Το πρόβλημα του ανατοκισμού στις τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΚΟΥΡΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΛΗΞΟΥΡΙ 2013

Σχετικά έγγραφα
Κατηγορία: Είσπραξη δημοσίων Εσόδων

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4344, 6/7/2012

ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΩΝ

Σχετ: Το από έγγραφό σας (αρ. πρωτ. εισερχ. 932/ ). Σε απάντηση του ως άνω σχετικού, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

109(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΤΟΥ 2014 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

Αρ. Εγκ.: 52 ΘΕΜΑ: Ορισμός των διοικητικών συμβουλίων των νομικών προσώπων και συνδέσμων των Δήμων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Πεύκη ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Αρ. Πρωτ.: 3742 ΔΗΜΟΣ ΛΥΚΟΒΡΥΣΗΣ ΠΕΥΚΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΜΕΛΕΤΩΝ

«Φιλολογικό» Φροντιστήριο Επαναληπτικό διαγώνισμα στη Νεοελληνική Γλώσσα. Ενδεικτικές απαντήσεις. Περιθωριοποίηση μαθητών από μαθητές!

Η ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. ( Διοικητική Ενημέρωση, τ.51, Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2009)

Σημειώσεις Κληρονομικού Δικαίου

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΟΝΕΩΝ & ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ 1 ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΗΜΕΙΩΣΗ

ΤΟ ΚΕΑΝ- ΚΥΤΤΑΡΟ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΩΝ ΝΕΩΝ

Ο Οδικός Χάρτης για την Ελλάδα της δημιουργίας

Η παρακμή του εργατικού κινήματος είναι μια διαδικασία που έχει ήδη διαρκέσει. πολλά χρόνια, τώρα ζούμε τα επεισόδια του τέλους της.

Βαρβάρα Μπουκουβάλα, ΔΝ-Πρωτοδίκης ΔΔ

ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΜΙΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Σε ποιες κατηγορίες μειώνεται η σύνταξη από 1/1/2009 (σε εφαρμογή του Ν.3655/2008)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3561, 21/12/2001

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ Αρχαία Κόρινθος,

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΑΝΟΙΧΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ Προς: Δημάρχους της Χώρας Αθήνα, 16 Δεκεμβρίου 2013 Α.Π.:2271. Αγαπητέ κ.

ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΤΕΥΧΗ ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΣΗΣ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ

Σκοπός του παιχνιδιού. Περιεχόμενα

Β. 'Εκπτωση 50% στα οίκοθεν πρόσθετα τέλη για βεβαιωμένες οφειλές χρονικής περιόδου

ΔΗΜΟΣ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΩΝ - ΜΕΝΕΜΕΝΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΡΑΣΙΝΟΥ : 83/ 2015

O ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ ΓΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΕφΑθ 5253/2003

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ. ΘΕΜΑ: Κατάρτιση και υποβολή προϋπολογισμού των περιφερειών, οικονομικού έτους ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΣΤΕΓΑΣΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ υπ' αριθμ. ΣΟΧ 1 / 2013 για τη σύναψη ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Σύνταγμα, Εργασία και Συναφή Δικαιώματα ( Συνδικαλιστική Ελευθερία, Απεργία )

ΕΚΦΡΑΣΗ-ΕΚΘΕΣΗ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 1 ο Λύκειο Καισαριανής ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Κείμενα Προβληματισμού

Οι 99 θέσεις του Ποταμιού

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

ΚΟΡΙΝΘΟΥ 255, ΚΑΝΑΚΑΡΗ 101 ΤΗΛ , , FAX

ΚΥΑ 64871/07 (ΦΕΚ 2253/Β/ )

ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΤΗΝ ΣΤΗΡΙΞΗ ΟΛΩΝ ΜΑΣ

ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 2008

«ΤΟ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»

Ο «ΕΚΑΛΟΓΟΣ» ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Ατομικό ιστορικό νηπίου

ΠΡΟΧΕΙΡΟΥ ΜΕΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ «Εκτυπώσεις Εκδόσεων και Έντυπου Υλικού 4 ης Μπιενάλε της Αθήνας»

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ-ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. 1. Ποιες υπηρεσίες και φορείς υποχρεούνται να εφαρμόσουν τη ρύθμιση;

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ρόδος και Αίγυπτος : λίκνα ευεργετισμού. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη

66(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2002 ΕΩΣ (Αρ. 2) ΤΟΥ 2013

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004 Ο ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ (ΠΑΡΑΧΑΡΑΞΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

ΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΑΤΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ, ΚΜΛΕ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ KAI ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Αριθ. πρωτ: η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Πολύγυρος, 26 Νοεμβρίου 2010 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΟΡΟΙ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΝΑ ΟΧΟΥ ΜΕ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΗΝ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ

Επαρχιακός Γραμματέας Λ/κας-Αμ/στου ΠΟΑ Αγροτικής

Ψ Η Φ Ι Σ Μ Α ΕΤΗΣΙΟΥ ΤΑΚΤΙΚΟΥ ΑΠΟΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ Ε.Κ.ΑΡΚΑΔΙΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε Τμήμα Νομικής

ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΔΗΛΩΣΗ

ΓΙΑ ΝΑ ΠΝΙΞΕΙΣ ΤΟ ΦΙΔΙ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΤΣΑΚΙΣΕΙΣ ΤΑ (ΧΡΥΣΑ) ΑΥΓΑ ΤΟΥ

Για να αρχίσει η λειτουργία του κινητήρα, θα πρέπει με εξωτερική παροχή ισχύος να προκαλέσουμε την αρχική περιστροφή του.

Το συνέδριο σας πραγματοποιείται σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για τον τόπο, την οικονομία της χώρας, την κοινωνία και τον κόσμο της εργασίας.

Πρακτικό 6/2012 της συνεδρίασης της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής, του Δήμου Λήμνου, της 4ης Μαΐου 2012.

ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Αγγελική Περιστέρη Α 2

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ. Η ολοκληρωμένη προσέγγιση θα εφαρμοστεί με τα παρακάτω Εργαλεία

ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (Γ.Ε.Δ.Δ.)ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΗΡΙΩΝ (ΟΣΚ)

ΚΩ ΙΚΑΣ ΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΠΑΠΟΥΤΣΑΝΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ»

Εσωτερικοί Κανονισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3646, 25/10/2002. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 25ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2002

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 20 ΜΑΪΟΥ 2011 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Διδαγμένο κείμενο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΕΙΔΩΝ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΥΠΡΕΠΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

«Συλλογή, μεταφορά και διαχείριση επικίνδυνων στερεών αποβλήτων της Γ.Μ.Μ.Α.Ε. ΛΑΡΚΟ»

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΜΕ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Βαρελά Αγγελική Βλαχέα Ράνια

15PROC

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ υπ' αριθμ. ΣΟΧ 2 / 2015 ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΒΡΕΦΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ιδάσκοντας Ιστορία στο Γυμνάσιο

Α. ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ---- ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Αθήνα 28 / 07 / 2015

ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 26/5/2010

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η. Συναδέλφισσες Συνάδελφοι,

Μακρογιαννάκη Ροδαμία Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 183 «για την αναθεώρηση της (αναθεωρηµένης) σύµβασης για την προστασία της µητρότητας,»

Υλικά που χρειαζόμαστε

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΤΥΠΟΥ Α. Επωνυμία του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο συμπληρώνεται το παρόν ερωτηματολόγιο...

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ 34750/2006 (Αριθμός καταθέσεως πράξεως 43170/2006) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από

Πρώτη διδακτική πρόταση Χρωματίζοντας ένα σκίτσο

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

186(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ

Προς. ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ 2/2015 για τη σύναψη ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ για την υλοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 18 Αυγούστου 1997

ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΧΩΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ 20 Ο ΣΤΟΝ 21 Ο ΑΙΩΝΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ αριθ. ΣΟΧ5/ 2015 για τη σύναψη ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΠΟΛ.1258/ Ρύθμιση οργανωτικών και τεχνικών θεμάτων λειτουργίας του Συστήματος Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών.

ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ ΤΕΕ ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

II.7.1 Ολοκλήρωση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου μιας Πράξης.

Transcript:

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Το πρόβλημα του ανατοκισμού στις τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΚΟΥΡΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΛΗΞΟΥΡΙ 2013 Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο των σπουδών για την απόκτηση πτυχίου που απονέμει το Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του ΑΤΕΙ Ιονίων Νήσων. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 1

Επιβλέπων καθηγητής : Αντώνιος Μπαχούρος Εξεταστική επιτροπή ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΒΑΘΜΙΔΑ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 2

Περιεχόμενα ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΤΟΚΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΚΙΟ 1.1 ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ 6 1.2. ΝΟΜΙΜΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ....8 1.2.1. ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 2 3ν.δ 588/ 48..9 1.2.2. ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 15 5 ν.δ 876/ 79.. 9 1.2.3.ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΤΑ ΑΝΩΤΑΤΑ ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ...13 1.2.4.ΤΟΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟΚΟΧΡΕΩΛΥΣΙΟ..19 1.3 ΝΕΟΠΑΓΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΟΚΟΛΗΨΙΑ.. 23 1.3.1 ΑΙΤΙΑ..23 1.3.2 ΑΡΧΙΚΗ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ 24 1.3.3.ΤΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ 25 1.3.4.ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ..25 1.4.ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΚΑΡΙΘΜΟΣ 1.4.1.ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ 1.4.2.ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ 28 1.4.3.ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ...35 1.4.4. ΡΗΤΡΑ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΚΑΡΙΘΜΟΥ. 35 1.4.5 ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ- ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ..37 1.4.6.ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ..41 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 : ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΣ 2.1. ΕΝΝΟΙΑ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΥ.42 2.2. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ 43 2.2.1. Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Η ΑΣΚΗΘΕΙΣΑ ΚΡΙΤΙΚΗ...45 2.2.2. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΣΕ ΕΦΑΡΜΟΣΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ.48 2.3. ΘΕΜΑΤΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΥ 2.3.1. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΧΡΟΝΟΥ ΤΟΥ ΤΟΚΟΥ ΤΩΝ ΤΟΚΩΝ.49 2.3.2 ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΥ...49 2.3.3 ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΥ...50 ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 3

