13/02/2019 Συνεχίζεται στη Βουλή η συζήτηση για το άρθρο 3 / Επιρότητα Εν μέσω έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ εισηγητών κομμά συνεχίζεται σήμερα στη Βουλή η συζήτηση για αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία αποκτά ιδιαίτερη ιδιαίτερη βαρύτητα για Ορθοδοξία καθώς περιλαμβάνει μεταξύ άλλων πρόταση περί δημιουργίας ενός «θρησκευτικά ουδέτερου κράτους». Η Εκκλησία Ελλάδος απέστειλε τις θέσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση προς τους προέδρους κομμά του Κοινοβουλίου αλλά τους ανεξάρτητους βουλευτές. Σε αυτές συγκαταλέγεται, μεταξύ άλλων, η άποψή για το «θρησκευτικά ουδέτερο κράτος», για το οποίο τονίζει ότι «η εισαγωγή στο σύνταγμα ρήτρας ότι η Ελλάδα είναι «θρησκευτικά ουδέτερο κράτος» είναι πολιτικά, νομικά εν γένει επιστημονικά αόριστη», ενώ «ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» έχει περιεχόμενο ιστορικό πολιτισμικό, πληθυσμιακό διαπιστωτικό ιστορικής, αλλά ενεργού σχέσης του ελληνικού έθνους με
ορθόδοξη παράδοση». Ακολουθεί το κείμενο με τις θέσεις Εκκλησίας Ελλάδος σχετικά με αναθεώρηση του Συντάγματος: Συνοδική Αποφάσει, ληφθείση εν τη Συνεδρία Διαρκούς Ιεράς Συνόδου 7ης μηνός Φεβρουαρίου ε.ε., σας γνωρίζουμε ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, εν τη ρηθείση Συνεδρία Αυτής, απεφάσισε δια του παρόντος αποστολή κατωτέρω θέσεων Εκκλησίας Ελλάδος εν σχέσει προς εκκρεμή διαδικασία αναθεωρήσεως του ισχύοντος Συντάγματος επί ζητημά ενδιαφέροντός Της παρακαλούμε να συνεκτιμηθούν κατά τις συζητήσεις ψηφοφορίες στη Βουλή Ελλήνων. Η Εκκλησία Ελλάδος θεωρεί ότι: 1. Η προμετωπίδα του Συντάγματος, που επικαλείται Αγία Τριάδα, αποτελεί βασικό στοιχείο ιστορικής συνδέσεως του παρόντος Συντάγματος με επαναστατική προέλευση του Ελληνικού Κράτους. Η προμετωπίδα αυτή υπήρχε σε όλα τα επαναστατικά Συντάγματα η διατήρησή τεκμηριώνει διαρκή πεποίθηση του συντακτικού νομοθέτη, ότι ο ελληνικός λαός ασκούσε πρωτογενή συντακτική εξουσία πριν 3η Φεβρουαρίου 1830 (Πρωτόκολλο Λονδίνου), οπότε έλαβε χώρα η διεθνής αναγνώριση του Ελληνικού Κράτους. Το Ελληνικό Κράτος δεν είναι απλώς ένα δημιούργημα συμφωνιών Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά ερείδεται στη βάση ενός Έθνους με συγκεκριμένη πολιτιστική θρησκευτική ταυτότητα. Δεν είναι τυχαίο, ότι ο πατριωτικός αυτός συμβολισμός προμετωπίδας η αναγωγή σ Αγία Τριάδα ξεκίνησε με τις Εθνοσυνελεύσεις εποχής Επανάστασης ως πολιτική επιλογή χριστιανών ιδρυτών του νέου Κράτους. Η παραμονή προμετωπίδας επαναστατικών Συνταγμά στο ισχύον Σύνταγμα, αποδεικνύει ως σταθερή άποψη Πολιτείας μας ότι ο Ελληνικός Λαός, μέσα από αγώνα για εθνική ανεξαρτησία απέναντι σ αλλόθρησκη εξουσία, δημιούργησε το νέο κράτος. 