ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Σεπτεμβρίου 2000 *

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Απριλίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

Η άποψη του Δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Μαρτίου 2000 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks και τον M. Desantes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2010 *

Ref. Ares(2014) /07/2014

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συλλογή της Νομολογίας

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 6ης Ιουνίου 2000 *

ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-108/98. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 *

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Νοεμβρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Απριλίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004 *

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Ιουλίου 2005 *

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

Superior Fruiticola SA

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 *

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 4ης Οκτωβρίου 2001 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 1995 *

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 53/51

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

ΔΕΕ - Υπόθεση C-499/16 Δυνατότητα των κρατών

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 23ης Φεβρουαρίου 1999 *

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Έγγραφο συνόδου ΠΡΟΣΘΗΚΗ. στην έκθεση. Επιτροπή Νομικών Θεμάτων. Εισηγητής: Andrzej Duda A8-0017/2015

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 10ης Μαρτίου 2005 *

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Έγγραφο συνόδου ΠΡΟΣΘΗΚΗ. στην έκθεση. Επιτροπή Νομικών Θεμάτων. Εισηγητής: Andrzej Duda A8-0047/2015

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Μαΐου 1991 *

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 2004 *

PE-CONS 16/1/15 REV 1 EL

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

Transcript:

UNILEVER ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Σεπτεμβρίου 2000 * Στην υπόθεση C-443/98, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Pretore di Milano (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Unilever Italia SpA και Central Food SpA, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ L 109, σ. 8), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, που τροποποιεί σημαντικά για δεύτερη φορά την οδηγία 83/189 (ΕΕ L 100, σ. 30), * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική. Ι - 7565

ΑΠΟΦΑΣΗ της 26.9.2000 ΥΠΟΘΕΣΗ C-443/98 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, Πρόεδρο, L. Sevón και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, Ρ. J. G Kapteyn, G Gulmann (εισηγητή), J.-E Puissochet, Η. Ragnemalm, M. Watheiet και Β. Σκουρή, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G Jacobs γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν: η Unilever Italia SpA, εκπροσωπούμενη από τους F. Capelli και G Votta, δικηγόρους Μιλάνου, - η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή U. Leanza, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Ι. M. Braguglia, avvocato dello Stato, - η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Α. Snoecx, αναπληρώτρια σύμβουλο στη γενική διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας με τις Αναπτυσσόμενες Χώρες, η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Molde, προϊστάμενο τμήματος στο Υπουργείο Εξωτερικών, η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Α. Fierstra, προϊστάμενο της υπηρεσίας ευρωπαϊκού δικαίου στο Υπουργείο Εξωτερικών, Ι-7566

UNILEVER η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους P. Stancanelli μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Μ. Shorter, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην ίδια υπηρεσία, έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου, αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Unilever Italia SpA, της Ιταλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 16ης Νοεμβρίου 1999, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου 2000, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Με διάταξη της 6ης Νοεμβρίου 1998, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Δεκεμβρίου 1998, ο Pretore di Milano υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ L 109, σ. 8), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, που τροποποιεί σημαντικά για δεύτερη φορά την οδηγία 83/189 (ΕΕ L 100, σ. 30, στο εξής: οδηγία 83/189). Ι-7567

ΑΠΟΦΑΣΗ της 26. 9. 2000 ΥΠΟΘΕΣΗ C-443/98 2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Unilever Italia SpA (στο εξής: Unilever) και της εταιρίας Central Food SpA (στο εξής Central Food) σε σχέση με τον κανονισμό της Central Food για παράδοση ελαιολάδου που πραγματοποίησε η Unilever. Το κοινοτικό δίκαιο 3 Το άρθρο 1, σημεία 1,2 και 9, της οδηγίας 83/189 ορίζει: «Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: 1) "προϊόν" κάθε βιομηχανικό ή γεωργικό προϊόν. 2) "τεχνική προδιαγραφή": η προδιαγραφή που περιέχεται σε έγγραφο στο οποίο ορίζονται τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, όπως τα επίπεδα ποιότητας ή ιδιοτήτων χρήσης, η ασφάλεια, οι διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που ισχύουν για το προϊόν όσον αφορά την ονομασία πώλησης, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμέςκαι μεθόδους δοκιμής, τη συσκευασία, τη σήμανση και το ετικετάρισμα, καθώς και τις διαδικασίες αξιολόγησης της πιστότητας. Ι-7568 Ο όρος "τεχνική προδιαγραφή" καλύπτει επίσης τις μεθόδους και διαδικασίες παραγωγής γεωργικών προϊόντων δυνάμει του άρθρου 38, παράγραφος 1, της Συνθήκης, προϊόντων που προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή και διατροφή των ζώων, καθώς και φαρμάκων όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της οδηγίας