2.3.4. Ο ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΧΡΕΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ.51 2.3.5. ΤΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΥ...53 2.3.6. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΥ 58 2.4. ΣΤΡΟΦΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΕΣ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ 54-56 2.5. Η ΝΕΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΥ...56 2.6. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΥ.58 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...65 ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Στην Ελλάδα οι τράπεζες, προκειμένου να ικανοποιήσουν τα οικονομικά οφέλη τους, αυξάνοντας τα έσοδά τους καθώς και την πελατεία τους, παρατηρήθηκε ότι η προσφορά δανείων ήταν αυξημένη τα τελευταία χρόνια, δίνοντας στους απλούς πολίτες ποσά δανείων ανεξέλεγκτα και υπέρογκα είτε για στέγαση, επιχειρηματικά δάνεια, ακόμα και δάνεια για διασκέδαση, ποσά τα οποία όπως ήταν αναμενόμενο ήταν αδύνατο να ξεπληρωθούν, έχοντας ως αποτέλεσμα από μια πλευρά αυτό το πρόβλημα, της οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζουμε στη χώρα μας. Στα πλαίσια λοιπόν της παρακάτω εργασίας αναλύεται το πρόβλημα του ανατοκισμού στις τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις, ένα θέμα που απασχολεί τόσο τους δανειολήπτες όσο και τους δανειστές (τράπεζες). Η εργασία είναι δομημένη ως ακολούθως: αρχικά γίνεται μια αναφορά στις λέξεις τόκος και επιτόκιο που είναι άμεσα εμπλεκόμενα με το θέμα της εργασίας μας, καθώς και σε μερικά από τα επιμέρους ζητήματά τους. Στην συνέχεια στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύεται ο ανατοκισμός,το κυρίως θέμα μας, οι νομοθετικές ρυθμίσεις, τις αλλαγές που έχουν γίνει σε αυτό το ζήτημα από νομική πλευρά, καθώς και τις αποφάσεις αρχικές και τελικές που πήρε Άρειος Πάγος. Ο αντικειμενικός σκοπός αυτής της εργασίας είναι να εισαγάγει και να αναλύσει κάποιες από τις βασικές έννοιες του αντικειμένου που εξετάζεται, παραθέτοντας και κάποια παραδείγματα, τα οποία θα καταστήσουν δυνατό την κατανόηση του, τόσο νομικά όσο και μαθηματικά. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1.1 Έννοια τόκου και επιτοκίου Η παραχώρηση εισπρακτέων κεφαλαίων σε τράπεζα με εξουσία χρήσεως τους (δάνεια, καταθέσεις) και η χορήγηση, αντιστρόφως, από την τράπεζα πιστώσεων σε πελάτες της συνοδεύονται κατά κανόνα από συμφωνίες τοκοδοσίας, το βάρος της οποίας επωμίζεται ο εκάστοτε λήπτης του κεφαλαίου, ο οφειλέτης. Η έναντi τόκων παραχώρηση κεφαλαίου καθιστά τη σχετική σύμβαση αμφοτεροβαρή. Τόκος (τραπεζικός) είναι λοιπόν το χρηματικό ποσό το οποίο συμφωνείται ως αποδοτέο στο δανειστή από τον οφειλέτη, επιπλέον του εισπρακτέου κεφαλαίου, ως καρπό αυτού ή αντάλλαγμα για την χρήση του. Το ύψος του οφειλομένου εκάστοτε τόκου προσδιορίζεται συνήθως με βάση ένα ποσοστό ή μέτρο θα μπορούσαμε να πούμε όπου καλείται επιτόκιο. Το επιτόκιο αναγόμενο στο κεφάλαιο σε ετήσια βάση προσδιορίζει αναλογικά τον οφειλόμενο τόκο για το συγκεκριμένο πραγματικό χρονικό διάστημα χρήσης του κεφαλαίου (βλ Σταθόπουλος σελ.647). Για τον υπολογισμό δηλαδή του τόκου λαμβάνονται υπόψη α) οι πραγματικές ημέρες και β) το έτος των 360 ημερών προσαρμοσμένο κατά το λόγο 365 προς 360, όπως προκύπτει και από τη ρύθμιση του άρθρου 3 του νόμου 2842/2000 ως προς τα διατραπεζικά επιτόκια. Όπως ήδη αναφέρθηκε η ρύθμιση αυτή, δεν υπάρχει λόγος να μην αποτελέσει την κατευθυντήρια, εξισορροπητική αρχή με βάση την οποία μπορεί κανείς να δεχτεί την καταχρηστικότητα ή ανηθικότητα μιας διαφορετικής συμφωνίας πραγματικού χρόνου 360 μόνο ημερών αντί των 365 ημερών σε βάρος πελάτη της τράπεζας.άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει πλέον κατ αναγκαστικό δίκαιο στην καταναλωτική πίστη, με επιβολή της διάταξης της οδηγίας 98/7 ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21-178/ 13.2.2001.Οι τόκοι λοιπόν πουν οφείλονται γενικά από τις τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις είναι κατά τα προαναφερθέντα κυρίως δικαιοπρακτικοί και τις περιστάσεις, υπερημερίας ή άλλοι νόμιμοι τόκοι οι οποίοι θεμελιώνονται ευθέως στο νόμο. Αντίστοιχα γίνεται λόγος για δικαιοπρακτικούς τόκους ή τόκους υπερημερίας ή νόμιμους τόκους και για επιτόκια δικαιοπρακτικά (συμβατικά) ή υπερημερίας ή νόμιμα. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 6

Ανάλογα δε προς τη συμβατική σχέση από την οποία απορρέουν, διακρίνονται επίσης σε τόκους και επιτόκια καταθέσεων ή χορηγήσεων(πιστώσεων)ο καθορισμός βεβαίως, των τραπεζικών επιτοκίων με βάση τα οποία υπολογίζονται οι τόκοι που πληρώνουν ή εισπράττουν οι τράπεζες, είναι θέμα αναφερόμενο καταρχήν της συμβατικής ελευθερίας. Ο κίνδυνος ωστόσο εκμετάλλευσης του ασθενέστερου μέρους και οι οικονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων που επηρεάζονται από την δράση των τραπεζών με άλλα λόγια, το δημόσιο συμφέρον, υπαγορεύουν συχνά την διοικητική παρέμβαση στη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων. Ο διοικητικός, πράγματι καθορισμός των επιτοκίων αποτελεί εργαλείο με το οποίο κατευθύνονται οι χρηματοπιστωτικές λειτουργίες στους στόχους της εκάστοτε οικονομικής πολιτικής μιας κυβερνήσεως. Ο ελεύθερος, αντίθετα, καθορισμός τους από τα μέρη υπόκειται στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης τους χρήματος και επηρεάζεται από πολλούς άλλους, οικονομικούς, αλλά και πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες και καταστάσεις. Είναι πάντως σύνηθες και μάλλον αναπόφευκτη η αναγωγή σε ένα ανώτατο όριο τόκου, σε ένα, δηλαδή ανώτατο ποσοστό επιτοκίου, δικαιοπρακτικού ή νόμιμου, το οποίο είτε προσδιορίζεται «ως ο νόμος ορίζει» ( ΑΚ 293) είτε προκύπτει από τα χρηστά ήθη ( ΑΚ 178, 179 ). Στην πρώτη περίπτωση η υπέρβαση του θεμιτού ορίου, με συμφωνία των μερών, δημιουργεί ακυρότητα ως προς το υπερβάλλον. Στην δεύτερη περίπτωση, η υπέρβαση του ορίου, με συνυπολογισμό και των λοιπών όρων της δικαιοπραξίας συνεπάγεται την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας ή της συμφωνίας περί των τόκων ή μερικώς μόνο της συμφωνίας ως προς το υπερβάλλον, ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη. Στο ελληνικό δίκαιο προβλέπεται γενικά η δυνατότητα καθορισμού ανώτατων ορίων δικαιοπρακτικών επιτοκίων και ποσοστών επιτοκίων υπερημερίας και νόμιμων με πράξεις υπουργικού συμβουλίου μετά από πρόταση της Νομισματικής Επιτροπής. Προβλέπεται όμως ειδικότερα και η δυνατότητα του απευθείας καθορισμού των τραπεζικών αποκλειστικά επιτοκίων, με πράξεις της ως άνω Νομισματικής Επιτροπής. Εξάλλου από την μέχρι σήμερα πάγια ακολουθούμεθα πρακτική στο θέμα του προσδιορισμού των τόκων υπερημερίας προκύπτει ότι έχει διαμορφωθεί εθιμικός κανόνας δικαίου με περιεχόμενο τον καθορισμό του αντίστοιχου επιτοκίου σε ποσοστό υψηλότερο εκείνου των δικαιοπρακτικών τόκων. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 7

