Ω 468-677 ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον Ἑρμείας Πρίαμος δ ἐξ ἵππων ἆλτο χαμᾶζε, Ἰδαῖον δὲ κατ αὖθι λίπεν ὃ δὲ μίμνεν ἐρύκων 470 ἵππους ἡμιόνους τε γέρων δ ἰθὺς κίεν οἴκου, τῇ ῥ Ἀχιλεὺς ἵζεσκε Διῒ φίλος ἐν δέ μιν αὐτὸν εὗρ, ἕταροι δ ἀπάνευθε καθήατο τὼ δὲ δύ οἴω ἥρως Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ὄζος Ἄρηος ποίπνυον παρεόντε νέον δ ἀπέληγεν ἐδωδῆς 475 ἔσθων καὶ πίνων ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα. τοὺς δ ἔλαθ εἰσελθὼν Πρίαμος μέγας, ἄγχι δ ἄρα στὰς χερσὶν Ἀχιλλῆος λάβε γούνατα καὶ κύσε χεῖρας δεινὰς ἀνδροφόνους, αἵ οἱ πολέας κτάνον υἷας. ὡς δ ὅτ ἂν ἄνδρ ἄτη πυκινὴ λάβῃ, ὅς τ ἐνὶ πάτρῃ 480 φῶτα κατακτείνας ἄλλων ἐξίκετο δῆμον ἀνδρὸς ἐς ἀφνειοῦ, θάμβος δ ἔχει εἰσορόωντας, ὣς Ἀχιλεὺς θάμβησεν ἰδὼν Πρίαμον θεοειδέα θάμβησαν δὲ καὶ ἄλλοι, ἐς ἀλλήλους δὲ ἴδοντο. τὸν καὶ λισσόμενος Πρίαμος πρὸς μῦθον ἔειπε 485 μνῆσαι πατρὸς σοῖο θεοῖς ἐπιείκελ Ἀχιλλεῦ, τηλίκου ὥς περ ἐγών, ὀλοῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ καὶ μέν που κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες τείρουσ, οὐδέ τίς ἐστιν ἀρὴν καὶ λοιγὸν ἀμῦναι. ἀλλ ἤτοι κεῖνός γε σέθεν ζώοντος ἀκούων 490 χαίρει τ ἐν θυμῷ, ἐπί τ ἔλπεται ἤματα πάντα ὄψεσθαι φίλον υἱὸν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντα αὐτὰρ ἐγὼ πανάποτμος, ἐπεὶ τέκον υἷας ἀρίστους Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, τῶν δ οὔ τινά φημι λελεῖφθαι. πεντήκοντά μοι ἦσαν ὅτ ἤλυθον υἷες Ἀχαιῶν 495 ἐννεακαίδεκα μέν μοι ἰῆς ἐκ νηδύος ἦσαν, τοὺς δ ἄλλους μοι ἔτικτον ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες. τῶν μὲν πολλῶν θοῦρος Ἄρης ὑπὸ γούνατ ἔλυσεν ὃς δέ μοι οἶος ἔην, εἴρυτο δὲ ἄστυ καὶ αὐτούς, τὸν σὺ πρῴην κτεῖνας ἀμυνόμενον περὶ πάτρης 500 Μίλησε έτσι κι έφυγε προς τον ψηλό τον Όλυμπο ο Ερμής. Κι ο Πρίαμος από την άμαξα κατέβηκε στο χώμα και τον Ιδαίο άφησε εκεί, για να φυλάει τ άλογα 470 και τα μουλάρια. Ο ίδιος μπήκε στη σκηνή όπου ο Αχιλλέας έμενε, του Δία αγαπημένος. Μέσα αυτόν τον πέτυχε, και δίπλα κάθονταν οι σύντροφοί του δύο μονάχα αυτόν, ο ήρωας Αυτομέδοντας κι ο Άλκιμος, ακόλουθος του Άρη, κοντά του στέκονταν και τον υπηρετούσαν. Μόλις είχε τελειώσει το φαΐ, 475 να τρώει και να πίνει κοντά του ακόμα ήτανε στημένο το τραπέζι. Χωρίς καθόλου να τον δουν, μπήκε ο μέγας Πρίαμος και στάθηκε κοντά στον Αχιλλέα κι άγγιξε με τα χέρια του τα γόνατα εκείνου και φίλησε τα χέρια του τα φοβερά κι ανδρόφονα, που πολλούς δικούς του γιους φονεύσαν. Κι όπως όταν βαριά σε κάποιον πέσει η άτη, κι αυτός μες στην πατρίδα του 480 άνθρωπο σκοτώνει και σ άλλη πόλη φτάνει, στο σπίτι άντρα ισχυρού, κι όλοι απορούνε βλέποντάς τον, έτσι κι ο Αχιλλέας θαύμασε, τον θεόμορφο τον Πρίαμο που είδε κι οι άλλοι απορήσανε και κοίταζε ο ένας προς τον άλλον. Κι εκείνον ικετεύοντας, ο Πρίαμος του μίλησε και είπε: 485 «Θυμήσου τον πατέρα σου, ισόθεε Αχιλλέα, που είναι στην ηλικία μου, στον τρομερό των