UNILEVER 65/65/EOK, καθώς και τις μεθόδους και διαδικασίες παραγωγής άλλων προϊόντων, εφόσον αυτές έχουν επιπτώσεις στα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα- (...) 9) "τεχνικός κανόνας": τεχνική προδιαγραφή ή άλλη απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των οικείων διοικητικών διατάξεων, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτικής de jure ή de facto, για την εμπορία ή τη χρήση ενός προϊόντος σε κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα του κράτους αυτού, όπως επίσης, με την επιφύλαξη των όσων ορίζει το άρθρο 10, οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος. (...)» 4 Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 83/189 προβλέπει: «1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, εκτός εάν πρόκειται απλώς για αυτούσια μεταφορά ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου, οπότε αρκεί μια απλή πληροφόρηση ως προς το συγκεκριμένο πρότυπο. Επίσης, απευθύνουν στην Επιτροπή κοινοποίηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η θέσπιση ενός τέτοιου τεχνικού κανόνα, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί συνάγονται ήδη από το ίδιο το σχέδιο. (...) Ι-7569

ΑΠΟΦΑΣΗ της 26.9.2000 ΥΠΟΘΕΣΗ C-443/98 Η Επιτροπή, μόλις της γνωστοποιηθούν τα σχέδια τεχνικού κανόνα και όλα τα σχετικά έγγραφα, τα θέτει υπόψη των λοιπών κρατών μελών. Μπορεί επίσης να τα υποβάλει προς γνωμοδότηση στην επιτροπή του άρθρου 5 και, ενδεχομένως, στην επιτροπή που είναι αρμόδια για τον εν λόγω τομέα. (...) 2. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη μπορούν να απευθύνουν προς το κράτος μέλος που γνωστοποίησε σχέδιο τεχνικού κανόνα παρατηρήσεις που το εν λόγω κράτος μέλος θα λάβει υπόψη στο μέτρο του δυνατού, αργότερα, κατά την τελική διατύπωση του τεχνικού κανόνα. 3. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν το ταχύτερο στην Επιτροπή το οριστικό κείμενο ενός τεχνικού κανόνα.» 5 Το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189 ορίζει: «1. Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την έγκριση ενός σχεδίου τεχνικού κανόνα για τρεις μήνες από την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1. Ι-7570

UNILEVER 2. Τα κράτη μέλη αναβάλλουν: την έγκριση ενός σχεδίου τεχνικού κανόνα υπό μορφή εκούσιας συμφωνίας κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 9, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, για τέσσερις μήνες, με την επιφύλαξη των παραγράφων 3,4 και 5, την έγκριση οιουδήποτε άλλου σχεδίου τεχνικού κανόνα, για έξι μήνες, από την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, εφόσον η Επιτροπή ή ένα άλλο κράτος μέλος διατυπώσει, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία αυτή, εμπεριστατωμένη γνώμη σύμφωνα με την οποία το προτεινόμενο μέτρο παρουσιάζει πτυχές που μπορούν να δημιουργήσουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στα πλαίσια της εσωτερικής αγοράς. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αναφέρει στην Επιτροπή τη συνέχεια που προτίθεται να δώσει στις εν λόγω εμπεριστατωμένες γνώμες. Η Επιτροπή σχολιάζει την αντίδραση αυτή. 3. Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την έκδοση ενός σχεδίου τεχνικού κανόνα για δώδεκα μήνες από την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, εφόσον, εντός τριών τριών μηνών μετά την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή γνωστοποιήσει την πρόθεση της να προτείνει ή να εκδώσει για το εν λόγω θέμα οδηγία, κανονισμό ή απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 189 της Συνθήκης. Ι-7571

ΑΠΟΦΑΣΗ της 26.9.2000 ΥΠΟΘΕΣΗ C-443/98 4. Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την έκδοση ενός σχεδίου τεχνικού κανόνα για δώδεκα μήνες από την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, εφόσον, εντός τριών μηνών μετά την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή γνωστοποιήσει τη διαπίστωση της ότι το σχέδιο τεχνικού κανόνα αφορά θέμα καλυπτόμενο από πρόταση οδηγίας, κανονισμού ή απόφασης που έχει υποβληθεί στο Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 189 της Συνθήκης. 5. Εάν το Συμβούλιο εγκρίνει κοινή θέση κατά τη διάρκεια της περιόδου status quo που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4, η περίοδος αυτή θα επεκταθεί, με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, στους δεκαοκτώ μήνες. 6. Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 5 παύουν να υφίστανται είτε: όταν η Επιτροπή ενημερώσει τα κράτη μέλη ότι δεν προτίθεται πλέον να προτείνει ή να εκδώσει κοινοτική πράξη αναγκαστικού χαρακτήρος, όταν η Επιτροπή ενημερώσει τα κράτη μέλη ότι αποσύρει την πρόταση ή το σχέδιο της, ή με την έκδοση κοινοτικής πράξης αναγκαστικού χαρακτήρα από το Συμβούλιο ή από την Επιτροπή. Ι - 7572