1.1. Νόμιμοι περιορισμοί τόκων και επιτοκίων 1.1.1. Καθορισμός τραπεζικών επιτοκίων με βάση το άρθρο 2 3 ν.δ 588/ 48 Τα τραπεζικά επιτόκια, τα επιτόκια, δηλαδή, που αφορούν τόκους, οφειλόμενους, γενικά, από τραπεζικές συμβάσεις, καθορίζονται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν.δ. 588/48 «περί ελέγχου της πίστεως», από τη Νομισματική Επιτροπή με την έκδοση κανονιστικών διοικητικών πράξεων, που εκδίδονται, βέβαια, κατ' εξουσιοδότηση του νόμου αυτού. Η παραπάνω διάταξη, όπως διαμορφώθηκε τελευταία από το άρθρο 2 του νόμου 1046/1980, αναφέρεται, γενικά, σε επιτόκια και λοιπές επιβαρύνσεις επί πιστώσεων, δανείων, ομολογιακών δανείων ή τραπεζικών ομολόγων, καταθέσεων και επί πάσης φύσεως παρεχόμενης από τράπεζες υπηρεσίας, τα οποία μπορεί να καθορίζει και να μεταβάλει εκάστοτε η Νομισματική Επιτροπή, ακόμα και όταν αφορούν υφιστάμενες ήδη συμβάσεις( βλ. ΑΠ 1323/2005, ΧρΙΔ 2006, σελ 217). Με βάση τη διάταξη αυτή εκδόθηκαν μέχρι σήμερα πάμπολλες αποφάσεις, αναφορικά, ιδίως, με τις βασικές τραπεζικές δραστηριότητες, των καταθέσεων και της παροχής πιστώσεων, οι οποίες όριζαν τα επιτόκια, άλλοτε με τρόπο συγκεκριμένο, άλλοτε κατ' ανώτατο και άλλοτε κατ' ελάχιστο όριο. Σταδιακά δε, και μέσα στα πλαίσια της γενικότερης προσπάθειας απελευθέρωσης των όρων λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, απελευθερώθηκαν και τα τραπεζικά επιτόκια, με την έννοια ότι είναι, πλέον, σε μεγάλο βαθμό, ελεύθερα διαπραγματεύσιμα μεταξύ των τραπεζών και των πελατών τους, είτε με βάση ρητές διατάξεις αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, είτε εξαιτίας έλλειψης οποιωνδήποτε διατάξεων(για τα επιτόκια υπερημερίας, βλ. Εφ.Αθ. 9528/95, 1996, σελ.287). Η ελευθερία αυτή οδήγησε γρήγορα σε καταχρήσεις. Το γεγονός αυτό προκάλεσε και πάλι την επέμβαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία, με την ΠΔ/ΤΕ 2393/15.7.96, εισήγαγε τον περιορισμό ότι το επιτόκιο υπερημερίας δανειακών ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 8

συμβάσεων δεν επιτρέπεται, από 1.8.96 και εφεξής, να υπερβαίνει το προβλεπόμενο στην οικεία σύμβαση επιτόκιο ενήμερης -δηλαδή, μη ληξιπρόθεσμης- οφειλής περισσότερο από 25% ετησίως. 1.1.2. Καθορισμός τραπεζικών και εξωτραπεζικών επιτοκίων με βάση το άρθρο 15 5 ν.δ 876/ 79 Με το νόμο 876/1979 (άρθρο 15 5) ορίσθηκε ότι το ποσοστό (επιτόκιο) του νόμιμου και από υπερημερία τόκου και το ανώτατο όριο του δικαιοπρακτικού τόκου ορίζονται κάθε φοράμε πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ), μετά από πρόταση της Νομισματικής Επιτροπής. Κατ' εφαρμογή αυτής της ρυθμίσεως, εκδόθηκε, αρχικά, η Π.Υ.Σ. 127/1.9.79, που όρισε από 1.9.79 το μεν ανώτατο όριο του δικαιοπρακτικού τόκου σε ποσοστό 19% ετησίως το δε ποσοστό του νόμιμου και υπερημερίας τόκου σε 21% ετησίως. Ακολούθησαν οι Π.Υ.Σ. 145/11.10.79 και 193/28.12.79, που καθόρισαν τα παραπάνω ποσοστά σε 23% και 25% αντίστοιχα από 11.1 0.1979. Στη συνέχεια, με την Π.Υ.Σ. 120/30.10.90 «καθορισμός του ύψους των εξωτραπεζικών επιτοκίων» ορίστηκε, παγίως, ότι το ανώτατο ποσοστό του δικαιοπρακτικού μεν τόκου καθορίζεται κατά 2% το έτος ψηλότερα από το επιτόκιο, που κάθε φορά εφαρμόζει η Τράπεζα της Ελλάδος στο ανώτατο κλιμάκιο των χρεωστικών υπολοίπων των τρεχούμενων λογαριασμών, που τηρούν οι τράπεζες σ' αυτήν, το ποσοστό δε του νόμιμου και από υπερημερία τόκου κατά 2% ψηλότερα από το καθορισμένο, όπως παραπάνω, ανώτατο όριο του δικαιοπρακτικού τόκου. Με τον τρόπο αυτό, εμμέσως μεν, σε άμεση, όμως, σχέση με τις διαμορφούμενες και ταχέως εναλλασσόμενες νομισματοπιστωτικές συνθήκες, που η Τράπεζα της Ελλάδος είναι επιφορτισμένη να ελέγχει, καθορίζονται, αυτόματα πλέον, τα ανώτατα όρια των «εξωτραπεζικών», μονάχα, επιτοκίων, χωρίς ανάγκη επανειλημμένων επεμβάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου. Κατ' εφαρμογή της εν λόγω ρύθμισης, από 30.10.90 μέχρι 17.9.92 ίσχυσε ανώτατο όριο δικαιοπρακτικών τόκων 32% και ποσοστό νόμιμων και υπερημερίας τόκων 34%, με βάση την ΠΔ/ΤΕ 1761/1990. Από 18.9.92 μέχρι ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 9

20.10.92 ίσχυσαν ποσοστά 42% και 44%, αντίστοιχα, προς τα παραπάνω, με βάση την ΠΔ/ΤΕ 212411992. Από 21.10.92 μέχρι 15.6.93 ίσχυσαν ποσοστά 37% και 39%, αντίστοιχα, σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ 2137/1992. Από 16.6.93 μέχρι 30.9.93, τα ποσοστά αυτά ήταν 31 % και 330/0, αντίστοιχα, σύμφωνα με την ΠΔ/ ΤΕ 2214/1993. Από 1.10.93 μέχρι 25.10.93 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 34% και 36%, με βάση την ΠΔ/ΤΕ 2253/1993. Από 26.10.93 μέχρι 15.5.1994 ίσχυσαν ποσοστά 32% για το ανώτατο όριο των δικαιοπρακτικών τόκων, και 34% για τους νόμιμους και από υπερημερία τόκους, με βάση την ΠΔ/ΤΕ 2255/1993. Από 16.5.94 μέχρι 26.9.94 ίσχυσαν ποσοστά 35% και 37%, αντίστοιχα, με βάση την ΠΔ/ΤΕ 2304/16.5.94. Από 27.9.94 μέχρι 30.3.95 ποσοστά 32% και 34%, αντίστοιχα, με βάση την ΠΔ/ΤΕ 2331127.9.94, και από 31.3.95 μέχρι 19.4.95, ποσοστά 30% και 32%, αντίστοιχα, με βάση την ΠΔ/ΤΕ 2356/95. Στη συνέχεια, με την Π.Υ.Σ. 136/4.4.95 (ΦΕΚ Α' 76/20.4.95), τροποποιήθηκε η προηγούμενη Π.Υ.Σ. 120123.10.90 και ορίσθηκε ότι από της δημοσιεύσεως της πράξεως στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως το ποσοστό του εκ-δικαιοπραξία εξωτραπεζικού, πάντα τόκου, ως ανώτατο όριο, θα είναι ίσο με το επιτόκιο που κάθε φορά εφαρμόζει η Τράπεζα της Ελλάδος στο ανώτατο κλιμάκιο των χρεωστικών υπολοίπων των τρεχούμενων λογαριασμών, που τηρούν οι τράπεζες στην Τράπεζα της Ελλάδος, το δε ποσοστό του νόμιμου και από υπερημερία τόκου θα είναι κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες ετησίως υψηλότερο του ως άνω καθοριζόμενου ανωτάτου ορίου δικαιοπρακτικού τόκου. Έτσι, από 20.4.95, και με βάση την ΠΔ/ΤΕ 2356/95, ίσχυσαν ποσοστά 28% για το ανώτατο όριο των δικαιοπρακτικών τόκων, και 30% για τους νόμιμους και από υπερημερία τόκους, ενώ από 31.7.95 τα αντίστοιχα ποσοστά διαμορφώθηκαν σε 27% και 29% με βάση την ΠΔ/ΤΕ 2365/27.7.95,και από 22.4.96 σε 26% και 28% με βάση την ΠΔ/ΤΕ 2386/19.4.96. Και πάλι, όμως, με νεότερη Π.Υ.Σ. (261/20.8.96 - ΦΕΚ Α' 193123.8.96), ορίσθηκε ότι, από της δημοσιεύσεώς της στο ΦΕΚ, το ανώτατο όριο του μεν εκ δικαιοπραξίας τόκου θα είναι 2% ετησίως υψηλότερο από το επιτόκιο, που εκάστοτε εφαρμόζει η Τράπεζα της Ελλάδος στις χρηματοδοτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων έναντι ενεχύρου τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, του δε νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου 2% ετησίως υψηλότερο από το ως άνω καθοριζόμενο ανώτατο όριο του ποσοστού του εκ δικαιοπραξίας τόκου. Έτσι, από 23.8.96, και με βάση την ΠΔ/ΤΕ 2386/19.4.96, ίσχυσαν ποσοστά 23% ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 10

