ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της ΜΑΡΙΑΣ ΠΟΥΛΙΟΥ (Α.Μ. 2115) με θέμα:

Σχετικά έγγραφα
Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟ ΤΙΤΛΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος του Καθηγητού Ν. Κ. Κλαμαρή. Προλογικό σημείωμα της συγγραφέως...

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 9 Μαρτίου 2018 (OR. en)

16350/12 ΑΓΚ/γπ 1 DG D 2A

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

Πρακτικός οδηγός. Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο Σε Αστικές Και Εμπορικές Υποθέσεις

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0268(COD)

EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 24 Απριλίου 2014 (OR. en) 2013/0268 (COD) PE-CONS 30/14 JUSTCIV 32 PI 17 CODEC 339

ΙΙΙ. (Προπαρασκευαστικές πράξεις) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

SN 1316/14 AB/γομ 1 DG D 2A LIMITE EL

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

Το κείμενο του παρόντος εγγράφου είναι ίδιο με αυτό της προηγούμενης έκδοσης.

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Ε.Ε. Παρ.Ι(Ι), Αρ. 4349, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΙΣ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14798/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0076 (NLE) SOC 820 NT 29

14797/12 IKS/nm DG B4

University of Cyprus. From the SelectedWorks of Nikitas E Hatzimihail. Nikitas E Hatzimihail

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Έγγραφο συνόδου ΠΡΟΣΘΗΚΗ. στην έκθεση. Επιτροπή Νομικών Θεμάτων. Εισηγητής: Andrzej Duda A8-0017/2015

GSC.TFUK. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 9 Ιανουαρίου 2019 (OR. en) XT 21105/1/18 REV 1. Διοργανικός φάκελος: 2018/0427 (NLE) BXT 124

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

Το παρόν έγγραφο αποτελεί απλώς βοήθημα τεκμηρίωσης και τα θεσμικά όργανα δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14796/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0078 (NLE) SOC 818 ME 8 COWEB 155

ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ Διεθνείς Πτωχεύσεις

18475/11 ΔΠ/νκ 1 DG H 2A

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

όσον αφορά τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και άρχισε ευρεία διαβούλευση με τα κράτη μέλη και τους

Η επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσης για το οικογενειακό δίκαιο Μελλοντικές προοπτικές

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 1ης Δεκεμβρίου 2009 για τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού (2009/882/ΕΕ)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Η δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

10116/14 ΜΧΡ/νικ/ΚΣ 1 DG D 2B

Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 805/2004 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. της 21ης Απριλίου 2004

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

6812/15 ΑΒ/γπ 1 DG D 2A

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με συναδελφικούς χαιρετισμούς

2. Η προτεινόμενη οδηγία περί αφερεγγυότητας υπάγεται στη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

11917/1/12 REV 1 IKS+ROD+GA/ag,alf DG C1

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

PE-CONS 17/1/15 REV 1 EL

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΙΙΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ VI ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΕ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συμφωνία οικονομικής εταιρικής σχέσης ΕΕ-Ιαπωνίας Οδηγός

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 136/3 ΟΔΗΓΙΕΣ

τη γνώµη της Ευρωπαϊκής Οικονοµικής και Κοινωνικής Επιτροπής [1], Αποφασίζοντας σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης [2],

TREE.2 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 14 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0434 (COD) PE-CONS 17/19 AVIATION 13 PREP-BXT 28 CODEC 212

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της ΜΑΡΙΑΣ ΠΟΥΛΙΟΥ (Α.Μ. 2115) με θέμα: ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΟ ΕΝΔΟΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ- ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝ 44/2001, 805/2004, 1896/2006, 861/2007 ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2011/7/ΕΕ Κομοτηνή Δεκέμβριος 2017 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η επίτευξη των αρχών των Κοινότητας, ήτοι η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, και η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτούσαν νομοθετικές παρεμβάσεις στις υποθέσεις ιδιωτικού διεθνούς και αστικού δικονομικού δικαίου. Στα πρώτα χρόνια ίδρυσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Συνθήκη της Ρώμης δεν προέβλεπε ρητή βάση αρμοδιότητας των κοινοτικών οργάνων για να νομοθετούν, με αποτέλεσμα την υπογραφή διεθνών συμβάσεων μεταξύ των κρατών μελών, σύμφωνα με το αρ. 220 αυτής (μετέπειτα αρ. 293 ΣυνθΕΚ), που αναφερόταν μεταξύ άλλων στην «απλούστευση των διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων». Η διαδικασία αυτή οδήγησε στη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968, με τις διαδοχικές της τροποποιήσεις, ακολουθούμενη από τη Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ πρόσθεσε στον υφιστάμενο κοινοτικό πυλώνα δυο πυλώνες διακυβερνητικής συνεργασίας. Μέρος του τρίτου πυλώνα αποτέλεσε η «δικαστική συνεργασία» στις πολιτικές και ποινικές υποθέσεις, συνεχίζοντας στην πρακτική των διεθνών συμβάσεων, αλλά με άμεση διασύνδεση με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς (Βρυξέλλες ΙΙ). Με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ του 1999 ο ως άνω τρίτος πυλώνας ενσωματώθηκε στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και η 1 αναθεωρημένη Συνθήκη (ΣυνθΕΚ) προέβλεψε στο αρ. 65 ΣυνθΕΚ ρητές βάσεις νομοθετικής αρμοδιότητας των κοινοτικών οργάνων, αναφορικά με τη «βελτίωση και απλούστευση του συστήματος διασυνοριακής επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων», «τη συνεργασία κατά την αποδεικτική διαδικασία» και «την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων επί εξωδίκων υποθέσεων», την «προώθηση της συμβατότητας των κανόνων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, όσον αφορά τη σύγκρουση νόμων και δικαιοδοσίας» και την «εξάλειψη των εμποδίων για την ομαλή διεξαγωγή πολιτικών δικών, εν ανάγκη προωθώντας τη συμβατότητα των κανόνων πολιτικής δικονομίας που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη». Με τη Συνθήκη της Νίκαιας (2003) θεσμοθετήθηκε η συναπόφαση του Συμβουλίου με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αλλά και η λήψη αποφάσεων εντός του Συμβουλίου με ειδική πλειοψηφία αντί για την παραδοσιακή ομοφωνία, ενισχύθηκε δε ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που έχει την πρωτοβουλία της πρότασης αλλά και το συντονισμό της διαδικασίας. Με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας αντικαταστάθηκε το αρ. 65 από το αρ. 81 της ενοποιημένης ΣυνθΕΕ. Χωρίς ουσιαστικές αλλαγές, οι στόχοι της νομοθετικής διαδικασίας αφορούν στην «αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ των 1 Βλ. τις προτάσεις του Συμβουλίου στο «Σχέδιο προγράμματος μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων», EE αριθμ.c 12 της 15.1.2001, σελ. 7, καθώς επίσης και το Πρόγραμμα της Χάγης για την «ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση», EE αριθμ.c 53 της 3.3.2005, σελ. 11 (παράγραφος 3.2). 2

κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων αποφάσεων και στην εκτέλεσή τους», στη «διασυνοριακή επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων», στη «συμβατότητα των κανόνων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη όσον αφορά την άρση των συγκρούσεων ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο και τη δικαιοδοσία», στη «συνεργασία κατά την αποδεικτική διαδικασία», στην «άρση των εμποδίων στην ομαλή διεξαγωγή αστικών δικών, εν ανάγκη προωθώντας τη συμβατότητα των κανόνων πολιτικής δικονομίας που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη», αλλά και στην «ουσιαστική πρόσβαση στη δικαιοσύνη», στην «ανάπτυξη εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης των διαφορών» και στην «υποστήριξη της κατάρτισης των δικαστών και των άλλων λειτουργών και υπαλλήλων του τομέα απονομής της δικαιοσύνης». Η νομοθετική πρακτική των κοινοτικών οργάνων για την επίτευξη των ως άνω στόχων οδήγησε σε κανονισμούς διεθνούς δικαιοδοσίας και αναγνώρισης/εκτέλεσης αποφάσεων (βλ. Βρυξέλλες Ι και ΙΙ) και εφαρμοστέου δικαίου (βλ. Ρώμη Ι και ΙΙ), ή σε συνδυαστικές ρυθμίσεις (βλ. Κανονισμός 60/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4 Ιουλίου 2012 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημοσίων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, ΕΕ L201/107 της 2 27.7.2012). Περαιτέρω, θεσπίστηκαν κείμενα που αφορούν στην διασυνοριακή δικαστική συνεργασία [βλ. Καν 1206/2001 του Συμβουλίου της 28 Μαΐου 2001 για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, Καν 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13 Νοεμβρίου 2007 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων) σε αντικατάσταση του Καν 1348/2000, και Καν 1346/2000 του Συμβουλίου της 29 Μαΐου 2000 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας]. Αποτέλεσμα των νομοπαραγωγικών διαδικασιών ήταν μεταξύ άλλων, όπως θα διερευνηθεί στη συνέχεια, η περαιτέρω απλούστευση της διασυνοριακής εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων και άλλων εκτελεστών τίτλων αλλά και η εναρμόνιση του δικονομικού δικαίου για την ενίσχυση της είσπραξης των καθυστερημένων οφειλών. Μάλιστα, επιχειρηματικοί και νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν την περαιτέρω ενοποίηση των δικονομικών διατάξεων καθ εαυτών, προκειμένου να μειωθεί το κόστος της δικαστικής διεκδίκησης στην καθυστέρηση πληρωμών και να ενισχυθούν πρωτίστως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που χρεοκοπούν, επειδή δεν εισπράττουν εγκαίρως τις οφειλόμενες σ αυτές απαιτήσεις. Ο δικαστικός διακανονισμός των απαιτήσεων που συνδέονται με τις καθυστερήσεις πληρωμών στο ενδοκοινοτικό εμπόριο διέπεται σήμερα από τον Καν 1215/2012, σε αντικατάσταση του Καν 44/2001 για τη διεθνή 2 Βλ. περιγραφική/πληροφοριακή αναφορά σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο της κοινοτικής εννόμου τάξεως και σε νομοθετήματα του παράγωγου κοινοτικού δικαίου, στα πλαίσια της ανάπτυξης του θέματος «Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο της κοινοτικής εννόμου τάξεως- Προβλήματα και ιδιομορφίες» της Χρυσάφως Τσούκα, ΧρΙΔ Ε/2005, σελ. 786 επ. 3

δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, τον Καν 805/2004 για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, τον Καν 1896/2006 για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, τον Καν 861/2007 για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών και συμπληρώνεται από τις διατάξεις της Οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές. Γι αυτό η παρούσα εργασία θα προβεί στην ανάλυση των ως άνω νομοθετημάτων, επικεντρώνοντας στα βασικά τους χαρακτηριστικά και δίνοντας βάση κυρίως στις μεταξύ τους διαφορές και στην προσφορά κάθε νεώτερου νομοθετήματος σε σχέση με τα προηγούμενα στην προσπάθεια του πιστωτή να εισπράξει τις αξιώσεις του έναντι του οφειλέτη. 4

ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΣ ΤΙΤΛΟΣ Ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που άρχισε να ισχύει την η 1 Μαρτίου 2002, εκσυγχρόνισε τη διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας (exequatur) σε σχέση με τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, την οποία και αντικατέστησε, αλλά, δεν ήρε όλα τα εμπόδια και άφησε ενδιάμεσες διαδικασίες, που κωλύουν ή καθυστερούν την επίτευξη του στόχου της κυκλοφορίας των αποφάσεων στην Ε.Ε. Ήδη, στη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, είχε εκτιμηθεί ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων θα αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας εντός της Ένωσης. Όσον αφορά τις αστικές υποθέσεις το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε καλέσει για την περαιτέρω μείωση των ενδιάμεσων μέτρων, τα οποία απαιτούνται για την αναγνώριση και την εκτέλεση σε ένα κράτος μέλος μιας απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος. Ως πρώτο βήμα είχε προτείνει την εισαγωγή της αυτόματης αναγνώρισης, χωρίς ενδιάμεσες διαδικασίες ή λόγους άρνησης εκτέλεσης, για ορισμένες ειδικές κατηγορίες αξιώσεων, που θα μπορούσε να συνοδεύεται από τη θέσπιση στοιχειωδών προτύπων για συγκεκριμένες πτυχές της πολιτικής δικονομίας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε ζητήσει 3 από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να θεσπίσουν έως το Δεκέμβριο του 2000 ένα πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, συμπεριλαμβανομένης της έναρξης εργασιών για τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο, καθώς και για πτυχές της δικονομίας, για τις οποίες θεωρούνται αναγκαίοι κοινοί ελάχιστοι κανόνες, προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. Το κοινό πρόγραμμα μέτρων της Επιτροπής και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων επί αστικών 4 και εμπορικών υποθέσεων, που είχε εγκριθεί από το Συμβούλιο στις 30 Νοεμβρίου 2000, επέλεξε την κατάργηση του exequatur για τις μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, ως μια από τις προτεραιότητες της Κοινότητας, θεωρώντας ότι ο τομέας αυτός είναι από τους πρώτους, στους οποίους 3 Άποψη της Επιτροπής αποτέλεσε ότι, παρά τη χρήση του όρου «ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος» για την ενιαία διαδικασία έκδοσης απόφασης που θα είναι επιλέξιμη για εκτέλεση χωρίς τη διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας στα κράτη μέλη, η θέσπιση ενιαίας διαδικασίας και η κατάργηση του exequatur αποτελούν δυο χωριστά θέματα, χωρίς η επίλυση του ενός να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυση του άλλου, τη διάκριση δε αυτή αναγνωρίζει το πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, καθώς δηλώνει ότι σε ορισμένους τομείς η κατάργηση του exequatur μπορεί να συμπίπτει με την υιοθέτηση ειδικής, ομοιόμορφης ή εναρμονισμένης διαδικασίας που θεσπίζεται εντός της Κοινότητας, βλ. COM (97) 609 τελικό, ΕΕ C 33, 31.1. 1998, σελ. 3 παρ.9. 4 ΕΕ C 12, 15.1.2001, σελ. 1 5

πρέπει να καταργηθεί το exequatur, καθώς η ταχεία είσπραξη των εκκρεμών οφειλών συνιστά απόλυτη ανάγκη για το εμπόριο και αντιπροσωπεύει το μόνιμο μέλημα των οικονομικών κύκλων που ενδιαφέρονται για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Κατά την άτυπη συνεδρίαση των Υπουργών Δικαιοσύνης στην Στοκχόλμη στις 8-9 Φεβρουαρίου 2001 επιβεβαιώθηκε ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, ως πιλοτικό σχέδιο για την κατάργηση του exequatur. Κατά τη διάρκεια της σουηδικής προεδρίας, η επιτροπή του Συμβουλίου για τις υποθέσεις αστικού δικαίου συζήτησε τη γενική προσέγγιση που θα υιοθετηθεί σημειώνοντας σημαντική πρόοδο ως 5 προς την υιοθέτηση του νέου μέτρου. Εν τέλει, απαραίτητη προϋπόθεση αποτέλεσε η διασφάλιση της αυστηρής τήρησης των απαιτήσεων για αμερόληπτο δικαστήριο, σύμφωνα με το αρ. 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της 6 Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη θέσπιση κοινών ελάχιστων δικονομικών 7 κανόνων, που αφορούν την προστασία του οφειλέτη, καθόσον η συντριπτική πλειοψηφία των αποφάσεων σε μη αμφισβητούμενες αξιώσεις 8 εκδίδεται από το δικαστήριο κατόπιν ερημοδικίας του οφειλέτη, στον οποίο πρέπει να έχουν επιδοθεί ορθά και έγκαιρα τα σχετικά έγγραφα που τον πληροφορούν για την αξίωση, τα δικονομικά του δικαιώματα και υποχρεώσεις και τις συνέπειες της μη συμμετοχής του στην κατ αυτού δίκη. Επομένως αποτέλεσε ζήτημα επιλυτέο η εναρμόνιση των εφαρμοστέων κανόνων ή η κατάρτιση ελαχίστων κανόνων για την ασφάλεια, την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα επίδοσης και κοινοποίησης των νομικών εγγράφων. Ο Κανονισμός 805/2004 - Γενικά χαρακτηριστικά και πεδίο εφαρμογής Στις 21 Ιανουαρίου 2005 τέθηκε σε ισχύ ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθμ. 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ης Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21 Απριλίου 2004 για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες χρηματικές απαιτήσεις, ως προς τις οποίες η σχετική δικαστική απόφαση της χώρας μέλους της Ε.Ε., ή ο δικαστικός συμβιβασμός ή το δημόσιο έγγραφο επί οφειλής, η οποία δεν 5 Η περίληψη των εργασιών που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια της σουηδικής προεδρίας μπορεί να ευρεθεί στο έγγραφο του Συμβουλίου 10480/01, JUSTCIV 88 (29.6.2001). 6 EE C 364/18.12.2000. O Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης η η υπογράφηκε στη Νίκαια την 7 Δεκεμβρίου 2000 και διακηρύχθηκε ξανά την 14 Δεκεμβρίου 2007 (2007/C/303/01), για να προσαρμοστεί στα δεδομένα της Συνθήκης της Λισσαβόνας. 7 8 Βλ. προοίμιο του Κανονισμού εδαφ. 10-17. Πρέπει να σημειωθεί ότι η έκδοση κατ ερήμην απόφασης, παρά την έλλειψη της δέουσας επίδοσης του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να υπερασπίσει τον εαυτό του, συνιστά τη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων, όπου απορριπτόταν η αναγνώριση και η εκτέλεση σύμφωνα με τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968, βλ. Μπέη Κ., Ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος, Δίκη 2003, σελ. 523. 6

