ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ «ΜΟΝΤΕΛΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ» ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ που εκπονήθηκε για τη χορήγηση Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην κατεύθυνση «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (Τ.Π.Ε)» από τον Χρήστο Δημητρίου (Α.Μ. 426Μ/2005020) ΘΕΜΑ: «Η επίδραση του σχολικού κτιριακού χώρου στην ανάπτυξη επικοινωνίας μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών» ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Εμμανουήλ Κόνσολας Λέκτορας ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ Επιβλέπων Αναστάσιος Κοντάκος Καθηγητής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ Μέλος συμβουλευτικής Επιτροπής Παναγιώτης Σταμάτης Διδάσκων 407/80 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ Μέλος συμβουλευτικής Επιτροπής ΡΟΔΟΣ, 2007
Η έγκριση της παρούσης Μεταπτυχιακής Διπλωματικής Εργασίας από το Τμήμα Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Αιγαίου δεν υποδηλώνει αποδοχή των απόψεων της/του συγγραφέως.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Καμιά έρευνα και ειδικότερα στον τομέα της εκπαίδευσης με τις ιδιαίτερες ευαισθησίες του, όσο «μεγάλη» ή «μικρή» κι αν είναι, δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί χωρίς την αρωγή και τη βοήθεια τρίτων. Νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω τον Διευθυντή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του νομού Μαγνησίας κ. Κωνσταντίνο Ζίκο, τον Προϊστάμενο του 2 ου Γραφείου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης νομού Μαγνησίας κ. Γιάννη Αθανασούλη, καθώς και τους Διευθυντές και τους συναδέλφους εκπαιδευτικούς του Πεπαρήθειου Δημοτικού Σχολείου Σκοπέλου και του 4 ου Δημοτικού Σχολείου Νέας Ιωνίας για όλες τις διευκολύνσεις και τη συνεργασία που παρείχαν ώστε να υλοποιηθεί η παρούσα εργασία. Ξεχωριστές ευχαριστίες θα ήθελα να απευθύνω στα παιδιά των σχολείων αυτών που χωρίς κανένα δισταγμό δέχτηκαν να υποβληθούν στη βάσανο της παρατήρησης, καθώς και στους γονείς τους που όλοι τους έδωσαν πρόθυμα τη συγκατάθεσή τους για τη διεξαγωγή της έρευνας. Τέλος, ιδιαίτερες ευχαριστίες θέλω να απευθύνω στα μέλη της τριμελούς επιτροπής, κ. Κόνσολα Εμμανουήλ (επιβλέποντα), καθηγητή κ. Κοντάκο Αναστάσιο και το μέλος κ. Σταμάτη Παναγιώτη που, κάνοντας πράξη τη διδασκαλία τους, στάθηκαν αρωγοί, συνοδοιπόροι κι εμψυχωτές σ όλη την πορεία αυτής της διαδικασίας, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία μέρα. 1
2
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Είναι κοινή πεποίθηση πως η εκπαιδευτική διαδικασία είναι κατά βάση επικοινωνιακή διαδικασία και μάλιστα μέσα από σχέσεις αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον παιδαγωγό και τον παιδαγωγούμενο τις οποίες χαρακτηρίζει η συστηματικότητα και η σκοπιμότητα. Λαμβάνουν χώρα, δε, μέσα σε συγκεκριμένο περιβάλλον. Τα τελευταία χρόνια για την Παιδαγωγική επιστήμη το περιβάλλον αποτελεί μια σημαντική παράμετρο με τον υλικό χώρο να είναι πρωτεύον στοιχείο του περιβάλλοντος. Παρότι το σχολείο ως υλικός χώρος είναι ο κατεξοχήν χώρος στον οποίο συντελείται η εκπαιδευτική διαδικασία, ελάχιστα έχει μελετηθεί μέχρι τώρα στο πλαίσιο των επιστημών της αγωγής. Με τις Τεχνολογίες της Πληροφορίας κι Επικοινωνίας να μπαίνουν δυναμικά στην εκπαιδευτική διαδικασία και να καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της, δημιουργούνται νέα δεδομένα: η επικοινωνιακή δραστηριότητα στην εκπαιδευτική διαδικασία αλλάζει αφού τώρα στην αλληλεπίδραση δασκάλου μαθητή ενσωματώνεται ένα νέο υλικό στοιχείο, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, ενώ παράλληλα δημιουργείται η ανάγκη της αλλαγής και του υλικού χώρου με τη δημιουργία στο ελληνικό σχολείο του εργαστηρίου υπολογιστών. Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να περιγράψει το χωρικό προσανατολισμό του εκπαιδευτικού στο σχολικό εργαστήριο υπολογιστών και το είδος της επικοινωνίας που αναπτύσσεται κατά την εκπαιδευτική διαδικασία σ αυτό. Ειδικότερα, επιχειρείται ο εντοπισμός και η καταγραφή τόσο του παιδαγωγικού κλίματος που δημιουργείται μέσα στο χώρο του μαθήματος όσο και των επικοινωνιακών σχέσεων σε διαπροσωπικό επίπεδο κυρίως από την πλευρά της λεκτικής επικοινωνίας. Λέξεις κλειδιά: εργαστήρι υπολογιστών, χωρικές ζώνες, χωρικός προσανατολισμός, παιδαγωγικό κλίμα, επικοινωνιακές σχέσεις, είδος επικοινωνίας. 3
4
ABSTRACT It is commonly believed that the educational process is basically a communicative process focusing on the systematic and intentional level of the interaction between the educator and the student. This interaction occurs within a specific environment. During the last years, the environment, and the physical space being its primary element, is an important parameter for the science of Pedagogy. Despite the fact that the school as a physical space is par excellence the place where the educational process is conducted, it has barely been studied within the framework of the education sciences. The dynamic introduction of Information and Communication Technologies and their great deal of room in the educational process, generate new data: communicative activity in the educational process has been changing, because a new physical element, the computer, is incorporated in the interaction between the educator and the student while at the same time a need for change and physical space is risen with the creation of computer laboratories in Greek schools. This research is trying to describe the educator's movement at the school s computer laboratory and his/hers use of the intimate, personal and social zone as well as the communication level which is developed during the educational process in the laboratory. Specifically, it is attempted to identify and write down the educational climate, whether the communication developed is symmetrical or complementary as well as the communication relations at an interpersonal level, mainly by the verbal communication perspective. Keywords: computer laboratory, intimate zone, personal zone, social zone, educational climate, communication relations / control, communication level. 5
6
