«Η Σ Κ Ο Ν Η Τ Ο Υ Ρ Ο Μ Ο Υ»



Σχετικά έγγραφα
ΘΥΜΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΔΗ-ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ ΕΛΠΙΝΙΚΗ

Κώστας Λεµονίδης Σταθµός 2ος

Γεράσιμος Μηνάς. Εγώ κι εσύ

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ. ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ. 425 π.χ. α Βραβείο ΑΧΑΡΝΗΣ. ΜΕΓΑΡΕΥΣ: Αγρότης από τα Μέγαρα. Έρχεται να πουλήσει προϊόντα στην αγορά του ικαιόπολη.

Στις κόρες µου Χριστίνα και Θάλεια

ÄÉÌÇÍÉÁÉÁ ÅÊÄÏÓÇ ÅÍÇÌÅÑÙÓÇÓ ÊÁÉ ÐÍÅÕÌÁÔÉÊÇÓ ÏÉÊÏÄÏÌÇÓ ÉÅÑÁ ÌÇÔÑÏÐÏËÉÓ ÈÅÓÓÁËÏÍÉÊÇÓ ÉÅÑÏÓ ÍÁÏÓ ÌÅÔÁÌÏÑÖÙÓÅÙÓ ÔÏÕ ÓÙÔÇÑÏÓ

ολοκληρώνοντας τον κύκλο

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΣΙΛΕΡ. ποιήματα

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΑΣ ΝΙΚΟΛΕΤΑΣ

Η ΡΕΘΥΜΝΟΧΑΧΑΝΟΥΠΟΛΗ. Ένα βιβλίο που δε διάβασε κανείς!

ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΛΕΜΟΝΟΔΑΣΟΣ

Ερευνητές συµµετέχοντες στη συνέντευξη: Θεοδοσοπούλου Ειρήνη, Φραγκούλης Εµµανουήλ

Γεράσιμος Μηνάς. Γυναίκα ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ

O Μικρός Πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

ΔΈΚΑ ΕΓΓΌΝΙΑ έχει η νόνα Χελώνα και τους λέει κάθε

Μια νύχτα που σκάλιζα τα πράγµατά µου βρήκα ένα σηµείω-

Άδειο που φαίνεται το σπίτι ε, σκύλε; Εσύ κοίτα να κάτσεις ήσυχος σε τούτα δω τα βράχια, Γουίλο.

Το πόνημα μου αυτό γράφτηκε σε στιγμές αγανάκτησης γι αυτά που συμβαίνουν στον τόπο μας.

Στον 20ό αιώνα ζούμε, μαμά, όχι στο Μεσαίωνα. Για όνομα του Θεού! Οι γυναίκες έχουν πάρει πια τη ζωή στα χέρια τους. Άσε με στην ησυχία μου, έχω άλλα

Χαράµι. Σουγιούλ/Τραϊφόρος


Π A Γ KOΣ MIA HMEPA Π OIHΣ H Σ. Ο YΣΣEAΣ EΛYTHΣ ( ) Nοµπελ Λογοτεχνιασ 1979

Η Πλουσία, μια γυναίκα με πάθος και θέληση για ζωή, δεν είναι μόνο η ευνοημένη των κερασιών και της μοίρας μάνα, σύζυγος, αδελφή όχι μόνο αυτή που

ΑΝΝΑ ΤΕΝΕΖΗ. ΑΝΤΙΟ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, ΜΗΤΕΡΑ (Θεατρικό μονόπρακτο)

Τζέλιος Κ. Δημήτριος

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ να είχα πεθάνει πριν από τρεις μήνες. Από τότε, τα πράγματα δεν έχουν επανέλθει στην προηγούμενη κατάστασή τους. Όλα έγιναν την τελευταία

ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΕΚΕΙΝΗ ΝΥΧΤΑ

Μες στις παλάμες η αγάπη

Λόγος Επίκαιρος. Αυτοί που είπαν την αλήθεια, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΝΕ!!! Και αυτοί που δεν την είπαν, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΜΕ!!!

Παύλος Σιδηρόπουλος στίχοι

Ερευνητές συµµετέχοντες στη συνέντευξη: Θεοδοσοπούλου Ειρήνη, Σπυρόπουλος Σπυρίδων, Περπιράκη Ελένη, Φραγκούλης Εµµανουήλ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ ΙΖ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΣ Α ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΞΑ Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ Μεγάλο κακό η µνησικακία. Είναι µεγαλύτερο κι από την πορνεία. Πόσο µεγάλη η αρετή της συγχωρητικότητας!

The G C School of Careers

Γιάννης Υφαντής ΓΚΆΤΣΟΣ Ο ΠΕΛΑΣΓΙΚΌΣ. Οι ποιητές

κρικοθυρεοειδής σύνδεσμος

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝ ΕΚΑΤΟ. Προετοιµασίες Πολέµου

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

ΘΕΜΑ: «Καθορισμός τέλους, τέλεσης πολιτικού γάμου στο Δήμο Πρέβεζας,για το έτος 2013»

ΦΑΙΔΩΝ (Περί Ψυχής) (αποσπάσματα)

ραψωδία E Διομήδους ἀριστεία (Tα κατορθώματα του Διομήδη)

Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ. Μαρία και Ιωσήφ

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ. Ο Όλεθρος του Νότου

Αρμέγει δήθεν ο Γιώργος τα πρόβατά του κάθε πρωί και γεμίζει καρδάρες με γάλα το οποίο αποθηκεύεται σε δοχεία μεγάλης χωρητικότητας και μεταφέρεται σ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

Μα ναι, τι χαζός που ήταν! Γυναικεία ήταν η φιγούρα που στεκόταν μπροστά στη μεγάλη μπαλκονόπορτα του δεύτερου

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ντουέντε

Ναι! Αυτό είναι! Θα την κάνω από το σχολείο! Θα πάρω ρεπό! Θα προσποιηθώ πως κάποιος μόλις ανακάλυψε μια καινούρια γιορτή!

Ιλιάδα Έπος. Όμηρος Μετάφραση Αλέξανδρου Πάλλη Αθήνα, 1936, Εστία. Περιεχόμενα:

Ι1ΑΙ1Α-ΕΥΘΥΜ10Σ στο πάνθεο των αγίων του Καθηγητή Νίκου Πετρόχειλου

κοντά του, κι εκείνη με πόδια που έτρεμαν από το τρακ και την καρδιά της να φτερουγίζει μες στο στήθος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.

Διαθεματική προσέγγιση στον Καβάφη μια απόπειρα διδακτικής προσέγγισης

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 13 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Α Περίοδος

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ. ο Βασιληάς οι Νύφες. η Μαύρη Δράκαινα

ΤΑΤΙΑΝΑ. θέλω..." Δεν πρέπει να θέλω! Ξέρω το πρέπει θα μου πεις δεν υπάρχει. Ή φλερτάρεις με το ρίσκο ή μένεις στο ίδιο σημείο μιά ζωή...

Τίτλος του διηγήµατος: Το γουρούνι µε τα ξύλινα ποδάρια

ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ... Αναρωτηθήκατε ποτέ, άραγε, γιατί αν όλ αυτά που θα θέλαμε

ο σούρουπο είχε απλώσει το σκοτεινό υφάδι του, κεντημένο με περισσή στοργή από τη μητέρα του, τη μαρμαρυγή. Τιτιβίσματα πτηνών ορμούσαν μες στην

Ξημέρωμα 18 Φεβρουαρίου 2012

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002

Λες, δεν διαφέρεις. Δεν είναι ομαδική παράκρουση, ο πόνος. Σκυμμένοι άνθρωποι, στα στασίδια.

