ζώντες Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπούμενη Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τον καθηγητή

Σχετικά έγγραφα
της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

Οικονομικής Κοινότητας, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks και τον M. Desantes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Ανωτάτης Αρχής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 'Ανθρακα και Χάλυβα, με τόπο. 27ης Νοεμβρίου 1957, που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 6.

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Φεβρουαρίου 1989 *

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

της 31ης Μαρτίου 1971<appnote>*</appnote>

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Ιανουαρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους νομικούς

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

της 3ης Απριλίου 1968*

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Μαΐου 1989 *

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παράπέμποντος

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

INTERNATIONAL FRUIT COMPANY ΚΑΤΑ PRODUKTSCHAP VOOR GROENTEN EN FRUIT ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 5ης Δεκεμβρίου 1989 *

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 1999 *

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

Σημαντικές αποφάσεις από τη νομολογία των δικαστηρίων της ΕΕ σχετικά με την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

Πίνακας περιεχομένων

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

της 17ης Δεκεμβρίου 1970<appnote>*</appnote>

ΣτΕ 2138/2016 [Αποκατάσταση ΧΑΔΑ στις Σπέτσες]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα 09/06/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

REGINA ΚΑΤΑ THOMPSON κ.λπ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 15ης Ιανουαρίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 21ης Μαΐου 1980 *

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6

ΣτΕ 1865/2002. του... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Μπουρνόζο (Α.Μ. 151), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕΚΤΕΛΕΣΉΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ ΓΙΑ 1ΉN ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 16/11/2017 Αριθμός απόφασης: 5940 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

Μαρούσι, ΑΡΙΘ. ΑΠ.: 554/052 ΑΠΟΦΑΣΗ

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από το νομικό της

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Μαΐου 1994 *

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Σεπτεμβρίου 1980 *

Transcript:

ζώντες λαρδί ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΟΚ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1961* της 19ης Δεκεμβρίου Στην υπόθεση 7/61, Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο Giancarlo Olmi, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Henri Manzanarès, γραμματέα της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, 2, place de Metz, προσφεύγουσας, κατά Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τον καθηγητή Ricardo Monaco, επικεφαλής της Νομικής Διπλωματικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, (ο οποίος αντικαταστάθηκε κατά την προφορική διαδικασία από τον Dr Paolo Massimo Antici, σύμβουλο της πρεσβείας της Ιταλικής Δημοκρατίας στο Λουξεμβούργο), επικουρούμενο από τον Pietro Peronaci, Sostituto Awocato generale dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adelaide, καθής, με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία αναστέλλοντας, χωρίς να κάνει χρήση των προβλεπομένων διαδικασιών για την εφαρμογή των ρητρών διασφαλίσεως, τις εισαγωγές, από τα κράτη μέλη, προϊόντων, την ελευθέρωση των οποίων είχε παγιοποιήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της είναι τα εξής: ΕΟΚ και που χοίροι, άλλοι εκτός από τους προοριζομένους προς σφαγή, και λίπος χοιρινού, που δεν παίρνεται με πίεση ή λιώσιμο, νωπό, διατηρημένο με απλή ψύξη, κατεψυγμένο, αλατισμένο ή σε άρμη, αποξηραμένο ή καπνιστό, * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική. 637

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 19.12.1961 7/61 λίπος χοιρινό με την ονομασία «saindoux» ή άλλα ζωικά λίπη, που παίρνονται με πίεση ή λιώσιμο, χοιρομέρια (jambon cuits), παρέβη υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της ΕΟΚ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, συγκείμενο από τους Α. Μ. Dormer, Πρόεδρο, Ο. Riese και J. Rueff, Προέδρους τμήματος, L. Delvaux (εισηγητή), Ch. L. Hammes, R. Rossi και Ν. Catalano, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: Μ. Lagrange γραμματέας: Α. van Houtte εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση (το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται) Σκεπτικό Α Επί του αντικειμένου της προσφυγής Από την αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ των διαδίκων από την 1η Μαρτίου 1961 και εφεξής, και η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Νοεμβρίου 1961, προκύπτει ότι η Ιταλική Κυβέρνηση συμμορφώθηκε τελικά προς την άποψη της Επιτροπής και, αφενός μεν θέσπισε, από την 1η Ιουλίου 1961, ένα σύστημα ελαχίστων τιμών για ορισμένα από τα εν λόγω προϊόντα, αφετέρου δε επέτρεψε πάλι την πλήρη απελευθέρωση γών για τα υπόλοιπα. των εισαγω 638

