7 ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου, Τμήμα Γ 1 Η ιστορία του δάσους Ήτανε μια φορά ένας γέρος και μια γριά που ζούσανε ειρηνικά και ευτυχισμένα μέσα σ ένα καταπράσινο δάσος με θεόρατα δέντρα.. Μέσα σ αυτό ζούσανε μικρά και πανέμορφα ζωάκια που έπαιζαν χαρούμενα κάτω από τον γελαστό ήλιο και δίπλα στα καταγάλανα ρυάκια. Εκεί σε μια γωνιά του δάσους ήταν το μικρό ξύλινο σπιτάκι του κύριου Γιώργου και της κυρίας Ειρήνης. Ήταν καλοί άνθρωποι, γιατί φρόντιζαν το δάσος και αγαπούσαν τα ζώα. Σχολ. Έτος 2011-12
Αλλά μια καλοκαιρινή νύχτα ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα και κεραυνοί έπεσαν μέσα στο δάσος. Τότε όλο το δάσος πήρε φωτιά και τα ζώα έτρεχαν τρομαγμένα να σωθούν. Πολλά δέντρα εκείνο το βράδυ κάηκαν και τα ζωάκια έχασαν τη φωλιά τους. Το σπίτι του κ. Γιώργου και της κ. Ειρήνης κατάφερε να σωθεί από τη φωτιά.
Την επόμενη μέρα ο κ. Γιώργος αποφάσισε να πάει μια βόλτα μέσα στο δάσος και να δει πόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή. Διαπίστωσε ότι το κακό ήταν πολύ μεγάλο και το δάσος είχε καταστραφεί. Λυπημένος σκεφτόταν ότι δεν μπορούσε να δώσει ζωή στο δάσος. Τότε ξαφνικά άκουσε μια φωνή: - Έι, κύριε, μην το βάζεις κάτω, εγώ θα σε βοηθήσω. Ήταν ένα ξωτικό με μεγάλα μυτερά αυτιά, σουβλερή μύτη, μικρό σαν κολοκυθάκι και φορούσε ρούχα από καταπράσινα φύλλα..
Ο κ. Γιώργος ξαφνιασμένος ρώτησε: - Ποιος μιλάει, ποιος είσαι εσύ που μπορείς να με βοηθήσεις; - Με λένε Ορέστη και είμαι το ξωτικό του δάσους, φύλακας των δέντρων και των ζώων. Ο Ορέστης έδωσε αμέσως τους μαγικούς σπόρους στον κ. Γιώργο και τον συμβούλεψε να τους φυτέψει τραγουδώντας το αγαπημένο του μαγικό τραγούδι. Ο κ. Γιώργος ξεκίνησε αμέσως το φύτεμα των σπόρων τραγουδώντας: Θα φυτέψω δυο σποράκια μες της γης την αγκαλιά για να γίνουνε δεντράκια και να χαίρονται τα παιδιά Δεν πρόλαβε να τελειώσει το τραγούδι και οι σπόροι φύτρωσαν στο λεπτό. Τα μικρά μαγικά σποράκια μεταμορφώθηκαν σε θεόρατα δέντρα. Έκπληκτος και χαρούμενος κοίταζε τώρα το δάσος που είχε ξαναγίνει καταπράσινο.
Όμως το δάσος ήταν άδειο χωρίς τα ζώα που είχανε φύγει τρομαγμένα από τη φωτιά. Λυπημένος έκατσε κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστεί και να σκεφτεί πως θα φέρει τα ζώα πίσω. Ξαφνικά ακούει πάλι τη φωνή του Ορέστη. -Μα τι έπαθες πάλι; Γιατί είσαι στεναχωρημένος; Το δάσος είναι και πάλι καταπράσινο. - Τι έπαθα; Δε βλέπεις; Το δάσος είναι άδειο χωρίς τα ζώα. Αυτή ήταν η οικογένειά μου. Τι θα κάνω τώρα; - Ξέρω ποιος θα μας βοηθήσει. Ο αδερφός μου ο Σητσέρο. Ο Ορέστης εξήγησε πως ο αδερφός του μπορεί να μιλήσει τη γλώσσα των ζώων. Έτσι βρήκε τον αδερφό του, εξήγησε το πρόβλημά τους και αυτός του υποσχέθηκε ότι την επόμενη μέρα τα ζώα θα είναι πίσω στο δάσος, στο σπίτι τους.
Οι μέρες όμως περνούσαν και η κ. Ειρήνη ανησυχούσε για τον άνδρα της που έλειπε καιρό. Αναρωτιόταν τι να του είχα συμβεί. Έτσι αποφάσισε να πάει να τον βρει. Μόλις μπήκε μέσα στο δάσος κατάλαβε ότι κάτι μαγικό είχε συμβεί. Είδε ότι τα δέντρα δεν ήταν καμένα, αντίθετα όλα ήταν καταπράσινα και τα ζώα έτρεχαν χαρούμενα. Δεν πίστευε στα μάτια της. << Μα τι έχει συμβεί; >> Καθώς προχωρούσε είδε τον κ. Γιώργο παρέα με δυο παράξενα ανθρωπάκια. Τους πλησίασε και τους ρώτησε: - Ποιοι είστε εσείς; Γιώργο τι έγινε; Τότε ο κ. Γιώργος της τα εξήγησε όλα και της σύστησε τα δύο ξωτικά. Μεγάλη γιορτή έκαναν στο δάσος άνθρωποι ζώα και ξωτικά. Κι έτσι ζήσανε πολλά πολλά χρόνια ευτυχισμένοι και αγαπημένοι σ ένα πανέμορφο δάσος. ΤΕΛΟΣ