γηρατειών τον δρόμο. Σίγουρα και κείνον γείτονες που μένουνε κοντά του τον πιέζουν, και το κακό και την ενόχληση κανείς δε βρίσκεται να διώξει. Όμως, μαθαίνοντας πως είσαι ζωντανός εκείνος, 490 χαίρεται μες στην καρδιά κι ελπίζει μέρα με τη μέρα να δει τον αγαπημένο του τον γιο να φτάνει από την Τροία. Μα ο τρισάθλιος εγώ, αφού παιδιά πανάξια γέννησα στην Τροία τη μεγάλη, κανένα από αυτά δεν μου χει απομείνει. Πενήντα είχα κοντά μου, οι γιοι των Αχαιών σαν ήρθαν 495 δεκαεννιά μού γέννησε μία και μόνη μάνα, τα άλλα μού τα έκαναν γυναίκες στο παλάτι. Αυτά, κι αν ήτανε πολλά, τα σκότωσε ορμητικός ο Άρης, κι αυτόν που μόνος μου μεινε και έσωζε την πόλη και τους Τρώες, αυτόν εσύ μόλις τον σκότωσες, ενώ για την πατρίδα πολεμούσε, 500
Ἕκτορα τοῦ νῦν εἵνεχ ἱκάνω νῆας Ἀχαιῶν λυσόμενος παρὰ σεῖο, φέρω δ ἀπερείσι ἄποινα. ἀλλ αἰδεῖο θεοὺς Ἀχιλεῦ, αὐτόν τ ἐλέησον μνησάμενος σοῦ πατρός ἐγὼ δ ἐλεεινότερός περ, ἔτλην δ οἷ οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος, 505 ἀνδρὸς παιδοφόνοιο ποτὶ στόμα χεῖρ ὀρέγεσθαι. ὣς φάτο, τῷ δ ἄρα πατρὸς ὑφ ἵμερον ὦρσε γόοιο ἁψάμενος δ ἄρα χειρὸς ἀπώσατο ἦκα γέροντα. τὼ δὲ μνησαμένω ὃ μὲν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο κλαῖ ἁδινὰ προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς, 510 αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς κλαῖεν ἑὸν πατέρ, ἄλλοτε δ αὖτε Πάτροκλον τῶν δὲ στοναχὴ κατὰ δώματ ὀρώρει. αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο τετάρπετο δῖος Ἀχιλλεύς, καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ ἵμερος ἠδ ἀπὸ γυίων, αὐτίκ ἀπὸ θρόνου ὦρτο, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη 515 οἰκτίρων πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον, καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα ἆ δείλ, ἦ δὴ πολλὰ κάκ ἄνσχεο σὸν κατὰ θυμόν. πῶς ἔτλης ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἐλθέμεν οἶος ἀνδρὸς ἐς ὀφθαλμοὺς ὅς τοι πολέας τε καὶ ἐσθλοὺς 520 υἱέας ἐξενάριξα; σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ. ἀλλ ἄγε δὴ κατ ἄρ ἕζευ ἐπὶ θρόνου, ἄλγεα δ ἔμπης ἐν θυμῷ κατακεῖσθαι ἐάσομεν ἀχνύμενοί περ οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται κρυεροῖο γόοιο ὡς γὰρ ἐπεκλώσαντο θεοὶ δειλοῖσι βροτοῖσι 525 ζώειν ἀχνυμένοις αὐτοὶ δέ τ ἀκηδέες εἰσί. δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει δώρων οἷα δίδωσι κακῶν, ἕτερος δὲ ἑάων ᾧ μέν κ ἀμμίξας δώῃ Ζεὺς τερπικέραυνος, ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ ἐσθλῷ 530 ᾧ δέ κε τῶν λυγρῶν δώῃ, λωβητὸν ἔθηκε, καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει, φοιτᾷ δ οὔτε θεοῖσι τετιμένος οὔτε βροτοῖσιν. ὣς μὲν καὶ Πηλῆϊ θεοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα ἐκ γενετῆς πάντας γὰρ ἐπ ἀνθρώπους ἐκέκαστο 535 τον Έκτορα. Γι αυτόν και τώρα έφτασα στων Αχαιών τα πλοία, να μου τον δώσεις πίσω άφθονα τα λύτρα του τα έφερα μαζί μου. Σεβάσου, Αχιλλέα, τους θεούς, λυπήσου με