έχει αμφισβητηθεί από τον οφειλέτη ως προς το χαρακτήρα ή το μέγεθός 9 της, από κοινού με τη σχετική βεβαίωση, συγκροτούν τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο, ο οποίος θα μπορεί να εκτελεστεί σε όλες τις άλλες χώρες μέλη, όπου υπάρχουν κατασχετά περιουσιακά αντικείμενα του 10 οφειλέτη. Αυτός ο εκτελεστός τίτλος εκτελείται απ ευθείας στη χώρα μέλος υποδοχής, σαν να ήταν εθνικός εκτελεστός τίτλος. Η απλοποίηση της διαδικασίας διασυνοριακής εκτέλεσης αποτελεί τη βασική συνεισφορά του νέου Καν, σε σχέση με τον Καν Βρυξέλλες Ι, καθόσον, υπό το σύστημα των Βρυξελλών, δικαστική απόφαση κράτους μέλους της οποίας αιτείτο η εκτέλεση σε άλλο κράτος μέλος έπρεπε πρώτα να κηρυχθεί εκτελεστή και στο κράτος μέλος εκτέλεσης. Σε περίπτωση δε που ο αιτών επιχειρούσε εκτέλεση σε περισσότερα κράτη, η απόφαση έπρεπε να κριθεί εκτελεστή σε κάθε ένα από τα κράτη αυτά. Καθώς αναφέρεται στο προοίμιο της πρότασης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «μια απόφαση, για την οποία έχει χορηγηθεί πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου από το δικαστήριο προέλευσης, θα πρέπει, όσον αφορά την εκτέλεση, να θεωρείται ως 11 εκδοθείσα στο κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η εκτέλεση». Έτσι, τη μεγάλη τομή του Κανονισμού αποτελεί η κατάργηση του «exequatur, δηλαδή της διαδικασίας για την κήρυξη της εκτελεστότητας του τίτλου μέσα στην έννομη τάξη του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου θα διενεργηθεί η αναγκαστική εκτέλεση. Συνεπώς με τον Κανονισμό 805/2004 γίνεται ένα πρώτο «βήμα» του κοινοτικού νομοθέτη για τη σταδιακή κατάργηση κάθε ενδιάμεσης διαδικασίας σε όλες τις αστικές και εμπορικές 12 υποθέσεις στο μέλλον. Περαιτέρω ο Καν. 805/2004 περιορίζει επίσης, σε σχέση με τις Βρυξέλλες Ι, τους λόγους άρνησης του εκτελεστού από τα δικαστήρια του κράτους προέλευσης. Περαιτέρω, ο νέος Κανονισμός εισδύει στο υπό στενή έννοια δικονομικό δίκαιο: ενώ τα προηγούμενα κείμενα (instruments) του ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου εξαντλούνταν σε ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση/εκτέλεση αποφάσεων και δικαστική συνεργασία) και ουσιαστικά παράπεμπαν στους δικονομικούς κανόνες του 9 Είτε επειδή στηρίζεται στη ρητή συναίνεση του οφειλέτη (καταδικαστική απόφαση ύστερα από αποδοχή της αγωγής εκ μέρους του εναγομένου ή δικαστικός συμβιβασμός των διαδίκων ή άλλο εκτελεστό δημόσιο έγγραφο, που βεβαιώνει την εκ μέρους του οφειλέτη αναγνώριση της χρηματικής υποχρέωσής του), είτε επειδή στηρίζεται σε ερημοδικία του οφειλέτη, η οποία συντελέστηκε με τέτοιες συνθήκες, ώστε να θεωρείται βέβαιο ότι ο εναγόμενος ενσυνείδητα απέχει από την υπεράσπισή του (βλ. στοιχ. 5 και 6 του προοιμίου). Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ) που λήφθηκαν υπ όψιν, το 90% των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες εκτελούνται σε άλλο κράτος μέλος έχουν ως αντικείμενο μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, βλ. ΕΕ αριθμ. C 85 της 8.4.2003, σελ. 4. 10 Βλ. ανάλυση του Καν. σε Κεφάλα Χ../Μπώλου Α., Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη 2005, σελ. 192-223. 11 Στοιχείο 6 του προοιμίου της 52002Pc0159 πρότασης Κανονισμού του Συμβουλίου, βλ. Μπέη Κ., ό.π., υποσημ.8, σελ. 536. 12 Βλ. για την ανάλυση του Καν., Παμπούκη Χ., Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2010, σελ. 1407-1412. 7

εσωτερικού δικαίου, με τον Κανονισμό 805/2004 ο ευρωπαίος νομοθέτης παρεμβαίνει στο εσωτερικό δικονομικό δίκαιο και προχωρά στην 13 εναρμόνιση διαδικασιών. Για το εθνικό μας δίκαιο η σημασία του Κανονισμού είναι προφανής. Με τον Ευρωπαϊκό Εκτελεστό Τίτλο προστίθεται στους κόλπους της ελληνικής έννομης τάξης, στο δίκαιο της 14 αναγκαστικής εκτέλεσης, μια πέμπτη κατηγορία εκτελεστού τίτλου, με βάση τον οποίο, από κοινού με τη συνοδευτική σχετική βεβαίωση και δίχως απόγραφο, ο δανειστής δικαιούται, χωρίς να ακολουθήσει προηγουμένως οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου, να επισπεύσει τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο νέος Καν πάντως δε λειτουργεί κατ αντικατάσταση του Καν 44/2001. Πέραν του γεγονότος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Καν. 44/2001 δεν καλύπτονται από το στενό αντικείμενο του Κανονισμού 805/2004, και στις υπόλοιπες περιπτώσεις διασφαλίζεται το δικαίωμα του δανειστή να επιλέξει μεταξύ των δυο κανονισμών, ως προς την αναγνώριση και εκτέλεση της 15 απόφασης. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τον Κανονισμό 1393/2007 («Επιδόσεις»), ο οποίος αντικατέστησε, σύντομα μετά τη θέση σε ισχύ του 16 Κανονισμού 805/2004, τον Κανονισμό 1348/2000. Ο ΕυρΕΤ ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. εκτός από τη Δανία, η οποία δε συμμετέχει στην έκδοσή του και δε δεσμεύεται απ αυτόν, ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του (αρ. 2 παρ 3). Το πεδίο εφαρμογής του είναι το αυτό με της Συνθήκης των Βρυξελλών του 1968, και έπειτα του 17 Κανονισμού 44/2001. Σύμφωνα με το αρ. 2 παρ. 1, ο Καν. εφαρμόζεται 13 Nikitas E Hatzimihail, The European Enforcement Order for Uncontested Claims (Regulation 805/2004) : Free Circulation of enforceable titles and harmonization of procedures in the European Judicial Area, University of Cyprus, From the Selected Works of Nikitas E Hatzimihail, http://works.bepress.com/nikitas_hatzimihail/6/, σελ. 51. 14 Οι άλλες τέσσερις κατηγορίες είναι: 1. Οι εθνικοί εκτελεστοί τίτλοι (αρ. 904 ΚΠολΔ), 2. Οι εκτελεστοί τίτλοι που εκδίδονται στα κράτη μέλη της Ε.Ε. και κηρύσσονται εκτελεστοί από τα δικαστήρια της χώρας υποδοχής στα πλαίσια της διαδικασίας του Κανονισμού 44/2001 και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 2201/2003, 3. Οι αλλοδαποί εκτελεστοί τίτλοι που κηρύσσονται εκτελεστοί με τη διαδικασία του αρ. 905 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των αρ. 905 παρ. 2 και 3 και 906 ΚΠολΔ και 4. Οι εκτελεστοί τίτλοι που κηρύσσονται εκτελεστοί με τη διαδικασία του αρ. 905 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των αντίστοιχων πολυμερών ή διμερών διεθνών συμβάσεων, που έχει υπογράψει και κυρώσει νομοθετικά η Ελλάδα. 15 16 17 Άρθρο 27 του Κανονισμού. Άρθρο 28 του Κανονισμού. Έτσι η ερμηνεία του ακολουθεί σε αρκετά σημεία την καθιερωμένη ερμηνεία του Καν 44/2001 και της προγενέστερης Σύμβασης των Βρυξελλών. Πάντως, έχει υποστηριχθεί ότι με δεδομένο το ότι ο Κανονισμός 805/2004 κάνει λόγο για «διαθήκες και κληρονομική διαδοχή» αντί για «κληρονομικές σχέσεις», όπως η Σύμβαση και ο Κανονισμός Βρυξέλλες Ι, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής του οι αξιώσεις του κληροδόχου για την καταβολή του κληροδοτηθέντος σ αυτόν χρηματικού ποσού, «αφού ο κληροδόχος αποκτά ως ειδικός και όχι καθολικός διάδοχος και συνεπώς η αξίωση δεν ταυτίζεται με την καθολική κληρονομική διαδοχή», βλ. Τσικρικά Δ., Ο Ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος: Η διασυνοριακή αναγκαστική εκτέλεση στον ενιαίο Ευρωπαϊκό χώρο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2008, σελ. 33 και Βαθρακοκοίλη Αντ., Έννοια και προϋποθέσεις του Ευρωπαϊκού Εκτελεστού Τίτλου, Δικαιοσύνη 2006, σελ. 339. Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι πρόκειται απλά για 8

σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου και δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές 18 υποθέσεις, ή την ευθύνη του κράτους για πράξεις και παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας (acta iure imperii). Η μοναδική διαφορά με τον ορισμό του Καν 44/2001 εντοπίζεται στην προσθήκη του «acta iure imperii», δηλαδή της ευθύνης του κράτους για πράξεις και παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας, η οποία όμως δεν τον 19 διαφοροποιεί εννοιολογικά από τον προηγούμενο Καν. Η ανωτέρω διευκρινιστική προσθήκη έγινε ύστερα από παρέμβαση της Γερμανίας, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πιστοποίησης ως ΕυρΕΤ δικαστικών αποφάσεων, που επιδικάζουν αποζημιώσεις για εγκλήματα πολέμου κατά του γερμανικού δημοσίου σε περιπτώσεις ερημοδικίας του 20 τελευταίου. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν απίθανο να προκύψει εδώ μη αμφισβητούμενη αξίωση. Ως προς τη χρονική εφαρμογή του, ο Κανονισμός τέθηκε σε ισχύ σύμφωνα με το αρ. 33 στις 21 Ιανουαρίου 2005 και άρχισε να εφαρμόζεται στις 21-10-2005, με εξαίρεση τα άρθρα 29, 31 και 32, που εφαρμόστηκαν ευθύς αμέσως. Σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του αρ. 26 «ο Κανονισμός εφαρμόζεται μόνο στις αποφάσεις που εκδίδονται, στους δικαστικούς συμβιβασμούς που επικυρώνονται ή καταρτίζονται και στα έγγραφα που συντάσσονται ή καταχωρούνται επίσημα ως δημόσια έγγραφα μετά την έναρξη της ισχύος του». Συνεπώς, έγγραφα που συντάχθηκαν ή καταχωρήθηκαν επίσημα ως «δημόσια έγγραφα» μετά την έναρξη της η ισχύος του Κανονισμού, δηλαδή την 21 Ιανουαρίου 2005, μπορούν να πιστοποιηθούν ως ΕυρΕΤ. Ο ΕυρΕΤ εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοικία ή ιθαγένεια τόσο του αιτούντος όσο και του καθ ού και δεσμεύει επίσης το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία. Περιορίζεται σε χρηματικές απαιτήσεις, που θεωρούνται μη αμφισβητούμενες, επειδή στηρίζονται είτε στη ρητή συναίνεση του οφειλέτη (καταδικαστική απόφαση ύστερα από αποδοχή της αγωγής εκ μέρους του εναγομένου ή δικαστικός συμβιβασμός των διαδίκων ή άλλο εκτελεστό δημόσιο έγγραφο, που βεβαιώνει την εκ μέρους του οφειλέτη αναγνώριση της χρηματικής υποχρέωσής του) είτε σε διαφορετική μετάφραση στα ελληνικά του ιδίου όρου και η ίδια ερμηνεία θα πρέπει να ισχύσει για αμφότερα νομοθετήματα, βλ. Nikitas E Hatzimihail, ό.π., υποσημ. 13, σελ. 54. 18 Σύμφωνα με την παγιωμένη νομολογία του ΔΕΚ, αναφορικά με τα κείμενα του Ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, ο όρος αστικές και εμπορικές υποθέσεις ερμηνεύεται αυτόνομα. Όπως δε ρητά ορίζεται, το «είδος του δικαστηρίου δεν αποτελεί το καθοριστικό κριτήριο για το νομικό χαρακτηρισμό της υπόθεσης». 19 Αυτή τη θέση επιβεβαίωσε η ΔΕΚ C-292/05, Λεχουρίτου κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Αρμ 2007, σελ. 945 επ., στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι επιχειρήσεις που διεξάγουν οι ένοπλες δυνάμεις συνιστούν μια από τις χαρακτηριστικές εκφράσεις της κρατικής κυριαρχίας και, επομένως, δεν εμπίπτει στην έννοια «αστικές υποθέσεις» του αρ. 1 εδ. 1 α της Σύμβασης των Βρυξελλών αγωγή ασκούμενη από φυσικά πρόσωπα εντός συμβαλλόμενου κράτους κατ άλλου συμβαλλόμενου κράτους, σκοπούσα στην αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι έλκοντες δικαιώματα εκ των θυμάτων των ενεργειών ενόπλων δυνάμεων στο πλαίσιο πολεμικών επιχειρήσεων επί του εδάφους του πρώτου κράτους. 20 Βλ. Μπώλου Αγγ., Ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος, Η διασυνοριακή εκτέλεση βάσει συμβολαιογραφικού εγγράφου, Δίκη, 2006, σελ. 546. 9

21 ερημοδικία του, η οποία συντελέστηκε με τέτοιες συνθήκες ώστε να θεωρείται βέβαιο ότι ο εναγόμενος ενσυνείδητα απέχει από την υπεράσπισή 22 του. Περαιτέρω ο Καν. εφαρμόζεται επί αποφάσεων που εκδόθηκαν μετά την άσκηση ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων, δικαστικών συμβιβασμών ή δημοσίων εγγράφων, που πιστοποιήθηκαν ως ευρωπαϊκοί εκτελεστοί 23 τίτλοι. Αντίθετα από τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 και τον Καν 44/2001, που δεν περιλαμβάνουν ορισμό του δημοσίου εγγράφου, στο αρ. 4 περ. 3 δίδεται ο σχετικός ορισμός, ενσωματώνοντας τις προϋποθέσεις 24 που νομολογιακά καθόρισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ο ΕυρΕΤ εξοπλίζεται με τα κάτωθι προνόμια έναντι λοιπών δικαστικών αποφάσεων: 1.Δεν απαιτείται να τηρηθεί προηγουμένως καμιά διαδικασία για την 25 κήρυξη της εκτελεστότητάς του (η λεγόμενη exequatur) μέσα στην έννομη τάξη της χώρας μέλους, στο έδαφος της οποίας θα 26 διενεργηθεί η αναγκαστική εκτέλεση και 2.Δεν θα απαιτείται ούτε καν μετάφραση στην ελληνική γλώσσα (και γενικά στη γλώσσα της χώρας μέλους υποδοχής) του προσκομιζόμενου ΕυρΕΤ. Σε κάθε περίπτωση η θέση σε ισχύ του Καν αποτελεί μια επιπλέον επιλογή για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης τόσο στα κράτη μέλη όσο και στους πιστωτές, χωρίς να τους υποχρεώνει να τη χρησιμοποιήσουν. Έτσι, εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν εάν θα προσαρμόσουν ή όχι την εθνική τους νομοθεσία στους ελάχιστους κανόνες του κεφαλαίου ΙΙΙ προκειμένου να διασφαλίσουν την επιλεξιμότητα του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού αποφάσεων επί μη αμφισβητουμένων αξιώσεων, για τις οποίες να 27 μπορεί να εκδοθεί βεβαίωση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου.επίσης 21 22 Βλ. αρ. 3 και στοιχ. 5 και 6 του προοιμίου του Καν. Περιλαμβάνονται στα αρ. 13-17 του Καν. ελάχιστοι κανόνες, όσον αφορά την επίδοση και κοινοποίηση των εγγράφων, που να καλύπτουν τις παραδεκτές μεθόδους επίδοσης και κοινοποίησης και το χρόνο αυτών, ο οποίος να επιτρέπει την προετοιμασία της υπεράσπισης και τη δέουσα ενημέρωση του οφειλέτη. Μόνο η συμμόρφωση με αυτούς τους ελάχιστους κανόνες δικαιολογεί την κατάργηση του ελέγχου της τήρησης των δικαιωμάτων υπεράσπισης στο κράτος μέλος, όπου πρόκειται να εκτελεστεί η απόφαση. 23 24 Αρ. 3 παρ. 2 του Καν. Βλ. Unibank A/S κατά Flemming G. Christensen, C-260/97, 17-6-1999, Συλλογή Νομολογίας 1999, σελ. 3715. 25 Βλ. Βαθρακοκοίλη Αντ., ό.π., υποσημ. 17, σελ. 328. Αναπόφευκτη συνέπεια της κατάργησης του exequatur είναι το γεγονός ότι η ευθύνη για τον έλεγχο της συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις του Καν. εναπόκειται στα δικαστήρια του κράτους μέλους, όπου εκδόθηκε η απόφαση, αποτελεί επομένως έμπρακτη απόδειξη της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στα νομικά συστήματα των κρατών μελών, βλ. Μπέη Κ., ό.π., υποσημ. 8, σελ. 537, στοιχ. 13 της πρότασης του Συμβουλίου. 26 27 Βλ. στοιχ. 4 του Καν. Βλ. αρ. 12-19 του Καν. 10

εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του πιστωτή να επιλέξει τη διαδικασία για να επιτύχει εκτελεστή απόφαση σε άλλο κράτος μέλος κατόπιν υποβολής αίτησης είτε για την έκδοση βεβαίωσης ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου είτε για την κήρυξη της εκτελεστότητας σύμφωνα με τον Καν 28 44/2001. Η έννοια της μη αμφισβητούμενης αξίωσης Σύμφωνα με το αρ. 3, ο Καν, εφαρμόζεται σε αποφάσεις, δικαστικούς συμβιβασμούς και δημόσια έγγραφα επί μη αμφισβητούμενων αξιώσεων. Σε κάθε περίπτωση, ο τίτλος πρέπει να αναγνωρίζει «αξίωση για πληρωμή ορισμένου χρηματικού ποσού», η οποία είτε θα έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά την ημερομηνία έκδοσης του τίτλου ή θα αναγράφεται επ αυτού η 29 μελλοντική ημερομηνία λήξεως. Μια αξίωση θεωρείται «μη αμφισβητούμενη» όταν: α) την έχει αναγνωρίσει ρητά ο οφειλέτης, μέσω αποδοχής της αξίωσης ή μέσω συμβιβασμού που επικυρώθηκε από δικαστήριο ή καταρτίστηκε ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια 30 διαδικασίας, ή β) ο οφειλέτης ουδέποτε αντιτάχθηκε προς αυτήν σύμφωνα με τις σχετικές δικονομικές απαιτήσεις του δικαίου του κράτους 31 μέλους προέλευσης κατά τη διάρκεια διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου, ή γ) ο οφειλέτης δεν παρέστη ή δεν εκπροσωπήθηκε στη σχετική με την εν λόγω αξίωση ακροαματική διαδικασία, αφού είχε αντιταχθεί αρχικά στην αξίωση κατά τη διάρκεια διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου, εφόσον η συμπεριφορά αυτή ισοδυναμεί με σιωπηρή αποδοχή της αξίωσης ή των πραγματικών περιστατικών, τα οποία επικαλέστηκε ο πιστωτής σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης, ή δ) την έχει αναγνωρίσει ρητά 32 ο οφειλέτης σε δημόσιο έγγραφο. Έτσι, οι διαφορετικές περιπτώσεις που οδηγούν στη θεώρηση μιας αξίωσης ως μη αμφισβητούμενης, μπορούν να χωρισθούν σε δυο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει αυτές τις υποθέσεις, όπου ο οφειλέτης συμμετείχε ενεργά στις δικαστικές ή (για τα δημόσια έγγραφα) στις εξωδικαστικές διαδικασίες, και ρητά συμφώνησε για το βάσιμο της αξίωσης. Αυτή η συναίνεση μπορεί να έχει τη μορφή αποδοχής της αξίωσης ενώπιον του δικαστηρίου, η οποία ακολουθείται από απόφαση, βασιζόμενη στην εν λόγω αποδοχή, τη μορφή σύναψης συμβιβασμού εγκριθέντος από 28 29 Βλ. εδ. 20 του προοιμίου του Καν. Άρθρο 4 περ. 2. Βλ. Κουτσουλέλου Κ., Ο Ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, Αντ. Ν. Σάκκουλας 2005, σελ. 54-55. 30 Κατά το ελληνικό δίκαιο θεωρείται ως δικαστικός συμβιβασμός και εκείνος ο συμβιβασμός των διαδίκων που καταρτίζεται ενώπιον συμβολαιογράφου (293 παρ. 1 ΚΠολΔ). Όμως αυτό το είδος δικαστικού συμβιβασμού δεν μπορεί να υπαχθεί, σύμφωνα με το αρ. 24 του Καν, στους δικαστικούς συμβιβασμούς, αλλά στα κατ αρ. 25 του Καν. δημόσια έγγραφα, βλ. Μπέη Κ., ό.π., υποσημ. 8, σελ. 541. 31 32 Βλ. Τσικρικά Δ., ό.π., υποσημ. 17, σελ. 38-52. Βλ. Κουτσουλέλου Κ., ό.π., υποσημ. 29, σελ. 56-58. 11

το δικαστήριο ή εγγράφου καταρτιζομένου ως δημοσίου εγγράφου. Έτσι προβλέπουν οι ως άνω α και δ περιπτώσεις. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις περιπτώσεις που ο οφειλέτης δεν αντιτάχθηκε κατά της αξίωσης είτε παραστάθηκε είτε όχι στη διαδικασία, καθώς επίσης και την περίπτωση της μη παράστασής του, ενώ είχε κλητευθεί, όταν προηγουμένως είχε εκφράσει τις ενστάσεις του, διότι τότε η μη παράστασή του μπορεί να ερμηνευθεί ως μη εναντίωση στο εξής στην αξίωση. Πάντως, εναπόκειται στο δίκαιο του forum ο τελικός χαρακτηρισμός της επίδικης αξίωσης ως μη αμφισβητουμένης. Η κατάργηση του exequatur Το αρ. 5 καθορίζει την έννοια και τη σημασία του ΕυρΕΤ. Η διαδικασία του exequatur, που ήταν απαραίτητη σύμφωνα με το Καν 44/2001, πριν την εκτέλεση σε άλλο κράτος μέλος, αχρηστεύεται με τη χορήγηση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για την απόφαση. Το πιστοποιητικό αυτό επιτρέπει στον πιστωτή να προβεί σε μέτρα εκτέλεσης σε όλα τα άλλα κράτη μέλη χωρίς να χρειάζεται να λάβει ενδιάμεσα μέτρα 33 στο κράτος εκτέλεσης. Έτσι, τα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης είναι αρμόδια να αποφασίζουν εάν μια απόφαση πληρεί τις προϋποθέσεις, ώστε να χορηγηθεί σχετικά πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, ενώ κατά τη διαδικασία του exequatur εναπόκειται στα δικαστήρια του κράτους μέλους εκτέλεσης η εξέταση της πλήρωσης των προϋποθέσεων για την κήρυξη της εκτελεστότητας. Εκτελείται επομένως ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος στη χώρα υποδοχής, όχι ως αλλοδαπή απόφαση αλλά σαν να ήταν απόφαση εθνικού δικαστηρίου της χώρας, όπου θα εκτελεστεί, ειδικότερα δε στα καθ ημάς εκτελείται σαν να ήταν ένας από τους εθνικούς εκτελεστούς τίτλους του αρ. 904 ΚΠολΔ. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ για την εκτέλεση εθνικού εκτελεστού τίτλου απαιτείται αυτός να περιαφθεί τον τύπο της αναγκαστικής εκτέλεσης, να εκδοθεί δηλαδή απόγραφο, τέτοιος τύπος δεν απαιτείται για τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο. Το απόγραφο υποκαθίσταται εδώ από το πιστοποιητικό που εκδόθηκε από το αλλοδαπό δικαστήριο και βεβαιώνει ότι πρόκειται για 34 ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο, και μάλιστα δίχως να χρειάζεται μετάφρασή του στην ελληνική γλώσσα, και γενικότερα στην εθνική γλώσσα του 35 κράτους υποδοχής. Προϋποθέσεις για την πιστοποίηση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου 33 Πάντως στο άρθρο 27 του Κανονισμού 805/2004 αναφέρεται ότι ο δανειστής μπορεί, εάν το επιθυμεί, να επιλέξει και για τις μη αμφισβητούμενες αξιώσεις τη διαδικασία του Κανονισμού 44/2001. 34 Ανάλυση για το θέμα σε Τσικρικά Δ., Ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος, Η διασυνοριακή αναγκαστική εκτέλεση στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 2008, σελ. 179-182. Βλ. και Κουτσουλέλου Κ., Ο Ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2005, σελ. 108. 35 Βλ. Μπέη Κ., ό.π., υποσημ.8, σελ. 543-544, αρ. 4 της 52002Pc0159 πρότασης Κανονισμού του Συμβουλίου. 12

