1 Το Προξενιό ΤO ΦΩΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ τρύπωνε κλεφτά μέσα από τα σύννεφα κι έλουζε το αρχοντικό με μια απόκοσμη λάμψη. Ο απόηχος από τον παφλασμό της θάλασσας που σμίλευε τα βράχια κι έγλειφε την αμμουδιά έφτανε ρυθμικός στα αφτιά της Μυρτώς, που δεν μπορούσε να κλείσει μάτι εκείνη τη νύχτα. Δαντελένιες κουρτίνες οι σκιές από τα φύλλα της συκιάς, αργοσάλευαν στον τοίχο της κάμαράς της, κι εκείνη, σαν να την καλούσε για μία φορά ακόμα η καλή της μοίρα, πετάχτηκε με λαχτάρα στο παράθυρο για να ανταποκριθεί στο κάλεσμά της. Κοίταξε μαγεμένη την πλάση και το βλέμμα της στάθηκε στη θάλασσα, που απλωνόταν μπροστά της ασάλευτη, αρυτίδωτη, σαν απέραντος παλιός καθρέφτης. Μια βάρκα με κουπιά πρόβαλε στ ανοιχτά, και η σκέψη της πέταξε μεμιάς στον άντρα της, τον καπετάν Νικολή. Κόντευε χρόνος από το τελευταίο του μπάρκο, και η καρδούλα της το ξερε πόσο πολύ τον είχε αποθυμήσει. Από τη Μαύρη Θάλασσα της είχε γράψει πως θα ερχόταν για Πάσχα στο νησί, κι εκείνη ονειρευόταν την ώρα και τη στιγμή που θα την έσφιγγε και πάλι στην αγκαλιά του. Ήταν ερωτευμένη με τον άντρα της, κι ας τον παντρεύτηκε με προξενιό σε μια εποχή όπου οι γάμοι από έρωτα είχαν τον πρώτο λόγο. «Ο Θεός να αναπαύει την ψυχούλα του πατέρα μου, που είχε τη φαεινή ιδέα να μου τον προξενέψει», συλλογιζόταν συχνά και τον μακάριζε.
10 βασω παπακου Ο καπετάν Γιώργης είχε διαλέξει για τη μοναχοκόρη του τον καλύτερο γαμπρό. Λεβέντης ήταν ο Νικολής, ψηλός, γεροδεμένος, με σπινθηροβόλο βλέμμα και καρδιά περιβόλι, και όποιος τον γνώριζε σκλαβωνόταν από τους τρόπους του με την πρώτη. Γι αυτό και όλα τα πληρώματα μόνο καλά λόγια είχαν να πουν για εκείνον και πολλοί καπεταναίοι τον ζαχάρωναν για γαμπρό τους. Επιστρέφοντας ο καπετάν Γιώργης στο σπιτικό του έπειτα από ένα μεγάλο ταξίδι, αγκάλιασε τη γυναίκα του και την κόρη του και περιχαρής τούς μίλησε για τον Νικολή και το προξενιό που είχε στα σκαριά. Η κυρία Μαρκέλλα, η γυναίκα του, χαμογέλασε ευχαριστημένη, ενώ η Μυρτώ κατέβασε τα μούτρα κι έβαλε τις φωνές. Αυτά είναι παλιομοδίτικα πράγματα. Εγώ αποκλείεται να παντρευτώ από προξενιό! δήλωσε και μπέλα φούρκα κλείστηκε στην κάμαρά της. Ο πατέρας της ξαφνιάστηκε. Απαιτώ υπακοή και σεβασμό! βροντοφώναξε και, ανάβοντας το τσιμπούκι του, άνοιξε την εξώπορτα κι έφυγε οργισμένος. Η μάνα της, που την κανάκευε από μικρή και ήξερε να την κουλαντρίζει, την άφησε στην ησυχία της να της περάσει ο θυμός και, μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, της είπε τα δικά της. Σύνελθε, κόρη μου όμορφη. Μη φέρνεις τον κατακλυσμό. Ο πατέρας σου μια κουβέντα είπε, κι αυτό για το καλό σου. Δε σε υποχρέωσε κανείς να παντρευτείς με το στανιό. Όμως είναι κρίμα κι άδικο να αρνιέσαι το παλικάρι πριν καν το γνωρίσεις. Δε θέλω να παντρευτώ από προξενιό! Πόσες φορές θα σ το πω; Μα ο πατέρας σου κάνει λόγο για έναν εξαιρετικό νέο. Αποκλείεται να τον ερωτευτείς μόλις τον δεις; Τόσα προσόντα έχει αυτός ο άνθρωπος; Μήπως πονάει το δοντάκι σου για κάποιον άλλο; Όμως, απ ό,τι ξέρω, ακόμα δε φάνηκε ο εκλεκτός της καρδιάς σου...
η κορη τησ θαλασσασ 11 Στον 20ό αιώνα ζούμε, μαμά, όχι στο Μεσαίωνα. Για όνομα του Θεού! Οι γυναίκες έχουν πάρει πια τη ζωή στα χέρια τους. Άσε με στην ησυχία μου, έχω άλλα πράγματα στο νου μου. Άλλωστε, μόλις τώρα τέλειωσα το γυμνάσιο. Θέλω να φύγω από το νησί, να πάω στην πρωτεύουσα, να σπουδάσω, να βρω δουλειά, να κάνω κάτι για εμένα. Είναι πολύ νωρίς να μιλάμε για γάμο. Θα ρθει κι αυτός, με τη σειρά του. Προς το παρόν, ούτε που σκέφτομαι αυτή την προοπτική. Καλά, καλά, μη ζορίζεσαι. Συζήτηση κάνουμε, όμως εγώ ένα έχω να σου πω εκ πείρας: σαν έρθει η ώρα, είναι καλύτερα να διαλέξεις άντρα με το μυαλό, παρά με την καρδιά. Όταν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, η αγάπη έρχεται μετά, με τον καιρό. Άλλωστε, οι άνθρωποι με τις χάρες τους αγαπιούνται. Οι έρωτες, όσο μεγάλοι κι αν είναι, σαν το συνάχι περνούν και σβήνουν, κι εκείνο που μένει μετά, αν υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός και αλληλοεκτίμηση, είναι η αγάπη για το σύντροφό σου. Στα θεμέλια αυτής της αγάπης χτίζεται μια σωστή οικογένεια. Και, μα το Θεό, Μυρτώ, σε διαβεβαιώνω πως όλα τα καλά του κόσμου ξεκινούν από τη σωστή οικογένεια. Μπορεί να βάλεις πολλούς στόχους στη ζωή σου και να τους πετύχεις. Αν, όμως, δε φροντίσεις όσο είσαι νέα να δημιουργήσεις οικογένεια, θα συνειδητοποιήσεις κάποτε, όταν ο πατέρας σου κι εγώ δε θα είμαστε πια κοντά σου, πως τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από την οικογενειακή εστία και θαλπωρή. Και πίνοντας μια γουλιά νερό, η κυρία Μαρκέλλα συμπλήρωσε χαμηλόφωνα, με διδακτικό ύφος: Αν θες να σου μιλήσω με απόλυτη ειλικρίνεια, θα σου πω πως ο γάμος είναι, σε τελική ανάλυση, μια συναλλαγή, ένας συνεταιρισμός, μια σπουδαία συμφωνία. Ο γάμος και το επάγγελμα που θα ακολουθήσουμε είναι οι σοβαρότερες αποφάσεις της ζωής μας, γι αυτό πρέπει να υπολογίζουμε προσεκτικά όλες τις παραμέτρους. Η ζωή δεν είναι πάντα ανθόσπαρτη. Έχει και αγκάθια και κακοτοπιές. Μόνο με το συναίσθημα δεν αντιμετωπίζονται τα προβλήματα. Χρειάζεται, επίσης,
12 βασω παπακου μυαλό, σύμπνοια, σύνεση και φρονιμάδα για να προχωρήσει ένα ζευγάρι αγαπημένο. Δε φαντάζεσαι πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια, και δικαιολογημένα, γιατί είσαι νέα ακόμα κι έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Όμως, όπως στρώσεις, κόρη μου, θα κοιμηθείς, κατέληξε με στόμφο η κυρία Μαρκέλλα, σαν να έλεγε κάτι εξαιρετικά σπουδαίο, ενώ η Μυρτώ την κοίταζε με βλέμμα κουρασμένο. Δε βαρέθηκες πια να λες τα ίδια και τα ίδια; Εγώ απηύδησα να σ ακούω. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν έχεις αλλάξει τροπάρι. Έλεος πια! Εσείς, η νέα γενιά, όλα τα βρίσκετε βαρετά. Κάποτε θα με θυμηθείς. Αλλά τότε θα είναι πολύ αργά. Η Τύχη δε χτυπάει την πόρτα σου κάθε μέρα. Άντε ξανά μανά. Σε παρακαλώ, κάν το για το δικό μου το χατίρι. Δέξου να δεις τον υποψήφιο. Μόνο να τον δεις. Δώσε, έστω, την ικανοποίηση στον πατέρα σου, που με τόσο ενθουσιασμό ήρθε από τα ξένα φέρνοντάς σου αυτό το προξενιό. Η Μυρτώ είδε πως δε θα γλίτωνε από το στενό μαρκάρισμα και τις ατέλειωτες συμβουλές της μάνας της, κι έτσι, για να ησυχάσει το κεφάλι της, κατένευσε τελικά, μα τόσο απρόθυμα, σαν να έλεγε: «Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει. Ας τον δω πια αυτό το μορφονιό. Δεν έχω να χάσω και τίποτα». Η κυρία Μαρκέλλα, διαπιστώνοντας την υποχώρηση της κόρη της, αμέσως αναθάρρησε. Το ξερα εγώ πως έχεις μυαλό, είπε μ ένα πλατύ χαμόγελο κι έσπευσε να ντύσει το σπίτι στα γιορτινά του και να ετοιμάσει, σαν καλή νοικοκυρά που ήταν, μεζέδες και γλυκίσματα για να τρατάρει τον καλεσμένο. Μόλις ο δόκιμος ανθυποπλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, Νικόλαος Μαρκάκης, πέρασε το κατώφλι του αρχοντικού του καπετάν
η κορη τησ θαλασσασ 13 Γιώργη με ένα κουτί λουκούμια στα χέρια, η Μυρτώ, που στο μεταξύ έβραζε στο ζουμί της, ανασήκωσε ανόρεχτα τα μάτια να τον κοιτάξει και αυτοστιγμεί έπαθε τέτοιο ταράκουλο, που της κόπηκε η λαλιά. Με κόπο κατάφερε να ψελλίσει: Καλώς ορίσατε. Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, δεσποινίς Μυρτώ. Έχω ακούσει τόσα για εσάς από τον πατέρα σας που σας υπεραγα πάει, γι αυτό και ήρθα με ιδιαίτερη χαρά να σας γνωρίσω από κοντά, είπε εκείνος με την άνεση και τη σιγουριά που χαρακτηρίζει τους άντρες με προσωπικότητα και αυτοπεποίθηση. Η Μυρτώ, με ένα αμήχανο χαμόγελο στα χείλη, χάθηκε μέσα στο βλέμμα του, που το ένιωθε να διεισδύει στα κατάβαθα του είναι της. «Θεέ μου, τι άντρας είναι αυτός!» σκέφτηκε και τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα. Περάστε, καθίστε! του πρότεινε η μητέρα της, δείχνοντάς του το βελούδινο καναπέ του σαλονιού, ενώ ο καπετάν Γιώργης τον υποδέχτηκε μ ένα πατρικό χτύπημα στην πλάτη και μια πρόσχαρη έκφραση. Να σου βάλω ένα ουζάκι, Νικολή; τον ρώτησε μετά, μόλις κάθισε αντίκρυ του. Μετά χαράς, καπετάνιε μου, απάντησε εκείνος, και η Μυρτώ τσακίστηκε να φέρει το ούζο και τους μεζέδες που είχε ετοιμάσει η μητέρα της από νωρίς: αχινοσαλάτα, χταποδάκι ξιδάτο, μπουκιές από ζυμωτό ψωμί, ελιές και μαριναρισμένο