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ευχαριστίες 1 Περίληψη 3 Abstract 5 Πίνακας περιεχομένων. 7 1. ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ. 9 1.1 Επικοινωνία.. 9 1.2 Διάρθρωση της επικοινωνίας 11 1.2.1 Είδη επικοινωνίας 11 1.2.2 Μορφές επικοινωνίας.. 11 1.2.3 Κατεύθυνση της επικοινωνίας. 12 1.2.4 Στοιχεία της επικοινωνίας... 12 2. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.. 13 2.1 Κυβερνητική προσέγγιση. 13 2.2 Κοινωνιοψυχολογική και κοινωνική προσέγγιση. 14 2.2.1 Συστημική προσέγγιση 14 2.2.2 Κοινωνιολογική & κοινωνική προσέγγιση. 17 2.3 Ψυχολογική προσέγγιση... 19 2.4 Ανθρωπολογική προσέγγιση. 22 2.5 Γλωσσολογική πραγματολογική προσέγγιση 24 3. Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ 26 3.1 Η διδασκαλία ως επικοινωνιακό γεγονός. 26 3.2 Διαστάσεις της επικοινωνίας στη διδασκαλία.. 27 3.3 Μορφές επικοινωνίας στη διδασκαλία. 28 3.3.1 Μορφές λεκτικής επικοινωνίας.... 30 3.3.2 Μορφές μη λεκτικής επικοινωνίας.. 34 4. ΤΠΕ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ... 36 4.1 Οι ΤΠΕ στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση... 37 4.2 Η μάθηση στο πλαίσιο των ΤΠΕ... 38 5. ΧΩΡΟΣ 42 5.1 Ο χώρος ως φυσικό υπόβαθρο. 42 5.2 Η ανθρωπολογία του χώρου.. 43 5.2.1 Χωρικός προσανατολισμός. 43 5.2.2 Το γειτνιαστικό μοντέλο του Hall... 52 5.3 Χώρος και παιδί.... 54 7
5.4 Έννοια του σχολείου. 55 6. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΘΙΣΜΑΤΩΝ ΚΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. 56 6.1 Η παραδοσιακή διάταξη.. 57 6.2 Η τροποποιημένη παραδοσιακή... 59 6.3 Η διάταξη σε σχήμα «Π».. 60 6.4 Η κυκλική διάταξη 61 6.5 Η διάταξη σε ομάδες. 62 7. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 64 7.1 Σκοπός και στόχοι της έρευνας. 66 7.2 Ερευνητικές υποθέσεις.. 68 7.3 Το δείγμα της έρευνας... 69 7.4 Ο εξοπλισμός του σχολείου. 70 7.5 Η βιντεοσκόπηση.. 71 7.6 Το φύλλο καταγραφής δεδομένων 73 7.7 Η στατιστική ανάλυση.. 77 7.7.1 Χωρικός προσανατολισμός.. 77 7.7.2 Παιδαγωγικό κλίμα.. 78 7.7.3 Επίπεδο επικοινωνίας... 80 7.7.4 Μορφή επικοινωνίας 82 8. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ 83 8.1 Α ερευνητική υπόθεση. 83 8.2 Β ερευνητική υπόθεση.. 84 8.3 Γ ερευνητική υπόθεση.. 85 8.4 Δ ερευνητική υπόθεση.. 86 8.5 Διαπιστώσεις. 86 8.6 Καταληκτικές παρατηρήσεις. 87 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Κατάλογος σχημάτων... 90 Κατάλογος διαγραμμάτων 90 Το φύλλο καταγραφής δεδομένων... 91 Το εγχειρίδιο χρήσης του φύλλου καταγραφής δεδομένων 92 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ελληνική βιβλιογραφία 93 Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία.. 95 Ξενόγλωσση βιβλιογραφία.. 97 8
1. ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 1.1 Επικοινωνία Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες το φαινόμενο της επικοινωνίας αντιμετωπίζεται ανάλογα με το εκάστοτε επιστημολογικό παράδειγμα (Χρυσαφίδης, 2000:14). Στην Κριτική θεωρία η επικοινωνία διερευνάται μέσω της γλώσσας και των επιπέδων κατανόησής της. Από την άλλη, η Ερμηνευτική προσέγγιση της επικοινωνίας αναφέρεται στη σχέση των ατόμων που επικοινωνούν δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στην μετεπικοινωνία κατά την οποία η ίδια η επικοινωνιακή σχέση γίνεται αντικείμενο ανταλλαγής πληροφοριών. Σύμφωνα με το Θετικιστικό παράδειγμα η επικοινωνία αντιμετωπίζεται ως μια διαδικασία ανταλλαγής μηνυμάτων, όπου διερευνάται κυρίως η δόμηση των μηνυμάτων, το πλήθος και ο βαθμός κατανόησής τους (Χρυσαφίδης, ο.π.:15). Από την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας προκύπτει πως ο όρος επικοινωνία εμφανίζει μια εξελικτική πορεία. Σύμφωνα με τον Δημητράκο (1964:2790) τον 4 ο αιώνα μ.χ. συναντάται με την έννοια του «συναλλάσσομαι» ή «έχω εμπορικές σχέσεις». Κατά το Μεσαίωνα ο όρος επικοινωνώ είχε πάρει τις έννοιες «συγκοινωνώ», «συνεισφέρω οικονομικά» ή «έρχομαι σε προσωπική επαφή, μιλώ με κάποιον». Στην αγγλική γλώσσα οι όροι επικοινωνία (communication) και επικοινωνώ (communicate) έχουν την έννοια του «μοιράζεσθαι» κι εμφανίζονται τον 15 ο αι. με εμφανή την επίδραση της λατινικής ρίζας communicare (κοινωνώ = μοιράζομαι, σχετίζομαι. Winkin, 1993:12). Τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αι. στις ΗΠΑ προστίθεται στον όρο και η σημασία της οδικής επικοινωνίας, ενώ γύρω στο 1950, στη Βρετανία, ο όρος περιλαμβάνει και τα μαζικά μέσα επικοινωνίας. Ωστόσο, ενώ αρχικά ο όρος επικοινωνία είχε την έννοια του «μοιράζομαι», κατά την εξέλιξή του κυριάρχησε η έννοια του «μεταδίδω» (ο.π.). Μόλις το 1928 διατυπώθηκε από τον Richards ο πρώτος γενικός ορισμός της επικοινωνίας ως μιας ιδιαίτερης πλευράς της ανθρώπινης δραστηριότητας, ο οποίος έκανε σαφή διαχωρισμό του περιεχομένου των μηνυμάτων και των διαδικασιών μέσω των οποίων εκπέμπονται: «Επικοινωνία υφίσταται μεταξύ δύο προσώπων όταν ο ένας επενεργεί επί του περιβάλλοντός 1 του με τέτοιο τρόπο, ώστε ο άλλος που βρίσκεται 1 Η έννοια περιβάλλον δίνεται τόσο με τη σημασία της ως σύνολο ανθρώπων, όσο και με τη σημασία του φυσικού υλικού περιβάλλοντος. 9
στο ίδιο περιβάλλον να επηρεάζεται, αποκτώντας την εμπειρία που προκαλείται εν μέρει από το ερέθισμα του πρώτου» (Richards, Ι.Α., E.Π.Λ.Μ., τ. 24:45) 2. Σύμφωνα με άλλους ερευνητές η επικοινωνία ως επιστημονικός όρος εμφανίζεται το 1948 με την Κυβερνητική του Nobert Wiener και τη Μαθηματική Θεωρία της Επικοινωνίας του Claude Shannon το 1949 (Winkin, 1993:13). Οι ερευνητές αυτοί στην προσπάθειά τους να ορίσουν την έννοια της επικοινωνίας την περιέγραψαν αρχικά ως «μήνυμα» και αργότερα ως «διαδικασία». Για τον Birdwhistel (1974:34-42), η επικοινωνία, στην πλατιά της έννοια, νοείται ως η ενεργός πλευρά της πολιτιστικής δομής. Ο πολιτισμός, δηλαδή, και η επικοινωνία είναι όροι που αντιπροσωπεύουν δυο μεθόδους ή οπτικές αναπαράστασης των ανθρώπινων σχέσεων. Με τον όρο πολιτισμό η έμφαση δίνεται στη δομή των σχέσεων αυτών, ενώ με τον όρο επικοινωνία η έμφαση δίνεται στη διαδικασία. 3 Από τα παραπάνω συνάγεται πως η επικοινωνία είναι μια αδιάλειπτη κοινωνική διεργασία που ενοποιεί πολλαπλούς τρόπους συμπεριφοράς: το λόγο, τις κινήσεις, το βλέμμα και λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα συγκεκριμένο κάθε φορά περιβάλλον, τόσο ανθρωπολογικό όσο και φυσικό υλικό, από το οποίο εξαρτάται κι επηρεάζεται. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία, ένας συνοπτικός και λειτουργικός ορισμός της επικοινωνίας δίνεται από τον Σταμάτη (2005:21): Η επικοινωνία «αποτελεί ανατροφοδοτούμενη διαδικασία αμοιβαίας μετάδοσης πληροφοριών και συναισθηματικών μηνυμάτων από ένα άτομο προς ένα άλλο, άμεσα ή με τη διαμεσολάβηση ενός μέσου επικοινωνίας, με συγκεκριμένη πρόθεση και σκοπό ως προϋποθέσεις παραγωγής συγκεκριμένου επικοινωνιακού αποτελέσματος». Για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας που σκοπός της είναι να μελετήσει με ποιο τρόπο ο χώρος ως φυσικό περιβάλλον επηρεάζει την ανάπτυξη της επικοινωνίας, θα οριοθετήσουμε πιο «αυστηρά» την έννοια προσθέτοντας και τη διάσταση του χώρου: Η επικοινωνία αποτελεί ανατροφοδοτούμενη διαδικασία αμοιβαίας μετάδοσης πληροφοριών και συναισθηματικών μηνυμάτων από ένα άτομο προς ένα άλλο, άμεσα ή με τη διαμεσολάβηση ενός μέσου επικοινωνίας, με συγκεκριμένη πρόθεση και σκοπό ως προϋποθέσεις παραγωγής συγκεκριμένου επικοινωνιακού αποτελέσματος, μέσα σε ένα συγκεκριμένο φυσικό περιβάλλον. 2 Richards, I.A., Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. Πάπυρος, τ. 24, σ. 45. 3 Ο όρος πολιτισμός δηλώνει το σύνολο των υλικών και πνευματικών δημιουργημάτων του ανθρώπου, καθώς και τον βαθμό ανάπτυξης των υλικών και πνευματικών συνθηκών της κοινωνικής ζωής. 10