για τους δικαιοπρακτικούς, και 25% για τους νόμιμους και από υπερημερία τόκους. Από 17.2.97, ποσοστά 22% και 24%, αντίστοιχα, με βάση την ΠΔ/ΤΕ 2406/14.2.97. Από 13.5.97, ποσοστά 21 % και 23%, αντίστοιχα, με βάση την ΠΔ/ΤΕ 2411/12.5.97.Από 9.1.98, ποσοστά 25% και 27%, με βάση την ΠΔ/ΤΕ 2428/8.1.98, και από 31.3.98, ποσοστά 21 % και 23 %, αντίστοιχα, σύμφωνα με την Πράξη Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΣΝΠ/ΤΕ) (άρθρο 12 ν. 2548/97) αρ. 1/30.3.98. Με την Π.Υ.Σ. 39/31.7.98 (ΦΕΚ Α 184/5.8.98), τροποποιήθηκε η προηγούμενη Π.Υ.Σ. 261/20.8.96 και ορίσθηκε ότι ως προς τα εξωτραπεζικά επιτόκια, το μεν ποσοστό του εκ δικαιοπραξίας τόκου προσδιορίζεται, κατ' ανώτατο όριο, σε μία εκατοστιαία μονάδα ετησίως χαμηλότερο από το επιτόκιο, που εκάστοτε εφαρμόζεται στα χρεωστικά υπόλοιπα των τρεχούμενων λογαριασμών, τους οποίους τηρούν τα πιστωτικά ιδρύματα στην Τράπεζα της Ελλάδος, το δε ποσοστό του νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου, σε μια εκατοστιαία μονάδα ετησίως υψηλότερο από το επιτόκιο των ως άνω λογαριασμών. Έτσι, με βάση την εφαρμοζόμενη ήδη ΠΣΝΠ/ΤΕ 1/30.3.98, από 5.8.98 ίσχυσαν επιτόκια 21 % και 23% και από 14.1.99, επιτόκια 19% και 21 % (ΠΣΝΠ/ΤΕ 12/12.1.99). Και πάλι, με την Π.Υ.Σ. 1/14.1.2000 (ΦΕΚ 7/17.1.2000), το ποσοστό του μεν εκ δικαιοπραξίας τόκου ορίσθηκε, κατ' ανώτατο όριο, σε 5% ετησίως υψηλότερο από το επιτόκιο, που εφαρμόζει εκάστοτε η Τράπεζα της Ελλάδος στις χρηματοδοτήσει; των πιστωτικών ιδρυμάτων έναντι τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, του δε νόμιμου και εξ υπερημερίας τόκου, σε 2% υψηλότερο του εκ δικαιοπραξίας. Από 27.1.2000 ισχύουν επιτόκια 16% και 18%, αντίστοιχα (ΠΣΝΠ/ΤΕ29/26.1.2000). Από 9.3.2000, 15,25% και 17,250/0 (ΠΣΝΠ/ΤΕ31/7.3.2000). Από 20.4.2000, 14,5% και 16,5% (ΠΣΝΠ/ΤΕ35/18.4.2000). Από 29.6.2000, 14% και 16% (ΠΣΝΠ/ΤΕ36/28.6.2000). Από 6.9.2000, 13,25% και 15,25% (lllnll/te39/5.9.2000). Από 15.11.2000, 12,75% και 14,75% (ΠΣΝΠ/ΤΕ 40/14.11.2000). Από 13.]2.2000, 11,500/0 και 13,50% (ΠΣΝΠ/ΤΕ 44/12.12.2000). Από 27.12.2000,10,75% και 12,750/0 (ΠΣΝΠ/ΤΕ 47/27.12.2000)646, Με τη νομοθεσία, όμως, που εισήγαγε στη χώρα μας το ευρώ ως εθνικό νόμισμα, ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 11

η πιστωτική πολιτική εξακολουθεί μεν να ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, μπορούν, όμως, να περιορισθούν ορισμένες πτυχές της, όπως όσον αφορά τις υποχρεωτικές καταθέσεις, την ανά-προεξόφληση συναλλαγματικών και γραμματίων, που ήδη καταργήθηκε (ΠΣΝΠ/ΤΕ 2/9.4.98) και τα δάνεια με ενέχυρο τίτλους του δημοσίου(βλ. Απ. Γεωργιάδη Θ. Λιακόπουλο). Σύμφωνα δε με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 2842/2000, τα θεσπιζόμενα από την Τράπεζα της Ελλάδος επιτόκια αντικαθίστανται από τα αντίστοιχα επιτόκια της ΕΚΤ. Έτσι, τα «εξωτραπεζικά» επιτόκια, αφού προσδιορίζονταν με αναφορά σε επιτόκια, που καθόριζε για τις συναλλαγές της η Τράπεζα της Ελλάδος, προσδιορίζονται, πλέον, σήμερα -μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 284212000, ήτοι από 1.1.2001- με αναφορά στα αντίστοιχα επιτόκια, που καθορίζει εφεξής η ΕΚΤ. Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές του Υπουργικό Συμβούλιο, με Πράξεις του- διατηρούν τη δυνατότητα να ορίσουν άλλη βάση προσδιορισμού των εξωτραπεζικών επιτοκίων. Όσον αφορά, ειδικότερα, το επιτόκιο υπερημερίας επί (εξωτραπεζικών) εμπορικών συναλλαγών-συναλλαγών, εν προκειμένω, μεταξύ ασκούντων γενικότερα ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα ή επάγγελμα και όχι αποκλειστικά μεταξύ εμπόρων, με βάση το άρθρο 4 του π.δ. 166/2003, προσδιορίζεται τούτο από το επιτόκιο, που έχει επιβάλλει η ΕΚΤ στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου(επιτόκιο αναφοράς),προσαυξημένο κατά 7%(περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση. Είναι, μάλλον, προφανές πως το ύψος του εν λόγω επιτοκίου υπερημερίας ταυτίζεται τελικά με το ως άνω γενικότερο εξωτραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας της Π.Υ.Σ. 1/14.1.2000(βλ Μ Σταθόπουλο, σελ 661). Επί του θέματος, προσήκει, πάντως, η παρατήρηση, ότι η πρακτική των δυσχερώς εποπτεύσιμων συνεχών αλλαγών στα ανώτατα όρια των εξωτραπεζικών επιτοκίων, που καθιερώθηκε από το 1979, αλλά και η διάκριση μεταξύ εξωτραπεζικών και τραπεζικών επιτοκίων, που προέκυψε από τη διοικητική παρέμβαση του 1990, ούτε το στόχο του περιορισμού της τοκογλυφίας, ούτε τις ίδιες τις συναλλαγές εξυπηρετεί. Η προβλεπόμενη περίπλοκη τεχνική προσδιορισμού των εξωτραπεζικών επιτοκίων και η διάκριση των τελευταίων από τα τραπεζικά επιτόκια, δημιουργώντας ποικίλα προβλήματα, νομικά και πρακτικά, πρέπει, ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 12

επιτέλους, να τύχουν της προσοχής του νομοθέτη. Τα ανώτατα όρια των επιτοκίων, επειδή, ακριβώς, είναι ανώτατα, δεν έχουν χρεία ούτε συνεχών αλλαγών, ούτε αντισυνταγματικών, λόγω άνισης μεταχείρισης, διακρίσεων. 1.1.3. Συνδυασμός ρυθμίσεων και ποια τα ανώτατα όρια τραπεζικών επιτοκίων Η συνδυαστική εφαρμογή των παραπάνω ρυθμίσεων δεν αποκλείεται. Οι σχετικές, πράγματι, διατάξεις δεν επικαλύπτονται και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, ούτε γραμματικά, ούτε, ιδίως, στην αρχική φάση εφαρμογής τους. Το ν.δ. 588/48 παρέχει, απλώς, τη «δυνατότητα» στην Τράπεζα της Ελλάδος να ρυθμίζει, με αποφάσεις της, το ύψος του τόκου στις τραπεζικές συμβάσεις, διαφορετικά από τη γενικότερη διάταξη του ν. 876/79. Αν δεν υπάρχουν τέτοιες αποφάσεις, που να καθορίζουν διαφορετικά ποσοστά νόμιμου και από υπερημερία τόκου και ανώτατα όρια δικαιοπρακτικού τόκου, θα μπορούσαν να ισχύσουν στις τραπεζικές συμβάσεις τα ανώτατα ποσοστά, που καθορίζονται με βάση τις Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι Πράξεις, όμως, που εκδόθηκαν μετά την Π.Υ.Σ 120/30.10.90, περιορίζουν ρητά το πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεών τους στις «εξωτραπεζικές» μονάχα συναλλαγές(βλ. Μ.Σταθόπουλο, σελ.40) αναφερόμενες σε«εξωτραπεζικά» αποκλειστικά, επιτόκια. Η προχειρότητα της εν λόγω διάκρισης είναι προφανής, αφού αφήνεται περιθώριο για ισχυρισμούς, ότι τα ανώτατα όρια των τραπεζικών επιτοκίων παραμένουν αναλλοίωτα στο ύψος, που είχε ορισθεί από κοινού και γι' αυτά, πριν την 30.10.1990. Εν πάση περιπτώσει, τα εξωτραπεζικά πλέον επιτόκια δεν φαίνεται, καταρχήν, να αφορούν τις συμβατικές έννομες σχέσεις τράπεζας και πελάτη, που χαρακτηρίζονται, γενικά, ως τραπεζικές συμβάσεις. Εφαρμόζονται, όμως, οπωσδήποτε στις σχέσεις τραπεζών και τρίτων που συνάπτονται, κυρίως, σε εκτέλεση εντολών πελατών τους ή κατά τη διαχείριση των υποθέσεών τους ή προκύπτουν από την επιδίωξη είσπραξης απαιτήσεων, που μεταβιβάστηκαν στις τράπεζες ως ενέχυρο, και, βεβαίως, στις σχέσεις προσώπων, μεταξύ των οποίων κανένα δεν είναι τράπεζα. Επειδή δε αυτά ορίζονται, κατ' ανώτατο όριο, για δικαιοπρακτικούς τόκους, και σε συγκεκριμένο ποσοστό, αν αφορούν νόμιμους τόκους ή τόκους υπερημερίας, κάθε συμφωνία των μερών περί επιτοκίων, που ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 13

