Απαντήσεις στο 2 ο Διαγώνισμα Αρχαίων Κατεύθυνσης B Λυκείου Α ΜΕΡΟΣ: ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α1. Όταν δηλαδή επιστρέψατε (από την εξορία), αποφασίσατε με ψηφοφορία οι φύλαρχοι να παραδώσουν κατάλογο των ιππέων, για να εισπράξετε πίσω το επίδομα από αυτούς. Κανείς λοιπόν δε θα μπορούσε να αποδείξει για μένα ούτε ότι εγώ αναγράφηκα (στον κατάλογο) από τους φυλάρχους ούτε ότι παραπέμφθηκα στους συνηγόρους του δημοσίου ούτε ότι εισέπραξα επίδομα. Και όμως είναι εύκολο να κατανοήσουν όλοι αυτό, ότι δηλαδή αναπόφευκτα, αν δεν ανακάλυπταν αυτούς που πήραν τα επιδόματα, οι ίδιοι θα τιμωρούνταν. Επομένως, μπορείτε να εμπιστεύεστε πολύ πιο δικαιολογημένα εκείνους τους καταλόγους παρά αυτούς από εκείνους δηλαδή ήταν εύκολο, για όποιον το επιθυμούσε, να διαγραφεί, ενώ στους άλλους αναγκαστικά αναφέρθηκαν όσοι υπηρέτησαν στο ιππικό από τους φυλάρχους. Β1. Λ, Λ, Σ, Σ, Λ Β2. Στο συγκεκριμένο χωρίο του λόγου του Λυσία «Υπέρ Μαντιθέου» ο ομώνυμος ομιλητής αναφέρεται στα σε βάρος του ενοχοποιητικά στοιχεία, τα οποία, όπως ισχυρίζεται, κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ως ισχυρά. Το πρώτο στοιχείο που συνιστά κατηγορία αποτελεί ότι καταγράφηκε στον κατάλογο των φυλάρχων («ἐμὲ τοίνυν οὐδεὶς ἂν ἀποδείξειεν οὔτ ἀπενεχθέντα ὑπὸ τῶν φυλάρχων»). Στην Αθήνα εκλέγονταν δέκα φύλαρχοι, ο καθένας των οποίων είχε την αρχηγία του ιππικού της φυλής του. Αρχηγοί όλου του ιππικού ήσαν δύο ίππαρχοι. Έργο των φυλάρχων ήταν να παραδίδουν στη Βουλή κατάλογο όσων ήσαν υπόχρεοι και ικανοί να ιππεύουν. Τον κατάλογο αυτό την εποχή του Αριστοτέλη παρέδιδαν στους ιππάρχους και φυλάρχους οι καταλογείς. Κατάσταση ήταν το χρηματικό ποσό που έπαιρναν από το δημόσιο οι δοκιμαζόμενοι από τη Βουλή ιππείς και το οποίο επέστρεφαν μέσω των φυλάρχων, αν στη θέση τους εκλέγονταν άλλοι. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το σώμα των ιππέων που υπηρέτησε υπό τους Τριάκοντα διαλύθηκε, οπότε οι ιππείς εκείνοι έπρεπε να επιστρέψουν το επίδομα που είχαν πάρει. Ο Μαντίθεος αντικρούει την κατηγορία ισχυριζόμενος ότι δεν μπορεί να αποδειχτεί η καταγραφή του ονόματός του στον κατάλογο των φυλάρχων.