γαύρο. Όταν το καραφάκι άδειασε στο ποτήρι του Νικολή, ο καπετάν Γιώργης ξεστόμισε αυθόρμητα την κλασική ευχή: Άντε, θα καλοπαντρευτείς. Οι δύο άντρες γέλασαν, ενώ οι γυναίκες τούς κοίταζαν συγκρατημένες. Πότε με μπουνάτσα, πότε με φουρτούνα, ένα χρόνο στο ίδιο βαπόρι, ο καπετάν Γιώργης με τον Νικολή είχαν μοιραστεί πολλά. Και όσο ξετύλιγαν τις αναμνήσεις τους απ όσα είχαν ζήσει
14 βασω παπακου μαζί, με το κέφι και το πάθος που μαρτυρούσε τη μεγάλη τους αγάπη για τη θάλασσα, η Μυρτώ τούς άκουγε με προσοχή. Η μητέρα της, μπαινοβγαίνοντας στην κουζίνα, περνούσε από κόσκινο το γαμπρό και, επειδή τον έβρισκε εξαιρετικά συμπαθητικό, είχε ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά. Από εμφάνιση ήταν πολύ ανώτερος των προσδοκιών της. Αν ήταν και άξιος και καλός, όπως της είχε πει ο άντρας της, που τον γνώριζε καλύτερα, τότε σίγουρα ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την κόρη της. Ρίχνοντας μια λοξή ματιά στη Μυρτώ, της έκλεισε πονηρά το μάτι σαν να της έλεγε: «Είδες που είχα δίκιο; Ο άνθρωπος είναι αστέρι. Βάλε τα δυνατά σου να τον κατακτήσεις». Και με μια βαθιά ικανοποίηση, ευχαρίστησε νοερά την Αγία Μαρκέλλα, που πίστευε στη χάρη της, και μπήκε με φούρια στην τραπεζαρία να στρώσει το τραπέζι για το φαγητό. Ο Νικολής, εκείνη την ώρα, μιλούσε για τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, τα σύγχρονα τέρατα που απάντησαν στο Πορτ Χάρκουρτ της Νιγηρίας. Ο καπετάν Γιώργης κούνησε συνοφρυωμένος το κεφάλι. Κακό μπελά βρήκαμε με δαύτους. Έτσι και τους μιμηθούν κι άλλοι, ζήτω που καήκαμε. Οι πειρατές ξανάρχονται. Πρέπει να πάρουμε μέτρα πριν είναι αργά. Πριν θρηνήσουμε θύματα. Πάντως, φτηνά τη γλιτώσαμε τότε, καπετάνιε. Δεν άνοιξε ρουθούνι. Μέσα σε τόσα καράβια που ήταν στριμωγμένα στο λιμάνι για να ξεφορτώσουν τσιμέντο, τα μόνα που την έβγαλαν καθαρή από το πλιάτσικο της μαύρης συμμορίας ήταν το δικό μας και το ρωσικό πλάι μας, που το πλήρωμά του ήταν οπλισμένο. Τράβηξε πιστόλια και ξεπάστρεψε τα καφούρια στο πιτς φιτίλι. Ενώ εμείς, κατά πως φάνηκε, γλιτώσαμε μόνο γιατί είχαμε άγιο. Οι ληστές τα κακάρωσαν και δεν πρόλαβαν να σκαρφαλώσουν στο δικό μας πλοίο. Η Μυρτώ κοίταζε μια τον πατέρα της και μια τον Νικολή και ρώτησε ανήσυχη:
