ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΠΜΣ: ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΜΑΛΑΘΡΑΚΗ ΜΑΡΙΑ ΘΕΜΑ: «Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΟΥ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΕΦΗΒΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ» ΟΝΟΜΑ ΒΑΘΜΙΔΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΥΩΝΙΔΗΣ ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΥΛΟΥ ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΛΟΝΔΙΝΟΥ ΜΕΛΟΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΜΕΛΟΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΜΕΛΟΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΡΟΔΟΣ, 2010 1
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 4 2 Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ... 6 2.1 ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΚΑΙ Μ.Μ.Ε - ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ... 8 2.2 Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΑ Μ.Μ.Ε... 9 2.3 ΣΕΞ ΣΤΑ ΕΝΤΥΠΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ... 11 3 Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΑ Μ.Μ.Ε... 14 3.1 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΥΠΟΒΑΘΡΟΥ... 14 3.2 ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1970... 14 3.3 ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1980... 15 3.4 ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1990... 16 3.5 ΣΗΜΕΡΑ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ... 19 4 Η ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ... 23 4.1 Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ... 25 4.2 Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΔΟΜΙΣΜΟΥ... 26 5 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ... 30 5.1 ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ... 31 5.2 ΟΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΣΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ... 31 5.3 ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ... 322 5.4 ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ... 333 5.5 ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ... 34 5.6 ΔΕΛΤΙΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ... 35 6 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ... 36 6.1 Η ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ........36 6.2 Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΦΥΛΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΦΗΒΙΚΟ ΤΥΠΟ. 37 6.3 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥΣ. 40 2
6.4 ΤΟ ΣΕΞ ΣΤΑ ΕΝΤΥΠΑ.........42 6.5 Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ.....45 7 ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ... 47 8 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ- ΕΠΙΛΟΓΟΣ... 54 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ... 55 Βιβλιογραφία... 59 3
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Από τη δεκαετία του 1970 και εξής, όταν πλέον άρχισε να εμφανίζεται, να έχει ευρεία απήχηση και να γιγαντώνεται το λεγόμενο «δεύτερο κύμα» του φεμινιστικού κινήματος, αφυπνίστηκε και ενημερώθηκε η κοινή γνώμη πιο αναλυτικά και εντατικά για θέματα που αφορούσαν το γυναικείο φύλο, τα δικαιώματά του και τον περιορισμό που υφίστατο λόγω της ανδρικής επικυριαρχίας. Αυτή η γενικότερη κινητοποίηση και ενημέρωση αποτέλεσε το εφαλτήριο για να ξεκινήσουν πιο ενδελεχείς έρευνες σχετικά με το γυναικείο ζήτημα, και ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκαν πολλές μελέτες που αφορούσαν την αναπαράσταση των γυναικών στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε.) και των αντίστοιχων κωδικοποιημένων πληροφοριών που διοχετεύονταν στην κοινωνία. Διαπιστώθηκε πως τα προβαλλόμενα πρότυπα διαιώνιζαν και διακήρυτταν την υποτέλεια της γυναίκας στον άνδρα, την ανάγκη να φαίνεται όμορφη και ελκυστική σύμφωνα με τα αντρικά πρότυπα, δηλαδή τον ρόλο της ως σεξουαλικό αντικείμενο, τη θέση της μέσα στο σπίτι, την «απαραίτητη και επιβαλλόμενη από τη φύση» προσήλωσή της στις οικιακές εργασίες και τη μητρότητα, την παθητικότητα που έπρεπε να τη χαρακτηρίζει και την εξάρτησή της από κάποιον άνδρα, είτε αυτός ήταν ο πατέρας είτε ο σύζυγος. Σύμφωνα με το φεμινιστικό κίνημα όλα αυτά αποτελούσαν σοβαρό εμπόδιο στη χειραφέτηση της γυναίκας. Από το 1970 έως και τις μέρες μας έχουν υπάρξει πολλές αντιδράσεις και κινητοποιήσεις για να αλλάξει ο τρόπος αναπαράστασης των γυναικών στα Μ.Μ.Ε. και ιδιαιτέρως στα περιοδικά, ώστε τα πρότυπα να συμφωνούν με τις βασικές αρχές και διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος, όσον αφορά την ισότητα των δύο φύλων, την απελευθέρωση των γυναικών από τα δεσμά της πατριαρχικής κοινωνίας, τη σεξουαλική απελευθέρωση και γενικότερα την αυτονομία, ανεξαρτητοποίηση και χειραφέτηση των γυναικών. Σήμερα σύμφωνα με κάποιους θεωρητικούς ερευνητές φαίνεται πως οι διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος αρχίζουν να υλοποιούνται, οι γυναίκες πλέον παρουσιάζονται στα Μ.Μ.Ε. ως ισότιμες με τους άνδρες συναδέλφους τους, ανεξάρτητες, αυτόνομες, επιτυχημένες επαγγελματίες και απαλλαγμένες από σεξουαλικά υπονοούμενα ή από κάθε άλλο είδος ρατσισμού και σεξισμού. 4
Έχει πράγματι όμως αλλάξει ο τρόπος παρουσίασης των γυναικών μέσα από τον Τύπο που τις αφορά ή μήπως η αντιμετώπιση παραμένει στην ουσία η ίδια, περιβαλλόμενη όμως από ένα φαινομενικά προοδευτικό και λιγότερο πατριαρχικό επικάλυμμα; Και τα Μ.Μ.Ε. διαδραματίζουν τόσο σημαντικό ρόλο ώστε είναι σε θέση να διαμορφώνουν αντιλήψεις και πρότυπα με την άκριτη συμμετοχή και πολλές φορές παθητική αντιμετώπιση των δεκτών; Είναι ικανά να επηρεάσουν ακόμα και την εικόνα που έχει το άτομο, και ιδιαιτέρως οι γυναίκες, για τον εαυτό του και να την διαμορφώσουν με τρόπο που να εξυπηρετεί ένα φαλλοκρατικό κοινωνικό σύστημα; Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας θα γίνει μια απόπειρα διερεύνησης του τρόπου αναπαράστασης των γυναικών στα γυναικεία περιοδικά και του αν, πώς και κατά πόσο μπορούν να επηρεαστούν οι έφηβες γυναίκες από την αναπαραγωγή στερεοτυπικών αντιλήψεων σχετικά με την σεξουαλικότητα και την σεξουαλική τους έκφραση, από τα γυναικεία και εφηβικά περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας. Ως μέσο θα χρησιμοποιηθεί η βιβλιογραφική διερεύνηση του θέματος της αναπαραγωγής στερεοτυπικών εικόνων και προτύπων σε περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας αλλά και η διενέργεια ποιοτικών συνεντεύξεων με τις ίδιες τις αναγνώστριες των περιοδικών ώστε να γίνει κατανοητό το αν αντιλαμβάνονται οι ίδιες την επιρροή που ασκούν πάνω τους τα κείμενα και οι εικόνες των περιοδικών, που οι ίδιες επιλέγουν να αγοράζουν και να διαβάζουν, αν υιοθετούν τα προβαλλόμενα σεξουαλικά πρότυπα εμφάνισης και συμπεριφοράς ή αν τα αμφισβητούν, και αν τελικά είναι δυνατό να παράγουν αντιστάσεις στα νοήματα αυτά με τη βοήθεια της οικογένειας και της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Στην αρχή της εργασίας περιγράφεται το γενικό πλαίσιο, όπως η θέση των γυναικών σήμερα, η εικόνα τους στα έντυπα, η αντιμετώπιση σεξουαλικών ζητημάτων μέσα στα έντυπα για διαφήμιση και προσέλκυση του κοινού και της στάσης των έφηβων γυναικών απέναντι στα πρότυπα των περιοδικών. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει μια βιβλιογραφική επισκόπηση σχετικά με τις έρευνες που έχουν γίνει για την αναπαράσταση των γυναικών στα Μ.Μ.Ε. και τη συζήτηση που έχει αναπτυχθεί από τους ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με το θέμα όπως και οι διαφοροποιήσεις στον τρόπο θέασης αλλά και εξέτασης του ζητήματος. Τέλος το πρώτο εισαγωγικό κεφάλαιο θα κλείσει με την ανάλυση των βασικών θεωριών που έχουν χρησιμοποιηθεί για τη διερεύνηση του θέματος με επικέντρωση στη θεωρία του μεταδομισμού, η οποία θα αποτελέσει και το μεθοδολογικό εργαλείο της παρούσας μελέτης. 5
2 Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Στον 21 ο αιώνα, την εποχή της μετανεωτερικότητας οι γυναίκες έχουν κατακτήσει πολλά στο επίπεδο της συμμετοχής τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική πραγματικότητα των κοινωνιών των οποίων ζουν, τα οποία πριν από μερικές δεκαετίες έμοιαζαν και θεωρούνταν αδιανόητα. Στη σύγχρονη Ελλάδα, σύμφωνα με τα ελάχιστα ερευνητικά δεδομένα που υπάρχουν, στις οικογένειες μέσου ή ανώτερου μορφωτικού επιπέδου, όπου εργάζονται και οι δύο σύζυγοι, διαφαίνεται μια τάση βαθμιαίας εξασθένησης των παραδοσιακών αντιλήψεων σχετικά με την απόλυτη κυριαρχία του άνδρα μέσα στην οικογένεια και αναγνωρίζεται το δικαίωμα στη γυναίκα να παίρνει ορισμένες αποφάσεις (Σαφιλίου,1972). Παρόλα αυτά οι δομές της κοινωνίας θα μπορούσε να πει κανείς ότι παραμένουν κατά βάθος φαλλοκρατικές. Οι γυναίκες από μικρή ηλικία μαθαίνουν ότι είναι προορισμένες για ρόλουςστερεότυπα, που η κοινωνία μέσα από παραδοσιακές δομές και με δεδομένη την κυριαρχία του άνδρα, επέλεξε για εκείνες. Τα παιχνίδια που παράγονται και θεωρούνται ενδεδειγμένα και αποδεκτά για τα μικρά κορίτσια, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, είναι κούκλες, κούκλες-μωρά και ομοιώματα οικιακών σκευών. Ενισχύοντας την ενασχόληση με παιχνίδια κατάλληλα για το φύλο, ενθαρρύνεται έτσι η ανάπτυξη διαφορετικών ενδιαφερόντων, στάσεων και δεξιοτήτων στα δύο φύλα (Phillips & Imhoff, 1997 Κακαβούλης, 1995 Ruble, 1988 Frisch). Με αυτόν τον τρόπον λοιπόν περνούν ήδη από την παιδική ηλικία ισχυρά υποσυνείδητα μηνύματα πως πρέπει να είναι όμορφες, με τέλειες αναλογίες και κομψές, όπως ακριβώς οι κούκλες τους, που αποτελούν και το πρώτο γυναικείο πρότυπο με το οποίο έρχονται σε επαφή και στη συνέχεια ότι προορίζονται αυστηρά για να γίνουν μητέρες και νοικοκυρές. Μεγαλώνοντας, υπάρχουν ακόμα και σήμερα δυστυχώς περιπτώσεις όπου η μόρφωση και η εκπαίδευση θεωρούνται περιττές και ανούσιες για τις γυναίκες. Στερούνται και κατακρίνεται το δικαίωμα τους στην παιδεία, και συχνά διακόπτουν το σχολείο, καθώς ως κυριότερο γυναικείο προσόν, θεωρείται η ομορφιά η ικανότητα για τεκνοποιία και η δημιουργία και διατήρηση της οικογένειας. Η ευφυΐα, η μόρφωση και η πνευματικότητά, είτε παρακάμπτονται είτε θεωρούνται δευτερεύοντα στοιχεία της προσωπικότητάς τους. Γενικότερα σε ό,τι αφορά σε θέματα επίδοσης, έχει βρεθεί από 6
έρευνες ότι οι γονείς απαιτούν υψηλότερες επιδόσεις στο γνωστικό τομέα και εκτέλεση έργων χωρίς βοήθεια από τα αγόρια, παρά από τα κορίτσια (Κακαβούλης1997 Κακαβούλης, 1995). Παρόλα αυτά ολοένα και περισσότερες γυναίκες αποκτούν πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση καθώς και στην αγορά εργασίας. Ενώ όμως το επίπεδο εκπαίδευση τους συνεχώς βελτιώνεται δεν παρατηρείται μια ανάλογη αντιστοιχία στις θέσεις εργασίας που προσφέρονται σε αυτές. Συνήθως οι θέσεις οι οποίες προσφέρονται στις γυναίκες είναι πολύ κατώτερες των προσόντων τους, υπαμειβόμενες ενώ ακόμα κι όταν οι ίδιες καταφέρουν να σπάσουν το φαινόμενο της γυάλινης οροφής αντιμετωπίζονται με δυσπιστία κι επιφυλακτικότητα ακόμα και από τις ίδιες τις συναδέλφους τους. Ακόμα παρά την είσοδο των έγγαμων γυναικών στην αγορά εργασίας, οι οικιακές εργασίες εξακολουθούν να θεωρούνται αποκλειστική τους ευθύνη, ενώ η συμμετοχή των ανδρών στις δουλείες του σπιτιού εξαρτάται από την εκπαίδευση τους, το εισόδημα τους, και την επαγγελματική απασχόληση της συζύγου (Αλιμπράντη- Μαράτου, 1999). Τα οικιακά καθήκοντα των γυναικών θεωρούνται από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης ως πρωτεύοντα ζητήματα, και η δημιουργία οικογένειας ως απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρείται ολοκληρωμένο άτομο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η γυναίκα με την εισαγωγή της στην αγορά εργασίας να καλείται να παίξει και να καλύψει πολλαπλούς ρόλους, στους οποίους είναι αναμενόμενο ότι πρέπει να ανταπεξέλθει πλήρως, με αποτέλεσμα να ζει με ενοχές και ένα διαρκές κυνήγι του χρόνου και των υποχρεώσεων. Αυτή η αμφιταλάντευση που αισθάνονται οι γυναίκες από τη σύγκρουση των ανταγωνιστικών ρόλων που διαδραματίζουν, είναι φυσιολογική, καθώς βιώνουν αντιφατικές συνθήκες στο χώρο της δουλειάς και της οικογένειας (Βαϊου και Στρατηγάκη 1989). Είναι φανερό επομένως πως η γυναίκα εξακολουθεί να είναι δέσμια των στερεοτύπων που έχουν μεταδοθεί και η κοινή γνώμη τα έχει ενστερνιστεί, άκριτα κάποιες φορές. Τα στερεότυπα των φύλων, παρά τις αλλαγές και τις εξελίξεις λοιπόν που έχουν σημειωθεί στην κοινωνική θέση των γυναικών, εξακολουθούν να επικρατούν και να τέμνουν κάθετα ηλικία, θρήσκευμα, φύλο, οικογενειακή κατάσταση και μορφωτικό επίπεδο (Μαραγκουδάκη, 2000). Κατά συνέπεια, όλες οι ενέργειές τους, που εκτείνονται πέρα από τα στενά παραδοσιακά τους καθήκοντα, δρομολογούνται και διοχετεύονται μέσα από το στενό τους περιβάλλον. Έτσι, δεν είναι δυνατό να υπάρξει αναγνώριση του έργου τους και των προσπαθειών τους. 7