Ο ΚΟΝΤΟΡΕΒΥΘΟΥΛΗΣ ΜΟΥ

«Λοιπόν, έχουμε και λέμε Αθανάσιος Παπανικολάου, ετών 99, Κωνσταντίνα η σύζυγος, τρία παιδιά, οχτώ εγγόνια»

Να µαστε λοιπόν µε καφέ και τσιγάρα στης φίλης µου της Ρίτας,

Η ΑΝΑΡΧΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑ Α

1 Μελογονής: Ο γλυκός σα μέλι γονέας. 2 Νικλιάνος: Ο καταγόμενος από αριστοκρατική και ισχυρή γενεά της Μάνης.

Κυκλοφορώ με ασφάλεια. Είχα ένα ποδήλατο πριν από δύο χρόνια και ήμουν η καλύτερη σ ολόκληρη τη χώρα

με περίμενε τόσο καιρό. σ εκείνη, λοιπόν

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ

Ελληνικά τραγούδια. Και θα χαθώ Μόνο στα όνειρα Όνειρο ζω Χέρια ψηλά Χωρίς αναπνοή... 6

7. Βύργερ, "Λεονώρα", στον τόμο: Λορέντζος Μαβίλης, Τα Έργα, Αλεξάνδρεια, εκδ. του λογ. περ. Γράμματα, 1915, σσ

Ιωάννά νοτάρά Χαμένες άγάπες

2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΔΑΦΝΗ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ JEANNE D ARC Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΙΤΛΟΣ : NADIFUS ILIBRIBUS

Κεφάλαιο 2. αβάλα στ άλογά τους, οι ιππότες πέρασαν

Μυρίζει Μπαρούτι. Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Πουλής. Βοηθός Σκηνοθέτη: Ντίνα Μαυρίδου

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Παραμύθια. που γράφτηκαν από εκπαιδευόμενους / ες του πρώτου επιπέδου κατά τη σχολική χρονιά στο 1ο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Λάρισας

Τριµηνιαία Έκδοση Β Ρ Α Β Ε Ι Ο Α Κ Α Η Μ Ι Α Σ Α Θ Η Ν Ω Ν

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ενορία Ι. Ν. Αγ. Αθανασίου Ευόσµου Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου-Λυκείου

Ασκήσεις ΙΙΙ Brno

τευχοσ 2 ΕΚΕΜΒΡΗΣ 2010 ! ΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΩΡΕΑΝ µυστικά κουτιά της Σύγχρονης Εποχής

Η ΩΡΑΙΑ ΗΜΕΡΑΣ ΤΗΣ ΖΟΖΕΦ ΚΕΣΕΛ. ... γ ι α τ ί ο έ ρ ω τ α ς κ ρ ύ β ε τ α ι σ τ ι ς λ έ ξ ε ι ς Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α

ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ... ΚΑΛΗΜΕΡΑ

Νησί που κανείς σεισμός δε θα σε καταπιεί μακρύ σαν πέτρινη μαγνητική βελόνη να δείχνεις το βοριά και το νότο της πορείας μας της ιστορίας του χρόνου

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΧΑΡ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ ΑΘΗΝΑ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ TΗΛ. (210) FAX: (210) pressoffice1@pasok.

Δανάη Τασιούλη ΔΙΔΥΜΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ. Η Στοιχειωμένη Μοίρα. εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ

Το μάτι του Ελέφαντα. Χριστόφορος Ακριτίδης

III. Ο γέρος που άκουγε τα ωραιότερα τραγούδια.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ 28 ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΕΡΩΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ (ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑ)

Διδαχες. Προτού γράψεις, σκέψου. Προτού κατακρίνεις, περίμενε. Προτού ξοδέψεις, κέρδισε. Προτού προσευχηθείς, συγχώρα,

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ

Πρακτικά της Βουλής των Αντιπροσώπων

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Παραμυθιά Τάξη Α Μάστορα Έλλη

Transcript:

1 ΚΕΝΝΕΘ ΣΩΓΕΡ ΓΚΟΥΤΜΑΝ «Η Σ Κ Ο Ν Η Τ Ο Υ Ρ Ο Μ Ο Υ» ιασκευή-σκηνοθετικές οδηγίες: ηµήτρης Ρήτας Υπεύθυνος Πολιτιστικών Θεµάτων ευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης Νοµού Καρδίτσας, Φιλόλογος, συγγραφέας, στιχουργός Τηλ. 6976074465

2 ΚΕΝΝΕΘ ΣΩΓΕΡ ΓΚΟΥΤΜΑΝ «Η ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΡΟΜΟΥ» ΠΡΟΣΩΠΑ 1. ΖΗΤΙΑΝΟΣ 2. ΘΕΙΑ ή ΘΕΙΟΣ 3. ΑΡΕΤΗ, οικοδέσποινα 4. ΗΜΗΤΡΗΣ, οικοδεσπότης 5. ΑΛΗΤΗΣ 6. ΠΑΙ ΙΑ, όλη η οµάδα των µαθητών που αποτελούν τη χορωδία του Σχολείου, η οποία θα πει τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια) ( Σαλόνι µιας πλούσιας κατοικίας. Μέσα στο σαλόνι κάθονται δυο γυναίκες, η Αρετή, η οικοδέσποινα και η θεία της. Η θεία είναι µια γυναίκα περασµένης ηλικίας. Κάθεται σε µια καρέκλα και πλέκει. Σε µια πολυθρόνα, δίπλα από ένα τραπέζι, στο µέσο του σαλονιού, κάθεται η Αρετή. Μια λάµπα ή ένα πορτατίφ πάνω στο τραπέζι για φωτισµό. Η Αρετή διαβάζει την Αγία Γραφή. Χριστουγεννιάτικη µουσική από το «Άγια νύχτα». Μετά από λίγο ακούγονται χτυπήµατα στην πόρτα) ΑΡΕΤΗ. Ποιος να είναι, θεία, τέτοια ώρα, µεσάνυχτα; ΘΕΙΑ. Να ανοίξω; ΑΡΕΤΗ. Ναι. Να πας. (Η θεία σιγά, σιγά πάει και ανοίγει την πόρτα. Εµφανίζεται ένας ζητιάνος, ξυπόλητος, µε µατωµένους επιδέσµους στα χέρια) ΖΗΤΙΑΝΟΣ. (Απλώνει το χέρι του) ώστε µου κάτι. ΑΡΕΤΗ. Ποιος είναι; ΘΕΙΑ. Ένας ζητιάνος. ΑΡΕΤΗ. ιώξε τον. ΖΗΤΙΑΝΟΣ. ώστε µου κάτι, σας παρακαλώ, πεινάω. (Η θεία δεν ξέρει τι να κάνει) ΑΡΕΤΗ. Τι θέλει; ΘΕΙΑ. Θέλει να του δώσουµε κάτι. Πεινάει. ΑΡΕΤΗ. ιώξε τον, σου είπα. ΘΕΙΑ. Φύγε, σε παρακαλώ. ΖΗΤΙΑΝΟΣ. Με συγχωρείτε, κυρία µου. Καλά Χριστούγεννα. (φεύγει) (Η θεία επιστρέφει σιγά, σιγά στη θέση της, λυπηµένη) Παρατήρηση. Ο ζητιάνος µπορεί και να µην εµφανιστεί και να µη γίνει ο ανωτέρω διάλογος θείας και ζητιάνου, ειδικότερα αν δεν υπάρχει άλλος ηθοποιός. ΑΡΕΤΗ. Λοιπόν, τι σου είπε; ΘΕΙΑ. Τίποτα, ευχαριστήθηκες τώρα; (κάθεται και πλέκει ξανά) ΑΡΕΤΗ. Και µε το παραπάνω. Αυτό µας έλειπε να µας ανησυχούν νυχτιάτικα.

