Κυριακή 2 Ἰουνίου 2019 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ, Νικηφόρου Κων/πόλεως Κων/νου νεομ. ἐξ Ἀγαρηνῶν Ἀπολυτίκιον Παναγίας Προυσιωτίσσης Ἦχος α Τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης Σύ προΐστασαι πρόμαχος καί τερατουργός ἐξαισίων τῇ ἐκ Προύσσης εἰκόνι Σου, Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ καί γάρ φωτίζεις ἐν τάχει τούς τυφλούς δεινούς τε ἀπελαύνεις δαίμονας καί παραλύτους δέ συσφίγγεις, Ἀγαθή, κρημνῶν τε σῴζεις καί πάσης βλάβης τούς Σοί προσφεύγοντας. Δόξα τῷ Σῷ ἀσπόρῳ τοκετῷ, δόξα τῷ Σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά Σοῦ τοιαῦτα θαύματα. ΣΥΝΤΟΜΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Σειρά κηρυγμάτων) ΚΛΗΜΗΣ ΡΩΜΗΣ ΟΙ ΔΥΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΠΡΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥΣ (Συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο) Μέ τό ὄνομα τοῦ Κλήμεντος φέρονται καί δύο ἐπιστολές ἀπευθυνόμενες πρός παρθένους. Στήν πραγματικότητα ὅμως οἱ ἐπιστολές αὐτές, ὅπως θά δοῦμε, δέν εἶναι τοῦ Κλήμεντος, ἀλλά εἶναι ἔργο κάποιου ἄγνωστου σέ μᾶς συγγραφέα, ὁ ὁποῖος ὅμως
πρέπει νά ἦταν Παλαιστίνιος καί «ἀσκητής κύρους», ὅπως λέει ὁ καθηγητής Παπαδόπουλος. 1 Oἱ ἐπιστολές αὐτές πρέπει νά γράφτηκαν γύρω στό 250 μ.χ. Ἀναφέρονται δέ γιά πρώτη φορά ἀπό τόν Ἐπιφάνιο καί τόν Ἱερώνυμο. Ὁ Ἐπιφάνιος μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Κλήμης συνιστᾶ καί διδάσκει τήν παρθενία 2 καί ὁ Ἱερώνυμος ἀναφέρει ἐπιστολές τοῦ Κλήμεντος πρός εὐνούχους, πού εὐνούχισαν τούς ἑαυτούς τους γιά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί στίς ὁποῖες γίνεται λόγος γιά τήν παρθενία. 3 Οἱ ἐπιστολές γράφτηκαν στήν ἑλληνική γλώσσα, ἀλλά χάθηκε τό ἑλληνικό πρωτότυπο. Βρέθηκαν ὅμως λίγα ἀποσπάσματά του ἀπό τόν μοναχό τοῦ ἁγίου Σάββα Ἀντίοχο (γύρω στά 620) στόν Πανδέκτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Παρά ταῦτα ἔχουμε ὁλόκληρο τό κείμενο τῶν δύο αὐτῶν ἐπιστολῶν πρός παρθένους σέ μιά συριακή μετάφραση, πού ἀνακαλύφθηκε τό 1470 σ ἕνα κώδικα τῆς Καινῆς Διαθήκης στήν συριακή γλώσσα (Πεσιττώ). 