68 KEΦΑΛΑΙΟ V Ο ΛΕΩΝ ΣΓΟΥΡΟΣ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΣΤΟΝ ΑΚΡΟΚΟΡΙΝΘΟ Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ (1204 c. 108) Everyone who has made the steep, winding ascent to the walled crown of Acrocorinth has thought of the endurance of the men and horses to whom such a climb was an almost daily occurrence. Setton 1966, σ. 388. Για τα γεγονότα που ακολουθούν στο κεφάλαιο αυτό, την κάθοδο δηλαδή του Λομβαρδού στρατηλάτη Βονιφάτιου Μομφερρατικού, Λατίνου «βασιλέως» της Θεσσαλονίκης, στη νοτιοανατολική Στερεά Ελλάδα και στη συνέχεια στην Πελοπόννησο, αλλά κυρίως για τα όσα τραγικά και συνάμα θρυλικά έλαβαν χώρα στο απόκρημνο κάστρο του Ακροκορίνθου, αντλούμε πληροφορίες από τρεις κυρίως πηγές: το Χρονικόν του Μορέως (στην ελληνική, τη γαλλική και την αραγονική παραλλαγή του), το Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο και το Νικήτα Χωνιάτη. Το Χρονικόν του Μορέως, γραμμένο περισσότερο από έναν αιώνα μετά τα περιγραφόμενα εδώ γεγονότα, περιέχει και ορισμένα ανακριβή στοιχεία, ενώ οι Βιλλεαρδουίνος και Ν. Χωνιάτης θεωρούνται πλέον αξιόπιστες πηγές, αφού γράφτηκαν σε χρονική περίοδο σύγχρονη περίπου με αυτά 1. Τέλος, πολύτιμα συμπληρωματικά στοιχεία ερανιζόμαστε από δευτερεύουσες (και κατά πολύ μεταγενέστερες πηγές),όπως μια αναφορά του μητροπολίτη Μονεμβασίας Κυρίλλου προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, στα μέσα του 15 ου αιώνα, και ένα απόσπασμα από το χρονικό του Δωροθέου Μονεμβασίας (τέλη 16 ου αρχές 17 ου αιώνα). Μετά την άνοιξη του 1204, η λατινική προέλαση συνεχίστηκε και τα σταυροφορικά κατακτητικά στρατεύματα έκαναν όλο και περισσότερο αισθητή την παρουσία τους στον ελλαδικό χώρο. Ο τεμαχισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν 1 Βλ. Κορδώσης 1986, σ. 76.
69 πια πραγματικότητα και γύρω στην άνοιξη του 1204 ο λομβαρδικής καταγωγής μαρκήσιος
70 Βονιφάτιος Μομφερατικός έγινε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, με κτήσεις κυρίως στη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Παράλληλα, άρχισε να μοιράζει «φέουδα» στους ακολούθους του βαρόνους (λομβαρδικής καταγωγής τους περισσότερους, όπως και ο ίδιος), ιδρύοντας με τον τρόπο αυτόν «βαρονείες» -δώρα προς τους έμπιστους οπαδούς του 2. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο Βονιφάτιος ήταν μάλλον αρεστός τους Έλληνες κατοίκους των περιοχών αυτών, που τον αναγνώρισαν ως κύριό τους. Ένας από τους λόγους της συμπάθειας αυτής ήταν το γεγονός ότι είχε συνάψει συγγενικούς δεσμούς με τη βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια, καθώς μαρτυρεί ο Γεώργιος Ακροπολίτης: «ἐπειδὴ καὶ ὁ μαρκέσιος ἀξιόλογον μοῖραν τῇ συμμαχίᾳ ἦν ἐνεγκάμενος, ῥὴξ Θεσσαλονίκης παρὰ τοῦ Φλάντρα (=Βαλδουίνου Α της Φλάνδρας) τετίμητο, προσλαβόμενος καὶ γυναῖκα τὴν δηλωθεῖσαν Μαρίαν τὴν ἐξ Οὐγγρίας, πρότερον προσηρμοσμένην Ἰσαακίῳ τῷ βασιλεῖ (=Ἰσαάκιος Β Άγγελος: 1185-1195)...» 3. Όπως όμως αφηγήθηκε ο Βιλλεαρδουίνος, ένας Έλληνας άρχοντας, ο Λέων Σγουρός, αφού κυριάρχησε στις δύο σημαντικές παραλιακές πόλεις της Αργολιδοκορινθίας, το Ναύπλιο και το Άργος, αρνήθηκε τη συμμαχία του στο Βονιφάτιο. Αντίθετα, μάλιστα, ξεκίνησε πόλεμο εναντίον του Λατίνου κατακτητή, παίρνοντας στο πλευρό του πολλούς άλλους Ελληνες 4. Ας παρακολουθήσουμε στο σημείο αυτό σε γενικές γραμμές την προέλαση του Βονιφάτιου προς τη νότια Ελλάδα, αφότου ο τελευταίος πέρασε με μεγάλη ευκολία τα Τέμπη, μέσα από παραλιακά περάσματα δευτερεύουσας σημασίας, που είχαν παραμείνει αφύλακτα από τους Έλληνες. Έτσι, έφθασε τελικά στη Λάρισα, απ όπου είχαν αναχωρήσει εσπευσμένα οι Αλέξιος Γ Άγγελος και Λέων Σγουρός, και σταδιακά έγινε κύριος αρκετών 2 Setton 1966, σ. 389. 3 Ακροπολίτης, Α, σ. 13.11-14.- Σκουταριώτης, σσ. 453, 457. Για το γάμο αυτόν του Βονιφατίου βλ. εδώ κεφ. IV, σημ. 40 (με τη βιβλιογραφία). Για τον Βαλδουίνο Α της Φλάνδρας, πρώτο Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης το 1204-1205, βλ. Β. Hendrickx-Α. Σαββίδης, λ.στο ΕΠΛΒΙΠ 4 (2001, υπό έκδ.) 4 Bιλλεαρδουίνος/Faral, Β, παράγρ. 301, σσ. 108-109 = ελλην. μετάφρ. Αντύπας, σσ. 139-140. 4α Βλ. εδώ κεφάλαιο IV, σημ. 44-46. 4β Κεφάλαιο IV, σημ. 48-57.
