Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ - ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ



Σχετικά έγγραφα
Α. ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

ΤΟΜΟΣ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ

O ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ ΓΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ (Τ.Ε.Ι.Κ.) ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ (ΣΤΕΓ) ΤΜΗΜΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ (Φ.Π.) ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ:

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΟΡΙΝΘΟΥ 255, ΚΑΝΑΚΑΡΗ 101 ΤΗΛ , , FAX

ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΠΑΙΔΕΙΑ. Α Γενικού Λυκείου και ΕΠΑ.Λ. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα

Πρακτικό 6/2012 της συνεδρίασης της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής, του Δήμου Λήμνου, της 4ης Μαΐου 2012.


ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΜΕΛΕΤΩΝ

Ο Οδικός Χάρτης για την Ελλάδα της δημιουργίας

ΑΠΟΦΑΣΗ 34750/2006 (Αριθμός καταθέσεως πράξεως 43170/2006) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από

ΠΡΟΣ: ΚΟΙΝ: ΘΕΜΑ: Ενηµερωτικό σηµείωµα για το πρόβληµα της παράνοµης υλοτοµίας και ειδικά αυτό της καυσοξύλευσης

ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΧΩΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ 20 Ο ΣΤΟΝ 21 Ο ΑΙΩΝΑ

Υποψήφιοι Σχολικοί Σύμβουλοι

Η παρακμή του εργατικού κινήματος είναι μια διαδικασία που έχει ήδη διαρκέσει. πολλά χρόνια, τώρα ζούμε τα επεισόδια του τέλους της.

Σημειώσεις Κληρονομικού Δικαίου

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 15 ΜΑΪΟΥ 2009 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ. Η πολιτική πρόταση και το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Η υποστήριξη της επαγγελματικής μάθησης μέσα από την έρευνα-δράση: διαδικασίες και αποτελέσματα

Δράση 1.2. Υλοτομία και προσδιορισμός ποσοτήτων υπολειμμάτων.

Πρώτη διδακτική πρόταση Χρωματίζοντας ένα σκίτσο

ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΔΟΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ

Μάριος Χάκκας. Το Ψαράκι της γυάλας

/νση: ΧΑΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Μ. Αλεξάνδρου 49, 66100, ράµα Τηλ&φαξ: , κιν.: info@akademia.

ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ ΤΕΕ ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΓΟΥΝΟΦΟΡΩΝ

Ακολουθούν όλα τα σχετικά έγγραφα - αποφάσεις για το ωράριο, όπως οµόφωνα ψηφίστηκαν και επικυρώθηκαν από το συνέδριο στο Λουτράκι το 2007

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΕφΑθ 5253/2003

Υλικά που χρειαζόμαστε

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ (Τ.Ε.Ι.) ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ. Θέμα πτυχιακής εργασίας:

Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών το Π.Δ 152/2013, του Γιώργου Καλημερίδη

Σύνταγμα, Εργασία και Συναφή Δικαιώματα ( Συνδικαλιστική Ελευθερία, Απεργία )

Κεφάλαιο Πέμπτο Εθνοπολιτισμική Ζωή και Εμπειρίες Ελληνικότητας των Ελληνοαυστραλών Εφήβων

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ

Τρίτη, 2 Σεπτεμβρίου 2014 Αριθ. Τεύχους: 200 Περιεχόμενα

5 η Ενότητα Κουλτούρα και στρατηγική

ΣΥΝΘΗΚΗ SCHENGEN (ΣΕΝΓΚΕΝ)

ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ-ΧΑΪΝΗΔΕΣ Οι Χαΐνηδες Ο Δημήτρης Αποστολάκης

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των Εργαζοµένων στις Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Νοµού Χανίων

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός 9769/2014 TO ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Μυρσίνη Κοντογιάννη, Πρόεδρο

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ. Η ολοκληρωμένη προσέγγιση θα εφαρμοστεί με τα παρακάτω Εργαλεία

«Φιλολογικό» Φροντιστήριο Επαναληπτικό διαγώνισμα στη Νεοελληνική Γλώσσα. Ενδεικτικές απαντήσεις. Περιθωριοποίηση μαθητών από μαθητές!

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΝΟΤΗΤΩΝ Α ΤΑΞΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑ 3

Σχετ: Το από έγγραφό σας (αρ. πρωτ. εισερχ. 932/ ). Σε απάντηση του ως άνω σχετικού, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

Απομόνωση χλωροφύλλης

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΙΑΚΙΝΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ (ΦΛΩΡΙΝΑ) ΤΜΗΜΑ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Το σχέδιο έχει ως βάση ένα ενιαίο σύστημα κλειστών αγωγών το οποίο εκτείνεται

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ υπ' αριθμ. ΣΜΕ 1 / 2011 για τη σύναψη ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΕΡΓΟΥ

ΤΟ ΝΕΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ

Περιεχόμενα !"#$%&%'(((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((( )!

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός. Άρθρο 2. Δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΝΟΜΟΣ 3263/2004 (ΦΕΚ 179 Α ) Μειοδοτικό σύστηµα ανάθεσης των δηµοσίων έργων και άλλες διατάξεις

2. Στόχοι Ενδεικτικοί στόχοι Kοινωνικού Γραμματισμού.

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΟΝΕΩΝ & ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ 1 ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Η ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. ( Διοικητική Ενημέρωση, τ.51, Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2009)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. ΣΟΧ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Γ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε Τμήμα Νομικής

Επαρχιακός Γραμματέας Λ/κας-Αμ/στου ΠΟΑ Αγροτικής

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 20 ΜΑΪΟΥ 2011 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Διδαγμένο κείμενο

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 1. Να μεταφράσετε το απόσπασμα: «Οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι...καὶ ταὺτας νείμω;.» Μονάδες 10

Απώλεια και μετασχηματισμοί της τραυματικής εμπειρίας. Παντελής Παπαδόπουλος

Ξαναδίνουμε ζωή στο δικό μας ΗΡΑΚΛΕΙΟ Δ.Α.Σ.Η. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΚΟΣ. Δημοτική Ανεξάρτητη Συνεργασία Ηρακλείου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

6o ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ. των αιρετών του ΚΥΣΔΕ Γρηγόρη Καλομοίρη και Χρήστου Φιρτινίδη, εκπροσώπων των Συνεργαζόμενων Εκπαιδευτικών Κινήσεων

03-00: Βιομάζα για παραγωγή ενέργειας Γενικά ζητήματα εφοδιαστικών αλυσίδων

ΓΙΑ ΝΑ ΠΝΙΞΕΙΣ ΤΟ ΦΙΔΙ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΤΣΑΚΙΣΕΙΣ ΤΑ (ΧΡΥΣΑ) ΑΥΓΑ ΤΟΥ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ

Όταν το μάθημα της πληροφορικής γίνεται ανθρωποκεντρικό μπορεί να αφορά και την εφηβεία.

Ηλεκτρονική Υπηρεσία Υποβολής Αιτήσεων Εισδοχής σε Φοιτητικές Εστίες

Ενότητα 1. Στο τέλος κάθε κειμένου υπάρχουν ερωτήσεις και εργασίες, που μας βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα τα κείμενα αυτά.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Ηλεκτρικό φορτίο Ηλεκτρική δύναμη

ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ (932 ΑΚ). ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3561, 21/12/2001

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΑΣΦΑΛΩΣ ΚΑΤΟΙΚΕΙΝ» ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟΙ ΧΩΡΟΙ

ιδάσκοντας Ιστορία στο Γυμνάσιο

ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 26/5/2010

Στεκόμαστε αλληλέγγυοι σ όσους, ατομικά ή συλλογικά επανακτούν αυτά που νόμιμα μας κλέβουν οι εξουσιαστές.

Σοφία Γιουρούκου, Ψυχολόγος Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια

II.7.1 Ολοκλήρωση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου μιας Πράξης.

Παραβατικότητα Ανηλίκων και Πρόγραμμα Κυκλοφοριακής Αγωγής «ΕΡΜΗΣ» ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΑΘΗΝΑΣ

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΣΕΠ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ

ΑΔΑ: 4ΙΦΝΚ-ΔΘ. Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 2010 Αριθ. Πρωτ.: Ταχυδρομική. Σταδίου 27 Διεύθυνση: Ταχυδρομικός Κώδικας: ΑΘΗΝΑ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

Το πρόβλημα του ανατοκισμού στις τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΚΟΥΡΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΛΗΞΟΥΡΙ 2013

Αξιολόγηση Προγράμματος Αλφαβητισμού στο Γυμνάσιο Τρίτο Έτος Αξιολόγησης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 13 Α' ΜΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1897 ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Αριθμός Απόφασης 48/2014 ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Διπλωματική εργασία στο μάθημα «ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ - ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ Ακριβή Γιοβανούδα ΑΕΜ: 500363 Επιβλέπων Καθηγητής: Νικόλαος Ιντζεσίλογλου Μαθήματα 2 ου έτους Κοινωνιολογία του δικαίου Μεθοδολογία του δικαίου Εκκλησιαστικό δίκαιο Διδάσκοντες Νικόλαος Ιντζεσίλογλου Κωνσταντίνος Σταμάτης Κυριάκος Κυριαζόπουλος 1

Θεσσαλονίκη 2015 2

Συντομογραφίες ΑΠ = Άρειος Πάγος Αρμ = Αρμενόπουλος Κ.Π.Δ. = Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΜΟΔ = Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ΜΟΕ = Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ν. = Νόµος ΝοΒ = Νοµικό Βήµα Π.Κ. = Ποινικός Κώδικας ΠοινΧρ = Ποινικά Χρονικά Συμβ.Πλημ. = Συμβούλιο Πλημμελειοδικών βλ. = βλέπε εδ. = εδάφιο επ. = επίσης κ.α. = και άλλα κ.ε. = και επόμενα κ.λπ. = και λοιπά οπ.κ. = όπου κατωτέρω οπ.π. = όπου παραπάνω σελ. = σελίδα στοιχ. = στοιχείο 1