Για την πιστοποίηση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου απαιτείται αίτηση του οφειλέτη, που υποβάλλεται ανά πάσα στιγμή, σύμφωνα με την παρ. 1 του αρ. 6, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτού. Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα της παρούσας διαδικασίας έναντι της διαδικασίας exequatur του Καν. 44/2001 είναι ότι η χορήγηση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού τίτλου γίνεται από το δικαστήριο προέλευσης, που είναι εξοικειωμένο με την υπόθεση και με τους δικονομικούς κανόνες που έχουν εφαρμοστεί, και ότι δεν απαιτείται η συμμετοχή δικαστικών ή άλλων αρχών από το κράτος μέλος εκτέλεσης. Περαιτέρω η απόφαση πρέπει: α) να είναι εκτελεστή στο κράτος μέλος προέλευσης κατά το χρόνο που κατατίθεται η αίτηση για την 36 πιστοποίηση, β) να μην εμφανίζεται αντίθεση στους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας των τμημάτων 3 (συμβάσεις ασφάλισης) και 6 (βάσεις αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας) του Κεφαλαίου ΙΙ του Καν. 44/2001, ως προς τη θεμελίωση τη διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου προέλευσης της απόφασης, γ) οι δικαστικές διαδικασίες στο κράτος μέλος προέλευσης να πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ (αρ. 12 19) του Καν, που αποσκοπούν στην προστασία των δικονομικών 37 δικαιωμάτων του οφειλέτη, δ) ειδικά όταν ο οφειλέτης είναι καταναλωτής, η απόφαση, για να μπορεί να γίνει ΕΕΤ, πρέπει να έχει εκδοθεί στο κράτος μέλος κατοικίας του, εκτός εάν έχει αναγνωρίσει ρητά 38 την οφειλή από σύμβαση και ε) μια τελευταία προϋπόθεση αφορά στους κατοίκους τρίτων χωρών, οι οποίοι, υπό το κράτος του συστήματος Βρυξέλλες Ι, μπορούν να εναχθούν σε δικαστήριο κράτους μέλους δυνάμει των βάσεων δικαιοδοσίας των εθνικών δικαίων. Συγκεκριμένα, ο Κανονισμός 805/2004 δεν θέτει περιορισμούς στη δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων, αλλά επιτρέπει κατ εξαίρεση να αντιταχθεί στην εκτελεστότητα τίτλων, που κηρύχθηκαν εκτελεστοί κατά κατοίκου τρίτου κράτους, διμερής διακρατική συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ του κράτους αυτού και του κράτους εκτέλεσης, υπό το κράτος της Σύμβασης των Βρυξελλών και πριν τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού 44/2001, με την οποία το κράτος μέλος εκτέλεσης αναλαμβάνει έναντι του τρίτου κράτους να μη χρησιμοποιήσει την ταχύτερη διαδικασία εκτέλεσης της Σύμβασης 36 Πιστοποιητικό μπορεί να εκδοθεί και για προσωρινά εκτελεστή απόφαση, όπως και για προσωρινά μέτρα. Σε περίπτωση που η απόφαση ακυρωθεί στο κράτος μέλος προέλευσης, ωστόσο, δεν θα έπρεπε να είναι δυνατή η εκτέλεσή της σε άλλο κράτος μέλος, ακόμη κι αν δεν έχει ανακληθεί το πιστοποιητικό εκτελεστότητας στο κράτος προέλευσης (απόφαση γαλλικού ακυρωτικού). 37 Βλ. Βαθρακοκοίλη Αντ., ό.π., υποσημ. 17, σελ. 328. Μολονότι το αρ. 6 του Κανονισμού φαίνεται να απαιτεί οι προϋποθέσεις αυτές να πληρούνται από «τις δικαστικές διαδικασίες στο κράτος μέλος προέλευσης», είναι δυνατή η εφαρμογή του κανονισμού ακόμα κι όταν το κράτος μέλος δεν έχει εναρμονίσει το δικονομικό του δίκαιο, εφόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση α) η επίδοση καλύπτει τις απαιτήσεις του Κανονισμού και έγινε προς τον οφειλέτη, εντός της αναγκαίας για την προετοιμασία της υπεράσπισής του προθεσμίας και β) ο οφειλέτης είχε τη δυνατότητα να προσβάλει την απόφαση και να πετύχει πλήρη επανεξέταση και ενημερώθηκε δεόντως αναφορικά με τις δικονομικές απαιτήσεις προς τούτο αλλά δεν προσέβαλε νομίμως την απόφαση. 38 Έτσι, η προστασία που προσφέρεται στον καταναλωτή παρουσιάζεται ευρύτερη σε σύγκριση προς τον Καν 44/2001, καθώς δεν περιορίζεται μόνο στις κατηγορίες των συμβάσεων που αναφέρονται περιοριστικά στο αρ. 15 παρ. 1 στ. α - γ Καν. 44/2001. Βλ. περαιτέρω Τσικρικά Δ., ό.π., υποσημ. 17, σελ. 115, σύμφωνα με τον οποίο, η προστατευτική για τα συμφέροντα του καταναλωτή πρόβλεψη ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας είναι κρίσιμη για συγκεκριμένες κατηγορίες συμβάσεων, που συνάπτει ο καταναλωτής, ενώ η ανάγκη προστασίας του καταναλωτή από την πιστοποίηση μιας εναντίον του εκδοθείσας απόφασης ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου είναι ευρύτερη καλύπτοντας κάθε σύμβαση που συνάπτεται από πρόσωπο που πληρεί τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού του ως καταναλωτή. 13

(και σήμερα του Κανονισμού), όταν η δικαιοδοσία του κράτους μέλους προέλευσης στηρίχθηκε σε βάση δικαιοδοσίας, που απαγόρευσε η τότε Σύμβαση (αρ. 22 του Καν. για τον ΕυρΕΤ). Έτσι, ενώ οι υπ αρ. α-δ προϋποθέσεις έχουν γενική εφαρμογή στην κοινοτική επικράτεια και αναιρούν την εκτελεστότητα της απόφασης, η διάταξη του αρ. 22 έχει εφαρμογή μόνο στο κράτος μέλος, που έχει δεσμευτεί από συμφωνία του ως άνω περιεχομένου, γι αυτό έχει τοποθετηθεί στο κεφάλαιο περί εκτέλεσης. Πάντως, η τελεσιδικία της απόφασης δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση για 39 την έκδοση του ΕΕΤ, ενώ απαιτείται και αρκεί εκτελεστότητα. Εξάλλου το πιστοποιητικό του ΕΕΤ φέρει αποτελέσματα μόνο εντός των ορίων του εκτελεστού της απόφασης, με άλλα λόγια επιφέρει μόνο εκτελεστότητα και κανένα άλλο αποτέλεσμα, που μπορεί να επιφέρει η απόφαση, που 40 αποτελεί θεμελιώδη διαφορά με τον Καν 44/2001. Η εκτελεστότητα καλύπτει και την (εκτελεστή) διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, εκτός αν ο οφειλέτης αντιτάχθηκε ειδικά ως προς την υποχρέωσή του προς καταβολή αυτής της δαπάνης, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους προέλευσης. Σε περίπτωση που μόνο τμήμα ή τμήματα της απόφασης καλύπτουν τις προϋποθέσεις που θέτει ο Κανονισμός (ως προς την εκτελεστότητα, αλλά και αναφορικά με τη δικαιοδοσία και τις διαδικαστικές εγγυήσεις), προβλέπεται, ως προς τα τμήματα αυτά, η έκδοση πιστοποιητικού μερικώς εκτελεστού τίτλου (αρ. 8). Η δικονομική εναρμόνιση Ο Κανονισμός 805/2004 δεν θεσπίζει ενιαία διαδικασία που να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις μη αμφισβητούμενων αξιώσεων. Θεσπίζει ωστόσο «ελάχιστους κανόνες» όσον αφορά τη διαδικασία στο κράτος μέλος προέλευσης, ένα ελάχιστο δικονομικών εγγυήσεων, που θα πρέπει να πληρούνται, προκειμένου να μπορεί να εκδοθεί το πιστοποιητικό εκτελεστότητας. Έτσι, στα άρθρα 12-19 του Καν. ορίζονται οι ελάχιστοι κανόνες που απαιτούνται ούτως ώστε απόφαση να μπορεί να πιστοποιηθεί ως ΕΕΤ, διασφαλίζοντας, σύμφωνα με το σημείο 12 του προοιμίου, ότι ο οφειλέτης ενημερώνεται εγκαίρως για την κατ αυτού αγωγή, για τις απαιτήσεις ενεργητικής νομιμοποίησης στη δίκη, προκειμένου να αντικρούσει την αξίωση, καθώς και για τις συνέπειες της ερημοδικίας του, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προετοιμάσει έγκαιρα την υπεράσπισή του. Α) Δικονομικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του Κανονισμού Οι διατάξεις των αρ. 13-15 αφορούν καταρχάς στην επίδοση και στοχεύουν στη διασφάλιση της πραγματικής επίδοσης και όχι της 41 πλασματικής (εν προκειμένω στην Ελλάδα επίδοση στον Εισαγγελέα 39 40 41 Βλ. Κουτσουλέλου Κ., ό.π., υποσημ. 29, σελ. 61. Βλ. Κουτσουλέλου Κ., ό.π., υποσημ. 29, σελ.70. Σύμφωνα με το αρ. 28 του Καν., δεν θίγεται η εφαρμογή του Καν. 1348/2000 (ή του 1393/2007 που τον έχει αντικαταστήσει), καθώς στα αρ. 13-15 απλώς ορίζονται οι ελάχιστοι κανόνες 14

