έργο και πολυετή εμπειρία -τριάντα ετών- στο γνωστικό αντικείμενο του Ε- μπορικού Δικαίου, καθόσον, αρχικά ως επιστημονική συνεργάτης (1982-1998) και αργότερα ως λέκτορας (1998-2008) συνεπικούρησε αρχικά και δίδαξε στη συνέχεια αυτοτελώς τα περισσότερα μαθήματα που εμπίπτουν στο γνωστικό αυτό αντικείμενο. Μετά την εκλογή της στη βαθμίδα της επίκουρης καθηγήτριας η υ. έχει διδάξει σε προπτυχιακό επίπεδο: Εμπορικό Δίκαιο (γενικό μέρος), Δίκαιο Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Πτωχευτικό δίκαιο, Δίκαιο Αξιογράφων, Εμβάθυνση στο Εμπορικό Δίκαιο. Σε μεταπτυχιακό επίπεδο διδάσκει το μάθημα Δίκαιο βιομηχανικής ιδιοκτησίας και άυλων αγαθών - Δίκαιο προστασίας του καταναλωτή, σε συνεργασία με ομότιμους και εν ενεργεία καθηγητές της Σχολής. Η υ., επίσης, κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια συμμετέχει στη διδασκαλία στο Μεταπτυχιακό Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του ΑΠΘ, στο μάθημα Επικοινωνιακή Πολιτική και Πολιτισμός ΙΙ - Νέα Μέσα Πνευματική Ιδιοκτησία Remix, κατόπιν πρόσκλησης της διδάσκουσας εκεί καθηγήτριας. Επιπλέον, η υ. έχει οριστεί ως επιβλέπουσα σε τριμελείς Συμβουλευτικές Επιτροπές για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο Τμήμα Νομικής για δύο υποψήφιους διδάκτορες, όπως αναφέρονται στο κατατεθέν βιογραφικό της. Είναι μέλος σε τριμελείς Συμβουλευτικές Επιτροπές υποψηφίων διδακτόρων και έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από δέκα επταμελείς Εξεταστικές Επιτροπές κατά την υποστήριξη υποψηφίων διδακτόρων, οι οποίοι αναγορεύθηκαν διδάκτορες, όπως αναφέρεται στο κατατεθέν βιογραφικό της. Η υ. έχει πολυσχιδή διοικητική, επιστημονική και κοινωνική δραστηριότητα εντός και εκτός του Πανεπιστημίου. Ενδεικτικά αναφέρεται η συμμετοχή της σε ευάριθμα ελληνικά και διεθνή συνέδρια, σεμινάρια και επιστημονικές εκδηλώσεις, είτε με εισηγήσεις είτε με απλή συμμετοχή, όπως ε- κτίθεται στο κατατεθέν βιογραφικό της, η πραγματοποίηση διαλέξεων σε ε- παγγελματικές ημερίδες και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η εκτέλεση καθηκόντων μέλους διοικητικών επιτροπών του Πανεπιστημίου (π.χ. επιτροπή διαγωνισμών, προμηθειών της φοιτητικής λέσχης), καθηκόντων προέδρου εφορευτικών επιτροπών σε πρυτανικές εκλογές, και ήδη μέλους της Επιτροπής Οι- 2
κονομικών της Κοσμητείας της Νομικής Σχολής με σημαντική συμβολή στον προγραμματισμό και στη διαχείριση των ιδιαίτερα οξυμένων συναφών προβλημάτων της Σχολής κατά την τρέχουσα κρίσιμη περίοδο. Ορίστηκε μέλος Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την αναμόρφωση της νομοθεσίας του Δικαίου της Πνευματικής Ιδιοκτησίας υπό την προεδρία του καθηγητή Γ. Κουμάντου και είναι μέλος πολλών επιστημονικών συλλόγων και σωματείων. ΙΙ. Συγγραφικό έργο Η υποψήφια έχει δημοσιευμένο πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο, το οποίο αποτελείται από τη διδακτορική διατριβή της, δύο επιπλέον μονογραφίες, δεκαεννέα δημοσιευμένες εργασίες σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά, βιβλία και συλλογικούς τόμους εκ των οποίων δύο στην αγγλική γλώσσα, μία επιμέλεια έκδοσης νομοθεσίας και δύο εκτεταμένες συμμετοχές σε ερμηνευτικά συλλογικά έργα. Ειδικότερα: Α. Μέχρι την εκλογή της στη βαθμίδα της Επίκουρης Καθηγήτριας Μονογραφίες: 1. Το δικαίωμα του δημιουργού για διατήρηση της ακεραιότητας του έργου του (διδακτορική διατριβή), Εκδόσεις Σάκκουλα 1997, σελ. Ι-ΧΙΧ 1-301. 2. Το επιχειρηματικό απόρρητο (μονογραφία), Εκδόσεις Σάκκουλα 2007, σελ.ι-χχι 1-459. Άρθρα, μελέτες δημοσιευμένες σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικά έργα: 1. Αναγωγή του ομορρύθμου εταίρου που πλήρωσε εταιρικό χρέος. Άσκηση αναγωγής στο στάδιο της εκκαθάρισης, Αρμ. 1982, σελ. 246-248. 3