Περιεχόμενα Συντομογραφίες σελ. 1 Περιεχόμενα σελ. 2 Περίληψη σελ. 4 Abstract σελ. 5 Εισαγωγή σελ. 6 1. Ο τρόπος διενέργειας της ψυχιατρικής - ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης από τη σκοπιά της Ψυχιατρικής επιστήμης σελ. 10 1.1. Το ιστορικό σελ. 10 1.1.1. Οι πηγές του ιστορικού σελ. 11 1.1.2. Τα μέρη του ιστορικού σελ. 12 1.2. Η κλινική εξέταση σελ.13 1.2.1. Η ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών σελ. 14 1.2.2. Οι επιμέρους κατηγορίες ψυχικών διαταραχών σελ. 16 1.3. Το εργαστήριο σελ. 21 1.3.1. Βιολογικές μέθοδοι σελ. 22 1.3.2. Ψυχοδιαγνωστικές μέθοδοι σελ. 23 1.3.2.1. Ψυχομετρικές τεχνικές σελ. 24 1.3.2.2. Προβολικές μέθοδοι σελ. 25 1.4. Συμπεράσματα σελ. 26 2. Ο ρόλος της ψυχιατρικής ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου σελ. 27 2.1. Εισαγωγή σελ. 27 2

2.2. Η κρίση περί της επικινδυνότητας σελ 28 2.3. Εξάρτηση από ναρκωτικά σελ. 30 2.4. Η κρίση περί της ικανότητας για καταλογισμό σελ. 32 2.5. Η συνεργασία ανάμεσα στο δικαστή και στον ψυχίατρο πραγματογνώμονα σελ. 39 2.6. Η αποδεικτική αξία της πραγματογνωμοσύνης σελ. 41 2.6.1. Παρατηρήσεις αναφορικά με την υποχρεωτικότητα της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης σελ. 41 2.6.2. Η εκτίμηση της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης από το δικαστήριο σελ. 45 3. Η νομολογιακή αντιμετώπιση του ζητήματος σελ. 49 Συμπεράσματα σελ. 61 Βιβλιογραφία σελ. 64 3

Περίληψη Ο θεσμός της πραγματογνωμοσύνης συμβάλλει καθοριστικά στην έκβαση της ποινικής δίκης στις περιπτώσεις που για την επίλυση ορισμένων ζητημάτων, τα οποία είναι καίριας σημασίας για την ανακάλυψη των αληθών πραγματικών περιστατικών μιας υπόθεσης, δεν αρκούν οι γνώσεις του δικαστή, αλλά απαιτείται η συνδρομή προσώπων που κατέχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Ιδιαίτερη δε αξία έχει η ψυχιατρική ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη, η οποία καλείται να απαντήσει σε μια σειρά ερωτημάτων αναφορικά με την διανοητική υγεία του κατηγορουμένου, όπως για παράδειγμα την ικανότητα αυτού για καταλογισμό ή την επικινδυνότητά του για το κοινωνικό σύνολο. Για τη διενέργεια της χρησιμοποιούνται τρεις βασικοί άξονες: το ιστορικό του εξεταζόμενου δράστη, η κλινική εξέταση που περιλαμβάνει την ψυχιατρική ψυχολογική διερεύνηση της προσωπικότητάς του καθώς και νευρολογικές εξετάσεις και τέλος την εργαστηριακή εξέταση, η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά προς την κλινική εξέταση, βοηθώντας τον πραγματογνώμονα να καταλήξει σε διάγνωση σχετικά με την ψυχική υγεία του δράστη. Ωστόσο, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας το έργο του πραγματογνώμονα είναι ιδιαίτερα απαιτητικό, δεδομένου ότι αυτός καλείται να κρίνει τη διανοητική υγεία του κατηγορουμένου κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, δηλαδή σε χρόνο που προηγείται της διενεργούμενης από αυτόν εξέτασης, με συνέπεια τα πορίσματά του να αντιμετωπίζονται πολλές φορές με δυσπιστία από το δικαστήριο. Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι ο δικαστής και ο ψυχίατρος πραγματογνώμονας προέρχονται από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους. Προκειμένου λοιπόν να υπάρξει αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ τους, είναι απαραίτητη η επιμόρφωση των δικαστών σε βασικά θέματα Δικαστικής Ψυχολογίας και Ψυχιατρικής, αλλά και η εξειδίκευση των ψυχολόγων και ψυχιάτρων στο ειδικότερο αυτό αντικείμενο της Ψυχιατρικής επιστήμης, το οποίο παρουσιάζει αρκετές διαφορές σε σχέση με την Κλινική Ψυχολογία και Ψυχιατρική. Αν επιτευχθεί αυτό, η ψυχιατρική ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη θα μπορεί να αξιοποιηθεί από το ποινικό δικαστήριο στο μέγιστο δυνατό βαθμό, παρέχοντας στο δικαστή ουσιαστική συνδρομή στο έργο του περί ορθής απονομής της δικαιοσύνης. 4

Abstract The statute of expertise contributes significantly to the outcome of the criminal proceedings in cases where in order to resolve certain issues, which are crucial to the discovery of the true facts of a case, the knowledge of the judge is not sufficient, but he is in need of assistance by people who hold special knowledge in matters of science or art. The psychiatric psychological expertise has particular value, considering that an expert is called to answer a series of questions regarding the mental health of the accused, such as if he can be held liable for his crime, or if he is harmful to the community. For its formation three main methods are used: the history of the tested offender, a clinical examination that includes psychiatric - psychological investigation of his personality and neurological examinations and finally the laboratory testing, which complements the clinical examination, helping the expert to reach a diagnosis on the offender's mental health. However, in the criminal process the work of the expert is particularly challenging, since he is asked to judge the mental health of the accused at the time of committing the act, time which is prior to the ongoing examination of him, and as a result, his findings are treated several times with disbelief by the court. To this also contributes the fact that the judge and the psychiatrist - expert come from different disciplines. Therefore, in order for them to have an effective cooperation, it is necessary that judges are trained on key issues of Forensic Psychology and Psychiatry, and psychologists and psychiatrists gain expertise in the specific subject of this branch of psychiatry, which presents several differences compared with Clinical Psychology and Psychiatry. If that is achieved, the psychiatric - psychological expertise could be used by the criminal court to the maximum extent possible, providing the judge substantial contribution to his work of laying the proper administration of justice. 5

Εισαγωγή Η συμβολή της πραγματογνωμοσύνης στο πλαίσιο της ποινικής δίκης καθίσταται ουσιώδης και σε ορισμένες περιπτώσεις καθοριστική για την έκβαση της διαδικασίας, δεδομένου ότι τούτη αναλύει καταστάσεις και ζητήματα που γεννώνται κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης, των οποίων η ενδελεχής έρευνα είναι δυνατή μόνο μέσω πραγματογνωμοσύνης, η οποία διεξάγεται από ειδικά επιφορτισμένα προς τούτο πρόσωπα. Ενίοτε, παρουσιάζονται δυσχέρειες στην ανακάλυψη των αληθών πραγματικών περιστατικών μιας υπόθεσης, με συνέπεια τα αρμόδια πολιτειακά όργανα να έχουν την ανάγκη συνδρομής άλλων προσώπων που δεν έχουν την ιδιότητα του δικαστή για την επίλυσή τους. Αποτελεί ένα από τα ασφαλέστερα αποδεικτικά μέσα, ιδίως στις περιπτώσεις που οι χρησιμοποιούμενες μέθοδοι έρευνας παρέχουν δυνατότητα λεπτομερούς αναλύσεως και τα πρόσωπα που κάνουν χρήση των εν λόγω μεθόδων διαθέτουν επαρκή ειδίκευση και συστηματοποιημένες γνώσεις, οι οποίες θεμελιώνονται σε αναμφισβήτητους γενικούς ή ειδικούς κανόνες. Λαμβάνοντας υπόψη ότι για το αποτέλεσμα που προκύπτει μέσω της πραγματογνωμοσύνης εργάζονται εξειδικευμένα πρόσωπα, τα οποία διαθέτουν πείρα και ικανότητα σε ορισμένο κύκλο επιστημών, δημιουργείται η πεποίθηση ότι η θεμελίωση των συλλογισμών της στηρίζεται σε αναμφισβήτητους επιστημονικούς και τεχνικούς κανόνες. Η πραγματογνωμοσύνη διαθέτει δύο βασικά στοιχεία, τα οποία ενισχύουν την αποτελεσματικότητά της: το πείραμα και την παρατήρηση. Ως πείραμα νοείται η έμπρακτη εφαρμογή θεωρίας προς άσκηση ή μελέτη. Πρόκειται για τον έλεγχο της θεωρητικής γνώσης μέσω της πρακτικής εφαρμογής της. Ειδικότερα, το πείραμα συνίσταται σε μεθοδική αναπαραγωγή ενός φαινομένου, προκειμένου να διερευνηθεί και να εξακριβωθεί η φύση αυτού, τα αίτια που το προκαλούν, ως και οι νόμοι που διέπουν την εξέλιξή του. Η διεξαγωγή του πειράματος συμπληρώνει και προσφέρει υλικό στην παρατήρηση, δεδομένου ότι κατά την εκτέλεσή του ο επιστήμονας έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει πλευρές του υπό έρευνα φαινομένου, τις οποίες θα ήταν αδύνατο να διαπιστώσει και να παρακολουθήσει αυτοτελώς στον εξωτερικό κόσμο. Πέραν των θετικών επιστημών, το πείραμα χρησιμοποιείται ευρέως και στο 6