3 ΘΕΙΑ. Όµως, θα πρεπε να κάνεις τον κόπο να του ρίξεις µια µατιά. ΑΡΕΤΗ. Γιατί; ΘΕΙΑ. Κρύωνε τόσο πολύ που έτρεµε ολόκληρος. ΑΡΕΤΗ. Ήταν νέος ή γέρος; ΘΕΙΑ. Νέος µε ρουφηγµένο πρόσωπο και πολύ αδύνατος. Όµως τέτοιο γεροντίστικο βλέµµα σαν το δικό του, δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή µου. ΑΡΕΤΗ. Πήγαινε, τώρα, στο κρεβάτι σου, θεία. (Η θεία σηκώνεται αργά, αργά, την πλησιάζει) ΘΕΙΑ. Τα χέρια του ήταν τυλιγµένα µε πανιά. Το αίµα, που τα είχε βρέξει από µέσα, διακρινόταν ξεκάθαρα. ΑΡΕΤΗ. Ε, και τι µ αυτό; εν µπορούµε να ταϊζουνε όλους τους ζητιάνους που µας χτυπάνε την πόρτα. (Η θεία πάει στο παράθυρο και κοιτάει έξω) ΘΕΙΑ. Να τος. εν αποµακρύνθηκε ακόµα. Να τον φωνάξει να έρθει να του δώσουµε κάτι να φάει; ΑΡΕΤΗ. Γύρνα στο κρεβάτι σου σού λέω κι άσε µε ήσυχη να διαβάσω την Αγία Γραφή, ώσπου να ρθει ο ηµήτρης, ο άντρας µου. (αυστηρά) ΘΕΙΑ. Πάω, καλά πάω. (κάνει να προχωρήσω, αλλά ξαναγυρνάει) Μ έβαλες σε σκέψεις, κυρία Αρετή, µ έβαλες πάλι σε σκέψεις. ΑΡΕΤΗ. Τώρα παράτα τα λόγια και πήγαινε να κοιµηθείς, είναι ήδη περασµένα µεσάνυχτα. ΘΕΙΑ. Καλά πάω. (προχωράει αργά, γυρίζει προς την Αρετή) Αν έλεγαν οι άνθρωποι τα όσα κρύβουν µέσα τους. ΑΡΕΤΗ. Τι θέλεις να πεις; ΘΕΙΑ. Καταλαβαίνεις πολύ καλά τι θέλω να πω. ΑΡΕΤΗ. Όχι, δεν καταλαβαίνω. Τι θέλεις να πεις; ΘΕΙΑ. Αν άνοιγα το στόµα µου τώρα κι έλεγα τα όσα θυµάµαι, τι θα λεγες τότε; ΑΡΕΤΗ. εν θα σε πίστευε κανείς. ΘΕΙΑ. Ούτε κι εγώ θα ζητούσα να µε πιστέψουν. Αν εσύ κι ο ηµήτρης, ο άντρας σου ξεχάσατε τα όσα έγιναν µέσα σ αυτό εδώ το δωµάτιο, εγώ τα θυµάµαι και τα θυµάµαι πολύ καλά. ΑΡΕΤΗ. Τίποτα δεν έγινε µέσα σ αυτό το δωµάτιο. ΘΕΙΑ. Έγιναν και τα όσα έγιναν, τα είδα µε τα ίδια µου τα µάτια. ΑΡΕΤΗ. Τι είδες, λοιπόν; ΘΕΙΑ. Εκείνες τις τρεις χιλιάδες δολάρια που µετρήθηκαν πάνω σ αυτό εδώ το τραπέζι. Ξέρω ποιος σας τα έδωσε και γιατί σας τα έδωσε. ΑΡΕΤΗ. Πήγαινε αµέσως στο κρεβάτι σου. (αυστηρά) ΘΕΙΑ. Πάω, καλά πάω. ΑΡΕΤΗ. Όλο πας λες κι όλο εδώ είσαι ακόµα. ΘΕΙΑ. Πάω. Καλά πάω. Ακούς εκεί να µην καταδεχθεί να βοηθήσει έναν πεινασµένο ζητιάνο και µάλιστα σε µια νύχτα Χριστουγέννων. (φεύγοντας, µονολογώντας, χαµηλόφωνα) ΑΡΕΤΗ. Τι µουρµουρίζεις πάλι; ΘΕΙΑ. Τίποτα, τίποτα

4 Ακούς εκεί να διώξει τον ζητιάνο, χριστουγεννιάτικα. Κρίµα που κρατάει στα χέρια της και την Αγία Γραφή. (χαµηλόφωνα) ΑΡΕΤΗ. Παράτα τη µουρµούρα και πήγαινε για ύπνο, σου είπα. (πιο αυστηρά) ΘΕΙΑ. Πάω. Καλά πάω. Καληνύχτα και καλά Χριστούγεννα. ΑΡΕΤΗ. Καληνύχτα και καλά Χριστούγεννα. (Στη σκηνή, αφού φύγει η θεία, µένει µόνη της η Αρετή. Ακούγεται η χριστουγεννιάτικη µουσική από το τραγούδι «Άγια νύχτα». Η Αρετή, καθισµένη στην αναπαυτική της καρέκλα, συνεχίζει να διαβάζει την Αγία Γραφή. Ο άλλος χώρος του σαλονιού είναι µισοφωτισµένος) (Ακούγεται θόρυβος που προέρχεται από το άνοιγµα της πόρτας. Εµφανίζεται ο αλήτης. Ίσα, ίσα που διακρίνεται γιατί υπάρχει λίγο φως. Είναι ντυµένος µε κουρελιασµένα ρούχα. Είναι όπως ένας ζητιάνος. εν προχωράει προς το εσωτερικό του σαλονιού. Η Αρετή νοµίζει ότι είναι ο άντρας της. Χωρίς να γυρίσει προς το µέρος της πόρτας) ΑΡΕΤΗ. Άργησες να ρθεις. ΑΛΗΤΗΣ. Ίσως να ναι κι έτσι. (Ο ζητιάνος ξανακάνει θόρυβο στην πόρτα) ΑΡΕΤΗ. Τι σ έπιασε και χαλάς τον κόσµο. Θα ξυπνήσεις τη θεία και θα ξανακατέβει στο σαλόνι. ΑΛΗΤΗΣ. Μπα, δεν χάλασε κι ο κόσµος. ΑΡΕΤΗ. Τι έπαθε η φωνή σου, σα να άλλαξε. ΑΛΗΤΗΣ. Φταίει η υγρασία. ΑΡΕΤΗ. Για έλα πιο κοντά. Πρώτη φορά σ ακούω να µιλάς έτσι. ΑΛΗΤΗΣ. Φυσικά, αφού πρώτη φορά σου µιλάω. (Η Αρετή σηκώνεται, κοιτάζει τον αλήτη και τροµάζει. Οπισθοχωρεί) ΑΡΕΤΗ. Θεός φυλάξοι. Σε πέρασα για τον άντρα µου. ΑΛΗΤΗΣ. Μη φοβάσαι. ΑΡΕΤΗ. Στάσου. Αν κάνεις ένα βήµα ακόµα, Θα µπήξω τις φωνές. ΑΛΗΤΗΣ. Μη φοβάσαι. ΑΡΕΤΗ. Ποιος είσαι; ΑΛΗΤΗΣ. Ποιος ο λόγος να το µάθεις; ΑΡΕΤΗ. Πες µου ποιος είσαι, τι θες και βγες αµέσως από το σπίτι µου. Και µη θαρρείς πως σε φοβάµαι. ΑΛΗΤΗΣ. Βλέπω, είσαι τολµηρή γυναίκα. ΑΡΕΤΗ. Έχω λόγους να είµαι. Ο άντρας µου, βλέπεις, µ αφήνει µόνη ως αργά τη νύχτα και οι ζητιάνοι τριγυρνάνε στα σκοτάδια σαν ποντίκια. ΑΛΗΤΗΣ. Μιλάς µε θάρρος και η φωνή σου έχει κρυστάλλινους τόνους. Θαρρώ πως δεν θα µ αρνηθείς να µοιραστώ τη ζεστασιά της φωτιάς σου. Και κάτι παραπάνω. ΑΡΕΤΗ. Τι θέλεις να πεις; ΑΛΗΤΗΣ. Θα µου προσφέρεις κάτι ζεστό να πιω, γιατί έχω ξεπαγιάσει. ΑΡΕΤΗ. Κάνεις λάθος, άνθρωπέ µου. Θα σου δείξω την πόρτα να φύγεις κι ύστερα θα λύσω το σκυλί για να σε κυνηγήσει. ΑΛΗΤΗΣ. Κι αυτό λέγεται Χριστουγεννιάτικη φιλοξενία; ΑΡΕΤΗ. Ποιος είσαι;