1.2 Διάρθρωση της επικοινωνίας 1.2.1 Είδη επικοινωνίας Η επικοινωνία πολλές φορές εμφανίζεται σε διαφορετικά επίπεδα συγκειμένου (contextual levels). Αυτά τα επίπεδα είναι ευρείς επικαλυπτόμενοι χώροι στους οποίους πραγματοποιείται η επικοινωνία (Littlejohn, 1999:11). Έτσι δημιουργούνται διάφορα είδη επικοινωνίας: Διαπροσωπική επικοινωνία. Αναφέρεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ ατόμων. Ενδοπροσωπική επικοινωνία. Η επικοινωνία μέσα στο ίδιο το άτομο. Επικοινωνία ατόμου με ομάδα. Συναντάται στο σχολείο, σε διαλέξεις, κτλ. Επικοινωνία ομάδας με άτομο. Συνηθέστερη μορφή της είναι η συλλογική αντίδραση της ομάδας στα ερεθίσματα που λαμβάνει από τον ομιλητή. Επικοινωνία ομάδας με ομάδα. Επίσης συνηθισμένη στο σχολείο όταν ανατίθενται ομαδικές συνεργατικές δραστηριότητες. Συχνά έχει τη μορφή της λήψης αποφάσεων. Άμεση επικοινωνία. Απαιτεί την ταυτόχρονη παρουσία όλων των επικοινωνούντων. Έμμεση ή διαμεσολαβημένη επικοινωνία. Δεν απαιτεί τη συμπαρουσία των επικοινωνούντων και συνήθως γίνεται με τη χρήση κάποιου μέσου. Επικοινωνία σε επίπεδο οργανισμών. Αναφέρεται στην επικοινωνία ανάμεσα σε επίσημους οργανισμούς ή και σε δίκτυα συστημάτων. Μαζική επικοινωνία. Αναφέρεται στην επικοινωνία με μεγάλες μάζες ατόμων, συνήθως με τη χρήση κάποιου μέσου. 1.2.2 Μορφές επικοινωνίας Πρόκειται για τον (εξωτερικό) τρόπο εκδήλωσης της εκάστοτε επικοινωνιακής πράξης (Πλειός, 2000). Υπάρχουν δύο μορφές επικοινωνίας: Η μη λεκτική επικοινωνία. Είναι η επικοινωνία που διεξάγεται χωρίς τη χρήση του γλωσσικού κώδικα. «Αφορά το περιβάλλον και την εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου, τη διαπροσωπική απόσταση, τον προσανατολισμό στο χώρο, τις κινήσεις των χεριών και των άλλων άκρων, τη στάση και τη θέση του σώματος, την έκφραση του προσώπου, το βλέμμα, την αφή, την οσμή, τη γεύση, τη 11
θερμότητα, καθώς και τα παραγλωσσικά φαινόμενα (φωνητικά συνοδευτικά του λόγου)» (Κοντάκος, Α. & Πολεμικός, Ν.:2000:24). Η λεκτική επικοινωνία. Είναι η επικοινωνία που διεξάγεται με τη χρήση του γλωσσικού κώδικα (λέξεων). Ο Πλειός (ό.π.) χωρίζει τη λεκτική επικοινωνία σε δύο υποκατηγορίες: - Τυπική επίσημη επικοινωνία: Η μορφή αυτή επικοινωνίας αφορά την τυπική πλευρά της λειτουργίας των διαφόρων κοινωνικών θεσμών, οργανισμών, αλλά και επιχειρήσεων. Κινείται στο πλαίσιο των νόμων, των αρχών και των κανονισμών που διέπουν την εν γένει κοινωνική ζωή. - Άτυπη ανεπίσημη επικοινωνία: Η μορφή αυτή επικοινωνίας εντοπίζεται στις ανεπίσημες όψεις των κοινωνικών θεσμών. Εδώ αντιστοιχούν οι διαδόσεις, οι φήμες, οι άγραφοι κανόνες, κτλ. 1.2.3 Κατεύθυνση της επικοινωνίας Κάθετη επικοινωνία: Είναι η αμφίδρομη επικοινωνία που συνδέει άτομα διαφορετικών επιπέδων μιας ιεραρχίας. (Π.χ. στο στρατό κτλ.). Οριζόντια επικοινωνία: Είναι η επικοινωνία μεταξύ ατόμων που βρίσκονται στο ίδιο ιεραρχικό επίπεδο. Διαγώνια επικοινωνία: Είναι η επικοινωνία μεταξύ ατόμων που ανήκουν σε διαφορετικά ιεραρχικά επίπεδα αλλά και σε διαφορετικά τμήματα ή σημεία του εκάστοτε επιπέδου. 1.2.4 Στοιχεία της επικοινωνίας 1. Ο πομπός. Το σημείο από όπου ξεκινά ένα μήνυμα. 2. Ο δέκτης. Το σημείο όπου καταλήγει το μήνυμα. 3. Το μήνυμα. Το σύνολο των κωδικοποιημένων σημείων που μεταδίδεται κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας. 4. Κώδικας. Σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιούμε για να μεταφέρουμε το μήνυμα. Ο κώδικας αποτελείται από ένα σύνολο σημείων και κανόνων με τα οποία μπορεί κανείς είτε να συντάξει, είτε να κατανοήσει ένα μήνυμα. 5. Το κανάλι. Ο δίαυλος ή το μέσο με το οποίο μεταδίδεται το μήνυμα. 6. Η επίδραση. Το αποτέλεσμα ή η αντίδραση που προκαλείται με τη λήψη του μηνύματος. 12
7. Αναφορά. Τα πραγματικά αντικείμενα στα οποία μας ανακαλεί το μήνυμα. 8. Θόρυβος. Ό,τι τροποποιεί τα σύμβολα του κώδικα ή επηρεάζει τη μετάδοση του μηνύματος. «Θορυβώδες» ονομάζουμε ένα σύστημα επικοινωνίας στο οποίο μπορεί να βρει κανείς πολλά λάθη ή εμπόδια. 9. Περισσότητα. Είναι το προβλεπτό ή το συμβατικό σ ένα μήνυμα. 10. Εντροπία. Είναι αντίθετα η χαμηλή προβλεψιμότητα ενός μηνύματος. 2. Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 2.1 Κυβερνητική προσέγγιση της επικοινωνίας Σύμφωνα με την Κυβερνητική, η επικοινωνία αντιμετωπίζεται ως ανταλλαγή πληροφοριών στο εκάστοτε κοινωνικό σύστημα, η οποία γίνεται μέσω λεκτικών μηνυμάτων και μέσω μη λεκτικών συμβόλων με ταυτόχρονη εναλλαγή πομπού (αποστολέα) και δέκτη (παραλήπτη). Κεντρική έννοια της θεωρίας αυτής είναι η ανατροφοδότηση, ενώ οι σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων εκλαμβάνονται ως πολύπλοκες σχέσεις που δεν αναφέρονται μόνο στη συμπεριφορά αλλά και στην αλληλεπίδραση. Σχεδιασματικά μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει πάντα μια πηγή μιας είδησης, ενός μηνύματος, το οποίο ο πομπός, χρησιμοποιώντας το σωστό δίαυλο, είναι σε θέση να το μεταδώσει σ' ένα δέκτη και να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την επικοινωνιακή διαδικασία διατυπώνονται με σαφήνεια από το Lasswell: "Ποιος, λέει τι, με ποιο κανάλι, σε ποιον, με τι αποτέλεσμα (Who says what in which channel to whom with what effect, 1948:37). Σχηματικά, αυτό αποδίδεται μες το παρακάτω σχέδιο: Ποιος Λέει τι Με ποιο κανάλι Σχεδιάγραμμα1: Η φόρμουλα του Lasswell Ανάλυση Σε ποιον Με ποιο αποτέλεσμα Η Φόρμουλα του Lasswell θεωρεί δεδομένο, λίγο ή πολύ, το γεγονός ότι ο πομπός έχει πρόθεση να επηρεάσει το δέκτη κι έτσι η επικοινωνία θα πρέπει να θεωρείται βασικά μια διαδικασία πειθούς. Υποτίθεται, επίσης, ότι τα μηνύματα έχουν πάντα κάποια αποτελέσματα. 13
Ο Braddock (1958) ανακάλυψε ότι υπάρχουν περισσότερες θεωρήσεις προς επεξεργασία από τις πέντε που παρουσιάστηκαν από τον Lasswell. Στη δική του παραλλαγή ο Braddock προσθέτει δύο ακόμα τμήματα της επικοινωνιακής πράξης: συγκεκριμένα τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες στέλνεται ένα μήνυμα και για ποιο σκοπό ο επικοινωνητής (πομπός, αποστολέας) λέει κάτι. Αυτό μπορούμε να το απεικονίσουμε όπως στο παρακάτω σχέδιο: Ποιος Λέει τι Με ποιο μέσο Σε ποιον; Με ποιο αποτέλεσμα; Κάτω από ποιες περιστάσεις; Για ποιο σκοπό; Σχεδιάγραμμα 2: Η επέκταση του Braddock στη Φόρμουλα του Lasswell. Την ίδια περίπου εποχή με τον Lasswell, οι Shannon & Weaver κατασκεύασαν το δικό τους γραμμικό μοντέλο επικοινωνίας, το οποίο βελτίωσε ο DeFleur (1966) που έλαβε υπόψη τον ανθρώπινο παράγοντα ως βασικό στοιχείο της διαδικασίας μετατροπής του νοήματος σε μήνυμα και της αποκωδικοποίησης του μηνύματος σε νόημα ξανά, τονίζοντας ταυτόχρονα και το μηχανισμό της ανατροφοδότησης (Σταμάτης, 2005:41-42). Κι ενώ σε μια οποιαδήποτε επικοινωνιακή κατάσταση η επικοινωνία ήταν μονόπλευρη και μονόδρομης κατεύθυνσης, με την εισαγωγή του όρου της ανατροφοδότησης (feedback) μετατρέπεται σε αμφίδρομη διαδικασία και η έννοια της αλληλεπίδρασης δίνει στο γραμμικό σχήμα κυκλική μορφή όπως αυτή αποτυπώνεται στο σχήμα του De Rosnay (1975). Είσοδος Σύστημα Έξοδος Σχεδιάγραμμα 3: Σχηματική αναπαράσταση της διαδικασίας της επικοινωνίας (J. De Rosnay, 1975:99) 14