πλαίσιο παιδαγωγικών και ψυχολογικών ερευνών, με ακριβή κατά το πλείστον αποτελέσματα. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που προβλέπονται στο άρθρο 178 Κ.Π.Δ. αναφέρεται ρητά και η πραγματογνωμοσύνη (εδ. γ του ως άνω άρθρου). Λόγω της αποτελεσματικότητας της σε σύγκριση με άλλα αποδεικτικά μέσα, ο νομοθέτης περιέλαβε στο Τρίτο Κεφαλαίο του Δευτέρου Βιβλίου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διατάξεις που ρυθμίζουν λεπτομερώς τον εν λόγω θεσμό (Τρίτο Κεφάλαιο: «Πραγματογνώμονες και τεχνικοί σύμβουλοι», άρθρα 183-208). Τούτο οφείλεται στο ότι γεγονότα ή καταστάσεις που αποδεικνύονται μέσω της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης δεν είναι δυνατό να αποδειχθούν με κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα, γεγονότα ή καταστάσεις που μπορεί να αποδειχθούν π.χ. με μάρτυρες, είναι δυνατό να αποδειχθούν και με τη χρήση άλλων αποδεικτικών μέσων όπως είναι τα έγγραφα, η αυτοψία ή οι ενδείξεις. Η πραγματογνωμοσύνη αποτελεί μοναδικό και πολύτιμο αποδεικτικό μέσο διότι εισφέρει στην ποινική δίκη γνώσεις που δε διαθέτουν ούτε οι ανακριτικοί υπάλληλοι ούτε οι δικαστικοί λειτουργοί που πρωταγωνιστούν σε αυτήν 1. Η σύγχρονη εξέλιξη της τεχνικής και της επιστήμης, μέσω της οποίας παρέχεται ευρεία εργαστηριακή δυνατότητα για την έρευνα σε πεδία απροσπέλαστα μέχρι πρότινος, συνέβαλε στη συστηματοποίηση της πραγματογνωμοσύνης, κατά τρόπο ώστε η προσφυγή σε αυτήν για την επίλυση πολύπλοκων ζητημάτων να καθίσταται αναπόφευκτη. Η Ιατρική επιστήμη περιλαμβάνει πλήθος ειδικοτήτων που στοχεύουν στην επιμελή και συστηματική μελέτη όλων των παθήσεων και ασθενειών που ταλαιπωρούν τον σύγχρονο άνθρωπο. Η μικροβιολογία ανακαλύπτει διαρκώς καταστάσεις που δεν είναι δυνατό να διαγνωστούν με άλλο τρόπο, χρησιμοποιώντας αναμφισβήτητες μεθόδους, των οποίων τα αποτελέσματα είναι ευρέως αποδεκτά. Η ριζική δε αλλαγή της ανθρώπινης προσωπικότητας, η οποία προήλθε μέσα από μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες, όπως η προώθηση των θεωρητικών και 1 Σ. Αλεξιάδη, «Ανακριτική», εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη,2006, σελ. 331-332. 7

θετικών σπουδών, η επιθυμία κτήσεως ολοένα και περισσότερων αγαθών και ο διαρκής ανταγωνισμός, οδήγησε στη δημιουργία νέων καταστάσεων, εκούσιων ή ακούσιων. Η έρευνα επί αυτής της μεταβεβλημένης ανθρώπινης προσωπικότητας απαιτεί ικανότητα, ειδικές γνώσεις, μελέτες επί εξειδικευμένων θεμάτων και συστηματική θεώρηση για ικανό χρονικό διάστημα. Τα τελευταία χρόνια η Ψυχιατρική επιστήμη έχει κατορθώσει να επιλύσει αποτελεσματικά δυσχερή προβλήματα, έχει διαγνώσει σοβαρές ψυχικές ασθένειες καταγράφοντας λεπτομερώς τα συμπτώματα που χρήζουν περεταίρω διεργασίας, εφεύρε μέσα καταστολής των περισσοτέρων ασθενειών και συνέβαλε καθοριστικά στην όσο το δυνατόν ανετότερη διαβίωση των ασθενών. Εν όψει των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η πραγματογνωμοσύνη εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό τον ποινικό δικαστή, διότι παρουσιάζει αναλυτικά και με λεπτομέρειες τα φαινόμενα που δημιουργούν προβλήματα, με συνέπεια να καθίσταται επιβεβλημένη η χρήση της επί δυσχερών θεμάτων, τα οποία τον προβληματίζουν κατά την εκτέλεση του έργου του περί απονομής της δικαιοσύνης. Μέσω αυτής ερευνάται η αξιολογική σημασία των επιμέρους περιστατικών, τα οποία κρίνονται αναγκαία για την έκβαση της ποινικής διαδικασίας και την ορθή εκ μέρους του δικαστή απονομή της δικαιοσύνης. Η χρήση της προσφέρει στο δικαστή ουσιώδη στοιχεία και συμπεράσματα, ενώ από τις αιτιολογίες του πραγματογνώμονα επί των επιμέρους θεμάτων, επιλύει τυχόν απορίες και αμφισβητήσεις του, διερευνά την ουσιαστικότητα των ζητημάτων και αξιολογεί αποτελεσματικότερα τα περιστατικά που τίθενται υπόψη του 2. Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται τον ειδικότερο θεσμό της ψυχιατρικής - ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης. Αρχικά επιχειρείται μια σύντομη επισκόπηση των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την διενέργεια της και μια ταξινόμηση των ψυχικών νόσων και άλλων παθήσεων που διαγιγνώσκονται μέσω αυτής. Κατόπιν, αναλύεται από νομικής πλευράς η θέση του ψυχιάτρου πραγματογνώμονα στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, η ανάγκη συνεργασίας μεταξύ αυτού και του ποινικού δικαστή, καθώς και η αποδεικτική αξία των πορισμάτων της διενεργούμενης ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Τέλος, γίνεται αναφορά στη 2 Γ. Σταθέα, «Η πραγματογνωμοσύνη εις την ποινικήν δίκην», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1981, σελ 5-8. 8

νομολογιακή αντιμετώπιση του ζητήματος και διατυπώνονται ενδεικτικές προτάσεις για τον παραμερισμό των εμποδίων που ανακύπτουν στη συνεργασία μεταξύ του ποινικού δικαστή ουσίας και του ψυχιάτρου πραγματογνώμονα, ώστε να επιτευχθεί εποικοδομητικός διάλογος μεταξύ τους και τα πορίσματα της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης να αξιοποιηθούν από το ποινικό δικαστήριο στο μέγιστο δυνατό βαθμό. 9

1. Ο τρόπος διενέργειας της ψυχιατρικής - ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης από τη σκοπιά της Ψυχιατρικής επιστήμης Η ψυχιατρική ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη διενεργείται με γνώμονα τρείς βασικούς άξονες: α) την κοινωνική ψυχολογική ψυχιατρική έρευνα του εξεταζόμενου και των συνδεόμενων με αυτό προσώπων, εκ της οποίας προκύπτει το ιστορικό του, β) τις κλινικές εξετάσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται πρωτίστως η ψυχιατρική ψυχολογική εξέταση και συμπληρωματικά η νευρολογική και η λοιπή σωματική εξέταση του προσώπου και γ) την εργαστηριακή διερεύνηση, η οποία διεξάγεται παράλληλα προς δύο κατευθύνσεις: την ψυχολογική και την βιολογική. Μέσω της σύνθεσης και ορθής αξιολόγησης των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τις ανωτέρω μεθόδους διερεύνησης, ο πραγματογνώμων καταλήγει στην τελική διάγνωσή του αναφορικά με την ψυχική υγεία του υπό εξέταση ατόμου. 1.1. Το ιστορικό Το ιστορικό αποτελεί σημαντικότατο μέρος της πραγματογνωμοσύνης, παρέχοντας στον διενεργούντα αυτήν αξιόλογα ερείσματα για τη συναγωγή, τη στήριξη και την απόδειξη των συμπερασμάτων του. Σε κάθε διαγνωστική γενικά προσπάθεια, ιδιαιτέρως όμως στην ειδική περίπτωση της ψυχολογικής ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, η λήψη ενός καλού ιστορικού είναι καίριας σημασίας για την επιτυχία της. Όσον αφορά στο περιεχόμενό του, ένα καλό ιστορικό χαρακτηρίζεται από συμμετρία στη δομή του, επέκταση στις λεπτομέρειες όπου είναι αναγκαίο, πληρότητα και ακρίβεια, ενώ αναφορικά με τον τρόπο λήψης αυτού η αξία του συναρτάται από την δεξιοτεχνία, αλλά και την υπομονή και επιμονή του πραγματογνώμονα. Ειδικά στο πεδίο της Δικαστικής Ψυχολογίας και Ψυχιατρικής, η λήψη καλού ιστορικού που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθιστώντας δυνατή τη μεταγενέστερη αναπαράστασή της, προϋποθέτει ιδιαίτερες ικανότητες εκ μέρους του εξεταστή, δεδομένου ότι τόσο ο εξεταζόμενος, όσο και τρίτοι που συνδέονται με αυτόν, προσπαθούν να αλλοιώσουν και να παρουσιάσουν παραμορφωμένα τα 10

γεγονότα προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Η απόκρουση των εν λόγω προσπαθειών εκ μέρους του πραγματογνώμονα απαιτεί ιδιαίτερη υπομονή, επιμονή, αλλά και συνεχείς ενασχολήσεις με το ίδιο θέμα προκειμένου να διευκρινιστεί περισσότερο και να διαπιστωθούν τυχόν ασάφειες ή λάθη κατά την επανάληψη. Επιπλέον, ο εξεταστής θα πρέπει κατά τη λήψη του ιστορικού να χρησιμοποιεί τεχνικές εξετάσεως που προσιδιάζουν σε αυτές της Ανακριτικής, ώστε να εξασφαλίζεται η αξιοπιστία των όσων κατατίθενται από τον εξεταζόμενο ή τρίτα συνδεόμενα με αυτόν πρόσωπα. 1.1.1. Οι πηγές του ιστορικού Οι πηγές από τις οποίες ο εξεταστής αντλεί τα στοιχεία για τη σύνθεση του ιστορικού είναι οι ακόλουθες: Α) Γραπτές μαρτυρίες, καταθέσεις και κάθε είδους έγγραφα γενικά, τα οποία έχουν μεγάλη αξία για τον πραγματογνώμονα, ειδικά στην περίπτωση που πρόκειται για έγγραφα προερχόμενα από ιδρύματα ή αρχές, των οποίων η αξιοπιστία είναι αναμφισβήτητη. Έγγραφα από κλινικές, τα οποία πιστοποιούν την εκεί εισαγωγή και νοσηλεία του εξεταζόμενου κατά το παρελθόν είναι σημαντικά, εφόσον η τότε πάθησή του παρουσιάζει κάποια σχέση, άμεση ή έμμεση, με την τωρινή κατάσταση της υγείας του που προβληματίζει το δικαστήριο και τον πραγματογνώμονα. Καίριας σημασίας είναι και οι ιατρικές επιστολές από διευθυντές ή άλλα στελέχη της κλινικής, οι οποίες, εκτός από τις γενικές πληροφορίες που αφορούν τη διάγνωση και το χρόνο παραμονής του ασθενούς, στις περισσότερες περιπτώσεις περιλαμβάνουν και σχόλια αναφορικά με κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα, ως και αναλυτική περιγραφή της ακολουθηθείσας θεραπευτικής αγωγής. Τα ανωτέρω στοιχεία αποδεικνύονται πολύτιμα για τον πραγματογνώμονα, ο οποίος, μέσα από την αξιολόγηση και χρησιμοποίησή τους, κατορθώνει να ανασυνθέσει το ιστορικό του εξεταζόμενου. Παράλληλα, εξετάζει προσεκτικά και επισταμένα και τις λοιπές γραπτές πηγές που έχει στη διάθεσή του, προκειμένου να αντλήσει από αυτές όλες τις χρήσιμες πληροφορίες, τις οποίες θα αξιοποιήσει με βάση την πείρα του από κοινού με τα λοιπά στοιχεία που έχει συγκεντρώσει. Ως εκ τούτου, θα πρέπει ο πραγματογνώμονας να έχει στη διάθεσή του όλο το φάκελο της εκάστοτε υποθέσεως και να ενημερώνεται διαρκώς για τα νέα στοιχεία που προκύπτουν κατά την εξέλιξη 11

