Η «AΛΛΗ» ΓΛΩΣΣΑ HΜΙΚΡΗ ΩΡΙΛΕΝΙΑ µιλο σε απ την ώρα που γεννήθηκε, αλλά κανείς απ τους δικο ς της δεν την καταλάβαινε, παρά µ νο η γάτα της η Ριρίκα, που τρ πωνε κρυφά στην κο νια της.
Γιατί, βρε Ριρίκα µου, δε µε καταλαβαίνουν ταν µιλάω; τη ρώτησε µια µέρα. Μήπως γιατί τους τα λέω φαφο τικα; Μπα. ε σε καταλαβαίνουν, γιατί εκείνοι µιλο ν την ανθρωπολαλιά ενώ εσ µια «άλλη» γλώσσα. Αυτή που µιλο ν λα τα µωρά των ανθρώπων. Εσ πώς καταλαβαίνεις και µένα και κείνους; Εµείς τα ζώα καταλαβαίνουµε λες τις λαλιές της Γης. Μην κοιτάς που δε µιλάµε την ανθρωπολαλιά. Κι εσείς οι άνθρωποι, ταν γεννι σαστε, καταλαβαίνετε λες τις λαλιές της Γης. πως τη γατίσια τώρα εσ. Μ λις µως αρχίζετε και µαθαίνετε την ανθρωπολαλιά, ξεχνάτε λες τις άλλες λαλιές ακ µη και το τι κάποτε τις ξέρατε! Εγώ δε θα τις ξεχάσω ποτέ! δή- λωσε επίσηµα η ωριλένια. Και να δεις που, σαν βγουν τα δ ντια µου, η µαµά µου τουλάχιστον θα µε καταλαβαίνει. Ωστ σο, ακ µη κι ταν έπαψε να είναι φαφο τα η ωριλένια, πάλι οι µεγάλοι δεν την καταλάβαιναν ταν µιλο σε. Ο τε καν η µαµά της. Μάλιστα, απ µια στιγµή και µετά άρχισαν να της ζητο ν να πει «µαµά» ή 12
«µπαµπά» στην ανθρωπολαλιά. Αλλά η ωριλένια δεν έλεγε τίποτε, γιατί δεν ήθελε να ξεχάσει τις άλλες λαλιές του κ σµου. Άσε που, καταλαβαίνοντας λες αυτές, έκανε συνέχεια φιλίες. Να, πως έγινε κι εκείνη τη µέρα 14
Ο ΓΑΛΑΖΕΝΙΟΣ H ΩΡΙΛΕΝΙΑ ψιλοβαρι ταν µέσα στο πάρκο της. Η Ριρίκα καθ ταν µπροστά στην ανοιχτή µπαλκον πορτα και θα µαζε τάχα τη θέα. Στην πραγµατικ τητα κοίταζε λαίµαργα κάτι περιστέρια στην απέναντι ταράτσα. Ξαφνικά ακο στηκε ένα ανάλαφρο «φρουπ!» και στο µπαλκ νι τους προσγειώθηκε ένα γαλάζιο περιστέρι. Η Ριρίκα γλείφτηκε κι ετοιµάστηκε να του ορµήσει. Ήσυχα, Ριρίκα! τη σταµάτησε η ωριλένια. Μην το πειράζεις. Η Ριρίκα µαζε τηκε κατσουφιασµένη στην άκρη. Έλα µέσα, περιστέρι, είπε τώρα η ωριλένια. Πώς σε λένε; Γαλαζένιο, απάντησε εκείνο κοιτάζοντας πλάγια τη γάτα. ε θα σε πειράξει η Ριρίκα, το ησ χασε η ωριλένια. Έλα να παίξουµε. Έλα κι εσ Ριρίκα. 17
