СЪД НА ЕВРОПЕЙСКИЯ СЪЮЗ TRIBUNAL DE JUSTICIA DE LA UNIÓN EUROPEA SOUDNÍ DVŮR EVROPSKÉ UNIE DEN EUROPÆISKE UNIONS DOMSTOL GERICHTSHOF DER EUROPÄISCHEN UNION EUROOPA LIIDU KOHUS ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ COURT OF JUSTICE OF THE EUROPEAN UNION COUR DE JUSTICE DE L'UNION EUROPÉENNE CÚIRT BHREITHIÚNAIS AN AONTAIS EORPAIGH SUD EUROPSKE UNIJE CORTE DI GIUSTIZIA DELL'UNIONE EUROPEA EIROPAS SAVIENĪBAS TIESA EUROPOS SĄJUNGOS TEISINGUMO TEISMAS AZ EURÓPAI UNIÓ BÍRÓSÁGA IL-QORTI TAL-ĠUSTIZZJA TAL-UNJONI EWROPEA HOF VAN JUSTITIE VAN DE EUROPESE UNIE TRYBUNAŁ SPRAWIEDLIWOŚCI UNII EUROPEJSKIEJ TRIBUNAL DE JUSTIÇA DA UNIÃO EUROPEIA CURTEA DE JUSTIȚIE A UNIUNII EUROPENE SÚDNY DVOR EURÓPSKEJ ÚNIE SODIŠČE EVROPSKE UNIJE EUROOPAN UNIONIN TUOMIOISTUIN EUROPEISKA UNIONENS DOMSTOL Επιχειρηματολογία 1. Τα κύρια πλεονεκτήματα Η πρόταση της οποίας οι γενικές γραμμές εκτέθηκαν προηγουμένως συνιστά πραγματική «μεταρρύθμιση», που δεν περιορίζεται στην προσωρινή διόρθωση ορισμένων σχετικά σοβαρών προβλημάτων, αλλά συνιστά ολοκληρωμένη και μακρόπνοη λύση των δυσχερειών που έχουν ανακύψει. Ειδικότερα, παρέχει τη δυνατότητα αντιμετωπίσεως ενός αριθμού υποθέσεων ίσου προς τον αριθμό των εισαγομένων υποθέσεων, ώστε να σταματήσει με τον τρόπο αυτόν η διόγκωση του αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων εκδικάσεως των συσσωρευμένων εκκρεμών υποθέσεων περιορισμού της διάρκειας των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, επομένως, του ενδεχομένου καταδίκης της Ένωσης λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης απλουστεύσεως της δομής των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εξασφαλίσεως της συνοχής της νομολογίας διευκολύνσεως της ευελιξίας κατά την εκδίκαση των υποθέσεων, καθόσον, στο πλαίσιο της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το Γενικό Δικαστήριο θα μπορεί να αυξομοιώνει τον αριθμό των δικαστών που μετέχουν σε ένα ή περισσότερα τμήματα, σε συνάρτηση με την εξέλιξη της καταστάσεως όσον αφορά τις εισαγόμενες ενώπιόν του υποθέσεις ή να αναθέτει σε ορισμένα τμήματα την εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν ορισμένους τομείς διευθετήσεως των επαναλαμβανομένων προβλημάτων που συνδέονται με τον διορισμό συμπληρωματικών δικαστών στο Γενικό Δικαστήριο και τον διορισμό των δικαστών του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (ΔΔΔ), καθώς επίσης και εκείνων που απορρέουν από το ενδεχόμενο μη διορισμού νέου δικαστή σε L-2925 LUXEMBOURG TELEPHONE: (+352) 4303-1 TELEFAX: (+352) 43 37 66 E-MAIL: ECJ.REGISTRY@CURIA.EUROPA.EU
περιπτώσεις λήξεως της θητείας ή από την προσωρινή απουσία κάποιου δικαστή αναλήψεως και πάλι από το Δικαστήριο της αρμοδιότητας να αποφαίνεται επί αιτήσεων αναιρέσεως στον τομέα των υπαλληλικών υποθέσεων της Ένωσης, καθιστώντας έτσι περιττή τόσο τη διαδικασία επανεξετάσεως (διαδικασία της οποίας η εφαρμογή απεδείχθη αρκετά περίπλοκη) όσο και τον διορισμό αναπληρωτών δικαστών στο ΔΔΔ.