2. Υποχρέωση πίστης των εταίρων στις προσωπικές εμπορικές εταιρίες, Αρμ. 1983, σελ. 633-637. 3. Παρέμβαση της γενικής συνέλευσης στα έργα του διοικητικού συμβουλίου στην ανώνυμη εταιρία, Αρμ. 1984, σελ. 521-527. 4. Η εισδοχή των συναλλακτικών όρων στην ατομική σύμβαση και η προστασία του καταναλωτή, ΕΕμπΔ 1990, σελ. 381-398. 5. Η εξουσία μετάνοιας του πνευματικού δημιουργού, Επιστημονική Επετηρίδα Αρμενόπουλου 13/1992, σελ. 153-176 [σε συνεργασία με Α. Δεσποτίδου] 6. Η προστασία των αρχιτεκτονικών έργων από τη σκοπιά του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας (Με αφορμή την απόφαση αρ. 154/1995 της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου Επικρατείας) ΕλλΔ 1997, σελ. 1979-1981 7. Τα δικαιώματα των δημιουργών: 5 χρόνια εφαρμογής του Ν.2121/1993, σε Επίκαιρα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, Εταιρία Νομικών Βορείου Ελλάδος (ΕΝΟΒΕ), Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 71-90. 8. Σχέσεις συνδικαιούχων σε σύνθετο έργο (τραγούδι)- Άσκηση διοίκησης επί του κοινού έργου Καταχρηστική η άσκηση του ηθικού δικαιώματος; (γνμδ.) ΔΕΕ 1/2001, σελ. 40-48. 9. Η πνευματική δημιουργία στο χώρο και το χρόνο του διαδικτύου. Η ο- δηγία 2001/29/ΕΚ για την κοινωνία της πληροφορίας, ΔΕΕ 12/2002, σελ. 1212-1225. 10. Το κοινοτικό κεκτημένο στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, σε Ευρωπαϊκό Εμπορικό Δίκαιο-Νεότερες εξελίξεις, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα 2005, σελ. 127-148. 11. Η φωτοτυπική αναπαραγωγή από βιβλιοθήκες και προβλήματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ΔΕΕ 2006, σ. 345-356. Η υ. έχει, επίσης, δημοσιεύσει σχόλια σε δικαστικές αποφάσεις. Ειδικότερα: 4
1. Παρατηρήσεις υπό την ΜΠΘεσ 1178/1996, Αρμ. 1997, 794, σχετικά με τη νομιμοποίηση των Οργανισμών Συλλογικής διαχείρισης. 2. Παρατηρήσεις υπό την ΕφΘεσ 4063/1996, ΕπισκΕΔ 1997, 467, σχετικά με την εξορυκτική δραστηριότητα σε λατομείο και τον χαρακτηρισμό της ως εμπορικής πράξης. 3. Παρατηρήσεις υπό την ΜΠΑθ 3835/2007, ΔιΜΕΕ 2007, 548-553, σχετικά με την ενιαία και εύλογη αμοιβή του α. 49 1 του ν. 2121/1993 υ- πέρ των ερμηνευτών και εκτελεστών και παραγωγών φωνογραφημάτων. Β. Μετά την εκλογή της στη βαθμίδα της Επίκουρης Καθηγήτριας Μονογραφία: Το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη στη διαδικασία αφερεγγυότητας, Νομική Βιβλιοθήκη 2014, σελ. Ι-ΧΧΙΙ 1-297. Άρθρα, μελέτες δημοσιευμένες σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικά έργα: 1. Issues of Copyright in Greek Law, στο συλλογικό έργο «Copyright and Related Rights National and International Theory and Practice» CIPE/ Cĸoпje 2007, που εκδόθηκε στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος TEMPUS Project JEP 19076-2004 - Towards EU Copyrights and Neighboring Rights Standards, σελ. 243-250. 2. Ο δημοσιογράφος ως πνευματικός δημιουργός και η προστασία των η- θικών του συμφερόντων, στο συλλογικό έργο: «Δημοσιογράφοι και Εκδότες ΜΜΕ» (επιμ. Σταματούδη), Εκδόσεις Σάκκουλα 2009, σελ. 11-40. 3. Τα δικαιώματα του δημιουργού στην οικονομία της γνώσης η θέση των ηθικών δικαιωμάτων, στο συλλογικό έργο: «Το έργο του Γιώργου 5