Πρωτοδικών του τόπου κατοικίας ή διαμονής του καθ ού η εκτέλεση οφειλέτη και δημοσίευση περίληψης του κοινοποιηθέντος δικογράφου σε δυο ημερήσιες εφημερίδες, πρωινή και απογευματινή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα αρ. 134-136 του ΚΠολΔ). Ο Κανονισμός διακρίνει ανάμεσα στις περιπτώσεις όπου βεβαιούται η επίδοση στον ίδιο τον οφειλέτη (με αποδεικτικό παραλαβής) και στις περιπτώσεις όπου δεν βεβαιούται αυτή (αρ. 13 και 14). Οι ίδιοι τρόποι επίδοσης ισχύουν και ως προς τον τυχόν αντιπρόσωπο του οφειλέτη (αρ. 15). Η μη συμμόρφωση με τους ελάχιστους κανόνες θεραπεύεται, σύμφωνα με το αρ. 18, εάν α) η απόφαση επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε στον οφειλέτη σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 13 ή 14, β) ο οφειλέτης είχε τη δυνατότητα να προσβάλει την απόφαση, με αποτέλεσμα πλήρη επανεξέταση, και ενημερώθηκε δεόντως με την απόφαση ή μαζί με την απόφαση σχετικά με τις δικονομικές απαιτήσεις για την προσβολή της, συμπεριλαμβανομένων του ονόματος και της διεύθυνσης του οργάνου ενώπιον του οποίου πρέπει να ασκηθεί το ένδικο μέσο προσβολής και, κατά περίπτωση, της προθεσμίας, και γ) ο οφειλέτης δεν προσέβαλε την απόφαση σύμφωνα με τις σχετικές δικονομικές απαιτήσεις. Σε κάθε περίπτωση, και εάν ακόμα η διαδικασία στο κράτος μέλος προέλευσης δεν πληρεί τις δικονομικές απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 13 και 14, αυτή η μη συμμόρφωση θεραπεύεται, εάν αποδειχθεί από τη συμπεριφορά του οφειλέτη, κατά τη διάρκεια διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου, ότι είχε προσωπικά παραλάβει το προς επίδοση ή κοινοποίηση έγγραφο εντός της 42 αναγκαίας για την προετοιμασία της υπεράσπισής του προθεσμίας. Επιπλέον ο Κανονισμός αποσκοπεί στη δέουσα ενημέρωση (due information) του οφειλέτη, τόσο ως προς την επίδικη αξίωση όσο και ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία και τις ενέργειες, στις οποίες θα πρέπει να προβεί για να αμφισβητήσει την αξίωση. Το εισαγωγικό έγγραφο θα πρέπει λοιπόν να περιλαμβάνει απαραίτητα το όνομα και τη διεύθυνση των διαδίκων, το ποσό της αξίωσης, το επιτόκιο και τη χρονική περίοδο για την οποία ζητούνται τυχόν τόκοι (εκτός εάν, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους προέλευσης, προστίθενται αυτομάτως στο κεφάλαιο νόμιμοι τόκοι) 43 και «μνεία του λόγου της αξίωσης». Στο εισαγωγικό έγγραφο, ή τουλάχιστον στο έγγραφο κλήτευσης στην ακροαματική διαδικασία (ή σε συνοδευτικό έγγραφο), θα πρέπει επίσης να «καθορίζονται σαφώς» οι δικονομικές απαιτήσεις για την αμφισβήτηση της αξίωσης, αλλά και οι συνέπειες της μη αμφισβήτησης (αρ. 17). Β) Διαδικασία κήρυξης εκτελεστότητας επίδοσης που είναι ανεκτοί, ούτως ώστε απόφαση που εκδόθηκε μετά από επίδοση εισαγωγικού δικογράφου δίκης να πιστοποιηθεί ως ΕΕΤ. Περαιτέρω, στα άρθρα 16-17 ορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο που πρέπει να έχει εισαγωγικό δικόγραφο σε σχέση με την ενημέρωση του εναγομένου για την εις βάρος του αξίωση και για τα δικονομικά του δικαιώματα να την αμφισβητήσει. 42 Καμιά άλλη παραβίαση, πλην των ανωτέρω εκτεθεισών, δεν δύναται να δημιουργήσει προσκόμματα στη διαδικασία εκδόσεως (πιστοποιήσεως) ΕΕΤ, βλ. Καραμέρου Σ., Ο Κανονισμός 805/2004 για τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Εκτελεστού Τίτλου (ΕΕΤ) για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις και οι σημαντικότερες επιπτώσεις του στο ελληνικό Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Αρμενόπουλος 2005, σελ. 2091. 43 Άρθρο 16. 15

Η αίτηση για την κήρυξη της εκτελεστότητας της απόφασης υποβάλλεται στο «δικαστήριο προέλευσης», δηλαδή στο δικαστήριο που επιλήφθηκε της διαδικασίας και εξέδωσε την απόφαση ή επικύρωσε ή ενώπιον του οποίου καταρτίστηκε ο δικαστικός συμβιβασμός. Για την κήρυξη της εκτελεστότητας δημοσίου εγγράφου απαιτείται αίτηση προς την αρχή που καθορίζει το κράτος μέλος (αρ. 25), συνήθως η ίδια αρχή που εξέδωσε το δημόσιο έγγραφο. Όσον αφορά στην δυνατότητα ενδίκου μέσου στον καθ ού κατά του εκτελεστού τίτλου, σύμφωνα με το αρ. 10, ενώ ο ΕυρΕΤ δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο, προβλέπονται δυο έκτακτα ένδικα βοηθήματα (θεραπείες): α) η διόρθωση, όταν λόγω τυπικού σφάλματος υπάρχει απόκλιση μεταξύ απόφασης και πιστοποιητικού, και β) η ανάκληση, όταν το πιστοποιητικό «χορηγήθηκε προφανώς εσφαλμένα» με βάση τις προϋποθέσεις που θέτει ο Κανονισμός. Τέλος, στο αρ. 19 ορίζεται επιπλέον η δυνατότητα επανεξέτασης της απόφασης στο κράτος μέλος προέλευσης, όταν ο εναγόμενος είτε δεν είχε επαρκή χρόνο για να αμυνθεί, παρότι η επίδοση είχε γίνει σύμφωνα με το αρ. 14 του Καν, ή του ήταν αδύνατο να αμυνθεί για λόγους ανωτέρας βίας. Η σχετική αρμοδιότητα παραμένει στο δικαστήριο του κράτους 44 προέλευσης. Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν πρόσβαση σε επανεξέταση με λιγότερο περιοριστικούς όρους από τους αναφερόμενους στην παρ. 1 του αρ. 19. Γ) Διαδικασία εκτέλεσης ΕυρΕΤ Η εκτέλεση της απόφασης ΕΕΤ γίνεται σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες του κράτους εκτέλεσης, εκτός από τα θέματα που ρυθμίζει απευθείας ο Κανονισμός (αρ. 20). Απαιτείται η προσκόμιση αντιγράφου της απόφασης και αντιγράφου του πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού 45 τίτλου, και, εφόσον απαιτηθεί, εγγραφή του πιστοποιητικού ευρωπαϊκού 44 Συγκριτικά, πρέπει να σημειωθεί ότι το αρ. 34 παρ. 2 του Καν. 44/2001, όπως και το αρ. 27 παρ. 2 της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968, καθορίζει ένα ειδικό και ανεξάρτητο νομικό πρότυπο, όσον αφορά τα δικαιώματα υπεράσπισης, το οποίο δεν ταυτίζεται με την τήρηση των εθνικών κανόνων, και το οποίο επομένως θέτει ιδιαίτερα νομικά ζητήματα. Ως εκ τούτου, είναι πιθανό, παρόλο που το δικαστήριο προέλευσης έχει εφαρμόσει τους εθνικούς του δικονομικούς κανόνες χωρίς παρατυπίες, να απορριφθεί η κήρυξη της εκτελεστότητας λόγω διαφοράς μεταξύ του εθνικού δικαίου και της αναγκαίας προστασίας των δικαιωμάτων υπεράσπισης, σύμφωνα με το αρ. 34 παρ. 2, όπως ερμηνεύθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (βλ. Debaecker κατά Bowman, 11.6.1985, Συλλογή Νομολογίας 1985, σελ. 779, για τη σχέση μεταξύ του αρ. 27 (2) της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και των εθνικών κανόνων επίδοσης και κοινοποίησης των κρατών μελών). Παρ όλα αυτά, σύμφωνα με τα αρ. 34 παρ. 2 και 41 του Καν 44/2001, απαγορεύεται ρητά στο δικαστήριο, που είναι αρμόδιο για τη διαδικασία του exequatur, να προβεί σε δικαστικό έλεγχο συμμόρφωσης με τους κανόνες, που ορίζονται στα άρθρα 34 και 35. Ακόμα και σε περίπτωση κατάφωρης παραβίασης του αρ. 34 παρ. 2, είναι υποχρεωμένο να κηρύξει την εκτελεστότητα, εάν πληρούνται οι καθαρά τυπικές προϋποθέσεις του αρ. 41. Μόνο σε περίπτωση άσκησης ενδίκου μέσου από τον εναγόμενο, το δικαστήριο μπορεί να επανεξετάσει τη συμμόρφωση με τα δικαιώματα υπεράσπισης. Όμως, ακόμα και τότε, το δικαστήριο εμποδίζεται να απορρίψει ή να ανακαλέσει το exequatur, παρά την παραβίαση των δικαιωμάτων αυτών, όπως καθορίζονται στο αρ. 34 παρ. 2, εάν ο οφειλέτης δεν χρησιμοποίησε τη δυνατότητα προσφυγής κατά της απόφασης στο κράτος μέλος προέλευσης. Επομένως, ο εναγόμενος υποχρεούται να χρησιμοποιήσει το δικαίωμα προσφυγής κατά της κατ ερημοδικία εκδοθείσας απόφασης προκειμένου να δικαιούται του δικαστικού ελέγχου, όσον αφορά την τήρηση των κοινοτικών κανόνων σχετικά με τα δικαιώματα υπεράσπισης. 45 Ο Καν. δεν προβλέπει καταρχήν υποχρέωση μετάφρασης, γεγονός που εξηγείται από την ύπαρξη των αντίστοιχων εντύπων -παραρτημάτων σε όλες τις γλώσσες των κρατών μελών της Ένωσης. Βλ. και την τροποποίηση Κανονισμού με αφορμή την ένταξη των νέων κρατών μελών στην ης Ε.Ε. με βάση τον Καν. 1869/2005 της Επιτροπής, της 16 Νοεμβρίου 2005, για αντικατάσταση των 16