2.1 ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΚΑΙ Μ.Μ.Ε. Για τα στερεότυπα έχουν δοθεί ποικίλοι ορισμοί, οι οποίοι αφορούν είτε το ατομικό είτε το συλλογικό επίπεδο, πρόκειται δηλαδή για ατομικές ή συλλογικές αναπαραστάσεις. Γενικά τα στερεότυπα ορίζονται ως «κοινές πεποιθήσεις των ατόμων, με την έννοια ότι παράγονται συλλογικά, και αφορούν μέλη ομάδων ή αναπαραστάσεις, που αποθηκεύονται στη μνήμη, από την οποία ανακαλούνται ρυθμίζοντας τη συμπεριφορά απέναντι σε αυτές τις ομάδες». Σύμφωνα με τον Gronhaug K. (1992:56-67 τα στερεότυπα ορίζονται ως η προκαθορισμένη οριοθέτηση πληροφοριών και εικόνων. Με βάση αυτόν τον ορισμό γίνεται κατανοητό ότι τα στερεότυπα αποτελούν συγκεκριμένες πληροφορίες που, αυθόρμητα και ασυνείδητα, παίρνει έτοιμες ο δέκτης από έναν πομπό, και σύμφωνα με αυτές διαμορφώνει απόψεις. Παράλληλα ο Wells et al. (1989:43), αναφέρει για τα στερεότυπα ότι αποτελούν μια μορφή καθοδήγησης, και έχουν την ικανότητα να επηρεάσουν τις αντιλήψεις ενός ευρύτερου συνόλου ανθρώπων, οδηγώντας τους σε σκέψεις και απόψεις τις οποίες τελικά ασπάζονται, εφόσον το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο τις θεωρεί σωστές. Άρα έχουν σαν αποτέλεσμα την καθοδήγηση της κοινής γνώμης με απόψεις που σπανίως διακρίνονται για την ορθότητά τους και που δεν αντικατοπτρίζουν πάντα τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά περισσότερο τις παραδοσιακές απόψεις και θεωρήσεις για πρόσωπα και καταστάσεις. Απόψεις που δεν αιτιολογούνται, σπανίως εξετάζεται η ακρίβεια και η εγκυρότητά τους, απλώς αναπαράγονται, δημιουργώντας έτσι μιαν άλλη κοινωνική πραγματικότητα, στερεοτυπική. Μέσα σε μια κοινωνία τα στερεότυπα αποτελούν σοβαρή τροχοπέδη για την ανάπτυξη και την πρόοδό της. Σε μεγάλο βαθμό, δομούν και καθορίζουν τόσο την εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του, όσο και τις σχέσεις των πολιτών που την αποτελούν, εμποδίζοντας έτσι την δημιουργία νέων σχέσεων, βασισμένων στη σύγχρονη πραγματικότητα και σε συνθήκες ισότιμες. Όσο πιο ισχυροί είναι λοιπόν οι μηχανισμοί παραγωγής και συντήρησης των στερεοτύπων τόσο πιο δύσκολο είναι να δράσουν οι δυνάμεις που ωθούν στην αλλαγή. Σε αυτούς τους μηχανισμούς συμπεριλαμβάνονται και κατέχουν περίοπτη θέση τα Μ.Μ.Ε. Τα Μ.Μ.Ε. έχουν πάψει να περιορίζονται στον τυπικό και παραδοσιακό ρόλο της ενημέρωσης. Έχουν επεκταθεί και στον τομέα της ψυχαγωγίας και σε ένα σημαντικό βαθμό έχουν αντικαταστήσει και τον συνάνθρωπο. Αποτελούν πομπούς, μέσω των προβαλλόμενων εκπομπών και διαφημίσεων, που όμως δε δίνουν τη δυνατότητα ενεργητικής συμμετοχής στον δέκτη, για να επιτευχθεί αμφίδρομη ανταλλαγή πληροφοριών και αλληλοεπηρεσμός, αλλά τον περιορίζουν σε παθητική λήψη μηνυμάτων. Έτσι απορρέει το συμπέρασμα πως περισσότερο διαμορφώνουν και επηρεάζουν την κοινή 8
γνώμη προβάλλοντας ότι θεωρούν ως σημαντικό, χωρίς αυτό απαραίτητα να αφορά αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας. Δημιουργούνται έτσι προκαθορισμένα πρότυπα και διανέμονται επιλεγμένοι ρόλοι στα άτομα-δέκτες, αντίστοιχοι του φύλου, της ηλικίας και του μορφωτικού επιπέδου. 2.2 Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΑ Μ.Μ.Ε. Η απεικόνιση των γυναικών στα σύγχρονα Μ.Μ.Ε. χαρακτηρίζεται από μια βαθιά και έντονη ανισορροπία μεταξύ των φύλων. Φαινομενικά και στα γυναικεία περιοδικά και στα υπόλοιπα Μ.Μ.Ε. παρουσιάζονται με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, επιτυχημένες, επαγγελματίες και ανεξάρτητες, σε σύγκριση με το παρελθόν, όμως ως βασική προϋπόθεση για όλα τα παραπάνω προβάλλεται η ομορφιά τους. Αν είναι όμορφες, σύμφωνα με τα πρότυπα των περιοδικών, μπορούν να καταφέρουν να είναι επιτυχημένες, επαγγελματίες, ανεξάρτητες και να έχουν αυτοπεποίθηση ή αν τα έχουν ήδη καταφέρει όλα αυτά, πρέπει παράλληλα να είναι και όμορφες. Προβάλλεται επομένως έντονα από τα Μ.Μ.Ε. το θέμα της γυναικείας ομορφιάς. Ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζονται οι γυναίκες ακολουθεί επίσης ορισμένα στερεότυπα. Σε σύγκριση με τους άντρες οι γυναίκες είναι πιθανότερο να απεικονίζονται ως σύζυγοι, νεώτερες σε ηλικία ή ως μισθωτές εργαζόμενες. Με άλλα λόγια εμφανίζονται τις περισσότερες φορές ως ανίσχυρες και αδύναμες ενώ αν εμφανιστούν ως πετυχημένες και ισχυρές τότε το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο αν καταφέρνουν να διατηρούν ένα εξίσου επιτυχημένο οικογενειακό πλαίσιο. Επίσης παρά το γεγονός ότι όλο και μεγαλύτερο ποσοστό ανδρών προθυμοποιείται να βοηθήσει ή να ασχοληθεί με οικιακά και οικογενειακά θέματα, όπως η μαγειρική ή η φροντίδα των παιδιών, τα περιοδικά, οι εκπομπές και οι διαφημίσεις, τα παρουσιάζουν ως αποκλειστικά γυναικεία υπόθεση, με έναν στερεοτυπικό τρόπο. Δηλαδή, θέματα που αφορούν τη συντήρηση και τη φροντίδα του σπιτιού, τη μαγειρική ή την ανατροφή των παιδιών εμφανίζονται μόνο σε γυναικεία περιοδικά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις διαφημίσεις, όπου τα οικιακά, βρεφικά και παιδικά προϊόντα που διαφημίζονται, απευθύνονται μόνο στο γυναικείο κοινό. Σε περίοπτη θέση όμως στα Μ.Μ.Ε. βρίσκεται πάντα η υποχρέωση της γυναίκας να είναι και να διατηρείται όμορφη, με αδύνατο, καλλίγραμμο σώμα, κομψά και ταυτόχρονα εφαρμοστά, αποκαλυπτικά ρούχα, και να βρίσκεται σε ευχάριστη αλλά και ερωτική διάθεση. Οι γυναίκες λοιπόν εξακολουθούν να παρουσιάζονται, όσον αφορά την εξωτερική τους εμφάνιση, με έναν τρόπο που αναπαράγει τα στερεότυπα της θηλυκότητας. Συγκεκριμένα, εμφανίζονται συνήθως ως νέες, όμορφες µ έναν συμβατικό τρόπο, ορίζονται σε σχέση µε κάποιον άνδρα είναι παθητικές, αναποφάσιστες, εξαρτημένες, 9
υποταγμένες, νοικοκυρές και δεδομένες ή /και σεξουαλικά αντικείμενα (Van Zoonen, 1991).Τα πνευματικά τους χαρίσματα σπάνια τονίζονται, γιατί τα παραδοσιακά στερεότυπα τις θέλουν να είναι κατώτερες πνευματικά από τους άνδρες. Συνήθως για τις περιγραφές των γυναικών αποφεύγεται ο χαρακτηρισμός «ευφυής» και στη θέση του χρησιμοποιείται ο χαρακτηρισμός «πονηρή», με έκδηλη την υποτιμητική πρόθεση. Τα Μ.Μ.Ε. επομένως μπορεί να έχουν διευρύνει τα γυναικεία πρότυπα που προβάλλουν, όμως εξακολουθούν να περνάνε μηνύματα αρνητικά για την εμφάνιση, τις ατέλειες του σώματος, την ηλικία και το βάρος τους Έτσι τα περιοδικά προβάλλουν σταθερά τις γυναίκες σαν σεξουαλικά αντικείμενα την ίδια στιγμή που σε άλλες σελίδες αναφέρουν πως πρέπει να είναι δυναμικές, ανεξάρτητες και να μάχονται για τη σεξουαλική τους ελευθερία και ευχαρίστηση Durham (1998). Τα μηνύματα που εκπέμπονται επιβάλλουν σε εκατομμύρια γυναίκες να υιοθετήσουν συγκεκριμένα ανορεκτικά πρότυπα των μοντέλων ή των διασημοτήτων που προβάλλονται μέσα από τις σελίδες των περιοδικών και την τηλεόραση. Πρέπει έτσι να ενταχθούν σε ένα πολυδάπανο σύστημα διεργασιών για την βελτίωση της εικόνας που τόσο κεντρικό ρόλο παίζει στην σημερινή κοινωνία. Έτσι η«καταπίεση της ομορφιάς» προκαλεί μια διάθεση μίσους των γυναικών απέναντι στον εαυτό τους, το σώμα τους και την ηλικία τους, που υπονομεύει και τις δηλητηριάζει, έτσι ο μύθος της ομορφιάς πλήττει τις γυναίκες φυσικά και ψυχολογικά, και τις οδηγεί σε δίαιτες-βασανιστήρια και στην πλαστική χειρουργική (Naomi Wolf, 1990). Μηνύματα γυναικείας παθητικότητας και υποταγής εκφράζονται μέσα από τις διαφημίσεις, και μόνο με τη στάση του γυναικείου σώματος. Η έκφραση του προσώπου, η θέση της γυναίκας στο χώρο και σε σχέση με τον άνδρα που πιθανώς συμμετέχει σε μια διαφήμιση στέλνουν το μήνυμα της γυναίκας-αντικειμένου. Αυτή η υποβίβαση και ο «διαμελισμός» της γυναίκας στα μέρη του σώματός της προς τέρψιν του άνδρα έχει ως άμεση απόρροια την καταστροφή της γυναικείας αυτοεκτίμησης (Κούρκουλα Χριστίνα, 2009). Τέλος, υπάρχουν και ορισμένες ομάδες γυναικών που είναι «αόρατες» στα Μ.Μ.Ε., όπως γυναίκες με ειδικές ανάγκες ή γυναίκες που ανήκουν σε ομάδες μειονοτήτων. Επομένως τα πατριαρχικά στερεότυπα εξακολουθούν να αναπαράγονται, και δυστυχώς καθρεφτίζουν τις θέσεις και τις ιδέες μεγάλου μέρους της κοινωνίας για το γυναικείο φύλο. Ανάμεσα στα δύο φύλα υπάρχουν ιστορικά διαμορφωμένες άνισες σχέσεις, σχέσεις εξουσίας. Η κυριαρχία των ανδρών, οι διακρίσεις κατά των γυναικών, η ταπεινωτική τις περισσότερες φορές αναπαράσταση των γυναικών στα Μ.Μ.Ε. ενισχύουν και νομιμοποιούν στις συνειδήσεις τη διάκριση. 10