Κουμάντου και τα σύγχρονα θέματα της Πνευματικής Ιδιοκτησίας», Εκδόσεις Σάκκουλα 2011, σελ. 311-329. 4. The Digitization of Contents in Digital Libraries: Moral Right and Limits, στο συλλογικό έργο E-Publishing and Digital Libraries Legal and Organizational Issues (Iglezakis/Synodinou/Kapidakis), IGI Clobal 2011, σελ. 180-197. 5. Μορφές συλλογικής διαχείρισης πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων, ΔιΜΕΕ 2012, σελ. 9-20. 6. Το ζήτημα της δημόσιας εκτέλεσης έργων σε δωμάτια ξενοδοχείων Σκέψεις μετά τις αποφάσεις του ΔΕΕ, σε Σύγχρονα νομικά και αναπτυξιακά προβλήματα του ελληνικού τουρισμού (επιμ. Αχ. Κουτσουράδης), εκδ. Ένωση Ξενοδοχείων Χαλκιδικής, Νοέμβριος 2013, σελ. 283-296. 7. Η έννοια του κοινού ως πεδίο αναφοράς των δικαιωμάτων της δημόσιας εκτέλεσης, της ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης και της παρουσίασης του έργου, υπό δημοσίευση στον Τιμητικό Τόμο της ομότιμης καθηγήτριας κ. Ελίζας Αλεξανδρίδου. 8. Η οδηγία 2011/77/ΕΕ για την επέκταση της διάρκειας προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και ορισμένων συγγενικών δικαιωμάτων (τροποποίηση της οδηγίας 2006/116/ΕΚ), υπό δημοσίευση στον τόμο πρακτικών της ημερίδας. Η υ. είχε την επιμέλεια έκδοσης του έργου «Βασική Εμπορική Νομοθεσία ΙV-Πνευματική Ιδιοκτησία» στη σειρά «Σύγχρονη Νομοθεσία» 22, Εκδόσεις Σάκκουλα 2011, σελ. Ι-ΧVΙ 1-131. Η υ. έχει, επίσης, μετά την εκλογή της στη βαθμίδα της επίκουρης καθηγήτριας έχει συμμετάσχει σε δύο ερμηνευτικά συλλογικά έργα με εκτεταμένες συμβολές. Ειδικότερα: 1. Ερμηνεία των άρθρων 6, 7, 8, 9, 10 και 11 του Ν. 2121/1993 «Πνευματική Ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα» στο 6
συλλογικό ερμηνευτικό έργο, «Νόμος για την Πνευματική Ιδιοκτησία Κατ άρθρο ερμηνεία του Ν. 2121/1993. Αρθρογραφία Βιβλιογραφία Νομολογία» (επιμ. Λ. Κοτσίρης/Ειρ. Σταματούδη) Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 199-312. 2. Ερμηνεία των άρθρων 18, 19, 20, 21, 22 του Κ.Ν. 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιριών», στο συλλογικό ερμηνευτικό έργο, «Ανώνυμες Εταιρίες», τ. ΙΙ (επιμ. Β. Αντωνόπουλος/Σ. Μούζουλας), Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 1-156. ΙΙΙ. Ειδικότερη αξιολόγηση των πρόσφατων επιστημονικών δημοσιεύ σεων της υ. Η υ. καταθέτει προς κρίση για την εξέλιξή της στη βαθμίδα της αναπληρώτριας καθηγήτριας μία αυτοτελή μονογραφία με τίτλο «Το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη στη διαδικασία αφερεγγυότητας» (Νομική Βιβλιοθήκη 2014, σελ. Ι-ΧΧΙΙ 1-297), οκτώ δημοσιευμένες μελέτες σε περιοδικά και συλλογικά έργα, εκ των οποίων οι δύο στην αγγλική γλώσσα δημοσιευμένες σε συλλογικά έργα, δύο εκτενείς συμβολές σε ερμηνευτικά συλλογικά έργα και μια επιμέλεια νομοθεσίας. Το υποβαλλόμενο προς κρίση συγγραφικό έργο της υ. εμπίπτει στο γνωστικό αντικείμενο του εμπορικού δικαίου και εκτείνεται στους κλάδους του πτωχευτικού δικαίου, του δικαίου διανοητικής και δη πνευματικής ιδιοκτησίας και του δικαίου των εμπορικών εταιριών. Ειδικότερα: 1. Αντικείμενο της ως άνω μονογραφίας αποτελεί η ολοκληρωμένη μελέτη της έννοιας του κέντρου των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη. Πρόκειται για μια «αόριστη νομική έννοια» που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο δίκαιο της αφερεγγυότητας και περιλαμβάνεται στον Κανονισμό 1346/2000 για την ευρωπαϊκή αφερεγγυότητα, στον Πτωχευτικό Κώδικα και στο Ν. 3858/2010 για τις διασυνοριακές πτωχεύσεις, ο οποίος αποτελεί και την πράξη εναρμόνισης του εθνικού μας δικαίου με τον Π.Ν. της Uncitral. Στόχος της μελέτης είναι 7