κι εμένα και φέρε τον πατέρα σου στον νου σου και είμ εγώ ελεεινότερός του. Άντεξα όσα κανείς άλλος θνητός πάνω στη γη δεν άντεξε, 505 το χέρι μου στο πρόσωπο αυτού που σκότωσε τον γιο μου να απλώσω». Μιλώντας έτσι ξύπνησε σ εκείνον την ανάγκη για τον πατέρα του να κλάψει. Έπιασε τον γέρο από το χέρι και ήρεμα τον έκανε πιο πέρα. Κι οι δυο τους φέρανε στον νου, τον Έκτορα ο ένας τον γενναίο, κι έκλεγε δυνατά, μπροστά στα πόδια του Αχιλλέα κυλισμένος, 510 κι ο Αχιλλέας έκλαιγε για τον πατέρα τον δικό του, κι άλλοτε πάλι για τον Πάτροκλο κι ο στεναγμός τους μες στην κάμαρα υψωνόταν. Κι όταν ο θεϊκός πια χόρτασε τον θρήνο Αχιλλέας και η λαχτάρα του έφυγε από τα σπλάχνα και τα μέλη, αμέσως απ τον θρόνο του σηκώθηκε και σήκωσε τον γέροντα απ το χέρι, 515 λυπούμενος τα άσπρα του μαλλιά και τα λευκά του γένια, και μίλησε σ αυτόν και λόγια φτερωτά του είπε: «Δύστυχε εσύ! Πραγματικά πολλά μες στην καρδιά σου άντεξες. Πώς μπόρεσες μόνος σου να ρθείς στων Αχαιών τα πλοία, μπροστά στα μάτια τα δικά μου, που πολλούς και άξιους 520 έχω σκοτώσει γιους σου; Στ αλήθεια είναι από σίδερο η καρδιά σου. Έλα, σε μια θέση κάθισε, και τους πόνους μας βαθιά μες στην ψυχή ν αφήσουμε να κρυφτούνε, αν κι είμαστε θλιμμένοι γιατί δεν ωφελεί καθόλου ο θρήνος ο πικρός μας. Γιατί έτσι ορίσαν οι θεοί στους άμοιρους ανθρώπους, 525 να ζουν με στενοχώριες. Χωρίς φροντίδες ζουν εκείνοι μόνοι. Πιθάρια δύο βρίσκονται στου Δία το κατώφλι μ αυτά που εκείνος δίνει, το ένα με τις συμφορές, με τ αγαθά το άλλο. Και σ όποιον δίνει ανάμικτα ο βροντητής ο Δίας, άλλοτε το κακό κι άλλοτε πάλι το καλό τον βρίσκει. 530 Μα σ όποιον τυχόν δεινά και μόνο δίνει, αυτόν τον καταβάλλει και πάνω στην άγια τη γη σκληρή τον οδηγεί ανάγκη, και περιφέρεται ατίμητος από θεούς κι ανθρώπους. Και στον Πηλέα οι θεοί λαμπρά χαρίσαν δώρα απ όταν εγεννήθηκε ξεχώριζε ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους 535
ὄλβῳ τε πλούτῳ τε, ἄνασσε δὲ Μυρμιδόνεσσι, καί οἱ θνητῷ ἐόντι θεὰν ποίησαν ἄκοιτιν. ἀλλ ἐπὶ καὶ τῷ θῆκε θεὸς κακόν, ὅττί οἱ οὔ τι παίδων ἐν μεγάροισι γονὴ γένετο κρειόντων, ἀλλ ἕνα παῖδα τέκεν παναώριον οὐδέ νυ τόν γε 540 γηράσκοντα κομίζω, ἐπεὶ μάλα τηλόθι πάτρης ἧμαι ἐνὶ Τροίῃ, σέ τε κήδων ἠδὲ σὰ τέκνα. καὶ σὲ γέρον τὸ πρὶν μὲν ἀκούομεν ὄλβιον εἶναι ὅσσον Λέσβος ἄνω Μάκαρος ἕδος ἐντὸς ἐέργει καὶ Φρυγίη καθύπερθε καὶ Ἑλλήσποντος ἀπείρων, 545 τῶν σε γέρον πλούτῳ τε καὶ υἱάσι φασὶ κεκάσθαι. αὐτὰρ ἐπεί τοι πῆμα τόδ ἤγαγον Οὐρανίωνες αἰεί τοι περὶ ἄστυ μάχαι τ ἀνδροκτασίαι τε. ἄνσχεο, μὴ δ ἀλίαστον ὀδύρεο σὸν κατὰ θυμόν οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος, 550 οὐδέ μιν ἀνστήσεις, πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα. τὸν δ ἠμείβετ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής μή πω μ ἐς θρόνον ἵζε διοτρεφὲς ὄφρά κεν Ἕκτωρ κεῖται ἐνὶ κλισίῃσιν ἀκηδής, ἀλλὰ τάχιστα λῦσον ἵν ὀφθαλμοῖσιν ἴδω σὺ δὲ δέξαι ἄποινα 555 πολλά, τά τοι φέρομεν σὺ δὲ τῶνδ ἀπόναιο, καὶ ἔλθοις σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν, ἐπεί με πρῶτον ἔασας αὐτόν τε ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο. τὸν δ ἄρ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς μηκέτι νῦν μ ἐρέθιζε γέρον νοέω δὲ καὶ αὐτὸς 560 Ἕκτορά τοι λῦσαι, Διόθεν δέ μοι ἄγγελος ἦλθε μήτηρ, ἥ μ ἔτεκεν, θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος. καὶ δέ σε γιγνώσκω Πρίαμε φρεσίν, οὐδέ με λήθεις, ὅττι θεῶν τίς σ ἦγε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν. οὐ γάρ κε τλαίη βροτὸς ἐλθέμεν, οὐδὲ μάλ ἡβῶν, 565 ἐς στρατόν οὐδὲ γὰρ ἂν φυλάκους λάθοι, οὐδέ κ ὀχῆα ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων ἡμετεράων. τὼ νῦν μή μοι μᾶλλον ἐν ἄλγεσι θυμὸν ὀρίνῃς, μή σε γέρον οὐδ αὐτὸν ἐνὶ κλισίῃσιν ἐάσω στην τύχη και στα πλούτη στους Μυρμιδόνες ήταν βασιλιάς, κι αν και θνητός, οι θεοί του δώσανε αθάνατη γυναίκα. Αλλά ακόμη και σ αυτόν, μια στενοχώρια δώσαν οι θεοί, αφού δεν έχει στο παλάτι του παιδιά πολλά για διαδόχους, αλλά ένα έκανε παιδί, και ολιγόχρονο κι ούτε μπορώ εγώ 540 να τον φροντίζω που γερνά, γιατί μακριά από την πατρίδα κάθομαι, στην Τροία, προκαλώντας συμφορές σε σένα και τους γιους σου. Και για σένα, γέροντα, ακούγαμε παλιά πανευτυχής πως ήσουν πως απ όλα όσα πάνω εκεί ή Λέσβος, του Μάκαρος η χώρα, στα τείχη μέσα κρύβει, όπως και η Φρυγία πιο μακριά και ο ατέλειωτος Ελλήσποντος, 545 εσύ, γέροντα, σε πλούτο και παιδιά ανώτερος λένε πως ήσουν. Όμως, από τότε που οι ουράνιοι θεοί ετούτο σου στείλαν το κακό, μάχες και φόνοι συνεχώς γύρω απ την πόλη σου συμβαίνουν. Κρατήσου, μην οδύρεσαι σφοδρά μες στην ψυχή σου δε θα πετύχεις τίποτα θρηνώντας για τον γιο σου, 550 δε θα τον ξανακάνεις ζωντανό, αλλά κι άλλο κακό θα πάθεις». Απάντησε έπειτα σ αυτόν ο θεόμορφος ο γέροντας ο Πρίαμος: «Μη μου προτείνεις να καθήσω, διογέννητε, όσο ακόμα ο Έκτωρ αφρόντιστος στην κλίνη βρίσκεται, αλλά το γρηγορότερο να τον ελευθερώσεις, για να τον δουν τα μάτια μου, και δέξου τα λύτρα 555 τα πολλά που σου χω φέρει να τα χαρείς αυτά και να γυρίσεις πίσω στην πατρίδα σου, που έτσι μου επέτρεψες ο ίδιος εγώ να ζω και να κοιτώ το φως του ήλιου. Άγρια τον κοίταξε και του πε ο γοργοπόδης Αχιλλέας: «Μη μ εξοργίζεις άλλο τώρα, γέροντα και μόνος μου αποφάσισα 560 τον Έκτορα να δώσω, αλλά κι από τον Δία έφτασε ως αγγελιαφόρος η μάνα που με γέννησε, του γέροντα της θάλασσας η κόρη. Και ξέρω, Πρίαμε, καλά δεν ξέφυγε απ τον νου μου ότι κάποιος θεός και σένανε σε έφερε στων Αχαιών τα γρήγορα καράβια κανένας δεν θα τόλμαγε, έστω κι αν ήταν νέος, να έρθει 565 σε εχθρούς ανάμεσα ούτε τους φύλακες θα πέρναγε κι ούτε τις μπάρες θ άνοιγε εύκολα στις πύλες τις δικές μας. Τώρα, λοιπόν, μη μ εξοργίζεις, θλιμμένος καθώς είμαι, μήπως ούτε κι εσένα, γέροντα, σε λυπηθώ μες στη σκηνή μου,