UNILEVER 7. ΟΙ παράγραφοι 1 έως 5 δεν ισχύουν όταν ένα κράτος μέλος, για λόγους έκτακτης ανάγκης, που επιβάλλονται από σοβαρή και απρόβλεπτη κατάσταση συνδεόμενη με την προστασία της υγείας των προσώπων και των ζώων, με τη διατήρηση της χλωρίδας ή με την ασφάλεια, πρέπει να εκπονήσει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα τεχνικούς κανόνες, προκειμένου να τους εκδώσει και να τους θέσει σε ισχύ αμέσως, χωρίς να είναι δυνατή η διενέργεια διαβουλεύσεων. Το κράτος μέλος παραθέτει στη γνωστοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 8 την αιτιολογία του επείγοντα χαρακτήρα των μέτρων. Η Επιτροπή αποφαίνεται το συντομότερο δυνατόν σχετικά με τη γνωστοποίηση αυτή. Σε περίπτωση καταχρηστικής προσφυγής στην ως άνω διαδικασία, η Επιτροπή λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τηρείται ενήμερο από την Επιτροπή.» 6 Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 83/189: «Τα άρθρα 8 και 9 δεν εφαρμόζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών ή στις εκούσιες συμφωνίες με τις οποίες τα κράτη μέλη: συμμορφώνονται προς τις κοινοτικές πράξεις αναγκαστικού χαρακτήρα που έχουν ως αποτέλεσμα την έκδοση τεχνικών προδιαγραφών». 7 Στις σκέψεις 54 και 55 της αποφάσεως της 30ής Απριλίου 1996, C-194/94, CIA Security International (Συλλογή 1996, σ. Ι-2201, στο εξής: απόφαση CIA Security International), το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 83/189 έχει την έννοια ότι η παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως συνεπάγεται τη μη εφαρμογή των οικείων τεχνικών κανόνων, οπότε αυτοί δεν είναι αντιτάξιμοι έναντι των ιδιωτών, και ότι οι ιδιώτες μπορούν έτσι να επικαλούνται τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 83/189 Ι-7573

ΑΠΟΦΑΣΗ της 26.9.2000 ΥΠΟΘΕΣΗ C-443/98 ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να αρνούνται την εφαρμογή εθνικού τεχνικού κανόνα ο οποίος δεν κοινοποιήθηκε σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία. 8 Όπως το Δικαστήριο διευκρίνισε στη σκέψη 35 της αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 1998, C-226/97, Lemmens (Συλλογή 1998, σ. Ι-3711), η έλλειψη κοινοποιήσεως των τεχνικών κανόνων, που συνιστά μια διαδικαστική πλημμέλεια κατά τη θέσπιση τους, καθιστά τους κανόνες αυτούς ανεφάρμοστους καθόσον εμποδίζουν τη χρησιμοποίηση ή τη διάθεση στο εμπόριο ενός προϊόντος που δεν ανταποκρίνεται σ' αυτούς τους κανόνες. Η ιταλική ρύθμιση και η διαδικασία κοινοποιήσεως 9 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι στις 27 Ιανουαρίου 1998 κατατέθηκε στο ιταλικό Κοινοβούλιο νομοσχέδιο για τη ρύθμιση της επισημάνσεως της γεωγραφικής προελεύσεως των διαφόρων τύπων ελαιολάδου. Η Γερουσία επεξεργάσθηκε το νομοσχέδιο τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του ιδίου αυτού έτους και η Βουλή τον Απρίλιο και τον Ιούνιο. 10 Στο μεταξύ, η Επιτροπή, που πληροφορήθηκε την ύπαρξη του νομοσχεδίου, κάλεσε τις ιταλικές αρχές να της το κοινοποιήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/189, πράγμα που έπραξαν στις 4 Μαΐου 1998. Η Επιτροπή έφερε τότε το νομοσχέδιο σε γνώση των κρατών μελών και, στις 10 Ιουνίου 1998, δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση με την οποία τονιζόταν ότι η τρίμηνη αναβολή, που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/189, ίσχυε έως τις 5 Αυγούστου 1998 και ότι, σύμφωνα με την απόφαση CIA Security International, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να αρνούνται την εφαρμογή εθνικού τεχνικού κανόνα ο οποίος δεν κοινοποιήθηκε σύμφωνα με την οδηγία 83/189 καθώς και ότι οι οικείοι τεχνικοί κανόνες δεν είναι αντιτάξιμοι έναντι των ιδιωτών (ΕΕ 1998, C 177, σ. 2). Ι-7574

