18.6.2019 L 161/1 I (Νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/981 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 8ης Μαρτίου 2019 σχετικά με την τροποποίηση του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) ( 1 ), και ιδίως το άρθρο 35 παράγραφος 9, το άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο α), το άρθρο 56, το άρθρο 86 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), το άρθρο 97 παράγραφος 1, το άρθρο 111 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ), ε), στ), στα), θ), ι), ια) και ιβ), το άρθρο 211 παράγραφος 2 και το άρθρο 234, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η εμπειρία, την οποία αποκόμισαν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις από τα πρώτα έτη εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την επανεξέταση των μεθόδων, των παραδοχών και των τυποποιημένων παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο. (2) Η πρόταση νέου κανονισμού της Επιτροπής για τη θέσπιση του προγράμματος InvestEU ( 2 ) εστιάζεται στην αντιμετώπιση των αστοχιών της αγοράς και των μη βέλτιστων επενδυτικών καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ. Η εν λόγω πρόταση περιλαμβάνει τη δημιουργία του Συμβουλευτικού Κόμβου InvestEU, ο οποίος αναμένεται ότι θα στηρίξει την ανάπτυξη μιας σειράς ώριμων επενδυτικών έργων, και της Πύλης InvestEU, που αναμένεται ότι θα προσφέρει στους επενδυτές μια εύκολα προσβάσιμη και φιλική για τον χρήστη βάση δεδομένων επενδυτικών έργων. Το πρόγραμμα InvestEU θα στηρίξει, με τον τρόπο αυτό, τις επενδύσεις στη χρηματοδότηση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, υπό μορφή ομολόγων, δανείων ή ιδιωτικών κεφαλαίων συμμετοχών, καθώς και άλλων μακροπρόθεσμων επενδύσεων σε μετοχές. Ο τυποποιημένος μαθηματικός τύπος για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες για τις επενδύσεις σε ιδιωτικές τοποθετήσεις χρέους, ιδιωτικά κεφάλαια συμμετοχών και τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές. Υπό το πρίσμα της προσδοκώμενης βελτίωσης της προσβασιμότητας στις εν λόγω επενδύσεις μέσω της Πύλης InvestEU, θα πρέπει να θεσπιστούν οι εν λόγω ειδικοί κανόνες. Επιπλέον, στο πλαίσιο του Σχεδίου Δράσης για την Οικοδόμηση Ένωσης Κεφαλαιαγορών, της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, θα πρέπει να επιτευχθεί μεγαλύτερη προσέλκυση επενδύσεων στην Ευρώπη και να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε χρηματοδότηση μέσω κεφαλαίων συμμετοχών και μέσω δανεισμού για τις ευρωπαϊκές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η αντιμετώπιση προληπτικής εποπτείας των ιδιωτικών κεφαλαίων συμμετοχών και των ιδιωτικών τοποθετήσεων χρέους θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί, προκειμένου να αρθούν τα αδικαιολόγητα εμπόδια για τις επενδύσεις στις εν λόγω κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού. (3) Προκειμένου να επιτευχθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται στον ασφαλιστικό τομέα και των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται στους λοιπούς χρηματοπιστωτικούς τομείς, ορισμένες από τις διατάξεις που ισχύουν για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τις διατάξεις που ισχύουν για τα πιστωτικά και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, στον βαθμό που η εν λόγω ευθυγράμμιση είναι ανάλογη με τα διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα τους. ( 1 ) ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1. ( 2 ) COM(2018) 439 fnal.
L 161/2 18.6.2019 (4) Τα ανοίγματα διαπραγμάτευσης έναντι αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων (CCP) επωφελούνται από τον πολυμερή μηχανισμό συμψηφισμού και επιμερισμού ζημιών που παρέχεται από τους αναγνωρισμένους CCP. Τα εν λόγω ανοίγματα ενέχουν μειωμένο πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και θα πρέπει, επομένως, να υπόκεινται σε χαμηλότερη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με τα ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένων που δεν επωφελούνται από τους μηχανισμούς των CCP. Σύμφωνα με το άρθρο 111 παράγραφος 1 στοιχείο στα) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, στον υπολογισμό του κινδύνου αθέτησης αντισυμβαλλομένου με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, τα ανοίγματα διαπραγμάτευσης έναντι αναγνωρισμένων CCP θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο ο οποίος να εναρμονίζεται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που ισχύουν σε σχέση με τα εν λόγω ανοίγματα για τα πιστωτικά ιδρύματα και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα. (5) Οι επενδύσεις από ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε ιδιωτικές τοποθετήσεις χρέους θα πρέπει να διευκολυνθούν, προκειμένου να συμβάλουν στον ενωσιακό στόχο της μακροπρόθεσμης διατηρήσιμης ανάπτυξης. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να καθιερωθούν κριτήρια τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα κατάταξης των ομολόγων και των δανείων για τα οποία δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ΕΟΠΑ στις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας 2 ή 3, με βάση την εσωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση της ίδιας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. (6) Οι ουσιαστικές μεταβολές στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου μπορεί να διαμορφώσουν μια κατάσταση όπου οι πηγές δεδομένων που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν δεν είναι πλέον διαθέσιμες. Επιπλέον, η μεγαλύτερη διαθεσιμότητα δεδομένων μπορεί να καταστήσει παρωχημένες τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου. Μια ουσιαστική μεταβολή στις συνθήκες της αγοράς μπορεί επίσης να επιβάλλει επαναξιολόγηση των παραμέτρων, συμπεριλαμβανομένου του τελικού προθεσμιακού επιτοκίου, του σημείου εκκίνησης για την παρέκταση των επιτοκίων άνευ κινδύνου ή της περιόδου σύγκλισης με το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο. Επομένως, θα πρέπει να καθιερωθούν προϋποθέσεις για την αξιολόγηση του κατά πόσον οι ενδεχόμενες μεταβολές στα δεδομένα και τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου είναι ανάλογες με τους στόχους της διαφάνειας, της σύνεσης, της αξιοπιστίας και της συνέπειας των μεθόδων για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου σε βάθος χρόνου. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΑΑΕΣ θα πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή εκτίμηση των επιπτώσεων των τροποποιημένων τεχνικών, προδιαγραφών δεδομένων ή παραμέτρων και της αναλογικότητας της τροποποίησης σε σχέση με την ουσιαστική μεταβολή στα δεδομένα. (7) Ο στόχος της διαφάνειας, της σύνεσης, της αξιοπιστίας και της συνέπειας των μεθόδων για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου σε βάθος χρόνου θα πρέπει να ισχύει επίσης και στο επίπεδο των συνιστωσών, και ιδίως της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας. Προκειμένου να διασφαλιστεί διαφάνεια, σύνεση, αξιοπιστία και συνέπεια σε βάθος χρόνου, η μέθοδος για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ), και ιδίως η ενεργοποίηση της συνιστώσας κράτους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 77δ παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, θα πρέπει να επανεξετάζεται, όταν από τα στοιχεία προκύπτει ότι η μέθοδος αδυνατεί να ανταποκριθεί στους στόχους, και ως μέρος της επανεξέτασης από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 77στ παράγραφος 3 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. (8) Τα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων, υπό μορφή καταβληθέντος κεφαλαίου μειωμένης εξασφάλισης λογαριασμών μελών αλληλασφαλιστικών επιχειρήσεων, καταβληθέντος κεφαλαίου προνομιούχων μετοχών και της σχετικής διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, και καταβληθεισών υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης, μπορούν να προβλέπουν μηχανισμό μερικής απορρόφησης ζημίας κεφαλαίου για τις περιπτώσεις παραβίασης των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας επί τρεις διαδοχικούς μήνες. Θα πρέπει να καθιερωθούν κριτήρια που να καθορίζουν σε ποιον βαθμό τα εν λόγω στοιχεία χαρακτηρίζονται ως ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1. (9) Οι απώλειες βασικών ιδίων κεφαλαίων λόγω φορολογικών επιπτώσεων, όταν ενεργοποιείται ο μηχανισμός απορρόφησης ζημίας κεφαλαίου, θα πρέπει να αποφεύγονται. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει, συνεπώς, να μπορούν να αιτούνται απαλλαγή από την εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού. Ωστόσο, πριν από τη χορήγηση της απαλλαγής, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να αξιολογούν αν υπάρχει μεγάλη και βάσιμη πιθανότητα οι φορολογικές επιπτώσεις του μηχανισμού να αποδυναμώσουν σημαντικά την κατάσταση φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. (10) Θα πρέπει να διασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων στον ασφαλιστικό τομέα και στους λοιπούς χρηματοπιστωτικούς τομείς. Επομένως, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης έγκρισης από εποπτική αρχή, να αποπληρώνουν ή να εξοφλούν ένα στοιχείο ιδίων κεφαλαίων εντός της πρώτης πενταετίας από την ημερομηνία έκδοσης, σε περίπτωση απρόβλεπτης αλλαγής στην εποπτική κατάταξη του στοιχείου ιδίων κεφαλαίων, η οποία είναι πιθανό να προκαλέσει αποκλεισμό του εν λόγω στοιχείου από τα ίδια κεφάλαια, ή σε περίπτωση απρόβλεπτης αλλαγής στην εφαρμοστέα φορολογική αντιμετώπιση του εν λόγω στοιχείου. (11) Η μέθοδος εξέτασης θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνονται δεόντως υπόψη, ανεξαρτήτως της επενδυτικής δομής της επιχείρησης. Η εν λόγω μέθοδος θα πρέπει, συνεπώς, να εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις συνδεδεμένες με την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, οι οποίες έχουν ως βασικό σκοπό τη διακράτηση ή τη διαχείριση στοιχείων ενεργητικού για λογαριασμό της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.
18.6.2019 L 161/3 (12) Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να εφαρμοστεί η μέθοδος εξέτασης σε επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων ή συσκευασμένες επενδύσεις σε ταμεία, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν απλοποιημένη μέθοδο, με βάση την πιο πρόσφατα αναφερθείσα κατανομή των στοιχείων ενεργητικού των επιχειρήσεων ή των ταμείων συλλογικών επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η απλοποιημένη μέθοδος είναι ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των ενεχόμενων κινδύνων. (13) Οι υποενότητες κινδύνου ακύρωσης απαιτούν πολύπλοκους υπολογισμούς, στο επίπεδο των μεμονωμένων ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Όταν αυτή η πολυπλοκότητα δεν είναι ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που εμπίπτουν στις εν λόγω υποενότητες, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να βασίζονται οι υπολογισμοί για τις εν λόγω υποενότητες σε ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων, αντί σε μεμονωμένα ασφαλιστήρια συμβόλαια, εκτός εάν μια τέτοια ομαδοποίηση των συμβολαίων θα οδηγούσε σε ουσιώδες σφάλμα. (14) Ο υπολογισμός του κινδύνου φυσικών καταστροφών με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο θα πρέπει να αποτυπώνει τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της έκθεσης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στον εν λόγω κίνδυνο. Ο υπολογισμός του κινδύνου φυσικών καταστροφών με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο προϋποθέτει την αντιστοίχιση από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ασφαλιζόμενου ποσού τους σε ζώνες κινδύνου. Ωστόσο, δεν διαθέτουν όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στα εσωτερικά συστήματά τους τις πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο των ζωνών κινδύνου που απαιτούνται για αυτόν τον υπολογισμό, και η εξασφάλιση αυτών των πληροφοριών μπορεί να είναι δαπανηρή για τις εν λόγω επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να βασίζουν τον υπολογισμό τους σε ομάδες ζωνών κινδύνου, όταν η ομαδοποίηση αυτή είναι καλά τεκμηριωμένη και ανάλογη προς την έκθεση. (15) Ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την υποενότητα κινδύνου πυρκαγιάς του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου προϋποθέτει τον προσδιορισμό από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της μεγαλύτερης συγκέντρωσης κινδύνου πυρκαγιάς. Με στόχο τη μείωση της επιβάρυνσης που συνεπάγεται ο υπολογισμός, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να περιορίζουν τη διαδικασία προσδιορισμού για τη μεγαλύτερη συγκέντρωση κινδύνου πυρκαγιάς στις ζώνες γύρω από τις περιοχές της υψηλότερης έκθεσης σε κίνδυνο πυρκαγιάς, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η προσέγγιση είναι ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της έκθεσης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε κίνδυνο πυρκαγιάς. (16) Οι απλοποιημένοι υπολογισμοί των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις υποενότητες κινδύνου θνησιμότητας στους κλάδους ζωής και υγείας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο θα πρέπει να τροποποιηθούν, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι τα κεφάλαια σε κίνδυνο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων μπορεί να μεταβάλλονται σε βάθος χρόνου. (17) Το κόστος απόκτησης πιστοληπτικών αξιολογήσεων για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, με χρήση του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου, θα πρέπει να είναι ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του συναφούς κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν ορίσει εξωτερικό οργανισμό πιστοληπτικής αξιολόγησης θα πρέπει, συνεπώς, να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν απλοποιημένο υπολογισμό για τα μέρη του χαρτοφυλακίου χρεωστικών τίτλων για τα οποία δεν παρέχονται εξωτερικές αξιολογήσεις από τον εν λόγω εξωτερικό οργανισμό πιστοληπτικής αξιολόγησης. (18) Ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο επιβάλλει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να λαμβάνουν υπόψη το μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων του αντισυμβαλλομένου που υπόκειται σε συμβάσεις χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων. Θα πρέπει να αποφεύγεται η δυσανάλογη επιβάρυνση στον υπολογισμό με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου θα πρέπει, συνεπώς, να μπορούν να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου με βάση την παραδοχή ότι ποσοστό άνω του 60 % των περιουσιακών στοιχείων του αντισυμβαλλομένου υπόκειται σε συμβάσεις εξασφάλισης. (19) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου υποχρεούνται να χρησιμοποιούν ειδικό μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου από τις εκθέσεις σε κίνδυνο του τύπου 1, όταν η τυπική απόκλιση της κατανομής ζημιών από εκθέσεις σε κίνδυνο του τύπου 1 είναι χαμηλότερη του 7 %. Θα πρέπει να αποφεύγεται η δυσανάλογη επιβάρυνση κατά τον υπολογισμό της συγκεκριμένης απαίτησης. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει, συνεπώς, να μπορούν να υπολογίζουν την κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου από τις εκθέσεις σε κίνδυνο του τύπου 1, χρησιμοποιώντας τον ίδιο μαθηματικό τύπο που εφαρμόζεται όταν η τυπική απόκλιση της κατανομής ζημιών από εκθέσεις σε κίνδυνο του τύπου 1 κυμαίνεται μεταξύ 7 % και 20 %. (20) Ο υπολογισμός του αποτελέσματος μείωσης του ασφαλιστικού κινδύνου είναι πολύπλοκος και μπορεί να αποτελεί δυσανάλογη επιβάρυνση για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ζημιών. Κρίνεται, επομένως, ενδεδειγμένο να μπορούν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν έναν απλοποιημένο μαθηματικό τύπο, υπό την προϋπόθεση ότι η χρήση αυτού του απλοποιημένου τύπου είναι ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του προφίλ κινδύνου αντισυμβαλλομένου των επιχειρήσεων.
L 161/4 18.6.2019 (21) Η επιβάρυνση κινδύνου για ασφάλιστρα που αφορούν μελλοντικές συμβάσεις δεν θα πρέπει να θέτει αδικαιολόγητα σε μειονεκτική θέση τις συμβάσεις με αρχική διάρκεια άνω του έτους, ώστε να συνυπολογίζεται ο μικρότερος κίνδυνος που ενέχουν τα μελλοντικά ασφάλιστρα από συμβάσεις μεγαλύτερης διάρκειας. Επομένως, για μελλοντικές συμβάσεις με διάρκεια άνω του έτους, το μέτρο όγκου για τον κίνδυνο ασφαλίστρου και αποθέματος του κλάδου ζημιών και του κλάδου ασφάλισης ασθενείας NSLT θα πρέπει να αντιπροσωπεύει μόνο το 30 % των μελλοντικών ασφαλίστρων. (22) Η πραγματική έκθεση της επιχείρησης σε κίνδυνο, κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας για τον κίνδυνο φυσικών καταστροφών, θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο. Στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας για τον κίνδυνο φυσικών καταστροφών, με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, θα πρέπει, επομένως, να λαμβάνονται υπόψη τα συμβατικά όρια αποζημίωσης για φυσικές καταστροφές. (23) Ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας για τον κίνδυνο ανθρωπογενούς καταστροφής θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι υπολογισμοί βάσει σεναρίων της εν λόγω απαίτησης για τον θαλάσσιο και τον αεροπορικό κίνδυνο και για τον κίνδυνο πυρκαγιάς θα πρέπει, συνεπώς, να βασίζονται στις μεγαλύτερες εκθέσεις σε κίνδυνο, αφού αφαιρεθούν τα ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις ή φορείς ειδικού σκοπού. (24) Δεν κρίνεται ενδεδειγμένη η εφαρμογή του σεναρίου σύγκρουσης δεξαμενόπλοιου, της υποενότητας θαλάσσιου κινδύνου, στα σκάφη αναψυχής ή τα άκαμπτα φουσκωτά σκάφη. Το εν λόγω σενάριο θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εφαρμόζεται μόνο σε σκάφη με ελάχιστο ασφαλιζόμενο ποσό τουλάχιστον 250 000 EUR. (25) Οι άμεσες επενδύσεις από ασφαλιστικές εταιρείες σε μη εισηγμένες μετοχές μπορούν να συμβάλουν στον στόχο της μακροπρόθεσμης διατηρήσιμης ανάπτυξης που έχει θέσει η Ένωση. Επομένως, αυτές οι επενδύσεις θα πρέπει να διευκολύνονται. Κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο μετοχών με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, θα πρέπει άρα να παρέχεται η δυνατότητα στα χαρτοφυλάκια μη εισηγμένων μετοχών υψηλής ποιότητας να επωφελούνται από την ίδια μεταχείριση όπως οι μετοχές που είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενες αγορές. Θα πρέπει να καθοριστούν κριτήρια προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι ένα χαρτοφυλάκιο μη εισηγμένων μετοχών υψηλής ποιότητας ενέχει επαρκώς μικρό συστηματικό κίνδυνο. (26) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως μακροπρόθεσμοι επενδυτές, και οι επενδύσεις σε μετοχές είναι σημαντικές για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Ως εκ τούτου, οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να ενθαρρύνονται, με την ευθυγράμμιση της αντιμετώπισης των μακροπρόθεσμων επενδύσεων σε μετοχές και των στρατηγικών επενδύσεων σε μετοχές κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, συμπεριλαμβανομένων των πινάκων συσχέτισης. Για να διασφαλιστεί ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας των επενδύσεων, θα πρέπει να προστεθεί, στην υποενότητα κινδύνου μετοχών, ένα χαρτοφυλάκιο μακροπρόθεσμων επενδύσεων σε μετοχές και άλλων στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν σε χαρτοφυλάκιο σαφώς προσδιοριζόμενων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων. Για να αποφευχθεί το ρυθμιστικό αρμπιτράζ, το χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού και το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων θα πρέπει να έχουν παρόμοιες αξίες, και κάθε ένα από αυτά δεν θα πρέπει να αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ του συνολικού μεγέθους του ισολογισμού της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. (27) Οι μεμονωμένες μετοχές που είναι εισηγμένες στον ΕΟΧ και οι επενδύσεις μέσω ορισμένων ειδών αμοιβαίων κεφαλαίων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Ως εκ τούτου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τους κανόνες που ισχύουν για τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις στο επίπεδο των ταμείων κοινωνικής επιχειρηματικότητας που πληρούν τις προϋποθέσεις, των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου που πληρούν τις προϋποθέσεις, των οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων κλειστού τύπου και χωρίς μόχλευση ή των ευρωπαϊκών μακροπρόθεσμων επενδυτικών κεφαλαίων, υπό την προϋπόθεση ότι ο διαχειριστής του κεφαλαίου έχει λάβει άδεια λειτουργίας στον ΕΟΧ. (28) Ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για την υποενότητα κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε ιδιωτικές τοποθετήσεις υψηλής ποιότητας, οι οποίες πολλές φορές δεν είναι εισηγμένες. Μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να έχει συνάψει συμφωνία με πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων για συνεπένδυση σε ομόλογα και δάνεια για τα οποία δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ΕΟΠΑ. Σε αυτή την περίπτωση, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τα αποτελέσματα της εγκεκριμένης προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων έχει την έδρα του/της εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει συνάψει συμφωνία με άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που χρησιμοποιεί εγκεκριμένο εσωτερικό υπόδειγμα, σύμφωνα με το άρθρο 100 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. (29) Η νομοθεσία που καλύπτει τον χρηματοπιστωτικό τομέα θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνέπεια, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη τις διαφορές στα επιχειρηματικά μοντέλα των διαφόρων τομέων, τα αποκλίνοντα στοιχεία στον προσδιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, ή άλλους παράγοντες. Ως εκ τούτου, οι κανόνες για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις όσον αφορά την αναγνώριση των εγγυήσεων που εκδίδονται από τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τους κανόνες για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων.