2.2 Κοινωνιοψυχολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση της επικοινωνίας 2.2.1 Συστημική προσέγγιση της επικοινωνίας Την ίδια περίοδο τα μέλη της σχολής του Palo Alto 4 αρνούμενοι να χρησιμοποιήσουν το μοντέλο της γραμμικής επικοινωνίας θεωρούν την επικοινωνία ένα σύστημα πολλαπλών διαύλων στο οποίο ο κοινωνικά δρων συμμετέχει κάθε στιγμή, με ή χωρίς τη θέλησή του, με τις κινήσεις του, το βλέμμα του, ακόμα και με τη σιωπή του, συνοψίζοντάς τα στην περίφημη φράση «κανείς δεν μπορεί να μην επικοινωνήσει» (one cannot not communicate). Κατά τη συστημική θεωρία ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι οργανωμένος σε ιεραρχικά συστήματα. Κάθε σύστημα προσδιορίζεται ως ένα σύνολο από αντικείμενα με πολλών ειδών σχέσεις μεταξύ τους και χαρακτηριστικά. Κάθε μέρος ενός συστήματος συνδέεται με όλα τα άλλα και κάθε μεταβολή οδηγεί σε μεταβολή του όλου. Στα διανθρώπινα συστήματα τα στοιχεία είναι οι άνθρωποι οι οποίοι με τη μεταξύ τους επικοινωνία δημιουργούν σχέσεις, επιδρώντας στους άλλους αλλά και στο περιβάλλον / σύνολο. Το ενδιαφέρον των ερευνητών στρέφεται στα συστήματα μέσα στα οποία εντάσσονται τα άτομα: ομάδες, οικογένεια, κοινωνία, περιβάλλον. Σε όλα τα «μέλη» της σχολής του Palo Alto συναντάμε την έννοια του πλαισίου (context) μέσα στο οποίο εντάσσεται κάθε φορά η επικοινωνία (Σακαλάκη, 1994:57). Οι Birdwhistell 5 (1952) και Hall 6 (1959) εισάγουν στο παραδοσιακό πεδίο της επικοινωνίας, ο μεν τη μελέτη των κινήσεων και των νευμάτων (κινησιακή kinetics), ο δε το διαπροσωπικό χώρο (γειτνιαστική - proxemics). Σ αυτό το πλαίσιο η επικοινωνία εκλαμβάνεται ως μια συνεχόμενη πολυεπίπεδη διαδικασία μέσα σε ένα δεδομένο περιβάλλον. Ο Osgood επιχειρεί να εισάγει την έννοια της αλληλεπίδρασης στον ορισμό της επικοινωνίας: «Σε γενικές γραμμές έχουμε επικοινωνία όταν ένα σύστημα, μια πηγή -για παράδειγμα ο εκπαιδευτικός- και ο δέκτης -για παράδειγμα ο μαθητήςαλληλεπιδρούν μέσα από τη χρήση κοινών εναλλακτικών συμβόλων τα οποία 4 Μια ομάδα επιστημόνων από διάφορους επιστημονικούς κλάδους που ζουν κι εργάζονται στο Palo Alto της Καλιφόρνια, ανέπτυξαν τη γενική θεωρία συστημάτων πιο γνωστή ως συστημική θεωρία της επικοινωνίας βασισμένοι στις έρευνες του Gregory Bateson (Littlejohn, S & Gray, R. 1999:291) 5 Givens, D. (1999-2000) Κinesics στο internet, στη διεύθυνση http://members.aol.com/doder1/kinesic1.htm 6 Givens, D. (1998-2003) Proxemics στο internet, στη διεύθυνση http://members.aol.com/doder1/proxemi1.htm 15
μπορούν να μεταδίδονται μέσω ενός καναλιού που τα συνδέει, π.χ. την οπτική επαφή ή την κίνηση του σώματος» (Osgood, 1960:147). Ο Osgood δημιούργησε ένα κυκλικό μοντέλο επικοινωνίας (που παρουσιάστηκε από τον Wilbur Schramm γι αυτό και είναι γνωστό ως το κυκλικό μοντέλο των Osgood και Schramm) στο οποίο φαίνεται η αλληλεπίδραση, ενώ παράλληλα εστιάζει στη συμπεριφορά των ατόμων που συμμετέχουν στη διαδικασία της επικοινωνίας (Μακ Κουέιλ & Βιντάλ, 1993:43). Μήνυμα Κωδικοποιητής Ερμηνευτής Αποκωδικοποιητής Αποκωδικοποιητής Ερμηνευτής Κωδικοποιητής Μήνυμα Σχεδιάγραμμα 4: Στο μοντέλο των Osgood και Schramm και τα δύο μέρη σε μια συνομιλία εκπληρούν τις ίδιες λειτουργίες (σύμφωνα με τον Schramm 1954). Ένα σημείο κριτικής στο παραπάνω μοντέλο σχετίζεται με το επιχείρημα ότι αποδίδει ένα νόημα ισότητας στην επικοινωνία. Ο Watzlawick (1985) και ο Littlejohn (1999) δίνουν στις διαπροσωπικές σχέσεις ιδιαίτερη σημασία θεωρώντας ότι αυτές είναι πάντα αναπόσπαστο στοιχείο της επικοινωνίας και δεν γίνεται να διαχωριστούν από αυτή (Littlejohn & Gray, 1999:195). Ο Watzlawick επεξεργάστηκε ένα μοντέλο επικοινωνίας το οποίο στηρίζεται σε πέντε θέσεις αξιώματα (Μπρούζος, Α. 1999:91-92): Η επικοινωνία είναι αναπόφευκτη 16
Κάθε επικοινωνία έχει δύο διαστάσεις: εκείνη του περιεχομένου κι εκείνη της σχέσης, έτσι ώστε η δεύτερη να προσδιορίζει την πρώτη και να αποτελεί με τον τρόπο αυτό τη μεταεπικοινωνία. Η φύση μιας σχέσης προσδιορίζεται από την ακολουθία των επιμέρους επικοινωνιακών στιγμών των μετεχόντων (π.χ. ποιος άρχισε πρώτος; Κατά τη διαπροσωπική επικοινωνία γίνεται χρήση ψηφιακών και αναλογικών τρόπων μεταβίβασης πληροφοριών. Οι ψηφιακοί τρόποι επικοινωνίας (δομημένος λόγος) διαθέτουν περίπλοκο και πολύπλευρο συντακτικό, υστερούν όμως ως προς τη σημασιολογία στον τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων. Αντίθετα, οι αναλογικές μορφές επικοινωνίας εικόνες, βλέμμα, μιμητική, τόνος φωνής κτλ, εμπεριέχουν αυτό το σημασιολογικό δυναμικό, στερούνται όμως του απαραίτητου δομισμού για τη μονοδιάστατη επικοινωνία. Η διαπροσωπική επικοινωνία είναι είτε συμμετρική είτε συμπληρωματική, ανάλογα με τον αν η σχέση των επικοινωνούντων στηρίζεται στην ομοιότητα ή στην διαφορά. Οι Littlejohn & Gray (1999:195, ο.π.) στο σημείο αυτό τονίζουν πως με τη συμμετρική επικοινωνία οι διαφορές μεταξύ των επικοινωνούντων ελαχιστοποιούνται, ενώ με τη συμπληρωματική μεγιστοποιούνται. Ενώ ο Watzlawick επισημαίνει δύο είδη σχέσεων στην επικοινωνία, στην πραγματικότητα υπάρχει και μια τρίτη, περιπλοκότερη, η λεγόμενη «μετα-συμπληρωματική». Όταν για παράδειγμα ένα άτομο Α πιέζει το συνομιλητή του Β να τον βοηθήσει σε κάτι, ο Β αποδεχόμενος αυτή την «έκκληση» αποκτά την υπεροχή, ο Α όμως διατηρεί την υπεροχή σε ένα ανώτερο επίπεδο (Μπρούζος, 1999:97). 2.2.2 Κοινωνιολογική και κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση της επικοινωνίας Η κοινωνική ψυχολογία θεωρεί την επικοινωνία ως κοινωνική αλληλεπίδραση και επιρροή (Craig, T. 2000). Εμπλέκει άτομα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, απόψεις, πεποιθήσεις και συναισθήματα. Η κοινωνική συμπεριφορά φανερώνει την επιρροή αυτών των ψυχολογικών παραγόντων και ταυτόχρονα τους τροποποιεί καθώς οι επικοινωνούντες επηρεάζουν ο ένας τον άλλον, πολλές φορές χωρίς να έχουν σαφή επίγνωση αυτής της διαδικασίας. Εφόσον η αλληλεπίδραση μεταξύ των επικοινωνούντων επηρεάζει τους συμμετέχοντες και οδηγεί σε συλλογικές συμπεριφορές που αλλιώς δεν θα προέκυπταν, τότε η επικοινωνία γίνεται μια 17