4 Ἀκόμη γιά τά κεφ. 1-8 τῆς πρώτης ἐπιστολῆς ἔχουμε μία κοπτική μετάφραση, ἡ ὁποία ἀναφέρει τόν μέγα Ἀθανάσιο ὡς συγγραφέα. Ἀλλά οὔτε καί αὐτό, ὅτι δηλαδή ὁ συγγραφέας τῶν ἐπιστολῶν εἶναι ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, μποροῦμε νά τό βεβαιώσουμε. Ἄς μείνουμε, λοιπόν, μέ αὐτό πού εἴπαμε ἀπό τήν ἀρχή, ὅτι δηλαδή οἱ ἐπιστολές εἶναι ἔργο ἄγνωστου σέ μᾶς συγγραφέα. Οἱ ἐπιστολές δέν εἶναι τοῦ Κλήμεντος ἐπισκόπου Ρώμης, ἄν καί φέρονται μέ τό ὄνομά του. 5 Καί δέν εἶναι τοῦ Κλήμεντος ὄχι μόνο γιατί τό ὕφος τῶν ἐπιστολῶν εἶναι διαφορετικό ἀπό τό ὕφος τῆς γνήσιας ἐπιστολῆς τοῦ Κλήμεντος τῆς Α πρός Κορινθίους, ἀλλά κυρίως γιατί τά κείμενα αὐτά θίγουν θέμα, πού ἦταν ἄγνωστο στήν ἐποχή τοῦ Κλήμεντος. Οἱ ἐπιστολές θίγουν τό θέμα τῶν συνεισάκτων, τό νά συγκατοικοῦν, δηλαδή, μαζί ἄνδρες καί γυναῖκες, ἀφιερωμένοι στήν παρθενική ζωή καί νά περιοδεύουν μαζί γιά κήρυγμα. Ἀλλά ἡ ἀποστολική ἐποχή, στήν ὁποία ζοῦσε ὁ Κλήμης, ἦταν ἐποχή πού διακρινόταν γιά τά αὐστηρά ἤθη τῶν πρώτων χριστιανῶν καί δέν εἶχε, ὅπως προϋποθέτουν οἱ ἐπιστολές, μέγα πλῆθος παρθένων ἀνδρῶν πού νά συζοῦν μέ παρθένες γυναῖκες. Καί δέν συναντᾶμε πάλι στήν ἀποστολική ἐποχή παρθένους ἄνδρες πού νά περιοδεύουν μέ παρθένες γυναῖκες τίς ἐρημίες καί νά συγκατοικοῦν. Τό κακό τῶν συνεισάκτων ἐμφανίστηκε στήν Ἐκκλησία κατά τά μέσα τοῦ 3ου αἰώνα, καί στήν ἐποχή αὐτή, λοιπόν, τοποθετοῦν οἱ πατρολόγοι τήν συγγραφή τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν. 6 Τό κακό τῶν συνεισάκτων θίγεται καί στίς δύο ἐπιστολές. Ἡ δεύτερη ἐπιστολή ἀρχίζει ἀπότομα λείπει ἡ ἀρχή της. Καί ἀπό τήν πρώτη λείπει πάλι τό τέλος της. Αὐτό καί τό ὅτι καί οἱ δύο ἐπιστολές θίγουν τό ἴδιο θέμα μᾶς κάνει νά ποῦμε ὅτι τό ἔργο ἦταν ἀπό τήν ἀρχή ἑνιαῖο καί ἡ διαίρεσή του σέ δύο ἐπιστολές ἔγινε ἀργότερα σκόπιμα. Θά ἐξετάσουμε ὅμως σύντομα τό περιεχόμενο τοῦ ἔργου, ὅπως εἶναι σήμερα διαιρεμένο σέ δύο ἐπιστολές. 2
Ἡ πρώτη ἐπιστολή Ἡ πρώτη ἐπιστολή ἀποτελεῖται ἀπό 13 κεφάλαια καί λέει ὅτι ὅλοι οἱ παρθένοι καί οἱ παρθένες, πού ἀποφάσισαν νά φυλάξουν παρθενία γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, εἶναι ἀναγκασμένοι νά φανοῦν σέ ὅλα ἄξιοι τῆς Βασιλείας γιατί ἡ ἀπόκτησή της δέν γίνεται οὔτε μέ τήν ρητορεία, οὔτε μέ τήν φήμη, οὔτε μέ τήν ὡραιότητα καί τήν σωματική δύναμη, ἀλλά μέ τήν πίστη καί τά καλά ἔργα τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐσέβειας (κεφ. 2). Οἱ παρθένοι, ἀφοῦ χωρίστηκαν ἀπό τόν κόσμο, ὀφείλουν νά ζοῦν θεῖο καί οὐράνιο βίο, ὅμοιο μέ τούς ἀγγέλους, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἀμειφθοῦν στήν αἰωνιότητα. Οἱ παρθένοι ὀφείλουν νά εἶναι ἅγιοι ὄχι μόνο κατά τό σῶμα, ἀλλά καί