18.6.2019 L 161/5 (30) Τα παράγωγα εκθέτουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου, ανεξαρτήτως του αν τα εν λόγω παράγωγα προορίζονται για αντιστάθμιση κινδύνου ή για κερδοσκοπική χρήση. Όλα τα παράγωγα θα πρέπει, συνεπώς, να αντιμετωπίζονται ως εκθέσεις σε κίνδυνο του τύπου 1 στην ενότητα κινδύνου αθέτησης αντισυμβαλλομένου του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου. (31) Θα πρέπει να αποφεύγονται οι ανακολουθίες στην αλληλουχία των υπολογισμών της κεφαλαιακής απαίτησης για τις συγκεντρώσεις κινδύνου αγοράς, με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο. Επομένως, τα μεμονωμένα πιστωτικά ανοίγματα θα πρέπει, πρώτα, να αντιστοιχίζονται με τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας και τα σχετικά όρια υπερβολικού πιστωτικού ανοίγματος, και οι συντελεστές κινδύνου θα πρέπει, ακολούθως, να εφαρμόζονται στο επίπεδο των πιστωτικών ανοιγμάτων σε μεμονωμένο αντισυμβαλλόμενο. (32) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν υπερβολικά αισιόδοξες παραδοχές κατά την προβολή των μελλοντικών φορολογητέων κερδών σε σενάριο μετά από μια έκτακτη ζημία. Συνεπώς, κατά τον υπολογισμό, με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, της ικανότητας απορρόφησης ζημιών των αναβαλλόμενων φόρων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη χρηματοοικονομική κατάσταση και την κατάσταση φερεγγυότητάς τους μετά τη στιγμιαία απώλεια, καθώς και την αυξημένη αβεβαιότητα όσον αφορά την προβολή των μελλοντικών φορολογητέων κερδών. Επιπλέον, οι παραδοχές για την προβολή των μελλοντικών φορολογητέων κερδών μετά τη στιγμιαία απώλεια, συμπεριλαμβανομένων των εικαζόμενων αποδόσεων των επενδύσεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δεν θα πρέπει να είναι ευνοϊκότερες από τις παραδοχές που εφαρμόζονται στην αποτίμηση των αναβαλλόμενων φόρων στον ισολογισμό, και το προβλεπόμενο συνολικό ποσό από νέες δραστηριότητες δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το αντίστοιχο ποσό του επιχειρηματικού σχεδιασμού. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να εικάζουν υψηλότερες αποδόσεις από εκείνες που τεκμαίρονται στη σχετική καμπύλη επιτοκίων, μόνον εάν μπορούν να αποδείξουν ότι οι εν λόγω αποδόσεις θα επιτευχθούν μετά τη στιγμιαία απώλεια. (33) Στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται οι εξελίξεις στις πρακτικές διαχείρισης κινδύνου, ιδίως σε σχέση με τη χρήση τεχνικών μείωσης του κινδύνου, Επομένως, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το αποτέλεσμα των τεχνικών μείωσης του κινδύνου, επίσης και όταν οι εν λόγω τεχνικές αντικαθίστανται με παρόμοια ρύθμιση, όταν λήγουν, ή όταν οι εν λόγω τεχνικές προσαρμόζονται, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές στα πιστωτικά ανοίγματα που καλύπτονται, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αντικατάσταση ή προσαρμογή περιορίζεται στη μία φορά εβδομαδιαίως. Ο τυποποιημένος μαθηματικός τύπος θα πρέπει επίσης να περιέχει πρόβλεψη για συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ παραγώγων και για στρατηγικές αντιστάθμισης, όταν ένας συνδυασμός διαφόρων συμβατικών ρυθμίσεων λειτουργεί ως τεχνική μετριασμού του κινδύνου. Ενδεχόμενες αποκλίσεις μεταξύ του αποτελέσματος μείωσης του κινδύνου που αντικατοπτρίζεται στον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, αφενός, και στο πραγματικό αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου, αφετέρου, καθώς και αξιολόγηση του κινδύνου βάσης, θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας που διενεργείται από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. (34) Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να πλήττονται δυσανάλογα, όταν ένας αντισυμβαλλόμενος αντασφάλισης παύει να συμμορφώνεται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητάς του, ενώ συνεχίζει να συμμορφώνεται με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει, συνεπώς, να έχουν τη δυνατότητα, για περίοδο έως έξι μηνών, να λαμβάνουν εν μέρει υπόψη το αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου από συμφωνίες αντασφάλισης που έχουν συναφθεί με τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο αντασφάλισης. Όταν ένας αντισυμβαλλόμενος αντασφάλισης παύει να συμμορφώνεται προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις του, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θα πρέπει να μην λαμβάνει πλέον υπόψη το αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου από συμφωνίες αντασφάλισης που έχουν συναφθεί με τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο αντασφάλισης. (35) Οι αντασφαλιστικές συμβάσεις περιορισμού ζημίας θα πρέπει να έχουν παρόμοια αντιμετώπιση με τις αντασφαλιστικές συμβάσεις υπερβολικών ζημιών στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει, ως εκ τούτου, να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπόψη τη μείωση κινδύνου που παρέχουν οι αντασφαλιστικές συμβάσεις περιορισμού ζημίας στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, με ειδικές παραμέτρους για κάθε επιχείρηση, με την καθιέρωση τυποποιημένης μεθόδου για τον υπολογισμό των ειδικών παραμέτρων για κάθε επιχείρηση προς αντικατάσταση της τυποποιημένης παραμέτρου για τη μη αναλογική αντασφάλιση. (36) Η ικανότητα απορρόφησης ζημιών των αναβαλλόμενων φόρων έχει σημαντικό αντίκτυπο στην κατάσταση φερεγγυότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει, ως εκ τούτου, να υιοθετεί μια πολιτική διαχείρισης κινδύνου σε σχέση με τους αναβαλλόμενους φόρους, η οποία να λαμβάνει υπόψη την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των εν λόγω αναβαλλόμενων φόρων. Πιο συγκεκριμένα, η πολιτική θα πρέπει