Πανεπιστήμιο Πατρών Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης. Θέμα μεταπτυχιακής εργασίας :



Σχετικά έγγραφα
Α. ΚΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΒΙΒΛΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΧΡOΝΟΣ ΔΙΑΤHΡΗΣΗΣ ΒΙΒΛIΩΝ, ΣΤΟΙΧΕIΩΝ ΔΙΑΦYΛΑΞΗ

Β. 'Εκπτωση 50% στα οίκοθεν πρόσθετα τέλη για βεβαιωμένες οφειλές χρονικής περιόδου

Σχετ: Το από έγγραφό σας (αρ. πρωτ. εισερχ. 932/ ). Σε απάντηση του ως άνω σχετικού, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

Παραμυθιά Τάξη Α Μάστορα Έλλη

Σύμβαση για την πρόσληψη, τοποθέτηση και τις συνθήκες εργασίας των εργαζόμενων μεταναστών, 1939, Νο. 66 1

ΕΡΓΟ: ΕΙ ΙΚΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

ΚΟΡΙΝΘΟΥ 255, ΚΑΝΑΚΑΡΗ 101 ΤΗΛ , , FAX

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ (Απόφαση Συνέλευσης ΤΕΙ αριθ. 5/ , ΦΕΚ 816/ , τ. Β )

Η ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. ( Διοικητική Ενημέρωση, τ.51, Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2009)

ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Θέµα: ιακήρυξη πρόχειρου διαγωνισµού για την εργασία ιαχείριση ογκωδών και

Στο Δηµόσιο Σχολείο «µας»...

ΥΠ.Ε.Π.Θ. / ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ»

ΤΜΗΜΑ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΗΜΟΤΙΚΩΝ αριθ. Πρωτ. Προκ: & ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Κ.Α για το 2015

«ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΣΤ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ»

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ Εξώφυλλο του Συντάγµατος του 1844 (Βιβλιοθήκη Βουλής των

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ» Ποσοστό στη.. του Μέτρου. Ποσό (σε ΕΥΡΩ)

Ο Παρατηρητής της Γειτονιάς είναι κοινωνική εθελοντική. εργασία και υπόκειται στους Γενικούς Κανονισµούς των. Εθελοντικών Οµάδων

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΟΝΕΩΝ & ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ 1 ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΗΜΕΙΩΣΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 18 Αυγούστου 1997

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΤΑΙΡΙΚΟΥ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ Στην Πάτρα σήμερα την 4 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013 οι παρακάτω συμβαλλόμενοι: ΑΓΓΕΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «Η ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ»

Η παρακμή του εργατικού κινήματος είναι μια διαδικασία που έχει ήδη διαρκέσει. πολλά χρόνια, τώρα ζούμε τα επεισόδια του τέλους της.

ΕΓΧΕΙΡΙ ΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 20 ΜΑΪΟΥ 2011 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Διδαγμένο κείμενο

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 1/2005. ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 9 Ν. 3302/04 (ΦΕΚ 267 τ.α ) περί ρύθµισης οφειλών του Ι.Κ.Α Ε.Τ.Α.Μ.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΙΑΚΗΡΥΞΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΜΕΙΟ ΟΤΙΚΟΥ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΕΚΤΥΠΩΣΕΙΣ-ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΕΤΟΥΣ 2011

στο σχέδιο νόµου «Διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων δανείων, µισθολογικές ρυθµίσεις και άλλες επείγουσες στόχων και διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων»

ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΟΔΗΓΙΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ & ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΝ ΣΚΑΠΑΝΙΚΗΣ

& ../../ , :.. : FAX :... & :...

Ελληνική. ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 3/2011 ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΥ ΤΡΙΠΟΛΗΣ ΤΗΣ 14 ης ΜΑΡΤΙΟΥ 2011

ΑΠΟΦΑΣΗ 34750/2006 (Αριθμός καταθέσεως πράξεως 43170/2006) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ ΔΗΜΟΥ ΘΕΡΜΗΣ

62 η ΣΥΝΟΔΟΣ ΠΡΥΤΑΝΕΩΝ & ΠΡΟΕΔΡΩΝ Δ.Ε. ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ

2. Τις διατάξεις του Αρθ-29Α του Ν-1558/85 "Κυβέρνηση και Κυβερνητικά όργανα"(φεκ-137/α) όπως προστέθηκε με το Αρθ-27 του Ν-2081/92 (ΦΕΚ-154/Α).

Μη ανταγωνιστικές δραστηριότητες και παιχνίδια (υλικό)

Μάριος Χάκκας. Το Ψαράκι της γυάλας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Υπό Παναγιώτη Δαλκαφούκη, μέλους Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣΧΕ ΙΟ. «Στρατολογία των Ελλήνων» Άρθρο 1 Υπόχρεοι σε στράτευση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 220

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Ο ΗΜΑΡΧΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ /ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ & ΤΑΜΕΙΑΚΗΣ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΩΝ & ΗΜΟΠΡΑΣΙΩΝ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΗΘΙΚΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ ΚΑΙ ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Συλλόγου ιπλωµατούχων Νοσηλευτριών και Νοσηλευτών Χειρουργείου

ΑΔΑ: 4ΙΦΝΚ-ΔΘ. Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 2010 Αριθ. Πρωτ.: Ταχυδρομική. Σταδίου 27 Διεύθυνση: Ταχυδρομικός Κώδικας: ΑΘΗΝΑ

οικισµών του ήµου Φαιστού

Π.Δ. 396/94 (ΦΕΚ 220 Α

ΕΙΔΙΚΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΤΕΥΧΟΣ 2 ΑΠΟ 2 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Α.Δ. 737

Αιτιολογική έκθεση Προς τη Βουλή των Ελλήνων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ Προς: Δημάρχους της Χώρας Αθήνα, 16 Δεκεμβρίου 2013 Α.Π.:2271. Αγαπητέ κ.

ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ 10 /

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

Ν.1676/1986 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΕΠΙΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

Κοντεύει δύο το μεσημέρι. Τα τέσσερα αδέλφια παίζουν ανέμελα στο δρόμο που βρίσκεται μπροστά απ το σπίτι τους, όταν ξαφνικά ακούγεται η φωνή της κυρά

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΑΝΗΛΙΚΟΙ: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΦΟΡΕΙΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ»

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΛΛΟΥΡΟΚΑΜΠΟΥ ΣΤΟΝ ΗΜΟ ΛΑΤΣΙΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Α ΦΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΑΡΤΑΙΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΔΙΚΤΥΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ» Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

15PROC

Για την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων της ανωτέρω απόφασης, παρέχονται οι ακόλουθες οδηγίες και διευκρινίσεις:

O ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ ΓΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

ΣΥΝΘΗΚΗ SCHENGEN (ΣΕΝΓΚΕΝ)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ «ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΝΩΣΟ» - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΤΑΙΡΙΚΟΥ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ

Ο «ΕΚΑΛΟΓΟΣ» ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΕφΑθ 5253/2003

ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ - ΕΚΛΟΓΙΚΟ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Ν. 3481/2006

Αριθµ. Απόφασης: 736 / 2014 ΠΑΡΟΝΤΕΣ: ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΙΑ ΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΗΜΟΣ ΣΕΡΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Λάρισα

ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ Σ ΕΠ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ ( Π.3.4.1) 1. ΣΚΟΠΟΣ

Κεφάλαιο Πέμπτο Εθνοπολιτισμική Ζωή και Εμπειρίες Ελληνικότητας των Ελληνοαυστραλών Εφήβων

«Φιλολογικό» Φροντιστήριο Επαναληπτικό διαγώνισμα στη Νεοελληνική Γλώσσα. Ενδεικτικές απαντήσεις. Περιθωριοποίηση μαθητών από μαθητές!

ΕΛΙΝΟΙΛ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΩΝ ΑΕ ΑΡ.Μ.ΑΕ /06/B/86/8

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 5 η. της χώρας. Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ (Τ.Ε.Ι.) ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ. Θέμα πτυχιακής εργασίας:

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΙΑΚΙΝΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

επείγοντος για την κατανοµή των βαρών της υποδοχής και προσωρινής διαµονής των µετακινουµένων ατόµων ( 6 ). Έχοντας υπόψη:

ΑΔΑ: Β4ΓΛΩΗΓ-3ΙΠ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΙΟΙΚΗΣΗ ΑΤΤΙΚΗΣ. Αρ.Απόφασης: 150/2012. Αρ. Πρωτοκόλλου: /

α. Ιδρύεται σύλλογος µε την επωνυµία Ενιαίος Σύλλογος ιδακτικού Προσωπικού

Άρθρο 2 -Καταχώρηση και τήρηση στοιχείων σε ηλεκτρονική µορφή

ΘΕΜΑ: «Κινητικότητα υπαλλήλων σε διαθεσιμότητα»

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΕΝΤΑΞΗΣ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΕΤΗΣΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ 2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΕΝΤΑΞΗΣ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ» ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΝΟΜΟΣ 3263/2004 (ΦΕΚ 179 Α ) Μειοδοτικό σύστηµα ανάθεσης των δηµοσίων έργων και άλλες διατάξεις

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ «ΓΑΛΑΞΙΔΙ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Σύσταση, επωνυμία, έδρα, σκοπός και διάρκεια

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΟΙΠΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΣΕ ΕΙ ΟΣ(ΓΑΛΑ)

ΕΚΛΟΓΙΚΟ - ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ. Ο Νομάρχης Καρδίτσας

του Αναπληρωτή Εκπαιδευτικού Π.Ε. Ένας χρήσιµος οδηγός αφιέρωµα στον αναπληρωτή εκπαιδευτικό της Π.Ε..

Το 1 ο φύλλο της εφηµερίδας µας, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1996 και ήταν χειρόγραφο

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

ΑΝΙΖ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΥΛΙΚΕΙΩΝ ΚΑΦΕΤΕΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΕΝΑΡΞΗ ΕΡΓΩΝ

Transcript:

Πανεπιστήμιο Πατρών Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Θέμα μεταπτυχιακής εργασίας : «Το κοινωνικό στίγμα σε πολιτισμικά διαφορετικές ομάδες. Μια ερευνητική προσέγγιση της συνείδησης του κοινωνικού στίγματος σε αλλοδαπούς μαθητές της Ε και Στ Δημοτικού» Φοιτητής: Λάγιος Βασίλειος Α.Μ. 227 Επιβλέπων Καθηγητής: Γεωργογιάννης Παντελής Πάτρα 2008 1