κατά τό πνεῦμα, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α Κορ. 7,34), νικώντας τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας καί τόν κόσμο (κεφ. 2-5). Τέτοιοι παρθένοι ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ Παῦλος, ὁ Βαρνάβας, ὁ Τιμόθεος, ὁ Ἠλίας, ὁ Ἐλισσαῖος καί πολλοί ἄλλοι ἅγιοι ἄνδρες. Αὐτούς πού ἔζησαν μέ καθαρότητα σώματος καί ψυχῆς, πρέπει νά μιμοῦνται οἱ παρθένοι καί οἱ παρθένες. Καί μάλιστα κατ ἐξοχήν πρέπει νά μιμοῦνται τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, διώχνοντας κάθε σαρκική σκέψη καί νά ζοῦν ἐν τῷ Θεῷ (κεφ. 6-9). Στήν συνέχεια ὁ συγγραφέας θεωρεῖ ἄπρεπο νά βρίσκονται ἀναιδεῖς ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μέ τό πρόσχημα τῆς εὐσέβειας νά συγκατοικοῦν μέ παρθένες ἤ νά περιοδεύουν μ αὐτές ἔρημους τόπους. Ὁ τρόπος αὐτός δέν ἁρμόζει στούς χριστιανούς. Ὁ συγγραφέας ἐπίσης ἐλέγχει καί ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι συνέτρωγαν καί συνέπιναν μέ παρθένες μέ μεγάλη ἐλευθερία. Ἀκόμη στήν ἐπιστολή του αὐτή κατακρίνει τήν ὀκνηρία τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι, γιά νά ζήσουν, ἀναγκάζονταν νά περιέρχονται τίς οἰκίες τῶν χριστιανῶν μέ τό πρόσχημα νά διδάξουν τίς ἅγιες Γραφές, ἀλλά δίδασκαν μικρά καί ἀνωφελῆ πράγματα (κεφ. 10 καί 11). Στό τέλος τῆς πρώτης αὐτῆς ἐπιστολῆς ὁ συγγραφέας δίνει κανόνες ζωῆς, σύμφωνα μέ τούς ὁποίους ἔπρεπε νά πολιτεύονται οἱ παρθένοι, ἐπισκεπτόμενοι χῆρες, ἀσθενεῖς καί φτωχούς (κεφ. 12 καί 13). Ἡ δεύτερη ἐπιστολή Ἡ δεύτερη ἐπιστολή πρός παρθένους ἀποτελεῖται ἀπό 16 κεφάλαια. Σ αὐτά ὁ συγγραφέας διδάσκει τούς παρθένους ἄνδρες πῶς νά συμπεριφέρονται, ὅταν περιέρχονται διάφορες πόλεις καί κῶμες τούς λέει ὅτι δέν πρέπει νά μένουν σέ οἰκίες ὅπου κατοικοῦν γυναῖκες. Τούς φέρνει μάλιστα ὡς παραδείγματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή τόν Σαμψών, τόν Δαυΐδ, τόν Σολομώντα, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ ἦταν ἄνθρωποι ἀφιερωμένοι στόν Θεό, ὅμως ἔπεσαν, γιατί συναναστάφηκαν καί συγκατοίκησαν μέ γυναῖκες (κεφ. 1-13). Ἐπαινεῖ δέ ὁ συγγραφέας τούς προφῆτες καί τούς ἁγίους ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως τόν Μωυσῆ, τόν Ἀαρών, τόν Ἐλισσαῖο καί ἄλλους, πού ζοῦσαν μέ φόβο Θεοῦ, χωρίς νά συγκατοικοῦν μέ γυναίκα (κεφ. 14). 3