Γκουχ! ξερ βηξε εκείνη πλησιάζοντας. Αυτ δε θα αρέσει καθ λου στη µαµά σου. Και γιατί; απ ρησε η ωριλένια. Να, χτες που είδε ένα άλλο περιστέρι στο µπαλκ νι µας, το έδιωξε αµέσως λέγοντας «Ξουτ! Ξουτ απ δω! Ώρα είναι να µου µαζε ονται εδώ τα περιστέρια και να µου γεµίζουν το µπαλκ νι κουτσουλιές!». Ο Γαλαζένιος έσκυψε ντροπιασµένος το κεφάλι. Και λοιπ ν; λοι µας κάνουµε κουτσουλιές, είπε η ωριλένια και έσιαξε λιγάκι την πάνα της. χι που βρο µε µως, αντιγ ρισε η Ριρίκα. εν έχει σηµασία. Άλλος τα κάνει στην πάνα του, άλλος στην άµµο, άλλος εδώ, άλλος εκεί Προσέχουµε µως να µη λερώνου- µε, επέµεινε η Ριρίκα. Εµείς οι γάτες εν έχει σηµασία είπα, την έκοψε η ωριλένια. Έπειτα, ο Γαλαζένιος µπορεί να κρατηθεί λιγάκι. Έτσι δεν είναι, Γαλαζένιε; Έτσι, είπε εκείνος και γουργο ρισε. εν το πιστε ω! ακο στηκε τ τε µια έκπληκτη φωνή απ την π ρτα του δωµατίου. Απ τοµα έστρεψαν και οι τρεις τους και είδαν να στέκεται εκεί η µα- µά της ωριλένιας µε γουρλωµένα µάτια. 18
Τι δεν πιστε ει; απ ρησε η ωριλένια. Αυτ που βλέπει. Κανονικά εγώ θα έπρεπε να είχα ξεπουπουλιάσει τώρα το περιστέρι και χι να κάθοµαι µαζί του πάνω στην αγκαλιά σου, εξήγησε παγερά η Ριρίκα. Καλ τερα να πηγαίνω εγώ σιγά σιγά, µουρµο ρισε ο Γαλαζένιος και προχώρησε προς την µπαλκον πορτα. Να ρθεις πάλι α ριο να παίξουµε! του φώναξε η ωριλένια. Φέρε και τους φίλους σου! Ξουτ! Ξουτ! έκανε στο περιστέρι η µαµά της, που είχε συνέλθει στο µεταξ απ την έκπληξη και ήδη έψαχνε καχ ποπτα εδώ κι εκεί για κουτσουλιές. Πάει, χάζεψε η γάτα µας, µονολ γησε τώρα. Άκου να µην ορµήσει στο περιστέρι! Εγώ της είπα να µην το πειράξει, πήρε το µέρος της Ριρίκας η ωριλένια. Αλλά, φυσικά, η µαµά της δεν την κατάλαβε. Ωραία! Είµαι και χαζή απ πάνω τώρα! γκρίνιαξε η Ριρίκα και, σηκώνοντας αγέρωχα τη φουντωτή της ουρά, βγήκε στο µπαλκ νι προσβλη- µένη κι αποφασισµένη να µην αφήσει κανένα περιστέρι να πλησιάσει ξανά. 20
ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ TΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ µως, ταν ο Γαλαζένιος προσγειώθηκε πάλι στο µπαλκ νι, η Ριρίκα ήταν στην κουζίνα κι έτρωγε. Και δεν είδε που ήρθε µετά εκεί και ολ κληρη η παρέα του Γαλαζένιου, ο τε που λοι µαζί µπήκαν µέσα στο δω- µάτιο κάνοντας τη ωριλένια να ξετρελαθεί απ τη χαρά της και να µην ξέρει ποιο περιστέρι να πρωτοχαϊδέψει, σε ποιο να πρωτοµιλήσει, µε ποιο να πρωτοπαίξει Κι άλλο καθ ταν στο κεφάλι της, άλλο στον ώµο της Ριρίκα! Ε! Ριρίκα! Έλα µέσα! φώναξε ενθουσιασµένη κάποια στιγµή. 22