UNILEVER 11 Στις 23 Ιουλίου 1998, η Επιτροπή ενημέρωσε τις ιταλικές αρχές σχετικά με την πρόθεση της να νομοθετήσει στον τομέα που ρύθμιζε το νομοσχέδιο και τιςκάλεσε να αναβάλουν την ψήφιση του κατά δώδεκα μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης του, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 83/189. 12 Αφού εγκρίθηκε οριστικά από τις δύο Βουλές του ιταλικού Κοινοβουλίου, ο υπ' αριθ. 313 νόμος, που περιείχε διατάξεις σχετικά με την επισήμανση της προελεύσεως του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου, του παρθένου ελαιολάδου και του ελαιολάδου (στο εξής: επίδικος νόμος), υπογράφηκε στις 3 Αυγούστου 1998 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Γεωργίας. 13 Την επόμενη μέρα, η Επιτροπή ανακοίνωσε στον Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι θα κινούσε τη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ) εάν ο νόμος δημοσιευόταν στην Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana (Επίσημη Εφημερίδα της Ιταλικής Δημοκρατίας) και δήλωσε ότι ο νόμος αυτός δεν θα ήταν αντιτάξιμος στους ιδιώτες εάν δημοσιευόταν πριν από τις 4 Μαΐου 1999. 14 Στις 4 Αυγούστου 1998, η Επιτροπή έλαβε τις αιτιολογημένες γνώμες της Ισπανικής και της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 83/189, σύμφωνα με τις οποίες το νομοσχέδιο έπρεπε να τροποποιηθεί και, στις 5 Αυγούστου, τις παρατηρήσεις της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2. 15 Στις 29 Αυγούστου 1998, ο επίδικος νόμος δημοσιεύθηκε στην Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana αριθ. 201 και άρχισε να ισχύει από την επομένη. 16 Το άρθρο 1 του νόμου αυτού προβλέπει κατ' ουσίαν ότι τα ελαιόλαδα στα οποία αναφέρεται δεν μπορούν να διατεθούν στην αγορά με την ένδειξη ότι «παρήχθησαν» ή «παρασκευάσθησαν» στην Ιταλία παρά μόνον εάν το σύνολο του κύκλου συγκο- Ι-7575

ΑΠΟΦΑΣΗ της 26.9.2000 ΥΠΟΘΕΣΗ C-443/98 μιδής, παραγωγής, μεταποίησης και συσκευασίας έχει πραγματοποιηθεί στην Ιταλία. Η επισήμανση του ελαιολάδου που λαμβάνεται στην Ιταλία, εν όλω ή εν μέρει, με βάση ελαιόλαδα που προέρχονται από άλλες χώρες πρέπει να αναφέρει το γεγονός αυτό αναγράφοντας τα οικεία ποσοστά καθώς και την ή τις χώρες προελεύσεως οποιοδήποτε ελαιόλαδο του τύπου αυτού δεν φέρει τις εν λόγω ενδείξεις πρέπει να διατεθεί εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του νόμου ή, μετά την ημερομηνία αυτή, να αποσυρθεί από την αγορά. 17 Στις 22 Δεκεμβρίου 1998, η Επιτροπή εξέδωσε την κανονιστική ρύθμιση που είχε ανακοινώσει στις ιταλικές αρχές, υπό τη μορφή του κανονισμού (ΕΚ) 2815/98, σχετικά με τα εμπορικά πρότυπα για το ελαιόλαδο (ΕΕ L 349, σ. 56), ο οποίος, μεταξύ άλλων, καθορίζει τα πρότυπα που διέπουν τον προσδιορισμό της καταγωγής του προϊόντος στις ετικέτες ή στις συσκευασίες του παρθένου ελαιολάδου και του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου. Η διαφορά στην κύρια δίκη και το προδικαστικό ερώτημα 18 Στις 29 Σεπτεμβρίου 1998, σε εκτέλεση παραγγελίας της Central Food, η Unilever της παρέδωσε 648 λίτρα εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου έναντι τιμήματος 5 330 708 ιταλικών λιρών (ITL). 19 Με επιστολή της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, η Central Food ενημέρωσε την Unilever ότι η επισήμανση του ελαιολάδου με το οποίο την είχε προμηθεύσει αντέβαινε στον επίδικο νόμο. Ως εκ τούτου, αρνήθηκε να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και κάλεσε την Unilever να πάρει πίσω το εμπόρευμα που είχε εναποτεθεί στην αποθήκη της. 20 Στις 2 Οκτωβρίου 1998, η Unilever αμφισβήτησε την άποψη της Central Food. Προβάλλοντας ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας κοινοποιήσεως και ελέγχου των σχεδίων τεχνικών κανόνων που καθιέρωσε η οδηγία 83/189, η Επιτροπή είχε καλέσει την Ιταλική Δημοκρατία να μη νομοθετήσει στον τομέα της επισημάνσεως του ελαιολάδου έως τις 5 Μαΐου 1999 και υπενθυμίζοντας την απόφαση CIA Security Ι-7576

UNILEVER International, η Unilever υποστήριξε ότι ο επίδικος νόμος δεν έπρεπε να εφαρμοστεί. Δηλώνοντας ότι το παρασχεθέν ελαιόλαδο ήταν ως εκ τούτου απολύτως σύμφωνο με την ισχύουσα ιταλική ρύθμιση, κάλεσε τη Central Food να δεχθεί την παράδοση και να καταβάλει το τίμημα. 21 Κατόπιν της νέας αρνήσεως της Central Food, η Unilever υπέβαλε στις 21 Οκτωβρίου 1998 ενώπιον του Pretore di Milano αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για ποσό αντίστοιχο προς το τίμημα του παραδοθέντος εμπορεύματος. 22 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Pretore di Milano αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Μπορεί ΤΌ εθνικό δικαστήριο που καλείται να εκδώσει διαταγή πληρωμής σχετικά με την παράδοση εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου, του οποίου η επισήμανση δεν ήταν σύμφωνη προς τις διατάξεις του εθνικού νόμου που θεσπίστηκε και τέθηκε σε εφαρμογή εντός κράτους μέλους (νόμος 313 της 3ης Αυγούστου 1998), να μην εφαρμόσει τον εν λόγω νόμο, αν ληφθεί υπόψη ότι, κατόπιν της κοινοποιήσεως και της συνακόλουθης εξετάσεως ενός εθνικού νομοσχεδίου σχετικά με την επισήμανση της προελεύσεως του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου, του παρθένου ελαιολάδου και του ελαιολάδου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε ρητά το κοινοποίήσαν κράτος, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών,νααπόσχει για ορισμένο χρονικό διάστημα (μέχρι τις 14 Σεπτεμβρίου 1999) από τη θέσπιση κανόνων για την εμπορία του ελαιολάδου, εν αναμονή της εκδόσεως κοινοτικής ρυθμίσεως στον σχετικό τομέα;» Ι - 7577