υπερβαίνουν καθ' ύψος τα εν λόγω όρια, θεωρείται άκυρη ως προς το υπερβάλλον (ΑΚ 294) και επισύρει τις ποινές της τοκογλυφίας (ΠΚ 404 2).Είναι, όμως, θεμιτές οι συμφωνίες μικρότερα ποσοστά τόκων, όπως επιβάλλει η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων( Βλ. Γ Μιχαλόπουλο, σελ 60 και 64, και Λ. Σκαλίδη, σελ.116). Τα τραπεζικά, από το άλλο μέρος, επιτόκια, απαλλαγμένα, καταρχήν, από τις άμεσες διοικητικές ρυθμίσεις τους εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος, και εξαιρεθέντα από τις γενικές, ως άνω, ρυθμίσεις των ανωτάτων ορίων επιτοκίων, δεν φαίνεται να υπόκεινται σε περιορισμούς ως προς το ανώτατο ύψος τους, με μόνη εξαίρεση την από 1.8.96 απαγόρευση συμβατικού καθορισμού επιτοκίων υπερημερίας, κατά ποσοστό 2,5% υπεράνω του επιτοκίου ενήμερης οφειλής προς τις τράπεζες. Μείζον ενδιαφέρον παρουσιάζουν, εν προκειμένω, τα επιτόκια χορηγήσεων των τραπεζών, επειδή αυτά γίνονται αιτία υπερχρέωσης των πελατών. Τα ανώτατα όρια τούτων αποτελούν το κύριο αντικείμενο των ενταύθα αναφορών. Παρόμοια, βέβαια, προβληματική, ως προς τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του πελάτη, παρουσιάζουν και τα επιτόκια καταθέσεων, για τα οποία, πάντως, θα γίνει ιδιαίτερος λόγος στο περί καταθέσεων κεφάλαιο. Παρά την ως άνω, πάντως, διαπίστωση, ότι δεν υφίστανται πλέον όρια τραπεζικών επιτοκίων, γενικότερους περιορισμούς στην ελεύθερη διαμόρφωση τους προς τα άνω θέτουν τα όρια των «εξωτραπεζικών» επιτοκίων, μέσω των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 4 1-2 και 25 3 του Συντάγματος. Πράγματι, η υπέρβαση των ορίων αυτών δεν φαίνεται, καταρχήν, να συνάδει προς τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος ελεύθερου προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων. Σκοπός της απελευθέρωσης των τραπεζικών επιτοκίων και του συνακόλουθου ανταγωνισμού, είναι προφανώς η συμπίεση του κόστους του χρήματος προς όφελος των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα. Την επιδίωξη, όμως, αυτή δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει οικονομοτεχνικά και ψυχολογικά η πρόβλεψη ανωτάτων ορίων, που θα δημιουργούσαν, λογικά, τάση διαμόρφωσης επιτοκίων γύρω από τα όρια αυτά. Για το λόγο αυτό, ο νομοθέτης περιορίστηκε στη σχετική ρύθμιση των «εξωτραπεζικών» μονάχα επιτοκίων, που εκτέθηκε παραπάνω. Υποστηρίζεται, βέβαια, ότι η ελευθερία του ανταγωνισμού απαγορεύει τη θέσπιση ανωτάτων ορίων επιτοκίων στην τραπεζική αγορά. Τούτο, όμως, δεν είναι αληθές. Ο ανταγωνισμός αποβλέπει στην προσέλκυση πελατείας με την ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 14

προσφορά καλλίτερων τιμών και όρων. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει ανταγωνισμός ως προς τη διαμόρφωση επιτοκίων προς τα άνω, αλλά μόνον προς τα κάτω. Περιορισμό του ανταγωνισμού θα συνιστούσε, συνεπώς, ο καθορισμός κατωτάτων και όχι ανωτάτων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων. Τα τραπεζικά, έτσι, επιτόκια, ως προϊόντα ελεύθερου ανταγωνισμού, δεν μπορούν παρά να αντικατοπτρίζουν την από πλευράς κοινωνικής ηθικής αποδεκτή αναλογία μεταξύ παροχής της τράπεζας και αντιπαροχής (τόκων) του πελάτη, όταν διαμορφώνονται, όπως πράγματι επιδιώκεται, σε επίπεδα κατώτερα των εξωτραπεζικών. Τα εξωτραπεζικά επιτόκια από το άλλο μέρος αποτελούν σαφή όρια ανεκτής κερδοσκοπικής τοκοληψίας στα πλαίσια της Εθνικής Οικονομίας, που παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και ν' αφορούν γι' αυτό και τις τραπεζικές σχέσεις, όταν αυτές παρά τις ανταγωνιστικές πιέσεις διαμορφώνουν υψηλά επιτόκια. Οικονομικά, κυρίως, δεδομένα, όπως η ύπαρξη και η έκταση του πληθωρισμού, τα διαθέσιμα κεφάλαια στη χρηματαγορά, οι οικονομικοί και άλλοι κίνδυνοι κλπ, αποτελούν τις σαφέστερες ενδείξεις του πρόσφορου κάθε φορά για το γενικότερο συμφέρον ύψους επιτρεπτού τόκου(βλ. Μ. Σταθόπουλο, σελ.39 και επίσης Γ. Ιατράκη, σελ.64) σε κάθε είδους συναλλαγή. Έτσι, αφού οι υφιστάμενες νομισματοπιστωτικές συνθήκες, που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των εξωτραπεζικών επιτοκίων δεν επιδέχονται υπερβάσεις στις μικρότερες σε έκταση και σημασία εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν μπορούν, για μείζονα λόγο, να τις ανεχθούν στις τραπεζικές. Η οικονομική ελευθερία βρίσκει, λοιπόν, τα όριά της, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και γενικά, στα όρια, που θέτει ο κατά τα ανωτέρω οικονομικός και κοινωνικός σκοπός της. Η υπέρβαση των ορίων αυτών συνιστά κατάχρηση δικαιώματος. Υποστηρίζεται, εν προκειμένω, ότι τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν έναν από τους οδηγούς για την in concreto αποδοχή ή μη της καταχρηστικότητας, η οποία δεν επιδέχεται γενικεύσεως(βλ. Μ.Σταθόπουλοσελ.659). Ωστόσο, η αντικειμενικότητα και γενικότητα του κριτηρίου της καταχρηστικότητας, οι ισχύουσες, δηλαδή, ίδιες για όλους, νομισματοπιστωτικές συνθήκες και ο ανωτέρω υποδειχθείς οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος ή, έστω, της φυσικής ευχέρειας ή ελευθερίας στη συμφωνία των επιτοκίων, επιτρέπουν και την κρίση περί γενικευμένης καταχρηστικότητας επί υπερβάσεως ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 15

των ανωτάτων ορίων. Έτσι, η καταχρηστικότητα αυτή πρέπει να θεωρείται δεδομένη, κατά την ΑΚ 281, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, άρα, γενικά. Πρέπει, επίσης, να θεωρείται δεδομένη και επί αποδοχής, ακόμα, της απόψεως ότι το άρθρο τούτο αναφέρεται σε άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος και όχι γενικότερης ελευθερίας(βλ. σχετικά Μεντή, σελ.558), επειδή και η οποιαδήποτε ελευθερία, όπως η συμβατική, βρίσκει, εν πάση περιπτώσει, τα όριά της στην απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησής της στη διάταξη του άρθρου 25 3 του Συντάγματος. Ορθά, επομένως, η απόφαση ΑΠ 1219/2001 έχει δεχθεί τον έμμεσο περιορισμό του ύψους και των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων στο ύψος των εξωτραπεζικών(βλ. Μ.Σταθόπουλο, Δελτίο ΕΕΤ 2004,σελ.7, - Γ.Μουργέλα, Δελτίο ΕΕΤ 2003,σελ.61). Εξάλλου, και η συνταγματική περί ισότητας έναντι του νόμου διάταξη απαγορεύει τις νόμιμες και διοικητικές διακρίσεις των ελλήνων πολιτών με βάση υποκειμενικά στοιχεία. Για μείζονα λόγο, απαγορεύει τις ερμηνείες των νόμων προς την κατεύθυνση των διακρίσεων. Οι υφιστάμενες, πράγματι, νομισματοπιστωτικές συνθήκες είναι οι ίδιες για όλους τους χρήστες του εθνικού νομίσματος. Συνεπώς, ίδια πρέπει να είναι τα τυχόν τιθέμενα όρια της οικονομικά και κοινωνικά ανεκτής τοκοληψίας. Υποστηρίζεται συχνά ότι οι τράπεζες έχουν ανάγκη την αποδέσμευση από τα ανώτατα όρια επιτοκίων, προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι επισφάλειες, τα λειτουργικά έξοδα, το υψηλό κόστος δανεισμού και η εξασφάλιση του κέρδους. Τα προβλήματα, όμως, αυτά είναι υποκειμενικά-εσωτερικά, οργανωτικά-και λύνονται, επίσης, υποκειμενικά, με τη δυνατότητα, που διαθέτουν οι τράπεζες να μειώσουν το κόστος και τις επισφάλειες ή να παύσουν να δανείζουν. Οι δανειολήπτες, μη μετέχοντας στο θετικό αποτέλεσμα της τραπεζικής δραστηριότητας, δεν είναι δυνατόν να επωμίζονται, με τα επιβαλλόμενα, πέρα από κάθε ανώτατο όριο επιτόκια, τα βάρη ή τις επισφάλειες της εν γένει τραπεζικής χρηματοδοτικής λειτουργίας. Υποστηρίζεται ακόμα ότι ο τραπεζικός τόκος συνιστώντας μέσο νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να καθορίζεται σε εθνικό επίπεδο με τον διοικητικό προσδιορισμό ανωτάτων ορίων, επειδή τούτο θα ήταν ασυμβίβαστο προς τις αρχές που κρατούν στην ΕΚ ως προς την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, η οποία είναι αρμοδιότητα του ΕΣΚΤ( Ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών) και ως στόχο έχει την προστασία της αξίας του ενιαίου νομίσματος. Η άποψη αυτή δεν είναι βεβαίως αληθής. Η νομισματική πολιτική έχει σαφώς ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 16