71 θεσσαλικών προπυργίων 4α, ενώ ο Σγουρός απέτυχε στην προσπάθειά του να αναχαιτίσει τα λατινικά στρατεύματα στις Θερμοπύ- λες, όπως έχει ήδη αναφερθεί 4β. Πρέπει, πάντως, εδώ να σημειωθεί ότι μετά την υπο-
72 χώρησή του στις Θερμοπύλες ο Σγουρός δεν αποσύρθηκε απευθείας στον Ακροκόρινθο, καθώς πιστεύει ο J. Hoffmann 5, αλλά παρατάχθηκε και πάλι αμυνόμενος στον Ισθμό, αν και πλέον φαινόταν πως ο δρόμος για το Βονιφάτιο ήταν πια ελεύθερος. Η ταχεία και εύκολη προέλασή του προς νότον σύντομα σκόρπισε κάθε αμφιβολία ότι τελικός του σκοπός ήταν η κατάκτηση του Μορέως. Έτσι, από τις Θερμοπύλες τα σταυροφορικά στρατεύματα, περί τα τέλη του 1204 πέρασαν, μέσω της περιοχής της Γραβιάς, στα Σάλωνα (Άμφισσα) 6, εισβάλλοντας στη Βοιωτία, όπου τελικά κατέλαβαν την ονομαστή πόλη του Πελοπίδα και του Επαμεινώνδα, τις Θήβες 6α, χωρίς μάλιστα να γίνει η παραμικρή αψιμαχία. Σύμφωνα με το Νικήτα Χωνιάτη, οι Θηβαίοι, έχοντας προφανώς υποστεί ταλαιπωρίες από την εκεί σύντομη εξουσία του Σγουρού, άνοιξαν τις πύλες τους, πανηγυρίζοντας με γιορτές και ευχαριστίες υποδεχόμενοι το Λομβαρδό στρατηλάτη, «σαν κάποιο ντόπιο που γυρνούσε στον τόπο του μετά από μεγάλο ταξίδι: («ἐλάσας δὲ κἀπὶ τὴν Βοιωτίαν αὐτήν, ὡς οὐδέ τις ἐπανήκων οἴκαδε χρόνιος, ὑπὸ τῶν Καδμείων ἀσμένως προσδέχεται») 7. Το γεγονός πάντως αυτό της παράδοσης των Θηβών δεν εμπόδισε τα σταυροφορικά στρατεύματα να πραγματοποιήσουν λεηλασίες και καταστροφές στην τριγύρω περιοχή. Στη συνέχεια οι άνδρες του Βονιφάτιου προχώρησαν και κατέλαβαν την Εύβοια, που επίσης είχε γνωρίσει μια βραχύβια εξουσία του Σγουρού 8. Την (ανα)κατάληψη αυτή περιγράφει γλαφυρά ο Νικήτας Χωνιάτης: «ἐπὶ πᾶσιν οὐδ' Εὔβοια γενναῖον βλέπει τι καὶ ἐλεύθερον, ἀλλὰ καὶ αὕτη χεῖρα προτείνει καὶ τοῦ παλιρροθίου πορθμοῦ ταχύτερον 5 Hoffmann 1974, σ. 59. 6 Για τις οχυρές αυτές τοποθεσίες βλ. Koder-Hild, σσ. 167 (λ. «Grabia ), 254 (λ. «Salona») (του J. Koder). 6α Για τις Θήβες βλ. εδώ κεφάλαιο ΙΙΙ, σημ. 44. 7 Χωνιάτης Ν., σ. 609.81-82. Πρβλ. Γρηγορόβιος, Α, σσ. 370-374, ιδίως 377.- Miller 1960, Α, σ. 54.- Κορδάτος 1959, Β, σ. 23.- Setton 1976, σ. 23 α.- Koder-Hild, σσ. 69, 270 (λ. «Theben»/Ende 1204).- Μαλτέζου 1979, σ. 248.- Nicol 1979, σ. 78.- Cheetham 1981, σ. 59.- Σαββίδης 1981-82,σσ. 318-319.- Σαββίδης 1987-88, σ. 50 σημ. 79-81 (βιβλιογρ.).- Νιαβής 1992, σσ. 339-340 με τα σχόλια. Για την κατάληψη των Θηβών από το Βονιφάτιο βλ. και Τσεβάς 1928, σσ. 63-65. Δεν έγινε μάχη, ώστε να πέσει η Καδμεία, όπως έγραψε παλαιά ο Λάμπρος 1878, σ.104: «έπειτα υπετάγη η Φθιώτις, η Φωκίς, η Βοιωτία, πεσούσης δε της Καδμείας η νικώσα των σταυροφόρων στρατιά έφθασε προ των Αθηνών». 8 Βλ. κεφάλαιο ΙΙΙ, σημ. 46-48. Πρβλ. Σαββίδης 1981-82, σσ. 318-319 σημ. 13.
73 μεθαρμόζεται καὶ ὑποστρώννυσι τὴν διαβάθραν εὐροωτέρῳ τοῦ Εὐρίπου στρατεύματι καὶ φρούριον ὁρᾷ δομηθὲν ἐπ' αὐτῷ γε δὴ τῷ πορθμῷ καὶ στρατιὰν ἱζάνουσαν ἔνδοθεν πρὸς τὸ ἀνάρρουν ἀναστοιβάζουσαν δήπου τὰ τῶν Εὐβοέων ἀγχίστροφα διαβούλια καὶ τὸ τῆς γνώμης παλίμβολον ἐπισχήσουσαν» 9. Αν και η πλούσια πόλη της Χαλκίδας προστατευόταν από ισχυρά τείχη 9α, πολύ κοντά στην ηπειρωτική Ελλάδα, με την οποία μάλιστα ενωνόταν με γέφυρα, εν τούτοις έπεσε εύκολα στα χέρια των Λατίνων, αν και, όπως έγγραψε ο Μιχαήλ Χωνιάτης, θα περίμενε κανείς να αντισταθεί στην εχθρική εισβολή («Εὐβοίας δὲ καὶ αὐτῆς βούλεται (Βονιφάτιος) μὲν κατεμφορεῖσθαι, ὀλίγον δὲ διὰ ξύλον γεφύρας Ἄϊδ' ἐρύκει ῥᾷον γὰρ ἢ μῦσαι βλέφαρον ὑφελκόμενον, οὐκέτι τὸν ἐπ' Αὐλίδι παλιρρόθιον πορθμόν περατὸν τίθησιν οὐ μᾶλλον ἢ τὸ ὑπέρκεινα Γαδείρων πέλαγος») 10. Έτσι, για να ελέγχουν καλύτερα τον Πορθμό του Ευρίπου, οι Λατίνοι κατακτητές κατασκεύασαν στο στενότερο σημείο του φρούριο, το οποίο δόθηκε στη φύλαξη του Φλαμανδού ιππότη Ιακώβου ντ Αβέν (d Avesnes), που έμελλε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μετέπειτα σύγκρουση Βονιφατίου-Σγουρού 11. Αλλά επίσης και η Αττική με την πόλη των Αθηνών δεν αποτέλεσαν εξαίρεση αντιστεκόμενες στα στρατεύματα του Βονιφάτιου, που τις κατέλαβαν σχεδόν αμέσως. Ο μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης, βλέποντας το μάταιο της αντίστασης, παρέδωσε τα κλειδιά της πόλης του, περί τα τέλη του 1204/αρχές του 1205, στο Βονιφάτιο 12, αν και αρχικά σκέφθηκε να αντισταθεί στους Λατίνους, όπως είχε αντισταθεί πριν από μερικούς μήνες στην επιδρομή του Σγουρού. Ο αδελφός του Μιχαήλ, ο Νικήτας Χωνιάτης, περιγράφει της εξελίξεις: 9 Χωνιάτης Ν., σ. 609.88-95. 9α Βλ. Κεφάλαιο ΙΙΙ, σημ. 46. 10 Χωνιάτης Μ., Α, σσ. 315.29-316.3. 11 Βλ. ΜΣΕ 12, σ. 124 (λ. «Εύβοια»).- Κορδώσης 1986, σ. 74.- Για τον Ιάκωβο ντ Αβέν βλ. εδώ παρακάτω, σημ. 56. 12 Σύμφωνα με τον εκδότη του Ν. Χωνιάτη, J.-L. van Dieten (σημ. στη σ. 610 της έκδοσης), ο Βονιφάτιος έγινε κύριος των Αθηνών στις αρχές του 1205.