η κορη τησ θαλασσασ 15 Δηλαδή, κινδυνέψατε; Πολύ, απάντησε ο καπετάν Γιώργης κουνώντας το κεφάλι. Αν δε μας σκότωναν, μπορεί να μας ξαπόστελναν στα βάθη της ζούγκλας και να ζητούσαν λύτρα. Και πίνοντας μια γουλιά ούζο, πρόσθεσε αναστενάζοντας: Δεν το χωράει ο νους μου να κινδυνεύουμε από πειρατές στις μέρες μας. Αυτοί αποτελούσαν μάστιγα σε παλιές εποχές. Από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν να παρατηρηθούν κρούσματα πειρατείας. Εγώ είμαι ένας γερο-θαλασσόλυκος και, απ ό,τι θυμάμαι, μόνο εκεί στις αρχές του 1960 είχαμε κάτι δυσάρεστα συμβάντα στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας, από τα τοπικά πλοιάρια, τα σαμπάν, που πλησίαζαν τα καράβια δήθεν για να ζητήσουν βοήθεια κι έκαναν κατάληψη και λήστευαν το πλήρωμα και το φορτίο. Όμως μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα. Πήραν χαμπάρι οι ναυτικοί το κόλπο τους και όπου φύγει φύγει. Έτσι αρμενίζαμε και πάλι ελεύθερα, μέχρι που το 1970, στο Στενό της Μαλάκα, μεταξύ Σουμάτρας και Μαλαισίας, στήθηκε άλλο πανηγύρι. Νέα μορφή πειρατείας. Οι σχιστομάτηδες ανέβαιναν νύχτα στο πλοίο και υποχρέωναν τον καπετάνιο, με το όπλο στον κρόταφο, να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο. Η επιχείρηση ήταν τόσο γρήγορη, που σε πολλές περιπτώσεις η βάρδια στη γέφυρα δεν έπαιρνε είδηση. Όσο ο καπετάν Γιώργης μιλούσε, ο Νικολής και η Μυρτώ αντίκρυ του έδειχναν να κρέμονται από τα χείλη του, ενώ κατά βάθος είχαν το νου τους στη γνωριμία τους. Αυτό, βέβαια, το εξομολογήθηκε ο ένας στον άλλο πολύ αργότερα, όταν εκείνη η πρώτη τους συνάντηση είχε ως συνέχεια τη γέννηση ενός μεγάλου έρωτα. Περάστε στην τραπεζαρία. Το φαγητό είναι έτοιμο, ανακοίνωσε η κυρία Μαρκέλλα. Ο άντρας της, που είχε πάρει φόρα με το θέμα της πειρα τείας, σταμάτησε το λογύδριό του για να της πει: Τώρα, σε λίγο ερχόμαστε. Οι δύο ακροατές του αντάλλαξαν μια φευγαλέα ματιά και χα-
16 βασω παπακου μογέλασαν, ενώ ο καπετάν Γιώργης, που δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει την κουβέντα του στη μέση, συνέχισε απτόητος: Λοιπόν, που λέτε, το θέμα πήρε μεγάλη έκταση τότε. Οι πλοιοκτήτες και οι ασφαλιστικές εταιρείες διαμαρτυρήθηκαν έντονα και αναγκάστηκαν οι κυβερνήσεις των γύρω κρατών να συγκροτήσουν περιπολίες με πολεμικά σκάφη στην επικίνδυνη περιοχή κοντά στο Στενό της Μαλάκα. Το φαγητό θα κρυώσει! ακούστηκε ξανά η φωνή της κυρίας Μαρκέλλας, οπότε ο καπετάν Γιώργης αποφάσισε να της κάνει τη χάρη και να πάρει θέση στην τραπεζαρία, ακολουθούμενος από τους δύο νέους. Πάντως, Νικολή, συνέχισε μόλις κάθισαν όλοι, ανεξάρτητα από τις περιπολίες στην επικίνδυνη αυτή ζώνη, όλα τα εμπορικά πλοία πρέπει να έχουν αυξημένη ετοιμότητα. Το χέρι των επίδοξων πειρατών το οπλίζει η πείνα. Κι αυτή είναι μεγάλη μάστιγα στη Νοτιοανατολική Ασία. Μήπως δεν είναι στην Αφρική; Εκεί κι αν