1. Εισαγωγή... 4 2. Θεωρία... 8 2.1. Αποσαφήνιση των όρων...8 2.1.1. Κοινωνικό στίγμα...8 2.1.2. Αλληλεπίδραση...9 2.1.3. Συμβολική αλληλεπίδραση...10 2.1.3.1. George Mead... 11 2.1.3.2. Herbert Blumer... 13 2.1.3.3. David Hargreaves... 13 2.1.3.4. Ervin Goffman... 14 2.1.4. Συναφείς Έννοιες με την έννοια του στίγματος...15 2.1.4.1. Προκατάληψη... 16 2.1.4.2. Στερεότυπα... 18 2.1.4.3. Διάκριση... 19 2.1.4.4. Διαφορετικότητα... 19 2.1.5. Η σχέση του κοινωνικού στίγματος με τις συναφείς έννοιες...20 2.2. Η θεωρία του κοινωνικού στίγματος...23 2.2.1. Ορισμοί για το κοινωνικό στίγμα...23 2.2.2. Χαρακτηριστικά του στίγματος...25 2.2.2.1 Συνείδηση στίγματος... 27 2.2.2.2 Αντίληψη του στίγματος από τους μη στιγματισμένους.... 31 2.2.2.3 Διαχείριση του στίγματος... 33 2.2.2.4 Επιπτώσεις στίγματος... 38 2.2.2.5 Φορείς του στίγματος... 40 2.2.3. Κατηγορίες στίγματος...41 2.3. Θεωρητικό υπόβαθρο αναφορικά με τις αιτίες του στίγματος...42 2.3.1. Λειτουργική θεωρία...43 2.3.2. Θεωρία της Ομοφωνίας...44 2.3.3. Αντιληπτική θεωρία...44 2.4. Διαστάσεις του στίγματος...45 2.4.1. Η δυνατότητα της απόκρυψης...45 2.4.2. Η εξέλιξη του στίγματος...46 2.4.3 Ο έλεγχος του στίγματος...46 2.4.4. Το είδος του στίγματος...47 2.4.5. Η διάσπαση που προκαλεί το στίγμα...47 2.4.6. Η αισθητική...48 2.4.7. Η προέλευση του στίγματος...48 2.4.8. Η διακινδύνευση...49 2.5. Πολιτισμικά διαφορετικές ομάδες και πολιτισμική διαφορετικότητα ως αιτία στιγματισμού...50 2.5.1. Αλλοδαποί...50 2.5.2. Μουσουλμανική μειονότητα...52 2.5.3. Τσιγγάνοι...53 2.5.4. Παλιννοστούντες...55 2.6. Ο σκοπός της μελέτης...56 2.7. Ερευνητικά ερωτήματα...56 2.8.Υποθέσεις...56 2.8.1. Γενική υπόθεση...56 2.8.2. Επιμέρους υποθέσεις...57 3. Μεθοδολογία της έρευνας... 59 2

3.1. Ερευνητική μέθοδος...59 3.2. Δειγματοληπτική μέθοδος....60 3.3. Στοιχεία για τον πληθυσμό, το δείγμα και την επιλογή των σχολείων της έρευνας...61 3.3.1. Στοιχεία για τον πληθυσμό της έρευνας...62 3.3.2. Στοιχεία για τα Δημοτικά Σχολεία της έρευνας...68 3.3.3. Στοιχεία για το δείγμα της έρευνας...70 3.4. Το ερευνητικό ερωτηματολόγιο...74 3.4.1. Η δοκιμαστική εφαρμογή του ερωτηματολογίου...76 4. Ανάλυση δεδομένων... 79 4.1. Ανάλυση των δημογραφικών μεταβλητών...80 4.1.1. Φύλο, ηλικία και τάξη φοίτησης μαθητών...80 4.1.2. Νομός και περιοχή διαμονής των αλλοδαπών μαθητών...82 4.1.3. Τόπος γέννησης αλλοδαπών μαθητών και γονέων τους...84 4.1.4. Επίπεδο μόρφωσης και επαγγελματική κατάσταση των γονέων των αλλοδαπών μαθητών...92 4.2. Περιγραφική στατιστική των εξαρτημένων μεταβλητών της έρευνας...96 4.2.1. Συχνότητες και ποσοστά των μεταβλητών Τ1 έως Τ4...96 4.2.2. Συχνότητες και ποσοστά των μεταβλητών Τ5 έως Τ8...101 4.2.3. Συχνότητες και ποσοστά των μεταβλητών Τ9 έως Τ12...106 4.2.4. Συχνότητες και ποσοστά των μεταβλητών Τ13 έως Τ16...111 4.3. Επαγωγική στατιστική των μεταβλητών της έρευνας...130 4.3.1. Κατασκευή δεικτών...131 4.3.2. Στατιστικοί έλεγχοι...132 5. Συμπεράσματα... 143 5.1. Ανακεφαλαίωση των βασικών στόχων και επιδιώξεων της μελέτης...143 5.2. Η διαδικασία της έρευνας...143 5. 3. Συμπεράσματα...143 5.4. Περιορισμοί της μελέτης...145 6. Προτάσεις... 146 Βιβλιογραφία... 149 Ελληνόγλωσση... 149 Ξενόγλωσση... 14951 Ιστοσελίδες... 156 Ευρετήρια... 158 Ευρετήριο Πινάκων... 158 Ευρετήριο Διαγραμμάτων... 162 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ... 165 ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΡΕΥΝΑΣ... 166 3

1. Εισαγωγή «Κι αυτό το νιώθω πάντα όταν είμαι με κανονικούς ανθρώπους ότι όποτε είναι καλοί ή ευχάριστοι μαζί μου, στην πραγματικότητα δεν παύουν να με θεωρούν έναν απλό εγκληματία και τίποτα άλλο. Είναι πολύ αργά τώρα για να γίνω κάτι διαφορετικό απ αυτό που είμαι, αλλά εξακολουθώ να το νιώθω πολύ έντονα, ότι αυτή είναι η μοναδική τους στάση και ότι είναι τελείως ανίκανοι να με αποδεχτούν σαν οτιδήποτε άλλο» 1. Το στίγμα είναι μια ανεπιθύμητη, δυσφημιστική ιδιότητα, μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά που στερεί από κάποιον το δικαίωμα της πλήρους κοινωνικής αποδοχής, ενώ ταυτόχρονα τον αναγκάζει να προσπαθεί να κρύψει, όταν είναι δυνατόν, την αιτία που προκαλεί αυτήν την αντιμετώπιση. Βαρύνουσα σημασία δεν έχει η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά αλλά η σημασία που της αποδίδουν οι άλλοι, μέσα σε συνθήκες διαντίδρασης, οι συνέπειες που έχει για το ίδιο το άτομο η παραβίαση των κοινωνικών κανόνων και των κανονιστικών προτύπων, καθώς και τα τεχνάσματα που το άτομο υιοθετεί για να αποκρύψει ή να συγκαλύψει την έκταση της απόκλισής του από αυτά τα πρότυπα. Τα πρότυπα αυτά αναφέρονται στην κοινωνική τάξη, το φύλο, την εθνότητα, τη θρησκεία, την ψυχική υγεία, την εμφάνιση, την κοινωνική συμπεριφορά. Η αδυναμία της επιβεβαίωσης αυτών των κανονιστικών προτύπων ερμηνεύεται από τους άλλους σαν καταπάτηση των κανόνων της κοινωνικής συνάντησης. Το στίγµα στη σύγχρονη εποχή χρησιµοποιείται ιδιαίτερα για να καταδείξει ότι κάποιες συγκεκριµένες κατηγορίες ανθρώπων οι οποίοι έχουν κάποιο στοιχείο διαφοροποίησης από τους άλλους καθώς και τα χαρακτηριστικά και οι συµπεριφορές που τις συνοδεύουν σχετίζονται µε την κινητοποίηση προκαταλήψεων σε βάρος των ατόµων που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι η συνείδηση του κοινωνικού στίγματος των αλλοδαπών μαθητών. Στόχο έχει να διερευνήσει αν ένα επιλεγμένο δείγμα μαθητών που φοιτούσαν στην Ε και ΣΤ τάξη των δημόσιων δημοτικών σχολείων των νομών Αχαΐας, Ηλείας και Αιτωλοακαρνανίας, κατά το σχολικό έτος 2007-2008, οι οποίοι άνηκαν σε διαφοροποιημένες πολιτισμικές ομάδες, όπως αυτή των αλλοδαπών, συνειδητοποιούσαν ότι το χαρακτηριστικό που κατείχαν, στην προκειμένη περίπτωση η διαφορετική τους καταγωγή, προκαλούσε αρνητικές ερμηνείες και συμπεριφορές των Ελλήνων μαθητών απέναντί τους σε καταστάσεις αλληλεπίδρασης. Η προσέγγιση που επιλέχθηκε ήταν η μικρο- κοινωνιολογική, βασιζόμενοι στη θεωρία της συμβολικής διαντίδρασης. Ο λόγος που οδηγηθήκαμε σε αυτήν την απόφαση ήταν ότι οι μακρο-κοινωνιολογικές προσεγγίσεις όπως αυτές του λειτουργισμού ή του δομισμού όσον αφορά το χώρο της εκπαίδευσης, μας προσφέρουν «ένα γενικό πλαίσιο για να την αναλύσουμε το οποίο όμως δε χρησιμεύει σχεδόν καθόλου στις καθημερινές σχολικές σχέσεις» 2. Πρόθεση ήταν να δοθούν ερμηνείες σε χαρακτηριστικά που αναφέρονται σε μικρές οργανώσεις και ομάδες όπως είναι οι σχολικοί χώροι στηριζόμενοι στις ερμηνείες των συμμετεχόντων σε αυτές. 1 Goffman, E. (2001), Στίγμα Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 78 2 Blackledge, D, Barry, H (1994), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Αθήνα, Μεταίχμιο, σ. 320 4

Η επισκόπηση της βιβλιογραφίας πάνω στο θέμα του κοινωνικού στίγματος έδειξε ότι: 1. Η μελέτη των θεμάτων του κοινωνικού στίγματος ενώ στο διεθνή χώρο είναι συχνά αντικείμενο έρευνας, στην Ελλάδα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Υπάρχουν μόνο κάποιες αναφορές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν σχετικές με τον όρο «στίγμα» 3,4 χωρίς να γίνεται εκτενέστερη περιγραφή των λειτουργιών και των συνθηκών του. 2. Η έννοια του στίγματος έχει θεμελιωθεί θεωρητικά από το 1963 από τον Καναδό κοινωνιολόγο Ervin Goffman και έχει οδηγήσει πολλούς ερευνητές να διεξάγουν έρευνες προσπαθώντας είτε να θεμελιώσουν καινούριες θεωρίες για το στίγμα είτε να προσπαθήσουν να συμπληρώσουν ή να διευρύνουν την έννοια του στίγματος. Ερευνητικές προσπάθειες έχουν γίνει σε αρκετές ομάδες που κατέχουν κάποιο στιγματιστικό χαρακτηριστικό, όπως σε άτομα με διανοητικές ασθένειες 5, με χρόνιες παθήσεις 6, 7,8, στους παχύσαρκους 9, σε άτομα με διαφορετική εθνική ταυτότητα 10,11, σε άτομα με νοητικές στερήσεις 12, με ψυχικές διαταραχές 13,14, στους ομοφυλόφιλους 15. 3. Όσον αφορά θέματα που σχετίζονται με τη συνείδηση του στίγματος, έχουν γίνει αρκετές ερευνητικές προσπάθειες 16,17,18,19, οι οποίες έχουν καταδείξει ότι υπάρχουν διαφορές 3 Δήμου, Η. Γ. (1996), Απόκλιση Στιγματισμός. Αφομοιωτική θεωρητική προσέγγιση στο σχολείο, Αθήνα: Gutenberg, σ.σ. 193-199 4 Αζίζι Καλατζή, Α., Σιδέρη Ζώνιου, Α, Βλάχου, Α. (1996), Προκαταλήψεις και στερεοτυπία. Δημιουργία και αντιμετώπιση, Αθήνα: Γ.Γ.Λ.Ε σ. 41 5 Wright, E., Gronfein, W., Owens, T. (2000). "Deinstitutionalization, Social Rejection, and the Self- Esteem of Former Mental Patients", Journal of Health and Social Behaviour, Vol. 41, σ.σ. 68-90. www.google.com (ημερομηνία προσπέλασης 15/2/2007) 6 Crandall, C., Coleman, R. (1992), "Aids-Related Stigmatization and the Disruption of Social Relationships", Journal of Social and Personal Relationships, Vol. 9, σ.σ. 163-177. www.google.com (ημερομηνία προσπέλασης 15/2/2007) 7 Link, G. (1987), Understanding labelling effects in the area of mental disorders: A assessment of the effects of expectations of rejection, American Sociological Review, Vol 52, σ.σ. 96-112 8 Pierret, J. (2000), "Everyday Life with AIDS/HIV: Surveys in the Social Sciences", Social Science and Medicine, Vol. 50, σ.σ. 1589-1598. www.google.com (ημερομηνία προσπέλασης 15/2/2007) 9 Crocker, J., Cornwell, B., Major, B. (1991), The Stigma of Overweight: Affective Consequences of Attributional Ambiguity, Journal of Personality and Social Psychology, Vol. 64, σ.σ. 60-70. 10 Gray Little, B., Hafdahl, R. (2000), Factors influencing racial comparisons of self esteem:a quantitative review, Psychological Bulletin, Vol 126, σ.σ. 26-54. 11 Porter, R., Washington, E. (1979), Black identity and self- esteem: A few studies of Black self concept, 1968 1978, Annual Review of Sociology, Vol 5, σ.σ. 5-34. 12 Corrigan, P, Penn, D. (1997), Disease and discrimination: Two paradigms that describe severe mental illness, Journal of Mental Health, Vol. 6, σ.σ. 355-366. http://www.informaworld.com (ημερομηνία προσπέλασης 1/5/2007) 13 Hayward, P, Bright, J. (1997), Stigma and mental illness: A review and critique. Journal of Mental Health, Vol. 6, σ.σ. 345-354. http://www.informaworld.com (ημερομηνία προσπέλασης 1/5/2007) 14 Rosenfield, S. (1997), Labeling mental illness: The effects of received services and perceived stigma on life satisfaction, American Sociological Review, Vol. 62, σ.σ. 660-672. 15 Chuck, S. Heterosexism: Definitions and responses, Affiliated Scholar, ONE Institute Centre for Advanced Studies, University of Southern California, http://www.jtsears.com/intblu.htm (ημερομηνία προσπέλασης 5/10/2006) 16 Pinel, E. (1999), Stigma consciousness: The Psychological legacy of social stereotypes. Journal of Personality and Social Psychology, Vol 76, σ.σ. 114-128 17 Pinel, E. (2002), Stigma Consciousness in Intergroup Contexts: The Power of Conviction, Journal of Experimental Social Psychology, Vol. 38, σ.σ. 178 185 18 Pinel. E., Warner, L, Chua, P. (2005), Getting there is only half the battle: Stigma consciousness and maintaining diversity in higher education, Journal of Social Issues, Vol. 61, Issue 3, σ.σ. 481-506 19 Pinel, E., Paulin, N. (2005), Stigma Consciousness at Work, Basic and Applied Social Psychology, Vol 27, Issue 4, σ.σ. 345-352 5