Τέλος ὁ συγγραφέας ἀναφέρει τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὑπηρετεῖτο ἀπό γυναῖκες, ἀλλά δέν συγκατοικοῦσε μαζί τους (κεφ. 15). Γενικά γράφουμε ὅτι τό κείμενο τῶν δύο ἐπιστολῶν πρός παρθένους, πού φέρονται μέ τό ὄνομα τοῦ Κλήμεντος, εἶναι ἀξιόλογο, ἀφοῦ εἶναι ἡ παλαιότερη πηγή γιά τήν ἱστορία τῆς ἄσκησης καί τοῦ μοναχισμοῦ. Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 1. Πατρολογία Α σ. 468. 2. «Αὐτός Κλήμης αὐτούς κατά πάντα ἐλέγχει ἀφ ὧν ἔγραψεν ἐπιστολῶν ἐγκυκλίων τῶν ἐν ταῖς ἁγίαις Ἐκκλησίαις ἀναγινωσκομένων, ὅτι ἄλλον ἔχει χαρακτῆρα ἡ ἑαυτοῦ πίστις καί ὁ λόγος παρά τά ὑπό τούτων εἰς ὄνομα αὐτοῦ ἐν ταῖς περιόδοις νενοθευμένα αὐτός γάρ παρθενίαν διδάσκει καί αὐτοί οὐ δέχονται αὐτός γάρ ἐγκωμιάζει Ἠλίαν καί Δαυΐδ καί Σαμψών καί πάντας τούς προφήτας» (Haer. 30,15). 3. Contra Jovinian. Lib. Ic7: Ad hos (Eunuchos) et clemens sussessor apostoli Petri, cujus Paulus apostolus meminit, scribit epistolas, omnemque poene sermonem suum de virginitatis puritate contexuit. Ὁ Jovinian θεωροῦσε ἐξ ἴσου τόν παρθενικό καί ἔγγαμο βίο. 4. Ἀπόδοση στήν λατινική γλώσσα τῆς συριακῆς αὐτῆς μετάφρασης τῶν ἐπιστολῶν βλ. εἰς MPG 1,380-452. 5. Ὁ Ἐπιφάνιος καί ὁ Ἱερώνυμος ὅμως καί ὅλοι ἀπό τά μέσα τοῦ δ μέχρι τόν ιε αἰώνα πίστευαν τόν Κλήμεντα ὡς συγγραφέα τῶν ἐπιστολῶν. 6. Ὁ πολυμαθής θεολόγος καί φιλόλογος Johannes Jacobus Wettstenius (πέθανε τό 1754) ἐξέδωσε ἐργασία του στήν Καινή Διαθήκη (Novum Τestamentum graecum cum lectionibus variantibus, commentario pleniore ex scriptoribus Hebraeis, Graecis, et Latinis, Amstelodam 1751) καί μαζί μ αὐτή τίς δύο ἐπιστολές πρός παρθένους, πού μελετᾶμε, τίς ὁποῖες ὑπεστήριζε ὡς γνήσιες ἐπιστολές τοῦ Κλήμεντος. Τήν γνώμη του αὐτή πολέμησαν δύο σπουδαῖοι πάλι λόγιοι, ὁ Nathanael Lardner, Ἄγγλος (πέθανε τό 1768) καί ὁ Γερμανός Hermannus Venema. Ὁ πρῶτος στήν διατριβή του Lardner dissertation upon the two epistles ascribed to Clement of Rome δέν δέχεται τόν Κλήμεντα ὡς συγγραφέα τῶν δύο ἐπιστολῶν πρός παρθένους καί διατείνεται ὅτι γράφτηκαν περί τά μέσα τῆς τρίτης ἑκατονταετηρίδος ἀπό κάποιον Ἐπίσκοπο τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ δέ Venema προσπαθεῖ νά ἀποδείξει ὅτι οἱ ἐπιστολές εἶναι ὑποβολιμαῖες καί ἀνακαλύπτει σ αὐτές τό λεκτικό τοῦ Ἱερωνύμου. Στό ἐπιχείρημα τοῦ Wettstenius ὅτι οἱ ἐπιστολές ἀναφέρονται ἀπό τόν Ἐπιφάνιο καί τόν Ἱερώνυμο οἱ παραπάνω λόγιοι ἀπαντοῦν ὅτι αὐτοί δέν εἶχαν ὑπόψη τους τίς ἐπιστολές πρός παρθένους, ἀλλά