ΑΠΟΦΑΣΗ της 26.9.2000 ΥΠΟΘΕΣΗ C-443/98 Επί του προδικαστικού ερωτήματος Ο τεχνικός χαρακτήρας των κανόνων για την επισήμανση που περιλαμβάνονται στον επίδικο νόμο 23 Ευθύς εξαρχής, πρέπει να εξετασθεί αν, όπως προβάλλει η Ιταλική Κυβέρνηση, το προδικαστικό ερώτημα είναι άνευ αντικειμένου για τον λόγο ότι το ρυθμιστικό πεδίο του επίδικου νόμου δεν εμπίπτει στην οδηγία 83/189. 24 Πρώτον, η εν λόγω κυβέρνηση παρατηρεί ότι ο επίδικος νόμος δεν περιέχει κανόνες δυνάμενους να χαρακτηρισθούν τεχνικοί κανόνες κατά την έννοια της οδηγίας 83/189. Παραπέμπει στον σκοπό του επίδικου νόμου που συνίσταται στην προστασία του καταναλωτή χάρη στη σωστή πληροφόρηση σε σχέση με την καταγωγή ή την προέλευση του ελαιολάδου, στο γεγονός ότι πρόκειται για γεωργικά προϊόντα και στο γεγονός ότι οι κανόνες που καθιερώνει ο επίδικος νόμος δεν αφορούν και δεν έχουν επιπτώσεις στα χαρακτηριστικά των προϊόντων αυτών. 25 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 83/189, ως «προϊόν» νοούνται τόσο τα βιομηχανικά όσο και τα γεωργικά προϊόντα και ότι, σύμφωνα με το σημείο 2 του ιδίου άρθρου, της οδηγίας 83/189, ως «τεχνικές προδιαγραφές» νοούνται οι προδιαγραφές που περιέχει έγγραφο το οποίο ορίζει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος καθώς και οι προδιαγραφές που ισχύουν για το προϊόν όσον αφορά την επισήμανση. Οι εθνικές ρυθμίσεις που περιέχουν παρόμοιες προδιαγραφές συνιστούν τεχνικές προδιαγραφές κατά την έννοια της οδηγίας 83/189 ανεξαρτήτως των λόγων που δικαιολόγησαν τη θέσπιση τους (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 20ής Μαρτίου 1997, C-13/96, Bic Benelux, Συλλογή 1997, σ. Ι-1753, σκέψη 19). Ι-7578

UNILEVER 26 Έτσι, ο επίδικος νόμος, που ρυθμίζει την επισήμανση της καταγωγής του ελαιολάδου, περιέχει κανόνες που πρέπει να χαρακτηρισθούν «τεχνικές προδιαγραφές» κατά την έννοια της οδηγίας 83/189. 27 Δεδομένου ότι η τήρηση των κανόνων αυτών είναι υποχρεωτική de jure για την εμπορία του ελαιολάδου στην Ιταλία, πρόκειται σαφώς για τεχνικούς κανόνες κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 9, της οδηγίας 83/189. 28 Δεύτερον, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίξει ότι ο επίδικος νόμος εξαιρείται της κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 10 της οδηγίας 83/189, δεδομένου ότι εκδόθηκε σύμφωνα με την οδηγία 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμιση τους (ΕΕ ειδ. έκδ. 003/24, σ. 33), η οποία, με το άρθρο της 3, παράγραφος 1, σημείο 7, επιβάλλει την υποχρέωση αναγραφής στην επισήμανση του τόπου καταγωγής ή προελεύσεως στις περιπτώσεις που η παράλειψη της ενδείξεως αυτής θα ήταν δυνατό να δημιουργήσει στον καταναλωτή εσφαλμένη εντύπωση σχετικά με τον πραγματικό τόπο καταγωγής ή προελεύσεως του τροφίμου. 29 Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Όπως επισήμανε η Επιτροπή, η διάταξη αυτή της οδηγίας 79/112, που έχει γενικόλογη διατύπωση, αφήνει στα κράτη μέλη ένα περιθώριο κινήσεων αρκετά σημαντικό ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο χαρακτηρισμού ορισμένων εθνικών κανόνων για την επισήμανση σε σχέση με την καταγωγή, όπως αυτοί που καθιερώνει ο επίδικος νόμος, ως εθνικών διατάξεων που συμμορφώνονται προς κοινοτική πράξη αναγκαστικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 83/189. 30 Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι κανόνες όπως οι κανόνες για την επισήμανση που περιέχονται στον επίδικο νόμο αποτελούν τεχνικούς κανόνες που εμπίπτουν στην οδηγία 83/189. Ι-7579