της δικαστικής έρευνας, ώστε να μπορεί και αυτός από την πλευρά του να τα αξιολογήσει καταλλήλως. Β) Συγγενείς του εξεταζόμενου, γνωστοί, μάρτυρες, παρευρισκόμενοι κατά την τέλεση της πράξης και λοιπά τρίτα πρόσωπα, εκ των οποίων ο πραγματογνώμονας μπορεί να αποκομίσει σημαντικές πληροφορίες έτσι ώστε να συμπληρώσει τις γνώσεις του σχετικά με την προσωπικότητα του εξεταζόμενου και τις συνθήκες τέλεσης από αυτόν της υπό διερεύνηση πράξης. Γ) Ο ίδιος ο εξεταζόμενος, τον οποίο ο πραγματογνώμονας πρέπει να εξετάσει επανειλημμένως και να προσπαθήσει να οικοδομήσει μια στέρεη σχέση επικοινωνίας μαζί του, έτσι ώστε να μπορέσει να καταγράψει το αληθές ιστορικό του. 1.1.2. Τα μέρη του ιστορικού Ανάλογα με το αντικείμενό του το ιστορικό διακρίνεται στα εξής μέρη: Α) Ιστορικό της ψυχικής αναπτύξεως και εξελίξεως της προσωπικότητας του εξεταζόμενου. Ανάλογα με τις περιστάσεις και τις απαιτήσεις της εκάστοτε περίπτωσης που αντιμετωπίζει, ο πραγματογνώμονας κρίνει έως ποιο βαθμό είναι σκόπιμο να επιμείνει στις λεπτομέρειες και τις ιδιομορφίες που παρουσιάζει η ανάπτυξη της προσωπικότητας του εξεταζόμενου. Σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο αυτό διαδραματίζει και η διερεύνηση του οικογενειακού του περιβάλλοντος, η ύπαρξη ψυχικών νοσημάτων και ανωμαλιών στους προγόνους του, η ύπαρξη αυτοκτονιών και λοιπών συμβάντων, που οδηγούν στην διαμόρφωση κρίσης για την ύπαρξη ψυχικών παθήσεων. Ιδιαίτερο δε ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά του οικογενειακού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο εξεταζόμενος, τόσο αναφορικά με την κοινωνική θέση, την οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες διαβίωσης της οικογένειάς του, όσο και σε σχέση με τη δομή αυτής και τις ενδοοικογενειακές σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της. Πολύτιμες πληροφορίες μπορεί να αντλήσει ο εξεταστής και από τις συνθήκες της εγκυμοσύνης, τα τυχόν συμβάντα κατά τον τοκετό και το πρώτο μετά τη γέννηση του εξεταζόμενου διάστημα. Παράλληλα, διερευνά επισταμένως τις συνθήκες ανατροφής και ανάπτυξης του εξεταζόμενου στην παιδική, εφηβική και μετεφηβική ηλικία, τις σχέσεις του με τα λοιπά μέλη της οικογένειας και κυρίως με τους γονείς του κατά τα αντίστοιχα 12

χρονικά διαστήματα, τις σχολικές του επιδόσεις και τη συμπεριφορά του μέσα και έξω από το σπίτι, προκειμένου να διαπιστώσει τα χαρακτηριστικά της όλης στάσης και συμπεριφοράς του και τα αίτια που οδηγούν σε αυτά. Επιπλέον, είναι απαραίτητη η εξέταση των μετέπειτα περιόδων στη ζωή του εξεταζόμενου, με ιδιαίτερη έμφαση στη στάση, τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του σε περιόδους καμπής του βίου του (όπως για παράδειγμα η εφηβεία ή η κλιμακτήριος) και τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις που αυτές επέφεραν στην προσωπικότητά του. Αν κρίνεται από τον εξεταστή αναγκαίο πρέπει να ερευνώνται και επεισόδια ή περίοδοι ιδιαίτερης σημασίας για τη ζωή του εξεταζόμενου, όπως για παράδειγμα περίοδοι σκληρής ζωής ή στέρησης. Τέλος, ερευνώνται ζητήματα που αφορούν το γάμο, την οικογένεια και την επαγγελματική σταδιοδρομία του εξεταζόμενου, καθώς και η θέση που αυτός λαμβάνει απέναντι τους. Β) Ιστορικό των νόσων του εξεταζόμενου στο παρελθόν και της τωρινής παθήσεώς του, για τη λήψη του οποίου ο πραγματογνώμονας ζητεί από τον εξεταζόμενο και τους οικείους του μια απαρίθμηση των προγενέστερων νοσήσεών του, για τις οποίες, αν κρίνει απαραίτητο, συγκεντρώνει περεταίρω πληροφορίες αναφορικά με την εξέλιξη και τις επιδράσεις τους. Κύριο βέβαια μέλημα του εξεταστή στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί η εξέλιξη της παρούσας ψυχικής νόσου ή ψυχοπαθολογικής αποκλίσεως, κατά την διερεύνηση της οποίας πρέπει να καταβάλλει κάθε δυνατή επιμέλεια ώστε οι συγκεντρούμενες πληροφορίες να είναι ακριβείς και αληθείς, δεδομένου ότι το αναφερόμενο στην τωρινή πάθηση μέρος του ιστορικού συνιστά, λόγω της σπουδαιότητάς του, ένα από τα σημαντικότερα ερείσματα της διενεργούμενης πραγματογνωμοσύνης. Εξετάζεται η έναρξη της παθήσεως και οι αρχικές εκδηλώσεις της, η μετέπειτα πορεία αυτής, καθώς και αν τα ψυχοπαθολογικά φαινόμενα συνοδεύονταν από σωματικά συμπτώματα και σε καταφατική περίπτωση, αν τα δεύτερα είχαν προηγηθεί ή συνυπήρχαν χρονικά με τα πρώτα. Γ) Το ιστορικό της πράξης που έχει τελεστεί και ενδιαφέρει το δικαστήριο, βάσει του οποίου ο πραγματογνώμονας καλείται να διερευνήσει, πέρα από την προσωπικότητα και την ψυχική κατάσταση του εξεταζόμενου, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε ορισμένη πράξη, τη συμπεριφορά του εξεταζόμενου κατά την τέλεσή της καθώς και τη σχέση της εν λόγω πράξης προς την προσωπικότητα του. 13

Στηριζόμενος στα ευρήματά του ο πραγματογνώμονας έχει τη δυνατότητα, μέσα από τη σύνθεσή τους, να αναπαραστήσει την εξωτερική εικόνα διενέργειας της πράξης, η οποία θα περιλαμβάνει τους όρους του περιβάλλοντος, τους τρόπους συμπεριφοράς γενικά και ειδικότερα τον τρόπο δράσης του εξεταζόμενου κατά τον κρίσιμο χρόνο, με τη μέγιστη δυνατή λεπτομέρεια και ακρίβεια. 1.2. Η κλινική εξέταση Η κλινική εξέταση περιλαμβάνει δύο σκέλη: τη σωματική εξέταση και την ψυχοπαθολογική ανάλυση του προς εξέταση και γνωμάτευση ατόμου. Η σωματική εξέταση περιλαμβάνει την νευρολογική εξέταση καθώς και την λοιπή σωματική εξέταση, οι οποίες, σε συνδυασμό με το λεπτομερές ιστορικό, βοηθούν τον πραγματογνώμονα να σχηματίσει πλήρη εικόνα για την κατάσταση του εξεταζόμενου και να διατυπώσει ως προς αυτή την ορθότερη γνώμη. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η σωματική εξέταση, όπως και οι λοιπές κλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις, αποτελούν συμπληρώματα της ψυχοπαθολογικής αναλύσεως, η οποία και αποτελεί το κυριότερο έρεισμα της ψυχιατρικής ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης 3. 1.2.1. Η ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών Α) Με βάση την ψυχιατρική συστηματική του διακεκριμένου Γερμανού ψυχιάτρου Kurt Schneider η ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών αποδίδεται σχηματικά ως εξής: 1) Ασθένειες (νόσοι) i) Σωματικά αιτιολογημένες ψυχώσεις (εξωγενείς ή οργανικές) & σωματικές ελλειπτικές (ελλειμματικές) καταστάσεις, ii) Σωματικά μη αιτιολογημένες (ενδογενείς ή λειτουργικές) ψυχώσεις (σχιζοφρένεια, κυκλοθυμία) 2) Ανώμαλες παραλλαγές (αποκλίσεις) του ανθρώπινου ψυχισμού i) Ολιγοφρενία, ii) Διαταραχές της προσωπικότητας (ψυχοπάθειες), iii) Ανώμαλες αντιδράσεις σε βιώματα (νευρώσεις), iv) Διαταραχές των ορμών, εξαρτήσεις 3 Ν.Φωτάκης «Η ψυχιατρική ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη. Ι Τα ερείσματα, τα όρια και η αποδεικτική αξία της», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή,1983, σελ. 13-33. 14