να συμβάλει σε μία ολιστική ερμηνευτική προσέγγιση της επίμαχης έννοιας. Αρχικά, μέσα από μια σύντομη καταγραφή της ιστορικής διαδρομής στη διαμόρφωση της αντίληψης για το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη, η υ. εντάσσει την εν λόγω έννοια στην προβληματική των διασυνοριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας, υποστηρίζοντας ότι συνιστά μια δικαιοδοτική βάση που συνάδει με την ανάγκη προβλεψιμότητας της διεθνούς δικαιοδοσίας, ιδίως εκ μέρους των πιστωτών, και συμβάλλει στην ενίσχυση της αρχής της καθολικότητας. Η υ. θέτει ως βάση την ανάγκη κοινής διερεύνησης της εν λόγω έννοιας, στο βαθμό που αυτή, παρόλο που επιτελεί διαφορετικές λειτουργίες στα τρία προαναφερθέντα νομοθετικά κείμενα, έχει κοινή προέλευση και ως εκ τούτου και το εννοιολογικό περιεχόμενό της είναι κατά βάση ταυτόσημο. Έτσι η υ. από άποψη μεθόδου επιλέγει τη διερεύνηση της εν λόγω έννοιας έχοντας ως βάση τον Κανονισμό και την 13η επεξηγηματική σκέψη του Προοιμίου του, επειδή ο Κανονισμός είναι ο βασικός χώρος που την ανέδειξε αλλά και -κυρίως- επειδή η νομολογία του ΔΕΕ έχει να προσφέρει πολύτιμο ερμηνευτικό υλικό. Η υ. με μεθοδικότητα, διεξοδικές αναλύσεις και αξιοποίηση της νομολογίας του Δικαστηρίου, επιχειρεί να προσεγγίσει ερμηνευτικά τη διερευνώμενη νομική έννοια και με ό- ρους αναλογίας να την εντάξει συστηματικά στο πλαίσιο του ελληνικού πτωχευτικού δικαίου. Η υ. επιχειρεί σε βάθος διερεύνηση -για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία- τόσο του εννοιολογικού περιεχομένου του κέντρου των κύριων συμφερόντων όσο και του προσδιορισμού του σε σχέση με τα νομικά και τα φυσικά πρόσωπα. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τον εντοπισμό του κέντρου, η υ. επισημαίνει ότι πρόκειται για διαδικασία που κάθε φορά πρέπει να επαναλαμβάνεται, στο βαθμό που η ίδια η έννοια εμπεριέχει το στοιχείο της τοπικής μεταβλητότητας. Το ζήτημα αυτό εμφανίζεται ιδιαίτερα σύνθετο σε σχέση με τα νομικά πρόσωπα, όπου προβλέπεται ένα μαχητό τεκμήριο υπέρ της καταστατικής έδρας. Η υ. εστιάζει κυρίως 8
σε πρακτικά ζητήματα που ανακύπτουν και διατυπώνει τις θέσεις της σχετικά με τη λειτουργία του τεκμηρίου. Διατυπώνει τη θέση ότι το εν λόγω τεκμήριο εκφράζει την κατ αρχήν παραδοχή ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη εντοπίζεται στο τόπο της καταστατικής έδρας. Εάν όμως η πραγματική έδρα δεν συμπίπτει με την καταστατική, το τεκμήριο ανατρέπεται υπέρ της πραγματικής. Υποστηρίζει ότι το τεκμήριο της καταστατικής έδρας, υπό την εκδοχή ταύτισης με την πραγματική έδρα, δεν υποδηλώνει θέση του νομοθέτη υπέρ της πραγματικής έδρας, υπό τους όρους του ευρωπαϊκού εταιρικού δικαίου, αλλά υποδηλώνει την προσπάθεια να υπάρξει ισορροπία μεταξύ του ουσιαστικού κριτηρίου της πραγματικής έδρας και του νομικά σταθερού και ασφαλούς κριτηρίου της καταστατικής έδρας. Συναφώς εξετάζεται και το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου του τεκμηρίου, τόσο στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου όσο και σε αυτό του Κανονισμού και διατυπώνονται επιστημονικά ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάπτυξη του ζητήματος των ουσιαστικών προϋποθέσεων ανατροπής του τεκμηρίου, ιδίως σε σχέση με τους ομίλους εταιριών. Η υ. συνεχίζει με το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα που ανακύπτει αναφορικά με τις ευρωπαϊκές διαδικασίες αφερεγγυότητας και σχετίζεται με το στοιχείο της τοπικής μεταβλητότητας. Ειδικότερα εξετάζει το φαινόμενο της μετακίνησης του κέντρου των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη ως ειδική περίπτωση αναζήτησης δικαιοδοσίας (forum shopping) σε