ουσιώδης δομική κοινωνική διαδικασία. Το σημαντικό δεν είναι η μετάδοση μηνυμάτων, αλλά η διαμόρφωση θέσεων και η απόκτηση κοινωνικοϊστορικών εμπειριών (Σταμάτης, 2005:54). Η κοινωνιολογική προσέγγιση της επικοινωνίας την αντιλαμβάνεται ως μια συμβολική διαδικασία που παράγει και αναπαράγει κοινά νοήματα, τυπικά και κοινωνικές δομές (Craig, ό.π.). Όπως αναφέρει ο Dewey στο Δημοκρατία και εκπαίδευση, η κοινωνία υπάρχει όχι μόνο με αλλά στην επικοινωνία. Με άλλα λόγια η ύπαρξη της κοινωνίας δεν εξαρτάται μόνο από τη χρήση της επικοινωνίας σαν ένα απαραίτητο εργαλείο για τη μετάδοση και ανταλλαγή πληροφοριών, αλλά το να επικοινωνεί κανείς σημαίνει να συμμετέχει σ αυτές τις κοινωνικές δραστηριότητες που συγκροτούν την ίδια την κοινωνία. Υπάρχουν δύο βασικές κατευθύνσεις της κοινωνιολογικής προσέγγισης της επικοινωνίας: αυτή που δίνει έμφαση στις μακροκοινωνιολογικές δομές κι αυτή που τονίζει τη μικρο-κοινωνιολογική αλληλεπίδραση. Οι υποστηρικτές της πρώτης πλευράς τονίζουν τον αναγκαίο ρόλο της ύπαρξης σταθερών κοινωνικών δομών και πολιτιστικών προτύπων που καθιστούν δυνατή την επικοινωνία. Οι υποστηρικτές της δεύτερης πλευράς τονίζουν το ρόλο της επικοινωνίας ως διαδικασία που δημιουργεί και ενδυναμώνει τις κοινωνικές δομές και τα πολιτιστικά πρότυπα στα καθημερινά περιβάλλοντα κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, η επικοινωνία προϋποθέτει το συντονισμό των κοινωνικών δραστηριοτήτων και τα όποια προβλήματα αναφέρονται από τους ερευνητές οφείλονται στην έλλειψη αυτού του συντονισμού. Η κοινωνιολογική και κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση της επικοινωνίας δίνει έμφαση στις σχέσεις των επικοινωνούντων καθώς και στις προσδοκίες τους. Διακρίνει κι αυτή είδη σχέσεων (συμμετρική, συμπληρωματική), κάνει όμως κι ακόμα μια σημαντική διάκριση: αυτή μεταξύ της άμεσα εκδηλωμένης προθετικής συμπεριφοράς και της σκόπιμης επικοινωνιακής δράσης. Δίνει, ακόμη, έμφαση στη μεταεπικοινωνία ως μια μορφή επικοινωνίας κατά την οποία η ίδια η επικοινωνιακή σχέση γίνεται αντικείμενο διερεύνησης (Σταμάτης, 2005:54-55). Οι Katz και Lazarsfeld (1995) παρουσίασαν σε δύο φάσεις, μια «πρώιμη» και μια δεύτερη αναθεωρημένη, ένα μοντέλο επικοινωνίας που λειτουργεί μέσα σε μια ανεπτυγμένη κοινωνία με φυσιολογικές κοινωνικές συνθήκες. Εισήγαγαν τις έννοιες της «διφασικής ροής» της επικοινωνίας και των «καθοδηγητών της κοινής γνώμης» (Μακ Κουέιλ & Βιντάλ, 1993:95-97). Στο μοντέλο αυτό περιλαμβάνονται οι παρακάτω βασικές υποθέσεις: 18
Ότι τα άτομα δεν είναι κοινωνικά απομονωμένα, αλλά είναι μέλη κοινωνικών ομάδων σε αλληλεξάρτηση με άλλα άτομα. Ότι η ανταπόκριση και η αντίδραση σ ένα μήνυμα δεν είναι άμεση και αυτοματική, αλλά διενεργείται διαμέσου κάποιας μεσολάβησης και επηρεάζεται από τις κοινωνικές σχέσεις. Ότι δύο είναι οι διαδικασίες που εμπλέκονται, αυτή της λήψης και της προσοχής κι εκείνη της ανταπόκρισης με τη μορφή της αποδοχής ή της απόρριψης της επιρροής ή και της προσπάθειας πληροφόρησης. Η παραλαβή δεν ισοδυναμεί με ανταπόκριση, ούτε η μη παραλαβή ισοδυναμεί με μη ανταπόκριση (λόγω της δευτερεύουσας αποδοχής από προσωπικές επαφές). Ότι τα άτομα δεν προσλαμβάνουν με τον ίδιο τρόπο τα μηνύματα, αλλά έχουν διαφορετικούς ρόλους μέσα στη διαδικασία της επικοινωνίας. Ότι οι κάτοχοι των περισσότερων ενεργών ρόλων (οι καθοδηγητές της κοινής γνώμης) χαρακτηρίζονται από τη μεγαλύτερη χρήση των ΜΜΕ, τον υψηλότερο βαθμό εξωστρέφειας, επίσης τη διαίσθηση ότι μπορούν να ασκούν επιρροή σε άλλους, καθώς και το γεγονός ότι τους έχει αποδοθεί ο ρόλος της πηγής και του καθοδηγητή. Σχεδιάγραμμα 5: Το μοντέλο διφασικής ροής για την επιρροή των ΜΜΕ σε σύγκριση με το παραδοσιακό μοντέλο μαζικής επικοινωνίας (σύμφωνα με τους Katz και Lazarsfeld 1955). 2.3 Ψυχολογική προσέγγιση της επικοινωνίας Οι θεωρίες που προσεγγίζουν την Επικοινωνία ψυχολογικά τη θεωρούν ως μια διαπροσωπική διαδικασία. Σύμφωνα με τις ψυχολογικές θεωρίες, ένα άτομο, το οποίο έχει την πρόθεση να μεταδώσει ένα μήνυμα, το κωδικοποιεί είτε μέσω της γλώσσας και του σώματος, και το επικοινωνεί. Ο δέκτης του μηνύματος, με τη σειρά του, το 19
αποκωδικοποιεί με σκοπό να καταλάβει το νόημά του και να αντιδράσει ανάλογα. Με τον τρόπο αυτό, ο πομπός και ο δέκτης επικοινωνούν, με την προϋπόθεση ότι έχουν ένα κατ' ελάχιστο κοινό σημειολογικό υπόβαθρο. Χαρακτηριστικό είναι το μοντέλο επικοινωνίας του ψυχολόγου C.E. Osgood που αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 2.2.1. Σύμφωνα με την ψυχολογία της μορφής η επικοινωνία είναι διάστικτη. Δεν αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη ενός αισθητηριακού συνεχούς αλλά η αντίληψή μας κατακερματίζεται ανάμεσα στα νοούμενα ως συμβάντα και ως αντικείμενα. Αυτή η ιδέα είναι το θεμέλιο της θεωρίας της μορφής και του βάθους. Η θεωρία της μορφής υποστηρίζει πως η ιεραρχία των υποδιαιρέσεων είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της διαδικασίας της αντίληψης. Τη στιγμή δηλαδή που δεχόμαστε κάποιο ερέθισμα κατασκευάζουμε εικόνες αναγνωρίσιμων στοιχείων τα οποία ενσωματώνονται σε ευρύτερα σύνολα που έχουν κάποιο νόημα. Τότε μπορούμε να περάσουμε στο επόμενο στάδιο της αντίληψης: την επικοινωνία (Bateson, 1971:109-112). Ενώ κατά την ψυχολογία της μορφής η επικοινωνία είναι διάστικτη, κατά την ψυχαναλυτική (Φροϋδική) θεωρία η κωδικοποίηση και η αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων είναι μια πολύπλοκη διαδικασία η οποία εξαρτάται τόσο από το άτομο όσο κι από την ίδια την επικοινωνία: Οι μετέχοντες σε μια επικοινωνιακή διαδικασία δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν παρά ορισμένες μόνο πτυχές της. Δεν υπάρχει, δηλαδή, πλήρης συνείδηση τόσο των εκπεμπόμενων όσο και των προσλαμβανόμενων μηνυμάτων. Ο,τιδήποτε συμβαίνει έχει κάποια σημασία, υπό την έννοια ότι κάθε γεγονός αποτελεί πτυχή μιας ανταλλαγής. Δύο άτομα δεν μπορεί να βρίσκονται κάτω από οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας χωρίς λόγο. Η επεξεργασία των μηνυμάτων γίνεται μέσω των πρωτογενών διαδικασιών, συνεπώς τα μηνύματα προσιδιάζουν στο όνειρο και στη φαντασία. Επομένως, η λεπτομερής ανάλυση ομιλίας και χειρονομιών μπορεί να αποκαλύψει μεγάλη ποσότητα ασυνείδητου υλικού. Σύμφωνα με τη θεωρία της γενικευμένης μετάθεσης, ο πομπός υποθέτει πως ο δέκτης θα κατανοήσει τα μηνύματα σωστά. Η έννοια της προβολής είναι συνδεδεμένη με την έννοια της μετάθεσης διότι το άτομο που εκπέμπει μηνύματα θεωρεί πως ο αποδέκτης που λαμβάνει τα μηνύματά του λειτουργεί με συστήματα κωδικοποίησης 20