µως, µαζί µε τη γάτα, έφτασε εκεί τρέχοντας κι η µαµά της, που είχε ακο σει τις φωνές της και δεν είχε καταλάβει, βέβαια, τι έλεγε. Παναγιά µου! Το παιδί! έκανε τρο- µαγµένη βλέποντας τη ωριλένια α- π πάνω µέχρι κάτω γεµάτη περιστέρια. Ξουτ! Έξω! άρχισε να διώχνει τα πουλιά αλαφιασµένη. ρµα τους, Ριρίκα! µως η ωριλένια µε µια µατιά της είχε ήδη κ ψει τη φ ρα της γάτας. Α να µου χαθείς, χαζ γατα! τη µάλωσε η κυρά της. Εκείνη πήγε και κάθισε σε µια άκρη κατασκασµένη. Ωραία και καλή η κουβέντα µε τη ωριλένια, αλλά του λ γου της ήταν πρώτα απ λα γάτα. Και οι γάτες κυνηγο ν τα πετο µενα, δε γίνονται φιλαράκια τους! Αλλά, επειδή η Ριρίκα δεν ήθελε να πληγώσει τη µικρή της φιλενάδα ο τε και να τρώει, βέβαια, κατσάδα απ την κυρά της, συµφώνησαν µετά να µην έρχονται τα περιστέρια λα µαζί αλλά δ ο ή τρία το πολ κάθε φορά, ώστε να µην τους παίρνει κανένας άλλος είδηση. Αλλά τελικά δε γλίτωσε απ τις κατσάδες η Ριρίκα 25
ΤΟ ΡΟΖ ΠΟΝΤΙΚΑΚΙ EΝΑ ΜΕΣΗΜΕΡΑΚΙ, έτσι πως έ- τρωγε λη η οικογένεια, απ µια γωνία ξεπρ βαλε ένα ροζ ποντικάκι. Η πρώτη που το είδε ήταν η ωριλένια. Γεια σου! του φώναξε. Κ πιασε! Και η γάτα; είπε εκείνο βγαίνοντας διστακτικά πιο έξω. Ριρίκα, µην πειράξεις το ποντικάκι, έτσι; Η Ριρίκα και µ νο στο άκουσµα «ποντικάκι» είχε πεταχτεί απ τη θέση της και µ ριζε τον αέρα σαν λαγωνικ. ε θα το πειράξεις είπα! ξανά η ωριλένια πιο αυστηρά τώρα. Έλα, έλα, ποντικάκι µου, κοντά! και, κ βο-
ντας ένα κοµµατάκι τυρί, το πέταξε στο ποντίκι που είχε πλησιάσει. ωριλένια, δεν πετάµε φαγητ στο πάτωµα! τη µάλωσε η µαµά της κι έσκυψε να πιάσει το τυρί. Αααα! Ένα ποντίκι! Ριρίιιικα! µως η Ριρίκα λ γω της ωριλένιας πέρα έβρεχε! Άχρηστη! της πέταξε φουρκισµένη η κυρά της, ενώ το ποντικάκι είχε κι λας εξαφανιστεί. Έτσι και σου κ ψω το φαγητ, θα δεις τ τε πώς θα κυνηγάς ε φταίει η Ριρίκα! είπε η ωριλένια, ξεχνώντας πάλι πως δεν την καταλάβαινε η µαµά της, και έστειλε κρυφά ένα φιλί στη Ριρίκα, που την κοιτο σε φουρκισµένη. Παρ λ αυτά, δεν κράτησε και πολ η φο ρκα της Ριρίκας. Μάλιστα, αργ τερα, ταν τα αφεντικά της έπεσαν να κοιµηθο ν για µεσηµέρι και στο δωµάτιο της ωριλένιας ήρθε λη η οικογένεια του µικρο ποντικιο να γνωριστο ν, εκείνη µέχρι και «χαίρω πολ» είπε! 28