τίς δυό πρός Κορινθίους ἐπιστολές τοῦ Κλήμεντος. Ὁ διδάκτορας Beelen τό ἔτος 1856 ζήτησε νά ἀνατρέψει τούς ἰσχυρισμούς κατά τῆς γνησιότητας τῶν ἐπιστολῶν καί νά ὑποστηρίξει τήν γνησιότητά τους (Beelen S. Clementis rom. epistolae duae de virginitate, Syriace. Lovanii 1856 Prolegomena XXI LXXXVIII). Τόν Beelen ἀκολούθησε τό ἔτος 1875 καί ὁ Wenzlowsky ὑποστηρίξας τόν Κλήμεντα ὡς συγγραφέα τῶν ἐπιστολῶν στήν γερμανική μετάφρασή τους πού ἔκανε (βλ. Κ. Κοντογόνου Φιλολογική καί Κριτική Ἱστορία... τόμ. Α σ. 29 καί Γ. Δέρβου Χριστιανική Γραμματολογία... Τόμ. Α σ. 408-409). 333 4
9AAAAAAAAAAAAAAAAB ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΠΡΟΣ ΙΕΡΕΙΣ (Ἀνά δεκαπενθήμερον) 5 Δημητσάνα - Μεγαλόπολις, 1 Ἰουνίου 2019 2α Ἐπιστολή πρός τούς Ἱερεῖς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἀδελφοί συμπρεσβύτεροι Ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεώς μας, Εὐλογεῖτε! Μετά τά γενικά πού σᾶς εἶπα γιά τήν θεία Λειτουργία στήν προηγούμενή μου πρώτη ἐπιστολή καί στά ὁποῖα ζητῶ ὑπακοή, ἀρχίζω νά σᾶς μιλῶ μέ τήν παρούσα μου ἐπιστολή πρακτικά σχετικά μέ τήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. 1. Γιά νά τελέσει τήν θεία Λειτουργία ὁ ἱερεύς λαμβάνει πρῶτα «καιρόν». Ἡ λέξη αὐτή εἶναι ἕνα παράγγελμα πρός τόν ἱερέα, γιά νά κάνει τήν σχετική Ἀκολουθία προετοιμαζόμενος γιά τήν θεία Λειτουργία. Δέν γνωρίζω, δέν ἔχω ἐρευνήσει τό γιατί ἡ Ἀκολουθία αὐτή ὀνομάστηκε «καιρός». Μέσα μου τό ἑρμηνεύω ὡς ἑξῆς: «Ἔφτασε ὁ καιρός! Ἡ μεγάλη ὥρα γιά τήν θεία Λειτουργία ἦρθε»! Πιστεύω δέ ὅτι αὐτό πραγματικά πρέπει περίπου νά εἶναι καί τό νόημα τῆς λέξεως αὐτῆς. Σ αὐτό φαίνεται νά συμφωνεῖ καί τό γραφόμενο στίς λειτουργικές δέλτους, ὅτι ὁ ἱερεύς λαμβάνει «καιρόν» «τοῦ καιροῦ ἐπιστάντος», ὅτι ἦλθε ἡ ἀναμενόμενη γλυκειά ὥρα γιά τήν θεία Λειτουργία. Αὐτό ὅμως πού θέλω νά σᾶς πῶ τώρα, ἅγιοι Πατέρες, εἶναι ὅτι ἡ Ἀκολουθία τοῦ «καιροῦ» λαμβάνεται ἔξω ἀπό τό ἱερό Βῆμα καί ὄχι ἐντός αὐτοῦ, ὅπως συνηθίζεται νά τό κάνουμε. Οἱ λειτουργικές δέλτοι τό λέγουν καθαρά αὐτό. Κατά τήν ὥρα πού λέγονται τά Καθίσματα «ὅτε ἱερεύς καί ὁ διάκονος ἐξέρχονται τοῦ Βήματος ἵνα λάβωσι καιρόν». Κατ οἰκονομίαν βέβαια μπορεῖ ὁ ἱερεύς νά «πάρει» καιρόν καί ἐντός τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Ἀλλά ὄχι αὐτό, πού γίνεται κατ οἰκονομίαν, νά γίνει μόνιμο ἔθος καί νά συμβαίνει ἔτσι πάντοτε. Ὑπάρχουν δέ καί ἄλλοι