ΑΛΗΤΗΣ. Σκόνη του δρόµου, αγαπητή µου, σκόνη σαν τον κάθε άνθρωπο. Σκόνη και µια σπίθα φωτιάς. ΑΡΕΤΗ. Η όψη σου δείχνει αλήτη ή κάτι χειρότερο ακόµα. ΑΛΗΤΗΣ. Ώστε αλήτης, λοιπόν; εν πειράζει. Τούτο το όνοµα µού πάει µια χαρά. ΑΡΕΤΗ. εν έχεις καµιά δουλειά µέσα σ ένα ξένο σπίτι και µάλιστα νυχτιάτικα. ΑΛΗΤΗΣ. (Κάθεται σαν στο σπίτι του, βγάζει τσιγάρο ή το τσιµπούκι του, σκαλίζει τον καπνό του και το ανάβει) Θα αργήσει ο άντρας σου; ΑΡΕΤΗ. Τον περιµένω από στιγµή σε στιγµή. ΑΛΗΤΗΣ. Ωραία. ΑΡΕΤΗ. Αν σκέπτεσαι να µας κλέψεις, καλύτερα να βιαστείς. ΑΛΗΤΗΣ. Μη σε φοβίζει αυτή η σκέψη. Τα ασηµένια κουτάλια σας δεν µ ενδιαφέρουν. Μπορεί να είµαι ένας άτιµος χαρακτήρας, ένας ληστής της νύχτας, ένας προδότης της φιλίας, όµως, για να ξέρεις, έχω άλλους σκοπούς, δεν βρίσκοµαι εδώ για κακό. ΑΡΕΤΗ. Σπουδαία δικαιολογία. Και τι θα πει ο άντρας µου, όταν του µυρίσει ο καπνός σου; ΑΛΗΤΗΣ. Θα περιµένω να δω τον ίδιο. ΑΡΕΤΗ. Για να σου δώσει ένα γερό ξύλο. ΑΛΗΤΗΣ. Κι όµως θα τον περιµένω. (Ο αλήτης κουνά το πόδι του) ΑΡΕΤΗ. Η απάθειά σου δεν λέγεται. Κουνάς το πόδι σου σα να µην τρέχει τίποτα. ΑΛΗΤΗΣ. Σκέφτοµαι τα όσα έχω να σου πω, ώσπου να ρθει εκείνος. ΑΡΕΤΗ. εν θα χεις καιρό να σκεφθείς, όταν θα νιώσεις τα δόντια σου σπασµένα από τις γροθιές του. ΑΛΗΤΗΣ. (Μιλώντας αργά µε παγερή φωνή) Γιατί, κυρία Αρετή, τον έδιωξες εκείνον τον ζητιάνο που πέρασε, πριν λίγο, από το σπίτι σου; ΑΡΕΤΗ. Ώστε ξέρεις και το όνοµά µου; ΑΛΗΤΗΣ. Ναι, το ξέρω. Είναι όνοµα υποκριτικό και παγερό σαν και την καρδιά σου, κυρία µου. Ο τρόπος που µιλάς και κοιτάζεις κρύβει εγκληµατική αδιαφορία, αγαπητή µου. ΑΡΕΤΗ. Ευχαριστώ για την φιλοφρόνηση, κύριε αλήτη. ΑΛΗΤΗΣ. Γιατί τον έδιωξες; ΑΡΕΤΗ. Ποιον; ΑΛΗΤΗΣ. Τον πεινασµένο ζητιάνο που είχε επιδέσµους στα χέρια και στα πόδια. ΑΡΕΤΗ. Κι εσένα τι σε νοιάζει; ΑΛΗΤΗΣ. (Αφηγηµατικά). Βρισκόµουν έξω εκεί στον δρόµο. Τον είδα να χτυπάει την πόρτα σου που άνοιξε λίγο και έκλεισε ξανά. Έπειτα τον είδα που έφευγε ολόϊδια, όπως φεύγει από χιλιάδες άλλες πόρτες. ΑΡΕΤΗ. Θα είναι κανένας φίλος σου. ΑΛΗΤΗΣ. Ήταν κάποτε. ΑΡΕΤΗ. Κατά τα φαινόµενα τα βρήκε σκούρα στη ζωή του και δεν έκανε λεφτά. ΑΛΗΤΗΣ. Εύκολα βρίσκει κανείς λεφτά και µερικές φορές πιο εύκολα από όσο νοµίζεις. Άκου τις τσέπες µου. 5