εκτελεστού τίτλου ή μετάφρασή του, στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους εκτέλεσης ή, εάν το εν λόγω κράτος μέλος έχει περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, στην επίσημη γλώσσα ή μία από τις επίσημες γλώσσες της διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου, στον τόπο όπου επιδιώκεται η εκτέλεση, σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, ή σε άλλη γλώσσα, την οποία το κράτος μέλος εκτέλεσης έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να δηλώνει την επίσημη γλώσσα ή τις επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εκτός από τη δική του, τις οποίες μπορεί να δεχθεί για τη συμπλήρωση του πιστοποιητικού. Η μετάφραση επικυρώνεται από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο 46 προς αυτό σε ένα από τα κράτη μέλη. Πάντως, σύμφωνα με το αρ. 9 του Καν, για την έκδοση του ΕΕΤ χρησιμοποιείται το έντυπο του Παραρτήματος Ι, στη γλώσσα της απόφασης. 47 Η μοναδική περίπτωση μη εκτέλεσης του ΕΕΤ, από το κράτος μέλος εκτέλεσης, κατόπιν αιτήσεως του οφειλέτη είναι όταν η απόφαση που έχει πιστοποιηθεί ως ΕΕΤ είναι ασυμβίβαστη με προγενέστερη απόφαση που εκδόθηκε σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, εφόσον: α) η προγενέστερη απόφαση έχει την ίδια βάση και εκδόθηκε μεταξύ των ιδίων διαδίκων, β) η προγενέστερη απόφαση εκδόθηκε στο κράτος μέλος εκτέλεσης ή πληροί τους αναγκαίους όρους για την αναγνώρισή της στο κράτος μέλος εκτέλεσης, και γ) το ασυμβίβαστο δεν προβλήθηκε και δεν μπορούσε να έχει προβληθεί δι ενστάσεως σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου στο κράτος μέλος προέλευσης. Πάντως, σε καμία περίπτωση, η απόφαση ή το πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου δεν μπορεί να επανεξετασθεί 48 επί της ουσίας στο κράτος μέλος εκτέλεσης, ενώ προβλέπεται αναστολή ή περιορισμός της εκτέλεσης με απόφαση του κράτους μέλους εκτέλεσης, κατά τις διατάξεις του αρ. 23 του Καν. Έτσι, το δικαστήριο του κράτους εκτέλεσης μπορεί να περιορίσει τη διαδικασία εκτέλεσης σε συντηρητικά μέτρα, ή να εξαρτήσει την εκτέλεση από την παροχή της εγγύησης που αυτό καθορίζει. Σε «έκτακτες περιστάσεις», προβλέπεται αναστολή της 49 διαδικασίας εκτέλεσης. Υποστηρίζεται επίσης ότι αναστολή θα πρέπει να χορηγείται στην περίπτωση που αμφισβητείται με αγωγή το κύρος παραρτημάτων [συνολικά έξι (6)] του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις (ΕΕ αριθμ. L 300 της 17.112005, σελ. 6 επ.), τα οποία είναι διαμορφωμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για την εκτέλεση να παρέχονται με τη συμπλήρωση ονομάτων και αριθμών ή τετραγωνιδίων. Έτσι, οι αρχές εκτέλεσης βρίσκουν όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται στο πολύγλωσσο τμήμα. Τούτο όμως δεν αποκλείει την υποχρέωση του επισπεύδοντος δανειστή να μεταφράσει ενδεχομένως ορισμένες επιπρόσθετες παρατηρήσεις που έγιναν πάνω στο έντυπο, οι οποίες όμως είναι εξαιτίας της χρήσης του κοινού εντύπου-παραρτήματος, εξαιρετικά περιορισμένες. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τις περιπτώσεις 5.1.1. (ποσό κεφαλαίου), 5.1.2.3. (εάν η αξίωση συνίσταται σε περιοδικές καταβολές), 5.2.1.3. (καταβολή τόκων). Συνεπώς, μονάχα όταν είναι απαραίτητες ορισμένες επιπλέον συμπληρώσεις ή εξηγήσεις στις προβλεπόμενες περιπτώσεις, επιβάλλεται η μετάφραση (φράσεων ή προτάσεων) του κειμένου και επικύρωσή τους από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς αυτό στο εκάστοτε κράτος μέλος, βλ. Μπώλου Αγγ., υποσημ. 20, σελ. 550-551. 46 47 48 49 Βλ. αρ. 20 παρ. 1-2 του Καν. Βλ. αρ. 21 παρ. 1 του Καν. Βλ. αρ. 21 παρ. 2 του Καν. Βλ. Τσικρικά Δ., ό.π., υποσημ.17, σελ. 172. 17

σύμβασης που έχει περιληφθεί τη μορφή εκτελεστού δημοσίου εγγράφου και χαρακτηρίστηκε έτσι εκτελεστός τίτλος. Σύμφωνα με την παρ. 4 του αρ. 10, η έκδοση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου δεν 50 υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο. Τα δημόσια έγγραφα ως ΕΕΤ Στα αρ. 24 και 25 (Κεφάλαιο V) του Καν. περιλαμβάνονται διατάξεις για την πιστοποίηση ως ΕΕΤ των δικαστικών συμβιβασμών και των δημοσίων εγγράφων. Με το αρ. 4 παρ. 1 αριθ. 3 του Καν. εισάγεται για πρώτη φορά στο κοινοτικό δίκαιο ο ορισμός του «δημοσίου εγγράφου», ο οποίος δεν είχε γίνει ούτε στη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 ούτε στον Καν. 51 44/2001, ενσωματώνοντας νομολογιακά συμπεράσματα ως προς τις προϋποθέσεις και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός τέτοιου εγγράφου. Τρία είναι τα κριτήρια για τον προσδιορισμό ενός εγγράφου ως δημοσίου: α) να πιστοποιείται η γνησιότητα της υπογραφής, β) να πιστοποιείται το περιεχόμενο του εγγράφου και γ) η πιστοποίηση αυτή να έχει γίνει από δημόσια ή άλλη αρχή, η οποία είναι εξουσιοδοτημένη γι αυτό από το κράτος μέλος προέλευσης. Κατά την ελληνική έννομη τάξη, η έννοια του «δημοσίου εγγράφου» περιλαμβάνει τα εξής χαρακτηριστικά: α) πρέπει να συνταχθεί από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, β) εντός των ορίων της κατά λειτουργία, καθ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητάς 52 του, γ) μετά την τήρηση των νομίμων τύπων. Ως «νόμιμος τύπος» νοούνται οι διατυπώσεις, που ορίζονται από το νόμο για κάθε συγκεκριμένη κατηγορία δημοσίων εγγράφων (αναφορά της αρχής που το εξέδωσε, χρονολογία έκδοσης, υπογραφή του συντάκτη και σφραγίδα της αρχής που 53 το έχει εκδώσει). Έτσι, ο ελληνικός ορισμός φαίνεται να συμβαδίζει με τον αντίστοιχο κοινοτικό. Στο τέλος, το αρ. 25 παρ. 3 ορίζει ρητά για τα δημόσια έγγραφα ότι οι «διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙ, με εξαίρεση τα αρ. 5, 6 παρ. 1 και 9 παρ. 1, και του κεφαλαίου ΙV με εξαίρεση τα αρ. 21 παρ. 1 και 22 εφαρμόζονται 50 Όπερ αποτελεί λογική ρύθμιση, λόγω του ελέγχου συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις του κεφαλαίου ΙΙΙ, που διευκρινίζεται στο πιστοποιητικό, λόγω της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την άψογη απονομή της δικαιοσύνης και λόγω της δικλείδας ασφαλείας να μπορεί ο οφειλέτης να απαλλαγεί από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας, εάν δεν μπορούσε στην πράξη να προσφύγει κατά της αξίωσης, σύμφωνα με το αρ. 19. 51 Βλ. Unibank A/S κατά Flemming G. Christensen, C-260/97, 17-6-1999, Συλλογή Νομολογίας 1999, σελ. 3715. Το ΔΕΚ απεφάνθη στην υπόθεση αυτή, ότι «έγγραφο περί αναγνωρίσεως χρέους, το οποίο είναι εκτελεστό κατά το δίκαιο του κράτους στο οποίο καταρτίστηκε (Δανία) και του οποίου η γνησιότητα δεν έχει βεβαιωθεί από δημόσια αρχή ή άλλη αρχή εξουσιοδοτημένη προς τούτο από το εν λόγω κράτος, δεν αποτελεί δημόσιο έγγραφο κατά την έννοια του αρ. 50 της Σύμβασης των Βρυξελλών». Βλ. περαιτέρω τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα La Pergola της 2.2.1999 υποθ. C - 260/97, Unibank, Συλλογή 1999, Ι-3715, αιτιολογική σκέψη 7, ο οποίος αναφέρθηκε στη σκοπιμότητα να οριστεί από το ΔΕΚ με μεγάλη προσοχή πότε ένα έγγραφο χαρακτηρίζεται ως δημόσιο ή όχι, εξαιτίας των συνεπειών που μπορεί να έχει ο χαρακτηρισμός, ειδικά όταν το «δημόσιο έγγραφο» εξομοιώνεται με δικαστική απόφαση. 52 53 Βλ. ΑΠ 1267/1997, ΝοΒ 1998, σελ. 562, δημοσιευθείσα και στο NOMOS. Βλ. ΕφΘεσ 474/1994, Αρμ. 1995, σελ. 217, δημοσιευθείσα και στο NOMOS. 18