καὶ ἱκέτην περ ἐόντα, Διὸς δ ἀλίτωμαι ἐφετμάς. 570 ὣς ἔφατ, ἔδεισεν δ ὃ γέρων καὶ ἐπείθετο μύθῳ. Πηλεΐδης δ οἴκοιο λέων ὣς ἆλτο θύραζε οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω θεράποντες ἕποντο ἥρως Αὐτομέδων ἠδ Ἄλκιμος, οὕς ῥα μάλιστα τῖ Ἀχιλεὺς ἑτάρων μετὰ Πάτροκλόν γε θανόντα, 575 οἳ τόθ ὑπὸ ζυγόφιν λύον ἵππους ἡμιόνους τε, ἐς δ ἄγαγον κήρυκα καλήτορα τοῖο γέροντος, κὰδ δ ἐπὶ δίφρου εἷσαν ἐϋξέστου δ ἀπ ἀπήνης ᾕρεον Ἑκτορέης κεφαλῆς ἀπερείσι ἄποινα. κὰδ δ ἔλιπον δύο φάρε ἐΰννητόν τε χιτῶνα, 580 ὄφρα νέκυν πυκάσας δοίη οἶκον δὲ φέρεσθαι. δμῳὰς δ ἐκκαλέσας λοῦσαι κέλετ ἀμφί τ ἀλεῖψαι νόσφιν ἀειράσας, ὡς μὴ Πρίαμος ἴδοι υἱόν, μὴ ὃ μὲν ἀχνυμένῃ κραδίῃ χόλον οὐκ ἐρύσαιτο παῖδα ἰδών, Ἀχιλῆϊ δ ὀρινθείη φίλον ἦτορ, 585 καί ἑ κατακτείνειε, Διὸς δ ἀλίτηται ἐφετμάς. τὸν δ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ, ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλον ἠδὲ χιτῶνα, αὐτὸς τόν γ Ἀχιλεὺς λεχέων ἐπέθηκεν ἀείρας, σὺν δ ἕταροι ἤειραν ἐϋξέστην ἐπ ἀπήνην. 590 ᾤμωξέν τ ἄρ ἔπειτα, φίλον δ ὀνόμηνεν ἑταῖρον μή μοι Πάτροκλε σκυδμαινέμεν, αἴ κε πύθηαι εἰν Ἄϊδός περ ἐὼν ὅτι Ἕκτορα δῖον ἔλυσα πατρὶ φίλῳ, ἐπεὶ οὔ μοι ἀεικέα δῶκεν ἄποινα. σοὶ δ αὖ ἐγὼ καὶ τῶνδ ἀποδάσσομαι ὅσσ ἐπέοικεν.595 ἦ ῥα, καὶ ἐς κλισίην πάλιν ἤϊε δῖος Ἀχιλλεύς, ἕζετο δ ἐν κλισμῷ πολυδαιδάλῳ ἔνθεν ἀνέστη τοίχου τοῦ ἑτέρου, ποτὶ δὲ Πρίαμον φάτο μῦθον υἱὸς μὲν δή τοι λέλυται γέρον ὡς ἐκέλευες, κεῖται δ ἐν λεχέεσσ ἅμα δ ἠοῖ φαινομένηφιν 600 ὄψεαι αὐτὸς ἄγων νῦν δὲ μνησώμεθα δόρπου. καὶ γάρ τ ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου, τῇ περ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροισιν ὄλοντο ἓξ μὲν θυγατέρες, ἓξ δ υἱέες ἡβώοντες. αν και ικέτης είσ εσύ, και παραβώ τις εντολές του Δία». 570 Έτσι του μίλησε, κι ο γέροντας φοβήθηκε κι υπάκουσε στον λόγο. Και σαν λιοντάρι απ τη σκηνή πετάχτηκε ο Πηλείδης, όχι μοναχός δύο σύντροφοι πηγαίνανε μαζί του, ο ήρωας Αυτομέδοντας κι ο Άλκιμος μαζί, που πιο πολύ τιμούσε ο Αχιλλεύς ανάμεσα στους άλλους μετά τον θάνατο του Πάτροκλου. 575 Λύσανε τότε αυτοί απ τον ζυγό άλογα και μουλάρια κι έφεραν μέσα στη σκηνή τον κήρυκα του γέρου και του δωσαν να κάτσει. Κι απ τη λαμπρή την άμαξα σηκώσανε τα πλούσια του Έκτορα τα λύτρα. Δύο σάβανα αφήσανε εκεί κι έναν καλό χιτώνα, 580 για να τυλίξει τον νεκρό και να τον δώσει ο Αχιλλεύς, πίσω για να τον πάνε. Τις δούλες κάλεσε αυτός και πρόσταξε τον Έκτορα να λούσουν και να χρίσουν παράμερα τον κουβάλησε, μη δει ο Πρίαμος τον γιο του και στη θλιμμένη του καρδιά τα νεύρα δεν κρατήσει κοιτάζοντας τον γιο του, και ταραχτεί ο Αχιλλέας μέσα του 585 και τον σκοτώσει, παραβιάζοντας τις εντολές του Δία. Κι όταν τον έλουσαν οι δούλες και τον έχρισαν με λάδι και σε σάβανο ακριβό τον τύλιξαν και σε χιτώνα, ο ίδιος ο Αχιλλεύς τον σήκωσε και τον έβαλε στην κλίνη, κι οι σύντροφοι μαζί μ αυτόν στην άμαξα την λαμπερή τον βάλαν. 590 Έβγαλε τότε ο Αχιλλεύς κραυγή μεγάλη και κάλεσε τον φίλο του με τ όνομά του: «Μαζί μου μην οργίζεσαι, Πάτροκλε, αν μαθαίνεις, παρ όλο που στον Άδη βρίσκεσαι, ότι τον Έκτορα τον θεϊκό τον άφησα για χάρη του αγαπημένου του πατέρα λύτρα ακριβά μου έδωσε. Θα σου αποδώσω εγώ απ αυτά εκείνα που σου πρέπουν». 