74 «προϊὼν δὲ κρατεῖ καὶ τῆς Ἀττικῆς καὶ τῇ ἀκροπόλει φρουρὰν ἐγκαθίστησιν, εἶχε δὲ ὁ προεδρεύων ἱερατικῶς τῆς πόλεως (=Μιχαήλ Χωνιάτης), ὥσπερ Σγουρὸν πρότερον, οὕτω καὶ τότε μαρκέσιον ἀποπέμψασθαι μὴ εἶναι δὲ δοκιμάζων καιρὸν ἀντιστάσεως, οἷα τῆς τῶν πόλεων βασιλίδος ἁλούσης, τῆς δ' ἑσπερίου καὶ ἐῴας ὑπὸ Ῥωμαίους λήξεως τὴν σκιὰν ὑπιούσης τοῦ Λατινικοῦ δόρατος, ἀναιμωτὶ τοῦ ἐρύματος ὑπεξίσταται» 13. Έτσι, η λατινική φρουρά εγκαταστάθηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών 14. Η αρχαία πόλη της Παλλάδος έγινε κέντρο χωριστού λατινικού «κρατιδίου», γνωστού στη βιβλιογραφία ως «Φραγκικού Δουκάτου των Αθηνών», που περιέβαλε την Αττική, τη Μεγαρίδα, τη Βοιωτία και, αργότερα για ένα διάστημα, το Άργος και το Ναύπλιο. Στα τέλη του 1204/αρχές 1205, επίσης, ο Όθων Α ντε λα Ρος (de la Roche), γιος Βουργούνδιου ευγενούς στον οποίο παραχωρήθηκε η περιοχή, ονομάστηκε «dominus Athenarum» ή «sire d Athènes» («μέγας κύριος», «μέγας κυρ», εξ ου και «Μεγαλοκυράτο των Αθηνών») για τα χρόνια 1205-1225 15. Αλλά, παρά το γεγονός ότι οι Λατίνοι «βάρβαροι» έκαναν δική τους τότε την ιστορική πόλη, καταστρέφοντας μεταξύ άλλων την πλούσια συλλογή χειρογράφων και βιβλίων του μορφωμένου ιεράρχη της, που αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της εξορίας, για να καταλήξει απομονωμένος στο νησί της Κέας-Τζιάς 16,ο ίδιος αυτός ταλαιπωρημένος μητροπολίτης μαρτυρεί σε αρκετές από τις πολύτιμου περιεχομένου επιστολές του ότι ο «τάχα ὁμοεθνὴς οὖτος» (όπως αναφέρεται περιφρονητικά στο 13 Χωνιάτης Ν., σσ. 609.83-610.88. Πρβλ. Λάμπρος 1878, σσ. 104-105 και 1908, σσ. 201-202.- Γρηγορόβιος, Α, σσ. 372-380 (λεπτομερώς).- Stadtmüller 1933, σ. 183 εξ.- Κορδάτος 1959, Β, σ. 23.- Bon 1969, Α, σσ. 55-56.- Cheetham 1981, σ. 59.- Koder-Hild, σσ. 69, 127 (λ. «Athenai»/Ende 1204).- Μοσχονάς 1996, σ. 145. 14 Βλ. Nicol 1979, σ. 78.- Hoffmann 1974, σ. 59.- Setton 1966, σ. 389. 15 Πρβλ. Α. Σαββίδης, «Αθηνών Δουκάτο-Μεγαλοκυράτο», ΕΠΛΒΙΠ 1 (1996), σσ. 154-155. 16 Βλ. Γρηγορόβιος, Α, σσ. 375-378. Ο Μιχαήλ Χωνιάτης βρισκόταν ακόμη στην πόλη των Αθηνών το καλοκαίρι του 1205. Αργότερα πήγε στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Εύβοια, για να καταλήξει εξόριστος στην Κέα, την οποία δεν είχαν ακόμη καταλάβει οι σταυροφόροι. Αργότερα πέθανε (c. 1222) στη μονή Προδρόμου, κοντά στις Θερμοπύλες: πρβλ. Κατσαρός 1981.- Σαββίδης 1987β, σ. 94.- A. Kazhdan-A. Cutler, λ. στο ODB, σ. 427β. Βλ. και εδώ, κεφ. ΙΙΙ.
75 Λέοντα Σγουρό) είχε γίνει πρόξενος ακόμη μεγαλύτερων συμφορών για τον τόπο 17, φτάνοντας μάλιστα ως την έσχατη εξαθλίωση να δολοφονήσει το νεότερο Μιχαήλ Χωνιάτη, μικρανηψιό του ιεράρχη (γιο του ανηψιού του, Γεωργίου Χωνιάτη), τον οποίο είχε αιχμαλωτίσει το 1203-1204, κατά την πολιορκία της Αθήνας, κρατώντας τον ως «παιδόπουλο» στην ακολουθία του 18. Πραγματικά αποκρουστικά αισθήματα δημιούργησε ο Σγουρός με την πράξη του αυτήν στο λόγιο ιεράρχη, που σε διάφορες επιστολές του αναφέρεται στον τελευταίο με ποικίλα «κοσμητικά» επίθετα, όπως «πρώιμος Ἀντίχριστος» 19, «μιαιφόνος καὶ αἱμοχαρὴς ψυχή» 20, «ἀνθρωποκτόνος» 21, «αἱμοχαρὴς καὶ νηλεὴς ψυχή» 22, «μιαιφονώτατος τῶν ἐκ τοῦ παντὸς αἰῶνος παλαμναίων τυράννων καὶ τοῦ ἀπ' ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνου υἱὸς πρωτότοκος» 23, «θηρίον πονηρόν» 24, «κὺν λυσσητὴρ» (=λυσσασμένος σκύλος) 25, «χοῖρος βορβοροφάγος» 26, «ἀνθρωποβόρος» 27 κ.λπ. 28. Ο Κορδάτος, μάλιστα, αφήνει να υπονοηθεί σεξουαλική «μεταχείρηση» του νεαρού Χωνιάτη από τον «απαίσιο Σγουρό», αλλά η άποψη αυτή βασίζεται μόνο σε εικασίες 29. Αιτία θανάτου του μικρού, άτυχου συγγενή του ιεράρχη της Αθήνας είχε υπάρξει η «άτσαλη» ενέργειά του, όταν κάποια μέρα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Ακροκορίνθου (στις τελευταίες του φάσεις, γύρω στο 1208) έσπασε κατά λάθος, από απειρία, κάποιο πολύτιμο σκεύος (ποτήρι), με αποτέλεσμα ο εκνευρισμένος Σγουρός έγκλειστος για πολύ καιρό στον Ακροκόρινθο να τον σκοτώσει κτυπώντας 17 Χωνιάτης Μ./Λάμπρος, Β, σσ. 169.25-170.2, ιδίως 169.28 (για το σχετικό χαρακτηρισμό). Πρβλ. Λαμπρυνίδης 1975, σ. 30.- Σαρδελής 1974, σ. 14.- Setton 1976, σσ. 23 α (με αγγλική μετάφρ.), 406. Βλ. και εδώ, κεφ. ΙΙ, σημ. 27. 18 Βλ. εδώ κεφάλαιο ΙΙΙ, σημ. 32. Χωνιάτης Μ., Β, σσ. 165, 178, 181, 185, 186. Πρβλ. Miller 1960, Α, σ. 51.- Setton 1976, σσ. 23-24 σημ. 96 (αγγλ. μετάφρ.).- Κορδώσης 1986, σ. 46. Ο Λάμπρος 1908, σ. 145, συνέκρινε τα «παιδόπουλα» με τους «pages» των λατινικών Αυλών του μεσαίωνα στη Δύση. Πρβλ. Χωνιάτης Μ., Β, σ. 611 (σχόλιο). 19 Χωνιάτης Μ., Β, σ. 139.25. 20 Ό.π., σσ. 140.1, 163.24. 21 Ό.π., σ. 140.2. 22 Ό.π., σ. 163.29. 23 Ό.π., σ. 164.5-6. 24 Ό.π., σσ. 168.28, 169.5 25 Ό.π., σ. 169.7 26 Ό.π., σ. 169.8. 27 Ό.π., σ. 169.20. 28 Πρβλ. τα σχόλια του Νιαβή 1992, σ. 344 εξ. 29 Βλ. Κορδάτος 1959, Β, σ. 22 σημ. 1.
