ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ RIDAURA (Auranofin) 1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ RIDAURA 2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ σε δραστικά συστατικά Kάθε δισκίο περιέχει 3 mg Αuranofin 3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ Δισκία επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο τετράγωνα κιτρινωπού χρώματος. 4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις Θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας των ενηλίκων. Το RIDAURA εμποδίζει την εξέλιξη της παθήσεως και προλαμβάνει ή ελαττώνει τις καταστροφικές επεξεργασίες των αρθρώσεων. Επειδή δεν είναι δυνατόν να αποκαταστήσει τις ήδη δημιουργηθείσες βλάβες που προκάλεσε η χρόνια ρευματοειδής αρθρίτιδα, το μεγάλο πλεονέκτημα της θεραπείας με RIDAURA παρατηρείται σε περιπτώσεις, που η θεραπεία εφαρμόζεται προτού εμφανισθούν μόνιμες καταστροφικές αλλοιώσεις στις αρθρώσεις. Εν τούτοις το RIDAURA παρέχει μεγάλο πλεονέκτημα και στους ασθενείς με ήδη δημιουργηθείσες βλάβες. Το RIDAURA δεν ενδείκνυται σε αρθροπάθειες μη ρευματοειδούς προελεύσεως, όπως η οστεοάρθρωση. 4.2 Δοσολογία & τρόπος χορήγησης Τρόπος χορήγησης Λαμβάνεται από το στόμα. Δοσολογία Η ταυτόχρονη χορήγηση με άλλα φάρμακα όπως αντιφλεγμονώδη, αναλγητικά και χαμηλής δόσης κορτικοστεροειδή είναι απαραίτητη, ιδιαίτερα στην αρχή της θεραπείας έως ότου διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα της auranofin. Ασθενείς σε παρεντερική θεραπεία με χρυσό μπορεί να λάβουν auranofin χωρίς να απαιτηθεί περίοδος διακοπής της αγωγής ή περίοδος ελεύθερη φαρμάκου. Η συνήθης δόση είναι 6mg την ημέρα. Η δόση αυτή μπορεί να χορηγηθεί δύο φορές την ημέρα, δηλαδή ένα δισκίο των 3mg το πρωί και ένα το βράδυ με το φαγητό. Εάν το φάρμακο είναι καλά ανεκτό, η ημερήσια δόση μπορεί να χορηγηθεί εφάπαξ (2 δισκία των 3mg) με το πρωινό. 1
Η μέγιστη δόση που μπορεί να χορηγηθεί είναι 9mg την ημέρα σε τρεις διηρημένες δόσεις εάν δεν υπάρξει ικανοποιητική ανταπόκριση μετά από 4-6 μήνες θεραπείας. Η δοσολογία αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνεται, λόγω ανεπαρκούς εμπειρίας από μελέτες στον άνθρωπο. Παιδιά Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά του δεν έχει τεκμηριωθεί σε παιδιά μικρότερα των 16 ετών. 4.3 Αντενδείξεις Το RIDAURA αντενδείκνυται σε ασθενείς με: Υπερευαισθησία σε ενώσεις χρυσού ή άλλων βαρέων μετάλλων Γνωστή σοβαρή τοξικότητα μετά από παρεντερική χορήγηση χρυσού (όπως πνευμονική ίνωση, νεκρωτική εντεροκολίτιδα, αποφολιδωτική δερματίτιδα) ή άλλων βαρέων μετάλλων Βαριά ηπατική νόσο Εξελισσόμενη νεφρική νόσο 4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις & ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση Γενικά η θεραπεία με auranofin είναι λιγότερο τοξική από την παρεντερική χορήγηση χρυσού και ασθενείς που διέκοψαν την παρεντερική θεραπεία λόγω παρενεργειών δεν παρουσιάζουν τις ίδιες αντιδράσεις στην auranofin. Ωστόσο ο γιατρός πρέπει να λαμβάνει