6 (Κουδουνίζει τα νοµίσµατα που έχει στις τσέπες του) ΑΡΕΤΗ. Πλήρωσέ τον, λοιπόν, να τον βγάλεις από τον κόπο να χτυπάει τις ξένες πόρτες και να ζητιανεύει. ΑΛΗΤΗΣ. εν είναι και τόσο εύκολο, όσο νοµίζεις, να πληρωθεί το χρέος. Μια φορά το χρόνο βαδίζω τον ίδιο δρόµο µαζί του. Τον ακολουθώ µε τα λεφτά στο χέρι. Τον συνάντησα στη δική σου εξώπορτα και του τα προσέφερα. Εκείνος όµως γύρισε το κεφάλι του αλλού. Θα θελες να δεις τα νοµίσµατα; (Βάζει το χέρι του στην τσέπη µε τα νοµίσµατα). ΑΡΕΤΗ. (Η Αρετή κάνει κίνηση ότι δεν θέλει να τα δει) ΑΛΗΤΗΣ. Πρέπει να τα δεις. (Τα βγάζει και τα δείχνει) Τριάντα αργύρια βγαλµένα στο Ρωµαϊκό Νοµισµατοκοπείο της Ιερουσαλήµ. (Ο αλήτης προχωράει σιγά, σιγά προς το µέρος της Αρετής, δείχνοντας τα νοµίσµατα που κρατά) ΑΡΕΤΗ. (Τα χάνει κοιτώντας τα λεφτά) Με τροµάζεις. Τι είναι εκείνες οι κηλίδες; ΑΛΗΤΗΣ. Αίµα, αγαπητή µου. Είναι µατωµένα λεφτά. ΑΡΕΤΗ. Αίµα; Τίνος αίµα; ΑΛΗΤΗΣ. Εκείνου που χτύπησε την πόρτα σου. ΑΡΕΤΗ. Και τι ζητούσε; ΑΛΗΤΗΣ. εν ζητούσε. Ήρθε να δώσει. ΑΡΕΤΗ. Υπάρχει ζητιάνος που µπορεί να δίνει αντί να παίρνει; ΑΛΗΤΗΣ. Ναι, υπάρχει, αλλά εσύ δεν µπορείς να καταλάβεις. ΑΡΕΤΗ. Και τώρα υποθέτω ότι κάτι θα έχεις να µου δώσεις. ΑΛΗΤΗΣ. Ναι, έχω. Έχω κάτι που δεν θα σου άρεσε να πάρεις. ΑΡΕΤΗ. Ουφ. Τίποτα συµβουλές θα είναι. Είναι το φθηνότερο πράγµα που ξέρω. ΑΛΗΤΗΣ. Κάθισε. (Η Αρετή δεν υπακούει) Κάθισε, είπα. (επιτακτικά) (Η Αρετή υπακούει και κάθεται) Όποια πόρτα χτυπάει ο άνθρωπος µε τα µατωµένα χέρια, την ξαναχτυπάει Εκεί που γι αυτόν είναι κλειστά, εγώ τα βρίσκω ξεκλείδωτα. Όµως, αν ανοίξει η πόρτα γι αυτόν, εγώ µένω απέξω. Κι αυτή είναι η χαρά µου. Ω, έχω κι εγώ τις παραξενιές µου, όπως κι ο κάθε άνθρωπος. Εσύ, βέβαια, δεν µε καταλαβαίνεις. ΑΡΕΤΗ. Καθόλου. ΑΛΗΤΗΣ. εν πειράζει. Όταν, όµως, ξαναχτυπήσει την πόρτα σου, άσε τον να µπει. ΑΡΕΤΗ. Τι θέλεις να πεις; ΑΛΗΤΗΣ. Άσε τον να µπει, σού λέω. Σώσε τη χαρά της ζωής µες στην καρδιά σου. (Ακούγονται βήµατα απ έξω και σπρώξιµο της πόρτας) ΗΜΗΤΡΗΣ. (Απ έξω). Έι, άνοιξέ µου, Αρετή, µ ακούς; Ξύπνα κι άνοιξέ µου την πόρτα. ΑΡΕΤΗ. Είναι ο ηµήτρης, ο άντρας µου. ΑΛΗΤΗΣ. Άνοιξέ του.

7 (Η Αρετή τρέχει προς την πόρτα και την ανοίγει. Μπαίνει ο άντρας της κι εκείνη κρεµιέται από το χέρι του. Ο αλήτης εξαφανίζεται ως δια µαγείας) ΑΡΕΤΗ. ηµήτρη, ηµήτρη. ΗΜΗΤΡΗΣ. Τι σου ρθε και κάνεις έτσι, γυναίκα; Θα µου σχίσεις το σακάκι. ΑΡΕΤΗ. ιώξτον. (Αυτά τα λέει δείχνοντας µε το ένα της το χέρι την καρέκλα, όπου καθόταν ο αλήτης, χωρίς όµως να κοιτάει προς τα εκεί. Με το άλλο της χέρι συνεχίζει να τον τραβάει από το µανίκι) ΗΜΗΤΡΗΣ. Ποιον να διώξω; ΑΡΕΤΗ. Εκείνον τον άνθρωπο. Εκείνον εκεί. Τον φοβάµαι.(φοβισµένη) ( εν στρέφει το βλέµµα της προς το µέρος όπου καθόταν ο αλήτης) ΗΜΗΤΡΗΣ. Μα για ποιον λες; ΑΡΕΤΗ. Μπήκε µέσα χωρίς να χτυπήσει την πόρτα, απρόσκλητος. Τον πέρασα για σένα. Είναι φοβερός σου λέω, δεν είναι στα καλά του. Κοίτα τα µάτια του. ιώξτον, σε παρακαλώ. (τα λέει γρήγορα και φοβισµένα) ΗΜΗΤΡΗΣ. Για έλα στα συγκαλά σου. Τι είναι αυτά που λες; ΑΡΕΤΗ. Εκεί, εκεί στο τραπέζι καθόταν.(τροµοκρατηµένη) ΗΜΗΤΡΗΣ. Εδώ δεν βρίσκεται κανείς άλλος, εκτός από µένα και σένα. (Η Αρετή σιγά, σιγά στρέφει το κεφάλι στο µέρος, όπου ήταν ο αλήτης. εν βλέπει τον αλήτη και νιώθει µεγάλη έκπληξη) ΑΡΕΤΗ. Πώς; εξαφανίστηκε! ΗΜΗΤΡΗΣ. Νύσταξες, φαίνεται, περιµένοντάς µε και σε πήρε ο ύπνος. Θα είδες κάποιον εφιάλτη που σε τρόµαξε. Αυτό είναι όλο. Όµως δεν θα πρεπε να µένεις τόσο αργά περιµένοντας εµένα. ΑΡΕΤΗ. Μα στ ορκίζοµαι τον είδα. ΗΜΗΤΡΗΣ. Όρκους θα παίρνεις µόνο εκείνους που θα σου λέω εγώ. Πήγαινε τώρα στο κρεβάτι να κοιµηθείς. ΑΡΕΤΗ. (Σε άλλο ύφος) Πού ήσουν; ΗΜΗΤΡΗΣ. Στην εκκλησία. ΑΡΕΤΗ. Τι έκανες τέτοια ώρα στην εκκλησία; ΗΜΗΤΡΗΣ. Είχα µια συνεδρίαση επιτρόπων. Ύστερα περπάτησα ως εδώ, σιγά, σιγά. ΑΡΕΤΗ. Αποφάσισες τι θα κάνουµε; ΗΜΗΤΡΗΣ. Πήγαινε τώρα να κοιµηθείς κι άσε µε να σκεφθώ. Θα σου πω το πρωί. ΑΡΕΤΗ. Καλά, πάω. Καληνύχτα. (πάει προς την εσωτερική πόρτα) ΗΜΗΤΡΗΣ. Για κοίτα εδώ. ΑΡΕΤΗ. Τι θέλεις; ΗΜΗΤΡΗΣ. Θα κρατήσεις το στόµα σου κλειστό; ΑΡΕΤΗ. Ναι. (Κάνει κίνηση σα να θέλει να του πει κάτι ακόµα) ΗΜΗΤΡΗΣ. Πήγαινε τώρα κι άσε µε να σκεφθώ. (Ο ηµήτρης κάθεται σε µια καρέκλα, δίπλα από το γραφείο. Σκέπτεται, έχοντας το κεφάλι του ανάµεσα στα δυο του χέρια. Ακούγεται χριστουγεννιάτικη µουσική. Μετά από λίγο, ο αλήτης ξαναεµφανίζεται) ΑΛΗΤΗΣ. Λοιπόν, ηµήτρη, άσχηµο πράγµα να σκέπτεται κανείς την επιορκία και την κλεψιά χριστουγεννιάτικα. Έτσι δεν είναι; ΗΜΗΤΡΗΣ. (Ξαφνιάζεται)

