Νομοθεσία - Δίκαιο Μηνιαίο Ηλεκτρονικό Περιοδικό Νομικής ιστοσελίδας www.nomothesia.net Σεπτέμβριος 2019 Τεύχος 24
Ηλεκτρονικό Περιοδικό Επικεφαλής - Αρχισυντάκτης: Καραμέτος Κ. Γεώργιος Συντακτική ομάδα: Καραμέτος Κ. Γεώργιος Από τον Σεπτέμβριο του 2017 και κάθε μήνα θα κυκλοφορεί το μηνιαίο ηλεκτρονικό περιοδικό της νομικής ιστοσελίδας www.nomothesia.net το οποίο θα περιλαμβάνει τις κυριότερες νομικές ειδήσεις του προηγούμενου μήνα. Τα άρθρα αυτά θα είναι σύνοψη των δημοσιευμένων άρθρων από την ιστοσελίδα μας. Ευελπιστούμε στη αποδοχή του νέου μας αυτού εγχειρήματος. Με εκτίμηση, Η συντακτική ομάδα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ i. Άφεση χρέους Συναινετικό διαζύγιο Συμφωνία για συμμετοχή στα αποκτήματα (ΟλΑΠ 6/2019) 4 ii. Δήμος της Αττικής κατάσχεσε επίδομα ΑμεΑ για οφειλές συνδικαιούχου του τραπεζικού λογαριασμού Διαμεσολάβηση του στο 9 iii. Έννοια προδήλου σφάλματος δικαστικού λειτουργού- Προϋποθέσεις ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση από απορριπτική απόφαση του Αρείου Πάγου..10 iv. GDPR: Δημοσιεύθηκε ο νόμος 4624/2019 για την προστασία προσωπικών δεδομένων.11
Άφεση χρέους Συναινετικό διαζύγιο Συμφωνία για συμμετοχή στα αποκτήματα (ΟλΑΠ 6/2019) Με την 514/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, το ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος ως προς τη φύση και το κύρος της συμβατικής παραίτησης από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, που γίνεται από τον δικαιούχο σύζυγο στο πλαίσιο της γενικότερης ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεών του με τον υπόχρεο σύζυγο, πριν όμως από τη γέννηση της αξίωσης, δηλαδή πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή πριν συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση, ενόψει κοινής συμφωνίας αυτών για τη λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο και υπό την προϋπόθεση ότι ο γάμος θα λυθεί πράγματι με συναινετικό διαζύγιο. Με την απόφαση 6/2019 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι δεν αποκλείεται η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα να αποτελεί αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού περιουσιακών σχέσεων των συζύγων στις διαπραγματεύσεις τους για να καταλήξουν στη συμφωνία συναινετικού διαζυγίου. Αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για τον δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξίωσης για τα αποκτήματα, ακόμη και διά παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δήλωσης βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. Σύμφωνα με την απόφαση, η ρυθμιστική αυτή για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση, υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου, να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση υπέρ του άλλου (υποχρέου) συζύγου. Η ως άνω παραίτηση δεν έχει νομικό έρεισμα τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ (σύμβαση άφεσης χρέους), εφόσον η σχετική απαίτηση ανάγεται στο μέλλον και δεν έχει γεννηθεί κατά τον χρόνο που εκείνη (παραίτηση) λαμβάνει χώρα. Απόσπασμα της απόφασης Κατά τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι η σύμβαση της
άφεσης χρέους, που αφορά παραίτηση από ενοχικό και μόνο δικαίωμα, ήτοι από απαίτηση, προϋποθέτει υπάρξαν ή υπαρκτό, κατά τον χρόνο της σύναψής της, χρέος και όχι μελλοντικό, αόριστο ή εντελώς άγνωστο. Αν η σύμβαση αφορά χρέος που έχει αποσβεσθεί ή δεν έχει συσταθεί ποτέ, τότε πρόκειται για δικαιοπραξία βεβαιωτική της απόσβεσης ή για αρνητική αναγνωριστική σύμβαση αντίστοιχα, ενώ αν αφορά απαίτηση υπό αίρεση ή ακόμη μη γεννηθείσα, αλλά μέλλουσα, τότε πρόκειται για συμφωνία εκ των προτέρων προσδιοριστική της έκτασης της ενοχής. Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων, ενώ, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου και των άρθρων 3, 174, 178, 871 και 1441 ΑΚ, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει τον χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς παραίτηση του δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή γεννηθεί η σχετική αξίωση απαγορεύεται και είναι άκυρη, δεν αποκλείεται, όμως, από τη διάταξη αυτή, όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στις διαπραγματεύσεις αυτών για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, οπότε, κατ εξαίρεση, η συμφωνία αυτή είναι ισχυρή, με τον όρο ότι η τελευταία (συμφωνία των συζύγων για τα αποκτήματα) τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της, εξ αυτού αποκλειστικά του λόγου διαζυγίου, λύσης του γάμου. Πράγματι, αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για τον δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξίωσης για τα αποκτήματα, ακόμη και δια παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δήλωσης βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. Η ρυθμιστική αυτή για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση, υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου, να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση υπέρ του άλλου (υποχρέου) συζύγου. Η, ως άνω, παραίτηση έχει νομικό έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις και όχι σ αυτήν του άρθρου 454 ΑΚ, εφόσον, κατά τα προεκτιθέμενα, η σχετική απαίτηση ανάγεται στο μέλλον και δεν έχει γεννηθεί κατά τον χρόνο που εκείνη (παραίτηση) λαμβάνει χώρα.