τις ακόλουθες προφυλάξεις για τη θεραπεία με χρυσό: Πριν την έναρξη της θεραπείας με χρυσό: Να ελέγχονται κατάλληλα οι ιατρικές καταστάσεις που μπορεί να καλύπτουν σημεία τοξικότητας. Να μετρώνται τα λευκοκύτταρα και αιμοπετάλια, η αιμοσφαιρίνη και να γίνονται εξετάσεις για εμφάνιση πρωτεϊνουρίας/αιματουρίας. Oι ασθενείς να ενημερώνονται για την αργή έναρξη δράσης. Οι ασθενείς πρέπει να αναφέρουν αμέσως οποιαδήποτε ανεπιθύμητη ενέργεια από τη θεραπεία με χρυσό ιδιαίτερα εξάνθημα, βλεννογονίτιδα, διάρροια που επιμένει για αρκετές μέρες ή που εμποδίζει καθημερινές δραστηριότητες, αιματουρία ή άλλη ασυνήθιστη αιμορραγία/μώλωπα. Οι ασθενείς πρέπει να προειδοποιούνται ώστε να μην εκτίθενται στην υπεριώδη ακτινοβολία. Μετά την έναρξη της θεραπείας: Σε μηνιαία βάση να γίνεται μέτρηση των λευκοκυττάρων και των αιμοπεταλίων, της αιμοσφαιρίνης και εξετάσεις για εμφάνιση πρωτεϊνουρίας/αιματουρίας. Εάν υπάρχουν σημεία τοξικότητας από το χρυσό, πρέπει να διακόπτεται η θεραπεία με auranofin και/ή η ταυτόχρονη θεραπεία με φάρμακα που ενδέχεται να προκαλέσουν σημεία τοξικότητας. 2
H auranofin πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με: Νεφρική ανεπάρκεια Ηπατική δυσλειτουργία Φλεγμονώδες νόσημα του εντέρου Ιστορικό κληρονομικής αλλεργίας Iστορικό ή θεραπεία που μπορεί να προκαλέσει καταστολή του μυελού των οστών Η auranofin δεν έχει χορηγηθεί συγχρόνως με άλλα φάρμακα τροποποιητικά της νόσου όπως η πενικιλλαμίνη, η λεβαμιζόλη και η χλωροκίνη/υδροχλωροκίνη, γι αυτό η ταυτόχρονη χρήση τους δεν συνιστάται. 4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης Δεν υπάρχει εμπειρία ειδικά για τις αλληλεπιδράσεις της auranofin. Εν τούτοις, θεωρητικά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα αλληλεπίδρασης με χρυσό από το στόμα όσο και παρεντερικώς. Πρέπει να γίνεται με προσοχή ταυτόχρονη χορήγηση με ανταγωνιστές μετάλλων και δυνητικώς νεφροτοξικά ή αιματοτοξικά φάρμακα, όπως η πενικιλλαμίνη, οι αμινογλυκοσίδες, η αμφοτερικίνη Β, οι πενικιλλίνες, η φαινυλβουταζόνη, η φαινυτοΐνη, τα σουλφοναμίδια, τα Μ.Σ.Α.Φ., η ακυκλοβίρη και η αλκοόλη. Φάρμακα που επηρεάζουν την κινητικότητα του γαστρεντερικού όπως και εκείνα που συνδέονται σε υψηλό ποσοστό με τις πρωτεΐνες μπορεί να επηρεάσουν την απορρόφηση και τη σύνδεση της auranofin αντίστοιχα (βλέπε λήμμα 5.2 Φαρμακοκινητικές Ιδιότητες). 4.6 Κύηση και γαλουχία Χρήση κατά την κύηση Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τη χρήση της auranofin κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης στον άνθρωπο. Μελέτες σε ζώα έδειξαν ανεπιθύμητες επιδράσεις στην κύηση και στην ανάπτυξη του εμβρύου. Η χρήση κατά την εγκυμοσύνη πρέπει να περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που το πιθανό όφελος για τη μητέρα υπερτερεί του πιθανού κινδύνου για το έμβρυο. Σε γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η παρατεταμένη απέκκριση του χρυσού από τον οργανισμό μετά τη διακοπή της θεραπείας (6 μήνες). Χρήση κατά την γαλουχία Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τη χρήση της auranofin κατά τη διάρκεια της γαλουχίας στον άνθρωπο, όπως και επαρκείς μελέτες αναπαραγωγής στα ζώα. 4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων Δεν έχουν αναφερθεί ανεπιθύμητες επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων. 