2. Έλλειψη εναλλακτικών λύσεων Είναι ασφαλώς ακριβές ότι η ΣΛΕΕ προβλέπει διάφορες δυνατότητες προς αντιμετώπιση της αυξήσεως των εισαγομένων ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης υποθέσεων και ότι, μεταξύ των δυνατοτήτων αυτών, περιλαμβάνεται η δημιουργία ενός ή περισσοτέρων ειδικευμένων δικαστηρίων. Εντούτοις, λόγω των περιστάσεων που προαναφέρθηκαν και λαμβανομένων υπόψη ορισμένων ειδικών χαρακτηριστικών των ειδικευμένων δικαστηρίων, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η δημιουργία τέτοιων δικαστηρίων δεν είναι βιώσιμη εναλλακτική επιλογή. Τούτο για πολλούς λόγους: Ένα ειδικευμένο δικαστήριο στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας δεν θα μπορεί να αποτελέσει, μόνο αυτό, ικανοποιητική λύση στα διαπιστωθέντα προβλήματα. Καίτοι ασφαλώς οι υποθέσεις του τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας αποτελούν, αριθμητικά, σημαντικό μέρος των ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποθέσεων, εντούτοις η μεταβίβασή τους σε ειδικευμένο δικαστήριο στον τομέα αυτό δεν θα επιλύσει το πρόβλημα διαχρονικά, διότι η «ανακούφιση» που θα προκύψει με τον τρόπο αυτόν θα αντισταθμιστεί ταχέως από τη συνεχή αύξηση του αριθμού των εισαγομένων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποθέσεων γενικά. Επιπλέον, σύμφωνα με τα σημερινά στατιστικά στοιχεία, το ένα τρίτο των υποθέσεων διανοητικής ιδιοκτησίας θα επέστρεφε στο Γενικό Δικαστήριο με τη μορφή αναιρέσεων κατά των αποφάσεων του ειδικευμένου δικαστηρίου. Η δημιουργία ειδικευμένου δικαστηρίου στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας θα μπορούσε, το πολύ, να μειώσει τον φόρτο εργασίας όσον αφορά τον τομέα διαφορών των οποίων θα μπορούσε να επιληφθεί και, επομένως, δεν θα μπορούσε να ανακουφίσει περισσότερο το έργο του Γενικού Δικαστηρίου, όπως θα συνέβαινε αν περιλαμβάνονταν στις αρμοδιότητες αυτές και άλλοι τομείς, όπως η δέσμευση λογαριασμών ή τα χημικά προϊόντα (κανονισμός REACH), εκτός αν υπάρχει πρόθεση συστάσεως παράλληλα και άλλων ειδικευμένων δικαστηρίων. Η δημιουργία νέων ειδικευμένων δικαστηρίων εντείνει τον κίνδυνο προσβολής της ενότητας και της συνοχής του δικαίου της Ένωσης, διότι συνεπάγεται την ύπαρξη πάντοτε δύο δικαιοδοτικών οργάνων τα οποία θα μπορούν να επιλαμβάνονται παρόμοιων ζητημάτων, το μεν μέσω αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (Δικαστήριο), το δε μέσω αιτήσεως αναιρέσεως (Γενικό Δικαστήριο), επιπλέον των προβλημάτων που συνδέονται με την πιθανή αύξηση του αριθμού των διαδικασιών επανεξετάσεως αποφάσεως.