στο βαθμό στον οποίο οι στόχοι αναμένουν να προκαλέσουν στερεότυπα ή να γίνουν διακρίσεις εις βάρος τους. Δεν αντιλαμβάνονται όλα τα άτομα στον ίδιο βαθμό το ότι προκαλούν στερεότυπα στους άλλους. Αυτός ο βαθμός αντίληψης ονομάζεται συνείδηση του στίγματος 20 και απεικονίζει τις ατομικές διαφορές στο βαθμό στον οποίο οι στόχοι των στερεοτύπων εστιάζουν στη στερεοτυπημένη θέση τους και θεωρούν ότι η τελευταία εισχωρεί σε περιστάσεις της ζωής τους, από τα ερεθίσματα και τις συμπεριφορές που λαμβάνουν από τους άλλους. 4. Έρευνες έχουν γίνει επίσης σε θέματα που αφορούν τη διαχείριση της στιγματισμένης ταυτότητας 21,22,23 και τις επιπτώσεις του στίγματος 24,25. Ο στιγματισμός των διαφορετικών ατόμων οδηγεί πολλές φορές σε καταστάσεις που αφορούν την διαχείριση της ταυτότητάς τους. Αυτό γίνεται επειδή η ταυτότητα είναι μια ιδιότητα που διαμορφώνεται συνεχώς μέσα στο χρόνο, σαν διαδικασία δυναμική και συνθετική αφού δεν είναι κάτι σταθερό. Η διαμορφούμενη ταυτότητα του ατόμου δέχεται επιρροές από τις κοινωνικές ομάδες με τις οποίες ταυτίζεται το άτομο. Γίνεται λοιπόν εμφανής ο κίνδυνος που εγκυμονεί από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων που στιγματίζονται και στιγματίζουν και από τη δυσκολία της διαχείρισης της στιγματισμένης ταυτότητας ενός ατόμου της σχολικής ηλικίας, όπου ακόμα δεν έχει διαμορφώσει μια εικόνα της ταυτότητάς του. 5. Στον ελληνικό χώρο, από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, δεν υπάρχει κάποια ερευνητική προσπάθεια διερεύνησης του στίγματος, παρότι στην ελληνική επικράτεια συμβιώνουν αρκετές διαφοροποιημένες πληθυσμιακές ομάδες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης. Η παρούσα μελέτη δομείται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα αφορά την επισκόπηση της ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας στους όρους με τους οποίους ασχολείται η παρούσα μελέτη. Στο κεφάλαιο 2 της ενότητας γίνεται αποσαφήνιση των όρων «κοινωνικό στίγμα», «αλληλεπίδραση» και «συμβολική αλληλεπίδραση», που αποτελούν τις έννοιες με τις οποίες πραγματεύεται η παρούσα μελέτη. Παρουσιάζεται ακόμα η σχέση του κοινωνικού στίγματος με άλλες δύο συναφείς έννοιες, της προκατάληψης και των στερεότυπων. Παρουσιάζονται επίσης τα χαρακτηριστικά του στίγματος, οι αιτίες που προκαλούν στιγματισμό, οι επιπτώσεις του στιγματισμού, οι κατηγορίες, και οι φορείς του στίγματος καθώς και οι διαστάσεις, όπως η συνείδηση του στίγματος, η αντίληψη του στιγματιστικού χαρακτηριστικού από τους άλλους και η διαχείριση του χαρακτηριστικού από το στιγματισμένο άτομο. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στην πολιτισμική διαφορετικότητα ως φορέα στιγματισμού και παρουσιάζονται στοιχεία για τις πολιτισμικά διαφοροποιημένες ομάδες, μία από τις οποίες αποτελεί την ερευνητική ομάδα της μελέτης. 20 Pinel, E. (1999), Stigma consciousness: The Psychological legacy of social stereotypes. Journal of Personality and Social Psychology, Vol 76, σ.σ. 114-128 21 Jones, E., Farina, A., Hastorf, A., Markus, H., Miller, D., Scott, R. (1984), Social Stigma, The Psychology of Marked Relationships, New York: Freeman, σ.σ. 39-40 22 Oyserman, D, Swim, J. (2001), Stigma: An Insider's View, Journal of Social Issues, Vol. 57, Issue 1 σ.σ. 1-14. 23 Smart, L. Wegner, D. (1999), Covering Up What Can t Be Seen: Concealable Stigma and Mental Control, Journal of Personality and Social Psychology, Vol. 77, σ.σ. 474-486. 24 Friedman, A., Brownell, D. (1995), Psychological correlates to obesity: Moving to the next research generation, Psychologigal Bulletin, Vol 117, σ.σ. 3-20. 25 Lennon, M., Link, B., Marbach, J., Dohrenwend. B. (1989). "The Stigma of Chronic Facial Pain and its Impact on Social Relationships", Social Problems, Vol. 36, Issue 2, σ.σ. 117-134. www.google.com (ημερομηνία προσπέλασης 15/2/2007) 6

Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει δύο κεφάλαια (3 & 4), όπου στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στην παρούσα μελέτη και το δεύτερο τα αποτελέσματα που εμφανίζονται έπειτα από την στατιστική ανάλυση. Στην τρίτη και τελευταία ενότητα της παρούσας μελέτης, η οποία περιλαμβάνει δύο κεφάλαια, (κεφάλαια 5 & 6), παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που διεξάγονται από τα αποτελέσματα της έρευνας και προτείνονται ενδεικτικοί τρόποι αντιμετώπισης του φαινομένου του στιγματισμού. 7

2. Θεωρία Κάθε εμπειρική έρευνα χρειάζεται ένα γενικό πλαίσιο και ορισμένα εννοιολογικά εργαλεία έτσι ώστε να μπορούν να οργανωθούν και να αναλυθούν τα εμπειρικά δεδομένα. Αυτό το πλαίσιο παρέχει η θεωρία που στην ουσία αποτελεί «μια γενική αντίληψη για το πώς διαμορφώνονται, πώς διατηρούνται και πώς μεταβάλλονται οι κοινωνικοί θεσμοί και οι κοινωνικές σχέσεις» 26. Πιο συγκεκριμένα, η θεωρία «προσφέρει το πλαίσιο για τη συστηματική ερμηνεία των εμπειρικών δεδομένων, αναφέρεται στη μορφή που μπορεί να προσλάβει το κοινωνικό φαινόμενο, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους εμφανίζεται και τις συνθήκες υπό τις οποίες υπάρχει» 27. Στα υποκεφάλαια που ακολουθούν θα επιχειρηθεί μια εμπεριστατωμένη παρουσίαση των σημαντικότερων στοιχείων της θεωρίας του κοινωνικού στίγματος, η οποία αποτελεί το πλαίσιο για την ανάλυση και την ερμηνεία των δεδομένων της παρούσης μελέτης, καθώς και μια συνοπτική παρουσίαση των κυριοτέρων υποστηρικτών της θεωρίας της συμβολικής αλληλεπίδρασης, ένας από τους οποίους ήταν ο Ervin Goffman που υπήρξε ο θεμελιωτής της θεωρίας του κοινωνικού στίγματος. 2.1. Αποσαφήνιση των όρων Πριν προβούμε στην εκτενέστερη παρουσίαση της θεωρητικής έννοιας του κοινωνικού στίγματος, θα γίνει μια αποσαφήνιση των όρων του κοινωνικού στίγματος και της συμβολικής αλληλεπίδρασης καθώς και του όρου αλληλεπίδραση με σκοπό την βαθύτερη κατανόηση των θεωρητικών προσεγγίσεων που πλαισιώνουν την παρούσα μελέτη. 2.1.1. Κοινωνικό στίγμα Η αρνητική αντιμετώπιση ενός ατόμου από τον περίγυρό του, φανερώνει μια κατάσταση κοινωνικής αλληλεπίδρασης αρνητικού περιεχομένου, η οποία αποτελείται από δύο διαδικασίες. Τη διαδικασία του ορισμού και τη διαδικασία της μεταχείρισης. Οι δύο αυτές διαδικασίες αποδίδονται με τον όρο στιγματισμός. Ο όρος αυτός «δεν περιγράφει μια στιγμιαία απόδοση μιας ετικέτας, αλλά μια διαδικασία ταξινόμησης και αντιμετώπισης του ατόμου» 28. O όρος στίγμα υποδηλώνει ένα αρνητικό χαρακτηρισμό. Ετυμολογικά, η προέλευση της σημασίας του προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη στίζω 29, που σημαίνει χαράζω, σκαλίζω, που αναφέρεται σε ένα σημάδι του δέρματος. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν το μαρκάρισμα ενός ονόματος με τη χρήση ενός καυτού σιδήρου που χαραζόταν στους ανθρώπους για να δείξει ότι αφιερώθηκαν στις υπηρεσίες του ναού 30. Αργότερα αυτό το θρησκευτικό μήνυμα άλλαξε. Η μετέπειτα αρχαία ελληνική πρακτική ήταν να σχεδιάζουν σημάδια στο σώμα κάτι που υποδείκνυε το χαρακτηρισμό ενός ατόμου ως σκλάβου ή 26 Κυριαζή, Ν. (2000), Η Κοινωνιολογική έρευνα. Κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 45 27 Κυριαζή, Ν. (2000), Η Κοινωνιολογική έρευνα. Κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 45 28 Δήμου, Η. Γ. (1996), Απόκλιση Στιγματισμός. Αφομοιωτική θεωρητική προσέγγιση στο σχολείο, Αθήνα: Gutenberg, σ.σ. 193-199 29 Μπαμπινιώτης, Γ. (1998), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας, σ. 1676 30 Whitehead., E, Carlisle, C., Watkins, C, Mason. T. (2001), Stigma and the Social Exclusion in Healthcare, London: Routledge, σ.17 8