λιμοκτονούν οι άνθρωποι. Κι αυτό τι θα πει; Πως πρέπει να μας ληστεύουν και να μας σκοτώνουν; Όχι βέβαια! Όμως η πείνα κάνει τον άνθρωπο άγριο θηρίο. Οι αναπτυγμένοι λαοί της Δύσης πρέπει να βοηθήσουν αυτούς τους άμοιρους, είπε η Μυρτώ, και ο πατέρας της χαμογέλασε. Τώρα... μάλιστα! Λες να μην το ξέρουν; Εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν από την πείνα κάθε χρόνο και από την άλλη μεριά εκατομμύρια δολάρια ξοδεύονται για εξοπλισμούς. Για να σκοτώνει ο ένας άνθρωπος τον άλλο. Φτάσαμε στο φεγγάρι και ακόμα δεν καταφέραμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Είμαστε έτοιμοι, ανά πάσα στιγμή, να αλληλοφαγωθούμε. Η κυρία Μαρκέλλα άκουσε αυτή την τελευταία φράση κι έκανε το σταυρό της. Συζήτηση που πιάσατε! διαμαρτυρήθηκε. Και βάζοντας την
η κορη τησ θαλασσασ 17 κουτάλα μέσα στη σουπιέρα, άρχισε να σερβίρει την αχνιστή σούπα στα βαθιά πιάτα. Η συναγρίδα σπαρταρούσε ακόμα όταν την αγόρασα. Την έβγαλε το καΐκι σήμερα το πρωί, είπε ο καπετάν Γιώργης. Κακά τα ψέματα! Τα ψάρια τα δικά μας έχουν άλλη νοστιμιά. Οι θάλασσές μας είναι ευλογημένες. Ούτε μουσώνες ούτε κυκλώνες ούτε θαλάσσια τέρατα. Στον Ινδικό εμφανίστηκε μια φάλαινα μήκους 15 μέτρων. Ανήκουστο! Να το βρεις στη ρότα σου ένα τέτοιο κήτος και να πάθεις. Σαν τι μπορεί να πάθεις εσύ, Νικολή, με το υπερωκεάνιο που θα κυβερνάς; σχολίασε ο καπετάν Γιώργης, και ο νέος χαμογέλασε. Έχω να φάω, καπετάνιε, πολλά ψωμιά μέχρι να κυβερνήσω πλοίο, και έως τότε, σίγουρα, τίποτα δε θα με σκιάζει. Όπως εσάς, που σας βλέπω και σας θαυμάζω, δήλωσε ο Νικολής κι έκανε τον καπετάν Γιώργη να φουσκώσει σαν διάνος. Έπειτα έπεσε σιωπή. Όλοι έσκυψαν πάνω από τα πιάτα τους αμίλητοι, σαν να πρόσεχαν μην τους σταθεί κανένα κόκαλο στο λαιμό. Η συνάντηση και το τραπέζωμα είχαν ως απώτερο σκοπό το προξενιό, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε γίνει λόγος για το φλέγον θέμα. Η Μυρτώ, ενώ ήταν συνεσταλμένη στην αρχή και την είχε πιάσει γλωσσοδέτης, σιγά σιγά άρχισε να χαλαρώνει και να βρίσκει τον εαυτό της, καθώς η θετική αύρα του Νικολή την περιέβαλε από την πρώτη στιγμή με τέτοια ζεστασιά, που γρήγορα έσπασε ο πάγος και είχε την αίσθηση πως τον ωραίο νέο που καθόταν αντίκρυ της τον γνώριζε από παλιά. Μόλις τέλειωσαν το φαγητό και πέρασαν ξανά στο σαλόνι για τον καφέ, το λικέρ και το γλυκό, κοιτάχτηκαν οι δυο τους στα μάτια και, χωρίς λόγια, συνομολόγησαν τη χαρά τους για τη γνωριμία τους. Μετά άρχισαν να μιλούν για τη ζωή τους, για την καθημερινότητά τους και για τα μελλοντικά τους σχέδια.