Τα Μ.Μ.Ε. ως θεσμός θεωρούνται μηχανισμοί που αναπαράγουν σχέσεις εξουσίας πολιτικού- κοινωνικού- πολιτιστικού ηγεμονισμού (Van Dijk, 1993), υπηρετούν συγκεκριμένες πολιτικό-ιδεολογικές απόψεις και αναπαράγουν συγκεκριμένα κοινωνικά στερεότυπα, έτσι ασκούν σημαντική επίδραση και στην κοινωνική κατασκευή της έννοιας «φύλο». Η γυναικεία ταυτότητα που χαρτογραφούν, όχι εμφανώς αλλά βαθιά και ουσιαστικά, συγκεντρώνει πολλά, αν όχι όλα, από τα στοιχεία που έχει επανειλημμένα καταδικάσει το κίνημα του φεμινισμού. 2.3 ΣΕΞ ΣΤΑ ΕΝΤΥΠΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ Η σεξουαλικότητα για μια μεγάλη περίοδο έως και τον 17 ο αιώνα σχετιζόταν με την αμαρτία και την επιθυμία (Konsumen, 1994), αλλά και για τους επόμενους αιώνες έως και τον 20 ο αιώνα, η συζήτηση ερωτικών θεμάτων αλλά και η προβολή γυμνών, σεξουαλικών εικόνων κατακρινόταν και δέχονταν έντονη λογοκρισία. Το σεξουαλικό στοιχείο υπήρχε στις διαφημίσεις, ήδη από την αρχή της εμφάνισής τους, σύμφωνα με τον Heller (2000), όμως στις αρχές του 20 ου αιώνα το σεξ δεν είχε τη θέση στη διαφήμιση και στα Μ.Μ.Ε., που έχει σήμερα. Τις τελευταίες δεκαετίες προβάλλεται όλο και περισσότερο το γυμνό σώμα ή ακόμα χειρότερα απομονωμένα μέρη του σώματος προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως διαφημιστικό μέσο, για να πουληθούν διάφορα αγαθά. Η διαφημιστική έρευνα έδειξε ότι η σεξουαλική διαφήμιση ελκύει την προσοχή του δέκτη (Hechler et al., 2001), το ερωτικό στοιχείο είναι το πιο δυνατό μέσο για να πουλήσει οποιοδήποτε προϊόν, γιατί ενεργοποιεί τους δέκτες (Reichert T., 2007), και οι εικόνες αυτές μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη, γιατί δημιουργούν ένα είδος «φαντασιώσεων» (Gould, 1994), έτσι η χρήση του γυμνού, και συγκεκριμένα των γυμνών γυναικείων μοντέλων, αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια. Αυτό το είδος διαφήμισης είναι και το πιο διαδεδομένο πλέον (Smith, 1995), η προκλητική ημίγυμνη ή και γυμνή εμφάνιση στις εκτυπωμένες ή μη διαφημίσεις έγινε κοινότυπη, θεωρείται πια φυσιολογική, έως και επιβαλλόμενη (Reichert T., 2007). Το σεξ στα έντυπα κατέστη επομένως ένα αντιληπτικό εργαλείο προκειμένου ο καταναλωτής να δώσει μεγαλύτερη σημασία στο αγαθό. Αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά μέσα που διαθέτουν οι βιομηχανίες της διαφήμισης. Οι πληροφορίες όμως που διοχετεύονται μέσω των σεξουαλικών μηνυμάτων έχουν συναισθηματικό αντίκτυπο στους θεατές (Hechlor et al. 2001). Οι σεξουαλικές εμφανίσεις μπορούν να αναγνωριστούν ως μηνύματα, τα οποία είτε είναι πληροφορίες είτε έχουν κοινωνικό περιεχόμενο, το οποίο συνδέεται με σεξουαλικές πληροφορίες. Όπως αναφέρει ο Lambiase (2003), υπάρχουν διαφορετικά είδη σεξουαλικών πληροφοριών στη διαφήμιση, και αναφέρεται σε πέντε διαφορετικούς τύπους 11
σεξουαλικών θεματικών ενοτήτων: γυμνό, σεξουαλική συμπεριφορά, φυσική έλξη, σεξουαλική αναφορά και σεξουαλική ενσωμάτωση. Με βάση τον Romirez (2000), ένας άλλος ορισμός ο οποίος χαρακτηρίζει τη σεξουαλική διαφήμιση συμπεριλαμβάνει τέσσερα χαρακτηριστικά: o Φυσικά χαρακτηριστικά των μοντέλων, όπως ρούχα o Φυσική και γενική έλξη o Συμπεριφορές- κινήσεις o Χαρακτηριστικά πλαισίου, δηλαδή αυτά τα χαρακτηριστικά που δημιουργούνται από τη κάμερα. Με βάση τον Shimp (2003), το σεξ παίζει τρεις βασικούς ρόλους στη διαφήμιση. Συγκεκριμένα: 1. Το σεξουαλικό περιεχόμενο ελκύει την προσοχή και διατηρεί στο προσκήνιο τη διαφήμιση για μεγαλύτερη περίοδο. 2. Το σεξουαλικό περιεχόμενο προκαλεί έχει σαν αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ανταπόκριση του κοινού προς το προϊόν. 3. Οι σεξουαλικές διαφημίσεις επιτυγχάνουν να κεντρίσουν τα συναισθήματα των καταναλωτών. Επομένως, η εικόνα του γυναικείου σώματος πουλάει τα πάντα. Η γυναίκα και τα μέρη του σώματος της, κατά προτίμηση το στήθος, τα πόδια και τα οπίσθια, πωλούν από είδη διατροφής έως τεχνολογικά προϊόντα. Όταν όμως τα μέρη του γυναικείου σώματος χρησιμοποιούνται ξεχωριστά από το υπόλοιπο σώμα για διαφημιστικούς λόγους, το μήνυμα που προσλαμβάνει ο θεατής είναι ότι, όχι μόνο η συγκεκριμένη γυναίκα, αλλά και κάθε γυναίκα, είναι μόνο στήθη ή πόδια ή οπίσθια. Ταυτίζοντας τη γυναίκα με τα μέρη του σώματός της κατ επιλογή, η διαφήμιση απογυμνώνει τη γυναίκα από την ανθρώπινη αξία της, μετατρέποντας την σε αντικείμενο-εργαλείο για την προώθηση των προϊόντων που διαφημίζει. Τη μετατρέπει έτσι σε κάτι απρόσωπο, στην ουσία σε πράγμα, και αξίζει να σημειωθεί πως κάτι αντίστοιχο δεν συμβαίνει με τον άνδρα, τον οποίο σχεδόν πάντα τον αντιμετωπίζει ως οντότητα.(κούρκουλα Χριστίνα, 2009). Σε αυτές τις διαφημίσεις επίσης υποβόσκουν έντονα και σεξουαλικά στερεότυπα όσον αφορά τους ρόλους των δύο φύλων, καθώς όταν σε μία διαφήμιση συμμετέχουν και τα δύο φύλα, προβάλλεται έντονα το στερεότυπο της υποταγής της γυναίκας και της κυριαρχίας του άνδρα. Γενικότερα όσον αφορά την αναπαράσταση των γυναικών στα Μ.Μ.Ε. και στον Τύπο, υπάρχει εξίσου έντονα με τις διαφημίσεις, το σεξουαλικό στοιχείο. Οι Soley & Reid (1988), διαπίστωσαν πως από το 1960 έως και το 1980 άρχισε να αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς η προβολή της σεξουαλικότητας της γυναίκας, ιδίως στα περιοδικά, με αποτέλεσμα το 1980 να υπάρξει ένα είδος «σεξουαλικής επανάστασης», με σχεδόν πλήρη απουσία συντηρητισμού και λογοκρισίας, ενώ οι Reichert&Carpenter (2004), σε έρευνα 12
που αφορούσε τα γυναικεία περιοδικά της περιόδου 1983-2003, διαπίστωσαν πως το γυναικείο ντύσιμο που προβαλλόταν είχε γίνει πολύ πιο προκλητικό με έντονο το σεξουαλικό στοιχείο και παράλληλα μέσα στη δεκαετία 1993-2003, τα γυναικεία περιοδικά αναφέρονταν όλο και πιο συχνά σε θέματα που αφορούσαν το σεξ, τη σεξουαλικότητα και τη σεξουαλική έκφραση, αφιερώνοντας όλο και μεγαλύτερη έκταση στις σελίδες τους για αυτά τα θέματα. Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι η γυναικεία εικόνα στα Μ.Μ.Ε. και στη διαφήμιση συχνά προβάλλεται ως εικόνα υποταγής, σιωπής και παθητικότητας. Είναι η εικόνα της όμορφης αλλά όχι ιδιαίτερα έξυπνης περσόνας σε διαφημίσεις και σίριαλ στην τηλεόραση, η μισόγυμνη κοπέλα που με σεξουαλικούς υπαινιγμούς πλένει το αυτοκίνητο του καλού της, η νεαρή που συνευρίσκεται ερωτικά με το σαμπουάν και άλλα παρόμοια περιστατικά σε έναν ατέλειωτο κατάλογο απαξίωσης της γυναικείας νοημοσύνης και υποβιβασμού του γυναικείου σώματος. Όλες αυτές οι διεργασίες που μετατρέπουν τη γυναίκα σε αντικείμενο, αποσπούν το σώμα της από την ίδια και τη διαιρούν στα μέρη του σώματος της, στερώντας της την ανθρώπινη υπόσταση της. (Κούρκουλα Χριστίνα, 2009) 13