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες Οι ανεπιθύμητες δράσεις που αναφέρθηκαν σε κλινικές μελέτες με auranofin αφορούν κυρίως το γαστρεντερικό, το δέρμα και τους βλεννογόνους. 3
Από το Δέρμα και τους βλεννογόνους: Δερματικά εξανθήματα μπορεί να εμφανισθούν κατά τη θεραπεία με auranofin. Συνήθως είναι ήπια αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλεται διακοπή της θεραπείας. Έχουν αναφερθεί επίσης κνησμός, στοματίτιδα και επιπεφυκίτιδα. Σε μερικούς ασθενείς έχει αναφερθεί τριχόπτωση μεγαλύτερη της φυσιολογικής. Από το Γαστρεντερικό: Σχετικά συχνά υδαρή κόπρανα ή διάρροια συνήθως ελαφράς μορφής και παροδική. Σε περίπτωση που επιδεινωθούν ή επιμένουν εφαρμόζεται συμπτωματική θεραπεία, σπάνια δε απαιτείται διακοπή της θεραπείας. Εάν είναι απαραίτητο μπορεί να γίνει μείωση της δοσολογίας. Κοιλιακό άλγος/κράμπες, ναυτία και άλλα συμπτώματα από το γαστρεντερικό μπορεί να εμφανισθούν σε συνδυασμό με τα υδαρή κόπρανα και τη διάρροια. Από το Αίμα: Παροδική μείωση της αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη εμφανίσθηκε σε μερικούς ασθενείς στην αρχή της θεραπείας. Παρόμοια μείωση έχει παρουσιαστεί σε ασθενείς που ελάμβαναν placebo ή ενέσιμο χρυσό σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες. Επιπλέον έχει αναφερθεί μία περίπτωση απλασίας ερυθροκυττάρων. Περιστασιακά έχει αναφερθεί ελάττωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων. Σπάνια αναφέρθηκε θρομβοκυτοπενία, λευκοπενία και απλαστική αναιμία, σε ορισμένες περιπτώσεις εν τούτοις τόσο σοβαρές ώστε να απαιτηθεί διακοπή της θεραπείας. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ασθενείς ελάμβαναν επίσης φάρμακα τα οποία είναι γνωστό ότι προκαλούν θρομβοκυτοπενία (βλέπε λήμμα 4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις). Η εμφάνιση πορφύρας, εκχυμώσεων και πετέχειας αποτελεί ένδειξη θρομβοκυτοπενίας και μπορεί να απαιτηθεί επιπλέον προσδιορισμός του αριθμού των αιμοπεταλίων. Από το ήπαρ: Περιστασιακά αναφέρθηκαν ήπιες και παροδικές ανωμαλίες στις δοκιμασίες της ηπατικής λειτουργίας (τρανσαμινάσες και αλκαλική φωσφατάση). Από τους νεφρούς: Σε μερικούς ασθενείς έχει αναφερθεί παροδική πρωτεϊνουρία και ανωμαλίες στις δοκιμασίες της νεφρικής λειτουργίας (ΒUN, κρεατινίνη, ουρικό οξύ). Εχει αναφερθεί μεμβρανώδης σπειραματονεφρίτιδα και νεφρωτικό σύνδρομο. Σε περίπτωση βαριάς πρωτεϊνουρίας συνιστάται ποσοτικός προσδιορισμός της. Εάν είναι μεγαλύτερη των 500 mg την ημέρα πρέπει να διακόπτεται η θεραπεία. Από τους οφθαλμούς: Έχει αναφερθεί εναπόθεση χρυσού στο φακό ή στον κερατοειδή που όμως δεν οδήγησαν σε διαταραχές της όρασης ή σε οποιουδήποτε βαθμού οπτικές διαταραχές οι οποίες εξαφανίστηκαν 3-6 μήνες μετά τη διακοπή της θεραπείας. Από το αναπνευστικό: Έχει αναφερθεί διάμεσος πνευμονία. Από το κεντρικό νευρικό σύστημα: Σπάνια έχουν αναφερθεί κεφαλαλγία, ζάλη και περιφερική νευροπάθεια. 