76 τον δυνατά στο κεφάλι με σιδερένιο λοστό («ὄργανον...σιδηροβριθές») 30.Ενδιαφέρον σχετικά με την άγρια αυτή δολοφονία παρουσιάζει η μελέτη του M. Gallina (του 1987), όπου ο συγγραφέας παρατηρεί πως στα δύο γράμματα του Μιχαήλ Χωνιάτη προς τον ανηψιό του Γεώργιο (τον πατέρα του τραγικού μικρού θύματος), η παρηγορητική πρόθεση παραχωρεί τη θέση της σε μια πιο φιλόδοξη επιθυμία, δίνοντας στα γραπτά του αυτά πολιτικό χαρακτήρα, αφού ο Λέων Σγουρός αναδεικνύεται εδώ σε συμβολική μορφή του κάθε αντιπάλου προς την διάδοχη του Βυζαντίου Αυτοκρατορία της Νικαίας 31. Συνοψίζοντας, εξάλλου, σχετικά με τη λατινική κατάκτηση της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδος, η Λάρισα και ο Αλμυρός παραχωρήθηκαν στο Λομβαρδό ευπατρίδη Γουλιέλμο «ντι Λάρσα» (di Larsa), το θεσσαλικό Βελεστίνο (οι αρχαίες Φερές) έγινε φέουδο του κόμη Βερτόλδου του Κατζένελμπόγκεν (Berthold von Katzenelbogen) 32, ενώ στην ορεινή περιοχή των Θερμοπυλών εγκαταστάθηκε ο Ιταλός μαρκήσιος Γουίδων/Γκυ Παλλαβιτσίνι (Guido Pallavicini, ο «Μαρκελλόπουλος» των Ελλήνων), ιδρυτής της μαρκιωνίας της Βοδονίτσας (σημ. Μενδενίτσα). Στους πρόποδες του Παρνασσού, επίσης, διαμορφώθηκε η περιοχή του κάστρου των Σαλώνων (Άμφισσας, γαλλικά La Sole) ως φέουδο του Θωμά ντε Στρομονκούρ (de Stromoncourt, d Autremencourt), ο οποίος ανήγειρε φρούριο στα ερείπια της ακρόπολης της Άμφισσας. Η λατινική αυτή πολιτεία (κρατίδιο) πήρε το όνομά της από τον ίδιο το βασιλιά της Θεσσαλονίκης, Βονιφάτιο, ο οποίος είχε πλέον καταστεί «κύριος απάσης της ανατολικής Ελλάδος μέχρι του Ισθμού» 33. Η λατινική κατάληψη της Θεσσαλίας, πάντως, έμελλε να κρατήσει δεκαεπτά περίπου χρόνια, ώς το 1222, οπότε προσαρτήθηκε από τη δυναστεία των Αγγελο-Κομνηνο-Δουκών της Ηπείρου και έμελλε να έχει τη δική του ιστορία σταδιακά ανεξαρτητοποιούμενο στην επόμενη 30 Χωνιάτης Μ., Β, σ. 163.26-27.Πρβλ.στο ίδιο, σ. 163.21-22: «σιδηρέω ῥοπάλῳ». Βλ. και τα σχετικά σχόλια του Λάμπρου στην ίδια έκδοση, σσ. 611-612. Για το γεγονός αυτό πρβλ. Γρηγορόβιος Α, σ. 368.- Setton 1976, σ. 23 α σημ. 96 (με τη χρονολόγηση στο 1208).- Σαββίδης 1987 α, σ. 76 α.- Κορδώσης 1986, σσ. 45-46, 46-47 σημ. 15, 48. Επίσης, Λάμπρος 1878, σ. 103.- Stadtmüller 1933, σς. 182, 254-255. 31 Βλ. Gallina 1987, passim (με το χαρακτηριστικό τίτλο: «Η δολοφονία της τάξης: δύο επιστολές του Μιχαήλ Χωνιάτη [c.1208] για το θάνατο του ανηψιού του»). Γενικά για το γεγονός βλ. τις αναφορές του Μ. Χωνιάτη, Β, σσ. 100 εξ., 139-142, 168-170 και τα σχόλια στη σ. 611. 32 Για τον Βερτόλδο βλ. Gerland 1966, σσ. 162 εξ., 170 εξ.- Longnon 1978, σσ. 244-245 και τη βιβλιογρ. στον B. Hendrickx, λ. στο ΕΠΛΒΙΠ 4 (2001, υπό έκδοση). Για το Βελεστίνο (σωστότερα: «τον Βελεστίνο») την εποχή αυτήν βλ. Koder-Hild, σ. 133 (του F. Hild).
77 περίοδο. Πρόσφατα έχει γίνει λόγος για την ύπαρξη ημιανεξάρτητου κρατιδίου της Θεσσαλίας, που θα πρέπει να έχει τη δική του θέση στην ιστοριογραφία της μετά το 1204 περιόδου, παράλληλα με εκείνες των κρατών της Νικαίας, της Ηπείρου, της Τραπεζούντος, του Μορέως (Μυστρά), των Δωδεκανήσων κ.λπ. 34. Στο μεταξύ, μετά την κατάληψη της ανατολικής Στερεάς, οι Λατίνοι κατευθύνθηκαν προς την Πελοπόννησο, συνεχίζοντας την προέλασή τους. Ο Βονιφάτιος σκόρπισε την αμυντική γραμμή του Σγουρού στον Ισθμό, κατέλαβε την Κόρινθο και προχώρησε με κατεύθυνση το Ναύπλιο, ενώ οι Ιάκωβος ντ Αβέν και Όθων ντε λα Ρος απέκλεισαν και άρχισαν να πολιορκούν το Σγουρό στον Ακροκόρινθο, ξεκινώντας αυτό που επρόκειτο να μετεξελιχτεί σε μια επική μάχη. Ιδού πως αφηγείται ο Νικήτας Χωνιάτης την εισβολή του Μορέως από το Βονιφάτιο: «Ἀλλὰ τί; προφθάνει μου τὸν λόγον τὸ βάρβαρον καὶ τοῦ πτεροῦ τῆς ἱστορίας ταχυπετέστερον φέρεται καὶ οὐδέ πῃ ὡς ἀντίξουν ἐπέχεται. ἡ μὲν γὰρ ἔτι προνομεῦον αὐτὸ τὰς Θήβας καὶ χειρούμενον Ἀθήνας, τῆς δ' Εὐβοίας ἐπιβαῖνον διέξεισι τὸ δέ, ὡς μὴ πεζαίτερον ὄν, ἀλλὰ πτηνὸν καὶ ἀέριον, ὑπερπτὰν τὴν ἱστορίαν χωρεῖ πρὸς Ἰσθμόν, τροποῦται τὸ πρὸ Ἰσθμοῦ προσεδρεῦον Ῥωμαϊκόν, πρόεισιν εἰς πόλιν πρὸς Ἰσθμῷ κειμένην καὶ πάλαι ἀφνειὸν τὴν Κόρινθον, μεθίσταται πρὸς Ἄργος, περιπαπταίνει τοὺς Λάκωνας, ἐς Ἀχαΐαν ἔνθεν προσβάλλει, ἐκ τοῦδε τὴν Μεθώνην μετέρχεται καὶ ὁρμᾷ πρὸς Πύλον τὴν πατρίδα Νέστορος» 35. Περισσότερα στοιχεία για τις λατινικές επιχειρήσεις στον Μορέα παρέχει η ελληνική διασκευή του Χρονικού του Μορέως, η οποία διαφέρει ως προς αρκετά σημεία από τις υπόλοιπες πηγές, δίνοντας αξιόλογες λεπτομέρειες που θα πρέπει να 33 Παπαρρηγόπουλος, Ε 1, σ. 17.- Gerland 1966, σ. 163.- Μαλτέζου 1979, σ. 78.- Setton 1966, σ. 389. Για τους Γουίδωνα Παλλαβιτσίνι και Θωμά ντε Στρομονκούρ βλ. τα προσωπογραφικά στοιχεία στον Longnon 1978, σσ. 132-133 (Θωμάς), 241-242 (Γονίδων). 34 Ειδικά βλ. Α. Σαββίδης, «Περί του βυζαντινού κρατιδίου της Θεσσαλίας», ΠΣ Β Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 1994, σσ. 73-80 και αναλυτικότερα Savvides (εδώ κεφάλαιο IV, σημ. 6). 35 Χωνιάτης Ν., σ. 610.1-10. Η άποψη του Πόταρη 1959, σσ. 5-6, ότι μετά την υποχώρησή του από τον Iσθμό ο Σγουρός κατευθύνθηκε στο Ναύπλιο, δεν ευσταθεί (βλ. και παρακάτω).
78 λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, παρά το γεγονός ότι αποτελεί πηγή μεταγενέστερη 36. Κατά το χρονικό, την πτώση της ανατολικής Στερεάς Ελλάδος στους Λατίνους, ακολούθησε η προέλαση των τελευταίων προς την Πελοπόννησο. Οι Δυτικοί ιππότες, αφού κατέλαβαν την Πάτρα και την Ανδραβίδα,, προχώρησαν προς την Κόρινθο, την οποία και κατέλαβαν, με επικεφαλής τους τον Γουλιέλμο (Α ) Σαμπλίτη (τον «Καμπανέση» του Χρονικού) : «Ἀφότου γὰρ ἀπέσωσεν ἐκεῖσε ὁ Καμπανέσης, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγήσομαι, στῆς Κόρινθος τὴν χώραν, κ' ἔβαλεν τὰ φουσσᾶτα του καὶ περιεγύρισέ την. Ἀφῆκεν κι ἀναπαύτηκαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἐπὶ τῆς αὐρίου γὰρ τὸ πρωΐ, ὡσὰν ἐξημερῶσεν, ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους, τὸν πόλεμον ἀρχάσαν. Τὰ τριπουτσέτα ἐσύρνασιν γύρωθεν εἰς τοὺς πύργους, κ'οἱ τζάγρες οὐκ ἀφήνασιν ἄνθρωπον νὰ προσκύψ ῃ ἔξω ἐκ τὰ δόντια τοῦ τειχίου νὰ ἰδοῦν τὸ ποῖος τοξεύει. Τὲς σκάλες ὅπου εἴχασιν ἐστῆσαν εἰς τοὺς τοίχους, κ' εὐθέως ἀπέσω ἐσέβησαν, ἐπιάσασιν τὴν χώραν. Ὅσοι ἐπαρεδόθησαν ἐλεημοσύνην ηὗραν οἱ δὲ ποῦ εἰς πόλεμο ἔστηκαν ἀπὸ σπαθίου ἀποθάναν. Ὁ Σγουρὸς γὰρ ὡς φρόνιμος καὶ βέβηλος ὅπου ἦτον, ἔφυγεν καὶ ἀνέβηκεν ἐκεῖ ἀπάνω εἰς τὸ κάστρον (=Ακροκόρινθο). Κι'ἀφότου οἱ Φράγκοι ἐπιάσασιν τὴν χώραν τῆς Κορίνθου, 36 Βλ. Θέκλα Σανσαρίδου-Hendrickx, λ. «Μορέως Χρονικόν», ΛΒΠ σσ. 288-290 και Σανσαρίδου- Hendrickx 1999, σσ. 11-12 και passim.