595 Μίλησε και στη σκηνή του γύρισε ο θεϊκός Πηλείδης και κάθισε στον θρόνο τον περίτεχνο, όπου και πριν καθόταν, στον τοίχο τον απέναντι, και προς τον Πρίαμο αυτόν τον λόγο είπε: «Ο γιος σου, γέρο, πίσω δόθηκε, όπως εσύ ζητούσες, και κείτεται στην κλίνη του. Και μόλις ξημερώσει, 600 ο ίδιος θα τον δεις και θα τον λάβεις. Τώρα όμως εμείς το δείπνο ας σκεφτούμε. Γιατί και η καλλίκομη Νιόβη θυμήθηκε να φάει, αυτή που μες στο σπίτι της δώδεκα τέκνα έχασε, έξι αγόρια έφηβα και έξι θυγατέρες.
τοὺς μὲν Ἀπόλλων πέφνεν ἀπ ἀργυρέοιο βιοῖο 605 χωόμενος Νιόβῃ, τὰς δ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα, οὕνεκ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο καλλιπαρῄῳ φῆ δοιὼ τεκέειν, ἣ δ αὐτὴ γείνατο πολλούς τὼ δ ἄρα καὶ δοιώ περ ἐόντ ἀπὸ πάντας ὄλεσσαν. οἳ μὲν ἄρ ἐννῆμαρ κέατ ἐν φόνῳ, οὐδέ τις ἦεν 610 κατθάψαι, λαοὺς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων τοὺς δ ἄρα τῇ δεκάτῃ θάψαν θεοὶ Οὐρανίωνες. ἣ δ ἄρα σίτου μνήσατ, ἐπεὶ κάμε δάκρυ χέουσα. νῦν δέ που ἐν πέτρῃσιν ἐν οὔρεσιν οἰοπόλοισιν ἐν Σιπύλῳ, ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνὰς 615 νυμφάων, αἵ τ ἀμφ Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο, ἔνθα λίθος περ ἐοῦσα θεῶν ἐκ κήδεα πέσσει. ἀλλ ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα δῖε γεραιὲ σίτου ἔπειτά κεν αὖτε φίλον παῖδα κλαίοισθα Ἴλιον εἰσαγαγών πολυδάκρυτος δέ τοι ἔσται. 620 ἦ καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς σφάξ ἕταροι δ ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον εὖ κατὰ κόσμον, μίστυλλόν τ ἄρ ἐπισταμένως πεῖράν τ ὀβελοῖσιν, ὄπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα. Αὐτομέδων δ ἄρα σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ 625 καλοῖς ἐν κανέοισιν ἀτὰρ κρέα νεῖμεν Ἀχιλλεύς. οἳ δ ἐπ ὀνείαθ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον. αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, ἤτοι Δαρδανίδης Πρίαμος θαύμαζ Ἀχιλῆα ὅσσος ἔην οἷός τε θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει 630 αὐτὰρ ὃ Δαρδανίδην Πρίαμον θαύμαζεν Ἀχιλλεὺς εἰσορόων ὄψίν τ ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων. αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες, τὸν πρότερος προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής λέξον νῦν με τάχιστα διοτρεφές, ὄφρα καὶ ἤδη 635 ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν ἐμοῖσιν ἐξ οὗ σῇς ὑπὸ χερσὶν ἐμὸς πάϊς ὤλεσε θυμόν, Τ αγόρια ο Απόλλωνας τα σκότωσε με τ ασημένιο τόξο, 605 με τη Νιόβη θυμωμένος, και τα κορίτσια η Άρτεμη, που εκτοξεύει βέλη. Κι αυτό γιατί η Νιόβη σύγκρινε τον εαυτό της με τη Λητώ την όμορφη και είπε πως δύο τα παιδία που γέννησε εκείνη, ενώ πολλά η ίδια. Κι έτσι όλα της τα σκοτώσαν, αν και ήταν δυο εκείνοι. Κι αυτά για εννέα μέρες κείτονταν