Τα μικρά δικαστήρια δεν είναι ευέλικτα. Όταν αυξάνει κατά πολύ ο αριθμός των υποθέσεων, δημιουργείται ο κίνδυνος το οικείο δικαιοδοτικό όργανο να μην είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση αντιστρόφως, αν ο αριθμός των υποθέσεων σε ένα συγκεκριμένο τομέα μειωθεί δραστικά, υφίσταται το ενδεχόμενο να παραμένουν ανενεργοί οι αντίστοιχοι δικαστές. Τα μικρά δικαστήρια παρουσιάζουν διαρθρωτικές ελλείψεις συνδεόμενες με τον τρόπο διορισμού των δικαστών τους και με τον τρόπο λειτουργίας τους, καθόσον η απουσία ενός ή δύο δικαστών είναι ικανή να παραλύσει τη λειτουργία του δικαιοδοτικού οργάνου. Ενώ, στην αρχή οι ελλείψεις αυτές και, ιδίως, η έκτασή τους δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, η διαπιστωμένη πλέον και συνεχιζόμενη ύπαρξή τους κάθε άλλο παρά συνηγορούν υπέρ της ιδέας να αποτελέσει το ΔΔΔ υπόδειγμα για τη σύσταση άλλων ειδικευμένων δικαστηρίων. Αντιθέτως, κάθε εξέλιξη του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης θα πρέπει να αποφεύγει οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο η πείρα έχει δείξει και εξακολουθεί να δείχνει ότι είναι απρόσφορο για την εξασφάλιση της ευέλικτης και αποτελεσματικής λειτουργίας των δικαστηρίων της Ένωσης. Το ως άνω συμπέρασμα δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι η σύσταση ενός ή ακόμα και περισσοτέρων άλλων ειδικευμένων δικαστηρίων θα μπορούσε να απαμβλύνει το πρόβλημα της «εκπροσωπήσεως» των κρατών μελών. Πράγματι, έστω και αν καθίσταται μεγαλύτερος με τον τρόπο αυτόν ο αριθμός των σχετικών θέσεων και τα κράτη μέλη θα μπορούν ενδεχομένως να διαμοιράσουν ευκολότερα τις θέσεις μεταξύ τους, τούτο ουδόλως θα επηρέαζε το γεγονός ότι τα κράτη μέλη δεν ασκούν πλήρη έλεγχο επί της διαδικασίας διορισμού των μελών των ειδικευμένων δικαστηρίων. Αν ακολουθηθεί το υπόδειγμα του ΔΔΔ στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός νέου ειδικευμένου δικαστηρίου, για τις δημιουργούμενες με τον τρόπο αυτό θέσεις δικαστών θα υπάρξει συναγωνισμός μεταξύ των ενδιαφερομένων. Στη συνέχεια, μια επιτροπή επιλογής θα εξετάσει τις υποψηφιότητες και θα συντάξει κατάλογο τον οποίο θα υποβάλει στο Συμβούλιο. Επομένως, ακόμα και αν το σύνολο των διαθέσιμων θέσεων στα ειδικευμένα δικαστήρια μπορούσε να ισούται προς τον αριθμό των κρατών μελών, ουδόλως μπορεί να εξασφαλισθεί ότι η επιτροπή ή οι επιτροπές θα προσαρμόζουν τις προτάσεις τους έτσι ώστε να λαμβάνεται πάντοτε υπόψη το συμφέρον που έχουν όλα τα κράτη μέλη να «εκπροσωπούνται» στα ειδικευμένα δικαστήρια. Επιπλέον, δεν θα είναι καθόλου απλή από νομικής απόψεως η επιβολή στις επιτροπές αυτές της υποχρεώσεως να αποκλείουν αυτεπαγγέλτως και αυτομάτως όλες τις υποψηφιότητες υπηκόων κρατών μελών των οποίων η ιθαγένεια «εκπροσωπείται» ήδη στη σύνθεση του ενός ή του άλλου ειδικευμένου δικαστηρίου. Τέλος, θα είναι ασυμβίβαστο προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων την οποία κατοχυρώνει το πρωτογενές δίκαιο
της Ένωσης να μην επιτρέπεται στους υπηκόους ορισμένων κρατών μελών να υποβάλουν υποψηφιότητα για θέση δικαστή σε ειδικευμένο δικαστήριο απλώς και μόνον επειδή άτομο της ίδιας ιθαγένειας ασκεί καθήκοντα δικαστή σε άλλο ειδικευμένο δικαστήριο της Ένωσης. Σημειωτέον στο πλαίσιο αυτό ότι, καίτοι ασφαλώς το Συμβούλιο καλείται, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, να μεριμνά ώστε να είναι ισορροπημένη η σύνθεση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, τούτο ουδόλως συνεπάγεται ότι κάθε υποψηφιότητα ατόμου έχοντος μια ήδη «εκπροσωπούμενη» στο ΔΔΔ ιθαγένεια θα αποκλείεται, εξ αυτού του λόγου και μόνον, από τη διαδικασία επιλογής.