αποκωδικοποίησης όμοια με τα δικά του, ή περιμένει πως το άτομο με το οποίο επικοινωνεί θα συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο σε παρόμοιες καταστάσεις. Τέλος, η ταύτιση αναφέρεται στην τροποποίηση της συμπεριφοράς του ατόμου, έτσι ώστε να ταυτιστεί με τη συμπεριφορά του έτερου επικοινωνούντος (ό.π.: 106-109). Τους προβληματισμούς για τη φύση και την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην παραγωγή και την αντίληψη ενός μηνύματος θέτοντας στο επίκεντρο την ανθρώπινη διάσταση και τις ιδιαιτερότητές της σε μια επικοινωνιακή κατάσταση, παρουσιάζει το μοντέλο επικοινωνίας του Gerbner (1956). Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του μοντέλου είναι ότι μπορεί ίσως να αποδοθεί με εναλλακτικά σχήματα, ανάλογα με το είδος της επικοινωνιακής κατάστασης που περιγράφει. Το μοντέλο επιτρέπει να θέσουμε ερωτήματα που αφορούν τη φύση και την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην αντίληψη και την παραγωγή του μηνύματος (Μακ Κουέιλ & Βιντάλ, 1993:48-51). Στο μοντέλο δίνεται μια περιγραφική και μια διαγραμματική εκδοχή. 1. Κάποιος 2. αντιλαμβάνεται ένα συμβάν 3. και αντιδρά 4. σε μια κατάσταση 5. διαμέσου κάποιων μέσων 6. για να έχει στη διάθεσή του υλικό 7. σε κάποια μορφή 8. και σε κάποιο πλαίσιο 9. αποδίδοντας νόημα 10. με κάποια επίπτωση. 21
M Διάσταση της αντίληψης Σχέση μεταξύ επικοινωνητή και διεθνών E 1 Επιλογή Γενικό πλαίσιο Δυνατότητα πρόσβασης Ε Συμβάν Διάσταση των μέσων και ελέγχων (επικοινωνιακή διάσταση) Σχέση μεταξύ επικοινωνητή και προϊόντος επικοινωνίας S Μορφή Ε Περιεχόμενο Σχεδιάγραμμα 6: Το γενικό μοντέλο του Gerbner για την επικοινωνία: ο Μ αντιλαμβάνεται το Ε ως Ε 1 (σύμφωνα με τον Gerbner 1956). 2.4 Ανθρωπολογική προσέγγιση της επικοινωνίας Η ανθρωπολογική προσέγγιση μελετά τη διαδικασία της ανθρώπινης επικοινωνίας δίνοντας έμφαση στις κοινωνικές πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις κι επιρροές, τόσο σε επίπεδο μη λεκτικής επικοινωνίας όσο και σε επίπεδο δομής, λειτουργίας ακόμη και ιστορίας της γλώσσας (O Neil, D. 2006). Στόχος της επικοινωνίας είναι η συνεννόηση για τη συνεργατική επίδραση των κοινωνικά ενωμένων ατόμων πάνω στη φύση για τη διασφάλιση της φυσικής και κοινωνικής ύπαρξης. Έτσι, η επικοινωνία παίρνει τη μορφή μιας διαδικασίας διατήρησης και μετάδοσης τόσο γνώσεων και τεχνικών δεξιοτήτων όσο και πολιτισμικών και πνευματικών αξιών. Ο τελικός στόχος της είναι η διατήρηση και εξέλιξη των πολιτισμικών και κοινωνικών συστημάτων (Σταμάτης, ό.π.:42-43). Κατά την ανθρωπολογική προσέγγιση της επικοινωνίας ο άνθρωπος θεωρείται αυτόβουλο κι ενεργητικό στοιχείο του περιβάλλοντος στο οποίο ζει, παρακινείται δε 22
σε επικοινωνία και δράση με στόχο την ολοένα αυξανόμενη ενδυνάμωση των πολιτιστικών δημιουργημάτων. Χαρακτηριστικό είναι το επικοινωνιακό σχήμα του Dance, το οποίο χωρίς να αποτελεί ένα μεθοδολογικό εργαλείο παρατήρησης κι ανάλυσης, υπενθυμίζει τη δυναμική φύση της επικοινωνίας. Σχεδιάγραμμα 7: Το ελικοειδές μοντέλο του Dance, το οποίο παρουσιάζει τη δυναμική φύση της διαδικασίας της επικοινωνίας (σύμφωνα με τον Dance 1957). Ο έλικας περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο διαφορετικές πλευρές της διαδικασίας μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου. Σε μια συνομιλία, π.χ., το γνωστικό πεδίο διευρύνεται σταθερά αναφορικά με τις ομάδες ή τα άτομα που εμπλέκονται. Τα άτομα αποκτούν συνεχώς όλο και περισσότερη πληροφόρηση για το θέμα που τους απασχολεί, για τις απόψεις των άλλων, τη γνώση κτλ. (Μακ Κουέιλ & Βιντάλ, 1993:45-46). Σε μια πιο σύγχρονη εκδοχή, ο Kellner (Kellner, 1995:172-173) προτείνει μια μετα-θεωρία της ανθρωπολογικής προσέγγισης της επικοινωνίας η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει μελέτες για τις σχέσεις μεταξύ i) της παραγωγής και της πολιτικής οικονομίας της επικοινωνίας και της κουλτούρας, ii) της ανάλυσης του κειμένου με ταυτόχρονη κριτική των γλωσσικών τεχνουργημάτων, iii) μελέτη της αποδοχής και των χρήσεων από το κοινό διαφόρων «μεσικών» 7 και πολιτισμικών προϊόντων, προσθέτοντας σ αυτά διάφορες θεωρίες που αναλύουν τις «λειτουργίες του φύλου, 7 Ο όρος αναφέρεται στα ΜΜΕ 23
της κοινωνικής τάξης, της εθνικότητας, της υπηκοότητας, των σεξουαλικών προτιμήσεων, κτλ., οι οποίες είναι σημαντικές τόσο στη δημιουργία γλωσσικών κυρίως συμβόλων όσο και στη δημιουργία ακροατηρίων που υιοθετούν και χρησιμοποιούν αυτά τα σύμβολα». Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σημαντικό ρόλο στην ανθρωπολογική προσέγγιση της επικοινωνίας τα τελευταία χρόνια παίζει και η παγκοσμιοποίηση. Η ελαχιστοποίηση των χρονικών και γεωγραφικών αποστάσεων που συντελείται με τη χρήση του internet και του World Wide Web, διαφόρων πολυεθνικών και υπερεθνικών οργανισμών, καθώς και με τις διεθνείς μετακινήσεις κι ανταλλαγές αγαθών, ανθρώπων και πληροφοριών αναδεικνύονται μετα-εθνικές (post-national) φόρμες και νέες πολιτισμικές ταυτότητες (Belay, 1996:329-331) που επηρεάζουν όλα τα χαρακτηριστικά της ανθρωπολογικής προσέγγισης που προαναφέρθηκαν. Η παγκοσμιοποίηση μεταμορφώνει ολόκληρο τον πλανήτη σε ένα ενιαίο χώρο αλληλεπίδρασης (ό.π.:342). 2.5 Γλωσσολογική - πραγματολογική προσέγγιση της επικοινωνίας Με τον όρο γλωσσολογία (ή και γλωσσική, παλαιότερα) εννοείται η επιστημονική μελέτη της ανθρώπινης γλώσσας ως καθολικού φαινομένου, αλλά και των επιμέρους γλωσσών του κόσμου. Ως επιστήμη επιδιώκει να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα για τη φύση της γλώσσας, τη δομή της και τη σχέση της με τον ανθρώπινο νου, αλλά και με την κοινωνία. Σημειωτική είναι η μελέτη των σημείων και των συστημάτων σημασιοδότησης. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Τζoν Λοκ το 1690 σε μια μελέτη για την έννοια της κατανόησης. Στη σημειωτική, «σημεία» είναι μονάδες σημασίας που παίρνουν τη μορφή λέξεων, εικόνων, ήχων, ενεργειών, ή αντικειμένων. Τέτοια πράγματα δεν έχουν εγγενή σημασία και γίνονται σημεία μόνο όταν τους αποδώσουμε νόημα (σημασία). Ο Turner σημειώνει ότι για να μπορεί κάτι να χαρακτηρισθεί σημείο «πρέπει να έχει φυσική μορφή, πρέπει να αναφέρεται σε κάτι άλλο από τον εαυτό του, και πρέπει να αναγνωρίζεται από τους άλλους χρήστες του σημειακού συστήματος» (Turner 1992:17). Ο Saussure είδε τη γλωσσολογία ως κλάδο της σημειωτικής, αν κι ο Barthes και μερικοί άλλοι σημειωτιστές θεώρησαν τη σημειωτική ως κλάδο της γλωσσολογίας (Chandler, D. 1994). Προσεγγίζοντας τη στοιχειώδη δομή της επικοινωνίας μέσα από το πρίσμα της σημειωτικής διαπιστώνουμε ότι: 24