μέσα στα αίματά τους, κι ούτε κανείς υπήρχε 610 να τα θάψει, αφού ο γιος του Κρόνου είχε πετρώσει τους θνητούς τη δέκατη πια μέρα οι θεοί οι επουράνιοι τους θάψαν. Κι εκείνη τότε πια θυμήθηκε να φάει, όταν απόκαμε στο κλάμα. Και τώρα κάπου στα βράχια στα έρημα βουνά, στον Σίπυλο, όπου λένε πως ξεκουράζονται οι θεϊκές 615 οι νύμφες, που ξέφρενα χορεύανε δίπλα στον Αχελώο, εκεί, αν και η ίδια πέτρωσε, τον πόνο μέσα της τον τρέφει. Έλα λοιπόν, γέροντα θεϊκέ, κι εμείς οι δυο ας φροντίσουμε να φάμε. Έπειτα πάλι το αγαπημένο σου παιδί θα κλάψεις, όταν στην Τροία θα το πάρεις με δάκρυα πολλά θα το θρηνήσεις». 620 Είπε και πετάχτηκε ο γρήγορος Πηλείδης κι αρνάκι άσπρο έσφαξε. Οι σύντροφοι το έγδαραν και το ετοιμάσαν όπως πρέπει, το τεμαχίσανε προσεκτικά, το πέρασαν στη σούβλα, το έψησαν με την τέχνη τους κι απ τη φωτιά το βγάλαν. Ο Αυτομέδων έπειτα πήρε ψωμί και μοίρασε στο τραπέζι 625 μέσα σ ωραία καλαθάκια, κι ο Αχιλλέας έδωσε σ όλους κρέας. Και όλοι άπλωνανε τα χέρια τους στα έτοιμα φαγιά που ήτανε μπροστά τους. Κι όταν από φαΐ κι από ποτό χορτάσαν την ψυχή τους, στ αλήθεια ο Δαρδανίδης Πρίαμος θαύμαζε τον Αχιλλέα, το ύψος και τη διάπλασή του ίδιος με τους θεούς εκείνος ήταν. 630 Κι από την άλλη ο Αχιλλεύς τον Δαρδανίδη θαύμαζε τον Πρίαμο, βλέποντας την όψη του τη σεβαστή κι ακούγοντας τα λόγια του. Κι αφού χαρήκανε ο ένας κοιτάζοντας τον άλλο, πρώτος ο γερο-πρίαμος, θεόμορφος, στον Αχιλλέα είπε: «Στείλε με τώρα, διόθρεφτε, γρήγορα να πλαγιάσω, να 635 κοιμηθούμε και να χαρούμε και οι δυο με τον γλυκό τον ύπνο. Γιατί τα μάτια μου δεν έκλεισαν κάτω απ τα βλέφαρά μου από την ώρα που χασε ο γιος μου την ψυχή απ το δικό σου χέρι,
ἀλλ αἰεὶ στενάχω καὶ κήδεα μυρία πέσσω αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον. 640 νῦν δὴ καὶ σίτου πασάμην καὶ αἴθοπα οἶνον λαυκανίης καθέηκα πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην. ἦ ῥ, Ἀχιλεὺς δ ἑτάροισιν ἰδὲ δμῳῇσι κέλευσε δέμνι ὑπ αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ πορφύρε ἐμβαλέειν, στορέσαι τ ἐφύπερθε τάπητας, 645 χλαίνας τ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι. αἳ δ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι, αἶψα δ ἄρα στόρεσαν δοιὼ λέχε ἐγκονέουσαι. τὸν δ ἐπικερτομέων προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς ἐκτὸς μὲν δὴ λέξο γέρον φίλε, μή τις Ἀχαιῶν 650 ἐνθάδ ἐπέλθῃσιν βουληφόρος, οἵ τέ μοι αἰεὶ βουλὰς βουλεύουσι παρήμενοι, ἣ θέμις ἐστί τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν, αὐτίκ ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι ποιμένι λαῶν, καί κεν ἀνάβλησις λύσιος νεκροῖο γένηται. 