18 βασω παπακου Η Μυρτώ σκοπεύει να γίνει δασκάλα. Όπως ήταν και η μητέρα της πριν με παντρευτεί, πετάχτηκε και είπε τότε ο καπετάν Γιώργης, που ήθελε οπωσδήποτε να συμμετέχει στη συζήτηση. Έχει αδυναμία στα μικρά παιδιά. Τα καλοκαίρια μαζεύει τα γειτονόπουλα στην αυλή μας και τους μαθαίνει τραγούδια. Ο Νικολής χαμογέλασε. Τι τυχερά που είναι! παρατήρησε και μ ένα ύφος κάπως μελαγχολικό εξήγησε στις δύο γυναίκες: Εγώ μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο. Ο καπετάνιος ξέρει. Ο νέος είχε χάσει τους γονείς του και τα αδέρφια του σε ναυάγιο και ήταν ο μόνος που επέζησε από αυτή την τραγωδία. Τον είχαν βρει αναίσθητο σε μια βραχονησίδα του Κρητικού πελάγους. Ήταν μόλις τεσσάρων ετών και τόσο σοκαρισμένος, ώστε αρνιόταν να περιγράψει πώς βούλιαξε το καΐκι του πατέρα του με το οποίο είχαν βγει όλοι μαζί για ψάρεμα. Μόνο τα ουρλιαχτά της μάνας του αντηχούσαν στα αφτιά του, και μόλις συνήλθε και βρέθηκε σε ξένη αγκαλιά, τη μάνα του ζήτησε μ ένα σπαραξικάρδιο κλάμα. Και δεν έπαψε να κλαίει και να τη ζητάει για πολύ καιρό, μέχρι που αντάμωσε με άλλα ορφανά σ ένα ίδρυμα στον Πειραιά όπου τον έστειλαν, αφού κανένας από τους συγγενείς του δε δεχόταν να τον αναλάβει. Έτσι, υποτάχτηκε στη μοίρα του και στο ριζικό του. Ο Νικολής ήταν ένα υπάκουο και καλόβολο παιδί και από πολύ νωρίς έδειξε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα. Στο γυμνάσιο, οι καθηγητές του είχαν να λένε για την ευστροφία και την επιμέλειά του. Οι επιδόσεις του ήταν άριστες σε όλα τα μαθήματα, γι αυτό και τον προέτρεπαν να δώσει εξετάσεις στις λεγόμενες «πρώτες» σχολές. Θα μπορούσε να γίνει γιατρός, δικηγόρος, πολιτικός μηχανικός και να σπουδάσει με υποτροφία ακόμα και σ ένα σπουδαίο πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Εκείνος, όμως, επέλεξε να γίνει ναυτικός. Τη θάλασσα, που του στέρησε το μητρικό χάδι από τότε που ένιωσε τον εαυτό του, πήρε όρκο να τη γνωρίσει καλά, να την κατακτήσει.