Αντίθετο επιχείρημα δεν δύναται να αντληθεί από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 4356/2015, η οποία για τους συνάπτοντες σύμφωνο συμβίωσης ορίζει ότι» τα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή τους», διότι αν ο νομοθέτης ήθελε να ισχύει η απαγόρευση αυτή και στην περίπτωση του άρθρου 1400 ΑΚ θα το όριζε σ αυτό ρητά. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίους, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 24/1992). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 578 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί το δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Εσφαλμένο αιτιολογικό υπάρχει όταν κριθεί ότι τα
πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση υπάγονται σε άλλον κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης. Ως αιτιολογικό δηλαδή νοείται εδώ η νομική αιτία, ήτοι οι διατάξεις του νόμου που αποτελούν τη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και δεν ταυτίζονται με την αιτιολογία της απόφασης που ανάγονται στην ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αυτού (ΟλΑΠ 32/2002, ΟλΑΠ 30/1998). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, μετ ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στην Αθήνα στις 27-8-1999, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα, ενώ ήδη με την υπ αριθμό 3040/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και κατέστη αμετάκλητη, μετά την παραίτηση αμφοτέρων των διαδίκων από την άσκηση των κατ αυτής τακτικών και εκτάκτων ενδίκων μέσων. απαγγέλθηκε η συναινετική λύση του μεταξύ τους τελεσθέντος γάμου. Προς απόκρουση της αγωγικής απαιτήσεως της ενάγουσας προς απόδοση της αναλογούσας σ αυτήν συμβολής στα αποκτήματα του πρώην συζύγου της, ο εναγόμενος..ισχυρίσθηκε ότι αυτή (η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα) παραιτήθηκε από την ένδικη αξίωση της, δηλαδή της συμμετοχής της στην επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου επαύξηση της περιουσίας του, με την από μηνός Ιανουαρίου δήλωση της, που του απηύθυνε και την οποία και αυτός αποδέχθηκε, στα πλαίσια ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών τους σχέσεων, ενόψει λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Ο εν λόγω ισχυρισμός του εναγομένου. είναι νομικά βάσιμος, στηρίζεται δε στη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Πράγματι, με το από Ιανουαρίου 2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπεγράφη από αμφοτέρους τους διαδίκους» οι κάτωθι συμβαλλόμενοι: α) αφενός μεν ο Δ. Χ. του Μ., Δικηγόρος β) αφετέρου δε η Κ. Π. του Γ., σύζυγος του Δ. Χ., Δικηγόρος, συμφώνησαν και έκαναν αμοιβαίως αποδεκτά, τα ακόλουθα: «Οι ως άνω συμβαλλόμενοι. με το παρόν σήμερα αποφασίζουν και συμφωνούν ρητά να λύσουν το γάμο τους με τη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου. Οι ως άνω συμβαλλόμενοι δηλώνουν προς αλλήλους ότι με την επιφύλαξη των ανωτέρω δεν έχουν ούτε διατηρούν καμία άλλη αξίωση ή απαίτηση κατ αλλήλων από οποιαδήποτε αιτία, ούτε υπάρχει αξίωση ή απαίτηση από οικονομική συνεισφορά εκατέρωθεν στην επίτευξη της περιουσίας του άλλου κατά τη διάρκεια του γάμου
τους και πάντως παραιτούνται αμοιβαία και χωρίς καμία επιφύλαξη τυχόν άλλων αξιώσεων τους κατ αλλήλων. Οι ως άνω συμβαλλόμενοι δηλώνουν ρητώς ότι παραιτούνται από κάθε δικαίωμα διάρρηξης, ακύρωσης και γενικώς προσβολής του παρόντος ιδιωτικού συμφωνητικού για οποιοδήποτε ουσιαστικό ή τυπικό λόγο ή αιτία και για όσα αναφέρονται στα άρθρα 178, 179 και 388 του Α.