Η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται στο γεγονός ότι δεν οδηγήθηκε στους συνηγόρους του δημοσίου («οὔτε παραδοθέντα τοῖς συνδίκοις»). Στην Αθήνα οι σύνδικοι ήσαν συνήγοροι του δημοσίου διοριζόμενοι για να αντιπροσωπεύουν την πόλη και συνηγορούν για τα συμφέροντά της. Η τρίτη κατηγορία αναφέρεται στο γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχτεί ότι επέστρεψε το επίδομα που λάμβαναν οι ιππείς («οὔτε κατάστασιν καταβαλόντα»). Η βεβαιότητα του Μαντιθέου ότι κανείς δεν μπορεί να αποδείξει τρία βασικά ενοχοποιητικά στοιχεία που εκφράζονται με τις κατηγορηματικές μετοχές, αποτελεί γι' αυτόν τη μεγαλύτερη απόδειξη της αθωότητάς του. Β3. Στο συγκεκριμένο σημείο του λόγου του Λυσία ο Μαντίθεος επιχειρηματολογεί με λογικό τρόπο, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν ευσταθεί η σε βάρος του κατηγορία ότι υπηρέτησε στο σώμα των ιππέων. Ο ομιλητής επικρίνει τη συνήθεια των πολιτών να συμπεραίνουν ποιοι υπηρέτησαν ως ιππείς βασισμένοι στην πινακίδα («Ἔπειτα δὲ ἐκ μὲν τοῦ σανιδίου τοὺς ἱππεύσαντας σκοπεῖν εὔηθές ἐστιν»). Εξάλλου, σε αυτή την πινακίδα αναγράφοντα πολλά ονόματα ανθρώπων που δεν υπηρέτησαν στο ιππικό, ενώ λείπουν ονόματα ανδρών που υπηρέτησαν («ἐν τούτῳ γὰρ πολλοὶ μὲν τῶν ὁμολογούντων ἱππεύειν οὐκ ἔνεισιν, ἔνιοι δὲ τῶν ἀποδημούντων ἐγγεγραμμένοι εἰσίν»). Βασικό αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζει συνιστά το σανίδιον. Πρόκειται για μικρή σανίδα που λεγόταν και λεύκωμα, γιατί ήταν αλειμμένη με γύψο. Πάνω σ' αυτήν έγραφαν τα ονόματα των ιππέων και την εξέθεταν σε κοινή θέα (βλέπε και Λυσία, Περί της Ευάνδρου δοκιμασίας 10). Η αναγραφή του ονόματος του Μαντιθέου στο σανίδιο αποτελούσε για τους κατηγόρους του τη μοναδική απόδειξη ότι υπηρέτησε ως ιππέας επί των Τριάκοντα και ότι ως ολιγαρχικός ήταν εχθρός του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το γεγονός ότι η μικρή αυτή σανίδα ήταν εκτεθειμένη σε κοινή θέα και ο καθένας μπορούσε να αναγράψει το όνομα οποιουδήποτε εκεί αποτελεί τεκμήριο του αβάσιμου όσων ονομάτων βρίσκονταν αναγεγραμμένα σε αυτή.
Πιο αδιάσειστο στοιχείο απόδειξης για την υπηρεσία ενός άνδρα στο ιππικό ήταν καταγραφή του ονόματός του στον κατάλογο των φυλάρχων, που ήταν υπεύθυνοι για τη στράτευση των ιππέων. Η υποχρέωση, άλλωστε, να επιστρέψουν το επίδομα που λάμβαναν, ειδικά μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου, καθιστά ελάχιστη την πιθανότητα λάθους στον επίσημο, μάλιστα, κατάλογο των φυλάρχων, ως κρατικού εγγράφου. Ο Μαντίθεος υποστηρίζει καταληκτικά, ότι πολύ λογικότερο θα ήταν να εμπιστευτούν τους καταλόγους των φυλάρχων («ὥστε πολὺ ἂν δικαιότερον ἐκείνοις τοῖς γράμμασι ἢ τούτοις πιστεύοιτε»). Πρόκειται για ένα λογικό συμπέρασμα ενός πειστικού συλλογισμού. Τα γράμματα δηλ. οι κατάλογοι στους οποίους αναγράφονταν τα ονόματα των ιππέων από τους οποίους εισπράχθηκαν τα δοθέντα επιδόματα, ήταν πιο αξιόπιστα από τα εκτεθειμένα σανίδια, διότι ήταν εγκυρότερα. Ο κίνδυνος να παραλειφθούν από τους καταλόγους