καταστάσεις αφερεγγυότητας καθώς και τη δυνατότητα ελέγχου της μετακίνησης με βάση το μηχανισμό της καταστρατήγησης δικαίου. Αρχικά υποστηρίζεται ότι η μετακίνηση του κέντρου συμφερόντων εντός της ΕΕ εμπίπτει στο δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης του α. 54 1 ΣΛΕΕ τόσο υπό την εκδοχή της ελευθερίας της κύριας εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένης και της πραγματικής έδρας, όσο και υπό την εκδοχή της ελεύθερης εγκατάστασης της καταστατικής έδρας. Εάν, ωστόσο, τη μεταφορά της καταστατι- 9
κής έδρας δεν ακολουθήσει και η πραγματική έδρα του νομικού προσώπου, τότε, κατ ανατροπή του τεκμηρίου, το κέντρο των συμφερόντων παραμένει στο αρχικό κράτος. Στο πλαίσιο της ίδιας προβληματικής τίθεται και το ουσιώδες ερώτημα εάν η εταιρία/οφειλέτης έχει στην πραγματικότητα το δικαίωμα να επιλέγει ε- λεύθερα το εφαρμοστέο δίκαιο τόσο στα ζητήματα εταιρικού δικαίου όσο και στις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Η υ. διατυπώνει σκέψεις και παίρνει θέση στο δυσχερές αυτό ζήτημα, υποστηρίζοντας τελικά ότι η αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των διαδικασιών αφερεγγυότητας, με στόχο κυρίως την ικανοποίηση των πιστωτών αλλά και την ενίσχυση της ανάκαμψης των επιχειρήσεων προς όφελος των εργαζομένων, αξιολογούνται ως σκοποί σημαντικότεροι από τη βελτίωση της νομικής θέσης του οφειλέτη, η οποία τελικά είναι αδιάφορη. Η υ. στο έργο της λαμβάνει υπόψη και την Πρόταση Οδηγίας για την τροποποίηση του Κανονισμού 1346/2000 και αναφέρεται σε όλες τις τροποποιήσεις ή προσθήκες που προτείνονται από την Πρόταση αυτή και αφορούν ζητήματα που την απασχολούν. Αξιοσημείωτο είναι ότι η υ. δεν περιορίζεται στην παρουσίαση των τροποποιήσεων και προσθηκών αλλά διαπνέεται από γόνιμη κριτική διάθεση, διατυπώνει απόψεις και συνάγει συμπεράσματα. Αποτιμώντας το συγκεκριμένο πόνημα, δεν δυσκολεύεται κανείς να διαπιστώσει ότι η υ. παρουσιάζει ένα πρωτότυπο και επιστημονικά ώριμο έργο για ένα ιδιαιτέρως σύνθετο και πολυεπίπεδο θέμα, καλύπτοντας έτσι ένα κενό στην ελληνική βιβλιογραφία και προσφέροντας πλούσιο ερμηνευτικό υλικό τόσο στον ερευνητή του δικαίου όσο και στον νομικό της πράξης. Το έργο διακρίνεται για την αναλυτική διερεύνηση του αντικειμένου του, το συστηματικό τρόπο οργάνωσης της εκτενούς ύλης, την ακρίβεια της γλωσσικής διατύπωσης καθώς και για την πληρότητα και πειστικότητα της επιστημονικής τεκμηρίωσης των απόψεων που προτείνει ή υιοθετεί. 10
Αντίστοιχες αρετές εμφανίζουν και οι λοιπές υποβληθείσες προς κρίση μελέτες της υ., οι οποίες αναφέρονται, κυρίως, στον κλάδο του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας, με θέματα που παρουσιάζουν τόσο δογματικό όσο και πρακτικό ενδιαφέρον. Ενδεικτικά επισημαίνονται τα ακόλουθα: 2. Στη μελέτη με θέμα «Issues of Copyright in Greek Law», η υ. αποδίδει την εισήγηση που παρουσίασε σε καθηγητές και ανώτερα διοικητικά στελέχη από την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος EU. CPNR towards EU copyright and neighboring rights standards. Η μελέτη παρουσιάζει με σαφήνεια το πλαίσιο που θέτει ο ν. 2121/93 για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, με έμφαση στην έννοια του δημιουργού, στην έννοια του έργου που προστατεύεται και της ιδέας που δεν προστατεύεται, στα ηθικά δικαιώματα του δημιουργού καθώς και στους περιορισμούς που αναγνωρίζει το ελληνικό δίκαιο.. 