3. Ειδικές πτυχές όσον αφορά το ΔΔΔ Οι διορισμοί στο ΔΔΔ ουδέποτε ήταν άμοιροι δυσχερειών. Από τη δημιουργία του δικαιοδοτικού αυτού οργάνου υφίστατο διχογνωμία επί του αν η αρμόδια επιτροπή (ή οι αρμόδιες επιτροπές) προς εξέταση των υποψηφιοτήτων και προς πρόταση καταλόγου ικανών υποψηφίων στο Συμβούλιο θα έπρεπε να μην υποβάλλει την πρότασή της με τη μορφή καταλόγου στον οποίο η αναγραφή των ονομάτων γίνεται σε συνάρτηση με τα προσόντα των υποψηφίων, προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στο Συμβούλιο να λάβει πιο ελεύθερα την απόφασή του. Ομοίως, έχουν διατυπωθεί πολύ διαφορετικές απόψεις επί του ζητήματος αν πρέπει να τύχει εφαρμογής η αρχή της εναλλαγής και, ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό. Αντί να εξαλειφθούν με την πάροδο των ετών, οι εν λόγω δυσχέρειες επιδεινώθηκαν την τελευταία περίοδο, τούτο δε σε τέτοιο βαθμό ώστε το Συμβούλιο να αδυνατεί σήμερα να ολοκληρώσει τους διορισμούς στους οποίους το πρωτογενές δίκαιο του επιβάλλει την υποχρέωση να προβεί. 4. Η αδήριτη ανάγκη ευρέσεως λύσεως για την εκδίκαση των συσσωρευμένων υποθέσεων του Γενικού Δικαστηρίου Ήδη το 2011 το Δικαστήριο υπογράμμισε τον επείγοντα χαρακτήρα που έχει η εύρεση λύσεως για την εκδίκαση των συσσωρευμένων υποθέσεων του Γενικού Δικαστηρίου. Έκτοτε, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω αριθμητικά στοιχεία, η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω, έτσι ώστε ο επείγων χαρακτήρας του προβλήματος να καθίσταται σαφής περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαία η εύρεση λύσεως η οποία να μπορεί να εφαρμοστεί ταχέως και να είναι ικανή να έχει αποτελέσματα στο άμεσο μέλλον. Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι η εφαρμογή του πρώτου σταδίου (2015) δεν απαιτεί καμία τροποποίηση της δικαιοδοτικής δομής της Ένωσης και, επομένως, μπορεί να υλοποιηθεί πολύ βραχυπρόθεσμα. Αντιθέτως, η σύσταση ειδικευμένου δικαστηρίου απαιτεί, σύμφωνα με το άρθρο 257 ΣΛΕΕ, νομοθετική πρωτοβουλία του Δικαστηρίου ή της Επιτροπής. Δεδομένου ότι η παρούσα πρωτοβουλία του Δικαστηρίου δεν αφορά μια τέτοια σύσταση, θα πρέπει ακόμη να συνταχθεί σχετική πρόταση, να εξεταστεί από τα αρμόδια όργανα και να γίνει δεκτή από τα δύο σκέλη της νομοθετικής εξουσίας της Ένωσης. Επιπλέον, θα πρέπει να ανατεθεί σε μια επιτροπή να εξετάσει τις υποψηφιότητες για τις θέσεις δικαστή του δικαιοδοτικού αυτού οργάνου και να υποβληθεί κατάλογος των ικανών υποψηφίων στο Συμβούλιο.