να καθορίζει τις αρμοδιότητες για την αξιολόγηση των υποκείμενων παραδοχών που εφαρμόζονται στην προβολή των μελλοντικών φορολογητέων κερδών. (37) Ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων τόσο σε επίπεδο μεμονωμένων επιχειρήσεων όσο και σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνέπεια. Όταν η μέθοδος εξέτασης εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων ή σε συσκευασμένες επενδύσεις σε ταμεία, οι οποίες είναι συνδεδεμένες επιχειρήσεις συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η μέθοδος εξέτασης θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης και σε επίπεδο ομίλου. Όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων ή ταμεία είναι θυγατρικές ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών ομίλων, ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας θα πρέπει να βασίζεται στην παραδοχή της πλήρους διαφοροποίησης σε σχέση με τα άλλα ενοποιημένα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού.
L 161/6 18.6.2019 (38) Ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για τον συναλλαγματικό κίνδυνο ενός ομίλου θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τη συγκεκριμένη οικονομική κατάσταση του εν λόγω ομίλου, ιδίως όταν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες είναι εκφρασμένες σε διαφορετικά νομίσματα. Για τον λόγο αυτό, οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών θα πρέπει να μπορούν να επιλέγουν ένα νόμισμα αναφοράς άλλο από το νόμισμα που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών, όταν ο συναλλαγματικός κίνδυνος στις ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζεται με βάση τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο. Η εν λόγω επιλογή θα πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, όπως το νόμισμα στο οποίο είναι εκφρασμένο σημαντικό ποσό των τεχνικών προβλέψεων ή των ιδίων κεφαλαίων του ομίλου. (39) Ο υπολογισμός με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο για τις υποενότητες κινδύνου ασφαλίστρου και αποθέματος του κλάδου ζημιών, τις υποενότητες κινδύνου ασφαλίστρου και αποθέματος του κλάδου υγείας και την υποενότητα κινδύνου φυσικών καταστροφών θα πρέπει να τροποποιηθεί, προκειμένου να αντικατοπτρίζει τα πρόσφατα εμπειρικά στοιχεία σχετικά με τις προβλέψεις ασφαλίστρων και τις προβλέψεις για εκκρεμείς απαιτήσεις. (40) Η πολυπλοκότητα του υπολογισμού της κεφαλαιακής απαίτησης για τους κινδύνους μαζικού ατυχήματος και συγκέντρωσης ατυχημάτων θα πρέπει να είναι ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του κινδύνου στον οποίο εκτίθενται οι επιχειρήσεις που προσφέρουν ασφάλιση υγείας. Κατά συνέπεια, ο τύπος γεγονότος που παραπέμπει σε ανικανότητα διάρκειας 10 ετών λόγω ατυχήματος δεν θα πρέπει να εξαιρείται από αυτόν τον υπολογισμό. (41) Ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/35 της Επιτροπής ( 1 ) περιέχει ορισμένα τυπογραφικά λάθη, όπως εσφαλμένες εσωτερικές παραπομπές, τα οποία θα πρέπει να διορθωθούν. (42) Προκειμένου να αποφευχθούν αναταράξεις στην αγορά των ασφαλιστικών κλάδων ζημιών και υγείας, ιδίως για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν μόνο μία κατηγορία δραστηριοτήτων, θα πρέπει να προβλεφθεί επαρκής χρόνος, προκειμένου να μπορέσουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να προετοιμαστούν για τις αλλαγές στον υπολογισμό του κινδύνου ασφαλίστρου και αποθέματος στον κλάδο ζημιών και στον κλάδο υγείας. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω αλλαγές δεν θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020. (43) Επομένως, ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/35 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Τροποποιήσεις του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 Ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/35 τροποποιείται ως εξής: 1) στο άρθρο 1, προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 59 έως 63: «59. CCP : CCP (κεντρικός αντισυμβαλλόμενος) όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*) 60. «απομακρυσμένο από τον κίνδυνο πτώχευσης»: σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία πελάτη, σημαίνει ότι υφίστανται αποτελεσματικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν θα είναι διαθέσιμα στους πιστωτές ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή ενός εκκαθαριστικού μέλους, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του εκκαθαριστικού μέλους, αντιστοίχως, ή ότι τα στοιχεία δεν θα είναι διαθέσιμα στο εκκαθαριστικό μέλος για την κάλυψη ζημιών που έχει υποστεί μετά την αθέτηση πελάτη ή πελατών, πέραν εκείνων που έχουν παράσχει τα εν λόγω στοιχεία 61. «πελάτης»: πελάτης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή επιχείρηση που έχει προβεί σε ρυθμίσεις έμμεσης εκκαθάρισης με εκκαθαριστικό μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού 62. «εκκαθαριστικό μέλος»: εκκαθαριστικό μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 14) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 63. «συναλλαγή που σχετίζεται με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο»: σύμβαση ή συναλλαγή που αναφέρεται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μεταξύ ενός πελάτη και ενός εκκαθαριστικού μέλους, που σχετίζεται άμεσα με σύμβαση ή συναλλαγή που αναφέρεται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 μεταξύ του εκκαθαριστικού μέλους και ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου. (*) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).» ( 1 ) Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/35 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 12 της 17.1.2015, σ. 1).