3. Στη μελέτη με θέμα «Ο δημοσιογράφος ως πνευματικός δημιουργός και η προστασία των ηθικών του συμφερόντων», η υ. εξετάζει αρχικά τη θέση του δημοσιογράφου ως δημιουργού αλλά και ως χρήστη έργων πνευματικής ιδιοκτησίας. Επισημαίνονται οι περιπτώσεις που ο δημοσιογράφος δρα ως δημιουργός κυρίως έργων του λόγου, σε αντίθεση με άλλα αποτελέσματα δημοσιογραφικής εργασίας που δεν προστατεύονται. Παράλληλα, με δεδομένο ότι ο δημοσιογράφος αντλεί είτε από ελεύθερο πληροφοριακό υλικό είτε χρησιμοποιώντας έργα πνευματικής ιδιοκτησίας άλλων δημιουργών, επισημαίνεται ότι αυτός, ως χρήστης έργων πνευματικών έργων, υποχρεούται να εξασφαλίζει τη συναίνεση του εκάστοτε δημιουργού, εκτός εάν η χρήση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των περιορισμών του ν. 2121/1993. Τέλος, η υ. εξετάζει τα ηθικά δικαιώματα που έχει ο δημοσιογράφος ως δημιουργός και επικεντρώνεται ιδίως στα ηθικά δικαιώματα του μισθωτού δημιουργού και στον 11
τρόπο άσκησής τους έναντι τρίτων και κυρίως το πιο ενδιαφέρον έ- ναντι του εργοδότη του. 4. Στη μελέτη με θέμα «Τα δικαιώματα του δημιουργού στην οικονομία της γνώσης Η θέση των ηθικών δικαιωμάτων», η υ. εξετάζει τα σημεία επαφής/σύγκρουσης των δικαιωμάτων του δημιουργού με την ονομαζόμενη οικονομία της γνώσης, με αφορμή την Πράσινη Βίβλο που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2008. Η υ., υπό το πρίσμα των προσπαθειών ρύθμισης ζητημάτων σχετικά με τη διάδοση της γνώσης σε επιγραμμικό περιβάλλον (online) στον τομέα της έρευνας, της επιστήμης και της εκπαίδευσης, επισημαίνει τη διάκριση μεταξύ γυμνής πληροφορίας και έργου πνευματικής ιδιοκτησίας, υποστηρίζοντας ότι το έργο, σε αντίθεση με την πληροφορία, αποτελεί μια κατηγορία πληροφοριακού υλικού που προκύπτει από επεξεργασία και επίπονη δημιουργική διαδικασία, η οποία του προσθέτει εσωτερική αξία που πρέπει να αποδοθεί στο φορέα του. Η μελέτη ολοκληρώνεται με την ανάπτυξη της σημασίας των ηθικών δικαιωμάτων για την κοινωνία της γνώσης, όπου η υ. υποστηρίζει την ανάγκη ενδυνάμωσής τους μέσα από μια διεπιστημονική προσέγγιση. 5. Στη μελέτη με θέμα «The Digitization of Contents in Digital Libraries: Moral Right and Limits», η υ. ερευνά το ζήτημα της ανάγκης ψηφιοποίησης πνευματικών έργων ενόψει της ευρωπαϊκής πρόκλησης για δημιουργία ψηφιακών βιβλιοθηκών και τα ζητήματα που δημιουργούνται σε σχέση με τα ηθικά δικαιώματα. Στη μελέτη επισημαίνεται ότι τόσο η διαδικασία ψηφιοποίησης ενός έργου όσο και η διαδικασία πρόσβασης των τρίτων μέσω διαδικτύου στο έργο εμπίπτουν σε δύο διαφορετικά περιουσιακά δικαιώματα του δημιουργού. Ως εκ τούτου, η νομιμότητα των παραπάνω πράξεων προϋποθέτει την άδεια του δημιουργού ακόμη και εάν ο φορέας που θέλει να προβεί σε ψηφιοποίηση έχει την κυριότητα ενός υλικού αντιτύπου. Στη συνέχεια, η υ. εξε- 12
τάζει τα ηθικά δικαιώματα του δημιουργού υπό το πρίσμα των Διεθνών Συνθηκών και επικεντρώνεται σε ερωτήματα που τίθενται σε σχέση με τα ηθικά δικαιώματα στο ψηφιακό περιβάλλον. Η υ. επιχειρεί να δώσει απαντήσεις μέσα από παραδείγματα συγκεκριμένων πρακτικών, όπως το uploading σε σχέση με το δικαίωμα δημοσίευσης, η δημιουργία των μεταδεδομένων (metadata) σε σχέση με το δικαίωμα της ακεραιότητας του έργου ή η πρακτική του linking σε σχέση με το δικαίωμα πατρότητας. Συμπερασματικά η υ., με δεδομένη την ανεπαρκή προστασία που απολαμβάνουν τα ηθικά δικαιώματα σε διεθνές επίπεδο, προτείνει μια διεπιστημονική προσέγγιση, τέτοια που να υπαγάγει την προστασία τους όχι μόνο στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας αλλά και στις ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. 