εγκληματία, ώστε να φανερώνουν κάτι το κακό, να δηλώνουν την μειωτική του θέση, ώστε τα υπόλοιπα άτομα να αποφεύγουν αυτό που είχε τα σημάδια, ιδιαίτερα στους δημόσιους χώρους 31. Αυτά ήταν σημάδια για να ξεχωρίσουν κάποια άτομα από την υπόλοιπη κοινωνία, να τα περιθωριοποιήσουν, να τα εξοστρακίσουν. Η σύγχρονη χρήση των λέξεων στίγμα και στιγματισμός αναφέρεται σε μία οριοθεσία 32 η οποία επιτρέπει στα μέλη κάποιας κοινωνικής ομάδας να ξέρουν ποιος είναι μέσα σε αυτήν και ποιος είναι έξω από αυτήν και επιτρέπει στην ομάδα να διατηρήσει την αλληλεγγύη της με την επίδειξη του τι συμβαίνει σε εκείνους που παρεκκλίνουν από τους αποδεκτούς κανόνες της συμπεριφοράς. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα αόρατο σημάδι αποδοκιμασίας που επιτρέπει στα μέλη μιας ομάδας να τραβήξουν μια γραμμή γύρω τους, προκειμένου να κάνουν ευδιάκριτα τα όρια τους απέναντι σε οποιαδήποτε «ξένη» κοινωνική ομάδα, με σκοπό την αποτροπή αυτών από την κοινωνική συνάντηση. 2.1.2. Αλληλεπίδραση Η καθημερινή δραστηριότητα σπάνια αφορά ένα άτομο που δρα μεμονωμένα αλλά αφορά την αλληλεπίδραση του με τους άλλους. Στις καθημερινές μας δραστηριότητες δε δίνουμε νόημα μόνο στις δικές μας πράξεις αλλά ερμηνεύουμε και τη συμπεριφορά των άλλων ανθρώπων με τους οποίους συναναστρεφόμαστε. Η μετέπειτα συμπεριφορά μας απέναντι στον άλλο εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δώσουμε. Επίσης εξαρτάται από το πόσα στοιχεία γνωρίζουμε για τον άλλο 33. Η αλληλεπίδραση είναι μια διαρκής διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος ορίζει τον ρόλο του, την ταυτότητά του βάση της συμπεριφοράς των άλλων απέναντί του. Ο όρος αλληλεπίδραση προέρχεται από τον αγγλικό όρο interaction και δηλώνει το σύνολο των δραστηριοτήτων που γίνονται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων όπου το κάθε πρόσωπο ενεργεί με βάση την προσδοκώμενη ή την εκδηλούμενη ανταπόκριση του άλλου 34. «Είναι το αποτέλεσμα κάθε διαπροσωπικής επικοινωνίας που εκδηλώνεται ως αμοιβαίος επηρεασμός στα επικοινωνούντα άτομα» 35. Κατά αυτόν τον τρόπο η κοινωνία διαμορφώνεται σαν μια διάταξη αλληλεπιδράσεων ή σαν ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων που βρίσκονται σε συνεχή κίνηση, σε μια αδιάκοπη διαδικασία μορφοποίησης των σχέσεων αυτών. 36 Ο Ervin Goffman αναφέρεται σε δύο κατηγορίες αλληλεπιδράσεων. Την πρώτη την ονομάζει ανεστίαστη αλληλεπίδραση και συμβαίνει κάθε φορά που τα άτομα δείχνουν να έχουν αμοιβαία επίγνωση της παρουσίας τους σε ένα τόπο, για παράδειγμα έναν πολυσύχναστο δρόμο, όπου βρίσκονται σε μη λεκτική επικοινωνία με τους άλλους. Σε αυτή την περίπτωση η ανταλλαγή μηνυμάτων και πληροφοριών γίνεται με εκφράσεις του προσώπου, χειρονομίες και κινήσεις του σώματος. Η δεύτερη κατηγορία αφορά την εστιασμένη αλληλεπίδραση όπου τα άτομα συμμετέχουν άμεσα σε ότι λένε ή κάνουν, όπως για παράδειγμα στις αλληλεπιδράσεις με τους φίλους τους συγγενείς ή τους συναδέλφους, όπου η επικοινωνία σε αυτές τις περιπτώσεις είναι κυρίως λεκτική 37. Την δεύτερη κατηγορία 31 Goffman, E. (2001) Στίγμα Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 63 32 http://en.wikipedia.org 33 Blackledge, D, Hunt, B. (1994), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Αθήνα, Μεταίχμιο, σ.σ. 311-312 34 Giddens, A. (2002), Κοινωνιολογία, Αθήνα: Gutenberg, σ. 127 35 Γεωργογιάννης, Π. (2007), Διαπολιτισμική Κοινωνική Ψυχολογία και Έρευνα, Πάτρα, σ. 27 36 Αντωνοπούλου Μ., ( 1988 ), Θεωρία και Ιδεολογία στη σκέψη των κλασικών της Κοινωνιολογίας, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, σελ.263. 37 Giddens, A (2002), Κοινωνιολογία, Αθήνα: Gutenberg, σ. 138 9

αλληλεπίδρασης την αναφέρει με τον όρο συνάντηση 38. Στις συναντήσεις αυτές ο Goffman εισάγει μεταβλητές όπως το φύλο, τη φυλή, την κοινωνική τάξη, την εθνότητα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την σωματική αρτιμέλεια, την ψυχική υγεία, θεωρώντας ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες επινόησης και συγκρότησης των κοινωνικών κατηγοριών. Άλλα βασικά είδη αλληλεπιδράσεων αποτελούν η συμμετρική και η ασύμμετρη αλληλεπίδραση. «Ως συμμετρική θεωρείται η αλληλεπίδραση που σε ένα επικοινωνιακό ερέθισμα υπάρχει ανταπόκριση [ ]. Η συμμετρική αλληλεπίδραση μπορεί να είναι διαπροσωπική, δηλαδή αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ατόμων [ ] και διομαδική, δηλαδή αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ομάδων ή ενός ατόμου και μίας ομάδας» 39. «Ως ασύμμετρη θεωρείται η αλληλεπίδραση εκείνη, στην οποία το άτομο που δέχεται ένα επικοινωνιακό ερέθισμα δεν έχει τη δυνατότητα να αντιδράσει άμεσα προς τον πομπό του ερεθίσματος» 40. 2.1.3. Συμβολική αλληλεπίδραση Η συμβολική αλληλεπίδραση είναι μια από τις σημαντικότερες θεωρητικές προοπτικές στην κοινωνιολογία. Αυτή η προοπτική έχει μια μακροχρόνια ιστορία, ξεκινώντας με το Γερμανό κοινωνιολόγο και οικονομολόγο, Max Weber (1864-1920) και τον αμερικανικό φιλόσοφο, George Mead (1863-1931), οι οποίοι υπογράμμισαν την υποκειμενική έννοια της ανθρώπινης συμπεριφοράς, της κοινωνικής διαδικασίας, και του πραγματισμού. Η εστίαση των υποστηρικτών της θεωρίας της συμβολικής αλληλεπίδρασης γίνεται στις υποκειμενικές πτυχές της κοινωνικής ζωής, παρά στις αντικειμενικές, μακρο-δομικές πτυχές των κοινωνικών συστημάτων. Ένας λόγος για αυτήν την εστίαση είναι ότι οι υποστηρικτές της θεωρίας βασίζουν τη θεωρητική προοπτική τους στην εικόνα των ανθρώπων, παρά στην εικόνα της κοινωνίας. Για τους υποστηρικτές της θεωρίας, οι άνθρωποι είναι οι πραγματικοί δράστες που πρέπει συνεχώς να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους στις ενέργειες άλλων δραστών. Μπορούμε να προσαρμοστούμε σε αυτές τις ενέργειες μόνο επειδή είμαστε σε θέση να τις ερμηνεύσουμε, δηλαδή, να τις εξηγήσουμε συμβολικά και να μεταχειριστούμε τις ενέργειες και εκείνους που τις εκτελούν σαν συμβολικά αντικείμενα. Αυτή η διαδικασία της ρύθμισης της συμπεριφοράς μας βοηθιέται από τη δυνατότητά μας να προετοιμάσουμε με τη φαντασία μας τις εναλλακτικές γραμμές δράσης προτού να ενεργήσουμε. Η διαδικασία υποστηρίζεται περαιτέρω από τη δυνατότητά μας να σκεφτούμε και να αντιδράσουμε για τις ενέργειές μας και ακόμα και για τους εαυτούς μας ως συμβολικά αντικείμενα. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος είναι ενεργός, δημιουργικός συμμετέχων που κατασκευάζει τον κοινωνικό κόσμο του και όχι παθητικός, σαν προσαρμοσμένο αντικείμενο της κοινωνικοποίησης 41. Η θεωρία της συμβολικής αλληλεπίδρασης δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στο ενεργό, δημιουργικό άτομο από ότι άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις όπως του λειτουργισμού ή του δομισμού που «υπογραμμίζουν την δεσμευτική για τις δράσεις μας φύση των κοινωνικών επιδράσεων» 42. Υιοθετεί την άποψη ότι ο άνθρωπος κατασκευάζει την κοινωνία και 38 Goffman, E. (2001), Στίγμα Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 77 39 Γεωργογιάννης, Π. (2007), Διαπολιτισμική Κοινωνική Ψυχολογία και Έρευνα, Πάτρα, σ. 27 40 Γεωργογιάννης, Π. (2007), Διαπολιτισμική Κοινωνική Ψυχολογία και Έρευνα, Πάτρα, σ. 28 41 Blackledge, D, Hunt, B. (1994), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Αθήνα, Μεταίχμιο, σ.σ. 418-419 42 Giddens, A. (2002), Κοινωνιολογία, Αθήνα: Gutenberg, σ. 724 10