18.6.2019 L 161/7 2) το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής: α) στην παράγραφο 5, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Οι υποχρεώσεις που δεν συνδέονται με ήδη καταβληθέντα ασφάλιστρα δεν ανήκουν σε σύμβαση ασφάλισης ή αντασφάλισης, εάν πληρούνται όλες οι κατωτέρω απαιτήσεις: α) η σύμβαση δεν παρέχει αποζημίωση για προσδιοριζόμενο αβέβαιο γεγονός που επηρεάζει αρνητικά τον ασφαλιζόμενο β) η σύμβαση δεν περιλαμβάνει οικονομική εγγύηση παροχών γ) η επιχείρηση δεν μπορεί να υποχρεώσει τον αντισυμβαλλόμενο να καταβάλει το μελλοντικό ασφάλιστρο για τις εν λόγω υποχρεώσεις.» β) η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «6. Όταν μια σύμβαση ασφάλισης ή αντασφάλισης μπορεί να διαχωριστεί σε δύο μέρη και όταν ένα από τα μέρη αυτά πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 5 στοιχεία α), β) και γ), οι τυχόν υποχρεώσεις που δεν αφορούν τα ασφάλιστρα αυτού του μέρους, και τα οποία έχουν ήδη πληρωθεί, δεν ανήκουν στη σύμβαση.» 3) το άρθρο 43 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 43 Γενικές διατάξεις 1. Οι τιμές της βασικής καμπύλης επιτοκίων άνευ κινδύνου πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια: α) οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι σε θέση να επιτύχουν στην πράξη τα επιτόκια άνευ κινδύνου β) τα επιτόκια προσδιορίζονται αξιόπιστα βάσει χρηματοοικονομικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μια συγκροτημένη, ρευστή και διαφανή χρηματοπιστωτική αγορά. Οι τιμές της κατάλληλης καμπύλης επιτοκίων άνευ κινδύνου υπολογίζονται χωριστά για κάθε νόμισμα και διάρκεια, με βάση όλες τις συναφείς πληροφορίες και τα δεδομένα σχετικά με το εκάστοτε νόμισμα και την εκάστοτε διάρκεια. 2. Οι τεχνικές, οι προδιαγραφές δεδομένων και οι παράμετροι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου, που αναφέρεται στο άρθρο 77ε παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, μεταξύ των οποίων το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο, η τελευταία ληκτότητα για την οποία η κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου δεν προκύπτει από παρέκταση και η διάρκεια της σύγκλισής της προς το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο, χαρακτηρίζονται από διαφάνεια, σύνεση, αξιοπιστία, αντικειμενικότητα και συνέπεια σε βάθος χρόνου. 3. Η ΕΑΑΕΣ ενημερώνει την Επιτροπή για κάθε ουσιαστική μεταβολή στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου. Ως ουσιαστική μεταβολή ορίζεται κάθε μεταβολή η οποία καθιστά άκυρες τις τεχνικές, τις προδιαγραφές δεδομένων ή τις παραμέτρους, μεταξύ των οποίων το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο, η τελευταία ληκτότητα για την οποία η κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου δεν προκύπτει από παρέκταση και η διάρκεια της σύγκλισής της προς το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο. 4. Σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής στα δεδομένα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3, η ΕΑΑΕΣ δύναται να υποβάλει στην Επιτροπή πρόταση που περιέχει τροποποιήσεις των τεχνικών, των προδιαγραφών δεδομένων ή των παραμέτρων οι οποίες είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση της ακυρότητας και ανάλογες προς την εν λόγω ουσιαστική μεταβολή. Η εν λόγω πρόταση συνοδεύεται από αξιολόγηση της καταλληλότητας και των επιπτώσεων των προτεινόμενων αυτών τροποποιήσεων. 5. Τεχνικές, προδιαγραφές δεδομένων ή παράμετροι, μεταξύ των οποίων το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο, η τελευταία ληκτότητα για την οποία η κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου δεν προκύπτει από παρέκταση και η διάρκεια της σύγκλισής της προς το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο, τροποποιούνται από την ΕΑΑΕΣ κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα επιτόκια της κατάλληλης καμπύλης επιτοκίων άνευ κινδύνου καθορίζονται με διαφάνεια, σύνεση, αξιοπιστία, αντικειμενικότητα και συνέπεια σε βάθος χρόνου.» 4) το άρθρο 71 τροποποιείται ως εξής: α) στην παράγραφο 1 στοιχείο ε), τα σημεία ) και ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «) η ονομαστική αξία ή το αρχικό κεφάλαιο του στοιχείου βασικών ιδίων κεφαλαίων έχει μειωθεί, όπως ορίζεται στις παραγράφους 5 και 5α ) το στοιχείο βασικών ιδίων κεφαλαίων μετατρέπεται αυτόματα σε στοιχείο βασικών ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 69 στοιχείο α) σημείο ) ή ), όπως ορίζεται στις παραγράφους 6 και 6α του παρόντος άρθρου»
L 161/8 18.6.2019 β) παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 5α: «5α. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ε) σημείο ), οι διατάξεις που διέπουν τη μείωση της ονομαστικής αξίας ή του κεφαλαίου του στοιχείου βασικών ιδίων κεφαλαίων προβλέπουν όλα τα κατωτέρω: α) εάν το γεγονός ενεργοποίησης που καθορίζεται στην παράγραφο 8 έχει επέλθει υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ) της εν λόγω παραγράφου, και μια μερική μείωση θα ήταν επαρκής για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, υπάρχει μερική μείωση της ονομαστικής αξίας ή του κεφαλαίου κατά ένα ποσό που είναι τουλάχιστον επαρκές για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας β) εάν το γεγονός ενεργοποίησης που καθορίζεται στην παράγραφο 8 έχει επέλθει υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ) της εν λόγω παραγράφου, και μια μερική μείωση δεν θα ήταν επαρκής για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, η ονομαστική αξία ή το κεφάλαιο, όπως καθορίστηκε κατά τον χρόνο της αρχικής έκδοσης του στοιχείου βασικών ιδίων κεφαλαίων, μειώνεται τουλάχιστον σε γραμμική βάση κατά τρόπο που να διασφαλίζει ότι θα επέλθει πλήρης μείωση όταν η κάλυψη της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας ανέλθει στο 75 %, ή πριν από το γεγονός αυτό γ) εάν το γεγονός ενεργοποίησης που καθορίζεται στην παράγραφο 8 έχει επέλθει υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) ή στοιχείο β) της εν λόγω παραγράφου, η ονομαστική αξία ή το κεφάλαιο μειώνεται εξολοκλήρου δ) μετά από μείωση σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου ( η αρχική μείωση ): ) εάν το γεγονός ενεργοποίησης που καθορίζεται στην παράγραφο 8 επέλθει μεταγενέστερα υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) ή στοιχείο β) της εν λόγω παραγράφου, η ονομαστική αξία ή το κεφάλαιο μειώνεται εξολοκλήρου ) εάν, έως το τέλος της τρίμηνης περιόδου από την ημερομηνία του γεγονότος ενεργοποίησης που είχε ως αποτέλεσμα την αρχική μείωση, δεν έχει επέλθει γεγονός ενεργοποίησης υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 8 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) ή στοιχείο β), αλλά ο δείκτης φερεγγυότητας έχει επιδεινωθεί περαιτέρω, η ονομαστική αξία ή το κεφάλαιο, όπως καθορίστηκε κατά τον χρόνο της αρχικής έκδοσης του στοιχείου βασικών ιδίων κεφαλαίων, μειώνεται περαιτέρω σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να αντικατοπτρίζει αυτή την περαιτέρω επιδείνωση του δείκτη φερεγγυότητας ) επέρχεται περαιτέρω μείωση σύμφωνα με το σημείο ) για κάθε μεταγενέστερη επιδείνωση του δείκτη φερεγγυότητας στο τέλος κάθε επόμενης τρίμηνης περιόδου, έως ότου η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αποκαταστήσει τη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, δείκτης φερεγγυότητας είναι η αναλογία του επιλέξιμου ποσού των ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, με τη χρήση των τελευταίων διαθέσιμων τιμών.» γ) παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 6α: «6α. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ε) σημείο ), οι διατάξεις που διέπουν τη μετατροπή σε στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων που απαριθμούνται στο άρθρο 69 στοιχείο α) σημείο ) ή ) προβλέπουν όλα τα κατωτέρω: α) εάν το γεγονός ενεργοποίησης που καθορίζεται στην παράγραφο 8 έχει επέλθει υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ) της εν λόγω παραγράφου, και μια μερική μετατροπή θα ήταν επαρκής για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, υπάρχει μερική μετατροπή του στοιχείου κατά ένα ποσό που είναι τουλάχιστον επαρκές για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας β) εάν το γεγονός ενεργοποίησης που καθορίζεται στην παράγραφο 8 έχει επέλθει υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ) της εν λόγω παραγράφου, και μια μερική μετατροπή δεν θα ήταν επαρκής για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, το στοιχείο μετατρέπεται κατά τρόπο ώστε η εναπομένουσα ονομαστική αξία ή κεφάλαιο του στοιχείου να μειώνεται τουλάχιστον σε γραμμική βάση, διασφαλίζοντας ότι θα επέλθει πλήρης μετατροπή όταν η κάλυψη της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας ανέλθει στο 75 %, ή πριν από το γεγονός αυτό γ) εάν το γεγονός ενεργοποίησης που καθορίζεται στην παράγραφο 8 έχει επέλθει υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) ή στοιχείο β) της εν λόγω παραγράφου, το στοιχείο μετατρέπεται εξολοκλήρου
18.6.2019 L 161/9 δ) μετά από μετατροπή σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου ( η αρχική μετατροπή ): ) εάν το γεγονός ενεργοποίησης που καθορίζεται στην παράγραφο 8 επέλθει μεταγενέστερα υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) ή στοιχείο β) της εν λόγω παραγράφου, το στοιχείο μετατρέπεται εξολοκλήρου ) εάν, έως το τέλος της τρίμηνης περιόδου από την ημερομηνία του γεγονότος ενεργοποίησης που είχε ως αποτέλεσμα την αρχική μετατροπή, δεν έχει επέλθει γεγονός ενεργοποίησης υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 8 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) ή στοιχείο β), αλλά ο δείκτης φερεγγυότητας έχει επιδεινωθεί περαιτέρω, το στοιχείο μετατρέπεται περαιτέρω σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να αντικατοπτρίζει αυτή την περαιτέρω επιδείνωση του δείκτη φερεγγυότητας ) επέρχεται περαιτέρω μετατροπή σύμφωνα με το σημείο ) για κάθε μεταγενέστερη επιδείνωση του δείκτη φερεγγυότητας στο τέλος κάθε επόμενης τρίμηνης περιόδου, έως ότου η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αποκαταστήσει τη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ο δείκτης φερεγγυότητας έχει την ίδια έννοια όπως για τους σκοπούς της παραγράφου 5α.» δ) προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 10 και 11: «10. Κατά παρέκκλιση από την απαίτηση της παραγράφου 1 στοιχείο ε) για ενεργοποίηση του μηχανισμού απορρόφησης ζημίας κεφαλαίου, όταν επέρχεται το γεγονός ενεργοποίησης που καθορίζεται στην παράγραφο 8, το στοιχείο βασικών ιδίων κεφαλαίων μπορεί να επιτρέπει μη ενεργοποίηση του μηχανισμού απορρόφησης ζημίας κεφαλαίου, όταν επέρχεται το εν λόγω γεγονός ενεργοποίησης, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις: α) το γεγονός ενεργοποίησης επέρχεται υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 8 δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ) β) δεν έχουν προηγηθεί γεγονότα ενεργοποίησης υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) ή β) της εν λόγω παραγράφου γ) η εποπτική αρχή συμφωνεί κατ' εξαίρεση να άρει την ενεργοποίηση του μηχανισμού απορρόφησης ζημίας κεφαλαίου, με βάση αμφότερα τα κατωτέρω στοιχεία: ) τις προβλέψεις που υποβάλλονται στην εποπτική αρχή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, όταν η εν λόγω επιχείρηση καταθέτει το σχέδιο ανάκαμψης που απαιτείται βάσει του άρθρου 138 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, οι οποίες δείχνουν ότι η ενεργοποίηση του μηχανισμού απορρόφησης ζημίας κεφαλαίου στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν πολύ πιθανό να δημιουργήσει φορολογική υποχρέωση με σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στην κατάσταση φερεγγυότητας της επιχείρησης ) πιστοποιητικό εκδιδόμενο από τους νόμιμους ελεγκτές της εν λόγω επιχείρησης διά του οποίου πιστοποιείται ότι όλες οι παραδοχές που χρησιμοποιούνται στις προβλέψεις είναι ρεαλιστικές. 11. Κατά παρέκκλιση από την απαίτηση της παραγράφου 1 στοιχείο στ) σημείο ), το στοιχείο βασικών ιδίων κεφαλαίων μπορεί να επιτρέπει αποπληρωμή ή εξόφληση νωρίτερα από την παρέλευση της εν λόγω περιόδου, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις: α) θα υπάρξει υπέρβαση, μετά την αποπληρωμή ή την εξόφληση, της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας της επιχείρησης κατά ένα εύλογο περιθώριο, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης φερεγγυότητας της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένου του μεσοπρόθεσμου σχεδίου διαχείρισης κεφαλαίων της επιχείρησης β) οι περιστάσεις είναι αυτές που περιγράφονται στο σημείο ) ή στο σημείο ): ) υπάρχει αλλαγή στην εποπτική κατάταξη του στοιχείου βασικών ιδίων κεφαλαίων, η οποία θα συνεπαγόταν ενδεχομένως τον αποκλεισμό του από τα ίδια κεφάλαια ή την ανακατάταξή του σε κατώτερη κατηγορία ιδίων κεφαλαίων, πληρούνται δε και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις: η εποπτική αρχή θεωρεί επαρκώς βέβαιη την αλλαγή αυτή, η επιχείρηση αποδεικνύει στην εποπτική αρχή ότι η υποχρεωτική ανακατάταξη του στοιχείου βασικών ιδίων κεφαλαίων δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά τον χρόνο της έκδοσής του, ) υπάρχει αλλαγή στην εφαρμοστέα φορολογική αντιμετώπιση του στοιχείου βασικών ιδίων κεφαλαίων, για την οποία η επιχείρηση αποδεικνύει στην εποπτική αρχή ότι είναι σημαντική και δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά τον χρόνο της έκδοσής του.»