ΑΠΟΦΑΣΗ της 26.9.2000 ΥΠΟΘΕΣΗ C-443/98 Οι συνέπειες της παραβάσεως τον άρθρου 9 της οδηγίας 83/189 31 Με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν εναπόκειται στον εθνικό δικαστή, στο πλαίσιο αστικής δίκης μεταξύ ιδιωτών που αφορά συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, να μην εφαρμόσει εθνικό τεχνικό κανόνα που εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου αναβολής που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189. 32 Συναφώς, η Unilever υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, με την απόφαση του CIA Security International, ότι ο εθνικός τεχνικός κανόνας που εκδόθηκε κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 83/189 δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντιταχθεί στους ιδιώτες. 33 Η Επιτροπή υποστηρίζει, αφενός, ότι η απόφαση CIA Security International, σχετικά με διαφορές μεταξύ ιδιωτών, διαπίστωσε ότι τεχνική ρύθμιση που εκδόθηκε κατά παράβαση της οδηγίας 83/189 δεν μπορεί να εφαρμοστεί και ότι από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η μη εφαρμογή της μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών. Προσθέτει ότι δεν υπάρχουν λόγοι που να εμποδίζουν την παραγωγή των συνεπειών αυτών από την παράβαση της οδηγίας 83/189 και στην περίπτωση διαδικασίας για την έκδοση διαταγής πληρωμής όπως είναι αυτή της κύριας δίκης. 34 Αφετέρου, κατά την Επιτροπή, η μη εφαρμογή είναι υποχρεωτική τόσο στην περίπτωση που παραβιάζεται η υποχρέωση κοινοποιήσεως που καθιερώνει το άρθρο 8 της οδηγίας 83/189 όσο και στην περίπτωση που δεν τηρούνται οι περίοδοι αναβολής που προβλέπει το άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας. Συγκεκριμένα, η έκδοση εθνικού τεχνικού κανόνα μετά την κοινοποίηση του σχεδίου, πλην όμως κατά τη διάρκεια της περιόδου αναβολής, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι παρατηρήσεις ή οι λοιπές αντιδράσεις της Επιτροπής και των λοιπών κρατών μελών, θα συνεπαγόταν εκ των πραγμάτων τον κίνδυνο να δημιουργηθούν νέα εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο απολύτως ταυτόσημο με τον κίνδυνο που απορρέει από την έκδοση εθνικού τεχνικού κανόνα κατά παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως. Ι-7580

UNILEVER 35 Η Ιταλική Κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από τη Δανική Κυβέρνηση, επισημαίνει ότι το Δικαστήριο έχει βεβαίως αναγνωρίσει ότι ορισμένες διατάξεις οδηγιών έχουν άμεσο αποτέλεσμα υπό την έννοια ότι οι ιδιώτες, στην περίπτωση μη ορθής μεταφοράς τους, μπορούν να επικαλούνται τις διατάξεις αυτές έναντι του κράτους μέλους παραβάτη, αλλά ότι έχει επίσης κρίνει ότι η επέκταση της νομολογίας αυτής στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών θα σήμαινε ότι αναγνωρίζεται στην Κοινότητα η εξουσία να θεσπίζει υποχρεώσεις με άμεσο αποτέλεσμα εις βάρος των ιδιωτών, ενώ δεν διαθέτει την αρμοδιότητα αυτή παρά μόνον όπου της απονέμεται η εξουσία να εκδίδει κανονισμούς. 'Ετσι, από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια οδηγία δεν μπορεί να παράγει αφ' εαυτής υποχρεώσεις για τους ιδιώτες και συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται επίκληση της ως τοιαύτης εις βάρος τους. Απόκλιση από το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να υπάρξει βάσει της αποφάσεως CIA Security International. Το διατακτικό της αποφάσεως αυτής δεν φαίνεται να αποβλέπει στην ανατροπή της αρχής ότι μια οδηγία δεν μπορεί να παράγει άμεσα αποτελέσματα στις οριζόντιες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. 36 Επιπλέον, η Ιταλική, η Δανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίξουν, μεταξύ άλλων, ότι, στην απόφαση CIA Security International, το Δικαστήριο έκρινε αποκλειστικά ότι η μη τήρηση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που θεσπίζει το άρθρο 8 της οδηγίας 83/189 συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του οικείου τεχνικού κανόνα. Το άρθρο 9 όμως της οδηγίας 83/189 διαφέρει ουσιωδώς από το άρθρο 8. Η αποτελεσματικότητα του προληπτικού ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 83/189 ήταν προσδιοριστική της ερμηνείας αυτής. Αντιθέτως, η μη εφαρμογή σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως αναβολής που προβλέπει το άρθρο 9 δεν συμβάλλει στον σκοπό της αποτελεσματικότητας του ελέγχου της Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος δεν τήρησε ένα διαδικαστικό κανόνα όπως αυτόν που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 83/189 δεν μπορεί να έχει άλλο αποτέλεσμα από το να παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του κράτους παραβάτη. 37 Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί αν η έννομη συνέπεια από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων της οδηγίας 83/189 είναι η ίδια όσον αφορά τόσο την υποχρέωση να τηρούνται οι περίοδοι αναβολής της Ι - 7581