προσπαθεί να ερευνήσει «πώς ορίζουν τα πρόσωπα τον εαυτό τους, ποιοι είναι οι στόχοι ή οι σκοποί τους, πώς εντάσσουν τους άλλους σε τυπολογίες και ποια πράγματα θεωρούν δεδομένα και αυτονόητα» 43. Σύμφωνα με τη θεωρία της συμβολικής αλληλεπίδρασης το άτομο δεν έχει απλά ένα ρόλο, αλλά μια δυναμική συμμετοχή σε κάθε κοινωνική κατάσταση, με σκοπό την κατάκτηση συγκεκριμένων στόχων της ζωής. Για την κατάκτηση αυτών των στόχων υπάρχει ανάγκη για ανθρώπινη συμβίωση και επικοινωνία. Η συμβίωση πραγματοποιείται με δραστηριότητες μεταξύ των ατόμων που ονομάζονται αλληλεπιδράσεις. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές λειτουργούν ποικιλοτρόπως. Στο χώρο της κοινωνίας η έννοια χρησιμοποιείται με το «νόημα της αμοιβαίας επιρροής ατόμων στην ομάδα και μεταξύ των ομάδων και των διαφοροποιήσεων που απορρέουν από αυτή την επίδραση. Οι δραστηριότητες αυτές μαζί με τις διαδικασίες που διέπουν την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων διαμορφώνουν την ταυτότητα του ατόμου» 44. Στα υποκεφάλαια που ακολουθούν γίνεται μια αναφορά στους κυριότερους υποστηρικτές και θεμελιωτές της θεωρίας της συμβολικής αλληλεπίδρασης. Εκτός βέβαια από τους υποστηρικτές υπάρχουν και αυτοί που είναι αντίθετοι σε αυτή τη θεωρία 45 ασκώντας κριτική στο σημείο ότι περιορίζεται στο μικρο-επίπεδο της κοινωνικής ζωής και ότι υπερτονίζει τις δυνατότητες των υποκειμένων. Αποδίδει υπερβολική σημασία σε καθημερινές, καταστάσεις και τείνει να αγνοεί την κοινωνική δομή ως σύστημα δεσμευτικών κανόνων, από το οποίο περιορίζονται η ατομική ζωή και οι αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων. 2.1.3.1. George Mead Θεμελιωτής της θεωρίας της συμβολικής αλληλεπίδρασης υπήρξε ο George Mead. H πραγματιστική φιλοσοφία του και ο ψυχολογικός συμπεριφορισμός αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη του θεωρητικού ρεύματος της συμβολικής αλληλεπίδρασης. Ο Mead πίστευε ότι «η κοινωνία μπορεί να περιγραφεί ως μια διαρκής επικοινωνία και αλληλεπίδραση των ανθρώπων μέσω συμβόλων, και κυρίως μέσω της γλώσσας, που είναι το κατεξοχήν σύστημα συμβόλων» 46. Υποστήριζε ότι ο «εαυτός» των ανθρώπων είναι κοινωνικό προϊόν, αλλά και ότι αυτός ο «εαυτός» είναι επίσης σκόπιμος και δημιουργικός. Ο Mead υπογράμμισε τη βασική θέση που κατέχουν τα σύμβολα στις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις τα πιο σημαντικά από τα οποία περιλαμβάνονται στη γλώσσα. Ένα σύμβολο δεν περιγράφει μόνο ένα αντικείμενο ή ένα γεγονός. Καθορίζει το γεγονός με συγκεκριμένο τρόπο και υποδεικνύει μια αντίδραση προς αυτό. Κατά αυτόν τον τρόπο ένα σύμβολο δεν αντιπροσωπεύει μόνο μια τάξη αντικειμένων αλλά καθορίζει επίσης μια σειρά ενεργειών. «Τα σύμβολα παρέχουν τα εφόδια μέσω των οποίων τα άτομα μπορούν να αλληλεπιδρούν σημαντικά με το φυσικό και το κοινωνικό τους περιβάλλον» 47. Η αλληλεπίδραση μέσω των συμβόλων είναι απαραίτητη επειδή οι άνθρωποι δεν κατέχουν 43 Blackledge, D, Hunt, B. (1994), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Αθήνα, Μεταίχμιο, σ.σ. 420-421 44 Γεωργογιάννης, Π. (1996), Θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας, Τομ. II, Αθήνα, Gutenberg, σ.σ. 56-58 45 Ανθογαλίδου, Θ. (2003), Πολιτική παιδεία της χειραφέτησης, Στο: Virtual School, The sciences of Education Online, Τομ 3, τεύχος 2, http://www.auth.gr/virtualschool/3.2/theory/politicalculture.html (ημερομηνία προσπέλασης 5/10/2006) 46 Ανθογαλίδου, Θ. (2003), Πολιτική παιδεία της χειραφέτησης, Στο: Virtual School, The sciences of Education Online, Τομ 3, τεύχος 2, http://www.auth.gr/virtualschool/3.2/theory/politicalculture.html (ημερομηνία προσπέλασης 5/10/2006) 47 Haralambos, M, Holborn, M. (1995), Sociology. Themes and Perspectives, 4 th edition, London, Collins Educational, σ. 891 11

ένστικτα για να κατευθύνουν τη συμπεριφορά τους. Σύμφωνα με τον Mead «οι άνθρωποι δεν είναι γενετικά προγραμματισμένοι να αντιδρούν αυτόματα σε συγκεκριμένα ερεθίσματα. Για να επιβιώσει επιβάλλεται να βάλει σε λογική σειρά διάφορες έννοιες [ ] να ταξινομήσει σε κατηγορίες το περιβάλλον του [ ] να ορίσει τα ερεθίσματα και να ανταποκριθεί σε αυτά» 48. Στο πλαίσιο των κοινωνικών συναντήσεων η επικοινωνία και κυρίως η γλώσσα παίζουν θεμελιώδη ρόλο. Σύμφωνα με τον Mead «η γλώσσα μας επιτρέπει να γίνουμε όντα με αυτοσυνείδηση και το βασικό στοιχείο της διαδικασίας αυτής είναι το σύμβολο» 49. Σε όλες τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ατόμων υπάρχει μια ανταλλαγή συμβόλων. Οι άνθρωποι κατέχουν έννοιες συμβολικές για τα αντικείμενα κάτι που επιτρέπει να σκέφτονται κάποιο αντικείμενο χωρίς να υπάρχει η προϋπόθεση ότι αυτό βρίσκεται μπροστά τους. Κατά αυτόν τον τρόπο η συμβολική σκέψη «εφαρμόζεται και στην ίδια την αίσθηση που έχουμε για τον εαυτό μας» 50. Ο «εαυτός» αποτελεί βασική έννοια της θεωρίας της συμβολικής αλληλεπίδρασης. Όπως αναφέρει ο Mead «καθένας από εμάς είναι ένα άτομο με αυτοσυνείδηση, γιατί μαθαίνουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας σαν να είμαστε έξω από αυτόν, σαν να τον βλέπουμε όπως μας βλέπουν οι άλλοι» 51. Ο Mead διαχωρίζει δύο όψεις του εαυτού. Το «me» που είναι ένας προσδιορισμός του εαυτού σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό ρόλο και το «I» που είναι η συνολική άποψη του κάθε ατόμου για τον εαυτό του. Το «I» ενός ατόμου οικοδομείται από τις αντιδράσεις των άλλων προς αυτό και από τον τρόπο που ερμηνεύει αυτό το άτομο αυτές τις αντιδράσεις. Ο Mead αναφέρει δύο στάδια ανάπτυξης του εαυτού. Το πρώτο στάδιο το αναφέρει ως στάδιο παιχνιδιού (play stage) όπου τα παιδιά παίζουν ρόλους που δεν είναι δικοί τους. Με αυτόν τον τρόπο αντιλαμβάνονται ότι αυτοί οι ρόλοι διαφέρουν από τον δικό τους. Το δεύτερο στάδιο το αναφέρει ως στάδιο αγώνα (game stage) όπου τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους από την προοπτική των άλλων συμμετεχόντων 52. Ο εαυτός αποτελεί τη «δια του κατόπτρου αυτοσυνείδηση» 53 Η αυτοσυνείδηση διευρύνεται σταδιακά βλέποντας την εικόνα μας, τη συμπεριφορά, το χαρακτήρα μας, σύμφωνα με το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Στην αρχή μέσα από τα μάτια της οικογένειας και των φίλων μας, και στη συνέχεια μέσα από τα μάτια όλο και πιο διευρυνόμενων κοινωνικών ομάδων, με κατάληξη την απόκτηση μιας πληρέστερης αυτοσυνείδησης του κοινωνικού εαυτού μας 54. Με την αυτοσυνείδηση το άτομο μπορεί να κατευθύνει τις ενέργειές του, να θέσει στόχους, να προγραμματίσει τις μελλοντικές του πράξεις και να αναλογιστεί τις συνέπειες των ενεργειών του 55. 48 Haralambos, M, Holborn, M. (1995), Sociology. Themes and Perspectives, 4 th edition, London, Collins Educational, σ. 891 49 Giddens, A (2002), Κοινωνιολογία, Αθήνα: Gutenberg, σ.720 50 Giddens, A (2002), Κοινωνιολογία, Αθήνα: Gutenberg, σ.720 51 Giddens, A (2002), Κοινωνιολογία, Αθήνα: Gutenberg, σ.720 52 Haralambos, M, Holborn, M. (1995), Sociology. Themes and Perspectives, 4 th edition, London, Collins Educational, σ. 892 53 Ανθογαλίδου, Θ. (2003), Πολιτική παιδεία της χειραφέτησης, Στο: Virtual School, The sciences of Education Online, Τομ 3, τεύχος 2, http://www.auth.gr/virtualschool/3.2/theory/politicalculture.html (ημερομηνία προσπέλασης 5/10/2006) 54 Ανθογαλίδου, Θ. (2003), Πολιτική παιδεία της χειραφέτησης, Στο: Virtual School, The sciences of Education Online, Τομ 3, τεύχος 2, http://www.auth.gr/virtualschool/3.2/theory/politicalculture.html (ημερομηνία προσπέλασης 5/10/2006) 55 Haralambos, M, Holborn, M. (1995), Sociology. Themes and Perspectives, 4 th edition, London, Collins Educational, σ. 892 12

2.1.3.2. Herbert Blumer Ο Herbert Blumer, ο οποίος υπήρξε μαθητής του Mead, ανέπτυξε αργότερα συστηματικά τις ιδέες του δασκάλου του. Σύμφωνα με τον Blumer «η κοινωνία αποτελεί ένα τεράστιο ζωντανό πίνακα αλληλεπιδράσεων, μέσω των οποίων οι άνθρωποι διαπραγματεύονται την εννοιολόγηση της πραγματικότητας» 56. Η προσέγγιση που ανέπτυξε έγινε γνωστή με το όνομα θεωρία της συμβολικής αλληλεπίδρασης και βασίζεται σε τρεις βασικές αρχές. «Τα άτομα ενεργούν σύμφωνα με τις έννοιες που έχουν δώσει στα αντικείμενα και στα γεγονότα προκειμένου να αντιδρούν είτε στα εξωτερικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από τις κοινωνικές δυνάμεις, είτε στα εσωτερικά ερεθίσματα που προέρχονται από τον ίδιο τον εαυτό Οι έννοιες προκύπτουν από την διαδικασία της αλληλεπίδρασης. Δημιουργούνται, διαμορφώνονται, αναπτύσσονται και αλλάζουν μέσω των αλληλεπιδράσεων και δεν είναι αμετάβλητες και προσχηματισμένες. Κατά τη διαδικασία της αλληλεπίδρασης, οι μετέχοντες σε αυτήν, δεν ακολουθούν κάποιους προηγούμενους κανόνες ούτε ακολουθούν κάποιους προσχεδιασμένους ρόλους. Οι έννοιες είναι το αποτέλεσμα της ερμηνευτικής διαδικασίας των μετεχόντων μέσα σε ένα πλαίσιο αλληλεπίδρασης. Παίρνοντας το ρόλο του άλλου, οι μετέχοντες ερμηνεύουν τις έννοιες και τις προθέσεις των άλλων. Οι μετέχοντες σε μια αλληλεπίδραση προσαρμόζουν ή αλλάζουν την άποψή τους για την κατάσταση που μετέχουν, προβάρουν εναλλακτικές ενέργειες και διαδικασίες και αναλογίζονται τις συνέπειες αυτών των ενεργειών» 57. 2.1.3.3. David Hargreaves Σύμφωνος με τις απόψεις του Mead και του Blumer είναι και ο Hargreaves. Όπως αναφέρει, «ο εαυτός δεν είναι κάτι με το οποίο γεννιόμαστε, είναι κάτι που αναπτύσσεται μέσα από τη αλληλεπίδραση με τους άλλους. Ο εαυτός ενός ανθρώπου αναπτύσσεται σε σχέση με την αντίδραση των άλλων σε αυτόν τον άνθρωπο και αυτός κατά κανόνα αντιδρά προς τον εαυτό του όπως αντιλαμβάνεται ότι αντιδρούν οι άλλοι προς αυτόν» 58. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «όταν επικοινωνώ προσπαθώ να προκαλέσω μια αντίδραση σε κάποιον άλλο. Ταυτόχρονα προκαλώ στον εαυτό μου εκείνη ακριβώς την ανταπόκριση που προσπαθώ να αποσπάσω από εκείνον» 59. Με αυτόν τον τρόπο «διαμορφώνω μια κρίση για το πώς θα ανταποκριθεί ο άλλος, κοιτάζω δηλαδή τον εαυτό μου από την οπτική γωνία του άλλου» 60. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα «ο εαυτός να είναι αντιληπτός ως μια σταθερή οντότητα που μεταφέρεται από τη μία συνάντηση στην άλλη» 61. Ο Hargreaves εισάγει την έννοια του ρόλου. Αναφέρει ότι «η κοινωνία είναι ένα σύνθετο οικοδόμημα που αποτελείται από θέσεις. Ο ρόλος είναι οι προσδοκίες συμπεριφοράς 56 Ανθογαλίδου, Θ. (2003), Πολιτική παιδεία της χειραφέτησης, Στο: Virtual School, The sciences of Education Online, Τομ 3, τεύχος 2, http://www.auth.gr/virtualschool/3.2/theory/politicalculture.html (ημερομηνία προσπέλασης 5/10/2006) 57 Haralambos, M, Holborn, M. (1995), Sociology. Themes and Perspectives, 4 th edition, London, Collins Educational, σ. 894 58 Blackledge, D, Hunt, B. (1994), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Αθήνα, Μεταίχμιο, σ.σ. 315-316 59 Blackledge, D, Hunt, B. (1994), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Αθήνα, Μεταίχμιο, σ. 316 60 Blackledge, D, Hunt, B. (1994), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Αθήνα, Μεταίχμιο, σ. 316 61 Blackledge, D, Hunt, B. (1994), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Αθήνα, Μεταίχμιο, σ. 317 13