προθεσμίας Επί σ' ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΟΚ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΑΣ Εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει μήπως τα αιτήματα της προσφυγής απέβησαν τώρα άνευ αντικειμένου, έτσι ώστε να καταργηθεί η δίκη. Από το άρθρο 171 της Συνθήκης προκύπτει ότι η προσφυγή έχει ως αντικείμενο να διαπιστώσει το Δικαστήριο ότι ένα κράτος μέλος παρέβη υποχρέωσή του εκ της Συνθήκης. Εναπόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει αν διαπράχθηκε η παράβαση, χωρίς να πρέπει να εξετάσει αν το εν λόγω κράτος έλαβε, μετά την άσκηση της προσφυγής, τα απαραίτητα μέτρα ώστε να παύσει η παράβαση. Το άρθρο 169, δεύτερη παράγραφος, δεν παρέχει στην Επιτροπή το δικαίωμα να απευθυνθεί στο Δικαστήριο παρά μόνο αν το εν λόγω κράτος δεν συμμορφωθεί προς τη γνώμη της Επιτροπής εντός της ταχθείσας από την Επιτροπή η προθεσμία δε αυτή επιτρέπει στο ενδιαφερόμενο κράτος να τακτοποιήσει τη θέση του σύμφωνα με τις επιταγές της Συνθήκης. Εξάλλου, αν το κράτος δεν συμμορφωθεί προς τη γνώμη αυτή, εντός της προβλεπομένης αυτήν προθεσμίας, η Επιτροπή δεν στερείται του δικαιώματος των υποχρεώ να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της παραβάσεως σεων που απορρέουν από τη Συνθήκη. Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή, αν και αναγνωρίζει ότι η Ιταλική Κυβέρνηση τήρησε τελικά τις υποχρεώσεις της, μετά όμως από την παρέλευση της προαναφερθείσας προθεσμίας, διατηρεί το συμφέρον να κριθεί κατά νόμο το ζήτημα αν διαπράχθηκε η παράβαση. Επομένως, η προσφυγή δεν μπορεί να κηρυχθεί ως άνευ αντικειμένου. Β του παραδεκτού Τρεις ενστάσεις απαραδέκτου προβάλλονται κατά της προσφυγής: α) Σύμφωνα με την πρώτη, το έγγραφο της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1960, δεν αποτελούσε «αιτιολογημένη γνώμη» υπό την έννοια του άρθρου 169 της Συνθήκης, λόγω του ότι δεν εξέταζε την ορθότητα των επιχειρημάτων που προέβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση ως προς την ύπαρξη και τη σοβαρότητα της κρίσεως που έπληττε την αγορά των χοιρινών και χαρακτήρα των προσωρινών μέτρων που αποφασίστηκαν για τον τερματισμό ως προς τον αναγκαίο της. 639

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 19.12.1961 7/61 Η αναφερόμενη στο άρθρο 169 εί της Συνθήκης γνώμη πρέπει να θεωρείται ότι ναι επαρκώς αιτιολογημένη κατά νόμο όταν περιλαμβάνει, όπως στην προκειμένη περίπτωση, συνεκτική έκθεση των λόγων που οδήγησαν την Επιτροπή στην πεποίθηση ότι το ενδιαφερόμενο κράτος παρέβη υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη. Το προαναφερθέν έγγραφο, της 21ης Δεκεμβρίου 1960, αν και δεν έχει συνταχθεί κατά τον απαιτούμενο τύπο, ικανοποιεί αυτή την επιταγή. β) Η καθής υποστηρίζει, κατά δεύτερο λόγο, ότι υφίσταται αντίφαση μεταξύ της στάσεως της Επιτροπής, κατά την ημερομηνία της διατυπώσεως της αιτιολογημένης γνώμης, στις 21 Δεκεμβρίου 1960, οπότε θεωρούσε ότι βρισκόταν σε θέση να εκτιμήσει την κατάσταση και να διατυπώσει αιτιολογημένη γνώμη, και κατά την ημερομηνία της απαντήσεως της προς το αίτημα της εφαρμογής μέτρων διασφαλίσεως, στις 10 Μαρτίου 1961, οπότε ισχυρίστηκε ότι ανέμενε τις απαραίτητες πληροφορίες για να κρίνει επί του αιτήματος. Η υποβολή αιτήσεως βάσει του άρθρου 226 της Συνθήκης απαιτεί συγχρόνως διεξαγωγή έρευνας και εκτίμηση της καταστάσεως, και εν συνεχεία την έκδοση αποφάσεως, δηλαδή την εξέλιξη ορισμένης διαδικασίας. Αντίθετα, η πρώτη παράγραφος του άρθρου 169 εφαρμόζεται κάθε φορά που η Επιτροπή κρίνει, ορθώς ή εσφαλμένως, ότι ένα κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη. Δεν διαφαίνεται καμία αντίφαση μεταξύ της στάσεως της Επιτροπής, κατά την ημερομηνία που διατύπωσε την αιτιολογημένη γνώμη, και της στάσεώς της κατά την ημερομηνία της απαντήσεώς της στην αίτηση εφαρμογής μέτρων διασφαλίσεως. γ) Η καθής υποστηρίζει, κατά τρίτο λόγο, ότι η προσφυγή του άρθρου 169, δεύτερη παράγραφος, δεν είναι παραδεκτή παρά μόνο αν το εν λόγω κράτος δεν συμμορφώθηκε προς την αιτιολογημένη γνώμη, και ότι η Ιταλική Κυβέρνηση πράγματι συμμορφώθηκε, υποβάλλοντας στην Επιτροπή, στις 5 Ιανουαρίου 1961, πριν από την παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας, αίτηση εφαρμογής μέτρων διασφαλίσεως βάσει του άρθρου 226. Για να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη, η Ιταλική Κυβέρνηση έπρεπε να κινήσει, σε εύθετο χρόνο, τις απαραίτητες διαδικασίες για να καταργήσει 640