προσδιορισμένο από τη Συνθ ΕΚ και αποφάσεις της ΕΚΤ( Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) (2000/7, 2003/16 και 2005/2/ΕΚΤ) περιεχόμενο, συνιστάμενο σε «πράξεις ανοικτής αγοράς», σε «πάγιες διευκολύνσεις» και σε επιβολή «ελάχιστων αποθεματικών». Δεν αφορά δηλαδή άμεσα την κατευθυνόμενη στο κοινό πιστωτική λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Η πιστωτική αυτή λειτουργία, λαμβάνουσα υποχρεωτικά υπόψη την ιδιαιτερότητα κάθε εθνικής οικονομίας μπορεί και οφείλει να είναι διαφορετική από κράτος σε κράτος, αν πράγματι διώκεται ο απώτερος, μα πλέον ουσιαστικός, κατά τη ΣυνθΕΚ, στόχος της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών στην κοινή αγορά. Άλλωστε, η μέσω της υπέρμετρης τοκοληψίας εκμετάλλευση των πιστοληπτών δεν είναι μόνον θέμα πιστωτικής πολιτικής, αλλά και θέμα ποινικού ενδιαφέροντος και κολασμού, το οποίο δεν εγγίζει η κοινοτική νομοθεσία. Απορίας άξιον είναι ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, απεκδυθείς το ρόλο του δημόσιου εποπτικού, χάριν του γενικού συμφέροντος, οργάνου, έσπευσε, με την απόφαση της συνεδρίασης 178/19.7.2004 της ΕΤ/ΠΘ, να αμφισβητήσει ευθέως την ορθότητα των παραπάνω επιστημονικών και νομολογιακών απόψεων, αναγνωρίζοντας δικαίωμα των τραπεζών σε υπερβάσεις των ανωτάτων ορίων εξωτραπεζικών επιτοκίων. Προς θεμελίωση της θέσεως της αυτής επικαλείται την αρχή της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό των άρθρων 2, 4 και 105 ΣυνθΕΚ, τη στάθμιση των κατά περίπτωση κινδύνων, τις εκάστοτε συνθήκες των χρηματοπιστωτικών αγορών και τις εν γένει λειτουργικές υποχρεώσεις των τραπεζών(βλ. Μιλτιάδη Σταθόπουλο,σελ.1705). Όπως, όμως, ειπώθηκε, ούτε η ελεύθερη αγορά και ο ανταγωνισμός αποκλείουν τον καθορισμό ανωτάτων ορίων, αφού μάλιστα τα ανώτατα όρια προκύπτουν, ούτως ή άλλως, από γενικότερες και ανώτερες δικαιικές αρχές, όπως την απαγόρευση της ανηθικότητας ή της κατάχρησης ελευθερίας, ούτε οι κίνδυνοι και οι υποχρεώσεις των τραπεζών, ως υποκειμενικά στοιχεία, μπορούν να δικαιολογήσουν την άνιση και εξαιρετική προς τις τράπεζες εύνοια. Αυτή καθ' εαυτή η απόφαση 178/19.7.2004 της ΕΤ/ΠΘ/ΤΕ, στο μέτρο που διατείνεται ότι οι συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων «δεν είναι αθέμιτες», όταν υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια των εξωτραπεζικών επιτοκίων, είναι μάλλον πολλαπλά παράνομη, αφού επεμβαίνει σε θέμα ρυθμιζόμενο ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 17

αποκλειστικά με βάση πράξεις υπουργικού συμβουλίου, σε συνδυασμό με διατάξεις νόμων αναγκαστικού δικαίου και διατάξεις του Συντάγματος, περιέχει αιτιολογίες ελεγχόμενες ως πλημμελείς και ανακριβείς και αντιτίθεται σε γενικής ισχύος ως προς την ακυρότητα του όρου των τραπεζικών δανειακών συμβάσεων περί επιτοκίων ανωτέρων των εξωτραπεζικών- απόφαση του ΑΠ, παραβιάζοντας απαράδεκτα τη βασική συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Οι συνέπειες της αποδοχής των παραπάνω θέσεων εξάγονται περαιτέρω από τις γενικές διατάξεις. Η συμφωνία για τραπεζικούς τόκους, πάνω από τα «θεμιτά» (εξωτραπεζικά) όρια, είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, σύμφωνα με την ΑΚ 294. Υποστηρίζεται, μάλιστα, η άποψη ότι στον περιορισμό αυτό του ορίου τοκογλυφίας υπάγεται συνυπολογιζόμενος και ο τόκος του τόκου (ανατοκισμός), ως ερμηνευτική δυνατότητα της ΑΚ 293, ώστε να αποτρέπεται η υπέρμετρη επιβάρυνση του δανειολήπτη(βλ. Λ.Γεωργακόπουλο,σελ.590). Ευρύτερη ακυρότητα προβλέπουν, επίσης, οι διατάξεις των άρθρων 178, 179 ΑΚ, σε περιπτώσεις συμφωνιών για υπέρμετρα επιτόκια, που παρίστανται ως ανήθικες ή αισχροκερδείς. Άκυρες είναι, εξάλλου, οι συμφωνίες μεταξύ των τραπεζών και οι αποφάσεις για την εφαρμογή εναρμονισμένης πρακτικής σε θέματα διαμόρφωσης επιτοκίων (άρθρα 1 και 30 ν. 703/1977). 1.1.4. ΤΟΚΟΣ ΚΑΙ ΧΡΕΩΛΥΣΙΟ Έννοια χρεολυσίου Με τον όρο χρεολύσιο, (ή χρεολύσιο), χαρακτηρίζεται κάθε ισόποση δόση που καταβάλλεται προς τμηματική εξόφληση δανείου.ο αριθμός των χρεολυσίων είναι ανάλογος του βάθους χρόνου αποπληρωμής του δανείου υπολογιζόμενος συνηθέστερα σε μήνες. Αν σε κάθε χρεολύσιο προστεθεί και ο προβλεπόμενος από την έντοκη δανειακή σύμβαση τόκος τότε προκύπτει το λεγόμενο τοκοχρεολύσιο. Με την συνομολόγηση δανειακής σύμβασης καταρτίζεται και ειδικός πίνακας χρεολυσίων του συγκεκριμένου δανείου που προσαρτάται στο κύριο σώμα της σύμβασης ή ως παράρτημα αυτής. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Παίρνουμε λοιπόν ένα δάνειο 100.000, 12ετους διάρκειας μηνιαίας αποπληρωμής με σταθερό επιτόκιο 6%. Στο 6% συμπεριλαμβάνονται όλες οι επιβαρύνσεις της δόσης. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 18

Όπως γνωρίζουμε κάθε μήνα θα πρέπει να πληρώνουμε μια δόση που αποτελείται από δύο τμήματα. 1. Τόκος. Για την πρώτη δόση θα είναι 500 (6%/12 μήνες Χ 100.000). Όσο μειώνεται το χρέος μας τόσο λιγοστεύουν οι τόκοι που πρέπει να πληρώνουμε κάθε μήνα. Προσοχή: η πληρωμή του τόκου δεν μειώνει το χρέος στην τράπεζα. Για αυτή την δουλειά είναι το: 2. Χρεολύσιο. Αυτό μειώνει (λύει) το χρέος μας. Για την πρώτη δόση θα είναι 476. Αυτό σημαίνει ότι μετά την πρώτη δόση των 976 ( 500+ 476) το χρέος θα έχει μειωθεί κατά 476 και θα έχει γίνει 99.524 ( 100.000-476). Οι τράπεζες για να απλοποιήσουν λίγο τα πράγματα προσπαθούν να κρατήσουν την μηνιαία δόση (τόκος + χρεολύσιο) σταθερή.έτσι στο παράδειγμα μας η μηνιαία δόση είναι 976 (500 τόκοι+476 χρεολύσιο για την αρχή).η δεύτερη δόση είναι πάλι 976 αλλά τώρα οι τόκοι είναι μόνο 497,6 (0,5% * 99.524) και αντίστοιχα το χρεολύσιο 478,4 ( 976-497,6).Με τον τρόπο αυτό το χρέος μειώνεται με κάθε δόση που πληρώνουμε, με συνέπεια να μειώνεται ο τόκος και ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 19

να αυξάνεται το χρεολύσιο. Οι τελευταίες δόσεις του δανείου περιλαμβάνουν ελάχιστους τόκους και αποτελούνται κυρίως από χρεολύσιο. Όπως βλέπετε και στο γράφημα οι τόκοι μειώνονται με κάθε δόση που πληρώνουμε, ενώ το χρεολύσιο αυξάνεται. Αυτό σημαίνει ότι μας συμφέρει να έχουμε χαμηλό επιτόκιο στην αρχή του δανείου ενώ μικρή διαφορά μας κάνει για την συνέχεια. Βλέπουμε από το γράφημα (πάνω) ότι στο 1/3 (4 χρόνια) περίπου της διάρκειας του δανείου (12 χρόνια) έχουμε πληρώσει το 50% περίπου των τόκων ( 20.000). Αν δε λάβουμε υπ' όψη τον πληθωρισμό τότε τα χρήματα που πληρώνουμε στην αρχή έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία από τα χρήματα που πληρώνουμε στο τέλος του δανείου. Το τοκοχρεολύσιο αποτελεί σύνθετη αθροιστική ποσότητα στην οποία περιλαμβάνεται η ισόποση δόση του δανείου και ο τόκος που αναλογεί χρονικά σ αυτή. Υπάρχουν δύο είδη τοκοχρεολυσίων: τα λεγόμενα "σταθερά τοκοχρεολύσια" και τα "μεταβλητά τοκοχρεολύσια". 1. Το σταθερό τοκοχρεολύσιο είναι εκείνο που η δόση του παραμένει σταθερή. Αυτό χρησιμοποιείται συνηθέστερα σε μακροχρόνιο δανεισμό και ειδικότερα σε μεγάλες επενδύσεις. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 20

2. Το μεταβλητό τοκοχρεολύσιο είναι εκείνο που μεταβάλλεται διαχρονικά μέχρι την αποπληρωμή του δανείου. Αυτό χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε "βραχυχρόνιο δανεισμό" ή "μέσο-βραχυχρόνιο δανεισμό. Η δε μορφή που εμφανίζει το μεταβλητό τοκοχρεολύσιο είναι φθίνουσα (διαχρονικά), δηλαδή όσο συνεχίζεται η αποπληρωμή του δανείου, η τοκοχρεολυτική δόση μειώνεται. Το τοκοχρεολύσιο προσδιορίζεται κατά την συνομολόγηση της έντοκης δανειακή σύμβασης όπου και καταρτίζεται πίνακας δόσεων αυτού που ενσωματώνεται στη σύμβαση, ή αποτελεί παράρτημα αυτής Ας δούμε μερικά παραδείγματα αποπληρωμής τοκοχρεωλυτικών δανείων Παράδειγμα 1: Έστω ότι παίρνουμε ένα δάνειο ύψους 50.000, με επιτόκιο 10%, και με αποπληρωμή σε 5 έτη. Ας δούμε πως θα διαμορφωθεί το δάνειο. Ι)Τύπος τοκοχρεολυσίου (C): C= 50.000 ΙΙ)Υπολογισμός χρεολυσίου: (Τοκοχρεολύσιο Τόκος) Α) Με σταθερό τοκοχρεολύσιο ΕΤΗ ΤΟΚΟΣ ΧΡΕΟΛΥΣΙΟ ΤΟΚΟΧΡΕΟΛΥΣΙΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΧΡΕΟΛΥΣΙΟΥ 1 5.000 8.200 13.200 50.000 2 4.180 9.020 13.200 41.800 3 3.278 9.922 13.200 32.780 4 2.286 10.914 13.200 22.858 5 1.194 12.006 13.200 11.944 16.000 50.000 66.000 0 ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 21