79 ὁ Καμπανέσης ὥρισεν, διαλαλημὸν ἐποιῆσαν, ὅτι ὅσοι ἐκ τὰ περίγυρα τῶν χώρων τῆς Κορίνθου θέλουν να προσκυνήσουσιν, νὰ τὸν δεχτοῦν δι'ἀφέντην, νὰ ἔχουν τιμὴν καὶ εὐεργεσίαν, ἀναδοχὴν μεγάλην οἱ δὲ πιαστοῦν εἰς πόλεμον ἐλεημοσύνη οὐ μὴ εὕρουν» 37. Μετά τη διάλυση των δυνάμεών του στον Ισθμό και ενώ τα λατινικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Πελοπόννησο, ο Σγουρός αποφάσισε να συνεχίσει την άμυνά του ταμπουρωνόμενος στον Ακροκόρινθο, ελπίζοντας ότι και τα δύο άλλα του προπύργια, η Κόρινθος και το Ναύπλιο θα άντεχαν, αφού, καθώς τα χαρακτήρισε ο Βιλλεαρδουίνος, ήταν δύο παραθαλάσσιες πόλεις «απ τις πιο ισχυρές κάτω από τον ουρανό» 38. Η κάτω πόλη της Κορίνθου, όμως, έπεσε πολύ γρήγορα και ο Σγουρός κλείστηκε με τους στρατιώτες του και τα γυναικόπαιδα της πόλης στον Ακροκόρινθο 39, καθώς περιγράφει ο ανώνυμος χρονικογράφος : «Τὸ κάστρον γὰρ τῆς Κόρινθος κεῖται ἀπάνω εἰς ὄρος βουνὶν ὑπάρχει θεόχτιστον καὶ ποῖος νὰ τὸ ἐγκωμιάσῃ; ἡ χώρα γὰρ εὑρίσκετον κάτωθεν εἰς τὸν κάμπον, μὲ πύργους γὰρ καὶ μὲ τειχέα καλά περικλεισμένη......κι ὡς ἐπληροφορήθηκεν (=Λέων Σγουρός) ὅτι ἔρχονται οἱ Φράγκοι, 37 Χρονικόν Μορέως, στίχ. 1475-1495. Γενικά για την εισβολή του Βονιφάτιου στην Πελοπόννησο βλ. Miller 1960, Α, σ. 57 εξ.- Πόταρης 1959, σ. 5.- Καψάλης 3, σ. 607.- Κορδάτος 1959, Β, σ. 24.- Κορδώσης 1981, σ. 95 και 1986, σ. 77 εξ.- Λαμπρυνίδης 1975, σ. 32.- Δοανίδου 1989, σσ. 17, 39. 38 Βιλλεαρδουίνος/Faral, Β, παράγρ. 301: que il ere saisiz de Corinthe et de Νaples, II. citez qui sor mer sient, des plus fors desoz ciel = μετάφρ. Αντύπας, σ. 139.- πρβλ. Faral, B, σσ. 132-133, παράγρ. 324 = μετάφρ. Αντύπας σ. 150. 39 Για τον Ακροκόρινθο και τις μεσαιωνικές του οχυρώσεις βλ. Carpenter-Bon 1936, passim.- Bon 1936, passim.- Andrews 1953, σσ. 90-105.- Καλονάρος 1956.- Καψάλης 1.- Σφηκόπουλος, σσ. 61-67 (με τις φωτογραφίες), ιδίως 64-66 και σσ. 89 εξ., 102 εξ. (οχυρώσεις Άργους, Ναυπλίου-Ακροναυπλίας).- Ταρσούλη, σ. 63 εξ.- Κωστοπούλου 1979.- Γκίκας 1979, σ. 9 εξ.- Γκίκας 1981, σσ. 42-43.- Bon 1969, Α, σσ. 674-677, αλλά και 473 εξ., 491 εξ. (οχυρώσεις Άργους και Ναυπλίου).- Άννα Ντούλια-Ν. Νικολούδης, «Ακροκόρινθος», ΛΒΠ, σσ. 38-39 με τη βιβλιογρ. Τεσσεράμισυ περίπου χιλιόμετρα από την ακτή του Κορινθιακού Κόλπου και νοτιοδυτικά της νέας Κορίνθου, ο Ακροκόρινθος είχε διαχρονική παρουσία στις ιστορικές εξελίξεις της περιοχής. Η παλαιά Κόρινθος βρισκόταν πολύ κοντύτερά του από
80 ἀπό τὴν χώρα (=Κάτω Κόρινθο) ἐξήβαλεν γυναῖκες καὶ παιδία, ὡσαύτως καὶ τὸν λίον λαὸν ὅπου ἅρματα ἐβαστοῦσαν, κι ἀπάνω τοὺς ἀνέβασεν στὸ κάστρο τῆς Κορίνθου κ' ἐκεῖνος γὰρ ἐνέμεινεν ἐκεῖσε εἰς τὴν χώραν μὲ ὅσοι ἐβαστοῦσαν ἅρματα διὰ νὰ τὴν διαφεντέψῃ» 40. Αναφερόμενος ο συγγραφέας του Χρονικού του Μορέως στην απόφαση του Σγουρού για εγκλεισμό των γυναικοπαίδων της Κορίνθου στην Ακροκόρινθο και την ανάθεση από αυτόν στους στρατιώτες του για τη φύλαξή τους, χρησιμοποιεί τον άκρως ενδιαφέροντα όρο (για τους στρατιώτες του αυτούς) «λίον λαὸν ὅπου ἅρματα ἐβαστοῦσαν» (στίχ. 1471). Καθώς τονίζει σχετικά η Θέκλα Σανσαρίδου-Hendrickx σε ειδική για το Χρονικόν του Μορέως μονογραφία της, δεν καθίσταται στην περίπτωση αυτή γνωστό αν ο χαρακτηρισμός αυτός (λίος λαός) γίνεται με κριτήρια καθαρά οικονομικά 41. Πάντως, ο χρονικογράφος σαφώς μαρτυρεί ότι όσοι από τους κατοίκους της Κορίνθου παραδόθηκαν, αντιμετωπίστηκαν επιεικώς από τους Λατίνους, σε αντίθεση με εκείνους που προέβαλαν αντίσταση, με αποτέλεσμα να περάσουν από σπαθί, χωρίς έλεος (στίχοι 1486-1487). Ο δε Νικήτας Χωνιάτης γλαφυρά παρομοιάζει τον αναγκαστικό εγκλεισμό του Σγουρού στον Ακροκόρινθο με το λαβωμένο θηρίο ή το τυλιγμένο φίδι μέσα στη φωλιά του: «Ὁ δὲ δὴ Σγουρὸς ἐπὶ τούτοις ἠπορηκὼς καὶ τὸ Ἄργος ὁρῶν ἐχόμενον καὶ τὰς περιοικίδας πόλεις συνειλημμέναις ὡς ἐς ἄντρον λάσιος θὴρ ἤ ὡς ὄφις ἑρπυστὴς ἐς χειὰν συσπειρᾶται τὸν Ἀκροκόρινθον» 42. Πριν συνεχίσουμε εδώ την αφήγηση των γεγονότων γύρω από τον Ακροκόρινθο, σημειώνουμε ότι οι σχετικές μαρτυρίες των κυριοτέρων πηγών σχετικά με την κατάληψη της βοριοδυτικής αλλά και της βορειοανατολικής πλευράς του τη νέα, στους πρόποδές του. Η νέα Κόρινθος ξανακτίστηκε το 1858 μετά από τον καταστροφικό σεισμό που ισοπέδωσε την παλαιά πόλη (βλ. Καψάλης 2, σ. 891). 40 Χρονικόν Μορέως, στίχ. 1459-1462 και 1469-1474. 41 Βλ. Σανσαρίδου-Hendrickx 1999, σ. 97.