βαθύτεροι λόγοι πού ὁ «καιρός» πρέπει νά λαμβάνεται ἔξω ἀπό τό Ἱερό Βῆμα. Κατά πρῶτον θά πῶ, εἶναι τό ὅτι ὁ μέλλων νά λειτουργήσει Ἱερεύς πρέπει νά λάβει προηγουμένως συγγνώμην ἀπό τόν λαό. Γι αὐτό στό τέλος τοῦ «καιροῦ» στρεφόμενος πρός τόν λαό ὑποκλίνεται σ αὐτόν λέγοντας σιωπηλά, «συγχωρήσατέ με, ἀδελφοί μου χριστιανοί». Ἔπειτα χαίρεται, πολύ χαίρεται καί ὠφελεῖται ὁ λαός, ὅταν βλέπει τόν παπᾶ του ὅτι, γιά νά μπεῖ στό Ἱερό καί νά λειτουργήσει, κάνει πρῶτα μία εἰδική προσευχή καί προετοιμασία ἀσπαζόμενος τά ἱερά εἰκονίσματα. Πολύ πραγματικά ὠφελεῖ πνευματικά τόν λαό μας αὐτό. Ἀλλά, ὅταν ὁ Ἱερεύς λαμβάνει «και-
ρόν» ἔξω ἀπό τό Ἱερό Βῆμα, αὐτό βοηθεῖ πνευματικά καί τόν ἴδιο τόν Ἱερέα. Τοῦ διδάσκει μυστικά νά μήν ἐξοικειώνεται μέ τό Ἱερό Βῆμα. Γι αὐτό, γιά νά μπεῖ σ αὐτό καί νά λειτουργήσει, πρέπει πρῶτα νά κάνει προσευχή μετανοίας ἔξω ἀπ αὐτό (ἀπό τό Ἱερό) ζητώντας ἀπό τόν Θεό τήν συγχώρηση καί τήν ἄδεια νά τόν καταδεχτεῖ νά εἰσέλθει στό Ἱερό, γιά νά τελέσει τό ἱερώτατο Μυστήριο, τήν θεία Λειτουργία. Ἀλλά θά πεῖ κανείς ἐδῶ ὅτι καί προηγουμένως ὁ Ἱερεύς, ὅταν τελοῦσε τόν Ὄρθρο, ἦταν στό Ἱερό. Αὐτό, πατέρες, οἱ παλαιοί εὐλαβέστατοι Ἱερεῖς τό θεράπευαν μέ δυό τρόπους: (1) Ἤ λάμβαναν «καιρόν» στήν ἀρχή-ἀρχή, προτοῦ ἀκόμη νά «βάλουν» τό «Εὐλογητός...» γιά τόν Ὄρθρο, ἤ (2) εἶχαν κρεμασμένο ἕνα πετραχῆλι στό τέμπλο, στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, καί τελοῦσαν τίς Ἀκολουθίες ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, στό ὁποῖο τελοῦσαν μόνο τήν Θεία Λειτουργία. Στό Ἱερό Βῆμα εἶναι αὐτά τά κύρια καί βασικά: Ἡ ἁγία Τράπεζα καί ἡ Προσκομιδή. Καί αὐτά εἶναι μόνο γιά τήν θεία Λειτουργία. Μήν σᾶς μπερδεύω ὅμως ἅγιοι Πατέρες. Τό πᾶν ἀπό αὐτά πού σᾶς εἶπα εἶναι ἡ εὐλάβειά μας στόν ἅγιο Ναό τοῦ Κυρίου καί ἰδιαίτερα στό ἅγιο Βῆμα. Προσοχή, μήν πάθουμε ἐξοικείωση μέ τά Ἅγια, πού δυστυχῶς τήν πάθαμε. Ἕνα καθαρός στήν ψυχή Ἱερεύς εἶδε μέσα στό Ἱερό ἱστάμενον ἕναν ἄγγελο. Ἔνοιωσε δέος ὅταν τόν εἶδε καί ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Ἐγώ ἀπό τότε πού ἐγκαινιάστηκε ὁ ἱερός αὐτός Ναός εἶμαι πάντα ἐδῶ καί φυλάττω τόν ἱερό χῶρο». Γι αὐτό καί ἐμεῖς, ὁποιαδήποτε ὥρα εἰσερχόμαστε στό Ἱερό, πρέπει νά κάνουμε τόν σταυρό μας καί νά ἀσπαζόμαστε τήν εἰκόνα τοῦ ἀγγέλου τῆς πλευρικῆς θύρας, σάν νά ζητᾶμε τήν ἄδειά του καί τήν πρεσβεία του γιά νά μποῦμε στό Ἅγιο Βῆμα. Προσοχή: Ὁ ἄγγελος κρατάει