3 Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΑ Μ.Μ.Ε. 3.1 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΥΠΟΒΑΘΡΟΥ Η φεμινίστρια Betty Friedan στο έργο της «the feminine mystique» το 1963 εξετάζει την περιθωριοποίηση των γυναικών της γενιάς της σε ρόλους αυστηρά συζύγων και μητέρων, την πεποίθηση της κοινωνίας πως οι γυναίκες στερούνται δικής τους ταυτότητας και η ύπαρξή τους προσδιορίζεται και αποκτά νόημα μόνο μέσα από τον σύζυγο και τα παιδιά τους, ενώ παράλληλα αναλύει τον ρόλο διάφορων θεσμών και συστημάτων γνώσης της εποχής στην προώθηση και εδραίωση στερεοτυπικών αντιλήψεων περί θηλυκότητας, οι οποίες τελικά κατασκευάζουν ένα γυναικείο πρότυπο βασισμένο στην υποτιθέμενη φυσική αποστολή της γυναίκας αποκλειστικά ως μητέρας και συζύγου. Επίσης εξετάζει ενδελεχώς τον ρόλο των γυναικείων περιοδικών στη δημιουργία και στην προώθηση αυτού του προτύπου, και καταλήγει ότι τα γυναικεία περιοδικά αναπαράγουν και προωθούν στερεοτυπικά πρότυπα θηλυκότητας, τα οποία καλλιεργούν την παθητικότητα ως αρετή του γυναικείου φύλου, τον περιορισμό της γυναίκας στην ιδιωτική σφαίρα του νοικοκυριού, της οικογένειας και της επιδίωξης της ομορφιάς, και την απομάκρυνσή της από τη δημόσια σφαίρα της εργασίας και της ενασχόλησης με τα κοινά. Δηλαδή, τα περιεχόμενα των γυναικείων περιοδικών προωθούν στερεοτυπικά πρότυπα θηλυκότητας, τα οποία αποτελούν σοβαρό εμπόδιο στη χειραφέτηση των γυναικών. 3.2 ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1970 Αυτό το κεντρικό επιχείρημα της Friedan υπήρξε η αφετηρία μια σειράς μελετών από τη δεκαετία του 1970 και μετά, που αντιμετώπιζαν τα Μ.Μ.Ε., και ιδίως τα γυναικεία περιοδικά ως κεντρικής σημασίας για την αναπαραγωγή των παραδοσιακών κοινωνικών δομών και των σχέσεων πατριαρχίας, εφόσον οι γυναίκες εμφανίζονταν σ αυτά ως νέες, όμορφες μ έναν συμβατικό τρόπο, παθητικές, σεξουαλικά αντικείμενα, υποταγμένες, αναποφάσιστες, νοικοκυρές, εξαρτημένες και ορίζονταν σε σχέση με κάποιον άνδρα (Van Zoonen, 1994). Αξιοσημείωτο επίσης είναι πως σύμφωνα με μελέτη των Dominick& Rauch (1972), οι διαφημίσεις των Μ.Μ.Ε. εκείνης της περιόδου παρουσίαζαν τις γυναίκες σε ποσοστό 75% σε ρόλους «κουζίνας» και 56% σαν νοικοκυρές γενικά. Το βασικό και κεντρικό όμως γυναικείο στερεότυπο που προβαλλόταν, και δέχτηκε και αυτό εξίσου την έντονη κριτική και αντίδραση του φεμινιστικού κινήματος, ήταν το πρότυπο της λευκής 14
γυναίκας, η οποία ανήκει στην μεσαία τάξη, ετεροφυλόφιλη και με δυτικές αρχές και αξίες, αυτό άλλωστε ήταν και το κοινό στο οποίο απευθύνονταν τα περιοδικά. Οι έρευνες αυτής της περιόδου στρέφονταν στην ανάλυση του περιεχομένου των Μ.Μ.Ε., σε μια απόπειρα να εντοπίσουν είτε τον τρόπο με τον οποίο συνεισφέρουν στη «συμβολική εξουδετέρωση» των γυναικών, μέσω της αποσιώπησης των πραγματικών εμπειριών τους και της ολοκληρωτικής απουσίας γυναικείων ρόλων και προτύπων ή της απουσίας θετικών ρόλων και προτύπων, εφόσον η γυναικεία εικόνα παρουσιαζόταν αλλοιωμένη (Tuchman, 1978), είτε τον τρόπο με τον οποίο οι ήδη υπάρχουσες στερεοτυπικές αναπαραστάσεις των γυναικών στα Μ.Μ.Ε. καλλιεργούσαν μια περιοριστική κουλτούρα «λατρείας της θηλυκότητας» (Ferguson, 1983). Αυτή η ερευνητική τάση θεμελιώνεται θεωρητικά στο γραμμικό μοντέλο επικοινωνίας, και υποστηρίζεται πως το περιεχόμενο των κωδικοποιημένων μηνυμάτων μεταδίδεται απροβλημάτιστα από τον πομπό στο δέκτη και η λήψη του ασκεί συγκεκριμένες επιδράσεις, οι οποίες εν τέλει οδηγούν στην κοινωνική αναπαραγωγή των πατριαρχικών σχέσεων (Van Zoonen, 1994). Ως κεντρική στρατηγική για την εξουδετέρωση της ανισότητας ανάμεσα στα δύο φύλα και την προβολή θετικών προτύπων και εικόνων των γυναικών προτάθηκε και επιδιώχθηκε η μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στις διαδικασίες παραγωγής και στα κέντρα λήψης αποφάσεων των Μ.Μ.Ε. και η προβολή της ικανότητας των γυναικών να συμμετέχουν και να διοικούν την παραγωγική διαδικασία (Gallagher, 1981). 3.3 ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1980 Σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών 1980-1990 τα Μ.Μ.Ε. και ιδιαιτέρως τα περιοδικά και η τηλεόραση αναδείχθηκαν σε σημαντικά αντικείμενα διερεύνησης των φεμινιστικών σπουδών επικοινωνίας. Διαπιστώθηκε πως αυτή την περίοδο, λόγω της επιρροής και της απήχησης του φεμινιστικού κινήματος, η θεματολογία των περιοδικών άρχισε σταδιακά, αλλά σταθερά να τροποποιείται. Η έμφαση εξακολουθούσε να δίνεται ιδιαιτέρως στον ρόλο της γυναίκας ως νοικοκυρά και μητέρα, καθώς κυριαρχούσαν στήλες που αφορούσαν τα οικοκυρικά, τη μαγειρική, την ανατροφή των παιδιών, όμως η γυναίκα παρουσιάζεται και θεωρείται πια και ως ανθρώπινο υποκείμενο, με επιθυμίες, ανάγκες, διάθεση να απελευθερωθεί από τα καταπιεστικά δεσμά που την ήθελαν υποτελή λόγω φύλου. Αρχίζει να διεκδικεί πιο ενεργή συμμετοχή στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα και τα βασικά δικαιώματά της στην παιδεία και στον επαγγελματικό στίβο, αυτά τα θέματα όμως εμφανίζονταν δειλά και αρχικά ως απλές αναφορές στα περιοδικά της εποχής. Μεγάλο μέρος των περιοδικών καταλάμβαναν θέματα που αφορούσαν τους παραδοσιακούς της ρόλους και θέματα μόδας και ομορφιάς. 15
Επομένως η γυναίκα αυτή την περίοδο, όπως εμφανίζεται μέσα από τα περιοδικά και τα Μ.Μ.Ε., εξακολουθούσε να διατηρεί τους παραδοσιακούς ρόλους της νοικοκυράς, συζύγου, μητέρας, έπρεπε όμως να συμβαδίζει και με τα πρότυπα ομορφιάς, να είναι θελκτική και ελκυστική, εξακολουθούσε δηλαδή να αντιμετωπίζεται ως σεξουαλικό αντικείμενο, χαρακτηριστικό της πατριαρχικής κοινωνίας όπου, σύμφωνα με τις φεμινιστικές θεωρίες του παρελθόντος, το γυναικείο σώμα γίνεται το αντικείμενο της ηδονοβλεπτικής διάθεσης των ανδρών, και όσο μεγαλύτερη έκταση αποκτούσαν αυτά τα θέματα στις σελίδες των περιοδικών, τόσο πιο πιεστική και επιτακτική γινόταν η ανάγκη της να συμβαδίζει με τα πρότυπα ομορφιάς. Οι Soley & Kurzbad (1986) σύγκριναν την προβολή της γυναικείας σεξουαλικότητας στα περιοδικά της Αμερικής την περίοδο 1964-1984 και διαπίστωσαν πως με την πάροδο του χρόνου τα σεξουαλικά στοιχεία γίνονταν όλο και περισσότερα και πιο ορατά, αυξανόταν το γυναικείο γυμνό και το ερωτικό περιεχόμενο των δημοσιευμάτων. Και σε αντίστοιχη έρευνα ο Reichert et al., 1999 απέδειξε πως στα περιοδικά την περίοδο 1983-1993 αυξανόταν διαρκώς η παρουσίαση της γυναίκας ως σεξουαλικό αντικείμενο. Παράλληλα τα άρθρα των περιοδικών που αφορούσαν μόδα και ομορφιά άρχισαν να κερδίζουν όλο και περισσότερο χώρο, γεγονός που αποτελεί ατράνταχτη απόδειξη των προθέσεων της κοινωνίας να προβάλει τη γυναίκα ως σεξουαλικό αντικείμενο, καθώς ο σχεδιασμός των ρούχων στοχεύει στο να προσελκύει τα βλέμματα πάνω στο κορμί (Wood, 1999) και τα πρότυπα ομορφιάς και μόδας έχουν σαν μόνο σκοπό οι γυναίκες να είναι ελκυστικές στους άνδρες (Strinati, 1995). Αυτός ο τρόπος όμως παρουσίασης των γυναικών, που μπορεί πλέον να μην εμφανίζονταν ως «εύθραυστες» όπως στο παρελθόν, δεν θεωρούνταν όμως και ισότιμες με τους άνδρες, προκάλεσε αντιδράσεις από τις φεμινιστικές οργανώσεις, που επικεντρώθηκαν τώρα πια σε θέματα ισότητας, σεξουαλικών στερεοτύπων και ταυτόχρονα τέθηκε δυναμικά και το ζήτημα των έγχρωμων γυναικών που απουσίαζαν σχεδόν παντελώς από τις σελίδες των περιοδικών. 