8 Θεέ µου, ποιος µου µιλάει; ΑΛΗΤΗΣ. Ένας κατεργάρης χειρότερος από σένα. ΗΜΗΤΡΗΣ. (Σηκώνεται, διακρίνει τον αλήτη) Ώστε δεν έβλεπε όνειρο η γυναίκα µου, ε; ΑΛΗΤΗΣ. Όσο ονειρεύεσαι κι εσύ τώρα. ΗΜΗΤΡΗΣ. Την τρόµαξες ε; Στάσου να σου δείξω εγώ τώρα. (ανεβάζει τα µανίκια του µε πρόθεση να τον χτυπήσει) ΑΛΗΤΗΣ. Της έδωσα µια µικρή συµβουλή, τίποτα παραπάνω. ΗΜΗΤΡΗΣ. Κι εγώ θα σου δώσω κάτι άλλο. (προχωρά απειλητικός) ΑΛΗΤΗΣ. Κάθισε. (επιτακτικά) ΗΜΗΤΡΗΣ. Τσακίσου και βγες από δω, αλλιώς θα σε πετάξω µε τις κλωτσιές. ΑΛΗΤΗΣ. Κάθισε, είπα. (Πιο επιτακτικά) ΗΜΗΤΡΗΣ. εν µπορείς να µε φοβίσεις ό,τι κι αν πεις. Είµαι τίµιος άνθρωπος, τίµιος σου λέω. ΑΛΗΤΗΣ. Το ίδιο ήµουν κι εγώ κάποτε. ΗΜΗΤΡΗΣ. Και τι θέλεις από µένα που να σε πάρει και να σε σηκώσει; ΑΛΗΤΗΣ. (Σηκώνει τα χέρια του ψηλά, κοιτάζοντας προς το µέρος των θεατών και µε ύφος ιεραποστολικό) Ουαί υµίν, γραµµατείς και φαρισαίοι, υποκριτές. Κάνουν µεγάλους σταυρούς και µετάνοιες στις εκκλησίες, για να φανούν καλοί χριστιανοί στους ανθρώπους. Ουαί υµίν, γραµµατείς και φαρισαίοι, υποκριτές. ΗΜΗΤΡΗΣ. Έτσι πες µου, ντε. Είσαι από εκείνους τους περιπλανώµενους ιεροκήρυκες. (µε ανακούφιση) ΑΛΗΤΗΣ. Όχι. Όµως ταξίδεψα πολύ κι έζησα καλύτερες µέρες στον καιρό µου. ΗΜΗΤΡΗΣ. Και δε µου λες; Πού θες να καταλήξεις τώρα; ΑΛΗΤΗΣ. Θα µάθεις σε λίγο. ΗΜΗΤΡΗΣ. Α µ, δεν το έχω σκοπό να σ ακούσω. ΑΛΗΤΗΣ. Κι όµως ξέρεις για ποιο πράγµα θα σου µιλήσω. ΗΜΗΤΡΗΣ. ηλαδή σαν τι πράγµα να ξέρω; Θα, θα, σου θα, θα (σηκώνει απειλητικά το χέρι να χτυπήσει τον αλήτη. Ο αλήτης αρπάζει το χέρι και το κατεβάζει, λέγοντας συγχρόνως) ΑΛΗΤΗΣ. Θα µ ακούσεις, ηµήτρη. Θα µ ακούσεις, γιατί αυτό που θα σου πω είναι πέρα για πέρα αληθινό και θα µε καταλάβεις. (ο διάλογός τους γίνεται σε πολύ έντονο ύφος, µαλώνουν) ΗΜΗΤΡΗΣ. Αν, αν σ έστειλε κανείς να µε ψαρέψεις, λάθος πόρτα χτύπησες, τ ακούς; Άσε που µπορώ να σας καταγγείλω και θα χετε κακά ξεµπερδέµατα και οι δυο σας. ΑΛΗΤΗΣ. (Μετά από µικρή παύση. Με αφηγηµατικό και σοβαρό ύφος) Είχες ένα φίλο, ηµήτρη. Έναν φίλο που τον αγαπούσες. Πολλές φορές σου εµπιστευόταν τα προβλήµατά της ζωής του και συ του φερνόσουν τόσο τίµια που έφτασε να σου έχει απόλυτη εµπιστοσύνη σε όλα. ΗΜΗΤΡΗΣ. Και γιατί να µη µου εµπιστεύονται οι άνθρωποι; Η τιµιότητά µου είναι αναµφισβήτητη. ΑΛΗΤΗΣ. Ήρθε σε σένα, σ αυτό εδώ το δωµάτιο. Ήταν άνοιξη σαν άρχισε ο πόλεµος. Εκείνος έφευγε για το µέτωπο. Όµως, πριν φύγει, σου έφερε κάτι λεφτά να τα φυλάξεις για το γιο του. ΗΜΗΤΡΗΣ. Ψέµα. (δυνατά χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι)

Αυτό είναι ψέµα πρωτάκουστο. Και µε ποιο δικαίωµα το παιδί νοµίζει ότι ο πατέρας του µου εµπιστεύθηκε χρήµατα για τον εαυτό του; Ούτε απόδειξη έχει, ούτε τίποτα. Πού βασίζεται λοιπόν κι απαιτεί κάτι παρόµοιο; ΑΛΗΤΗΣ. Έχεις δίκιο, ηµήτρη. Το παιδί δεν µπορεί να αποδείξει τίποτα. ΗΜΗΤΡΗΣ. Και πώς σου κατέβηκε η ιδέα ότι θ άφηνε ένας άνθρωπος τα λεφτά του, χωρίς να τα σιγουρέψει; ΑΛΗΤΗΣ. Τα άφησε, γιατί βασιζόταν στην εµπιστοσύνη που σου είχε. ΗΜΗΤΡΗΣ. εν είχα ποτέ αυτά τα χρήµατα. Ποτέ σου λέω. (Σκέπτεται. Ακούγεται πάλι χριστουγεννιάτικη µουσική. Βηµατίζει αργά, ανήσυχος και προβληµατισµένος. Ο αλήτης τον παρακολουθεί χωρίς να µιλά. Μετά από κάποιο χρονικό διάστηµα, µε ύφος που δείχνει ενοχή) Εσύ δηλαδή τι ξέρεις γι αυτό; ΑΛΗΤΗΣ. Τα τύµπανα του πολέµου ούρλιαζαν στο δρόµο. Ο φίλος σου ήταν ντυµένος µε τη στολή του λοχαγού. Εσύ καθόσουν εκεί που είσαι τώρα κι ο φίλος σου απέναντί σου. ίπλα σου ήταν η γυναίκα σου και η θεία της. ΗΜΗΤΡΗΣ. Ποιος στα είπε όλα αυτά; Τι πας να µου σκαρώσεις; ΑΛΗΤΗΣ. Ο φίλος σου άφησε τα λεφτά πάνω σ αυτό το τραπέζι. Ήταν τρεις χιλιάδες δολάρια, τριάντα εκατοδόλαρα. Τότε εκείνος σου είπε. «ηµήτρη, σου αφήνω αυτά τα χρήµατα. Σε περίπτωση που θα σκοτωθώ στον πόλεµο, θα θελα να τα δώσεις στο γιο µου, όταν γίνει εικοσιενός ετών, τη µέρα των Χριστουγέννων». Έπειτα σου δωσε το χέρι και σε αποχαιρέτησε. ΗΜΗΤΡΗΣ. Πώς τα ξέρεις όλα αυτά; ΑΛΗΤΗΣ. Από τη µια µεριά, ηµήτρη, ήθελες να φανείς συνεπής στην υποχρέωσή σου, από την άλλη όµως τα δολάρια σε τραβούσαν σα µαγνήτης, δεν ήθελες να τα αποχωριστείς. Ο φίλος σου δεν γύρισε ποτέ. ιάβασες το όνοµά του στον κατάλογο των σκοτωµένων. Αυτό σ έκανε να σκέφτεσαι διαρκώς το παιδί και τα λεφτά του. Τα χρόνια περνούσαν. Το παιδί άρχισε να µεγαλώνει και να κερδίζει το ψωµί του. Το παρατηρούσες που µεγάλωνε κι αναρωτιόσουν αν υποπτευόταν τίποτα. Την περασµένη βδοµάδα θυµήθηκες ότι τα λεφτά πρέπει να τα δώσεις αύριο τη µέρα των Χριστουγέννων. Σκέφθηκες τότε και τον τόκο που έπρεπε να δώσεις, γιατί χρησιµοποίησες τα λεφτά κι έβγαλες κέρδος. Το ποσό που µαζεύτηκε σε τρόµαξε. Τώρα σκέφτεσαι να κρατήσεις τα λεφτά για τον εαυτό σου, αφού κανείς δεν µπορεί να αποδείξει ότι τα έχεις εσύ. ΗΜΗΤΡΗΣ. Και βέβαια δεν µπορεί κανείς να το αποδείξει. Η γυναίκα µου και η θεία της µπορούν να ορκιστούν ότι ποτέ δεν τα πήρα. ΑΛΗΤΗΣ. Κι αυτό γίνεται. ΗΜΗΤΡΗΣ. Το παιδί δεν έχει καµιά απόδειξη να φέρει. ΑΛΗΤΗΣ. Καµιά. ΗΜΗΤΡΗΣ. εν ξέρω ποιος σου τα είπε όλα αυτά, αλλά αν προσπαθείς να µ εκβιάσεις, στρίβε από δω, πριν σε πάρει και σε σηκώσει. ΑΛΗΤΗΣ. εν θα σε ξαναενοχλήσω όποια απόφαση κι αν πάρεις. ΗΜΗΤΡΗΣ. Τότε γιατί ήρθες εδώ νυχτιάτικα, δεν µου λες; ΑΛΗΤΗΣ. Να σε συµβουλέψω να δώσεις τα λεφτά µε τη θέλησή σου. ΗΜΗΤΡΗΣ. Χα, χα. Τίποτα άλλο; ΑΛΗΤΗΣ. Τίποτα. ΗΜΗΤΡΗΣ. ε µου λες; τι σόι πράγµα είσαι του λόγου σου, ξένε; 9