Στην ανωτέρω ταξινόμηση, η βασική διάκριση στηρίζεται στην «ψυχιατρική αντίληψη της νόσου» όπως τη διατύπωσε ο διακεκριμένος Γερμανός ψυχίατρος, κατά την οποία οι ψυχικές ασθένειες (νόσοι) αποτελούν κάτι ποιοτικά «διαφορετικό» σε σχέση με το κανονικό, ενώ αντιθέτως οι ανώμαλες παραλλαγές του ανθρώπινου ψυχισμού συνιστούν απλώς ποσοτικές αποκλίσεις από το κανονικό. Η συμπτωματολογία (ψυχολογικές εκφάνσεις) των ανωτέρω περιγραφόμενων ψυχικών διαταραχών έχει ως εξής: 1) Στις ψυχικές ασθένειες (νόσους) εκδηλώνονται οξέα συμπτώματα, τα οποία συνίστανται σε θόλωση της συνειδήσεως και χρόνια συμπτώματα με αποδόμηση (αλλοίωση) της προσωπικότητας και άνοια. 2) Στις ψυχικές παραλλαγές (αποκλίσεις) του ανθρώπινου ψυχισμού τα συμπτώματα διαφέρουν ανάλογα με το είδος της απόκλισης. Έτσι, στην ολιγοφρενία υπάρχει μειωμένη νοημοσύνη, στις νευρώσεις άγχος και ανασφάλεια, στις ψυχοπάθειες αδύναμο υπερεγώ, δυσκοινωνικότητα και αντικοινωνικότητα, ενώ στις σεξουαλικές διαταραχές και τις εξαρτήσεις από ουσίες ανωριμότητα, ανάγκη για έκσταση, αυτοδιάλυση και αυτοκαταστροφή 4. Β) Σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών, τέταρτη έκδοση (DSM IV), που δημοσιεύτηκε από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία το 1994, η ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών είναι η ακόλουθη: 1. Διαταραχές που διαγιγνώσκονται στη νηπιακή, παιδική και εφηβική ηλικία 2. Παραλήρημα, άνοια και αμνησιακές ή και άλλες γνωσιακές διαταραχές 3. Ψυχικές διαταραχές οφειλόμενες σε γενική σωματική κατάσταση 4.Συνδεόμενες με ουσίες διαταραχές 5. Σχιζοφρένεια και άλλες ψυχωτικές διαταραχές 6. Διαταραχές της διάθεσης 7. Αγχώδεις διαταραχές 8. Σωματόμορφες διαταραχές 9. Προσποιητές διαταραχές 10. Αποσυνδετικές (διχαστικές) διαταραχές 11. Σεξουαλικές διαταραχές και διαταραχές της ταυτότητας του φύλου 4 Λ.Κοτσαλής «Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχιατρική», εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ 117 120, βλ. και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές. 15

12. Διαταραχές της πρόσληψης τροφής 13. Διαταραχές του ύπνου 14. Διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων μη ταξινομούμενες αλλού 15. Διαταραχές της προσαρμογής 16. Διαταραχές της προσωπικότητας 17. Άλλες καταστάσεις που μπορεί να αποτελέσουν εστία κλινικής προσοχής 5 1.2.2. Οι επιμέρους κατηγορίες ψυχικών διαταραχών Α) Προερχόμενες από σωματικά αίτια (οργανικές) ψυχώσεις, οι οποίες διακρίνονται σε: 1) Ψυχοπαθολογικά σύνδρομα μόνιμα (αποδόμηση της προσωπικότητας και άνοια) και παροδικά (θόλωση της συνειδήσεως, απώλεια της συνειδήσεως και κώμα). 2) Μετατραυματικές ψυχώσεις, οξείες ή χρόνιες, που προκαλούνται από κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις κάθε αιτιολογίας, οι οποίες έχουν ως επακόλουθο διάσειση ή θλάση του εγκεφάλου με φθορά εγκεφαλικής ουσίας. 3) Ψυχώσεις από λοιμώδη αίτια, οφειλόμενες σε οξείες λοιμώξεις από ιούς, παράσιτα ή μικρόβια, που οδηγούν σε ποικίλου βαθμού θόλωση της συνειδήσεως. 4) Ψυχώσεις από νοσήματα της καρδιάς και των αγγείων, που οφείλονται στην προκαλούμενη από τα εν λόγω νοσήματα βλάβη του εγκεφάλου. 5) Ψυχώσεις από ενδοκρινικές παθήσεις, καθώς οι ορμονικές διαταραχές έχουν άμεση σχέση με τον ψυχισμό. 6) Ψυχώσεις από λοιπές εσωτερικές νόσους (π.χ. έλλειψη βιταμίνης Β12 η οποία προκαλεί νευρολογικά φαινόμενα, λευχαιμίες, καρκινώματα των πνευμόνων, του παγκρέατος κ.α.). 7) Ψυχώσεις από ενδοκρανιακούς όγκους. 8) Επιληπτικές ψυχώσεις, κατά τις οποίες παρατηρούνται οι εξής κατηγορίες ψυχικών διαταραχών, σύμφωνα με τον Heinrich Landolt: i) Λυκοφωτικές καταστάσεις μετά από μεγάλη γενική επιληπτική κρίση, οι οποίες, από ψυχοπαθολογική άποψη, χαρακτηρίζονται από μείωση του επιπέδου συνειδήσεως και πρωτόγονες αντιδράσεις, ii) Ψυχικές διαταραχές μετά από μικρές επιληπτικές κρίσεις με απάθεια, βαριά μείωση της αντιληπτικής ικανότητας, βαριά ψυχική διάθεση και άλλα 5 Kaplan&Sadock s, «Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχιατρικής», Ιατρικές εκδόσεις Λίτσας, 2007, σελ 4. 16

ψυχοπαθολογικά φαινόμενα, iii) Οργανικές ψυχώσεις και iv) Παραγωγικά ψυχωτικά επεισόδια, όπως οξείες ψυχώσεις με ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, παραληρητικές ιδέες και άλλες ψυχικές διαταραχές. Όπως επισημαίνει ο Νικόλαος Φωτάκης 6 μια πέμπτη κατηγορία αποτελεί το σύνολο των ψυχοπαθολογικών φαινομένων που μπορεί να αναπτύξει ο ασθενής ως αντίδραση στο γεγονός ότι πάσχει από επιληψία, ότι η πάθησή του οδηγεί σε κοινωνική μείωση και προξενεί προβλήματα στην εργασία και τη διαβίωσή του. Η οφειλόμενη σε επιληπτικές κρίσεις οργανική αλλοίωση της προσωπικότητας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για την Δικαστική Ψυχιατρική όσο και για την Εγκληματολογία. Β) Ενδογενείς (μη οφειλόμενες σε σωματικά αίτια) ψυχώσεις, οι οποίες διακρίνονται σε: 1) Μανιοκαταθλιπτικές ή κυκλοθυμικές ψυχώσεις, που χαρακτηρίζονται από διαταραχές του συναισθήματος, όπου άλλοτε κυριαρχεί η κατάθλιψη και η αναστολή και άλλοτε η μανία και η διέγερση, εναλλασσόμενες συνήθως κατά τη διάρκεια του βίου σε μορφή φάσεων, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί περίοδος συναισθηματικής ισορροπίας και ομαλότητας. 2) Σχιζοφρένειες, ο ακριβής ορισμός των οποίων είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Βασικά γνωρίσματα των σχιζοφρενικών ψυχώσεων συνιστούν η ασυναρτησία της σκέψης, η συναισθηματική διαταραχή και η αποπροσωποποίηση. Γ) Ψυχικές παθήσεις της γεροντικής ηλικίας και προγεροντικές ψυχώσεις, οι οποίες χωρίζονται περεταίρω σε: 1) Ψυχολογικά και ψυχοπαθολογικά ευρήματα, όπως έκπτωση των αισθήσεων και της αντιλήψεως με την πρόοδο της γεροντικής ηλικίας, έκπτωση των ψυχοκινητικών επιδόσεων και της νοημοσύνης, δυσκολίες στη μάθηση, την ομιλία και τη μνήμη. 2) Ψυχικές ανωμαλίες και νευρώσεις, που οφείλονται στο γεγονός ότι με την πάροδο της ηλικίας το άτομο γίνεται περισσότερο εσωστρεφές. 3) Ενδογενείς ψυχώσεις, συναισθηματικές ή σχιζοφρενικές. 4) Προερχόμενες από σωματικά αίτια (οργανικές) ψυχώσεις, στις οποίες συγκαταλέγονται διάφορες παθήσεις της γεροντικής ηλικίας όπως i) Άνοιες τύπου Alzheimer (γεροντική άνοια και νόσος Alzheimer), ii) Άνοιες που οφείλονται σε 6 Ν. Φωτάκη, «Η ψυχιατρική ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη, I. Τα ερείσματα, τα όρια και η αποδεικτική αξία της», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1983, σελ 81. 17

αγγειακές παθήσεις, iii) Ψυχώσεις οφειλόμενες σε σωματικές παθήσεις που προκαλούν εγκεφαλική ατροφία, iv) Οξείες εξωγενείς οργανικές ψυχώσεις και v) Προγεροντικές παθήσεις με κυριότερη τη νόσο των Jakob-Creutzfeldt. 5) Ψυχώσεις των ετών της ενελίξεως, καταθλιπτικές και παρανοϊκές (π.χ. η κλιμακτήριος για τις γυναίκες). Δ) Άτυπες ψυχώσεις και ψυχογενείς ή από αντίδραση ψυχώσεις, οι οποίες χωρίζονται σε: 1) Άτυπες ψυχώσεις, οι οποίες αποτελούν ομάδες ψυχικών νοσημάτων που καθόλου ή δύσκολα εντάσσονται στις δύο μεγάλες κατηγορίες των ενδογενών ψυχώσεων (μανιοκαταθλιπτικές και σχιζοφρενικές ψυχώσεις). Η ατυπία μπορεί να οφείλεται στην κλινική εικόνα, στην εξέλιξη ή στην αιτιολογία και ιδιαίτερα στην ύπαρξη εξωγενών παραγόντων με σαφή επίδραση στην ανάπτυξη και στη μορφή της ψυχικής νόσου. Περαιτέρω διακρίνονται σε i) δυσθυμίες, ii) παρανοϊκές ψυχώσεις, iii) οριακές καταστάσεις και iv) σχιζοσυναισθηματικές ψυχώσεις. 2) Ψυχογενείς ή από αντίδραση προερχόμενες ψυχώσεις, οι οποίες αποτελούν ακραίους τρόπους και μηχανισμούς ψυχικής αντίδρασης ανθρώπων που αναγκάζονται να βιώσουν ακραίες συνθήκες ή καταστάσεις ζωής, οδηγώντας πολλές φορές τον πάσχοντα σε βίαιες ενέργειες. Ε) Νευρώσεις, οι οποίες κατά τον ορισμό του Werner Schwidder είναι «μία νοσηρή διαταραχή της επεξεργασίας των βιωμάτων με συμπτώματα ανώμαλης βιώσεως, συμπεριφοράς και διαταραχές σωματικών λειτουργιών» 7 και χωρίζονται ως εξής: 1) Υστερική νεύρωση ή νεύρωση από μετατροπή, με συμπτώματα παθολογικής επεξεργασίας του άγχους, συμπτώματα από μετατροπή, διαταραχές της συνειδήσεως και γενετήσιες διαταραχές. 2) Αγχώδης νεύρωση, στην κλινική εικόνα της οποίας κυριαρχεί το άγχος που συνήθως εκδηλώνεται επεισοδιακά και σε αντίθεση με τις φοβίες δίχως να συνδέεται φανερά με συγκεκριμένες περιστάσεις. 7 Ν. Φωτάκη, «Η ψυχιατρική ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη, I. Τα ερείσματα, τα όρια και η αποδεικτική αξία της», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1983, σελ 144, βλ. και την εκεί περαιτέρω παραπομπή. 18