81 Μορέως μετά το 1204 παρουσιάζουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους. Για παράδειγμα, και οι τρεις παραλλαγές του Χρονικού του Μορέως (ελληνική, γαλλική, αραγωνική) αναφέρουν ως πρώτο κατακτητή τον Γουλιέλμο (Α ) Σαμπλίτη, ο οποίος ξεκίνησε τις επιχειρήσεις του 42 Χωνιάτης Ν., σ. 610.26-28.
82 από την Αχαία και στη συνέχεια κατέλαβε εύκολα την πόλη της Κορίνθου, καθώς και χωρίς μεγάλη αντίσταση το μεγαλύτερο τμήμα της βόρειας Αργολίδας, κάτι βέβαια που καταρρίπτεται από τα στοιχεία των άλλων δύο (συγχρόνων με τα γεγονότα) πηγών, του Νικήτα Χωνιάτη και του Βιλλεαρδουίνου 43. Ο τελευταίος αναφέρει σαφώς ως επικεφαλής των σταυροφόρων το Βονιφάτιο Μομφερρατικό, ενώ και ο Χωνιάτης κάνει λόγο για κατάληψη της Κορίνθου καθώς και για πολεμικές επιχειρήσεις (πολιορκία) του Ναυπλίου 44. Μετά την εύκολη κατάκτηση της Κορίνθου από τη λατινική στρατιά, ο Βονιφάτιος από την αρχή κατανόησε ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσε να γίνει κύριος και του οχυρού απόκρημνου Ακροκορίνθου, κατά τη χρονική εκείνη στιγμή ενός από τα ισχυρότερα και πλέον δυσάλωτα φρούρια του μεσαιωνικού κόσμου (είδαμε πιο πάνω τα λόγια θαυμαστού γι αυτόν του συγγραφέα του Χρονικού του Μορέως, που ομολογεί πως δύσκολα θα εύρισκε κάποιος αντάξιο εγκώμιο για την αντοχή του και τις οχυρώσεις του: στίχοι 1459-1462). Εκεί λοιπόν ταμπουρώθηκε ο Λέων Σγουρός, στον γιγάντιο και εντυπωσιακό αυτό βράχο με το φρούριο, ύψους 540 περίπου μέρων. Το τμήμα δυτικά, βόρεια και βορειοανατολικά ήταν σχεδόν κάθετο προς το έδαφος, ενώ τα περάσματα ήταν ανεμοδαρμένα και πολύ απότομα. Υπήρχαν δύο τείχη πριν από το κυρίως τμήμα του κάστρου και η συνολική οχύρωση απλωνόταν σε έκταση πέντε περίπου χιλιομέτρων. Όλα δηλαδή έδειχναν ότι μια πολιορκία του θα κρατούσε πολύ καιρό. Για τους λόγους αυτούς, ένα τμήμα του λατινικού στρατού υπό τον Ιάκωβο ντ Αβέν παρέμεινε για να συνεχίσει την πολιορκία, ενώ οι υπόλοιποι με επικεφαλής τον ίδιο το Βονιφάτιο κατέλαβαν την πάροδο του Αγιονορίου, μέσω της οποίας δινόταν διέξοδος στην αργολική πεδιάδα 45. Με τον τρόπο αυτό οι Λατίνοι έγιναν σύντομα κύριοι του Άργους και πολιόρκησαν το Ναύπλιο, κυριαρχώντας σε μεγάλο μέρος της βόρειας Αργολίδας. Ο ασφυκτικός αποκλεισμός του Σγουρού και των οπαδών του στον Ακροκόρινθο αποτέλεσε την τελευταία πράξη του δράματος που κράτησε για μια τετραετία, από τα 43 Βλ. σχετικά Κορδώσης 1986, σσ. 76-80. 44 Αναφέρεται σχετικά πρώτη πολιορκία του Ναυπλίου (από το Βονιφάτιο) στον Βιλλεαρδουίνο/Faral, Β, παράγρ. 324, 326, 331, 389.- πρβλ. Hendrickx 1972, σα. 375-380, 384.- Hoffmann 1974, σσ. 59, 96.- Κορδώσης 1981, σ. 81.- Ilieva 1991, σ. 126.- Νιαβής 1992, σσ. 340-341 σημ. 1.- Σαββίδης 1994, σ. 369 σημ. 69. Για τη δεύτερη πολιορκία (και κατάληψη) του Ναυπλίου, το 1210-1211, βλ. επόμενο κεφάλαιο VI, σημ. 14-15. 45 Βλ. Κορδώσης 1986, σ. 82. Για το Αγιονόρι βλ. Στ. Μουζάκης, λ. στο ΛΒΠ, σ. 29.- Κορδώσης 1981, σ. 141 εξ. (λεπτομερώς).
83 τέλη του 1204 ως το 1208 περίπου 46. Στο μεταξύ δε διάστημα, ο μεγάλος του αντίπαλος, ο Βονιφάτιος, ολοκλήρωσε την ενσωμάτωση της κεντρικής Ελλάδος (άνοιξη 1205) 47, διεξάγοντας παράλληλα και άλλες επιχειρήσεις στον Μορέα, έως την ξαφνική αναχώρησή του στη Θεσσαλονίκη 48 και αργότερα στη Θράκη, όπου στις 4 Σεπτεμβρίου του 1207 έπεσε σε θανάσιμη ενέδρα των Βουλγάρων κοντά στη Μοσυνόπολη, από τις δυνάμεις του τσάρου της δυναστείας των Ασενιδών, Καλογιάν-Ιωαννίτζη (1197-1207) 49. Λίγο όμως πριν την ξαφνική αναχώρηση του Βονιφάτιου από το θέατρο των επιχειρήσεων στο Μορέα (1205), παρουσιάστηκε ως αναπάντεχος σύμμαχός του και συνεχιστής της λατινικής κατάκτησης της περιοχής, ο Γοδεφρείδος (Α ) Βιλλεαρδουίνος, ο μελλοντικός δεύτερο ηγεμόνας του πριγκηπάτου της Αχαΐας την περίοδο 1209/10-1218 50, καθώς επίσης και ο Γουλιέλμος (Α ) Σαμπλίτης, ο προκάτοχος του τελευταίου στην ηγεμονία της Αχαΐας (ως το 1209) 51. Οι δύο τους επιχείρησαν να συνεχίσουν την κατάληψη της Πελοποννήσου. 46 Βιλλεαρδουίνος/Faral, Β, παράγρ. 324, 331-332.- Χωνιάτης Ν., σ. 611.26-35. Πρβλ.Λαμπρυνίδης 1975, σ. 32.- Κορδάτος 1959, Β, σ. 24.- Σαρδελής 1974, σ. 18.- Bon 1969, Α, σ. 58 εξ.- Setton 1966, σ. 388.- Runciman, σ. 18.- Ilieva 1990, σ. 47 εξ. και 1991, σ. 125 εξ.