Β) Με μεταβλητό χρεολύσιο ΕΤΗ ΤΟΚΟΣ ΧΡΕΟΛΥΣΙΟ ΤΟΚΟΧΡΕΟΛΥΣΙΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΧΡΕΟΛΥΣΙΟΥ 1 5.000 10.000 15.000 50.000 2 4.000 10.000 14.000 41.800 3 3.000 10000 13.000 32.780 4 2.000 10.000 12.000 22.858 5 1.000 10.000 11.000 11.944 15.000 50.000 65.000 0 1.3 Νεοπαγείς περιορισμοί στην εν γένει τραπεζική τοκοληψία 1.3.1 Ποια τα αίτια Η απελευθέρωση το 1990 των τραπεζικών επιτοκίων από τα δεσμά των διοικητικών καθορισμών των ορίων τους είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την επιβολή από τις τράπεζες επιτοκίων, τα οποία υπερέβαιναν συχνά τα ανώτατα όρια των εξωτραπεζικών επιτοκίων, που εξακολουθούσαν να υπόκεινται σε περιορισμούς. Εξάλλου, από το 1980, οι τράπεζες παρερμηνεύοντας απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής την 289/1980 περί ανατοκισμού των καθυστερούμενων τόκων, εφάρμοζαν στις πιστωτικές σχέσεις τους ανεπίτρεπτους, αυθαίρετους ανατοκισμούς, χωρίς καν προηγούμενη συμφωνία με τους πιστολήπτες και χωρίς οποιουσδήποτε χρονικούς ή ποσοτικούς ή άλλους νόμιμους ή ηθικούς περιορισμούς. Οι παραπάνω αθέμιτες πρακτικές, σε συνδυασμό με τις παράλληλα κρατούσες νομισματοπιστωτικές συνθήκες, οι οποίες δικαιολογούσαν, πράγματι, υψηλό κόστος του χρήματος, όχι όμως και καθ' υπέρβαση των ανωτάτων ορίων των εξωτραπεζικών επιτοκίων, είχαν ως αποτέλεσμα την υπερβολική διόγκωση των οφειλών και την αδυναμία των πιστοληπτών να τις αποπληρώσουν. Το κοινωνικό αδιέξοδο, Που δημιουργήθηκε, και η αφύπνιση της δικαστικής εξουσίας, που ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 22

διέγνωσε τελικά την παρανομία, οδήγησε σε αλλεπάλληλες λήψεις νομοθετικών μέτρων αντιμετώπισης του θέματος. 1.3.2. Ποια η αρχική περιοριστική ρύθμιση Έναν πρώτο καινοφανή περιορισμό στην, εν γένει, τραπεζική τοκοληψία, ανεξάρτητο από το συμφωνημένο ύψος του επιτοκίου, προέβλεψαν, αρχικά, οι διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως αυτές τροποποιήθηκαν, από τα άρθρα 47 1 ν. 2873/2000 και 42 ν. 2912/2001669. Σύμφωνα μ' αυτές, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων με τράπεζες, που είχαν καταγγελθεί ή λήξει μέχρι 3-1.12.2000, δεν μπορούσε να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κεφαλαίου της πιστώσεως ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσοτέρων δανείων 11 του καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί ένα έτος μετά την τελευταία χρεωστική εγγραφή (λήψη πιστώσεως), προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου, κατ' ανώτατο όριο, χωρίς συνυπολογισμό τόκου τόκων (ανατοκισμού). Τα καθορισμένα πολλαπλάσια των παραπάνω ποσών ήταν: α) Το τετραπλάσιο, αν οι σχετικές συμβάσεις είχαν συναφθεί ή η λήψη της τελευταίας πιστώσεως επί αλληλόχρεου λογαριασμού είχε γίνει μέχρι τις 31.12.1985. β) Το τριπλάσιο, αν τα περιστατικά αυτά συνέβησαν μετά την 31.12.85 και μέχρι την 31.12.1990. γ) Το διπλάσιο, αν συνέβησαν μετά την 31.12.1990 και μέχρι την 31.12.2000. Από όλα τα ποσά αυτά, πάντως, αφαιρούνταν οι τυχόν καταβολές - και οι οποιεσδήποτε εισπράξεις -, που είχαν γίνει σε μείωση της οφειλής, όπως αυτή προσδιορίστηκε παραπάνω. Η εν λόγω ρύθμιση συνοδεύεται από υπερβολικές και περιττές εν πολλοίς, λεπτομέρειες. Στόχος της ήταν απλώς η διευθέτηση του κοινωνικού προβλήματος με ήπιο, τρόπο, εγκριμένο σε μερική μόνο ικανοποίηση των αιτημάτων των πιστωτών για προστασία και σε αποφυγή της διατάραξης της αξιοπιστίας του πιστωτικού συστήματος, που κινδύνευε να κατακλυσθεί από αγωγές περί αποδόσεως των παρανόμως εισπραχθέντων ή από ενστάσεις περί ανατροπής καταψηφιστικών αποφάσεων και μη οφειλής. Επρόκειτο, δηλαδή, για συμπτωματική, άτολμη ρύθμιση, η οποία φαίνεται ότι έλαβε εν μέρει υπόψη της τα σχετικώς, παγίως, όμως, ισχύοντα, βάσει νόμου ή νομολογίας, σε άλλες ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 23

χώρες, όπως, ιδίως, στην Κύπρο και τη Γερμανία. 1.3.3.Τελική περιοριστική ρύθμιση Τις παραπάνω σκέψεις φαίνεται ότι ενστερνίσθηκε ο νομοθέτης σε μια τελική τροποποίηση του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, την οποία εισήγαγε με το άρθρο 39 του ν. 3259/2004677. Σύμφωνα με τις κυριότερες διατάξεις του άρθρου' αυτού: (α) Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πιστώσεως ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων εννοούνται, γενικώς οι τρέχοντες, κατά τις ανωτέρω εννοιολογικές διακρίσεις λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού ( 1 ). (β) Καταβολές, που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, Τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τον εν λόγω νόμο, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά τα ανωτέρω ( 8). (γ) Εξαιρούνται των νέων ρυθμίσεων, αφενός μεν οι υφιστάμενες μόνον και υπαγόμενες στις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 μέχρι 31.12.1999- απαιτήσεις κατά αγροτών, οι οποίες δεν μπορούν να υπερβούν το διπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή, προκειμένου περί αλληλόχρεου (τρέχοντος) λογαριασμού, το διπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση, αφετέρου δε οι απαιτήσεις, εν γένει, που είχαν επίσης συνομολογηθεί κατά την ισχύ του ν. 2789/2000, «το ύψος των οποίων υπερβαίνει τα 2.201.000 ευρώ... ή το αρχικό κεφάλαιο υπερβαίνει τις 400.000 ευρώ...»(βλ. Π.Παπανικολάου,σελ.235). 1.3.4. Παρατηρήσεις α. Η ως άνω εισαγομένη τελευταία εξαίρεση από την εφαρμογή του άρθρου 39 ν. 3259/2004, θετικά διατυπωμένη, σημαίνει ότι εφαρμόζεται η νέα ρύθμιση, όταν η απαίτηση δεν υπερβαίνει τα 2.201.000 ευρώ ή όχι «και»- ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 24

όταν το αρχικό δανειακό κεφάλαιο δεν υπερβαίνει τα 400.000 ευρώ. Με άλλα λόγια, αρκεί να πληρούται η μία από τις δύο θετικές, ως άνω, προϋποθέσεις, για να μπορεί η περίπτωση να υπαχθεί στη ρύθμιση του νόμου. Δεν απαιτείται, δηλαδή, συμπλεκτική, αθροιστική, αλλά διαζευκτική, απλώς συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου. Τούτο εξηγείται και από την προηγούμενη σχετική ρύθμιση του νόμου 2789/2000, η οποία στη διάταξη του εδαφίου δ' της παραγράφου 9 του άρθρου 30, κάνει λόγο για εξαίρεση μόνον των απαιτήσεων άνω των 750.000.000 δραχμών. Ο νέος νόμος, επιδιώκοντας οριστική επίλυση του θέματος και ευνοϊκότερη ακόμα μεταχείριση των δανειοληπτών σε σύγκριση με την προηγηθείσα νομοθεσία, δεν ήταν ούτε λογικά, ούτε πρακτικά και νομικά δυνατόν να καταστήσει δυσχερέστερη την υπαγωγή στο νόμο με την αλλοίωση διεύρυνση των ήδη προβλεφθεισών εξαιρέσεων. Έτσι, η για πρώτη φορά στο νόμο 3259/2004 προσληφθείσα εξαίρεση των δανείων άνω των 400.000ευρώ οφείλει να κατανοηθεί θετικά, ως εισάγουσα μιαν ακόμα δυνατότητα υπαγωγής στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου για τα δάνεια, που είναι κατώτερα των 400.000 ευρώ, έχουν, όμως, διαμορφωθεί κατά την 31.12.1999 σε ύψος, που υπερβαίνει το όριο των 2.201.000 ευρώ. Είναι προφανές, πως μόνον με βάση την ερμηνεία αυτή επιτυγχάνεται η λογική συνέχεια των νομοθετικών επιδιώξεων και αποκαθίσταται σε ευρύτερο βαθμό η δικαιοσύνη στο ζήτημα της αντιμετώπισης των διογκωμένων οφειλών. β. Πρέπει, επίσης, να παρατηρηθεί ότι ο νόμος δεν κάνει λόγο για το σύνολο των δανειακών κεφαλαίων, αλλά συγκεκριμένα και αποκλειστικά για «το αρχικό κεφάλαιο» μιας, κατ' ανάγκην, δανειακής σύμβασης. Η αντίθετη άποψη προσκρούει στην ερμηνευτικά και συνταγματικά -για λόγους τήρησης της αρχής της ισονομίας- απαράδεκτη διάκριση, να στερείται μεν της εύνοιας του νόμου ο οφειλέτης, που συνήψε ποικίλα δάνεια με την αυτή τράπεζα, να ευνοείται, όμως, αντίθετα, ο οφειλέτης, που έλαβε επίσης ποικίλα δάνεια από περισσότερες αυτός τράπεζες. Τέτοια διάκριση δεν φαίνεται να ανήκει, πράγματι, στις επιλογές του νομοθέτη. Δεν δικαιολογείται, άλλωστε, και από την σκοπούμενη με το νόμο άρση των αδικιών και των αδιεξόδων των υπέρογκων οφειλών. Στο αβίαστο τούτο συμπέρασμα δεν αντιτίθεται η αναφορά της διατάξεως της παραγράφου 4 του άρθρου 39 ότι «τα πιστωτικά ιδρύματα θα προχωρήσουν... σε ρύθμιση της εξόφλησης της κατά περίπτωση συνολικής οφειλής που απορρέει από τις ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 25