4.9 Υπερδοσολογία Η έλλειψη εμπειρίας από τη λήψη υπερβολικών δόσεων auranofin καθιστά αδύνατον, τουλάχιστον προς το παρόν, τον καθορισμό του πιο κατάλληλου και δραστικού αντίδοτου. Εν τούτοις σε περίπτωση τυχαίας κατάποσης υπερβολικής δόσης συνιστάται άμεση πρόκληση εμέτου και πλύση στομάχου. 4
Σε περιπτώσεις σοβαρής τοξικότητας από παρεντερική χορήγηση ενώσεων χρυσού έχουν χρησιμοποιηθεί χηλικοί παράγοντες οι οποίοι μπορεί να χρησιμοποιηθούν και σε περίπτωση υπερδοσολογίας με auranofin. H αιμοκάθαρση δεν αποτελεί αξιόλογη μέθοδο απομάκρυνσης του χρυσού. 5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ Κωδικός ATC: M01CB03 5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες Η auranofin είναι ένα τροποποιητικό της νόσου αντιρρευματικό φάρμακο (DMARD) που έχει βρεθεί ότι προλαμβάνει ή περιορίζει τις βλάβες των αρθρώσεων, ιδιαίτερα εάν χορηγηθεί στα πρώτα στάδια της νόσου. Η θεραπευτική απάντηση εξαρτάται από το άτομο και από το στάδιο της νόσου αλλά συνήθως παρατηρείται μεταξύ του 3 και 6 μήνα θεραπείας. Τα κλινικά οφέλη περιλαμβάνουν υποχώρηση του οιδήματος των αρθρώσεων, της ευασθησίας, του πόνου, της πρωϊνής δυσκαμψίας και της ισχύος σύσφιξης. H auranofin ελαττώνει το χρόνο καθιζήσεως των ερυθροκυττάρων, τα επίπεδα του ρευματοειδή παράγοντα όπως επίσης τα αυξημένα επίπεδα της ανοσοσφαιρίνης. Αν και δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως ο μηχανισμός δράσης, η auranofin εμφανίζει αντιφλεγμονώδεις, αντιαρθριτικές και ανοσορρυθμιστικές ιδιότητες, μερικές από τις οποίες είναι μοναδικές για την auranofin και συντελούν στην θεραπευτική απόκριση. Οι ιδιότητες αυτές περιλαμβάνουν: Διέγερση της κυτταρικής ανοσίας Καταστολή της σύνθεσης της ανοσοσφαιρίνης και της κυτταροτοξικότητας που οφείλεται σε αντισώματα Καταστολή της αναπνευστικής έκρηξης/των υπεροξειδικών ριζών Αναστολή της απελευθέρωσης από τα ουδετερόφιλα των λυσοσωματικών ενζύμων και της έκκρισης φλεγμονωδών εικοσανοϊδών Αναστολή της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων, της παραγωγής σεροτονίνης και της in vitro δράσης της πρωτεΐνικής κινάσης C In vitro δράση Επιλεκτική καταστολή της δράσης των μακροφάγων κυττάρων Αναστολή της έκκρισης ιντερλευκίνης από τα Τ-λεμφοκύτταρα Αναστολή της αγγειογένεσης που μπορεί να μειώσει τη φλεγμονή αναστέλλοντας τη διήθηση των μονοπύρηνων κυττάρων και τον πολλαπλασιασμό του αρθρικού ιστού. 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες Η auranofin αφού δεσμευθεί και αποακετυλιωθεί απορροφάται από το γαστρεντερικό βλεννογόνο. H απορρόφηση και ο μεταβολισμός της auranofin εμφανίζουν μεγάλες διακυμάνσεις από άτομο σε άτομο που οφείλονται στα ευρέα όρια των φαρμακοκινητικών παραμέτρων. Γενικά απορροφάται ποσοστό 20 έως 30% της δόσης, αλλά έχει αναφερθεί απορρόφηση έως 60%. Απορροφάται ταχέως και οι μέγιστες συγκεντρώσεις δημιουργούνται μέσα σε 2 ώρες μετά τη χορήγηση. Ο χρόνος ημίσειας ζωής του φαρμάκου στο πλάσμα είναι 10 έως 30 ημέρες. Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα σταθεροποιούνται μετά από 4 με 8 εβδομάδες αν και σε ορισμένους ασθενείς μπορεί να απαιτηθεί περισσότερος χρόνος. Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα είναι ευθέως 5
