1 «Να αποφασίσω; Τι εννοείς;» Η Δανάη κοίταξε τον άντρα που βρισκόταν δίπλα της στο κρεβάτι, ακουμπισμένος στον αγκώνα του. Το μεσημεριανό φως που γλιστρούσε από τις γρίλιες έριχνε διάσπαρτες σπίθες στο στήθος και τα μακριά μαλλιά του. Η Δανάη προσπάθησε να συνειδητοποιήσει αυτό που μόλις της είχε πει. «Τι να αποφασίσω δηλαδή;» Εκείνος την κοίταξε κατάματα. «Για τη ζωή σου! Από τη μια, υπάρχει η ζωή που έκανες ως τώρα. Κι από την άλλη, αυτή που μπορούμε να έχουμε μαζί». «Μαζί...;» επανέλαβε σαστισμένη. «Ναι. Σου προτείνω να ζήσουμε μαζί, μωρό μου... Θέλεις;» Μαζί. Της άρεσε αυτή η λέξη. Ακόμα και τώρα, όποτε την άκουγε, το κοριτσάκι που υπήρχε μέσα της σκιρτούσε. Κι ας 11
ΑΝΝΑ ΑΔΡΙΑΝΟΥ είχε ζήσει την ουτοπία της ήδη μία φορά. Τη βίωσε σαν υπόσχεση ευτυχίας, τη βίωσε και σαν καταδίκη. Με τον άντρα της. Αυτόν που ζούσε ακόμα «μαζί» του. Μαζί στη ζωή, μαζί στο όνειρο, μαζί στο αύριο, μαζί για πάντα... Κι ύστερα μαζί στον γκρεμό, μαζί στην απογοήτευση, μαζί στους συμβιβασμούς. Μαζί στο παγερό σπίτι, στο κρύο κρεβάτι δύο ξένων. Μαζί στη σιωπή. Μαζί στην απόγνωση. Και τώρα, αυτός ο άλλος άντρας απέναντί της της πρόσφερε ξανά αυτό το «μαζί», με τη σιγουριά και το ναρκισσισμό που του έδινε η υπεροχή του. Τριάντα πέντε χρόνων, ελεύθερος κι ενθουσιώδης, χωρίς κανένα αποτυχημένο γάμο πίσω του. Χωρίς ματαιωμένα όνειρα, πληγές κρυμμένες, σακατιλίκια της ψυχής. Ερωτευμένος και δυνατός. Έτοιμος για όλα. Άλλωστε, ήταν ο εραστής της και ήξερε τη δύναμη που ασκούσε πάνω της. Μια δύναμη που οφειλόταν όχι μόνο στη γοητεία του, αλλά και στη δική της απόγνωση. Γι αυτό συνέχισε ανυπόμονος. «Δε λες τίποτα;» «Δηλαδή... μου ζητάς να χωρίσω! Αυτό μου λες;» «Σου ζητάω να πάμε παρακάτω. Να μην κρυβόμαστε, να μη λες πια ψέματα. Προχθές μου είπες πως τα ψέματα σε σακατεύουν». Η Δανάη σώπασε ξανά. «Κοίτα, δε μου αρέσει να βρισκόμαστε σαν τους κλέφτες. Στην αρχή, ήταν λίγο σαν παιχνίδι. Αλλά, τώρα, είμαστε αλλιώς! Είναι καιρός να πάμε παρακάτω». 12
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ... Η Δανάη ένιωθε ένα φόβο να γραπώνει το στομάχι της, κι από την άλλη ένα είδος χαράς που εκείνος την ήθελε τόσο ώστε να τη διεκδικεί. Προσπάθησε να κάνει λίγο χιούμορ. «Και ποιο είναι το παρακάτω; Να πηγαίνουμε μαζί σινεμά;» «Να γίνουμε κανονικό ζευγάρι...» «Τα κανονικά ζευγάρια παλιώνουν γρήγορα...» είπε εκείνη θλιμμένα. «Όλοι παλιώνουν αν κολλήσουν κάπου! Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι». Έκανε μια μικρή παύση και μετά η φωνή του ακούστηκε ακόμα πιο σοβαρή. «Έτσι κι αλλιώς, δε γίνεται. Μου έκαναν πρόταση να δουλέψω στο Παρίσι». Η Δανάη ένιωσε ένα παγωμένο ρεύμα στην πλάτη. Αυτός συνέχισε: «Ένας φίλος μου στήνει μια αλυσίδα ζαχαροπλαστείων γκουρμέ. Κάτι πολύ ιδιαίτερο». Προσπάθησε να φανεί ψύχραιμη. «Καταλαβαίνω... Και σκέφτεσαι να πας;» Την έπιασε από τους ώμους. «Ναι, αλλά μαζί σου!» της είπε με ένταση, σαν να ήθελε να της το βάλει στο μυαλό. «Θέλω να φτιάξω τη ζωή μου μαζί σου! Να είμαστε κάθε μέρα μαζί...» «Δεν είμαι τόσο διασκεδαστική κάθε μέρα». «Δε με νοιάζει! Θέλω να σε γνωρίσω όπως είσαι πραγματικά! Όταν ξυπνάς, όταν γκρινιάζεις, όταν αρρωσταίνεις... Σε θέλω ολόκληρη!» 13
ΑΝΝΑ ΑΔΡΙΑΝΟΥ «Και τι υποτίθεται ότι θα κάνω εγώ εκεί;» είπε αμήχανα, πιο πολύ για να κερδίσει χρόνο. «Την ίδια δουλειά που κάνεις κι εδώ. Ο φίλος μου αναλαμβάνει δεξιώσεις γάμου. Θα τις οργανώνεις εσύ. Ή μπορείς να οργανώσεις και τις δημόσιες σχέσεις της φίρμας. Όπως βλέπεις, τα έχω προβλέψει όλα!» Εκείνη τον κοιτούσε έκπληκτη, ζαλισμένη. «Και δε χρειάζεται να διαλύσεις από την αρχή τη δουλειά εδώ. Θα την αφήσεις στην Ελένη και θα πηγαινοέρχεσαι. Ώσπου να αισθανθείς σιγουριά...» «Θα πρέπει όμως να χωρίσω...» ψέλλισε η Δανάη, σαν να προσπαθούσε να το συνειδητοποιήσει και η ίδια. «Να χωρίσω από τον Αντρέα». Εκείνος σκοτείνιασε. «Έλεγες πως, αργά ή γρήγορα, αυτό θα γινόταν. Τώρα, λοιπόν, ήρθε η στιγμή...» Εκείνη δε μιλούσε. «Τουλάχιστον, σκέψου το!» «Κι αν δεν... μπορέσω να το κάνω;» ψιθύρισε αδύναμα. Αυτός έγειρε προς το μέρος της, αγγίζοντάς την. Την κοίταξε παρακλητικά και προκλητικά σαν παιδί. «Μωρό... δεν πάει άλλο έτσι! Θέλω να είσαι το κορίτσι μου! Και σου αξίζει κάτι καλύτερο απ αυτό που ζεις. Δώσε μια ευκαιρία στον εαυτό σου... Εγώ θα φύγω σ ένα μήνα». Η Δανάη ένιωσε τον πανικό να την κυκλώνει. Έβαλε τις φωνές. «Δηλαδή είπες κιόλας το ναι! Τo κανόνισες...» 14
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ... «Είναι μεγάλη ευκαιρία», αντεπιτέθηκε εκείνος. «Αλλιώς, τι μου προτείνεις να κάνω εδώ; Να περιμένω πότε θα φύγει ο άντρας σου για να σε δω; Αξίζω κι εγώ κάτι καλύτερο!» Η Δανάη έσκυψε το κεφάλι. Δεν μπορούσε να του πει τίποτα. Αυτός, νιώθοντάς τη νικημένη, την τράβηξε στην αγκαλιά του με δύναμη. Πριν αρπάξει τα χείλη της στα δικά του, μουρμούρισε για τελευταία φορά: «Σκέψου το, μωρό μου... Μια καινούρια ζωή...» 15