3) Φοβική νεύρωση, στην οποία τα συμπτώματα του παθολογικού φόβου και άγχους αναφέρονται σε συγκεκριμένα αντικείμενα. 4) Ψυχαναγκαστική νεύρωση, η οποία εμφανίζεται όταν κάποιος δεν μπορεί να απελευθερωθεί από περιεχόμενα της συνειδήσεως του παρόλο που τα κρίνει ως παράλογα αναφορικά με το περιεχόμενο τους. 5) Νευρωτική κατάθλιψη, η οποία είναι διαταραχή της ψυχικής επεξεργασίας των βιωμάτων που εκδηλώνεται είτε κατά καιρούς είτε συνέχεια με μία κυρίως καταθλιπτική συμπτωματολογία. 6) Σχιζοειδής νεύρωση, που εκδηλώνεται με διαταραχές επαφής του υποκειμένου με τους ανθρώπους, διαταραχές των σχέσεων του με τον κόσμο, διαστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας, αμφιθυμίες και άγχος που οδηγεί τον πάσχοντα στη λήψη μέτρων άμυνας κατά την ανάπτυξη σχέσεων με συνανθρώπους του. 7) Παρανοειδής νεύρωση, στην οποία υπάγονται δύο κυρίως καταστάσεις το παραλήρημα συσχετίσεων σε ευαίσθητα άτομα και η παράνοια. 8) Υποχονδριακή και νευρασθενική νεύρωση. 9) Σύνδρομο αποπροσωποποιήσεως, το οποίο αποτελεί διαταραχή της αντιλήψεως του εγώ. ΣΤ) Ψυχανώμαλες προσωπικότητες, οι οποίες κατά τον ορισμό του Kurt Schneider είναι «εκείνες οι ανώμαλες προσωπικότητες που εξαιτίας της ανωμαλίας τους υποφέρουν είτε οι ίδιες, είτε το περιβάλλον τους» 8. Σύμφωνα με τον Schneider διακρίνουμε δέκα τύπους ψυχανώμαλων προσωπικοτήτων, με τις σχετικές υποδιαιρέσεις τους, που είναι οι ακόλουθοι: 1) Υπερθυμικοί ψυχανώμαλοι, η ψυχική προσωπικότητα των οποίων έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά: τη χαρούμενη ψυχική διάθεση, την υπερβολική ενεργητικότητα και την αιματώδη ιδιοσυγκρασία. Ανάλογα με άλλες ιδιομορφίες της ψυχικής τάσης και συμπεριφοράς τους χωρίζονται στις παρακάτω υποομάδες: i) εξισορροπημένους υπερθυμικούς, ii) ερεθισμένους υπερθυμικούς, iii) εριστικούς υπερθυμικούς και iv) ασυγκράτητους και ψευδολόγους. 2) Καταθλιπτικοί ψυχανώμαλοι, με κύριο χαρακτηριστικό την ανωμαλία της βασικής συναισθηματικής διαθέσεως, την αρνητική στάση απέναντι στη ζωή, τον πεσιμισμό 8 Ν. Φωτάκη, «Η ψυχιατρική ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη, I. Τα ερείσματα, τα όρια και η αποδεικτική αξία της», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1983, σελ. 175, βλ. και την εκεί περαιτέρω παραπομπή. 19

και τον σκεπτικισμό που τη συνοδεύουν. Διακρίνονται σε τρεις κύριες υποκατηγορίες: i) τους βαρύθυμους καταθλιπτικούς, ii) τους δύσθυμους και iii) τους παρανοειδείς. 3) Ψυχανώμαλοι χωρίς αυτοπεποίθηση, που χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα, ανασφάλεια και αίσθηση ανεπάρκειας, χωρίζονται δε σε δύο κυρίως υποομάδες: τους υπερευαίσθητους ψυχανώμαλους και τους ψυχαναγκαστικούς. 4) Φανατικοί ψυχανώμαλοι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από ενεργητικότητα, σθένος και τάση επιβολής των απόψεων τους, ενώ διακρίνονται περεταίρω σε φανατικούς αγωνιστές και αδρανείς φανατικούς. 5) Ψυχανώμαλοι επιζητούντες προσωπικό κύρος, οι οποίοι προσπαθούν να στρέψουν την προσοχή των άλλων στο πρόσωπο τους, ορμώμενοι από εγωισμό και ματαιοδοξία, ενώ εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά με τον «υστερικό χαρακτήρα», όπως επισημαίνει ο Kurt Schneider. Διακρίνονται σε εκκεντρικούς, αυτοδιαφημιζόμενους και ψευδολόγους. 6) Ψυχανώμαλοι με ευμετάβλητη ψυχική διάθεση, τους οποίους χαρακτηρίζουν εναλλασσόμενες περίοδοι ακεφιάς και κατάθλιψης. 7) Εκρηκτικοί ψυχανώμαλοι, που με την παραμικρή αιτία αντιδρούν με υπερδιέγερση, οργή και θυμό. 8) Συναισθηματικά ψυχροί ψυχανώμαλοι, από τους οποίους απουσιάζουν συναισθήματα λύπης, ντροπής, τιμής, μετάνοιας, συνειδήσεως, που ψυχρά μπορούν να καταστρέψουν το συνάνθρωπο τους ή να προχωρήσουν σε αποτρόπαιες πράξεις. 9) Άβουλοι ψυχανώμαλοι, με κύρια χαρακτηριστικά την έλλειψη αποφασιστικότητας, θέλησης και αντιστάσεων, με συνέπεια να επηρεάζονται εύκολα από τους άλλους. 10) Ασθενικοί ψυχανώμαλοι, οι οποίοι εμφανίζουν ασθενικές τάσεις και έλλειψη αντιστάσεων στις ξένες επιδράσεις. Ζ) Ανώμαλες ψυχικές αντιδράσεις, που συνιστούν απόκλιση από τις αντιδράσεις του μέσου κανονικού ανθρώπου σε ανάλογα βιώματα και μπορούν να διακριθούν κυρίως σε: 1) Πρωτόγονες αντιδράσεις, όπου η ψυχική αντίδραση μετατρέπεται απευθείας σε δραστηριότητα, δίχως να μεσολαβήσουν μηχανισμοί κρίσης, αναστολής, επιλογής και άλλων ψυχικών λειτουργιών που κανονικά παρεμβαίνουν, διότι έχουν εξουδετερωθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση από την ορμή της αντιδράσεως που παραλύει την 20

προσωπικότητα. Τέτοιες αντιδράσεις συναντούμε κυρίως σε πρωτόγονους ανθρώπους, παιδιά και ζώα. 2) Αντιδράσεις της προσωπικότητας, οι οποίες είναι ειδικές, ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο προσωπικότητας του ατόμου και εκδηλώνονται όταν λάβει χώρα συγκεκριμένο βίωμα. 3) Άλλοι τύποι ανώμαλων αντιδράσεων, στους οποίους εντάσσονται κυρίως: i) οι αντιδράσεις από ψυχική ή σωματική εξάντληση του ανθρώπου, που σχετίζονται με τις περιστάσεις, το περιβάλλον και τον χαρακτήρα του ατόμου και ii) ακραία φόρτιση του υποκειμένου, σωματική ή ψυχική, που έχει ως επακόλουθο ανώμαλες αντιδράσεις που πιθανόν να συνεπάγονται και πράξεις βίας. Η) Σεξουαλικά άστοχη ψυχικά στάση, η οποία περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες σεξουαλικών ανωμαλιών, βασικό χαρακτηριστικό της ψυχοπαθολογίας των οποίων είναι το καταστροφικό στοιχείο, που από την φύση τους εμπεριέχουν και το οποίο τις διακρίνει από τις απλές γενετήσιες αποκλίσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ρόλος της φαντασίας στη σεξουαλική ζωή λαμβάνει παθολογικές διαστάσεις, καθιστώντας ιδιόμορφη τη σχέση του υποκειμένου με την πραγματικότητα. Υπάρχουν δε μορφές σεξουαλικής συμπεριφοράς στις οποίες το άτομο προσκολλάται με τον ίδιο τρόπο και τους ίδιους μηχανισμούς όπως ο τοξικομανής εθίζεται στις εξαρτησιογόνες ουσίες. 1.3. Το εργαστήριο Η κλινική, ψυχιατρική και λοιπή εξέταση συμπληρώνεται με το εργαστήριο, τα ευρήματα του οποίου επίσης αποτελούν σημαντικά ερείσματα της πραγματογνωμοσύνης. Οι μέθοδοι εργαστηριακής διερευνήσεως διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στις ψυχοδιαγνωστικές και στις βιολογικές. Οι ψυχοδιαγνωστικές μέθοδοι διακρίνονται περαιτέρω σε ψυχομετρικές και μη, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω. Αναφορικά με τις βιολογικές μεθόδους εργαστηριακής εξέτασης, ο πραγματογνώμονας εστιάζει κυρίως στις νευρολογικές μεθόδους, δηλαδή εκείνες που έχουν ως αντικείμενο τους την κατασκευή και τις λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος και ιδιαίτερα του εγκεφάλου σε φυσιολογικές και παθολογικές καταστάσεις. Πολλές φορές δε είναι αναγκαίο να καταφύγει ο πραγματογνώμονας στη βοήθεια του βιολογικού εργαστηρίου, προκειμένου να 21