3.4 ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1990 Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και ειδικά στα πρώτα χρόνια του 1990 άρχισε να είναι πλέον ορατή η επιρροή του φεμινιστικού κινήματος όσον αφορά την παρουσία και την αναπαράσταση των γυναικών στα Μ.Μ.Ε., αλλά οι αλλαγές αυτές δεν ήταν ριζικές. Εξετάζοντας τα Μ.Μ.Ε. και ειδικότερα τα γυναικεία περιοδικά αυτής της περιόδου παρατηρούμε πως η θεματολογία σχετίζεται με μόδα, ομορφιά, ορισμένα άρθρα που αφορούν επαγγελματικά θέματα, συμβουλές για την ερωτική και σεξουαλική ζωή, 16
αστρολογία, μαγειρική κάποιες φορές, και θέματα που αφορούν το σπίτι, όχι όμως τα οικοκυρικά, αλλά κυρίως τη διακόσμηση. Σταδιακά επομένως οι γυναίκες παρουσιάζονταν όλο και πιο ελεύθερες, ανεξάρτητες, εργαζόμενες, χωρίς να δίνεται έμφαση στην οικογένεια ή στη μητρότητα, και απολάμβαναν την ερωτική και σεξουαλική τους ελευθερία. Ταυτόχρονα η εικόνα έγχρωμων γυναικών στα περιοδικά ήταν πλέον πολύ πιο συνηθισμένη και γενικότερα οι γυναίκες είχαν εισβάλει σε κάθε τομέα της κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής ζωής, διεκδικώντας τη θέση που τους άξιζε, χωρίς πια να περιορίζονται σε ρόλους καθαρά παραδοσιακούς. Παράλληλα άρχισαν να εμφανίζονται και νέες θεωρίες σχετικά με τα εκπεμπόμενα μηνύματα των Μ.Μ.Ε., τις απόψεις που διαμορφώνουν και τα στερεότυπα που αναπαράγουν, όπως αυτή του μεταδομισμού, που πρεσβεύει πως ο θεατής είναι σε θέση να επεξεργάζεται το προσλαμβανόμενο μήνυμα και να του ασκεί κριτική. Ο Stuart Hall (1980, 1988) αξιοποιώντας την ερευνητική παρακαταθήκη των προηγούμενων δεκαετιών επισήμανε πως το νόημα των μέσων πρέπει να αναλυθεί ως ένα κύκλωμα επικοινωνίας, δηλαδή το νόημα που παράγεται στην οποιαδήποτε επικοινωνιακή περίπτωση αποτελεί συνάρτηση δύο διαδικασιών, κωδικοποίησης στο κείμενο και αποκωδικοποίησης από το κοινό, οι οποίες δεν συμπίπτουν απαραίτητα, καθώς οι διαδικασίες της αποκωδικοποίησης από την πλευρά του κοινού εξαρτώνται από τις δικές του κοινωνικές πρακτικές και την τοποθέτηση του στο κοινωνικό πλαίσιο, επομένως δεν είναι ούτε απλό ούτε και εύκολο να υιοθετήσει η κοινωνία άκριτα τα μηνύματα και τα στερεότυπα με τα οποία βομβαρδίζεται διαρκώς. Από τη σύγχρονη εικόνα και τις παραπάνω θεωρίες εφορμάται και ο David Gaulnet στο έργο του Media Gender and Identity και αναφέρει πως πλέον δεν υπάρχει η στερεοτυπική παρουσίαση του παρελθόντος ή η αρνητική εικόνα των γυναικών που προβαλλόταν παλαιότερα. Πράγματι σε μεγάλο ποσοστό ισχύει η άποψη του Gaulnet, δεν ισχύει όμως απόλυτα καθώς υπάρχει και ο αντίλογος. Οι Jones& Jones (1999) επισημαίνουν πως αν και οι γυναίκες παρουσιάζονται πιο δυναμικές και απελευθερωμένες, στη βάση της η δομή της κοινωνίας εξακολουθεί να είναι πατριαρχική, η γυναίκα εξακολουθεί να διατηρεί τους παραδοσιακούς της ρόλους, μόνο που τώρα εμφανίζονται από τα Μ.Μ.Ε. ωραιοποιημένοι ή συγκαλυμμένοι, για παράδειγμα η γυναίκα συνεχίζει να εμφανίζεται σαν υπεύθυνη για τις οικιακές δουλειές μόνο που αυτό δηλώνεται μέσα από στήλες περιοδικών όπως η διακόσμηση, ενώ δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο σε ανδρικά περιοδικά. Παράλληλα αναπαράγονται και στερεοτυπικές απόψεις σχετικά με την προσωπικότητα και τα ενδιαφέροντα του γυναικείου φύλου, που μπορούν να χαρακτηριστούν ως αναχρονιστικά και υποτιμητικά, όπως για παράδειγμα το γεγονός 17
ότι μόνο τα γυναικεία περιοδικά περιέχουν θέματα που αφορούν την κοινωνική και προσωπική ζωή των διασημοτήτων, αφήνοντας έτσι έμμεσους υπαινιγμούς που σκιαγραφούν πως η πιο βασική ενασχόληση και το κυριότερο ενδιαφέρον μιας γυναίκας είναι ο κοινωνικός σχολιασμός και η περιέργεια να ενημερωθούν για προσωπικά θέματα άλλων ανθρώπων, που πιθανώς να μην γνωρίζουν και προσωπικά. Έτσι μέσα από τις νέες κοινωνικές συνθήκες μπορεί κανείς να αντιληφθεί πως οι γυναίκες εξουσιάζονται ακόμα άμεσα ή έμμεσα από τους άνδρες, ενώ ταυτόχρονα τους ασκούνται ψυχοφθόρες πιέσεις για να φέρουν εξίσου αποτελεσματικά εις πέρας τους σύγχρονους πολλαπλούς ρόλους που τους έχουν επιβληθεί. Την ίδια άποψη πρεσβεύει και η φεμινίστρια Angela McRobbie (1991), που υποστηρίζει ότι το «τρίτο κύμα» φεμινισμού, ο μετα-φεμινισμός, δίνει την εντύπωση πως η ισότητα έχει επιτευχθεί για όλους, επομένως οι γυναίκες μπορούν να επικεντρωθούν σε άλλα θέματα, αυτό προβάλλουν και τα Μ.Μ.Ε. μέσα από ταινίες, δημοφιλείς σειρές και τα περιοδικά με τη θεματολογία και τα άρθρα τους. Μια πιο ενδελεχής εξέταση όμως αποδεικνύει πως παρουσιάζονται πρότυπα γυναικών φαινομενικά ελεύθερων και ανεξάρτητων, που ψάχνουν εντατικά και επίμονα έναν άνδρα που θα τους προσφέρει σιγουριά και ασφάλεια στη ζωή τους. Αυτό το γυναικείο πρότυπο αν και δεν είναι εμφανώς παραδοσιακό, είναι σαφέστατα βαθιά συντηρητικό και προέρχεται από μια κοινωνία φαλλοκρατική, σεξιστική και δεσποτική που παρουσιάζει τη γυναικεία ύπαρξη ως συμπληρωματική της ανδρικής. Στην παρουσίαση των γυναικών είτε σε γυναικεία είτε σε ανδρικά περιοδικά, δίνεται πια μεγαλύτερη έμφαση στη σεξουαλικότητα με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται τα σεξιστικά πρότυπα και το γυναικείο σώμα να τρέπεται εμμέσως σε αντικείμενο προς εμπορική εκμετάλλευση. Ακόμα και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στα άρθρα των περιοδικών για να χαρακτηριστούν οι γυναίκες βρίθουν σεξουαλικών και σεξιστικών υπονοουμένων. Παρομοιώσεις και μεταφορές φαινομενικά αθώες και χιουμοριστικές κρύβουν σημαντικές αντιλήψεις και στερεότυπα για το πως η κοινωνία αντιλαμβάνεται τις γυναίκες και το ρόλο τους, ως κατώτερης μορφής υπάρξεις. (Nesi, 1995). Επίσης αυξάνεται διαρκώς η έμφαση που δίνεται σε θέματα μόδας και ομορφιάς που παρουσιάζονται ως ιδιαιτέρως σημαντικά για κάθε γυναίκα και για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς της και της προσωπικής της αξίας. Σχετικά με αυτό το θέμα η Αμερικανίδα Φεμινίστρια Naomi Wolf έχει αναφέρει πως με το φεμινισμό οι γυναίκες απελευθερώθηκαν από τα οικιακά δεσμά, τα αντικατέστησε όμως ο μύθος περί «ομορφιάς». Μιας ομορφιάς όχι σύμφωνα με τα βιολογικά κριτήρια, αλλά σύμφωνα με τα κοινωνικά. Αυτό επομένως που προβάλλεται στα Μ.Μ.Ε. αντανακλά τις απαιτήσεις που έχει η κοινωνία απ τη γυναίκα. 18