6. Στη μελέτη με θέμα «Μορφές συλλογικής διαχείρισης πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων», η υ. επιχειρεί την παρουσίαση των μορφών συλλογικής διαχείρισης υπό το πρίσμα της εξουσιαστικής φύσης των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων. Ειδικότερα, η μελέτη αναφέρεται στις μορφές συλλογικής διαχείρισης που αναγνωρίζονται στο ελληνικό δίκαιο, δηλαδή την εθελοντική και την υποχρεωτική (ή νόμιμη) καθώς, επίσης, και στη διευρυμένη συλλογική διαχείριση που ισχύει σε ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη. Η υ. επισημαίνει ότι η συλλογική διαχείριση σε εθελοντική βάση (εκούσια συλλογική διαχείριση) αποτελεί τον κανόνα και είναι σύμφωνη με τον αποκλειστικό χαρακτήρα του δικαιώματος σε αντίθεση με την υποχρεωτική ή νόμιμη διαχείριση, που αποτελεί την εξαίρεση και φαίνεται μη συμβατή με τον αποκλειστικό χαρακτήρα του δικαιώματος. Στη συνέχεια, η υ. εξετάζει το ζήτημα της νομιμοποίησης των Οργανισμών Συλλογικής Διαχείρισης (ΟΣΔ) υπό το πρίσμα των μορφών της συλλογικής διαχείρισης που α- ναπτύχθηκαν παραπάνω. Υποστηρίζει ότι το τεκμήριο νομιμοποίησης του α. 55 2ν. 2121/1993 αναφέρεται τους ΟΣΔ που ασκούν εθελοντι- 13
κή συλλογική διαχείριση, ενώ η επίκλησή του στις περιπτώσεις της υ- ποχρεωτικής συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να θεωρηθεί περιττή στο βαθμό που υπάρχει κατά κανόνα νομιμοποίηση. 7. Στη μελέτη με θέμα «Το ζήτημα της δημόσιας εκτέλεσης έργων σε δωμάτια ξενοδοχείων Σκέψεις μετά τις αποφάσεις του ΔΕΕ», η υ. εξετάζει το ζήτημα της ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης έργων σε δωμάτια ξενοδοχείων και το κατά πόσο αυτό συνιστά δημόσια εκτέλεση των έργων και είναι, συνεπώς, αναγκαία η λήψη σχετικής άδειας από τους δικαιούχους. Η υ. παρουσιάζει τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ και κυρίως την απόφαση Rafael Hoteles, η οποία καθοδήγησε και τη μεταγενέστερη νομολογία. Η μελέτη ολοκληρώνεται με τη διατύπωση κριτικών σκέψεων σχετικά με το ζήτημα. 8. Στη μελέτη με θέμα «Η έννοια του κοινού ως πεδίο αναφοράς των δικαιωμάτων της δημόσιας εκτέλεσης, της ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης και της παρουσίασης του έργου», η υ. εξετάζει την κρίσιμη και καθολικής σημασίας για το δίκαιο της Πνευματικής Ιδιοκτησίας έννοια του κοινού, υπό το πρίσμα τριών περιουσιακών δικαιωμάτων: της δημόσιας εκτέλεσης, της ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης και της παρουσίασης του έργου στο κοινό/ψηφιακής διάθεσης. Ο ν. 2121/1993 έμμεσα αλλά με σαφήνεια προσδιορίζει την έννοια του κοινού στα βασικά της χαρακτηριστικά. Η υ., ωστόσο, εντοπίζει τα αποκλίνοντα στοιχεία της έννοιας του κοινού σε κάθε ένα από τα εξεταζόμενα δικαιώματα, υποστηρίζοντας τελικά ότι το «κοινό» αποτελεί μια σύνθετη νομική έννοια για το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία προσλαμβάνει τα ι- διαίτερα χαρακτηριστικά της ανάλογα με το είδος του δικαιώματος στο οποίο αναφέρεται. 9. Στη μελέτη με θέμα «Η οδηγία 2011/77/ΕΕ για την επέκταση της διάρκειας προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας 14