Το ενδιαφέρον της σημειωτικής επικεντρώνεται στη δημιουργία και την ανταλλαγή νοημάτων. Το νόημα δεν είναι μια έννοια απόλυτη και στατική, συσκευασμένη μέσα στο μήνυμα, αλλά μια ενεργητική διαδικασία, ένα αποτέλεσμα της δυναμικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο σημείο, τον ερμηνευτή και το αντικείμενο Η σημειωτική θεωρεί την επικοινωνία ως την παραγωγή νοήματος δια μέσου μηνυμάτων. Για τη σημειωτική το μήνυμα είναι μια κατασκευή από σημεία που παράγει νοήματα μέσω της αλληλεπίδρασης με το δέκτη. Έτσι, δέκτες με διαφορετικές κοινωνικές εμπειρίες ή από διαφορετικές κουλτούρες μπορούν να βρουν διαφορετικά νοήματα στο ίδιο μήνυμα. Ο C. W. Morris διαίρεσε το αντικείμενο της σημειωτικής (κατ άλλους σημειολογίας) σε τρεις κλάδους: Σημασιολογικό (semantics): η σημασία των σημείων (η σχέση των σημείων με αυτό που αντιπροσωπεύουν) Συντακτικό (syntactics ή syntax): οι δομικές σχέσεις μεταξύ σημείων Πραγματολογικό (pragmatics): οι τρόποι με τους οποίους τα σημεία χρησιμοποιούνται και ερμηνεύονται (Morris 1938:6-7, Ullmann 1972:15, Noth 1990:50). Στο πλαίσιο της γλωσσολογικής πραγματολογικής προσέγγισης του φαινομένου της επικοινωνίας η χρήση και η δομή της γλώσσας βρίσκονται σε διαρκή αλληλεξάρτηση. Κατά τη δεκαετία του 70 επισημάνθηκαν δύο καταστάσεις περιγραφής: η «πληροφοριακή πρόθεση» ή αλλιώς «νόημα της πρότασης» σε επίπεδο επικοινωνιακής διαδικασίας και η «επικοινωνιακή πρόθεση» ή «νόημα του ομιλητή» σε επίπεδο λεκτικής επικοινωνίας (Σταμάτης, 2005:71) που προήλθαν από τον προβληματισμό των γλωσσολόγων σχετικά με το πώς οι άνθρωποι παράγουν και κατανοούν μια επικοινωνιακή διαδικασία σε μια δομημένη λεκτική διάσταση. 25
3. Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ 3.1 Η διδασκαλία ως επικοινωνιακό γεγονός Η διδασκαλία είναι ένα ανθρωπολογικό και κοινωνικό φαινόμενο (Κοσσυβάκη, 2003:29) που συμβάλλει στην ενσωμάτωση των παλιότερων γνώσεων με τις καινούριες (Κόνσολας, 2002:136) αλλά και ένα επικοινωνιακό γεγονός όπου εκπαιδευτικοί και μαθητές επιχειρούν να οργανώσουν και να διεξάγουν διαδικασίες που έχουν ως στόχο την απόκτηση, την τροποποίηση και την αποδόμηση αντιλήψεων, στάσεων και πρακτικών μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα, σ ένα περιβάλλον δηλαδή που επιτρέπει τη συμμετοχή, την επιλογή και την απόφαση (ό.π.:30). Αυτός ο ορισμός έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα που επικρατεί σήμερα στο σχολείο η οποία υπογραμμίζει τα ατομικά χαρακτηριστικά των μαθητών και παραμερίζει τη συναισθηματική και επικοινωνιακή πλευρά της διδασκαλίας. Ταυτόχρονα κυριαρχεί η μετωπική διδασκαλία σε ποσοστό 80% (Κοσσυβάκη, 2001 α :169-204) και μια κατευθυντική διδακτική η οποία μέσα από τον παραδοσιακό τύπο διδασκαλίας καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από το περιεχόμενο, με μια εμφανή προσκόλληση στο σχολικό εγχειρίδιο σε ποσοστό άνω του 98% (ό.π. 2003:32). Σήμερα, ωστόσο, υπάρχουν νέες προτάσεις διδασκαλίας: ο διαλεκτικός τύπος διδασκαλίας (Φράγκου, 1984:423) αναγνωρίζει τη σημασία της επικοινωνίας, της αλληλεπίδρασης και της συνεργασίας στη διδασκαλία. Η σύγχρονη μετανεωτερική αντίληψη αποδέχεται τον πλουραλισμό των προσωπικών θέσεων και αντιμετωπίζει τη διδασκαλία ως επικοινωνιακή διαδικασία, ενώ προσδίδει στη γνώση υποκειμενικό χαρακτήρα (Κοσσυβάκη, 2001 α :34-44). Ο κονστρουκτιβισμός θεωρεί τη γνώση ως κοινωνική κατασκευή που βρίσκεται υπό συνεχή διαπραγμάτευση, ενώ η συστημική θεωρία αντιμετωπίζει το σχολείο ως σύστημα το οποίο χαρακτηρίζει η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Στο σχολείο οι διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσονται στο περιβάλλον της σχολικής αίθουσας δημιουργούν τις καλύτερες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη επικοινωνίας και την αλληλεπίδραση μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητών, αλλά και μεταξύ μαθητών. Παρόλα αυτά μπορούν να υπάρξουν εμπόδια που επηρεάζουν αρνητικά την επικοινωνία. Τα εμπόδια αυτά μπορεί να είναι φυσικά, νοητικά ή ψυχολογικά: 26
Τα φυσικά εμπόδια σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο επιτυγχάνεται η μάθηση, δηλ. τη σχολική τάξη, τη διάταξη των καθισμάτων, τη φωτεινότητα της τάξης, την καλή ακουστική, κτλ. Τα νοητικά εμπόδια δημιουργούνται σχεδόν αποκλειστικά από τον εκπαιδευτικό όταν χρησιμοποιεί κατά κόρον άγνωστες λέξεις, κάνει χειρονομίες που δεν είναι εύκολο να αποκωδικοποιηθούν από τους μαθητές, μιλάει γρήγορα, είναι ασαφής, δεν ακούγεται, κτλ. Τα ψυχολογικά εμπόδια σχετίζονται με τη στάση του μαθητή απέναντι στο σχολείο, στον εκπαιδευτικό και στη μάθηση γενικά, στάση που πιθανά να πηγάζει από συναισθήματα φόβου, ή ακόμη κι από το οικογενειακό του περιβάλλον. Στη μετωπική διδασκαλία για παράδειγμα, υπεισέρχεται μια τυπικότητα που δεν αφήνει περιθώρια για αμεσότητα στη σχέση εκπαιδευτικού και μαθητή, ενώ οι προσδοκώμενοι «ρόλοι» δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ουσιαστικής επικοινωνίας. 3.2 Διαστάσεις της επικοινωνίας στη διδασκαλία Στην παιδαγωγική της υπόσταση η επικοινωνία αναλύεται σε τρεις διαστάσεις οι οποίες βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους (Μπακιρτζής, 2002). Οι διαστάσεις αυτές της επικοινωνίας είναι: Η αυτοκεντρική διάσταση που αντιστοιχεί στη δασκαλοκεντρική αντίληψη, έχει γραμμικότητα και αποτελεί την εσωτερική επικοινωνία του ατόμου με τον εαυτό του. Η αλλοκεντρική ή ετεροδιαμορφωτική διάσταση η οποία αντιστοιχεί στη μαθητοκεντρική αντίληψη, στρέφεται στον άλλο και λειτουργεί ως προς αυτόν, έχει ολιστικό χαρακτήρα και δημιουργεί νέες διαστάσεις και προοπτικές του εαυτού και της σχέσης του με τον άλλο. Η ομοκεντρική ή αλληλοδιαμορφωτική διάσταση που αντιστοιχεί στην επικοινωνιοκεντρική αντίληψη, ορίζεται από τη διαλεκτική σχέση της αυτοκεντρικής και αλλοκεντρικής λειτουργίας και κορυφώνεται στο σημείο συνάντησης των επικοινωνούντων προσώπων (ό.π.:31). 27
εξής: Η σχέση των τριών διαστάσεων της επικοινωνίας παριστάνεται σχηματικά ως Σχεδιάγραμμα 8: Το διαλεκτικό σχήμα επικοινωνίας, Μπακιρτζής, 2002:32 Το κέντρο Ο παριστά το άτομο με τα προσωπικά του χαρακτηριστικά. Το σημείο Α παριστά την αυτοκεντρική διάσταση της επικοινωνίας, το Β την αλλοκεντρική και το Γ την ομοκεντρική διάσταση. Οι ευθείες γραμμές και τα βέλη παριστούν τις διαλεκτικές σχέσεις μεταξύ των τριών διαστάσεων, ενώ ο κύκλος ορίζεται ως σφαίρα πάνω στην οποία κινούνται ελεύθερα τα σημεία Α,Β,Γ. Το διαλεκτικό αυτό σχήμα απεικονίζει την επικοινωνία όπως τη βιώνει το ίδιο το άτομο και όχι ο εξωτερικός παρατηρητής. Ένας εξωτερικός παρατηρητής αναλύοντας το φαινόμενο της επικοινωνίας κατά τη διδασκαλία θα μπορούσε να προσδιορίσει τρεις όψεις: το περιεχόμενο, τη σχέση και τη διαδικασία (Meyer, 1987:370-378). Ωστόσο, κατά την προσέγγιση του φαινομένου της επικοινωνίας στην εκπαίδευση θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη πως η διδασκαλία αποτελεί ένα πεδίο διαρκούς επικοινωνίας με συμμετέχοντες άτομα που επεξεργάζονται τα μηνύματα και ίσως τα διαφοροποιούν: δεν τα λαμβάνουν μόνο, είναι ταυτόχρονα και πομποί και δέκτες (Hall, 1980:170). Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται αναγκαίο να δοθεί βαρύτητα στη σχέση εκπαιδευτικού μαθητών κατά τη διδακτική μαθησιακή διαδικασία μέσα στη δυναμική της ομάδας τάξης. 3.3 Μορφές επικοινωνίας στη διδασκαλία Κάθε συμπεριφορά συνεπάγεται την επικοινωνία. Σε κάθε διαπροσωπική κατάσταση τα άτομα επικοινωνούν μέσω της λεκτικής και της μη λεκτικής επικοινωνίας. Η λεκτική καθορίζει περισσότερο το επίπεδο του νοηματικού 28