2 Ο Αντρέας τεντώθηκε ηδονικά πάνω στα τσαλακωμένα σεντόνια και έπιασε το ρολόι του που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο. Το φόρεσε, ενώ με το βλέμμα του αναζητούσε τα ρούχα του. Μετά σηκώθηκε τεμπέλικα να τα πάρει. Η δροσερή φωνή της κοπέλας που έβγαινε απ το μπάνιο έφτασε στ αφτιά του. «Ντύνεσαι κιόλας;» «Είναι αργά...» μουρμούρισε εκείνος. Είδε το χαριτωμένο μουτράκι της να συνοφρυώνεται απογοητευμένα, ενώ οι σταγόνες του νερού έλαμπαν πάνω στο άσπρο της δέρμα. Στεκόταν μπροστά του ολόγυμνη, με έναν τρόπο προκλητικό και αθώο μαζί, εκθέτοντας το σώμα της με το θάρρος και την αυτοπεποίθηση της ηλικίας της. Ίσως και της γενιάς της. Ο Αντρέας δε θυμόταν ποτέ τη γυναίκα του να έχει σταθεί μπροστά του τόσο απροστάτευτα και επιδεικτικά γυμνή όταν είχε την ηλικία της κοπέλας. Εκείνη έδωσε μια παραπονιάρικη χροιά στη φωνή της. «Νόμιζα πως θα μέναμε μαζί όλο το απόγευμα». 16
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ... «Δεν μπορώ, έχω ραντεβού με έναν πελάτη». Η περιέργεια της κοπέλας φούντωσε μεμιάς. «Είναι δύσκολη περίπτωση;» «Δεν ξέρω ακόμα, είναι η πρώτη φορά που τον συναντώ». «Και τι έχει κάνει;» τον ρώτησε με παιδική έξαψη. «Κάτι σοβαρό;» Εκείνος χαμογέλασε ενώ φορούσε το πουκάμισό του. «Θέλει να χωρίσει. Αλλά έχει μπλέξει σε εκβιασμό». Τον κοίταξε καθώς ντυνόταν. Της άρεσαν οι κινήσεις του κι αυτό το μυστήριο που κουβαλούσε, όπως κάθε άνθρωπος που δε μιλά πολύ. Τη γοήτευε και η δουλειά του, της φαινόταν συναρπαστικό ένα μυαλό που μπορούσε να δουλεύει πολύπλοκα και να κερδίζει δύσκολες δίκες. Όταν, μάλιστα, τα χέρια του ήξεραν να χαϊδεύουν τόσο καλά. Από την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα ήταν έτοιμη να τον ερωτευτεί. Τώρα, μετά από συναντήσεις ενός μήνα, είχε κολλήσει πάνω του σαν πεταλούδα στη λάμπα. Κι έπιανε τον εαυτό της να κάνει όνειρα. Ξαφνικά, τόλμησε μια ερώτηση. «Εσύ... σκέφτηκες ποτέ να χωρίσεις;» Περίμενε μια έκπληξη από μέρους του. Μια αντίδραση, καλή ή κακή. Ο Αντρέας όμως απάντησε άμεσα και απλά. «Όχι». «Ποτέ;» Εκείνος δε μίλησε, σαν να μην τον αφορούσε η ερώτηση. Η κοπέλα ξεθάρρεψε κι άλλο, συνεχίζοντας προκλητικά: «Δηλαδή την αγαπάς τη γυναίκα σου;» 17
ΑΝΝΑ ΑΔΡΙΑΝΟΥ Αυτός σταμάτησε για μια στιγμή το ντύσιμό του. Η ερώτηση του κοριτσιού ήταν τόσο ξεκάθαρη και η απάντηση τόσο περίπλοκη, ακόμα και για να τη σκεφτεί. Μπρος από τα μάτια του πέρασε αστραπιαία η εικόνα της Δανάης, κι αυτό του έφερε ένα τσίμπημα στο στήθος. Ένα τόσο δα τσίμπημα, σαν ηλεκτρική εκκένωση στην καρδιά. Ωστόσο, απάντησε και πάλι απλά: «Έτσι νομίζω». Το πρόσωπο της κοπέλας γέμισε ξαφνικά σύννεφα. Η φωνή της ακούστηκε να τρέμει ελαφρά. «Τότε... γιατί συναντιέσαι μαζί μου;» Ο Αντρέας σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε ίσια στα μάτια. Είχε ξαναζήσει αυτή τη στιγμή και με άλλες, και ήξερε πως ο καλύτερος δρόμος ήταν να της πει την αλήθεια. Ξεκάθαρα και απλά. Θα στραπατσάριζε λίγο τη φιλαρέσκεια και τον εγωισμό της, αλλά θα ξερίζωνε από μέσα της οποιαδήποτε φαντασίωση είχε φυτρώσει σαν αγριόχορτο, εμποδίζοντάς τη να συνεχίσει το δρόμο της ελεύθερη. Η αλήθεια έχει πάντα τη δύναμη να ελευθερώνει. Γι αυτό και, όποτε μπορούσε, τη χρησιμοποιούσε και στο δικαστήριο. «Λοιπόν;» επέμεινε η κοπέλα. «Θα μου πεις γιατί κάνουμε έρωτα τόσο καιρό;» Ο Αντρέας τής έπιασε τα χέρια και τα έσφιξε ζεστά, φιλικά. «Γιατί το θέλαμε. Κι ήταν πολύ γλυκά...» «Και... δεν είσαι καθόλου ερωτευμένος μαζί μου; Ούτε τόσο δα;» 18
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ... Την κοίταξε κατάματα. Η φωνή του ακούστηκε σχεδόν τρυφερή. «Όχι. Ούτε κι εσύ είσαι. Αλλά στην ηλικία σου μπερδεύει κανείς τον έρωτα με την επιθυμία». Εκείνη τώρα τον κοιτούσε βουρκωμένη. Δεν ήξερε αν ήταν από πόνο ή από θυμό. Απάντησε με πείσμα: «Κάνεις λάθος... Εγώ σ αγαπάω...» «Θα σου περάσει», της είπε αποφασιστικά. «Σ ένα μήνα δε θα νιώθεις τίποτα για μένα... Θα με ξεχάσεις εύκολα, θα δεις». «Θες να πεις... ότι δε θα ξαναβρεθούμε;» Αυτός είδε τα μάτια της να βουρκώνουν κι άλλο, και κατάλαβε πως δεν είχε περιθώρια για συναισθηματισμούς. Έπρεπε να φτάσει ως το τέλος. «Δεν έχει νόημα», της είπε. «Ήταν όμορφο, αλλά αν συνεχίσουμε θα γίνει άσχημο. Και βασανιστικό για σένα». «Κι όμως... Εγώ νιώθω τόσο καλά μαζί σου...» επέμεινε το κορίτσι. «Κι εγώ. Αλλά τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Γι αυτό καλύτερα να σταματήσει. Οι ωραίες στιγμές πρέπει να μένουν στιγμές». Η νεαρή γυναίκα κοκκίνισε από θυμό. Άρπαξε τα ρούχα της καλύπτοντας το κορμί της, λες και η γύμνια της είχε γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη απρεπής. Του φώναξε ενώ ντυνόταν με άτσαλες κινήσεις: «Δεν το πιστεύω ότι μιλάς τόσο κυνικά! Είναι χυδαίο! Αλλά τώρα καταλαβαίνω... Με ήθελες μόνο για το πήδημα...» 19
ΑΝΝΑ ΑΔΡΙΑΝΟΥ Εκείνος δε μιλούσε. Ήξερε πως έπρεπε να την αφήσει να ξεσπάσει. «Μόνο γι αυτό με ήθελες! Είσαι φρικτός... Οι άντρες είσαστε όλοι μαλάκες!» Όταν έφυγε βροντώντας την πόρτα πίσω της, ο Αντρέας αισθάνθηκε ανακούφιση αλλά και θλίψη. Δεν ήταν μόνο για το πήδημα, θα θελε να της πει αν μπορούσε. Αυτά που του είχε προσφέρει η σύντομη συνάντησή τους ήταν πολύ πιο πολύπλοκα και πολύτιμα για εκείνον. Η έκπληξή του όταν κατάλαβε ότι της άρεσε, το ξύπνημα της φιλαρέσκειάς του από εκείνο τον κοριτσίστικο, αφελή