που συνδέονται με μια θέση. Όλοι μας ανήκουμε σε ένα σύστημα ρόλων τα μέλη του οποίου έχουν προσδοκίες από εμάς, όπως και εμείς από τους άλλους. Οι προσδοκίες αυτές μας παρέχουν ένα γενικό σύστημα κανόνων βάσει του οποίου λειτουργούμε» 62. 2.1.3.4. Ervin Goffman Ως προς την έννοια του «εαυτού» ο Goffman κινείται στο ίδιο πλαίσιο με τους προηγούμενους. Για αυτόν «η έννοια του εαυτού δεν προϋπάρχει του ατόμου. Δεν υπάρχει ένας πρότερος εαυτός που περιμένει να ενεργοποιηθεί και να εκφραστεί στις κοινωνικές περιστάσεις. Ο εαυτός διαμορφώνεται και επικυρώνεται σε συνθήκες δημόσιας ερμηνείας ενός ρόλου» 63. Σημαντικός παράγοντας στις κοινωνικές συναντήσεις αποτελεί η αντίληψη των ανθρώπων, το νόημα που προσδίδουμε στα αντικείμενα που υπάρχουν στο περιβάλλον μας. Τα περισσότερα από αυτά τα νοήματα είναι προγενέστερες ερμηνείες οι οποίες χρησιμοποιούνται για να κατηγοριοποιήσουμε τους άλλους. Πρόκειται για αυτό που ο Schutz έχει αποκαλέσει ως «ερμηνευτικά σχήματα» 64. Σύμφωνα με τον Goffman η κοινωνία επινοεί κατηγορίες, κανονιστικά πρότυπα, κατατάσσοντας τα άτομα στις κατηγορίες αυτές και αποδίδοντας συγκεκριμένες σημασίες σε ένα συγκεκριμένο φάσμα γνωρισμάτων της ταυτότητας, καθορίζοντας κάποια ως φυσιολογικά και συνηθισμένα και κάποια άλλα ως αφύσικα και απαξιωτικά 65. «Πρόκειται για διαμορφωμένους τρόπους με τους οποίους οργανώνουμε τις εντυπώσεις μας ή δίνουμε σημασία σε ορισμένες πλευρές αυτού που βλέπουμε, ενώ αγνοούμε άλλους» 66. Όταν ένα άτομο παρουσιαστεί μπροστά μας, μπορεί να παρουσιάσει χαρακτηριστικά, που να τον κάνουν διαφορετικό από άλλα άτομα στην κατηγορία που η κοινωνία έχει τοποθετήσει αυτό το άτομο. Χαρακτηριστικά που τον κάνουν λιγότερο επιθυμητό από τους άλλους. Το άτομο αυτό μπορεί να παρεκκλίνει κοινωνικά για το λόγο ότι διαφοροποιείται από τα κυρίαρχα κανονιστικά πρότυπα περί ταυτότητας και ανατρέπει τις προσδοκίες των υπόλοιπων μετεχόντων στην κοινωνική αλληλεπίδραση ως προς τα γνωρίσματα που θα έπρεπε να κατέχει 67. Με τον τρόπο αυτό υποβιβάζεται στο νου μας από ολοκληρωμένο και συνηθισμένο άτομο σε ασυνήθιστο και ανυπόληπτο. Ένα τέτοιο γνώρισμα αποτελεί στίγμα ιδιαίτερα όταν οι επιπτώσεις του είναι εκτεταμένες 68. Κατά αυτόν τον τρόπο η κοινωνική συνάντηση αποτελεί μια συναλλαγή τους όρους της οποίας έχουν καθορίσει οι φυσιολογικοί, αυτοί που είναι σύμφωνα με τα κανονιστικά πρότυπα της κοινωνίας, ενώ οι στιγματισμένοι, αυτοί δηλαδή που αποκλίνουν από αυτά τα πρότυπα, καλούνται να ακολουθήσουν και να τους αποδεχτούν. Αυτό το σύνολο των χαρακτηριστικών πολλές φορές αποτελεί στερεότυπο επειδή τα χαρακτηριστικά αυτά θεωρούνται κοινά για όλα τα μέλη μιας ομάδας. Τα στερεότυπα αυτά «μπορεί να μας είναι χρήσιμα γιατί μας βοηθούν 62 Blackledge, D, Hunt, B. (1994), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Αθήνα, Μεταίχμιο, σ. 320 63 Goffman, E. (2001), Στίγμα Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 21 64 Blackledge, D, Hunt, B. (1994), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Αθήνα, Μεταίχμιο, σ. 319 65 Goffman, E. (2001), Στίγμα Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 16 66 Blackledge, D, Hunt, B. (1994), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Αθήνα, Μεταίχμιο, σ. 319 67 Goffman, E. (2001), Στίγμα Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 16 68 Goffman, E. (2001), Στίγμα Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 65 14

να καταλάβουμε εκ των προτέρων πώς να αντιδράσουμε απέναντι στους άλλους, αλλά υπάρχει κίνδυνος να μας οδηγήσουν στη διαμόρφωση εσφαλμένης αντίληψης για αυτούς» 69. Ο Goffman στη μελέτη του για το Στίγμα, εστιάζει το ενδιαφέρον του στην αλληλεπίδραση πρόσωπο με πρόσωπο στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής. Αναφέρεται στον εαυτό και στην ιδιότητα του δρώντος υποκειμένου να χειρίζεται προς όφελός του τις πληροφορίες που αφήνει να διαρρεύσουν για τον εαυτό του καθώς και στις τεχνικές στις οποίες επιδίδεται προκειμένου να χειριστεί αρνητικές για τον εαυτό του πληροφορίες. Καθορίζει το στίγμα ως απαξιωτικό χαρακτηριστικό 70 προσδιορίζοντας την αντίφαση μεταξύ του «δυνητικού» και του «πραγματικού» δηλαδή ανάμεσα σε εκείνα που οι άλλοι περιμένουν από μας και σε αυτά που οι ίδιοι επιθυμούμε πραγματικά να κάνουμε 71. Αυτή η αντίφαση οδηγεί συχνά σε εντάσεις, που είτε επιλύονται με την υποχώρηση της επιθυμίας του ατόμου για το πραγματικό και το χειρισμό των εντυπώσεων, είτε δε διευθετούνται και οδηγούν σε διαταραχές με τους άλλους. Τοποθετεί την έρευνα της κοινωνικής προκατάληψης όχι στα άτομα τα οποία κατέχονται από αυτή τη στάση αλλά ερευνά την κατάσταση εκείνων των ατόμων στα οποία απευθύνεται η κοινωνική προκατάληψη. Πιο συγκεκριμένα ασχολείται με τις αντιδράσεις αυτών των ατόμων στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που τους δημιουργεί το κοινωνικό τους περιβάλλον, προβλήματα που προέρχονται από κάποιο χαρακτηριστικό της ταυτότητάς τους. Η ιδιότητα αυτών των ατόμων να χειρίζονται προς όφελός τους, επινοώντας τεχνάσματα, τόσο τις κοινωνικές περιστάσεις όσο και τις εντυπώσεις που οι άλλοι συμμετέχοντες διαμορφώνουν για το άτομό τους, φέρνει στο προσκήνιο τον ενεργητικό ρόλο του υποκειμένου και τη δυνατότητά του να επεμβαίνει στους υπάρχοντες κοινωνικούς περιορισμούς 72. 2.1.4. Συναφείς Έννοιες με την έννοια του στίγματος Τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις είναι δύο έννοιες που συνδέονται στενά με την κατανόηση του στίγματος. Τα στερεότυπα ορίζονται ως αρνητικές κυρίως κοινωνικές γνωστικές δομές που προκαθορίζουν τη συμπεριφορά μας. Οι προκαταλήψεις είναι οι γνωσιακές και συναισθηματικές αντιδράσεις που αναπτύσσονται όταν ένα άτομο ή μια ομάδα ενστερνίζεται τα αρνητικά στερεότυπα. Οι προκαταλήψεις είναι καταστάσεις που αποκαλύπτουν την ετοιµότητα του ανθρώπου να ενεργήσει αρνητικά απέναντι στο αντικείµενο της προκατάληψης, χωρίς να εξετάσει αν µια τέτοια συµπεριφορά είναι δικαιολογηµένη. Η συμπεριφορική αντίδραση που ακολουθεί την προκατάληψη είναι η διάκριση. Οι διακρίσεις κάνουν πιο δύσκολη την προσπάθεια των στιγματισμένων ατόμων να επανακτήσουν την κοινωνική λειτουργικότητά τους και να ενταχθούν στην κοινωνία. Οι διακρίσεις είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που ξεκινάει όταν κάποιος χαρακτηρίζεται ως διαφορετικός. Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν διεξοδικότερα οι προαναφερθέντες αυτές έννοιες. 69 Blackledge, D, Hunt, B. (1994), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Αθήνα, Μεταίχμιο, σ. 320 70 Goffman, E. (2001), Στίγμα Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 65 71 Goffman, E. (2001), Στίγμα Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 64 72 Goffman, E. (2001), Στίγμα Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 22 15

