαυγίζουν καί στόν μαῦρο Ἅδη. Καί αὐτή μέν θά εἶναι ἡ τύχη τῶν ἐχθρῶν τοῦ ποιητοῦ μας. Ἀλλά αὐτός δηλώνει ὅτι ὑμνεῖ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ του, γιατί Αὐτός τόν προστατεύει καί τόν φυλάττει (στίχ. 17-18). Ἄν ἡ «ἑσπέρα», πού εἶπε ἡ ἐπωδός, ἐσήμανε βαθύτερα τήν καταδίκη τῶν ἁμαρτωλῶν, ἡ ἀγάπη πού θά δείξει ὁ Θεός γιά τόν πιστό ποιητή Του, θά εἶναι «πρωΐ», πού θά ἀνατείλει μιά ἡμέρα χαρᾶς. Καί ὁ ποιητής μας θά ἀγάλλεται αἰώνια. «Ἀγαλλιάσομαι τό πρωΐ τό ἔλεός σου» (στίχ. 17)! Ὁ Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας 7