- Κορδώσης 1981, σ. 95 εξ. με χρήσιμα σχόλια για τις διαφορές που εντοπίζονται στην αφήγηση των πηγών. Βλ. και την εκλαϊκευτική ανάπλαση των γεγονότων από τον Γκίκα 1979, σσ. 9-14. Η πολιορκία του Ακροκορίνθου χρονολογείται στο 1205 και εξής από τους Radić 1986, σ. 251 εξ. και Αθηνά Nτούλια-Ν. Νικολούδη και Δ. Κασαπίδη, στο ΛΒΠ, σσ. 38, 356-357. Επίσης βλ. Ντούλια, λ. «Κόρινθος», ΛΒΠ, σ. 201. 47 Βλ.Μαλτέζου 1979, σ. 263. 48 Χωνιάτης Ν., σ. 619.44-49: «Ἀλλ' οἷα καὶ τὰ κατὰ τὸν ἡγεμόνα σφῶν τὸν μαρκέσιον; χρεὼν γὰρ μηδὲ ταῦτα παρελθεῖν ἀνιστόρητα. ἔτι τοῖς κατὰ τὴν νῆσον τοῦ Πέλοπος διαπονούμενος πράγμασι καὶ διὰ μάχης χωρῶν τῷ Σγουρῷ, γράμματά οἱ τῆς γυναικὸς χειρίζεται τοὺς Θεσσαλονικεῖς νεωτερίσαι διασαφοῦντα, καὶ αὐτὴν μὲν ἐξωσθεῖσαν τῆς πόλεως εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀναδραμεῖν καὶ συχνὰς ἡμέρας ἤδη πολιορκεῖσθαι».πρβλ. Hoffmann 1974, σ. 59. 49 Χωνιάτης Ν., σσ. 619-620.- Βιλλεαρδουίνος/Faral, Β, παράγρ. 499, σσ. 312-314 = μετάφρ. Αντύπας, σ. 215. Πρβλ. Α.Σαββίδης, «Καλογιάν», ΜΓΕ 30 (1983), σ. 200β-γ. 50 Βλ. σχετικά Miller 1960, Α, passim.- Bon 1969, Α, σ. 56 εξ.- Hendrickx 1972, σ. 379 εξ.- Ιlieva 1991, passim.- Lock 1998, σ. 132 εξ. και passim. Πρβλ. Λαμπρυνίδης 1975, Setton 1976, σ. 24 εξ. και τις βιβλιογραφίες στους Δ. Κασαπίδη, «Βιλλεαρδουίνοι», ΛΒΠ, σσ. 90-94 και B. Hendrickx, Βιλλεαρδουίνων οίκος/ Γοδεφρείδος Α», ΕΠΛΒΙΠ 4 (2001, υπό έκδ.). Ο Γοδεφρείδος Α τελικά ενσωμάτωσε τις κτήσεις του Σγουρού στην Αργολιδοκορινθία ως το 1212 (βλ. επόμενο κεφάλαιο VI) και ονόμασε τις νεοκατακτημένες πελοποννησιακές περιοχές «Πριγκηπάτο της Αχαΐας», με πρωτεύουσά του την Ανδραβίδα (βλ. Θέκλα Σανσαρίδου-Hendrickx και B. Hendrickx, λ. «Ανδραβίδα», ΛΒΠ, σ. 43). Γενικά για το πριγκηπάτο βλ. τις επισκοπήσεις των Aneta Ilieva-Α. Σαββίδη, «Αχαΐας Φραγική Ηγεμονία/Πριγκηπάτο», ΕΠΛΒΙΠ 3 (1998), σσ. 299-304 και B. Ηendrickx, ΛΒΠ,σσ. 79 (με τις σχετικές βιβλιογραφίες). 51 Bλ. Δ. Κασαπίδης, «Σαμπλίτης Γουλιέλμος», ΛΒΠ, σσ. 349-350.
84 Η πολιορκία του Σγουρού στην «αετοφωλιά» του Ακροκορίνθου υπήρξε επίμονη και παρατεταμένη. Το πόσο δυσάλωτο θεωρείτο το φρούριο φαίνεται και από τα λόγια του συγγραφέα του Χρονικού του Μορέως, που συμβουλεύει το Γοδεφρείδο Α («μισίρ Τζεφρές» στο κείμενο) να μην επιχειρήσει κατάληψη ενός οχυρού όπου τόσοι πολλοί είχαν αποτύχει στο παρελθόν: «Τέσσαρα κάστρη ἀφέντη μας, σὲ λείπουσιν ἀκόμη τὸ πρῶτον ἔνι ἡ Κόρινθος (=Ἀκροκόρινθος), τὸ δεύτερον τὸ Ἀνάπλι, τὸ τρίτο ἔνι ἡ Μονοβασία (=Μονεμβασία), τὸ τέταρτον τὸ Ἄργος πολλὰ εἶν' τὰ κάστρη δυνατά, καλὰ σωταρχισμένα μὲ πόλεμον οὐκ ἠμπορεῖς ποτέ σου νὰ τὰ ἐπάρης» 52. Οι λατινικές δυνάμεις, αφού κατέλαβαν την κάτω πόλη της Κορίνθου παρά τις εκεί οργανωμένες οχυρώσεις του Σγουρού 53, απέκλεισαν τον ανεφοδιασμό του Ακροκορίνθου κατασκευάζοντας ένα δικό τους «αντιφρούριο» στον πετρώδη λόφο, στα νοτιοδυτικά του, που καλείτο Άγιος Βασίλειος (San Basiglio). Ήταν το φρούριο γνωστό ως «Montesquieu», που παρεφθάρη στα ελληνικά ως «Πεντεσκούφι» (εκ του «Μόντε Σκούβι»), και εμπόδιζε κάθε επαφή των πολιορκημένων με τον έξω κόσμο 54. Σε κάποια στιγμή της τετράχρονης περίπου πολιορκίας, που θα πρέπει να τοποθετηθεί στα τέλη του 1204 ή στο 1205 (έως το Μάρτιο),σύμφωνα με τον προσδιορισμό του Βιλλεαρδουίνου 55, ο Σγουρός πραγματοποίησε μια επιτυχημένη νυκτερινή έξοδο, κατά την οποία προξένησε μεγάλες απώλειες στους Δυτικούς πολιορκητές, τραυματίζοντας μεταξύ τους και έναν από τους κύριους αρχηγούς τους, τον Ιάκωβο ντ Αβέν (d Avesnes): «Ο Ιάκωβος της Αβέν κράταγε την πολιορκία της Κορίνθου (= Ακροκορίνθου), που του χε αναθέσει ο μαρκήσιος (= Βονιφάτιος).Ο Σγουρός, που ήταν μέσα στην 52 Χρονικόν Μορέως, στίχ. 2084-2088. 53 Βλ. Καψάλης 3. 54 Βλ. σχετικά Καλλιγάς, σ. 155.- Γρηγορόβιος, Α, σ. 380, σημ. 2 (στην αραγονική διασκευή του Χρονικού του Μορέως το οχύρωμα καλείται «Malvezmo»: έκδ. Morel-Fatio, σ. 26 αρ. 6). Πρβλ. Miller 1960, Α, σ. 57.- Σφηκόπουλος, σ. 68 εξ.- Γριτσόπουλος 1972, σ. 172.- Κωστοπούλου 1979. Εσφαλμένα η οχύρωση της τοποθεσίας αυτής χρονολογείται στο 1210-1212 από το Στ. Μουζάκη, λ. «Πεντεσκούφι», ΛΒΠ, σ. 338 (και βιβλιογρ. στο ίδ., σ. 339). 55 Βιλλεαρδουίνος/Faral, B, σ. 140 εξ. = ελλην. μετάφρ. Αντύπας, σ. 153 εξ. πρβλ. Ηendrickx 1972, σ. 381 (με τα σχόλια).