κάποια ονόματα ιππέων και να πληρώσουν οι φύλαρχοι τα οφειλόμενα από εκείνους χρήματα έκανε προσεκτική και υπεύθυνη τη σύνταξή τους. Η παράδοση των καταλόγων αυτών ως επισήμων εγγράφων στη Βουλή απέκλειε οποιαδήποτε αλλοίωσή τους. Β4. διαφορετικότητα ~ ἀπενεγκεῖν εμβληματικός ~ καταβαλόντα διάσκεψη ~ σκοπεῖν δημοκρατία ~ δῆμον ράθυμος ~ ῥᾴδιον επουσιώδης ~ ἦν αλλοτρίωση ~ ἀλλοτρίων καταστατικός ~ καταστάσεις συγγραφέας ~ γράμμασιν ενδοτικότητα ~ παραδοθέντα
Β ΜΕΡΟΣ: ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α. Λοιπόν, τα παιδιά πηγαίνοντας καθημερινά στο σχολείο διδάσκονται δικαιοσύνη και λένε πως γι' αυτό φοιτούν στα σχολεία, όπως ακριβώς σε μας, για να μάθουν γράμματα. Και οι άρχοντές τους (επιμελητές) περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας με το να δικάζουν για χάρη τους. Γιατί, καθώς είναι φυσικό, συμβαίνουν και μεταξύ των παιδιών, όπως ακριβώς και μεταξύ των αντρών, παραπτώματα και για κλοπή, και γι' αρπαγή, και για κακολογία, και άλλα που είναι φυσικό να συμβαίνουν. Όσους ανακαλύψουν ενόχους σ' ένα απ' αυτά τα παραπτώματα τους τιμωρούν. Τιμωρούν επίσης και όποιον πιάσουν να κατηγορεί άλλους άδικα. Δικάζουν ακόμα και για αδίκημα για το οποίο οι άνθρωποι πάρα πολύ μισούνται μεταξύ τους, κι ωστόσο ελάχιστα καταφεύγουν στα δικαστήρια, εξαιτίας της αχαριστίας. Και όποιον καταλάβουν πως μπορεί να ανταποδώσει την ευεργεσία που του έγινε, αλλά δεν την ανταποδίδει, κι αυτόν τον τιμωρούν αυστηρά γιατί πιστεύουν πως οι αχάριστοι και τους θεούς και τους γονείς και την πατρίδα και τους φίλους τους θα παραμελούσαν εντελώς. Β1. παίδων πλείονα/πλείω (ὧ) ἄνερ αὗται ἐγκλήματι χάριτας γονεῦσι(ν) πατρίς Β2. Συγκριτικός: ἀδικώτερον, Υπερθετικός: ἀδικώτατα Θετικός: ὀλίγον, Συγκριτικός: ἧττον/ἧσσον Συγκριτικός: ἰσχυρώτερον, Υπερθετικός:ἰσχυρώτατα Β3. Οριστική: ἔγνως Υποτακτική: γνῷς Ευκτική: γνοίης Προστακτική: γνῶθι
Β4. εἰπέ ἐλθέ εὑρέ σχές Γ1. μανθάνοντες: κατηγορηματική μετοχή από το «διάγουσι» στον όρο «παῖδες» ἐπὶ τοῦτο: επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στο ρήμα «ἔρχονται» τῆς ἡμέρας: γενική διαιρετική στον όρο «τὸ πλεῖστον» ἀχαριστίας: γενική του εγκλήματος ή της αιτίας στο «δικάζονται» Γ2. Δευτερεύουσα αναφορική- υποθετική πρόταση, που εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία οὓς και το αοριστολογικό μόριο ἂν και εκφέρεται με Υποτακτική. Σχηματίζει λανθάνοντα υποθετικό λόγο της αόριστης επανάληψης στο παρόν και στο μέλλον με απόδοση την πρόταση «τιμωροῦνται». Συντακτικά λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός της προϋπόθεσης στο ρήμα «τιμωροῦνται». Γ3. οἴονται ρήμα με εννοούμενο υποκείμενο «οὓτοι» (δηλαδή «οι Πέρσαι») τοὺς ἀχαρίστους υποκείμενο του απαρεμφάτου «ἂν ἀμελῶς ἔχειν» σε αιτιατική λόγω ετεροπροσωπίας καὶ περὶ θεοὺς εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο «ἂν ἀμελῶς ἔχειν» μάλιστα επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού στο «ἂν ἀμελῶς ἔχειν». ἂν ἀμελῶς ἔχειν αντικείμενο του ρήματος «οἴονται», ειδικό απαρέμφατο.