Στο πλαίσιο δε του Συμβουλίου, θα πρέπει να επιτευχθεί συμφωνία επί του τρόπου διορισμού των δικαστών αυτών. Ακόμη, για να μπορεί να ασκεί πλήρως τα καθήκοντά του, κάθε τέτοιο δικαιοδοτικό όργανο θα πρέπει να διαθέτει δική του Γραμματεία και δικό του Κανονισμό Διαδικασίας. Κατά συνέπεια, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι το σύνολο των σταδίων αυτών μπορεί να ολοκληρωθεί εντός χρονικού διαστήματος παρέχοντος τη δυνατότητα στο Γενικό Δικαστήριο να μειώσει πράγματι βραχυπρόθεσμα τον αριθμό των εκκρεμών ενώπιόν του υποθέσεων. Σε τελική ανάλυση, επιβάλλεται η ταχεία λήψη των αναγκαίων μέτρων εφαρμογής του πρώτου σταδίου, βάσει μιας πολιτικής αποφάσεως επί της ως άνω προτάσεως στο σύνολό της. Όσον αφορά τη νομοθετική διαδικασία, το πρώτο αυτό στάδιο καλύπτεται από τη νομοθετική πρωτοβουλία του Δικαστηρίου του 2011 και αντιστοιχεί σε αυτήν στο σύνολό της. Στη συνέχεια, ο τρόπος εφαρμογής των επομένων σταδίων (2016, 2019) θα πρέπει να συζητηθεί βάσει μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας του Δικαστηρίου με αντικείμενο την εκ νέου ανάθεση στο Γενικό Δικαστήριο των υποθέσεων σε πρώτο βαθμό που αφορούν προσφυγές των υπαλλήλων της Ένωσης, καθώς και τις αναγκαίες τροποποίησεις του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκειμένου να συντελεστεί η ενσωμάτωση του ΔΔΔ στο Γενικό Δικαστήριο. Η τελική απόφαση επί των ως άνω πτυχών θα ληφθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως της εν λόγω νομοθετικής πρωτοβουλίας. Το κόστος της παρούσας προτάσεως παρατίθεται λεπτομερώς σε επισυναπτόμενο σχετικό έγγραφο. Πρέπει να υπογραμμιστεί συναφώς ότι το κόστος του πρώτου σταδίου θα ανέλθει σε ποσό μικρότερο από εκείνο το οποίο είχε ήδη προβλεφθεί στο πλαίσιο της νομοθετικής πρωτοβουλίας του 2011 και για το οποίο έχει δοθεί καταρχήν η έγκριση της νομοθετικής εξουσίας της Ένωσης. Η προσθήκη 7 δικαστών στο Γενικό Δικαστήριο με την ενσωμάτωση σε αυτό του ΔΔΔ συνεπάγεται, ανά έτος κανονικής λειτουργίας, την ανάγκη συμπληρωματικών πιστώσεων 2,4 εκατομμυρίων ευρώ. Το κόστος του τρίτου σταδίου αντιστοιχεί, όσον αφορά το ποσό ανά θέση δικαστή (περιλαμβανομένου του κόστους του δικαστικού γραφείου και της υποδομής), στο κόστος του πρώτου σταδίου, ήτοι, ανά έτος κανονικής λειτουργίας, κατά προσέγγιση σε ένα εκατομμύριο ευρώ ανά θέση δικαστή (περιλαμβανομένου του κόστους του δικαστικού γραφείου και της υποδομής). Σε τελική ανάλυση, το παρά ταύτα όχι υπερβολικό αναπόφευκτο κόστος του διπλασιασμού του αριθμού των δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου θα πρέπει να συσχετιστεί με τα πλεονεκτήματα που θα έχει η μεταρρύθμιση για τους διοικούμενους. Δεδομένου ότι οι σημαντικές καθυστερήσεις όσον αφορά την εκδίκαση των ευθείων προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έχουν σοβαρές
συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις, το πρωταρχικό συμφέρον του πολίτη επιβάλλει αυτήν τη μεταρρύθμιση.