ΑΠΟΦΑΣΗ της 26. 9. 2000 ΥΠΟΘΕΣΗ C-443/98 εκδόσεως, σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189, όσο και την υποχρέωση κοινοποιήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 83/189. 38 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απόφαση CIA Security International αφορούσε έναν τεχνικό κανόνα που δεν είχε κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 83/189, γεγονός που εξηγεί γιατί η απόφαση αυτή, στο διατακτικό της, περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι οι τεχνικοί κανόνες που δεν είχαν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο αυτό δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν. 39 Πάντως, εκθέτοντας το σκεπτικό που το οδήγησε στη διαπίστωση αυτή, το Δικαστήριο εξέτασε επίσης τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189. Από το σκεπτικό όμως αυτό προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας 83/189 καθώς και της διατυπώσεως του άρθρου της 9, οι εν λόγω υποχρεώσεις έπρεπε να αντιμετωπισθούν με τον ίδιο τρόπο όπως και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας. 40 Έτσι, στη σκέψη 40 της αποφάσεως CIA Security International υπογραμμίζεται ότι η οδηγία 83/189 σκοπεί στη μέσω προληπτικού ελέγχου προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η οποία αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας και ότι ο έλεγχος αυτός είναι αποτελεσματικός κατά το μέτρο που όλα τα σχέδια τεχνικών κανόνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της πρέπει να κοινοποιούνται και που η έγκριση και η θέση σε ισχύ των κανόνων αυτών πλην των κανόνων για τους οποίους το επείγον των μέτρων δικαιολογεί εξαίρεση πρέπει να αναστέλλονται για τα χρονικά διαστήματα που ορίζει το άρθρο 9. 41 Ακολούθως, στη σκέψη 41 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κοινοποίηση και η περίοδος αναβολής παρέχουν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την ευκαιρία, αφενός, να εξετάσουν εάν το επίμαχο σχέδιο δημιουργεί εμπόδια στο εμπόριο που αντιβαίνουν στη Συνθήκη ΕΚ ή εμπόδια που πρέπει να αποφευχθούν με τη θέσπιση κοινών ή εναρμονισμένων μέτρων και, αφετέρου, να προτείνουν τροποποιήσεις στα μελετώμενα εθνικά μέτρα. Εξάλλου, η διαδικασία αυτή επιτρέπει στην Επιτροπή να προτείνει ή να θεσπίζει κοινοτικούς κανόνες διέποντες τον τομέα που αποτελεί το αντικείμενο του μελετώμενου μέτρου. Ι - 7582

UNILEVER 42 Στη σκέψη 50 της αποφάσεως CIA Security International το Δικαστήριο τόνισε ότι ο σκοπός της οδηγίας 83/189 δεν είναι απλώς να ενημερώνεται η Επιτροπή, αλλά, σε γενικότερο πλαίσια, η εξάλειψη ή ο περιορισμός των εμποδίων στο εμπόριο, η ενημέρωση των λοιπών κρατών περί των τεχνικών κανονιστικών ρυθμίσεων που μελετώνται από ένα κράτος, η παροχή προς την Επιτροπή και προς τα λοιπά κράτη μέλη του αναγκαίου χρόνου προκειμένου να ενεργήσουν και να προτείνουν τροποποιήσεις που επιτρέπουν την ελαχιστοποίηση των περιορισμών στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που απορρέουν από το μελετώμενο μέτρο και η παροχή στην Επιτροπή του αναγκαίου χρόνου προκειμένου να προτείνει οδηγία εναρμονίσεως. 43 Το Δικαστήριο συνεχίζει διαπιστώνοντας ότι το γράμμα των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 83/189 είναι σαφές, δεδομένου ότι αυτά προβλέπουν διαδικασία κοινοτικού ελέγχου των σχεδίων των εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων και την εξάρτηση της ημερομηνίας που θα τεθούν σε ισχύ από τη συμφωνία ή από τη μη αντίθεση της Επιτροπής. 44 Μολονότι, στη σκέψη 48 της αποφάσεως CIA Security International, το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι ο σκοπός της οδηγίας 83/189 είναι η μέσω προληπτικού ελέγχου προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και ότι η υποχρέωση κοινοποιήσεως συνιστά ουσιώδες μέσο για την πραγματοποίηση του κοινοτικού αυτού ελέγχου, διαπίστωσε ότι η αποτελεσματικότητα του ελέγχου αυτού ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν η οδηγία ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε η παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως να συνιστά ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια ικανή να συνεπάγεται τη μη εφαρμογή των επίμαχων τεχνικών κανόνων στους ιδιώτες, από τις αναλύσεις που παρατίθενται στις σκέτρεις 40 έως 43 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η παράβαση των υποχρεώσεων αναβολής που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189 συνιστά επίσης ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια ικανή να επιφέρει τη μη εφαρμογή των τεχνικών κανόνων. Β Συνεπώς, επιβάλλεται να εξετασθεί, δεύτερον, αν η μη εφαρμογή των τεχνικών κανόνων που θεσπίστηκαν κατά παράβαση του άρθρου 9 της οδηγίας 83/189 μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο αστικής δίκης μεταξύ ιδιωτών με αντικείμενο δικαιώματα και υποχρεώσεις εκ συμβάσεως. Ι - 7583