σπαθί! Παρατηρῶ ὅμως, πατέρες, κάποιες ἀνευλάβειες καί γι αὐτές ὄχι ἁπλῶς στενοχωροῦμαι, ἀλλά πονῶ πολύ. Γιά παράδειγμα: Πόσες φορές, μά πόσες φορές, σᾶς τό ἔχω πεῖ ὅτι, ὅταν θέλετε ἀπό τό ἕνα κλίτος τοῦ Ἱεροῦ νά πᾶτε στό ἄλλο, δέν θά περνᾶτε μπροστά ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα. Εἶναι ἀσέβεια αὐτό. Δέν εἶναι πέρασα ὁ τόπος αὐτός. «Ὡς φοβερός ὁ τόπος οὗτος οὐκ ἔστι τοῦτο, ἀλλ ἤ οἶκος Θεοῦ καί αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γεν. 28,17). Ὅταν, πατέρες, θέλετε ἀπό τό ἕνα κλίτος τοῦ Ἱεροῦ νά πᾶτε στό ἄλλο, θά περνᾶτε ἀπό τό ὄπισθεν μέρος τῆς Ἁγίας Τράπεζας. Θυμᾶμαι μάλιστα ὅτι ὅταν ἤμουν παιδάκι στό ἱερό, ἕνας εὐλαβέστατος ἱερεύς μοῦ εἶπε, ὅταν περνάω πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, νά κάνω τόν σταυρό μου περνώντας. Γι αὐτό, ἀπό ἱερή συνήθεια, μέ βλέπετε καί τώρα, καί σέ ὥρα πού δέν γίνεται Ἀκολουθία, ὅταν περνῶ πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, κάνω τόν σταυρό μου. Ἁγία συνήθεια! Μήν περνᾶτε μπροστά ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, ἀδελφοί καί πατέρες, γιά τήν μετάβασή σας ἀπό τήν μία πλευρά τοῦ Ἱεροῦ στήν ἄλλη. Ξαναλέγω ὅτι εἶναι ἀνευλάβεια καί ἀσέβεια αὐτό. Θυμηθεῖτε τό θαῦμα πού ἔκανε ἡ Παναγία ἡ Γοργοϋπήκοος τοῦ ἁγίου Ὄρους στόν ἀνευλαβῆ μοναχό, πού περνοῦσε ἀδιάφορα μπροστά ἀπό τήν θαυματουργό της Εἰκόνα ἔχοντας καί τά εἴδη τῆς ἐργασίας του. Τόν τύφλωσε!... Ἡ δέ Ἁγία Τράπεζα, τό πανάγιο Θυσιαστήριο, εἶναι ἀνώτερο ἀπό τήν Εἰκόνα. Μετά τόν καιρό ὁ Ἱερεύς πρέπει νά ἔλθει νά προσκυνήσει τό Ἱερό Βῆμα. Εἰσερχόμενος, λοιπόν, στό Ἱερό (ἀπό τήν βορεία πύλη) λέγει καθ ἑαυτόν: «Εἰσελεύσομαι εἰς τόν 6
ἅγιόν Σου οἶκον. Προσκυνήσω μίαν θεότητα, προσκυνουμένην τρισυποστάτως ἐν Πατρί (καί κάνει μία μετάνοια στήν Ἁγία Τράπεζα) καί Υἱῷ (δεύτερη μετάνοια) καί Ἁγίῳ Πνεύματι (τρίτη μετάνοια στήν Ἁγία Τράπεζα), νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». 2. Στήν συνέχεια ὁ ἱερεύς ἐνδύεται τά ἄμφιά του, γιά νά ἱερουργήσει. Εἶναι μία σπουδαία πάλι λειτουργική πράξη αὐτή καί πρέπει ὁ Ἱερεύς νά τήν κάνει ἐνσυνείδητα καί μέ ἱεροπρέπεια. Μέ ἱεροπρέπεια καί ὄχι κουβεντιάζοντας μέ τούς ἄλλους συλλειτουργούς του. Γιά τήν ἱεροπρέπεια τοῦ Ἱερέα τήν ὥρα αὐτή βοηθᾶ ἡ σκέψη νά γνωρίζει καί νά ἐννοεῖ συνειδητά τό τί κάνει ἐνδυόμενος τά ἄμφιά του. Ἀκοῦστε, πατέρες: Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα μέ τήν ἁμαρτία τους πού ἔπραξαν στό παράδεισο, πού τήν λέμε «προπατορικό» ἁμάρτημα, «γυμνώθηκαν», λέει ἡ Ἁγία Γραφή καί ντράπηκαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Γυμνώθηκαν ἀπό τό «ἄμφιο» (= τό ἔνδυμα) τῆς ἀθωότητος. Γι αὐτό καί ντράπηκαν. Γυμνοί ἦταν καί πρῶτα, πρίν ἀπό τήν ἁμαρτία τους, ἀλλά δέν ντρέπονταν (βλ. Γεν. 2,25. 