3.5 ΣΗΜΕΡΑ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ο φεμινισμός έχει καταφέρει να κατακτήσει ιδιαίτερα σημαντικές διεκδικήσεις και προνόμια για τις γυναίκες, να υπερασπιστεί τα δικαιώματά τους, την ανθρώπινη μεταχείρισή τους, τη νομική κάλυψη και προστασία τους, την ισότητά τους. Έχει καταφέρει να αλλάξει τον τρόπο αντιμετώπισης των γυναικών, να συμβάλει σημαντικά στην οικοδόμηση μιας θετικής εικόνας στην κοινωνία για τις γυναίκες, το ρόλο τους, τις ικανότητές τους, την αξία τους, τις δυνατότητές τους, να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τα γυναικεία πρότυπα που προβάλλονται από τα Μ.Μ.Ε., ώστε να μην προσδιορίζουν την αξία μιας γυναίκας από τους παραδοσιακούς της ρόλους ή από το πόσο όμορφη είναι ή αν το ντύσιμο της ακολουθεί τις επιταγές της μόδας. Και προπαντός εξακολουθεί ακόμα να μάχεται ο φεμινισμός ώστε να διεκδικήσει τα δικαιώματα όλων των γυναικών, όποια και αν είναι η χώρα καταγωγής, η γλώσσα, η φυλή ή το χρώμα τους και να τονίσει στην κοινωνία πως οι γυναίκες μπορούν να επιτελέσουν και άλλους ρόλους και όχι μόνο να περιορίζονται στους παραδοσιακούς. Παρόλα αυτά τα Μ.Μ.Ε. ενώ δείχνουν να ασπάζονται τις βασικές αρχές του φεμινισμού, η προσεκτικότερη διερεύνηση του θέματος αποδεικνύει πως αυτό συμβαίνει μόνο επιφανειακά και σ αυτό ευθύνεται κυρίως η δομή της κοινωνίας. Τα Μ.Μ.Ε. είναι φορείς των ιδεών, ιδεολογιών και απόψεων της κοινωνίας, αναπαράγουν και προβάλλουν τα πρότυπα και τα στερεότυπά της. Εφόσον λοιπόν η κοινωνία μόνο επιφανειακά παρουσιάζεται ως προοδευτική και ως κοινωνία ίσων πολιτών, στη βάση της όμως οι δομές της παραμένουν συντηρητικές, πατριαρχικές, και σεξιστικές, την ίδια γραμμή θα ακολουθούν και τα προβαλλόμενα πρότυπα, τα οποία αναπαράγονται.. Η γυναικεία ταυτότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί στην εποχή μας, ως κάτι στατικό και συνάμα ως μη κοινωνικά διαμορφωμένο και κατασκευασμένο από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Μέσα στους αιώνες η σχέση ανδρών και γυναικών άλλαξε πολλές φορές και διαμορφώθηκε, ανάλογα με τις κοινωνικό- οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν την κάθε εποχή. Σήμερα, λόγω και της ραγδαίας ανάπτυξης και απήχησης των Μ.Μ.Ε., τα δύο φύλα αντιμετωπίζονται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, ενώ τα επικοινωνιακά μέσα καθορίζουν και τις σχέσεις τους αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται. Χρήζει όμως διερεύνησης το γιατί δημιουργείται ένας μύθος απέναντι στη γυναικεία ταυτότητα και γιατί τα γυναικεία περιοδικά παίζουν ρόλο ενισχυτικό του μύθου αυτού. Η διάκριση γίνεται ανάμεσα στη θηλυκότητα και στον ανδρισμό. Τα γυναικεία περιοδικά κωδικοποιούν τη διαφορά της γυναικείας και της ανδρικής ταυτότητας. 19
Η κατασκευή της γυναικείας ταυτότητας εδραιώνεται από τη σταθερά επαναλαμβανόμενη θεματολογία που χρησιμοποιούν τα περιοδικά, όπως αφιερώματα στη μόδα και την ομορφιά, τη διατροφή και τη δίαιτα, άρθρα και ερωτήσεις που ασχολούνται με τις ερωτικές σχέσεις, τα προβλήματα και τις λύσεις τους, τη σεξουαλική ζωή, προβλήματα που αφορούν φιλικές σχέσεις, πληροφορίες για την προσωπική ζωή των διασημοτήτων, ζώδια και ίσως κάποιες φορές θέματα σχετικά με τη μητρότητα, και πάντα οι προβαλλόμενες γυναίκες παρουσιάζονται χαρούμενες, χωρίς προβλήματα, και ελκυστικές- ερωτικές (Fox R, 1995). Αυτά τα θέματα κρύβουν βαθύτερα νοήματα αλλά και μηνύματα για την προσωπικότητα των γυναικών, που πολλές φορές είναι αναχρονιστικά και υποτιμητικά για το γυναικείο φύλο. Όλα αυτά συμβάλλουν στη δημιουργία ενός μύθου για τη γυναικεία ταυτότητα, βάσει του οποίου οι γυναίκες δημιουργούν πρότυπα για το σώμα τους, το πρόσωπό τους, γενικά για την εμφάνισή τους, αλλά και για τη συμπεριφορά και την προσωπικότητά τους Παρατηρείται λοιπόν μια συνεχής προσπάθεια των περιοδικών να υποβαθμίσουν την αξία και την ιδιαίτερη και ξεχωριστή προσωπικότητα, την ατομικότητα δηλαδή, κάθε αναγνώστριας και να μετατρέψουν το σύνολο των αναγνωστριών σε μια άμορφη, άβουλη μάζα που ακολουθεί πιστά τις επιταγές της μόδας, όσον αφορά την εξωτερική εμφάνιση, και τις «πολύτιμες» συμβουλές των «ειδημόνων» που αρθρογραφούν σε αυτού του είδους τα περιοδικά, όσον αφορά τη συμπεριφορά τους στην καθημερινότητα, τις διαπροσωπικές, επαγγελματικές, φιλικές και ερωτικές σχέσεις. Το ίδιο όμως συμβαίνει και από την άλλη πλευρά. Συγκεκριμένα τα σύγχρονα αντρικά περιοδικά παρουσιάζουν τον άντρα μέσα από την εικόνα του εργένη, του σεξιστή, του πετυχημένου ο οποίος ενδιαφέρεται μόνο για τη σεξουαλική του συνεύρεση με τη γυναίκα, αποφεύγοντας τους συναισθηματισμούς και αδιαφορώντας να αναπτύξει σοβαρές σχέσεις. Τα σύγχρονα αντρικά περιοδικά καταπολεμούν με τον τρόπο τους το φεμινισμό (Fox R, 1995). Ο άντρας του σήμερα, σύμφωνα με την πλειοψηφία του τύπου που τον αφορά, έχει μια τελείως ανούσια θέση μέσα στη κοινωνία και ενδιαφέρεται μόνο για υλικά θέματα, αδιαφορώντας για πράγματα που στο παρελθόν ανήκαν στο άμεσο ενδιαφέρον του, όπως η πολιτική. Τα αντρικά περιοδικά του σήμερα υποτιμούν τη γυναίκα και ουσιαστικά τη παρουσιάζουν σαν ένα «εργαλείο» ευχαρίστησης για τον άντρα χωρίς να δίνουν βαρύτητα στη σημασία της σχέσης των δύο φύλων. Ο Winship (1987), θεωρεί πως δεν υπάρχει φανταστικός κόσμος αλλά πως τα περιοδικά έχουν φτιάξει από μόνα τους τον δικό τους φανταστικό κόσμο με τους δικούς τους κώδικες. 20
Αυτή η παραπλάνηση του κοινού γίνεται αρχικά από τα εξώφυλλα των περιοδικών, με τα θέματα και τις συγκεκριμένες λέξεις που αναφέρονται στα δυο φύλα. Δηλαδή για τα εξώφυλλα των περιοδικών επιλέγονται γυναίκες και άντρες λευκού χρώματος συνήθως, νεαρής ηλικίας, με έντονο μακιγιάζ, με ρούχα που ακολουθούν τις τάσεις της μόδας αλλά ταυτόχρονα είναι και προκλητικά, και πάντα με χαρούμενη και ερωτική διάθεση. Τα περιοδικά που προορίζονται για άνδρες έχουν στο εξώφυλλο στην πλειοψηφία τους ημίγυμνες γυναίκες με αισθησιακό βλέμμα και πόζες, ενώ τα περιοδικά που προορίζονται για γυναίκες έχουν λιγότερο προκλητικές πόζες. Έπειτα τα γυναικεία περιοδικά στα άρθρα και στα αφιερώματά τους αναφέρονται σε θέματα που αφορούν τη θηλυκότητα και τον ανδρισμό. Η θηλυκότητα και ο ανδρισμός είναι το κλειδί στο κοινωνικό σύνολο, το βαθύτερο νόημα αυτής της μυθικής γυναικείας ταυτότητας που τα περιοδικά δημιουργούν βρίσκεται στη σεξουαλικότητα και στον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι γυναίκες τους άνδρες και οι άνδρες τις γυναίκες (Bignell, J., 1997) Όσον αφορά όμως τις γυναίκες δυστυχώς ακόμα και σήμερα τα Μ.Μ.