10 ΑΛΗΤΗΣ. Πλησίασε πιο κοντά. ΗΜΗΤΡΗΣ. Κι από δω καλά σε βλέπω. ΑΛΗΤΗΣ. Έλα κοντά και κοίταξέ µε. Μ έχεις ξαναδεί ποτέ σου; ΗΜΗΤΡΗΣ. Ευτυχώς που δεν σ έχω ξαναδεί. ΑΛΗΤΗΣ. Κοίταξέ µε στα µάτια. (Ο αλήτης τον πλησιάζει) ΗΜΗΤΡΗΣ. Μοιάζουν σα µάτια γάτας. Έχουν µια φλόγα µέσα τους. ΑΛΗΤΗΣ. Φλόγα από το ηλιοβασίλεµα του Γολγοθά. (Τον πλησιάζει ακόµα πιο κοντά) Κοίταξε τώρα το λαιµό µου! ΗΜΗΤΡΗΣ. (Οπισθοχωρώντας) Αυτά τα σηµάδια τα έχω ξαναδεί σε κάποιον άνθρωπο. ΑΛΗΤΗΣ. Κρεµάστηκα µονάχος µου από ένα γυµνό και ανεµοδαρµένο δέντρο στην πλαγιά ενός έρηµου λόφου. Άκου. (κουνάει τα λεφτά µέσα στην τσέπη του) ΗΜΗΤΡΗΣ. Ήχος από νοµίσµατα. ΑΛΗΤΗΣ. Ναι, τριάντα αργύρια φτιαγµένα στο Ρωµαϊκό Νοµισµατοκοπείο της Ιερουσαλήµ. Αυτά είναι το τίµηµα της ψυχής µου. Εικοσιένα ολάκερους αιώνες η ανθρωπότητα βαδίζει πάνω στα χνάρια του κακού που έκαναν αυτά. ΗΜΗΤΡΗΣ. Για όνοµα του Θεού, πες µου ποιος είσαι; ΑΛΗΤΗΣ. Ένας που ξέρει πολύ καλά το τίµηµα της πράξης που πας να κάνεις. Είµαι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. (Προχωρεί λίγο ακόµη προς τον ηµήτρη που πέφτει αποκαµωµένος στην καρέκλα) ΗΜΗΤΡΗΣ. Άσε µε µόνο σου λέω, άσε µε µόνο.(σκέφτεται) (Ο αλήτης τον αφήνει για λίγο. Ύστερα τον πλησιάζει και µε άλλο ύφος) ΑΛΗΤΗΣ. Ήσουν ένας τίµιος άνθρωπος, ηµήτρη. Η θαλπωρή του ήλιου σού ζέσταινε την ψυχή και τα πουλιά σου κελαϊδούσαν, όταν διάβαινες τα χωράφια. Αγνάντευες περήφανος τους κόκκινους λόφους, όταν χάραζε η αυγή, και λάµπανε τα µάτια σου, όταν κοίταζες τη µενεξεδένια δύση. Οι άνθρωποι σε γλυκοχαιρετούσαν στο δρόµο και τα παιδιά σού χαµογελούσαν, όταν τα προσπερνούσες. Όλα αυτά γίνονταν πριν λίγο. Τι έπαθες τώρα; Τι σ έκανε να χάσεις τη χαρά της ζωής για τριάντα αργύρια; ΗΜΗΤΡΗΣ. Παράτα µε, σκλήρυνε η καρδιά µου. Τα λεφτά είναι το παν στον κόσµο. Και τι µε νοιάζουν εµένα τα κελαϊδίσµατα των πουλιών; Παράτα µε κι άσε µε να πουλήσω την ψυχή µου στο διάολο, αν το θέλω. Είναι δική µου δουλειά να πουληθώ, κατάλαβες; (οργισµένα) ΑΛΗΤΗΣ. Ναι. ική σου δουλειά. ικός σου λογαριασµός να πουληθείς ξανά και ξανά, αφού σ αρέσει. Όµως δεν είναι µόνο η ψυχή σου που πουλάς, ηµήτρη, από την οποία ό,τι κι αν πάρεις γι αντάλλαγµα, δεν συγκρίνεται µε τα όσα χάνεις. ΗΜΗΤΡΗΣ. Παράτα µε, σου λέω, παράτα µε. ΑΛΗΤΗΣ. Θα χάσεις τη χαρά των απλών πραγµάτων. Θα χάσεις την τρυφερή θλίψη που νιώθει κανείς, όταν βλέπει τα φθινοπωρινά φύλλα χρυσοκόκκινα να στρώνουν τις στράτες. εν θα χαίρεσαι το τραγούδι κάποιας γυναίκας, µήτε το γέλιο του µωρού ή το τριζοβόλισµα της φωτιάς στο τζάκι.