ΑΠΟΦΑΣΗ της 26.9.2000 ΥΠΟΘΕΣΗ C-443/98 46 Κατ' αρχάς, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο μιας αστικής δίκης του είδους αυτού, η εφαρμογή τεχνικών κανόνων που θεσπίστηκαν κατά παράβαση του άρθρου 9 της οδηγίας 83/189 μπορεί να έχει ως συνέπεια την παρεμβολή εμποδίων στη χρήση ή τη διάθεση στο εμπόριο ενός προϊόντος που δεν είναι σύμφωνο με τους κανόνες αυτούς. 47 Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η εφαρμογή της ιταλικής κανονιστικής ρυθμίσεως είναι δυνατό να εμποδίσει τη διάθεση στο εμπόριο του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου που η Unilever είχε πωλήσει. 48 Ακολούθως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η μη εφαρμογή της σχετικής κανονιστικής ρυθμίσεως, ως έννομη συνέπεια της παραβάσεως της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως, διαπιστώθηκε, στην απόφαση CIA Security International, επ' ευκαιρία απαντήσεως στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δίκης μεταξύ ανταγωνιστριών επιχειρήσεων βάσει εθνικών διατάξεων που απαγόρευαν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. 49 Έτσι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η μη εφαρμογή ενός τεχνικού κανόνα που δεν κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 83/189 μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 40 έως 43 της παρούσας αποφάσεως. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπει το άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας και δεν συντρέχει λόγος, συναφώς, να τύχουν διαφορετικής αντιμετώπισης οι διαφορές μεταξύ ιδιωτών από ζητήματα αθέμιτου ανταγωνισμού, όπως στην υπόθεση CIA Security International, από τις διαφορές μεταξύ ιδιωτών για ζητήματα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εκ συμβάσεως, όπως στη διαφορά της κύριας δίκης. 50 Μολονότι είναι αληθές, όπως επισήμαναν η Ιταλική και η Δανική Κυβέρνηση, ότι μια οδηγία, αυτή καθ' εαυτήν, δεν γεννά υποχρεώσεις σε βάρος ιδιώτη και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκληση της κατ' αυτού (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, Ι-7584

UNILEVER C-91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. Ι-3325, σκέψη 20), η νομολογία αυτή δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση που η μη τήρηση του άρθρου 8 ή του άρθρου 9 της οδηγίας 83/189, που συνιστά ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια, συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του τεχνικού κανόνα που εκδόθηκε κατά παράβαση ενός εκ των άρθρων αυτών. 51 Στην περίπτωση αυτή, και αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση της μη μεταφοράς οδηγιών που καλύπτει η νομολογία την οποία επικαλέστηκαν οι δύο αυτές κυβερνήσεις, η οδηγία 83/189 ουδόλως προσδιορίζει το ουσιαστικό περιεχόμενο του κανόνα δικαίου βάσει του οποίου ο εθνικός δικαστής οφείλει να κρίνει την εκκρεμή ενώπιον του διαφορά. Η οδηγία δεν γεννά ούτε δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις για τους ιδιώτες. 52 Ενόψει όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή, στο πλαίσιο αστικής δίκης μεταξύ ιδιωτών σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις εκ συμβάσεως, να μην εφαρμόσει εθνικό τεχνικό κανόνα που εκδόθηκε κατά την περίοδο αναβολής που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189. Επί των δικαστικών εξόδων 53 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιταλική, η Βελγική, η Δανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Ι-7585

ΑΠΟΦΑΣΗ της 26. 9. 2000 ΥΠΟΘΕΣΗ C-443/98 Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 6ης Νοεμβρίου 1998 ο Pretore di Milano, αποφαίνεται: Εναπόκειται οτον εθνικό δικαστή, στο πλαίσιο αστικής δίκης μεταξύ ιδιωτών σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις εκ συμβάσεως, να μην εφαρμόσει εθνικό τεχνικό κανόνα που εκδόθηκε κατά την περίοδο αναβολής που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, που τροποποιεί σημαντικά για δεύτερη φορά την οδηγία 83/189. Rodríguez Iglesias Sevón Schintgen Kapteyn Gulmann Puissochet Ragnemalm Wathelet Σκουρής Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Σεπτεμβρίου 2000. Ο Γραμματέας R. Grass Ο Πρόεδρος G. G Rodríguez Iglesias Ι - 7586