Κ.». Αμφότεροι οι διάδικοι, υπογράφοντας το ως άνω συμφωνητικό και γνωρίζοντας άριστα, ως δικηγόροι και οι δύο, το περιεχόμενό του και τις συνέπειες των δηλώσεών τους, προέβησαν σε ένα γενικότερο διακανονισμό των περιουσιακών τους σχέσεων και των εκατέρωθεν αξιώσεων τους, ενόψει της λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Έτσι, στα πλαίσια αυτά και ενόψει της κοινής τους επιθυμίας για λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, οι διάδικοι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, κατόπιν κοινής αίτησής τους, την οποία απηύθυναν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, και σε δύο συνεδριάσεις, που έγιναν στις 16.3.2007 και στις 29.10.2007 αντίστοιχα, δήλωσαν νομότυπα ότι συμφωνούν να λυθεί ο γάμος τους με συναινετικό διαζύγιο, οπότε και εκδόθηκε η 3040/2007 απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου, με την οποία απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ τους γάμου, η οποία ήδη κατέστη αμετάκλητη. Συνεπώς, με την πλήρωση της αίρεσης, δηλαδή της έκδοσης του συναινετικού τους διαζυγίου, επήλθε αυτοδίκαια η απόσβεση της αξίωσης της ενάγουσας της συμμετοχής της στην επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, από την οποία παραιτήθηκε με δήλωση ισχυρή, σοβαρή και έγκυρη. Σημειώνεται δε, ότι στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα δεν παραιτήθηκε από χρέος μελλοντικό, όπως η ίδια αβάσιμα ισχυρίζεται με το σχετικό λόγο της έφεσής της, αλλά τουναντίον προέβη σε έγκυρη σύμβαση άφεσης χρέους (άρθρα 361 και 454 Α.Κ.), υπό αναβλητική αίρεση, με την οποία τόσο η ίδια, όσο και ο εφεσίβλητος συμφώνησαν ότι παραιτούνται αμοιβαία από τις οποιεσδήποτε απαιτήσεις τους στις εκατέρωθεν οικονομικές συνεισφορές τους στην επαύξηση της περιουσίας του καθενός από αυτούς, υπό την αίρεση λύσεως του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Έτσι, με την πλήρωση της αιρέσεως αυτής, η οποία επήλθε με λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, επήλθε και απόσβεση των εκατέρωθεν αξιώσεών τους από τη συμμετοχή τους στα αποκτήματα του αντιδίκου τους. Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr Αναδημοσίευση από lawspot.gr
Δήμος της Αττικής κατάσχεσε επίδομα ΑμεΑ για οφειλές συνδικαιούχου του τραπεζικού λογαριασμού Διαμεσολάβηση του στο Δήμος της Αττικής κατάσχεσε επίδομα ΑμεΑ για οφειλή συγγενή του που ήταν συνδικαιούχος στον τραπεζικό λογαριασμό. Το επίδομα επιστράφηκε στον δικαιούχο, μετά από παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος µε την ιδιότητά του ως Πλαισίου που εγγυάται την προώθηση, την προαγωγή και την προστασία τήρησης της ιεθνούς Σύµβασης των Ηνωµένων Εθνών για τα ικαιώµατα των ατόµων µε αναπηρία, διαµεσολάβησε προς ήµο της Αττικής σε σχέση µε κατάσχεση ποσού εξωιδρυµατικού επιδόµατος ΑµεΑ για οφειλή προς τον ήµο.οφειλέτης ήταν ο σύζυγος του ΑµεΑ, που ήταν συνδικαιούχος στον τραπεζικό λογαριασµό που κατατίθετο το επίδοµα. Ο Συνήγορος απευθύνθηκε προς τον ήµο και επισήµανε ότι στον δεσµευθέντα λογαριασµό κατατίθεται το αναπηρικό επίδοµα που είναι απαραίτητο για την επιβίωση του ΑµεΑ, η οποία δεν είχε η ίδια οφειλές προς τον ήµο.ο ήµος ανταποκρίθηκε άµεσα και µετά από θετική γνωµοδότηση της Νοµικής Υπηρεσίας και σχετική εισήγηση της Οικονοµικής Υπηρεσίας, το ηµοτικό Συµβούλιο ενέκρινε την επιστροφή του κατασχεθέντος ποσού στο ΑµεΑ. Όπως ενηµερώθηκε η Αρχή, το ποσό έχει ήδη επιστραφεί.η διαδικασία αυτή πραγµατοποιήθηκε προ της ισχύος της ΚΥΑ 12α/Γ.Π.οικ. 68856/2202 (ΦΕΚ 5855/Β/28.12.2018) βάσει της οποίας τα χρηµατικά ποσά που καταβάλλονται ως προνοιακές παροχές σε χρήµα σε άτοµα µε αναπηρία, είναι πλέον ακατάσχετα. (synigoros.gr) Αναδημοσίευση από legalnews24.gr