11 ΗΜΗΤΡΗΣ. εν έδωσα ποτέ σηµασία σε τέτοια πράγµατα. ΑΛΗΤΗΣ. Θα βαδίζεις µες στους ηλιόλουστους δρόµους και θα χεις µες στο στόµα σου τη γεύση της σκόνης. Μέσα στην καρδιά σου θα χεις µαύρη ερηµιά και σκοτάδι. Ξέρω πώς θα νιώθεις, ηµήτρη. ΗΜΗΤΡΗΣ. Και τι θέλεις να κάνω; ΑΛΗΤΗΣ. Να δώσεις τα λεφτά µε τη θέλησή σου. ΗΜΗΤΡΗΣ. Και συ τι έχεις να κερδίσεις α αυτό; Για τίνος λογαριασµό δουλεύεις; ΑΛΗΤΗΣ. Όταν σώζω εδώ κι εκεί ανθρώπους απ αυτό το γλίστρηµα, ξεπληρώνω το µεγάλο χρέος. ΗΜΗΤΡΗΣ. Για ποιο χρέος µιλάς; ΑΛΗΤΗΣ. Σώζοντας εσένα απ αυτό που πας να κάνεις, τινάζω λίγη σκόνη απ τα σκαλιά της ζωής. Είναι µεγάλο το χρέος που πρέπει να ξεπληρωθεί, ηµήτρη, κι εγώ έχω µια µέρα το χρόνο ελεύθερη, µια µέρα µοναχά για να ψάξω. ΗΜΗΤΡΗΣ. Παράτα µε, παράτα µε, σου λέω. ΑΛΗΤΗΣ. Θα µπορούσες να ληστέψεις κι εµένα; ΗΜΗΤΡΗΣ. Άσε µε να σκεφθώ σου λέω, άσε µε να σκεφθώ. (Ο αλήτης σιγά, σιγά εξαφανίζεται. Ακούγεται πάλι χριστουγεννιάτικη µουσική. Παρεµβάλλεται κάποιο χρονικό διάστηµα. Από την εσωτερική πόρτα µπαίνει η Αρετή. Ο ηµήτρης κάθεται σκεφτικός µε το κεφάλι του χωµένο ανάµεσα στα χέρια του. Τον σκουντάει. Ο ηµήτρης είναι απορροφηµένος στις σκέψεις του. Η Αρετή πάει στο παράθυρο και κοιτάει έξω. Ξαναγυρίζει κοντά του, ενώ η µουσική συνεχίζει να παίζει. Τον ξανασκουντάει. Όταν υπάρχει διάλογος δεν ακούγεται η µουσική) ΑΡΕΤΗ. ηµήτρη, ηµήτρη, κοιµάσαι; ΗΜΗΤΡΗΣ. (Ξαφνιασµένος) Ε; Όχι. ΑΡΕΤΗ. Γιατί δεν ήρθες στο κρεβάτι; Κοντεύει να ξηµερώσει. ΗΜΗΤΡΗΣ. (Σηκώνεται) Σκεφτόµουνα, Αρετή, σκεφτόµουνα. ΑΡΕΤΗ. Τι σκεφτόσουνα; ΗΜΗΤΡΗΣ. Σκεφτόµουνα την επιορκία και την κλεψιά τώρα που ξηµερώνουν Χριστούγεννα. Σκεφτόµουνα το πούληµα της ψυχής µου για τριάντα αργύρια. Ευτυχώς όµως που δεν την πούλησα ακόµα. (χαρούµενος) ΑΡΕΤΗ. Τι αποφάσισες; ΗΜΗΤΡΗΣ. Το παιδί θα πάρει τα λεφτά του στο ακέραιο. Είµαι τίµιος άνθρωπος, Αρετή, είµαι τίµιος σου λέω. ΑΡΕΤΗ. Πολύ χαίροµαι, ηµήτρη, που το ακούω. ΗΜΗΤΡΗΣ. Το παιδί θα πάρει τα λεφτά του και µε τόκο. ΑΡΕΤΗ. Θα θελα να σου εξοµολογηθώ κι εγώ κάτι. ΗΜΗΤΡΗΣ. Σκεφτόσουν κι εσύ το ίδιο πράγµα; ΑΡΕΤΗ. Όχι τα λεφτά. Απόψε πέρασε από το σπίτι µας ένας πεινασµένος ζητιάνος κι εγώ τον έδιωξα. ΗΜΗΤΡΗΣ. Μην ανησυχείς. Θα ψάξουµε να τον βρούµε, θα τον φέρουµε σπίτι µας και τον βοηθήσουµε. Έλα εδώ. (Την παίρνει από το χέρι και πάνε µαζί στο παράθυρο. Κοιτούν έξω) Ξηµερώνει. Κοίτα έξω. Έχεις ξαναδεί τόσο όµορφη αυγή; ΑΡΕΤΗ. Όχι. Ποτέ µου δεν ξαναείδα τόσο όµορφη αυγή.

12 (Ακούγονται καµπάνες που χτυπούν χριστουγεννιάτικα) ΗΜΗΤΡΗΣ. Άκου. ΑΡΕΤΗ. Χτυπούν οι καµπάνες. ΗΜΗΤΡΗΣ. Χριστούγεννα. Ξηµερώνουν Χριστούγεννα. ΑΡΕΤΗ. Ναι, ξηµερώνουν Χριστούγεννα. ΗΜΗΤΡΗΣ. Χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα, Αρετή. ΑΡΕΤΗ. Χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα, ηµήτρη. Α, να και η θεία. Άκουσε τις καµπάνες και ήρθε να µας πει τις ευχές της. (Η θεία πλησιάζει, τους αγκαλιάζει) ΘΕΙΑ. Χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα, ηµήτρη. ΗΜΗΤΡΗΣ. Χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα, θεία. ΘΕΙΑ. Χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα, Αρετή. ΑΡΕΤΗ. Χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα, θεία. (Ακούγονται παιδικά κάλαντα) ΗΜΗΤΡΗΣ. Ακούτε. Ακούτε τα κάλαντα. ΑΡΕΤΗ. Είναι τα παιδιά της γειτονιάς που τραγουδούν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. ΗΜΗΤΡΗΣ. (Κοιτά από το παράθυρο να δει έξω). Έρχονται στο σπίτι µας. (Τα παιδιά χτυπούν την πόρτα) ΑΡΕΤΗ. Να ανοίξω, ηµήτρη; ΗΜΗΤΡΗΣ. Και το ρωτάς, Αρετή; Άνοιξε να µπουν µέσα τα παιδιά. (Η Αρετή ανοίγει την πόρτα) ΕΝΑ ΠΑΙ Ι. Να τα πούµε; ΗΜΗΤΡΗΣ. Να τα πείτε, παιδιά µου, να τα πείτε. Ελάτε µέσα. (Όλα τα παιδιά που αποτελούν τη χορωδία του Σχολείου µπαίνουν µε τα µουσικά τους όργανα. Ένα παιδί είναι ντυµένο Αγιοβασίλης. Έχει µια σακούλα καραµέλες και τις σκορπά στους θεατές-µαθητές του Σχολείου του. Από εδώ και στο εξής αρχίζει το µουσικό µέρος της χριστουγεννιάτικης σχολικής γιορτής µε τα παιδιά της χορωδίας. Οι πρωταγωνιστές-ηθοποιοί του σκετς µπορούν να παραµείνουν στη σκηνή και να συµµετέχουν στη χορωδία τραγουδώντας και παίζοντας κάποιο µουσικό όργανο, αν, φυσικά, ξέρουν να παίζουν. Εάν υπάρχουν γλυκά και µελοµακάρονα, να τα προσφέρει η Αρετή ως οικοδέσποινα. Έτσι θα δηµιουργηθεί µια ωραία χριστουγεννιάτικη γιορταστική ατµόσφαιρα) Παρατήρηση Όταν υπάρχει πρόβληµα αποµνηµόνευσης του κειµένου, κυρίως από τον αλήτη, τότε «κόβουµε» όσα θεωρούµε ότι δεν αλλοιώνουν το νόηµα του έργου. ΤΕΛΟΣ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