αντλήσει ευρήματα σχετικά με την κατάσταση και τη λειτουργία άλλων οργάνων και συστημάτων του σώματος, οι διαταραχές των οποίων πιθανόν επηρεάζουν τον εγκέφαλο του υπό εξέταση ατόμου, με συνέπεια την εκδήλωση των ψυχικών φαινομένων που τον ενδιαφέρουν. 1.3.1. Βιολογικές μέθοδοι Οι βιολογικές μέθοδοι εργαστηριακής διερευνήσεως είναι οι ακόλουθες: 1) Το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, το οποίο αποτελεί μία ηλεκτροφυσιολογική μέθοδο καταγραφής της αυτόματης και της προκλητής ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου και ιδίως του φλοιού των ημισφαιρίων του. Το διάγραμμα απεικονίζει μία γραφική παράσταση της βιοηλεκτρικής ενέργειας του εγκεφάλου σε φυσιολογικές και παθολογικές καταστάσεις, όπου, από τη μελέτη ορισμένων παραμέτρων και ιδίως της συχνότητας, του ρυθμού, του πλάτους, του ύψους των κυμάτων, της μορφής τους και τυχών συμπλεγμάτων τους και με ορισμένους τρόπους αναλύσεως και ποσοτικής αξιολογήσεως τους, ποριζόμαστε στοιχεία για τη λειτουργία του εγκεφάλου και τις διαταραχές της. Συμβάλλει σημαντικά στη διάγνωση των επιληψιών αλλά και άλλων νοσημάτων, όταν τα ευρήματα του αξιολογούνται μαζί με τα λοιπά εργαστηριακά πορίσματα και κυρίως μαζί με τις κλινικές διαπιστώσεις. 2) Αξονική τομογραφία του εγκεφάλου με ηλεκτρονικό υπολογιστή, που παρέχει μία πλήρη εικόνα της κατανομής πυκνοτήτων των ιστών (υπολογιζόμενη με βάση την απορρόφηση της ακτινοβολίας) στο σύνολο του εσωτερικού κρανίου. Η γνώση των τιμών αυτών, συνδυαζόμενη με την ανατομική και λεπτή υφή του εγκεφάλου, καθώς και των άλλων μορφωμάτων που περιέχονται στο εσωτερικό του κρανίου, μας δίνει τη δυνατότητα να συλλέξουμε πολύτιμες πληροφορίες για τη μορφολογία του εγκεφάλου και γενικά του ενδοκρανιακού χώρου σε φυσιολογικές και παθολογικές καταστάσεις. Με τη βοήθεια της μεθόδου αυτής καθίσταται δυνατή η διευκρίνιση της σωματικής αιτίας οργανικών ψυχώσεων και ψυχοσυνδρόμων με ταχύτητα και βεβαιότητα. 3) Ακτινολογικές μέθοδοι, οι οποίες είναι: i) η αγγειογραφία, μέσω της οποίας είναι δυνατή η διαπίστωση ύπαρξης πιθανής ανατομικής ή λειτουργικής βλάβης του εγκεφάλου και των αγγείων του, που εξηγεί τις ψυχικές διαταραχές που διαπιστώνει ο πραγματογνώμονας κατά τη ψυχιατρική εξέταση και τον διευκολύνει στην αξιολόγηση τους, ii) πνευμοεγκεφαλογραφία, σκοπός της οποίας είναι να καταστήσει 22

ορατό στην ακτινογραφία το σύστημα των κοιλιών του εγκεφάλου και τους υπαραχνοειδείς χώρους, έτσι ώστε από τη σχετική μελέτη να ανακαλυφθούν αλλοιώσεις της μορφολογίας τους ή διαταραχές της επικοινωνίας τους και κατά συνέπεια της κυκλοφορίας του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, iii) απλή ακτινογραφία του κρανίου, η οποία μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για ορισμένα νοσήματα του νευρικού συστήματος με ή χωρίς ψυχικές διαταραχές, που προκαλούν αλλοιώσεις στα οστά, καθώς επίσης για τις κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Αλλοιώσεις του κρανίου από κακώσεις ή άλλα αίτια δεν παρέχουν άμεσες ενδείξεις για την ψυχική κατάσταση του εξεταζόμενου, ωστόσο η ανεύρεση τους μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να επηρεάσει την ερμηνεία και αξιολόγηση ψυχικών διαταραχών που τυχόν διαπιστώθηκαν κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης. 4) Το σπινθηρογράφημα, που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση εστιακών βλαβών καθώς και για τον προσδιορισμό της αιματώσεως του εγκεφάλου. 5) Η εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, κατά την οποία ενδιαφέρουν κυρίως: i) η μορφολογική εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, δεδομένου ότι ο αριθμός και το είδος των κυττάρων που περιέχονται σε αυτό παρέχουν σημαντικές ενδείξεις τόσο για τη διάγνωση νευρολογικών νόσων όσο και για την ερμηνεία ψυχοπαθολογικών καταστάσεων και ii) η βιοχημική και φυσικοχημική εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, που παρέχει περισσότερα και πολυτιμότερα στοιχεία τόσο για τον νευρολόγο όσο και για τον ψυχίατρο. 6) Λοιπές βιολογικές εργαστηριακές εξετάσεις, μέσω των οποίων διαπιστώνονται αλλοιώσεις της δομής και της λειτουργίας άλλων οργάνων και συστημάτων του σώματος, με συνέπεια να προξενούνται ψυχοπαθολογικά φαινόμενα λόγο της επιρροής που έχουν οι ανωτέρω σωματικές διαταραχές στη λειτουργία του εγκεφάλου. 1.3.2. Ψυχοδιαγνωστικές μέθοδοι Ψυχοδιαγνωστική μέθοδος είναι μία διεργασία, κατά την οποία ένα δείγμα συμπεριφοράς του εξεταζόμενου δοκιμάζεται υπό σταθερούς και τυποποιημένους όρους, που επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων, επιστημονικά θεμελιωμένων, αναφορικά με επαναλαμβανόμενες και χαρακτηρίζουσες το άτομο σταθερές ιδιότητες της συμπεριφοράς του 9. Ο αριθμός των ψυχοδιαγνωστικών μεθόδων (tests) είναι τεράστιος και αυξάνεται διαρκώς με την προσθήκη νέων. 9 Ν. Φωτάκη, «Η ψυχιατρική ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη, I. Τα ερείσματα, τα όρια και η αποδεικτική αξία της», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1983, σελ. 293, βλ. και την εκεί περαιτέρω παραπομπή. 23

Οι ψυχοδιαγνωστικές μέθοδοι διακρίνονται στις ακόλουθες βασικές κατηγορίες: 1) Γενικές μέθοδοι νοημοσύνης, που στηρίζονται σε μία γενική αντίληψη της νοημοσύνης δίνοντας ένα ενιαίο νοητικό πηλίκο (IQ). 2) Μέθοδοι για τη δοκιμασία ειδικών ικανοτήτων, λειτουργιών και προτερημάτων. 3) Μέθοδοι δοκιμασίας γνώσεων και ετοιμοτήτων, στις οποίες εντάσσονται ψυχοδιαγνωστικές δοκιμασίες κινητικών, αισθητικών και ψυχικών επιτευγμάτων. 4) Μέθοδοι μετρήσεως ιδιοτήτων της προσωπικότητας, όπως για παράδειγμα ψυχοτεχνικές δοκιμασίες για τον προσδιορισμό των ενδιαφερόντων, των στάσεων ή του χαρακτήρα. Γενικά κριτήρια για την ορθή χρήση και αξιολόγηση των ψυχοδιαγνωστικών μεθόδων αποτελούν η αντικειμενικότητα, η αξιοπιστία, η εξειδίκευση, η τυποποίηση της τεχνικής, το συγκρίσιμο των αποτελεσμάτων και η οικονομία της μεθόδου. Η εφαρμογή της εκάστοτε ψυχοδιαγνωστικής μεθόδου διέρχεται τέσσερεις φάσεις: την προπαρασκευή, την εφαρμογή, την αξιολόγηση και τέλος την πληροφοριοδότηση. Από τις διάφορες κατηγορίες ψυχοδιαγνωστικών μεθόδων ενδιαφέρουν κυρίως οι ψυχομετρικές τεχνικές και οι προβολικές μέθοδοι, οι οποίες παρουσιάζουν το μεγαλύτερο επιστημονικό ενδιαφέρον. 1.3.2.1. Ψυχομετρικές τεχνικές Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι ψυχοτεχνικές μέθοδοι που στοχεύουν στην ποσοτική εκτίμηση ψυχικών λειτουργιών, ιδιοτήτων, χαρακτηριστικών, επιδόσεων και άλλων στοιχείων της προσωπικότητας του ατόμου. Διακρίνονται περαιτέρω στις εξής κατηγορίες: 1) Μέθοδοι εκτιμήσεως, με τις οποίες ο πραγματογνώμονας μεταβαίνει από την ελεύθερη κλινική εκτίμηση στην κωδικοποιημένη ψυχομετρική μέθοδο. Επίσης αποκαλούνται κλίμακες εκτιμήσεως, επειδή το μέγεθος της ψυχικής αποκλίσεως από το κανονικό εκτιμάται με βάση την κλινική εντύπωση του εξεταστή στηριζόμενο σε μία ήδη υπάρχουσα κλίμακα μεγεθών. 24