2. Το άρθρο 3 αποτελεί θεμέλιο νομικής οργανώσεως σχέσεων τόσο του Κράτους Ορθόδοξης Εκκλησίας Ελλάδος, όσο τελευταίας με Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως. Αποτελεί αμετάβλητο στοιχείο πάγιας συνταγματικής παραδόσεως, έτυχε επιμελούς ερμηνευτικής επεξεργασίας από τα δικαστήρια δη το Συμβούλιο Επικρατείας, χωρίς ποτέ να προκαλέσει προβλήματα σ πράξη, ενώ, όταν απαιτήθηκε, συνερμηνεύθηκε από τα δικαστήρια με το άρθρο 13 Συντ. περί θρησκευτικής ελευθερίας. Ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» έχει περιεχόμενο ιστορικό πολιτισμικό, πληθυσμιακό διαπιστωτικό ιστορικής, αλλά
ενεργού σχέσης του Ελληνικού Έθνους με ορθόδοξη παράδοση. Από το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος δεν προκύπτει κανένας περιορισμός διωμά πλήρους θρησκευτικής ελευθερίας μη ορθόδοξων θρησκευτικών κοινοτή ή κατοίκων Επικράτειας. Σε κάθε περίπτωση η Εκκλησία Ελλάδος στηρίζει κάθε ιδιαίτερη συνταγματική αναφορά προστασία προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, Εκκλησία Κρή τις Ιερές Μητροπόλεις Δωδεκανήσου. 3. Η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 3 Συντ. εισάγει στο ανωτέρω σύστημα ρυθμίσεως παράγοντα νοηματικά αόριστο, ο οποίος είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει ερμηνευτικά προβλήματα παραδοχές επικίνδυνες στις σχέσεις δύο εγχωρίων θεσμών (Κράτους Εκκλησίας Ελλάδος) περαιτέρω στις σχέσεις αυτών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η εισαγωγή ρήτρας περί θρησκευτικά ουδέτερου κράτους, ειδικά σ πρώτη παράγραφο του άρθρου 3 του Συντάγματος, που αναγνωρίζει τον ρόλο Ορθόδοξης Εκκλησίας, δίνει εντύπωση ότι αποσκοπεί να ανταγωνισθεί, σ πράξη να ακυρώσει, υφιστάμενη στο ίδιο άρθρο αναγνώριση πλειοψηφούσας ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας χώρας. Η εισαγωγή στο Σύνταγμα ρήτρας ότι η Ελλάδα είναι «θρησκευτικά ουδέτερο κράτος» είναι πολιτικά, νομικά εν γένει επιστημονικά αόριστη. Δεν μπορεί να γίνει καμία συζήτηση, εάν δεν διευκρινίζεται ποιό μοντέλο θρησκευτικής ουδετερότητας υπονοείται, διότι υπάρχουν διεθνώς τόσα μοντέλα θρησκευτικής ουδετερότητας, όσα τα κράτη, που δηλώνουν θρησκευτικώς ουδέτερα, είτε μέσω καθιερώσεώς τους ρητώς στα οικεία Συντάγματα, είτε μέσω σχετικής νομοθεσίας ιστορικής τους παραδόσεως. Είναι προβληματική επικίνδυνη η εισαγωγή μίας ρήτρας συνθηματικής συντομίας, η οποία διεθνώς έχει πολύσημο περιεχόμενο. Θα πρέπει να διευκρινίζεται, εάν πρόκειται για μία δυσμενή (θρησκευτικά ουδετερότητα αδιάφορο κράτος) ή για μία ευμενή ουδετερότητα (μη παρεμβατικό κράτος, το οποίο ενισχύει τα θρησκεύματα αναγνωρίζει ιδιαίτερο καθεστώς για τη διευκόλυνση αποστολής τους). Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου ότι κράτη, θρησκευτικώς ουδέτερα, έχουν επιλέξει στα Συντάγματά τους περιφραστική περιγραφή του είδους ουδετερότητας, που υιοθετούν (π.χ. «δεν υπάρχει επίσημη θρησκεία», «το κράτος δεν παρεμβαίνει στις θρησκευτικές κοινότητες» κ.λπ.), ώστε να είναι σαφές το περιεχόμενο ουδετερότητας, που εννοούν δεν μεταχειρίζονται αυτόν τον όρο, ο οποίος μπορεί να επιστηρίξει ακόμα νομοθετικές πολιτικές εχθρικές προς το θρησκευτικό φαινόμενο. Φυσικά ο αναθεωρητικός ζήλος περί τις συνταγματικές σχέσεις Κράτους Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο μέτρο που επιχειρεί να παρουσιάσει ως μείζονες θεσμικές αλλαγές ως νέες αξιακές κατακτήσεις,
νομικές αρχές που είναι από ρού δεδομένες σ νομολογία ελληνικών δικαστηρίων, αποβλέπει απλώς σ παραγωγή εντυπώσεων ότι ο δημόσιος χώρος σ Ελλάδα δήθεν «θεοκρατείται» επέρχεται θεσμικός εκσυγχρονισμός ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο ο κοσμικός χαρακτήρας του Ελληνικού Κράτους επαρκώς προκύπτει από τρεις ισχυρές ρήτρες (άρθρα 1 παρ. 2-3, 87 παρ. 2, 13 παρ. 4 Συντ.). 4. Η τυχόν επιβολή αποκλειστικά πολιτικού όρκου σε όλους τους κρατικούς αξιωματούχους δημόσιους δυνατότητας επιλογής συνιστά μορφή μία πεποιθήσεων, αλλά μεταξύ απόλυ λειτουργούς πολιτικής ή απαγόρευσης ταυτόχρονα, υπαλλήλους, θρησκευτικής εκδήλωσης συνδυαζόμενη με αντί ορκοδοσίας, θρησκευτικών ρήτρα περί θρησκευτικής ουδετερότητας, αποκαλύπτει ότι το νόημα τελευταίας ρήτρας αποσκοπεί στη θεμελίωση του θρησκευτικά αδιάφορου κράτους. 5. Η συνταγματική αναφορά προστασία του θεσμού οικογένειας ως «θεμελίου συντήρησης προαγωγής του Έθνους» πρέπει να διατηρηθεί. Το ενδιαφέρον Εκκλησίας πηγάζει από όλη διδασκαλία, ιδιαίτερα από τα κείμενα Ευαγγελίων, αλλά από το ρόλο παραδοσιακής οικογένειας σ επιβίωση του Έθνους. Η σχετική διάταξη περί αναγνώρισης οικογένειας, ως βασικού κυττάρου ελληνικής κοινωνίας, δεν πρέπει να απαλειφθεί ή να δώσει θέση μέσα στο κείμενο του Συντάγματος σε άλλες μορφές συμβίωσης, οι οποίες δεν έχουν καμία παράδοση σ ελληνική κοινωνία, αλλά ούτε εξασφαλίζουν προοπτική ιστορικής επιβίωσης του ελληνικού λαού ή εθνικής κοινωνικής συνοχής χώρας. 