L 161/10 18.6.2019 5) στο άρθρο 73, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5: «5. Κατά παρέκκλιση από την απαίτηση της παραγράφου 1 στοιχείο γ), το στοιχείο βασικών ιδίων κεφαλαίων μπορεί να επιτρέπει αποπληρωμή ή εξόφληση πριν από την παρέλευση 5 ετών, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις: α) θα υπάρξει υπέρβαση, μετά την αποπληρωμή ή την εξόφληση, της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας της επιχείρησης κατά ένα εύλογο περιθώριο, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης φερεγγυότητας της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένου του μεσοπρόθεσμου σχεδίου διαχείρισης κεφαλαίων της επιχείρησης β) οι περιστάσεις είναι αυτές που περιγράφονται στο σημείο ) ή στο σημείο ): ) υπάρχει αλλαγή στην εποπτική κατάταξη του στοιχείου βασικών ιδίων κεφαλαίων, η οποία θα συνεπαγόταν ενδεχομένως τον αποκλεισμό του από τα ίδια κεφάλαια ή την ανακατάταξή του σε κατώτερη κατηγορία ιδίων κεφαλαίων, πληρούνται δε και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις: η εποπτική αρχή θεωρεί επαρκώς βέβαιη την αλλαγή αυτή, η επιχείρηση αποδεικνύει στην εποπτική αρχή ότι η υποχρεωτική ανακατάταξη του στοιχείου βασικών ιδίων κεφαλαίων δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά τον χρόνο της έκδοσής του, ) υπάρχει αλλαγή στην εφαρμοστέα φορολογική αντιμετώπιση του στοιχείου βασικών ιδίων κεφαλαίων, για την οποία η επιχείρηση αποδεικνύει στην εποπτική αρχή ότι είναι σημαντική και δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά τον χρόνο της έκδοσής του.» 6) στο άρθρο 77, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5: «5. Κατά παρέκκλιση από την απαίτηση της παραγράφου 1 στοιχείο γ), το στοιχείο βασικών ιδίων κεφαλαίων μπορεί να επιτρέπει αποπληρωμή ή εξόφληση νωρίτερα από την παρέλευση 5 ετών από την ημερομηνία έκδοσης, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις: α) θα υπάρξει υπέρβαση, μετά την αποπληρωμή ή την εξόφληση, της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας της επιχείρησης κατά ένα εύλογο περιθώριο, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης φερεγγυότητας της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένου του μεσοπρόθεσμου σχεδίου διαχείρισης κεφαλαίων της επιχείρησης β) οι περιστάσεις είναι αυτές που περιγράφονται στο σημείο ) ή στο σημείο ): ) υπάρχει αλλαγή στην εποπτική κατάταξη του στοιχείου βασικών ιδίων κεφαλαίων, η οποία θα συνεπαγόταν ενδεχομένως τον αποκλεισμό του από τα ίδια κεφάλαια, πληρούνται δε και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις: η εποπτική αρχή θεωρεί επαρκώς βέβαιη την αλλαγή αυτή, η επιχείρηση αποδεικνύει στην εποπτική αρχή ότι η υποχρεωτική ανακατάταξη του στοιχείου βασικών ιδίων κεφαλαίων δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά τον χρόνο της έκδοσής του, ) υπάρχει αλλαγή στην εφαρμοστέα φορολογική αντιμετώπιση του στοιχείου βασικών ιδίων κεφαλαίων, για την οποία η επιχείρηση αποδεικνύει στην εποπτική αρχή ότι είναι σημαντική και δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά τον χρόνο της έκδοσής του.» 7) το άρθρο 84 τροποποιείται ως εξής: α) η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88 και η μέθοδος εξέτασης δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί σε επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων ή συσκευασμένες επενδύσεις σε ταμεία, η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας μπορεί να υπολογίζεται βάσει του επιδιωκόμενου στόχου κατανομής των στοιχείων ενεργητικού ή, αν η επιχείρηση δεν έχει στη διάθεσή της τον επιδιωκόμενο στόχο κατανομής των στοιχείων ενεργητικού, βάσει της πιο πρόσφατα αναφερθείσας κατανομής των στοιχείων ενεργητικού, της επιχείρησης συλλογικών επενδύσεων ή του ταμείου, υπό την προϋπόθεση ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η διαχείριση των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ασκείται σύμφωνα με την εν λόγω κατανομή-στόχο ή την πιο πρόσφατα αναφερθείσα κατανομή των στοιχείων ενεργητικού, κατά περίπτωση, και ότι τα ανοίγματα και οι κίνδυνοι δεν αναμένεται να μεταβληθούν σημαντικά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Για τους σκοπούς του εν λόγω υπολογισμού, επιτρέπεται η χρήση ομαδοποιημένων δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχουν δυνατότητα για συνετό υπολογισμό όλων των σχετικών υποενοτήτων και σεναρίων του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου, και δεν εφαρμόζονται σε ποσοστό άνω του 20 % της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.»