Επί κατ' ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΟΚ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΑΣ τα ανασταλτικά μέτρα που κρίθηκαν αντίθετα προς το άρθρο 31. Η υποβολή αιτήσεως εφαρμογής μέτρων διασφαλίσεως έχει εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Για τους προαναφερθέντες λόγους, οι προβληθείσες από την καθής ενστάσεις απαραδέκτου πρέπει να απορριφθούν. Γ της ουσίας Μολονότι η καθής δεν αμφισβητεί ρητά ότι η εκ νέου εφαρμογή, από ένα κράτος μέλος, περιοριστικών μέτρων στις εισαγωγές προϊόντων, των οποίων η ελευθέρωση είχε παγιοποιηθεί μεταξύ των κρατών μελών, είναι αντίθετη προς τις επιταγές του άρθρου 31 της Συνθήκης, προβάλλει εντούτοις διάφορα επιχειρήματα επιδιώκοντας να αποδείξει ότι, παρ'όλα αυτά, υπό τις συνθήκες και τις περιστάσεις της υπό κρίση διαφοράς, αυτή η μη συμμόρφωση προς το άρθρο 31 δεν συνιστά παράβαση εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας των υποχρεώσεων που υπέχει από τη Συνθήκη. α) Η καθής επικαλείται, καταρχάς, τον προσωρινό χαρακτήρα των ληφθέντων μέτρων. Διαβεβαιώνει ότι η βούλησή της να αποκαταστήσει το συντομότερο δυνατόν την ελεύθερη εισαγωγή των εν λόγω προϊόντων αποδεικνύεται από τον καθορισμό επανάληψη και για μικρές χρονικές περιόδους, της διάρκειας ισχύος των ανασταλτικών μέτρων. Η προβλεπομένη στο άρθρο 31 υποχρέωση «standstill» είναι απόλυτη. Δεν έχει καμία εξαίρεση, έστω και μερική ή προσωρινή. Η υποστηριζόμενη από την καθής ερμηνεία θα οδηγούσε σε μονομερείς ενέργειες των κρατών μελών, ευθέως αντιτιθέμενες στον επιδιωκόμενο από τη Συνθήκη σκοπό στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Επομένως το επιχείρημα της καθής πρέπει να απορριφθεί. β) Η καθής υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι το άρθρο 226 περί μέτρων διασφαλίσεως έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση και ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει απόφαση επί του θέματος αυτού, έστω και αν δεν κλήθηκε ρητά να το πράξει πριν από τις 5 Ιανουαρίου 1961. Τα προβλεπόμενα στο άρθρο 226 μέτρα διασφαλίσεως δεν μπορούν να επιτραπούν παρά μόνο δηστο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας αυτού του άρθρου, 641