3,7), γιατί ἦταν ντυμένοι μέ τήν ἀθωότητα. Τώρα, λοιπόν, πού ὁ ἱερεύς θά παρασταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, γιά νά Τόν λειτουργήσει, πρέπει νά εἶναι ντυμένος στήν ψυχή μέ τό ἔνδυμα τῆς ἀρετῆς. Γι αὐτό καί ὅταν ἐνδύεται τό τελευταῖον του ἄμφιο λέγει: «Οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε, ἐνδύσονται δικαιοσύνην» (= ὅλη τήν ἀρετή). Ἐνδυόμενος κάθε ἄμφιό του ὁ ἱερεύς λέγει μιά εἰδική εὐχή ἤ ἕνα ἰδιαίτερο ψαλμικό στίχο. Καί κάθε ἄμφιο ἔχει ἕνα ἰδιαίτερο νόημα καί σημασία καί ὑπενθυμίζει ἕνα ἰδιαίτερο διακόνημα τοῦ ἱερέως. Θά πρέπει νά ἔχετε παρατηρήσει, ἅγιοι Ἱερεῖς, ὅτι τά Ἄμφια τοῦ Ἀρχιερέα δέν διαφέρουν ἀπό τά ἄμφια τοῦ Ἱερέα. Ὁ σάκκος τοῦ Ἀρχιερέα εἶναι τό φελόνιο τοῦ Ἱερέα. Γι αὐτό καί ἕνα ποίημά του ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς λέγει: «Μές στά φελόνιά τους χρυσοῖ ἐπίσκοποι καί παπάδες»! Ἕνα μόνο ἄμφιο ἔχει περισσότερο ὁ Ἀρχιερεύς, τό Ὠμοφόριο. Καί αὐτό τό ἀποκλειστικά ἀρχιερατικό ἄμφιο δηλώνει τό μεγάλο ποιμαντικό ἔργο τοῦ Ἀρχιερέα, τό νά βρίσκει τά ἀπολωλότα πρόβατα, ψυχές, δηλαδή, πεσμένες στήν ἁμαρτία, καί νά τίς παίρνει στόν «ὦμο» του, στήν καρδιά του, γιά νά τίς φέρει στόν Θεό. Γιατί αὐτόν τόν συμβολισμό ἔχει τό Ὠμοφόριο τοῦ Ἀρχιερέα. Συμβολίζει τόν Μέγα Ἀρχιερέα καί Ἀρχιποίμενα Χριστόν, πού ἄφησε τά 99 πρόβατα (τά 9 δηλαδή τάγματα τῶν Ἀγγέλων) καί σαρκώθηκε γιά τό ἕνα ἀπολωλός πρόβατο, τήν ἁμαρτήσασα ἀνθρωπίνη φύση, τήν ὁποία ἔσωσε καί τήν προσήγαγε μέ τήν Ἀνάληψή Του στόν οὐράνιο Πατέρα Του. Ἀφοῦ δέ τοιαύτη ὑψηλή ἔννοια ἔχουν τά Ἄμφια τοῦ Ἱερέα, πρέπει νά εἶναι καθαρά καί εὐπρεπισμένα, ἀφοῦ μέ αὐτά θά παρασταθεῖ στόν Βασιλέα Ἰησοῦ Χριστό. Νά εἶναι ὅμως τά Ἄμφια ἁπλᾶ καί ὄχι πολυδάπανα καί προκλητικά στόν πτωχό λαό μας. Εὐλογεῖτε, ἀγαπητοί μου πατέρες Ἱερεῖς. Σᾶς εὔχομαι πλούσια τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ σέ σᾶς, τήν οἰκογένειά σας καί τό ποίμνιό σας. Εὔχεσθε καί ὑπέρ ἐμοῦ. Μέ πολλές εὐχές καί πολλή ἀγάπη, Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας 7