655 ἀλλ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον, ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω. τὸν δ ἠμείβετ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής εἰ μὲν δή μ ἐθέλεις τελέσαι τάφον Ἕκτορι δίῳ, 660 ὧδέ κέ μοι ῥέζων Ἀχιλεῦ κεχαρισμένα θείης. οἶσθα γὰρ ὡς κατὰ ἄστυ ἐέλμεθα, τηλόθι δ ὕλη ἀξέμεν ἐξ ὄρεος, μάλα δὲ Τρῶες δεδίασιν. ἐννῆμαρ μέν κ αὐτὸν ἐνὶ μεγάροις γοάοιμεν, τῇ δεκάτῃ δέ κε θάπτοιμεν δαινῦτό τε λαός, 665 ἑνδεκάτῃ δέ κε τύμβον ἐπ αὐτῷ ποιήσαιμεν, τῇ δὲ δυωδεκάτῃ πολεμίξομεν εἴ περ ἀνάγκη. τὸν δ αὖτε προσέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς ἔσται τοι καὶ ταῦτα γέρον Πρίαμ ὡς σὺ κελεύεις σχήσω γὰρ πόλεμον τόσσον χρόνον ὅσσον ἄνωγας. 670 ὣς ἄρα φωνήσας ἐπὶ καρπῷ χεῖρα γέροντος ἔλλαβε δεξιτερήν, μή πως δείσει ἐνὶ θυμῷ. αλλά στενάζω συνεχώς κα λύπες ατελείωτες μέσα μου τις χωνεύω, καθώς κυλιέμαι στην κοπριά μες στην κλειστή αυλή μου. 640 Τώρα όμως δοκίμασα και φαγητό, και φλογερό κρασί κατέβασα στον λαιμό μου ενώ μέχρι πιο πριν τίποτα δεν είχα δοκιμάσει». Μίλησε ο γέρος, κι ο Αχιλλέας πρόσταξε τις δούλες του και τους συντρόφους στρώματα στην αίθουσα να βάλουν, και τα σεντόνια τα καλά και πορφυρά να στρώσουν, και τα σκεπάσματα ν απλώσουν από πάνω, 645 και μάλλινες κουβέρτες να βάλουν επιπλέον, για να σκεπαστούν. Οι δούλες βγήκαν απ το μέγαρο, πυρσούς κρατώντας με τα χέρια, κι αμέσως έπειτα γρήγορα στρώσανε δυο κρεβάτια. Και μίλησε στον γέρο ανάλαφρα ο γοργοπόδης Αχιλλεύς και του πε: «Έξω απ τη σκηνή, καλέ μου γέρο, να ξαπλώσεις, μήπως από τους Αχαιούς 650 κανένας ηγεμόνας εδώ εμφανιστεί, από αυτούς που πάντοτε παίρνουνε θέση δίπλα μου και συναποφασίζουν, καθώς είναι το πρέπον. Από αυτούς αν σ έβλεπε κανείς μέσα στη γρήγορη και μαύρη νύχτα, αμέσως στον Αγαμέμνονα τον αρχιστράτηγο θα το λεγε, και θα καθυστερούσαμε να δώσουμε σε σένα τον νεκρό σου. 655 Έλα όμως, πες μου το κι αυτό και φανέρωσέ μου την αλήθεια, πόσες σκοπεύεις μέρες τον Έκτορα τον θείο να τιμήσεις; Για να μη βγω στον πόλεμο και τους πολεμιστές να συγκρατήσω». Κι απάντησε έπειτα ο θεόμορφος ο γερο-πρίαμος σ εκείνον: «Αν θες στ αλήθεια να μ αφήσεις τον Έκτορα τον θεϊκό να θάψω, 660 έτσι αν πράξεις, Αχιλλεύ, θα με ευχαριστήσεις: Ξέρεις πως είμαστε κλεισμένοι μες στην πόλη, κι από μακριά τα ξύλα απ το βουνό θα φέρουμε, κι οι Τρώες πολύ φοβούνται. Εννέα μέρες τον νεκρό στο μέγαρο θα κλαίμε, στις δέκα θα κάνουμε ταφή και νεκρικό τραπέζι 665 στις έντεκα θα υψώσουμε επάνω του τον τύμβο, στις δώδεκα θα πολεμήσουμε, αν παραστεί ανάγκη». Σ αυτόν απάντησε ύστερα ο θεϊκός και γρήγορος Πηλείδης: «Αυτά θα γίνουν, γερο-πρίαμε, όπως εσύ το θέλεις. Θ απέχω από τον πόλεμο τόσο όσο μου είπες». 670 Έτσι μίλησε και τον γέροντα απ τον καρπό τον πήρε κι απ το δεξί το χέρι, μήπως και φοβηθεί μες στην καρδιά του.
οἳ μὲν ἄρ ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο κῆρυξ καὶ Πρίαμος πυκινὰ φρεσὶ μήδε ἔχοντες, αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς εὗδε μυχῷ κλισίης ἐϋπήκτου 675 τῷ δὲ Βρισηῒς παρελέξατο καλλιπάρῃος. Κι αυτοί εκεί στον πρόδομο ξαπλώσαν, ο κήρυξ και ο Πρίαμος, έχοντας πολλά μες στο μυαλό τους, κι ο Αχιλλεύς κοιμήθηκε στο βάθος της στέρεης σκηνής του 675 και δίπλα του κοιμήθηκε η όμορφη Βρισηίδα.