ανάλογες με τη δόση αλλά δεν φαίνεται να έχουν άμεση σχέση με την αποτελεσματικότητα ή την ασφάλεια. Στο αίμα, ποσοστό περίπου 40% του χρυσού της auranofin δεσμεύεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και 60% με τις πρωτεΐνες του ορού. Οι συγκεντρώσεις χρυσού στους ιστούς με auranofin είναι χαμηλότερες σε σχέση με εκείνες που δημιουργούνται μετά την παρεντερική χορήγηση χρυσού και είναι υψηλότερες στους νεφρούς. Η κύρια οδός απέκκρισης του χρυσού είναι με τα κόπρανα, η μεγαλύτερη δε ποσότητα απεκκρίνεται ως αμετάβλητο φάρμακο. Ποσοστό 9-17% της χορηγουμένης δόσης, που ισοδυναμεί με ποσοστό 60% του απορροφηθέντος χρυσού, απεκκρίνεται στα ούρα ενώ ασήμαντη είναι η απέκκριση με τη χολή. 5.3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια (τοξικολογικά στοιχεία) Μελέτες σε αρουραίους έδειξαν ότι η auranofin μπορεί να προκαλέσει δοσοεξαρτώμενες νεφρικές βλάβες σε υψηλές δόσεις όπως επίσης αύξηση της επίπτωσης νεφροπαθειών από βαρέα μέταλλα (νεφρικά νεοπλάσματα). Αρουραίοι στους οποίους χορηγήθηκε auranofin εμφάνισαν νεφρικές βλάβες ιστολογικώς όμοιες με εκείνες των μαρτύρων και εκείνων που ελάμβαναν νατριούχο θειομηλικό χρυσό. Τα νεοπλάσματα αυτά δεν παρατηρήθηκαν σε μελέτες με ποντίκια. Αυτού του είδους η νεφροπάθεια από βαρέα μέταλλα είναι χαρακτηριστική για τους αρουραίους και δεν υπάρχει αντιστοιχία στον άνθρωπο. Μελέτες σε πειραματόζωα έχουν δείξει ανεπιθύμητες ενέργειες στην κύηση και την ανάπτυξη του εμβρύου. 6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 6.1 Κατάλογος των εκδόχων Lactose monohydrate, Cellulose microcrystalline, Starch maize, Sodium starch glucollate, Magnesium stearate. Επικάλυψη με υμένιο: Hypromellose (6mPa.s), Propylene glycol, Opaspray-M1-6054. 6.2 Aσυμβατότητες Δεν είναι γνωστές. 6.3 Διάρκεια ζωής 60 μήνες. 6.3 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος Φυλάσεται σε θερμοκρασία δωματίου. 6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη Κουτί που περιέχει πλαστικό φιαλίδιο των 20 δισκίων. 6.6 Οδηγίες χρήσης/χειρισμού Δεν απαιτούνται. 6.7 Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας Δικαιούχος: SMITH KLINE & FRENCH LABORATORIES LIMITED ENGLAND 6
Υπεύθυνος κυκλοφορίας στην Ελλάδα: ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε., Οδός Τατοΐου, Νέα Ερυθραία 146 71, Τηλ: 210 8009111-120 7. AΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ 28924/99/10-2-2000 8. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ 21-1-2005 9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 21-2-2003 7