περιεχομένου, ενώ η μη λεκτική, που είναι πιο εκτενής και πολύπλοκη 8, καθορίζει το επίπεδο της σχέσης των ατόμων που επικοινωνούν. Από τα επίπεδα (είδη) της επικοινωνίας που αναφέρθηκαν στο κεφ. 1.2.1, ο Αθανασίου (1993:53-56) ξεχωρίζει πέντε που συναντώνται στη διδασκαλία: 1. Εσωτερική επικοινωνία (intrapersonal communication): είναι η σιωπηλή και διανοητική επικοινωνία που έχει το άτομο με τον εαυτό του. Αρχίζει στο προσχολικό στάδιο με τον εγωκεντρικό λόγο και τον μονόλογο του παιδιού που συνεχίζεται και στις επόμενες βαθμίδες της ανάπτυξης του ατόμου έως το τέλος της ζωής του όπως τόνισε ο Vygotsky. 2. Διαπροσωπική επικοινωνία (interpersonal communication): προϋποθέτει την ύπαρξη τουλάχιστον δύο ατόμων που λειτουργούν ως πομπός και δέκτης με τους ρόλους να είναι δυνατόν να εναλλάσσονται. Περιλαμβάνει σχέσεις αλληλεπίδρασης και πραγματοποιείται τόσο λεκτικά όσο και μη λεκτικά. 3. Επικοινωνία ατόμου με ομάδα (one person to group communication): η συνηθέστερη μορφή επικοινωνίας στο σχολείο με κύρια έκφραση τη δασκαλοκεντρική μορφή διδασκαλίας. Παρόμοιες μορφές επικοινωνίας συναντάμε και σε διαλέξεις, ομιλίες, κτλ. 4. Επικοινωνία ομάδας με άτομο (group to person communication): πρόκειται για τη συλλογική αντίδραση της ομάδας στα ερεθίσματα που λαμβάνει από τον ομιλητή. 5. Επικοινωνία ομάδας με ομάδα (group to group communication): συνηθισμένη μορφή επικοινωνίας σε σχολεία όταν ανατίθεται στους μαθητές να εκτελέσουν ομαδικές συνεργατικές δραστηριότητες. Οι μορφές επικοινωνίας που απαντώνται σε μια αίθουσα διδασκαλίας ποικίλουν ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της. Αναλυτικότερα (Γκότοβος, 1986:146): 1. Ανάλογα με την οργάνωση η επικοινωνία διακρίνεται σε τυπική (μέσα στη σχολική τάξη) και άτυπη (έξω από τη σχολική τάξη). 2. Ανάλογα με το είδος της κατεύθυνσης η επικοινωνία διακρίνεται σε μονόδρομη (όταν οι ρόλοι του πομπού και του δέκτη παραμένουν σταθεροί) και αμφίδρομη (όταν οι ρόλοι εναλλάσσονται). 8 Ο Α. Κοντάκος στο βιβλίο του «Η Μη Λεκτική Επικοινωνία στο Νηπιαγωγείο, 2000:31» αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι μη λεκτικές δεξιότητες προηγούνται φυλογενετικά και οντογενετικά των αντίστοιχων λεκτικών. Ο ρόλος τους για κάθε μορφή διαπροσωπικής και παιδαγωγικής επικοινωνίας είναι καταλυτικός, με σημαντικό παράγοντα ανάμεσά τους τις λειτουργίες που επιτελεί το βλέμμα. 29
3. Ανάλογα με τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην επικοινωνιακή διαδικασία διακρίνουμε τις εξής μορφές: Δάσκαλος τάξη Δάσκαλος ομάδα παιδιών Δάσκαλος μαθητής Μαθητής μαθητής Μαθητής ομάδα παιδιών Μαθητής τάξη Σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην επικοινωνιακή διαδικασία, ο μαθητής στο πλαίσιο του σχολείου ασκεί το μαθητικό του ρόλο με δύο τρόπους: μέσω της κοινωνικής μάθησης, με την αλληλεπίδραση δηλαδή με τα άλλα άτομα και, μέσω της ακαδημαϊκής μάθησης, με την αντιπαράθεσή του, δηλαδή, με τη διδακτέα ύλη (Γκότοβος, 1999:74-76). 3.3.1 Μορφές λεκτικής επικοινωνίας Η λεκτική επικοινωνία συνίσταται στη χρήση του λόγου, προφορικού και γραπτού. Ενώ όμως ο γραπτός λόγος δεν μπορεί να μεταδίδει εύκολα μεγάλη ποικιλία μηνυμάτων, ο προφορικός, με τη χρήση της γλώσσας, είναι σε θέση να μεταδίδει με μεγαλύτερη ευκολία μηνύματα ποικίλου περιεχομένου. Μπορεί να αποτελέσει μέσο συνεννόησης, μέσο διατύπωσης και έκφρασης των συναισθημάτων ή των στοχασμών, μέσο μετάδοσης γνώσεων, μέσο καθοδήγησης, κτλ. Στο πλαίσιο της δομικής θεωρίας ο Saussure (Tognotti, S, 1997) αναγνωρίζοντας στην έννοια της γλώσσας μια γενική εφαρμογή που περιλαμβάνει όλες τις εκφράσεις της τη διαχώρισε σε Λόγο (Langue) και Ομιλία (Parole). Λόγος είναι το εκάστοτε γλωσσικό σύστημα που χρησιμοποιούν τα μέλη μιας κοινότητας, ενώ ομιλία είναι τα δεδομένα της γλωσσικής συμπεριφοράς που προέρχονται από συγκεκριμένους ομιλητές σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Θα μπορούσε δηλαδή να θεωρηθεί ως η διάκριση ανάμεσα στο αφηρημένο, εσωτερικευμένο σύστημα της γλώσσας που υπάρχει δυνάμει στο σύνολο των ομιλητών μιας γλωσσικής κοινότητας και στη συγκεκριμένη υλική πραγμάτωσή του με άλλα λόγια, η διάκριση ανάμεσα στο κοινωνικό, αυτό που έχει θεσπίσει η κοινότητα, και το ατομικό έτσι όπως αυτό εκδηλώνεται σε κάθε στιγμή γλωσσικής επικοινωνίας. 30
Τα κατεξοχήν σύμβολα της γλώσσας είναι οι λέξεις ή σημεία που αποτελούν την αδιάρρηκτη ένωση μιας ακουστικής εικόνας ή σημαίνοντος με μια έννοια ή σημαινόμενο. Ένωση η οποία έχει προκύψει αυθαίρετα μέσα από την κοινή σύμβαση, χωρίς δηλαδή να μπορεί να αιτιολογηθεί γιατί μια έννοια αποδίδεται με το τάδε σημαίνον - απόδειξη η διαγλωσσική σύγκριση της ίδιας έννοιας. Το σημείο ενσωματώνει τόσο το σημαίνον όσο και το σημαινόμενο: είναι η υλική οντότητα που έχει αποκτήσει σημασία. Δεν υπάρχει σημείο - η σημασία χωρίς και ένα σημαίνον και ένα σημαινόμενο. Τα βασικά συστατικά της λεκτικής επικοινωνίας είναι: Οι φθόγγοι: η γλώσσα πραγματώνεται με τη φωνή. Οι ήχοι από μόνοι τους δεν σημαίνουν τίποτε, αλλά συμβολίζουν κάτι άλλο. Δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητοι κι αποτελούν βασικό συστατικό της γλώσσας της οποίας σκοπός είναι η επικοινωνία. Η γλωσσική ικανότητα και η γλωσσική επιτέλεση ή συμπεριφορά: με τον όρο γλωσσική ικανότητα αναφερόμαστε στην εσωτερικευμένη γνώση της γλώσσας που υπόκειται στη γλωσσική συμπεριφορά. Ο ορισμός αυτός δημιουργεί αμέσως μια διάκριση ανάμεσα σε μια εξωτερική πλευρά της γλώσσας, την ίδια τη γλωσσική επιτέλεση (performance), η οποία είναι ανοιχτή στην παρατήρηση, και μια εσωτερική, υποκείμενη πλευρά, της οποίας υποθέτουμε τη μορφή με βάση τη γλωσσική επιτέλεση. Πιο συγκεκριμένα, η γλωσσική ικανότητα είναι ένα σύνολο από γραμματικούς κανόνες που επιτρέπουν στον ομιλητή να είναι δημιουργικός και να παράγει με ευκολία ένα δυνάμει άπειρο αριθμό νέων, πρωτότυπων προτάσεων και αντίστοιχα στον ακροατή να αποκωδικοποιεί τις προτάσεις αυτές. Οι φυσικοί ομιλητές μιας γλώσσας είναι ακόμη σε θέση, με βάση τη γλωσσική τους ικανότητα, να έχουν διαισθήσεις ή να εκφέρουν κρίσεις σχετικά με τον ορθό και γραμματικό σχηματισμό, να αντιλαμβάνονται τα γλωσσικά λάθη καθώς και να αποκωδικοποιούν τις δομικές και άλλες αμφισημίες που εμφανίζονται τυχόν στις παραγόμενες προτάσεις. Η γλωσσική ικανότητα περιλαμβάνει συντακτικούς, σημασιολογικούς και φωνολογικούς κανόνες καθώς και ένα λεξικό αποτελούμενο από τις ατομικές λέξεις με τις χαρακτηριστικές τους ιδιότητες. Οι κανόνες συνάγονται υποσυνείδητα από το κάθε άτομο με βάση τον υλοποιημένο λόγο, δηλαδή τα φυσικά εκφωνήματα που παράγονται σε ένα δεδομένο περιβάλλον, και οι ομιλητές τούς εφαρμόζουν χωρίς να μπορούν συνήθως να τους διατυπώσουν με τεχνικούς όρους (η αυστηρή περιγραφή τους αποτελεί έργο του γλωσσολόγου). Η διαδικασία συναγωγής των κανόνων 31