Ε. τις παρουσιάζουν περισσότερο σαν περιορισμένα και καταπιεσμένα αντικείμενα παρά σαν ίσα υποκείμενα. Ο ανδροκρατούμενος κόσμος τις χρησιμοποιεί στις σελίδες των περιοδικών ή στις τηλεοπτικές εκπομπές, περισσότερο για να «διακοσμήσουν το χώρο» παρά για τις γνώσεις και τις ικανότητές τους (Cumberbatch s study, 1990). Ταυτόχρονα οι εικόνες και τα πρότυπα της «θηλυκής ομορφιάς» επηρεάζουν τις αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου, το πως αντιλαμβάνονται οι γυναίκες το σώμα τους και πως οι άνδρες, ενισχύοντας τα στερεότυπα. Οι γυναίκες μαθαίνουν να είναι επιθυμητές και ελκυστικές με τον τρόπο και την εικόνα που επιθυμούν οι άνδρες και ως προσωπικότητες παθητικές, υποχωρητικές, περιορισμένες και πάντα να καταπιέζουν τις δικές τους ανάγκες για να ικανοποιούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες των άλλων. Αυτό είναι το πρότυπο που επιβάλλει κάθε πατριαρχική κοινωνία. Η κοινωνία μέσω των Μ.Μ.Ε. μαθαίνει στις γυναίκες να εκτιμούν τον εαυτό τους ανάλογα με το πόσο όμορφες και ελκυστικές φαίνονται. Έτσι οι γυναίκες απεικονίζονται όλο και περισσότερο σαν αντικείμενα του πόθου (Reichert et al., 1999). Το παράδοξο βέβαια είναι πως αυτά τα πρότυπα υπάρχουν και σκιαγραφούνται σε γυναικεία περιοδικά που διαβάζονται από εκατομμύρια γυναίκες. Θεωρητικά αυτά τα περιοδικά οφείλουν να είναι οι υπερασπιστές των γυναικείων δικαιωμάτων, όμως τα υπονομεύουν, βάζοντας σταδιακά στη συνείδηση των αναγνωστριών τους στερεότυπα και αναχρονιστικά πρότυπα του πατριαρχικού μοντέλου και της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, που τονίζουν την υποτέλεια και την αδυναμία των 21
γυναικών, την αντιμετώπισή τους ως σεξουαλικά αντικείμενα που για να προσελκύσουν έναν άνδρα πρέπει να χρησιμοποιήσουν την εμφάνιση, την απαραίτητη διαρκή προσοχή και την προστασία ενός άνδρα, γιατί χωρίς αυτόν οι γυναίκες είναι ανυπεράσπιστες και «εύθραυστες» (Pierce, 1990). Τις παραπάνω απόψεις τις ενισχύει και η έρευνα που διεξήχθη από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικού Φύλου Κύπρου σχετικά με την αναπαράσταση των γυναικών υποψηφίων στις εφημερίδες στα πλαίσια της προεκλογικής περιόδου των ευρωεκλογών του 2009. Η αναπαράσταση ήταν στερεοτυπική. Οι γυναίκες παρουσιάζονταν ως μητέρες, τονιζόταν το χαρακτηριστικό της ευαισθησίας ως γενικό χαρακτηριστικό του γυναικείου φύλου και δινόταν ιδιαίτερη προσοχή στην εξωτερική τους εμφάνιση και όχι στις ικανότητες που ίσως εκείνες κατείχαν. Η Marga Miltenburg, πρώην δημοσιογράφος και διευθύντρια του οργανισμού Zijspreekt (SheSpeaks) στην Ολλανδία, σε ομιλία της που διοργανώθηκε στις 13/11/2009 στην Κύπρο, σε εκπαιδευτικό εργαστήρι με θέμα «φύλο και Μ.Μ.Ε.» που πραγματοποιήθηκε στην Δημοσιογραφική εστία Λευκωσίας, τόνισε: «η εικόνα της γυναίκας στα Μ.Μ.Ε. οφείλεται στις υπάρχουσες κοινωνικές προκαταλήψεις, αντικατοπτρίζει τον αποκλεισμό των γυναικών απ όλες τις σφαίρες της δημόσιας ζωής. Προκύπτει ζήτημα δημοκρατίας: παρόλο που οι γυναίκες αποτελούν το μισό πληθυσμό του πλανήτη, τα στερεότυπα παγιώνουν την πατριαρχία και αποτελούν τη βάση. Σε αδρές γραμμές αυτός είναι ο τρόπος αναπαράστασης των γυναικών στην πλειοψηφία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και οι αντίστοιχες έρευνες και μελέτες που έχουν διεξαχθεί. Η έμφαση δόθηκε κυρίως στον Δυτικό κόσμο, όπου έγινε και η έκρηξη του φεμινιστικού κινήματος, αν και σήμερα πια τα περιοδικά που κυκλοφορούν σε χώρες της Ασίας και της Ανατολής, όπως Κίνα και Σιγκαπούρη, χρησιμοποιούν παρόμοιο μοτίβο και πλαίσιο για να αναπαραστήσουν τη γυναίκα και το ρόλο της αλλά αυτό συμβαίνει με άλλο τρόπο και με έμφαση σε άλλα σημεία ή χαρακτηριστικά, λόγω διαφορετικής κουλτούρας, θρησκείας, ηθών και εθίμων, το αποτέλεσμα όμως παραμένει το ίδιο. Έτσι για παράδειγμα ενώ στον Δυτικό κόσμο δίνεται έμφαση στο γυναικείο σώμα, στην Ιαπωνία δίνεται έμφαση στο γυναικείο πρόσωπο, καθώς θεωρείται ιδιαίτερα ερωτικό, το αποτέλεσμα όμως είναι πως και στις δύο περιπτώσεις η γυναίκα υποβιβάζεται σε σεξουαλικό αντικείμενο. Άλλωστε σ αυτές τις χώρες ο φεμινισμός αρχίζει τώρα δειλά να κάνει την εμφάνισή του, παράλληλα με τα πρώτα χαρακτηριστικά, οφέλη και κινδύνους, της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η φεμινιστική φιλελεύθερη φιλοσοφία δεν έχει διαδοθεί ακόμη στην Ασία (Fung, 2000), η παγκοσμιοποίηση όμως έχει εισβάλει και στη βιομηχανία της ομορφιάς και της μόδας και έχει διαδοθεί (Shaw, 1999). 22
4 Η ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ Όπως διαφαίνεται κι από την παραπάνω βιβλιογραφική επισκόπηση η έρευνα σχετικά με την επίδραση των Μέσων στην αναπαραγωγή των στερεοτυπών σχετικά με τη θέση και το ρόλο της γυναίκας πήρε πολλές και διαφορετικές μορφές μέσα στις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες. Τα ερευνητικά αυτά εγχειρήματα στηρίχτηκαν κυρίως στα υπάρχοντα θεωρητικά πλαίσια που ασχολούνταν γενικότερα με τη διαδικασία παραγωγής νοημάτων από τα μηνύματα που εκπέμπονται από τα διάφορα Μέσα. Η θεωρητική προσέγγιση που κυριάρχησε σε όλη τη δεκαετία του 1970 άλλα κι αργότερα είναι αυτή που είχε αναπτυχθεί από τη σχολή των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η προσέγγιση αυτή δίνει έμφαση στα στερεοτυπικά μηνύματα που αναπαράγονται από τα Μ.Μ.Ε. και στις επιδράσεις που ασκούν αυτά τα μηνύματα στο κοινό τους. Οι έρευνες που έγιναν για την αναπαράσταση των γυναικών υπό αυτή τη θεωρητική σκοπιά απέδειξαν πως τα Μ.Μ.Ε. υποβαθμίζουν τις γυναίκες συστηματικά. Αφενός ο τρόπος παρουσίασής τους σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ισότιμος με τον αντίστοιχο τρόπο παρουσίασης των ανδρών και αφετέρου οι αναπαραστάσεις των γυναικών δεν είναι ρεαλιστικές αλλά στερεοτυπικές και προωθούν πατριαρχικές αντιλήψεις κι αξίες. Συγκεκριμένα οι γυναίκες εμφανίζονται συνήθως ως νέες όμορφες μ ένα συμβατικό τρόπο, ορίζονται σε σχέση με κάποιον άνδρα, είναι παθητικές, αναποφάσιστες εξαρτημένες υποταγμένες νοικοκυρές ή και σεξουαλικά αντικείμενα (Van Zoonen., 1991). Αυτό συμβαίνει, σύμφωνα με τον συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης, διότι τα Μ.Μ.Ε. αντικατοπτρίζουν τις κυρίαρχες, πατριαρχικές ιδέες και αξίες της κοινωνίας. Αυτά τα μηνύματα έχουν ιδιαίτερα επιβλαβείς επιδράσεις στο κοινό, καθώς έχουν κατά κύριο λόγο αρνητικό περιεχόμενο και παρουσιάζουν με έντονα στερεοτυπικό τρόπο τις γυναίκες, και ασκούν άμεση επιρροή στη διαμόρφωση των αντιλήψεων των δεκτών. Έτσι οι σχέσεις των ατόμων, οι αντιλήψεις που έχουν για τον εαυτό τους, τους συνανθρώπους τους, τη θέση τους μέσα στην οικογένεια και την κοινωνία, φιλτράρονται και διαστρεβλώνονται από τα Μ.Μ.Ε., τα οποία τείνουν να αναπαράγουν τα δεδομένα και τις αντιλήψεις τις κυρίαρχης ιδεολογίας και τάξης πραγμάτων. Η υπόθεση ότι τα Μ.Μ.Ε. έχουν τεράστια δύναμη στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας ως προς τον καθορισμό της σκέψης και της συμπεριφοράς των θεατών πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τη γραμμική θεωρία της επικοινωνίας, στην οποία 23