ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΕΜΟΥΝ ΟΣ Και του πουλιού το γάλα ΟΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΟΥΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΤΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΣ ΘΕΙΟΣ Οδυσσέα, µην καµπουριάζεις, καµάρι µου» συµβούλεψε τρυφερά η κυρία Άρτεµη το γιο της κι εκείνος προσπάθησε να κρατήσει το σώµα του ίσιο, ευθυτενές. «Σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο να στέκεσαι, το σπουδαίο ήρωα της Επανάστασης του 21!» είπε µε στόµφο ο θείος Πάτροκλος οδηγώντας µε δυσκολία τη σακαράκα του. «Τα ξέρεις, φυσικά, τα ανδραγαθή- µατα του µπαρουτοκαπνισµένου, του µεγαλωµένου στη φωτιά του πολέµου!» «Ίιιιου, ίιιιου, ίιιιου!» µιµήθηκε τη σειρήνα της πυροσβεστικής ο Μάρκος, ο αδελφός του Οδυσσέα. «Ε, δηλαδή Στο σχολείο ακόµη δεν» είπε ο Οδυσσέας µε στεγνό στόµα. «Έγινε γνωστός από τη µάχη της Γραβιάς και βρήκε µαρτυρικό θάνατο από το πρωτοπαλίκαρό του, τον Γκούρα, στην Ακρόπολη, πριν τον περάσουν από δίκη. Τον είχαν κατηγορήσει για προδοσία», προσπάθησε ο κύριος Γιάννης να βγάλει το γιο του από τη δύσκολη θέση. 2
«Τον είχαν συκοφαντήσει τον ήρωα!» είπε θυµω- µένος ο θείος Πάτροκλος. «Ξέρω τον πολυµήχανο Οδυσσέα» µουρµούρισε ο Οδυσσέας. «Πρέπει να µάθεις και τον ήρωα Οδυσσέα! ιότι δίχως τον Οδυσσέα µπορεί ακόµη να ήµαστε σκλάβοι στους Τούρκους» «Τα παραλές, µωρέ Πάτροκλε» «Και λίγα λέω! Αφού κατέβαινε ο Οµέρ Βρυώνης µε χιλιάδες στρατιώτες αρµατωµένους σαν αστακούς για να καταπνίξουν την Επανάσταση διά πυρός και σιδήρου. Άσε που είχαν και την πρώτη τους νίκη στην Αλαµάνα. Ποιος µπορούσε, λοιπόν, να τους σταµατήσει πλην του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που ύψωσε τα στήθη του στο Χάνι της Γραβιάς και» «Θα µας πεις την ιστορία µε αυτό που έχασε η Γραβιά, θείε Πάτροκλε; Θα φάω όλο το φα µου!» υποσχέθηκε ο Μάρκος φουσκώνοντας το ασθενικό στήθος του. «εν είναι ρήµα, ουσιαστικό είναι µε ι το χάνι και θα πει πανδοχείο, ξενοδοχείο», του εξήγησε η κυρία Άρτεµη. «Βεβαίως θα σας την πω! Τι λες κι εσύ, Οδυσσέα; Μα πού έχεις κρυφτεί;» «Εδώ είµαι» ψέλλισε ο Οδυσσέας κάτω από το κάθισµα. Ήταν ένα ήσυχο παιδί και το µόνο που ήθελε ήταν να ονειρεύεται την όµορφη συµµαθήτριά του Αφροδίτη Σαριλαρίκου και να αδηµονεί πότε θα φτάσουν στην Ανάφη, όπου θα έκαναν µαζί µακροβούτια και 3
οι πατούσες τους θα καίγονταν στην καυτή άµµο. υστυχώς όµως οι γονείς τους θεώρησαν υποχρέωσή τους να τηλεφωνήσουν στο θείο Πάτροκλο ότι βρίσκονταν στη Σαντορίνη περιµένοντας το καραβάκι κι ότι θα µπορούσαν να πιουν έναν καφέ λέγοντας τα νέα τους. Αλλά ο θείος Πάτροκλος, ένας τύπος πληθωρικός, γύρω στα εξήντα, δε συµβιβαζόταν µε έναν καφέ κι επέµενε να τους φιλοξενήσει δυο-τρεις µέρες. «Θ αναλάβει η δασκάλα τους το φθινόπωρο να τους τα µάθει, Πάτροκλε» επενέβη η κυρία Άρτε- µη, γιατί φαίνεται ότι ούτε εκείνη είχε διάθεση να ακούσει για τον Οµέρ Βρυώνη. «Ο άνθρωπος πρέπει να µαθαίνει και το καλοκαίρι. Γηράσκω αεί διδασκόµενος! Εξάλλου η µάχη της Γραβιάς είναι από τα σηµαντικότερα κατορθώµατα. Για φανταστείτε, µια δράκα Ελλήνων να σταµατήσουν κοτζάµ ασκέρι! εν είναι µικρό πράγµα, όπως και να το κάνουµε» «Πρόσεχε το δρόµο, Πάτροκλε» µουρµούρισε ο κύριος Γιάννης ανήσυχος. «Τι είναι δράκα;» ρώτησε ο φιλοµαθής Μάρκος, σηµαδεύοντας µε ένα αόρατο πιστόλι τα καµένα βράχια του ηφαιστείου. «ράκα θα πει µια χούφτα άνθρωποι, λίγοι. Και που λες, Οδυσσέα, ο θρίαµβος των Ελλήνων οφειλόταν βασικά στον Οδυσσέα Ανδρούτσο, γιατί ο ήρωάς µας δεν ήταν µόνο στρατιωτική ιδιοφυ α, ήταν και γενναίος και θαρραλέος και πονηρός και ευκίνητος και ωραίος. Κι έδειξε στους µπέηδες τι εστί βερίκοκο!» «Τι εστί βερίκοκο;» ξαναρώτησε ο Μάρκος. 4
«Τη συνέχεια θα σας την πω τρώγοντας. Φτάσαµε, εδώ είµαστε», είπε ο θείος Πάτροκλος ορεξάτα και παρκάροντας στραβά, τράβηξε το χειρόφρενο. «Το λάστιχο δεν το βλέπω στα καλά του», ανησύχησε ο κύριος Γιάννης. «Μια χαρά είναι», τον διαβεβαίωσε ο θείος Πάτροκλος ανέµελα και απλώνοντας το τεράστιο χέρι του έδειξε την ταµπέλα του µαγαζιού που έγραφε Και του πουλιού το γάλα. «Εδώ θα φάµε σαν µπέηδες, περάστε!» 6