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 19.12.1961 7/61 λαδή κατόπιν ρητής και όχι διφορούμενης αιτήσεως της ενδιαφερομένης κυβερνήσεως, διότι συνιστούν μέτρα που αποτελούν εξαίρεση από τους κανόνες της Συνθήκης, τα οποία μπορούν να διαταράξουν τη λειτουργία της κοινής αγοράς. Στην προκειμένη περίπτωση, το έγγραφο της Ιταλικής Κυβερνήσεως, της 20ής Ιουνίου 1960, δεν είχε ως αντικείμενο παρά μόνο τα μέτρα που είχε λάβει αυτή η κυβέρνηση και ούτε καν αναφερόταν στα μέτρα εξαρτώ διασφαλίσεως που νται από την έγκριση της Επιτροπής. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν όφειλε να εκδώσει απόφαση επί της αιτήσεως περί χορηγήσεως αδείας λήψεως μέτρων διασφαλίσεως πριν από τις 5 Ιανουαρίου 1961, ημερομηνία κατά την οποία κλήθηκε ρητά από την καθής να το πράξει. γ) Η καθής υποστηρίζει, κατά τρίτο λόγο, ότι δεν είχε στη διάθεσή της άλλο μέσο εκτός από την προσωρινή αναστολή των εισαγωγών για να αντιμετωπίσει τις τεχνητά χαμηλές τιμές που ίσχυαν στον τομέα του χοιρινού κρέατος. Εξάλλου, οι γενικές αρχές του δημοσίου δικαίου επιτρέπουν σε κάθε κράτος, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λάβει τα απαραίτητα προσωρινά μέτρα προς αντιμετώπιση σοβαρών γεγονότων. Το άρθρο 226 περιέχει ρητή διάταξη προβλέπουσα μια διαδικασία επείγοντος, η οποία επιτρέπει την αντιμετώπιση των πλέον σοβαρών περιστάσεων εντός των συντομοτέρων προθεσμιών. Και μόνο το γεγονός ότι έχει προβλεφθεί μια διαδικασία επείγοντος αποκλείει κάθε μονομερή ενέργεια των κρατών μελών, τα οποία, επομένως, δεν μπορούν να επικαλούνται ούτε το επείγον, ούτε τη σοβαρότητα της καταστάσεως για να καταστρατηγήσουν τη διαδικασία το άρθρου 226. Στην προκειμένη περίπτωση αυτή η διαδικασία δεν κινήθηκε παρά μόνο αρκετούς μήνες μετά την έναρξη της διοικητικής φάσεως της διαφοράς. Επομένως, τα επιχειρήματα που στηρίζονται στην ανάγκη και στο επείγον πρέπει να απορριφθούν. δ) Η καθής επικαλείται, τέλος, το άρθρο 36 της Συνθήκης, το οποίο επιτρέπει, ιδίως, τις απαγορεύσεις εισαγωγών που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας 642

σ' ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΟΚ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΑΣ τάξεως. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή, η οποία επελήφθη του προβλήματος, έπρεπε να ερευνήσει αυτεπάγγελτα αν έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 36 στην προκειμένη περίπτωση. Το άρθρο 36, αντίθετα προς το άρθρο 226, αφορά περιπτώσεις μη οικονομικής φύσεως που δεν μπορούν να θίξουν τις αρχές που καθορίζονται στα άρθρα 30 έως 34, καθώς το επιβεβαιώνει και η τελευταία φράση του άρθρου αυτού. Ιδίως αυτό το άρθρο δεν θεσπίζει γενική ρήτρα διασφαλίσεως, επιπλέον της προβλεπομένης στο άρθρο 226, η οποία να επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν με μονομερείς ενέργειες από τη διαδικασία και τις εγγυήσεις που προβλέπονται από αυτή την τελευταία διάταξη. Τέλος, τίποτε δεν μπορούσε να δώσει a priori λαβή στην Επιτροπή να υποθέσει ότι οι προσωρινοί περιορισμοί των εισαγωγών που αποφάσισε αιφνίδια η Ιταλική Κυβέρνηση, μπορούσαν να δικαιολογηθούν βάσει των διατάξεων του άρθρου 36, εφόσον δεν έγινε καμία αναφορά αυτό το επιχείρημα κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που προηγήθηκαν της δικαστικής φάσεως. Επομένως, αυτό το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί. Συνεπώς, για τους προαναφερθέντες λόγους, η προσφυγή βάσιμη. πρέπει να κηρυχθεί Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, έχοντας υπόψη τα διαδικαστικά έγγραφα, αφού άκουσε την έκθεση του εισηγητή δικαστή, τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων, καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, έχοντας υπόψη τα άρθρα 30 έως 34, 36, 169, 171 και 226 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 643

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 19.12.1961 7/61 απορρίπτοντας κάθε αντίθετο ή ευρύτερο αίτημα, κηρύσσει την υπό κρίση προσφυγή παραδεκτή και αποφαίνεται: Η Ιταλική Κυβέρνηση, αναστέλλοντας προσωρινά τις εισαγωγές των οικείων προϊόντων από τα κράτη μέλη, παρέβη υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 31, πρώτη παράγραφος της Συνθήκης. Κρίθηκε από το Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο στις 19 Δεκεμβρίου 1961. Dormer Riese Rueff Delvaux Hammes Rossi Catalano Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 19 Δεκεμβρίου 1961. Ο Γραμματέας Α. van Houtte Ο Πρόεδρος Α. Μ. Donner 644