2.1.4.1. Προκατάληψη Η προκατάληψη είναι μια περίπλοκη έννοια που υπάρχει από τη συγκρότηση των πρώτων κοινωνιών των ανθρώπων. Πρόκειται για μια γνώμη ή μια άποψη η οποία έχει σχηματιστεί σαν αποτέλεσμα έλλειψης πληροφόρησης ή μειωμένης αντίληψης. Προκαταλήψεις είναι για παράδειγμα διάφορες πεποιθήσεις που έχει ο άνθρωπος, όχι μέσα από τη γνώση, αλλά από διάφορες κατά καιρούς δεισιδαιμονίες, δοξασίες, θρησκοληψίες, πεποιθήσεις, ρατσισμούς, εθνικισμούς. Μια κλασική πηγή προκαταλήψεων είναι η αντιμετώπιση ατόμων ως αντιπροσωπευτικών δειγμάτων των εθνικών τους ομάδων. Για παράδειγμα, οι κάτοικοι μιας χώρας μπορούν να υποθέσουν, λαμβάνοντας υπόψιν τους οικονομικούς μετανάστες από κάποια άλλη χώρα, ότι όλοι οι κάτοικοι της χώρας αυτής είναι σχετικά φτωχοί ή με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Αυτό βέβαια είναι λάθος, μια και οι μετανάστες αυτοί δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της χώρας τους. Έχουν επιλέξει να μεταναστεύσουν ακριβώς επειδή δεν έχουν καλό οικονομικό ή εκπαιδευτικό επίπεδο. Σύμφωνα με τους κοινωνικούς ψυχολόγους και τους κοινωνιολόγους έχει πρωταρχική σημασία για την κατανόηση των σχέσεων και των αντιπαραθέσεων μεταξύ των ομάδων. Αναφέρεται «σε γνώμες ή στάσεις που έχουν τα μέλη μιας κυρίαρχης πολιτιστικά ομάδας απέναντι σε κάποια άλλη ομάδα. Οι γνώμες και οι στάσεις αυτές έχουν σχηματιστεί εκ των προτέρων και βασίζονται κυρίως σε εικασίες και φήμες παρά σε αποδείξεις και δεν μεταβάλλονται εύκολα ακόμα και αν έρθουν αντιμέτωπες με άλλες πληροφορίες. Οι προκατειλημμένες ομάδες μπορεί να έχουν είτε ευνοϊκές είτε αρνητικές προκαταλήψεις απέναντι στις άλλες ομάδες» 73. Όπως αναφέρει ο Duckitt ένας μεγάλος αριθμός ορισμών για την προκατάληψη έχει προταθεί. Σύμφωνα με τον Milner οι προκατειλημμένες στάσεις είναι αδικαιολόγητες, άδικες ή μη ανεκτικές ιδιοσυγκρασίες εναντίων άλλων ομάδων. Συχνά συνδέονται με στερεότυπα και αποτελούνται από υποτιθέμενα χαρακτηριστικά που αποδίδει μια κυρίαρχη ομάδα προς τα μέλη μιας πολιτιστικά διαφοροποιημένης ομάδας. Οι Simpson και Yinger αναφέρονται σε μια συναισθηματική, αδιάλλακτη στάση, μια προδιάθεση να ανταποκρίνεται κάποιος με ένα συγκεκριμένο ερέθισμα κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο απέναντι σε μια ομάδα ανθρώπων. Ο Allport προσδιορίζει την προκατάληψη σαν τον τρόπο του να σκέφτεται κάποιος αρρωστημένα για άλλους χωρίς επαρκή δικαιολογία. Σύμφωνα με τον Klineberg η προκατάληψη είναι μια αστήρικτη προδικασία ενός ατόμου ή μιας ομάδας, ευνοϊκή ή δυσμενής στο χαρακτήρα, τείνοντας προς μια πράξη κατά μια σύμφωνη κατεύθυνση. Κατά τους Ackerman και Jahoda πρόκειται για ένα δείγμα εχθρότητας στις διαπροσωπικές σχέσεις το οποίο κατευθύνεται εναντίον ενός ατόμου ή μιας ολόκληρης ομάδας και ικανοποιεί μια συγκεκριμένη αδικαιολόγητη λειτουργία. Σύμφωνα με τον Rose είναι μια σειρά από στάσεις που προκαλούν υποστηρίζουν ή δικαιολογούν τις διακρίσεις 74. Ο Harding και οι συνεργάτες του ορίζουν την προκατάληψη ως μια διαδικασία που οφείλεται είτε σε μια αποτυχία της λογικής με το να είναι υπεργενικευμένη, άκαμπτη και στηριγμένη σε ανεπαρκείς αποδείξεις, είτε σε μια αποτυχία της δικαιοσύνης επειδή δεν μπορεί να μεταχειρίζεται ισότιμα όλα τα μέλη της κοινωνίας είτε σε μια αποτυχία της ανθρώπινης καλοκαρδίας με το να αρνείται τη 73 Giddens, A. (2002), Κοινωνιολογία, Αθήνα: Gutenberg, σ. 301 74 Duckitt, J. H. (1992), The social psychology of prejudice, New York, Praeger Publishers, σ. 10 16

βασική ανθρωπιά των άλλων, στη στάση μιας ομάδας απέναντι στα μέλη μιας άλλης εθνοτικής ομάδας 75 Σύμφωνα με τους Dovidio, Brigham, Johnson & Gaertner «η προκατάληψη είναι μια αντιπάθεια που βασίζεται σε μια λανθασμένη και παγιωμένη γενικότητα. Την αντιπάθεια αυτή μπορεί να τη νιώθει κάποιος ή ακόμα και να την εκφράζει απέναντι σε μια ομάδα ή σε ένα άτομο το οποίο ανήκει σε κάποια διαφορετική ομάδα. Μια άμεση αρνητική συμπεριφορά μιας κυρίαρχης πολιτιστικά ομάδας που διακατέχει κάθε άτομο αυτής της ομάδας. Μια αρνητική συμπεριφορά που κάθε παρατηρητής την αναγνωρίζει σαν αδικαιολόγητη» 76. Οι Baron και Byrne ορίζουν την προκατάληψη «ως μια στάση, συνήθως αρνητική, προς τα μέλη μιας ομάδας, η οποία βασίζεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ανήκουν στη συγκεκριμένη ομάδα» 77. Όταν η προκατάληψη ξεπερνά τα πλαίσια της γνώμης και περνά σε τρόπους συμπεριφοράς και πρακτικές, τότε μιλάμε για δυσμενή διακριτική μεταχείριση. Ο διαχωρισμός αυτός γίνεται γιατί αν και η προκατάληψη αποτελεί τη βάση της δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης, μπορούν αυτές οι δύο καταστάσεις να υφίστανται ξεχωριστά η μία από την άλλη. Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν προκατειλημμένες απόψεις για κάποιους άλλους ανθρώπους, χωρίς να τις μετατρέπουν όμως σε πράξη. Η δυσμενής διακριτική μεταχείριση αναφέρεται στην πραγματική συμπεριφορά απέναντι σε κάποια άλλη ομάδα. Την παρατηρούμε στις δραστηριότητες εκείνες που αποκλείουν τα μέλη μιας ομάδας από τις ευκαιρίες που απολαμβάνουν άλλες 78. Πρόκειται για στάσεις απέχθειας και έμπρακτης εχθρότητας απέναντι σε κάποια άλλη κοινωνική ομάδα, συνήθως εθνοτική 79. Οι εχθρικές συμπεριφορές απευθύνονται συχνά σε άτομα και μέλη εθνοτικών ομάδων που δεν ανήκουν στο σύνολο και κατά συνέπεια κατέχουν τα απαράδεκτα χαρακτηριστικά τα οποία έχουν αποδοθεί από το ίδιο το σύνολο. Από τις σπουδαιότερες αιτίες δημιουργίας της προκατάληψης θεωρείται η σύγκρουση, η πάλη μεταξύ των διαφορετικών ομάδων στην κοινωνία της ετερότητας, που προκαλείται από την ανάγκη για ιδιοκτησία, για δύναμη και εξουσία, για επιβεβαίωση της ταυτότητας της κυρίαρχης ομάδας. Η κυρίαρχη ομάδα κατευθύνει και φροντίζει τα δικά της συμφέροντα σε βάρος των μειονοτήτων. Η μειονοτική ομάδα, το θύμα του αποδιοπομπισμού 80, είναι συνήθως αδύναμη, αβοήθητη και κατηγορούμενη. Στην ενίσχυση και στην έξαρση των προκαταλήψεων συντελεί ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των ομάδων και των μελών τους. Ο ανταγωνισμός έχει τη μορφή κατάκτησης μιας θέσης στα μεσαία και ανώτερα στρώματα ενώ σε περιόδους κυρίως οικονομικής κρίσης τη μορφή διατήρησης του κεκτημένου status 81. Σε περίπτωση που η ξένη ομάδα πάρει τη θέση από τα άτομα που ανήκουν σε ένα υψηλότερο status αμέσως χαρακτηρίζεται ως ο αποδιοπομπαίος τράγος των αρνητικών καταστάσεων που παρουσιάζονται. Επομένως, η ξένη ομάδα θεωρείται ως κατώτερη από την κυρίαρχη ομάδα και δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε τέτοιου 75 Μίτιλης, Α., (1998), Οι μειονότητες μέσα στη σχολική τάξη Μια σχέση αλληλεπίδρασης, Αθήνα, Οδυσσέας, σ. 60 76 Macrae, Neil C., Stangor, C & Hewstone, M., (1996), Stereotypes and Stereotyping, New York, The Guilford Press, σ. 278 77 Smith, P & Bond, M, Διαπολιτισμική Κοινωνική Ψυχολογία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 317 78 Giddens, A. (2002), Κοινωνιολογία, Αθήνα: Gutenberg, σ. 302 79 Abercrombie, N., Hill, S, Turner, B. (1992), Λεξικό κοινωνιολογίας, Αθήνα: Πατάκης, σ.305 80 Giddens, A. (2002), Κοινωνιολογία, Αθήνα: Gutenberg, σ. 302 81 Γκότοβος, Α. (1996), Ρατσισμός, Κοινωνικές,Ψυχολογικές και παιδαγωγικές όψεις μιας ιδεολογίας και μιας πρακτικής, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γενική Γραμματεία Λαϊκής Επιμόρφωσης, Αθήνα, σ.σ. 60-61. 17

είδους διεκδικήσεις. Οι σχέσεις που διαμορφώνονται στα πλαίσια των κοινωνιών είναι καθαρά εξουσιαστικές και αντικατοπτρίζονται στη χρήση της γλώσσας και στη διαδικασία προσδιορισμού των ομάδων σε κατώτερους ή αποκλίνοντες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες εμφανίζονται τάσεις αποκλεισμού και δημιουργία προκαταλήψεων εις βάρος των μεταναστευτικών και μειονοτικών ομάδων, που εφόσον έχουν επιτύχει βελτίωση της θέσης τους οδηγούμαστε στον πολιτιστικό διαχωρισμό τους 82. 2.1.4.2. Στερεότυπα Τα στερεότυπα είναι μια έννοια στενά συνδεδεμένη με αυτή της προκατάληψης. Αποτελούν τον κινητήριο μοχλό των προκαταλήψεων. Τα στερεότυπα ορίζονται ως γνωστικές διαδικασίες, τυπικές εικόνες, προκατασκευασμένες εικόνες και ιδέες, που εμποδίζουν τον άνθρωπο να δει την πραγματικότητα και να αξιολογήσει αντικειμενικά πράγματα και καταστάσεις, που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό δομούνται ανάλογα με την προσωπική αντίληψη του καθενός, όταν σκέφτεται για κάποια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα 83. Ο όρος στερεότυπο χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις ιδέες και τις εικόνες που υπάρχουν μέσα στη σκέψη μας και παρεμποδίζουν τη λειτουργία της κρίσης για το λόγο ότι υπάρχει ήδη από πριν μια διαμορφωμένη κρίση 84. Με τον όρο στερεότυπα εννοούμε ένα «σύνολο αρνητικών κυρίως γνωρισμάτων που αποδίδονται με τρόπο γενικό και αμερόληπτο στα μέλη μιας κατηγορίας προσώπων» 85. Πρόκειται για προκατασκευασμένα σχήματα αντίληψης ή σκέψης, προκαλώντας απλοποιήσεις, γενικεύσεις και διαστρεβλώσεις για την πραγματικότητα 86. Θεωρούνται γενικευμένες εικόνες γύρω από άτομα οι ομάδες, έχουν την τάση να διαφοροποιούν τις ομάδες αυτές, συχνά διαστρεβλώνοντας τα χαρακτηριστικά τους, είτε υπογραμμίζοντας υπερβολικά τις διαφορές τους, είτε παραβλέποντας τις ομοιότητές τους. Είναι δυνατό να έχουν μαθευτεί από άλλους ή από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και μπορεί να είναι θετικά, αρνητικά ή ουδέτερα. Χαρακτηριστικό των στερεότυπων είναι ότι αποκρυσταλλώνονται γύρω από ορισμένες λέξεις, οι οποίες περιγράφουν μικρές ή μεγάλες κατηγορίες, όπως ράτσα, έθνη, κοινωνικές τάξεις. Τα στερεότυπα δε συνοδεύονται από αναλυτικές αιτιολογήσεις, αλλά αποτελούνται από επιθετικούς προσδιορισμούς και τυποποιημένες φράσεις, κατά βάση αρνητικές, σε άμεση σχέση με μια λέξη χαρακτηρισμού και οι οποίες αφορούν το σύνολο των μελών που ανήκουν στη συγκεκριμένη ομάδα. Τέτοιου είδους στερεοτυπικές εκφράσεις, μπορεί να αναφέρονται: α) σε ολόκληρους λαούς, β) σε κατηγορίες ατόμων που κατηγοριοποιούνται με βάση το φύλο, 82 Γκότοβος, Α. (1996), Ρατσισμός, Κοινωνικές,Ψυχολογικές και παιδαγωγικές όψεις μιας ιδεολογίας και μιας πρακτικής, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γενική Γραμματεία Λαϊκής Επιμόρφωσης, Αθήνα, σ.93. 83 Dovidio, J., Brigham, J., Johnson, B, Gaertner, S., Stereotyping, Prejudice and Discrimination: Another look. Στο: Macrae Neil, C., Stangor, C & Hewstone, M., (επιμ), (1996), Stereotypes and Stereotyping, New York: The Guilford Press, σ. 279 84 Παπάς, Α. (1998), Διαπολιτισμική παιδαγωγική και διδακτική, Τόμος Α, Αθήνα, σ. 26 85 Τσαούσης, Δ. (1989), Χρηστικό λεξικό κοινωνιολογίας, Αθήνα: Gutenberg, σ. 244 86 Βασιλείου, Θ, Σταματάκης, Ν. (1992), Λεξικό επιστημών του ανθρώπου, Αθήνα: Gutenberg, σ. 350 18