παραπάνω συμβάσεις...», επειδή, απλούστατα, η κατά περίπτωση συνολική οφειλή δεν μπορεί παρά να αφορά την κάθε περίπτωση δανειακής συμβάσεως, από την οποία διαμορφώνεται μια συνολική οφειλή από κεφάλαιο, τόκους, τόκους τόκων και έξοδα. Αν ο νομοθέτης εννοούσε το σύνολο των δανειακών οφειλών, θα έκανε προφανώς λόγο για «ρύθμιση του συνόλου των οφειλών -ή των συνολικών οφειλών- από τις παραπάνω συμβάσεις. γ. Οι προκύψασες με τις παραπάνω διατάξεις νέες οφειλές, σε περιπτώσεις, ιδίως, κατά τις οποίες είχε ήδη αποκτηθεί εκτελεστός τίτλος για μείζονα ποσά, γέννησαν το πρόβλημα της εφαρμογής των άρθρων 915 και 916 ΚΠολΔ, τα οποία για την αναγκαστική εκτέλεση απαιτούν να αφορά ο εκτελεστός τίτλος απαιτήσεις βέβαιες και εκκαθαρισμένες, απαιτήσεις, δηλαδή, ορισμένες και μη τελούσες υπό αίρεση ή προθεσμία. Υποστηρίχθηκε, εν μέρει, ότι μετά τη θέση σε ισχύ των εν λόγω διατάξεων, οι απαιτήσεις των τραπεζών κατέστησαν αβέβαιες και αξεκαθάριστες, επειδή οι διατάξεις αυτές απαιτούν επανακαθορισμό της οφειλής με αναγνωριστική δικαστική απόφαση ή έγγραφο που θα έχει αποδεχθεί ο οφειλέτης. Η άποψη αυτή φαίνεται, ωστόσο, υπερβολική, επειδή ιδίως, σε αντίθεση με συνταγματικές διατάξεις, επιβάλει νέες επαχθείς υποχρεώσεις σε δανειστές, που ήδη για κοινωνικούς λόγους υπέστησαν δικαίως το οικονομικό βάρος της μείωσης της απαιτήσεώς τους, ενώ επεμβαίνει και στα έργα της δικαστικής εξουσίας, αφού ήδη εκκαθαρισμένες δικαστικά υποθέσεις καθίστανται, κατ' αυτήν, εξαρχής αμφισβητούμενες. Φαίνεται λοιπόν ορθή η άποψη πως το βέβαιο και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης μιας τράπεζας, η οποία εμπίπτει στο ρυθμιστικό πλαίσιο των παραπάνω διατάξεων, δημιουργείται ευθέως από τις ίδιες αυτές διατάξεις ως αποτέλεσμα απλών μαθηματικών πράξεων. Η (νέα) απαίτηση γνωστοποιείται από την τράπεζα στον οφειλέτη σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και με οποιονδήποτε έγγραφο τρόπο, ο δε οφειλέτης έχει το δικαίωμα να αμφισβητήσει το ύψος της οφειλής ή και την ίδια την ύπαρξή της με τις ανακοπές κατά των πράξεων εκτέλεσης και κατά του πίνακα κατάταξης που του παρέχει ο ΚΠολΔ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 26

1.4. Θέματα επιτοκίων και υποχρεώσεις τραπεζών- Τοκάριθμος 1.4.1. Διοικητικής φύσεως υποχρεώσεις Γενικές παρατηρήσεις Η ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων, όπως αρχικά προέκυψε από ρητές, επί μέρους, διατάξεις πράξεων του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή από παραλείψεις διοικητικού προσδιορισμού τους, αλλά και η γενικότερη «απελευθέρωση» του τραπεζικού συστήματος από κρατικές παρεμβάσεις, δημιούργησε την ανάγκη, αφενός μεν της διευκόλυνσης του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, αφετέρου δε της προστασίας των συμφερόντων των συναλλασσομένων μαζί τους689. Τους σκοπούς αυτούς εξυπηρετεί, καταρχήν, η επαρκής, σαφής και αληθής πληροφόρηση του κάθε συναλλασσόμενου με τις τράπεζες. Βεβαίως, η πληροφόρηση αφορά κάθε όρο της συναλλαγής. Το επιτόκιο, όμως, συνιστά τον σημαντικότερο, κατά κανόνα, όρο, στον οποίο εστιάζεται πρωτίστως η προσοχή του συναλλακτικού κοινού. Προς εξυπηρέτηση, λοιπόν, των παραπάνω σκοπών, εκδόθηκε, αρχικά, η ΠΔΤΕ( Πράξη Διοικητή Τράπεζα Ελλάδος)1969/8.8.1991, που συμπληρώθηκε από την απόφαση ΕΝΠΘ/ΤΕ 524/8/4/93 και αντικαταστάθηκε, τελικά, από την ΠΔ ΤΕ 2501/31.10.2002, που αναφέρεται, γενικά, στην ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Ειδικά δε στον τομέα της καταναλωτικής πίστεως εφαρμόζεται η Υπουργική Απόφαση Φ 1-983/7.21/3/91, όπως πλέον ισχύει. Οι αποφάσεις αυτές επιβάλλουν στα πιστωτικά ιδρύματα τις υποχρεώσεις, που παρατίθενται συνοπτικά παρακάτω. 1.4.2. Οι προβλεπόμενες υποχρεώσεις α) Ως προς την είσπραξη τόκων ή προμηθειών και δαπανών Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να εισπράττουν μόνον τόκους και όχι προμήθειες από τις πάσης φύσεως χορηγήσεις σε πελάτες τους. Προμήθεια, αντιθέτως, ως αμοιβή της τράπεζας, οφείλεται πάντα σε περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών, που δεν γεννούν υποχρέωση τοκοδοσίας, είτε αυτές παρέχονται αυτοτελώς, είτε σε συνάρτηση με τη ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 27

χορήγηση κάθε μορφής πιστώσεως. Οι τράπεζες μπορούν, ακόμα, να εισπράττουν τις δαπάνες, στις οποίες υποβάλλονται χάρη του πελάτηπιστολήπτη στα πλαίσια της παροχής υπηρεσιών ή της παροχής πιστώσεων. β) Ως προς τη διαμόρφωση των επιτοκίων Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να διαμορφώνουν τα επιτόκια στο πλαίσιο της αρχής της ανοικτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, συνεκτιμώντας τους κατά περίπτωση αναλαμβανομένους κινδύνους και λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές στις χρηματοοικονομικές συνθήκες καθώς και στοιχεία και πληροφορίες, τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να παρέχουν με ακρίβεια για το σκοπό αυτό. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν αναφέρεται ορθά, εν προκειμένω στα λειτουργικά έξοδα των τραπεζών για τον προσδιορισμό των προσφερόμενων επιτοκίων. Όμως, η αναφορά στους αναλαμβανόμενους κινδύνους δεν είναι οπωσδήποτε θεμιτή. Πώς είναι, πράγματι, δυνατόν η επισφαλής χρηματοδότηση να επιβαρύνεται με υψηλότερα επιτόκια, που την καθιστούν ακόμα πιο επισφαλή, και με ποια νομική λογική η γενική ριψοκίνδυνη χρηματοδοτική επεκτατική λειτουργία των τραπεζών μπορεί να ασκείται σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, που έχει συγκυριακά πραγματική ανάγκη του τραπεζικού δανεισμού. Δεν συνιστά τούτο κατάχρηση της οικονομικής ελευθερίας από θεσμούς εποπτευόμενους για να είναι χρήσιμοι σε μια εθνική οικονομία. γ)ως προς την ενημέρωση των πελατών Τα πιστωτικά ιδρύματα, στα πλαίσια της γενικής υποχρέωσής τους να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση, τα χαρακτηριστικά, τους όρους και τις προϋποθέσεις των τραπεζικών συναλλαγών, υποχρεούνται να τους ενημερώνουν, ειδικότερα, για την ποικιλία των επιτοκίων, τον χρόνο έναρξης της τοκοφορίας, τη χρονική βάση υπολογισμού των τόκων, τις ημερομηνίες λογισμού τους, τη φορολογική τους επιβάρυνση, τους παράγοντες επηρεασμού του κυμαινόμενου επιτοκίου, το επιτόκιο υπερημερίας, Τον ανατοκισμό, τους όρους πρόωρης εξόφλησης, το ύψος των προμηθειών και εξόδων. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Σελίδα 28