85 Κόρινθο και ήταν πολύ σοφός και εφευρετικός, είδε πως ο Ιάκωβος δεν είχε πολύ κόσμο και πως δε φυλαγόταν καλά. Ένα πρωί, μόλις ξημέρωνε, έκανε μιαν επίθεση πολύ μεγάλη και έφτασε μέχρι το στρατόπεδό τους πριν προλάβουν να πάρουν τα όπλα οι δικοί μας, είχαν σκοτωθεί πολλοί. Εκεί πέθανε ο Ντρε του Εστρυάν που ήταν πολύ γενναίος και παλληκάρι και έγινε μεγάλο πένθος. Και ο Iάκωβος της Αβέν, που ήταν αρχηγός, πληγώθηκε στο πόδι πολύ άσχημα και κείνοι που ήταν παρόντες μαρτυράνε πολύ καλά πράγματα γι αυτόν, γιατί από τη σωστή του στάση σώθηκαν. Και μάθετε καλά πως παραλίγο να χαθούν όλοι και με τη βοήθεια του θεού τους απώθησαν πίσω στο κάστρο (= Ακροκόρινθο)» 56. Αν και η έξοδος του Σγουρού είχε υπάρξει σε γενικές γραμμές νικηφόρα, εντούτοις υποχρεώθηκε να επιστρέψει στο φρούριο, κάτι που δείχνει ότι μάλλον οι δυνάμεις του θα πρέπει να ήταν ολιγάριθμες, για να μπορέσει να αντέξει σε αντεπίθεση των αρχικά αιφνιδιασμένων Λατίνων. Με τις απώλειες αυτές των πολιορκητών πιθανότατα είχε κάποια σχέση και ο Λατίνος επίσκοπος της Υπάτης (Νέων Πατρών), που σύμφωνα με σωζόμενη επιστολή του πάπα Ιννοκέντιου Γ (1198-1216), χρονολογούμενη στις 21 Αυγούστου του 1211 (δηλ. περίπου μια τριετία μετά το θάνατο του Σγουρού), είχε ενισχύσει το Σγουρό για πάνω από ένα χρόνο στον αγώνα του τελευταίου κατά των Λατίνων, γεγονός που είχε οδηγήσει το λατινικό του ποίμνιο στην Υπάτη να τον καταγγείλει στη ρωμαϊκή curia 57. Μια άλλη, επίσης, επιστολή του ιδίου ποντίφηκα, με ημερομηνία 4 Μαρτίου 1210, αναφέρει ότι το ονομαστό φρούριο του Ακροκορίνθου πρέπει να είχε ήδη καταλειφθεί, ή ότι η πτώση του ήταν πλέον ζήτημα χρόνου 58. Την προαναφερόμενη έξοδο του Σγουρού αναφέρει και το Χρονικόν του Μορέως, κατά το οποίο την πρωτοβουλία για την έναρξη της πολιορκίας του 56 Μετάφρ. Αντύπας, σσ. 153-154 = έκδ. Faral, Β,παράγρ. 331 και 332, σσ. 140-142. Για την έναρξη της πολιορκίας του φρουρίου υπό τις εντολές του ντ Αβέν βλ. Faral, Β, παράγρ. 324, σσ. 132-134 = μετάφρ. Αντύπας, σ. 150. Πρβλ. Miller 1960, Α, σ. 57.- Λαμπρυνίδης 1975, σσ. 32-33, 34.- Κορδάτος 1959, Β, σ. 24.- Σαρδελής 1974, σ. 18.- Hoffmann 1974, σ. 59.- Ηendrickx 1972, σσ. 381 σημ. 46, 382, 383-384, ιδίως 384 σημ. 67.- Σφηκόπουλος, σ. 65.- Bon 1969, Α, σ. 59.- Μαλτέζου 1979, σ. 263.- Κορδώσης 1986, σσ. 79, 82.- Δοανίδου 1989, σσ. 39-40.- Ilieva 1991, σσ. 126, 170 σημ. 47. Πρβλ. επίσης Καψάλης 3.- Savvides 1988, σ. 293 σημ. 23. Ο ντ Αβέν πέθανε λίγο αργότερα εξαιτίας της πληγής του αυτής (Αύγουστος 1205): βλ. Σαββίδης 1981-82, σ. 319 σημ. 45.- B. Hendrickx, λ. «ντ Αβέν», ΕΠΛΒΙΠ 2 (1997), σ. 43 με τη βιβλιογρ. - Longnon 1978, σσ. 153-154 (πηγές). 57 Ιννοκέντιος Γ, PL 216, στήλ. 460-461.- πρβλ. Gerland 1966, σσ. 198-199 σημ. 1.- Setton 1976, σ. 406β σημ. 12. 58 PL 216, στήλ. 201.- πρβλ. Νιαβής 1992, σ. 341 σημ. 30.
86 Ακροκορίνθου είχε ο «Καμπανέσης» (Γουλιέλμος Σαμπλίτης), στον οποίο μάλιστα διαβιβάστηκαν τα δυσάρεστα μαντάτα από τις ζημιές που είχαν υποστεί οι αιφνιδιασθείσες λατινικές δυνάμεις πολιορκίας: «Ὁ Σγοῦρος γὰρ ὁ ἐπαινετὸς ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης, ὅπου εἰς τὸ κάστρο εὑρίσκετον ἐκεῖνον τῆς Κορίνθου, τὸ ἰδεῖ τὸ πῶς ἐμίσσεψαν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα, τὴν νύχταν ἐκατέβηκεν κ' ἐσέβην εἰς τὴν χώραν μ' ὅσον λαὸν ἠμπόρεσεν νὰ ἐπάρη μετ' ἐκεῖνον. Ζημίαν μεγάλην ἔποικεν, φονοκοπεῖο στοὺς Φράγκους, ὅπου εἰς τὴν χώραν εὑρέθησαν, πολλ' ἀποθαρρεμένοι ὅσοι γὰρ εὑρέθησαν ὑγιεῖς εἰς τὰ κορμιά τους καὶ ἔφτασαν κι'ἀρματώθηκαν, πόλεμον τοὺς ἐδῶκαν, οἱ δὲ ὅπου ἦσαν ἀστενεῖς, κ' ἐκοίτονταν εἰς ζάλην, ὅλους ἐσφάξασιν εὐτύς, οὐδ' ἕναν ἐλεῆσαν. Τή νύχτα ἐκείνη παρευτὺς ἔσωσεν τὸ μαντᾶτο στὸν Καμπανέσην, σὲ λαλῶ, ἐκεῖ ὅπου ἦτον στὸ Ἄργος πολλὰ τὸ ἐθλίβη λυπηρὰ διὰ τοὺς ἀρρωστημένους ὅπου τοὺς ἐκατέσφαξαν ἀπ' ἔσω εἰς τὰ κρεββάτια τὴν χώραν τοῦ Ἄργους ἄφηκεν καλὰ σωταρχισμένην καλοὶ στρατιῶτες ἔμεινεν διὰ νὰ τὴν φυλάττουν, κ' ἐκεῖνος στρέμμαν ἔποικεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κόρινθον, Κι ἀφότου ἐστράφηκεν ἐκεῖ,ἄργησε μὲ τὸν ρῆγαν,
87 ἐκεῖνον τοῦ Σαλονικίου, τὸν μισὶρ Μπονιφάτσον» 59. Κατά τον πολύ μεταγενέστερο και αινιγματικό Δωρόθεο Μονεμβασίας, ο Σγουρός φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της ηρωικής αυτής εξόδου του κατόρθωσε να ανακαταλάβει προσωρινά την κάτω πόλη της Κορίνθου: «Ὁ Σγουρὸς ὁ δὲ Καπετάνιος τῶν Ρωμαίων, ὅπου ἤτανε ἐπάνω εἰς τὸ Κάστρο τῆς Κορίνθου, ὡς εἶδεν ὅτι τὸ φράγκικο φουσάτο ἐμίσεψε καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ Ἄργος, κατέβη τὴν νύκτα μὲ τέχνην καὶ ἐμπῆκεν εἰς τὴν κάτω χώραν τῆς Κορίνθου, ἐκεῖ ὅπου ἐφύλαγαν οἱ φράγκοι, καὶ τοὺς ἔκοψεν ὅλους καὶ ἐπῆρε τὴν χώραν» 60. Το παραπάνω χωρίο, που χωρίς αμφιβολία αποτελεί διασκευή του προαναφερθέντος αποσπάσματος του Χρονικού του Μορέως που έγινε από το Δωρόθεο στα τέλη του 16 ου ή στις αρχές του 17 ου αιώνα, είναι το μόνο που παραδίδει ανακατάληψη της Κορίνθου από τον εξελθόντα Σγουρό 61, δεν αποκλείεται όμως η πληροφορία αυτή να είναι υπερ- 59 Χρονικόν Μορέως, στίχ. 1528-1547. 60 Στον Λαμπρυνίδη 1975, σ. 33. Για τον αινιγματικό (Ψευδο-) Δωρόθεο και τις διάφορες απόψεις σχετικά με το ποιος ήταν ο συγγραφέας του χρονικού του, βλ. Elisabeth Jeffreys-A. Kazhdan, Dorotheos of Monemvasia, ODB, σ. 654. 61 Βλ. Καψάλης 3.