6. Τέλος παρατίθενται οι κατωτέρω συνοπτικές παρατηρήσεις, ώστε να καταστεί σαφές ποιά ζητήματα σχέσεων Κράτους Ορθόδοξης Εκκλησίας Ελλάδος δεν αφορούν οι υφιστάμενες συνταγματικές διατάξεις : α. Είναι γνωστό ότι η κρατική μισθοδοσία του Κλήρου επιχορήγηση εκκλησιαστικής εκπαίδευσης δεν έχουν σχέση με το άρθρο 3 παρ. 1 εδαφ. α Συντ. (δηλαδή ρήτρα περί επικρατούσας θρησκείας). β. Η νομική μορφή Εκκλησίας Ελλάδος φορέων Της ως «νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» δεν προκύπτει από το άρθρο 3 Συντ. Είναι ζήτημα του νομοθέτη ο καθορισμός νομικής προσωπικότητας Εκκλησίας Ελλάδος φορέων Της. γ. Επιπλέον, μετά το 2010 δεν υπάρχει σ νομοθεσία κανένα φορολογικό προνόμιο ειδικά προβλεπόμενο για Ορθόδοξη Εκκλησία Ελλάδος. Αυτό αποδεικνύει ότι ουδεμία σχέση έχει το άρθρο 3 Συντ. με φορολογία φορέων Εκκλησίας, ότι ουδεμία προνομιακή φορολογική μεταχείρισή Της
επιβάλλει. δ. Το Μάθημα Θρησκευτικών δεν υφίσταται σ εκπαίδευση λόγω του άρθρου 3 Συντ. Το μάθημα υφίσταται λόγω του άρθρου 16 παρ. 2 Συντ., που επιβάλλει θρησκευτική αγωγή νέων. Ακόμα εάν δεν υπήρχε το άρθρο 3 Συντ., που τεκμαίρει το γεγονός ότι η πλειοψηφία Ελλήνων είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, το Μάθημα Θρησκευτικών πάλι θα είχε πλειοψηφία ύλης από Ανατολική Ορθοδοξία, αφού το ανωτέρω αντικειμενικό γεγονός συντρέχει είτε το τεκμαίρει το άρθρο 3 Συντ., είτε όχι. Το μάθημα πρέπει να ανταποκρίνεται στις μορφωτικές ανάγκες ελληνικής κοινωνίας, η οποία κατά πλειοψηφία ανήκει σ Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν μπορεί να αγνοεί ιστορική πορεία κοινωνική πραγματικότητα του Ελληνικού Λαού. Αυτά όμως δεν έχουν σχέση με το άρθρο 3 Συντ. ε. Το άρθρο 3 Συντ. εγγυάται ότι το Κράτος αναγνωρίζει ως Ορθόδοξη Εκκλησία, ως φορέα επικρατούσας θρησκείας Ελλήνων εκείνη Εκκλησία που διοικείται με βάση τα Πατριαρχικά έγγραφα (Τόμος 1850, Πράξη 1928) έχει «κοινωνία» με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να διεκδικήσουν θρησκευτική εκπροσώπηση εν Ελλάδι ορθόδοξων χριστιανών έναντι του Κράτους άλλες θρησκευτικές κοινότητες ομάδες, που δεν πληρούν τα παραπάνω κριτήρια. Το άρθρο 3 Συντ. αποτελεί ένα χρήσιμο κανόνα αναγνώρισης από το Κράτος ποιά Εκκλησία είναι αυτή, που εκπροσωπεί πλειοψηφία Ελλήνων. Συνεπώς, υπό ισχύ του άρθρου 3 Συντ. ορισμών, που αυτό εισάγει (= ορίζει ποιά Εκκλησία είναι ο φορέας επικρατούσας θρησκείας χώρας), οι σχέσεις Κράτους Ορθόδοξης Εκκλησίας μπορούν να τροποποιούνται με κοινούς νόμους, χωρίς ανάγκη αναθεωρήσεως του άρθρου 3 του Συντάγματος. Προς κατεύθυνση αυτή η Εκκλησία Ελλάδος έχει ζητήσει νομοθετικές αλλαγές, ήτοι προς κατεύθυνση μεγαλύτερης αυτονομίας Της από το Κράτος, που εκκρεμούν δεν προϋποθέτουν καμία συνταγματική αναθεώρηση. Επί δε τούτοις, ευελπιστούντες ότι θέλετε κατανοήσει σημασία ως άνω εκτεθέν ότι θα λάβετε υπ όψιν τις θέσεις Εκκλησίας Ελλάδος, επικαλούμεθα εφ υμάς πλούσια τη Χαρη του Θεού διατελούμε μετ ευχών τιμής.