θαυμασμό. Κι έπειτα το παιχνίδι του φλερτ, η προσμονή του όταν την περίμενε να έρθει, το άρωμά της στο χώρο, η περιέργεια για το σώμα της και η αποκάλυψη όταν έβγαλε τα ρούχα της για πρώτη φορά. Η επιβεβαίωση που ένιωσε όταν άκουσε από τα χείλη της εκείνες τις μικρές κραυγές ηδονής. Κυρίως η ψευδαίσθηση ότι για λίγες πολύτιμες στιγμές ήταν ένας άλλος άντρας, γοητευτικός, ακόμα νέος κι επιθυμητός, που δε ζούσε μέσα στην απόρριψη που ένιωθε να τον βαραίνει από μια άλλη γυναίκα. Τη γυναίκα του. Ναι. Η μικρή ιστορία με την κοπέλα, όπως και κάθε άλλη από τις σύντομες περιπέτειες που είχε κατά καιρούς, έμοιαζε με αναλαμπή λιακάδας σε μια μέρα μουντή... Παρόλο που αυτή η μουντή μέρα ήταν τελικά η ζωή του. 20
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ... Το τηλέφωνο που χτυπούσε τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν ο πελάτης που περίμενε, θα του έλεγε πως θα καθυστερούσε. Καλύτερα. Έτσι θα προλάβαινε να πιει κι αυτός με την ησυχία του το απογευματινό του ουίσκι και να ξαναρίξει μια ματιά στη δικογραφία. Αντί γι αυτό, είδε στην οθόνη το όνομα ενός φίλου του, γιατρού. Οι δυο τους γνωρίζονταν εδώ και λίγα χρόνια και τους έδενε μια φιλία στηριγμένη σε όσα απλά και στέρεα ενώνουν συνήθως τους άντρες και τους κάνουν να χαλαρώνουν όταν βρίσκονται μαζί. Και να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο. «Έλα, ρε...» απάντησε με ανέμελη, ευχάριστη φωνή. Η φωνή του άλλου ωστόσο ακούστηκε παράξενα βαριά και σφιγμένη. «Αντρέα... Τι ώρα τελειώνεις απ το γραφείο;» «Σε δυο τρεις ώρες... Γιατί;» «Μπορείς να έρθεις απ το ιατρείο; Σε παρακαλώ». Η φωνή του φίλου του συνέχιζε να είναι αλλόκοτα σοβαρή, σχεδόν επίσημη. Ο Αντρέας αισθάνθηκε ένα είδος δυσφορίας. «Τι συμβαίνει;» «Θέλω να σου μιλήσω». «Τι έγινε; Τσακώθηκες με την καινούρια γκόμενα;» «Όχι». Έκανε μια παύση σαν να έπαιρνε βαθιά ανάσα και μετά η φωνή του ακούστηκε ξανά επίσημη, βαριά. «Είναι κάτι σχετικό με σένα. Με το τελευταίο σου τσεκάπ». 21
ΑΝΝΑ ΑΔΡΙΑΝΟΥ Ο Αντρέας ξαφνιάστηκε. Η προηγούμενη δυσφορία τού ξανάρθε πιο έντονη. Ωστόσο, εξακολούθησε στον ανέμελο τόνο του. Στη δουλειά του άλλωστε είχε συνηθίσει να κρύβει τις εκπλήξεις και τα συναισθήματά του. «Και τι τρέχει με το τελευταίο μου τσεκάπ;» Ο άλλος δε μιλούσε. Ο Αντρέας γέλασε. «Τι συμβαίνει, ρε; Θα πεθάνω;» Ο Κώστας δε φάνηκε να γελάει. Αντίθετα, η φωνή του ακούστηκε πνιχτή. «Θα τα πούμε από κοντά. Σε περιμένω». Έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Αντρέας ένιωσε τις παλάμες του να υγραίνονται απ τον ιδρώτα. 22