Έννοια προδήλου σφάλματος δικαστικού λειτουργού- Προϋποθέσεις ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση από απορριπτική απόφαση του Αρείου Πάγου ΔΠρΑθ 20474/2018, 17ο Τμήμα Δε συντρέχει ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση από απορριπτική απόφαση του Αρείου Πάγου Δεν υφίσταται υποχρέωση προδικαστικού ερωτήματος Έννοια προδήλου σφάλματος δικαστικού λειτουργού.απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που καταδικάζει τον ηττημένο εναγόμενο (Ελληνικό Δημόσιο) να καταβάλει στον ενάγοντα υπέρμετρα δικαστικά έξοδα και, ειδικότερα, έξοδα τα οποία τελούν σε προφανή δυσαναλογία προς την αξία του αντικειμένου της δίκης και υπερβαίνουν κατά πολύ την εν λόγω αξία, δεν είναι προφανώς ανεκτή από την ελληνική δημόσια τάξη, δεδομένου και του ότι τα κράτημέλη παραμένουν, κατά κανόνα, ελεύθερα να καθορίσουν, σύμφωνα με τις εθνικές τους αντιλήψεις, τόσο την έννοια όσο και τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης. Συνεπώς, απόφαση ανωτάτου ελληνικού δικαστηρίου ( Άρειος Πάγος), που κρίνει το ανωτέρω, δεν αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των άρθρων 34 σημείο 1 και 45 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, δηλαδή παραβίαση που να έχει πρόδηλο χαρακτήρα, προϋπόθεση που απαιτείται να συντρέχει, για να γεννηθεί, κατ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, ούτε πάντως δημιουργεί σχετική υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. (πηγή: adjustice.gr) Αναδημοσίευση από legalnews24.gr
GDPR: Δημοσιεύθηκε ο νόμος 4624/2019 για την προστασία προσωπικών δεδομένων Μέτρα εφαρμογής του GDPR στην Ελλάδα και ενσωμάτωση της Οδηγίας για την προστασία δεδομένων από τις Αρχές Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Νόμος 4624/2019 «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις». Ο νόμος αφορά: α) στην αντικατάσταση του νομοθετικού πλαισίου που ρυθμίζει τη συγκρότηση και λειτουργία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) τη λήψη μέτρων εφαρμογής του Κανονισμού 2016/679 (ΓΚΠΔ/GDPR) γ) την ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων. Ο νόμος περιλαμβάνει πολλές ενδιαφέρουσες διατάξεις, μεταξύ των οποίων: Συγκατάθεση ανηλίκου 1. Όταν εφαρμόζεται το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) του ΓΚΠΔ, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ανηλίκου, κατά την προσφορά υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών απευθείας σε αυτόν, είναι σύννομη, εφόσον ο ανήλικος έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του και παρέχει τη συγκατάθεσή του. 2. Εάν ο ανήλικος είναι κάτω των 15 ετών η επεξεργασία της παραγράφου 1 είναι σύννομη μόνο μετά την παροχή συγκατάθεσης του νομίμου αντιπροσώπου του. Επεξεργασία γενετικών δεδομένων
Κατ εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ απαγορεύεται η επεξεργασία γενετικών δεδομένων για σκοπούς ασφάλισης υγείας και ζωής. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των σχέσεων απασχόλησης 1. Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία για σκοπούς της σύμβασης εργασίας, εφόσον είναι απολύτως απαραίτητο για την απόφαση σύναψης σύμβασης εργασίας ή μετά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας για την εκτέλεσή της. 2. Στην περίπτωση που η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εργαζομένου έχει κατ εξαίρεση ως νομική βάση τη συγκατάθεσή του, για την κρίση ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κυρίως: α) η υφιστάμενη στη σύμβαση εργασίας εξάρτηση του εργαζομένου και β) οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες χορηγήθηκε η συγκατάθεση. Η συγκατάθεση παρέχεται είτε σε έγγραφη είτε σε ηλεκτρονική μορφή και πρέπει να διακρίνεται σαφώς από τη σύμβαση εργασίας. Ο εργοδότης πρέπει να ενημερώνει τον εργαζόμενο είτε σε έγγραφη είτε σε ηλεκτρονική μορφή σχετικά με τον σκοπό της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το δικαίωμά του να ανακαλέσει τη συγκατάθεση σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του ΓΚΠΔ. 3. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 9 παράγραφος 1 του ΓΚΠΔ η επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 του ΓΚΠΔ για τους σκοπούς της σύμβασης εργασίας επιτρέπεται, εάν είναι απαραίτητη για την άσκηση των δικαιωμάτων ή την εκπλήρωση νόμιμων υποχρεώσεων που απορρέουν από το εργατικό δίκαιο, το δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης και της κοινωνικής προστασίας και δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι το έννομο συμφέρον του υποκειμένου των δεδομένων σε σχέση με την επεξεργασία υπερτερεί. Η παράγραφος 2 ισχύει επίσης για τη συγκατάθεση στην επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η συγκατάθεση πρέπει να αναφέρεται ρητά στα δεδομένα αυτά. Το άρθρο 22 παράγραφος 3 εδάφιο β εφαρμόζεται ανάλογα. 4. Επιτρέπεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών κατηγοριών δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα
των εργαζομένων για τους σκοπούς της σύμβασης εργασίας βάσει συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Τα διαπραγματευόμενα μέρη συμμορφώνονται με το άρθρο 88 παράγραφος 2 του ΓΚΠΔ. 5. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι τηρούνται ιδίως οι αρχές για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ορίζονται στο άρθρο 5 του ΓΚΠΔ. 6. Οι παράγραφοι 1 έως 5 εφαρμόζονται επίσης, όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων, υπόκεινται σε επεξεργασία, χωρίς αυτά να αποθηκεύονται ή να προορίζονται να αποθηκευτούν σε ένα σύστημα αρχειοθέτησης. 7. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής εντός των χώρων εργασίας, είτε είναι δημοσίως προσβάσιμοι είτε μη, επιτρέπεται μόνο εάν είναι απαραίτητη για την προστασία προσώπων και αγαθών. Τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως κριτήριο για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι ενημερώνονται εγγράφως, είτε σε γραπτή είτε σε ηλεκτρονική μορφή για την εγκατάσταση και λειτουργία κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής εντός των χώρων εργασίας. 8. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως εργαζόμενοι νοούνται οι απασχολούμενοι με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή σύμβαση έργου ή παροχής υπηρεσιών στο δημόσιο και στον ιδιωτικό φορέα, ανεξαρτήτως του κύρους της σύμβασης, οι υποψήφιοι για εργασία και οι πρώην απασχολούμενοι. Επεξεργασία και ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης 1. Στον βαθμό που είναι αναγκαίο να συμβιβαστεί το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας για δημοσιογραφικούς σκοπούς και για σκοπούς ακαδημαϊκής, καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται όταν: α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει τη ρητή συγκατάθεσή του,
β) αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το ίδιο το υποκείμενο, γ) υπερέχει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα της πληροφόρησης έναντι του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου, ιδίως για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος ή όταν αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δημοσίων προσώπων και δ) όταν περιορίζεται στο αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος ενημέρωσης, ιδίως όταν αφορά ειδικών κατηγοριών δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα, καθώς και ποινικές διώξεις, καταδίκες και τα σχετικά με αυτές μέτρα ασφαλείας, λαμβάνοντας υπόψη το δικαίωμα του υποκειμένου στην ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή. 2. Στον βαθμό που είναι αναγκαίο να συμβιβαστεί το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας για δημοσιογραφικούς σκοπούς, και για σκοπούς ακαδημαϊκής, καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης δεν εφαρμόζεται: α) το Κεφάλαιο ΙΙ του ΓΚΠΔ «Αρχές», εκτός από το άρθρο 5, β) το Κεφάλαιο ΙΙΙ του ΓΚΠΔ «Δικαιώματα του Υποκειμένου», γ) το Κεφάλαιο ΙV του ΓΚΠΔ «Υπεύθυνος επεξεργασίας και εκτελών την επεξεργασία», εκτός από τα άρθρα 28, 29 και 32, δ) το Κεφάλαιο V του ΓΚΠΔ «Διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς», ε) το Κεφάλαιο VII του ΓΚΠΔ «Συνεργασία και συνεκτικότητα και στ) το Κεφάλαιο IX του ΓΚΠΔ «Διατάξεις που αφορούν ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας». Αναδημοσίευση από lawspot.gr