και ορισμένων συγγενικών δικαιωμάτων (τροποποίηση της οδηγίας 2006/116/ΕΚ)», η υ. παρουσιάζει την Οδηγία 2011/77/ΕΕ η οποία τροποποίησε εν μέρει την Οδηγία 2006/116/ΕΚ σχετικά με τη διάρκεια προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και ορισμένων συγγενικών δικαιωμάτων και ήδη έχει μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 4212/2013 που τροποποιεί το ν. 2121/1993. Ειδικότερα παρουσιάζονται οι δύο σημαντικές αλλαγές στους ευρωπαϊκούς κανόνες σχετικά με τη διάρκεια προστασίας: Η επέκταση κατά 20 έτη της διάρκειας προστασίας των δικαιωμάτων των παραγωγών φωνογραφημάτων καθώς και των ερμηνευτών και εκτελεστών σε σχέση με τις εκτελέσεις ή ερμηνείες που ενσωματώνονται σε φωνογραφήματα και η εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τον υπολογισμό της διάρκειας προστασίας των μουσικών συνθέσεων με στίχους ή κείμενο. Η υ. παρουσιάζει με κριτικό πνεύμα τα επιχειρήματα που οδήγησαν στην επιλεκτική χρονική επέκταση της διάρκειας προστασίας για ορισμένες κατηγορίες συγγενικών δικαιούχων. Αντιθέτως, αναφορικά με την εναρμόνιση υπολογισμού της διάρκειας προστασίας μιας μουσικής σύνθεσης με στίχους ή κείμενο, η υ. την αποτιμά θετικά στο πλαίσιο της αβεβαιότητας που έχει δημιουργηθεί -σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου- από τη ρευστή και μη επαρκώς προσδιορισμένη έννοια των έργων «κοινής δημιουργίας» (work of joint authorship) ή έργων συνεργασίας, όπως ορίζονται στο ν. 2121/93. 10. Η υ. μετά την εκλογή της στη βαθμίδα της επίκουρης καθηγήτριας έχει δημοσιεύσει, επίσης, δύο εκτενείς συμβολές σε ερμηνευτικά συλλογικά έργα. Ειδικότερα: (1) Ερμηνεία των άρθρων 6, 7, 8, 9, 10 και 11 του Ν. 2121/1993 «Πνευματική Ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα» σε «Νόμος για την Πνευματική Ιδιοκτησία Κατ άρθρο ερμηνεία του Ν. 2121/1993 (επιμ. Λ. Κοτσίρης/Ειρ. Σταματούδη), σελ. 199-312 και (2) Ερμηνεία των άρθρων 18, 19, 20, 21, 22 του Κ.Ν. 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιριών», στο συλλογικό ερμηνευτικό έργο, «Ανώνυμες Εταιρίες», τ. ΙΙ (επιμ. Β. Αντωνόπουλος/Σ. Μούζου- 15
λας), σελ. 1-156. Οι συμβολές της υποψήφιας και στα δύο αυτά ερμηνευτικά συλλογικά έργα, αφορούν βασικές διατάξεις του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας και του δικαίου των ανωνύμων εταιριών αντίστοιχα. Οι κατ άρθρο εκτενείς ερμηνευτικές συμβολές διακρίνονται από πληρότητα και σαφήνεια. Η υ. παρουσιάζει κριτικά τις θέσεις της νομολογίας και της θεωρίας και λαμβάνει τεκμηριωμένη θέση στα ερμηνευτικά ζητήματα που ανακύπτουν. Οι προαναφερθείσες πρόσφατες εργασίες της υ. καλύπτουν ευρύ φάσμα θεμάτων του γνωστικού αντικειμένου του εμπορικού δικαίου με έμφαση στο δίκαιο της διανοητικής και ιδίως της πνευματικής ιδιοκτησίας, στο ε- ταιρικό και το πτωχευτικό δίκαιο, έχουν συγγραφεί αυτοδύναμα, διαθέτουν πολλά και σημαντικά στοιχεία πρωτοτυπίας, διακρίνονται από ποιότητα περιεχομένου και τρόπου γραφής καθώς και από αρτιότητα επιστημονικής τεκμηρίωσης των υποστηριζόμενων απόψεων και θέσεων και, κατά τούτο, συμβάλλουν στην προαγωγή της επιστήμης του Δικαίου. Πρέπει να τονισθεί ότι το όλο δημοσιευμένο έργο της υ. έχει αναγνωρισθεί εκτενώς από την επιστήμη και τη νομολογία, όπως προκύπτει από τις ειδικές αναφορές τρίτων στο έργο της, σύμφωνα με το κατατεθέν βιογραφικό της. ΙV. Συμπέρασμα Το κατατεθέν προς κρίση -αλλά και όλο το προγενέστερο- συγγραφικό έργο της υ. είναι πρωτότυπο και αξιόπιστο, καλύπτει πολλά πεδία του Εμπορικού Δικαίου και διακρίνεται για το υψηλό επίπεδο, την ανάλυση σε βάθος, τη γόνιμη κριτική διάθεση και την τόλμη της διατύπωσης απόψεων που γεννούν προβληματισμό, διευρύνουν και πλουτίζουν τη σχετική συζήτηση. Η υ. έχει βαθιά νομική παιδεία και μεγάλη διδακτική εμπειρία και οι λύσεις που δίνει στα προβλήματα με τα οποία καταπιάνεται, έχουν στέρεο δογματικό υπόβαθρο. Οι α- πόψεις της είναι τεκμηριωμένες και προωθούν τον επιστημονικό διάλογο. Το επιστημονικό έργο της και η προσωπικότητά της παρέχουν τα εχέγγυα για την 16