2) Άμεση παρατήρηση, μέσω της οποίας διακρίνονται και καθορίζονται συγκεκριμένα δείγματα και χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του ατόμου, στα οποία επικεντρώνεται ο εξεταστής, καταγράφοντας και αξιολογώντας τα με βάση μια προκαθορισμένη κλίμακα. 3) Αντικειμενικές μέθοδοι, που αποτελούν ψυχοδιαγνωστικές τεχνικές που στοχεύουν σε μία ψυχική λειτουργία ή ιδιότητα του υπό εξέταση ατόμου και ιδίως στην ποσοτική εκτίμηση ορισμένων επιτεύξεών του, όπως για παράδειγμα της αντίληψης, της νοημοσύνης, της μνήμης, των γνωστικών του ικανοτήτων κ.α. 4) Φυσιολογικές και βιοχημικές μέθοδοι, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την ποσοτική περιγραφή ψυχικών αποκλίσεων και διαταραχών καθώς και για την παρακολούθηση της ποσοτική εξελίξεως μίας ψυχικής διαταραχής ή ενός ψυχικού φαινομένου στο χρόνο μέσω γραφικών παραστάσεων. 1.3.2.2. Προβολικές μέθοδοι Οι προβολικές ψυχοτεχνικές μέθοδοι συνιστούν σημαντικό συμπλήρωμα της κλινικής ψυχιατρικής εξετάσεως και της ψυχοτεχνικής έρευνας και ιδίως μία πολύ καλή μέθοδο διείσδυσης στις ψυχοδυναμικές εξεργασίες του προς εξέταση ατόμου. Καταλαμβάνουν δε με την πάροδο των χρόνων ολοένα και μεγαλύτερη θέση στο ψυχολογικό εργαστήριο και στην ψυχολογική διαγνωστική. Σύμφωνα με τον ορισμό του Lawrence K.Frank αποτελούν «μεθόδους που διερευνούν την προσωπικότητα κατά τρόπο ώστε να τοποθετούν το εξεταζόμενο άτομο σε τέτοιες περιστάσεις, στις οποίες ο εξεταζόμενος αντιδρά ανάλογα με τη σημασία που οι περιστάσεις αυτές έχουν για το συγκεκριμένο άτομο» 10. Οι δύο σημαντικότερες και περισσότερο καθιερωμένες προβολικές μέθοδοι είναι: 1) Το Roschach-Test, το οποίο δημιουργήθηκε από τον Ελβετό ψυχίατρο Hermann Roschach, όπου η δοκιμασία βασίζεται στη χρήση και την ερμηνεία από τον εξεταζόμενο κηλίδων μελάνης με ακαθόριστο σχήμα, οι οποίες είναι δεκτικές περισσότερων ερμηνειών. 10 Ν. Φωτάκη, «Η ψυχιατρική ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη, I. Τα ερείσματα, τα όρια και η αποδεικτική αξία της», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1983, σελ. 312, βλ. και την εκεί περαιτέρω παραπομπή. 25

2) Το T.A.T (Thematic Apperception Test), η πρώτη μορφή του οποίου εμφανίστηκε στο Harvard από τους Henry A.Murray και Christina D.Morgan και σκοπό έχει να φωτίσει τον εσωτερικό βίο του εξεταζόμενου, συνάγοντας συμπεράσματα από το περιεχόμενο ιστοριών που αυτός διηγείται. Το εν λόγω τεστ, πέραν όλων των άλλων χρησιμοτήτων του, παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την κοινωνικότητα ή αντικοινωνικότητα του εξεταζόμενου, για λανθάνουσες τάσεις του να εγκληματήσει, καθώς και για άλλα θέματα που ενδιαφέρουν τη δικαστική ψυχιατρική. 1.4. Συμπεράσματα Από το σύνολο όσων εκτέθηκαν παραπάνω, είναι προφανές πως για την αποτελεσματική διενέργεια της ψυχιατρικής - ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης, ώστε αυτή να καταλήγει σε όσο το δυνατόν ορθότερα συμπεράσματα, είναι απαραίτητη η συνδυαστική εφαρμογή των πορισμάτων που προκύπτουν από τις τρεις ανωτέρω περιγραφόμενες μεθόδους. Ειδικότερα, τα ευρήματα που προκύπτουν από την κλινική εξέταση (ψυχοπαθολογικά και λοιπά), συνιστούν το κύριο έρεισμα της διαγνώσεως πάνω στο οποίο θα στηριχθεί ο πραγματογνώμονας για τη διατύπωση της. Το ιστορικό καθώς και τα πορίσματα της εργαστηριακής έρευνας (βιολογικής και ψυχολογικής) είναι πολύτιμα βοηθήματα, που λειτουργούν όμως συμπληρωματικά μόνο προς την κλινική εξέταση, βοηθώντας τον πραγματογνώμονα να στηρίξει επαρκώς και πολύπλευρα τη διάγνωση του. 26

2. Ο ρόλος της ψυχιατρικής ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου 2.1. Εισαγωγή Ψυχιατρικά στοιχεία μπορεί να είναι απαραίτητα σε ένα ευρύ φάσμα ποινικών υποθέσεων που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα δικαστήρια. Ειδικότερα, προκειμένου να διερευνηθούν ζητήματα που ενδεχομένως προκύπτουν αναφορικά με την ικανότητα προς καταλογισμό, την επικινδυνότητα του δράστη ή την κατάφαση της εξάρτησης του από ναρκωτικές ουσίες, καθίσταται επιβεβλημένη η προσφυγή του δικαστή σε ειδικούς για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης 11. Η ψυχιατρική ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της ποινικής δίκης διεξάγεται με βάση τους κανόνες της Δικαστικής Ψυχιατρικής, η οποία αποτελεί κλάδο της Ψυχιατρικής που ασχολείται με το ερώτημα του εάν, μέχρι ποιου βαθμού και με ποια ιατρικά και κοινωνικά αποτελέσματα ένας αξιόποινος δράστης είναι ψυχικά ανώμαλος 12. Ο ρόλος του πραγματογνώμονα είναι να βοηθήσει το δικαστήριο παρέχοντας πληροφορίες επιστημονικής ή τεχνικής φύσεως που βρίσκονται εκτός της εμπειρίας και του πεδίου γνώσεων του δικαστή 13. Στις αναπτύξεις που ακολουθούν επιχειρείται μία συνοπτική παράθεση των ζητημάτων και των δυσχερειών που παρουσιάζει η εκφορά κρίσης του ψυχιάτρου - πραγματογνώμονα σχετικά με την ικανότητα του δράστη μιας αξιόποινης πράξης προς καταλογισμό, την επικινδυνότητα του, ή την τυχόν εξάρτηση του από ναρκωτικές ουσίες, τη σχέση που συνδέει το δικαστή και τον ψυχίατρο πραγματογνώμονα και τέλος την αποδεικτική αξία της έκθεσης ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης για το ποινικό δικαστήριο. 11 Π. Σακελλαρόπουλου Μ. Λειβαδίτη, «Επικινδυνότητα και κοινωνική ψυχιατρική, Κείμενα από δύο συμπόσια για την Ψυχιατρική, την επικινδυνότητα και τη Δικαιοσύνη», εκδόσεις Παπαζήση, 1990, σελ 70. 12 H.Coppinger, «Εγκληματολογία και δικαστική ψυχιατρική», ΠοινΧρ ΛΑ, σελ. 609. 13 M.G.Celder, J.J.Lopez-Ibor, N.Andreasen, «Oxford Σύγχρονη Ψυχιατρική», επιμέλεια ελληνικής έκδοσης Κωνσταντίνος Σολδάτος, Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ Πασχαλίδης, 2008, σελ. 2875. 27

2.2. Η κρίση περί της επικινδυνότητας Η επικινδυνότητα αποτελεί δημιούργημα της Ιταλικής θετικής σχολής κατά τον 19 ο αιώνα. Συνιστά κριτήριο για την επιβολή κυρώσεων στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου. Σύμφωνα με τον Garofalo ως επικινδυνότητα θεωρείται η ικανότητα του ατόμου να διαπράξει έγκλημα. Μεταγενέστερα, ως επικινδυνότητα ορίζεται η πιθανότητα τελέσεως νέων εγκλημάτων. Ουσιαστικά πρόκειται για μία προσπάθεια πρόγνωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Όπως επιγραμματικά επισημαίνει ο καθηγητής Νικόλαος Χωραφάς «επικίνδυνος στη δημόσια ασφάλεια για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 38, 69, 90, 92 Π.Κ. πρέπει να χαρακτηριστεί ο δράστης εκείνος από τον οποίο είναι πιθανή η επανάληψη στο μέλλον εγκλημάτων, τα οποία είναι τέτοιας σοβαρότητας, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί σημαντική η διατάραξη της έννομης τάξης». Ο εγκληματολόγος Στέργιος Αλεξιάδης υποστηρίζει ότι «επικινδυνότητα είναι η ψυχοβιολογική κατάσταση (αλλιώς το σύνολο των μονίμων ψυχικών διαθέσεων) του ατόμου, που διαμορφώθηκε κάτω από την επήρεια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων (κληρονομηθεισών ιδιοτήτων, κοινωνικών συνθηκών) και η οποία καθιστά πιθανή την τέλεση από το άτομο νέων εγκλημάτων στο μέλλον». Η νομολογία χρησιμοποιεί διάφορες εκφράσεις για να υποδηλώσει την επικινδυνότητα του δράστη, όπως για παράδειγμα αντικοινωνικότητα, ροπή προς διάπραξη νέων εγκλημάτων κ.λπ. Κριτήρια για την ύπαρξη και το βαθμό της επικινδυνότητας συνιστούν: α) η βαρύτητα, ο τρόπος και οι συνθήκες τέλεσης του εγκλήματος, β) τα αίτια που οδήγησαν στην πράξη και γ) η προσωπικότητα του δράστη. Όσον αφορά στο νόμο, το στοιχείο της επικινδυνότητας λαμβάνεται υπόψη σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην επιμέτρηση της ποινής κατ άρθρο 79 3 Π.Κ., στην καθ έξη και καθ υποτροπή εγκληματικότητα των άρθρων 90-92 Π.Κ., στην αναστολή υπό όρους κατ άρθρο 100 1 Π.Κ., στην απόφαση προσωρινής κράτησης κ.α. Επιπλέον η επικινδυνότητα αποτελεί όρο για την επιβολή του μέτρου ασφαλείας που προβλέπεται στο άρθρο 69 Π.Κ. (φύλαξη σε θεραπευτικό κατάστημα) 14. 14 Π. Σακελλαρόπουλου Μ. Λειβαδίτη, «Επικινδυνότητα και κοινωνική ψυχιατρική, Κείμενα από δύο συμπόσια για την Ψυχιατρική, την επικινδυνότητα και τη Δικαιοσύνη», εκδόσεις Παπαζήση, 1990, σελ. 69-70, για περεταίρω προβληματισμούς σχετικά με την επιβολή του μέτρου ασφαλείας της φύλαξης σε θεραπευτικό κατάστημα σύμφωνα με τα άρθρα 69 και επόμενα Κ.Π.Δ. βλ. Μ. Στριγγάρη, «Η επικινδυνότητα των ψυχικών διαταραχών», ΠοινΧρ ΛΓ, σελ. 1-12. 28