γ) σε κατηγορίες ατόμων που κατηγοριοποιούνται με βάση τη φυλή, το χρώμα, την κοινωνική τάξη, το θρήσκευμα. 87 Τα λεκτικά στερεότυπα είναι επίσης γενικευτικά και αφομοιωτικά. Γενικευτικά είναι ως προς την έκταση αφού αποδίδουν τα ίδια γνωρίσματα σε όλα τα αντικείμενα στα οποία αναφέρονται και τα χαρακτηρίζουν με την ίδια τη λέξη. Αφομοιωτικά είναι επειδή σχηματοποιείται, συγκρατείται, αφομοιώνεται και εσωτερικεύεται εύκολα 88. Τα στερεότυπα δεν καθορίζονται ως λανθασμένα, παράλογα και αυστηρά. Αντίθετα φαίνονται να προκύπτουν από λογικές και προσαρμοσμένες μεθόδους γνωστικής ικανότητας. Δεν περιορίζονται μόνο στις περιγραφές των γνωρισμάτων μιας προσωπικότητας, αλλά μπορούν να περιλαμβάνουν άλλα προσωπικά γνωρίσματα σωματικά, συναισθηματικά, συμπεριφοράς που μπορούν να φανούν ως χαρακτηριστικά της ομάδας 89. 2.1.4.3. Διάκριση Ο όρος διάκριση αναφέρεται σε συμπεριφορές, πρακτικές και μεταχειρίσεις, ευνοϊκές ή δυσμενείς, που απορρέουν από τις διαφορές μεταξύ των ατόμων σε σχέση με την εθνική τους καταγωγή, την ηλικία, το γένος, τη θρησκεία, τις σωματικές ικανότητες, την κοινωνική και οικονομική τους θέση, τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, τη συμπεριφορά, τις πολιτισμικές αξίες. Οι διακρίσεις ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες. Τις άμεσες και τις έμμεσες διακρίσεις. Άμεση διάκριση υπάρχει όταν ένα πρόσωπο υφίσταται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από ένα άλλο πρόσωπο, λόγω κάποιου χαρακτηριστικού από τα προαναφερόμενα. Συνήθως οι διακρίσεις είναι πιο ανεπαίσθητες στην πραγματικότητα. Για το λόγο αυτό ονομάζονται έμμεσες διακρίσεις. Έμμεση διάκριση υπάρχει όταν μια ουδέτερη συμπεριφορά ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση προσώπων λόγω της εθνικής τους καταγωγής, της θρησκείας ή των πεποιθήσεων που έχουν, λόγω κάποιας σωματικής ή νοητικής αδυναμίας 90. 2.1.4.4. Διαφορετικότητα Η διαφορετικότητα είναι ένας όρος που συναντάται και με τους όρους ποικιλότητα, ποικιλομορφία, ιδιαιτερότητα. Είναι ο όρος που αποδίδει τις διαφορές μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ομάδων. «Τα περισσότερα εθνικά κράτη και κοινωνίες σε όλο τον κόσμο χαρακτηρίζονται από πολιτισμική, εθνική, γλωσσική και θρησκευτική ποικιλότητα» 91. Επίσης σαν διαφορετικότητα νοούνται οι διαφορές που υπάρχουν μέσα σε μία ομάδα. Πιο συγκεκριμένα, σε μια εθνική ομάδα, η οποία έχει ένα κοινό πολιτισμό και κοινές αξίες, μια αίσθηση ταυτότητας και μια κοινή ιστορία, στο εσωτερικό της υπάρχουν τρομερές διαφορές. Οι διαφορές αυτές απορρέουν από παράγοντες, όπως η περιοχή που κατοικούν τα άτομα που αποτελούν την ομάδα, η κοινωνική τάξη, η ηλικία, το φύλο, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι πολιτικές πεποιθήσεις. Στον ελληνικό χώρο σαν πολιτισμική ιδιαιτερότητα 87 Βλαχόπουλος Στ., Γεωργούλας Α., Ιντζεσιλόγλου Ν., Κάλφας Αντ., Μπρίκα Ε. (1998). Στερεότυπα- Προκαταλήψεις. Στην Κοινωνιολογία Γ Λυκείου, Αθήνα, Υ.Π.Ε.Π.Θ., Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, σ.σ. 218-219. 88 Παπάς, Α. (1998), Διαπολιτισμική παιδαγωγική και διδακτική, Τόμος Α, Αθήνα, σ.σ. 27-28 89 Duckitt, J. H. (1992), The social psychology of prejudice, New York: Praeger Publishers, σ. 8 90 http://www.stop-discrimination.info/2287.0.html 91 Banks, J. (2004), Εισαγωγή στην Πολυπολιτισμική Εκπαίδευση, Αθήνα: Παπαζήση, σ.135 19

θεωρείται «η απόκλιση από τον εθνικό μέσο όρο ή ορθότερα από τον κυρίαρχο ελληνικό πολιτισμό» 92. 2.1.5. Η σχέση του κοινωνικού στίγματος με τις συναφείς έννοιες Έπειτα από την παρουσίαση των συναφών εννοιών με το κοινωνικό στίγμα ας επιχειρήσουμε να δούμε τη σχέση που έχουν αυτές οι έννοιες μεταξύ τους. Για μερικούς στόχους των στερεοτύπων, η προκατάληψη και η διάκριση φαίνονται πάντα να είναι παρούσες. Είναι δεδομένη «η διεισδυτικότητα των στερεοτύπων στην κοινωνία, και από την πλευρά των ομάδων που λαμβάνουν τα στερεότυπα και από την πλευρά των ανθρώπων που επικυρώνουν τα στερεότυπα για αυτές τις ομάδες» 93. Η έρευνα για την προκατάληψη, τα στερεότυπα και τη διάκριση έχει εξετάσει το περιεχόμενο των στερεότυπων για πολλές διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, οι οποίες στην ουσία είναι οι ίδιες με αυτές που κατέχουν κάποιο στιγματιστικό χαρακτηριστικό ή ιδιότητα, καθώς και τα αποτελέσματα αυτών των στερεότυπων στη συμπεριφορά των άλλων προς τα μέλη εκείνων των ομάδων. Τα στοιχεία έχουν δείξει ότι πολλές κοινωνικές ομάδες ή κατηγορίες ανθρώπων στιγματίζονται στην κοινωνία μας. Οι άνθρωποι κρατούν αρνητικά στερεότυπα για διαφορετικές ομάδες όπως τους Μαύρους 94, τις γυναίκες 95 τα μη ελκυστικά πρόσωπα 96, τα άτομα με ειδικές ανάγκες 97, τους παχύσαρκους 98, τους διανοητικά καθυστερημένους 99, τους ομοφυλόφιλους 100, τους διανοητικά ασθενείς 101. Οι στόχοι των στερεότυπων αναγνωρίζουν ότι η στιγματιστική ιδιότητα τους ως μέλη κάποιας παρεκκλίνουσας ομάδας διαδραματίζει έναν ρόλο στο πώς οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν μαζί τους. Τα άτομα αυτά, οι στόχοι δηλαδή των στερεότυπων, αντιλαμβάνονται ή καλύτερα συνειδητοποιούν την προκατάληψη που έχουν οι άλλοι απέναντι στην ιδιότητα που κατέχουν. Έρευνες έχουν καταδείξει αυτήν τη συνείδηση σε 92 Μπίκος, Κ, Τσιούμης, Κ & Γρηγοριάδης Θ. (2002), Πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και κοινωνικές σχέσεις παιδιών προσχολικής ηλικίας, Στο: Κούρτη, Ε. (επιμ), Η έρευνα στην προσχολική εκπαίδευση, Ψυχολογικές και κοινωνικές προσεγγίσεις, τομ. Β, Πρακτικά Πανελλήνιου Επιστημονικού Συνεδρίου Π.Τ.Ν. Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο, Οκτώβρης 1999, Αθήνα: Τυπωθήτω Δάρδανος 93 Crocker, J., Major. B. (1989), Social Stigma and Self Esteem: The Self Protective Properties of Stigma, Psychological Review Vol. 96, Issue 4, σ.σ. 608-630. 94 Karlins, M., Coffman, T. L., & Walters, G. (1969). On the fading of social stereotypes: Studies in three generations of college students. Journal of Personality and Social Psychology, 13, σ.σ. 1 16. 95 Howard, J. (1984), The "Normal" Victim: The Effects of Gender Stereotypes on Reactions to Victims, Social Psychology Quarterly, Vol. 47, No. 3. (Sep., 1984), σ.σ. 270-281. 96 Dion, K. K., & Berscheid, E. (1974). Physical attractiveness and peer perception among children. Sociometry, 37, σ.σ. 1 12. 97 Farina, A., Sherman, M., & Allen, J. G. (1968). The role of physical abnormalities in interpersonal perception and behavior. Journal of Abnormal Psychology, 73, σ.σ. 590 593. 98 Maddox, G. L., & Liederman, V. R. (1969). Overweight as a social disability with medical implications. Journal of Medical Education, 44, σ.σ. 214 220. 99 Gottlieb, J. (1975). Attitudes toward retarded children: Effect of labeling and behavioral aggressiveness. Journal of Educational Psychology, 67, σ.σ. 581 585. 100 De Boer, C. (1978), The Polls: Attitudes Toward Homosexuality, The Public Opinion Quarterly, Vol. 42, No. 2., σ.σ. 265-276. 101 Ellsworth, R. B. (1965). A behavioral study of staff attitudes toward mental illness. Journal of Abnormal Psychology, 70, σ.σ. 194 200. 20