τον φρόντιζε με προσοχή, αλλά, όταν ήρθε η γυναίκα του στο σπίτι, άφησε την ίδια να αναλάβει τη διαμόρφωσή του. Σύντομα, ο κήπος γέμισε



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Το παραμύθι της αγάπης

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών


Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Η ιστορία του δάσους

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

ΦΙΟΝΤΟΡΙΚΟ: Ήρθαμε τόσο μακριά γιατί εδώ έχει δουλειά. (αναστενάζουν, με βαριά καρδιά).

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

Από τους μαθητές/τριές Μπεγκέγιαγ γ Χριστιάνα Παπαδάκης Χριστόφορος Παπαδάκης Π Κωνσταντίνος Ροδουσάκης Μάνος Ραφτοπούλου Πόπη

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Ο Φώτης και η Φωτεινή

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

Σακελλάρη Πελαγία του Εμμανουήλ, 12 ετών

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών

Ο δάσκαλος που θα μου κάνει μάθημα είναι σημαντικό να με εμπνέει γιατί θα έχω καλύτερη συνεργασία μαζί του. θα έχω περισσότερο ενδιαφέρον για το

Transcript:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ο Γιώργης σηκώθηκε αξημέρωτα. Μια ανησυχία τον βάραινε όλο το βράδυ και στριφογύριζε στο κρεβάτι του. Κατά τις πέντε το πρωί αναστέναξε βαριά, δεν είχε νόημα να προσπαθεί να κοιμηθεί πλέον. Κοίταξε δίπλα του τη Μαριγώ που είχε μόλις μπει στον όγδοο μήνα και κοιμόταν βαθιά, πράγμα σπάνιο αφού είχε βαρύνει αρκετά και δυσκολευόταν να βολευτεί στο κρεβάτι. Ο Γιώργης σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και, ρίχνοντας πάνω του μια χοντρή κάπα, βγήκε από το δωμάτιο. Λίγο αργότερα, με ένα φλιτζάνι καφέ στα χέρια κάθισε στη βεράντα και άφησε το βλέμμα του να ξεκουραστεί στον ορίζοντα. Μόλις είχε πάρει να χαράζει και η σκοτεινή θάλασσα μπροστά του ίσα που διακρινόταν. Πάντα του άρεσε αυτή η ώρα του Γιώργη και ρούφηξε με ευχαρίστηση τον πικρό καφέ, το μόνο πράγμα που παραδεχόταν ότι κάνουν καλά οι Τούρκοι. Xαμογέλασε με τη σκέψη του και ξαναγύρισε το βλέμμα προς τη θάλασσα καθώς το τοπίο άλλαζε λεπτό το λεπτό, αποκαλύπτοντάς του τη γνώριμη θέα. Ήξερε κάθε σπιθαμή γης και κάθε πέτρα αυτού του ευλογημένου τόπου και, παρά τα μακρινά ταξίδια και τα μέρη που είχε γνωρίσει, δεν τον άλλαζε με τίποτα. Το χέρι του ακούμπησε το περβάζι της βεράντας και έμεινε να το παρατηρεί. Σε λίγο καλοκαίριαζε κι έπρεπε να ασβεστώσει, αφού δεν εμπιστευόταν κανέναν και μόνος του έκανε κάθε χρόνο αυτή τη δουλειά. Γι αυτό, 7

βέβαια, όλοι θεωρούσαν το σπίτι του το στολίδι του νησιού, «το καπετανόσπιτο», όπως το έλεγαν. Στην Τήνο υπήρχαν πολλά καπετανόσπιτα, μερικά μάλιστα πολύ μεγαλύτερα και πιο πλούσια από το δικό του, όμως όταν οι συντοπίτες του αναφέρονταν στο «καπετανόσπιτο» δεν εννοούσαν άλλο από του Γιώργη του Σκαρλάτου. Ήταν ένα ωραίο διώροφο κτίριο σε κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική. Στον κάτω όροφο υπήρχε μια μεγάλη σάλα με μια σκαλιστή τραπεζαρία, που όλοι εκθείαζαν το μεράκι του μάστορα που την έφτιαξε. Ο Γιώργης την είχε αγοράσει σ ένα ταξίδι του στην Πόλη, λίγο μετά το γάμο του με τη Μαριγώ. Η γυναίκα του ήταν χρυσοχέρα και είχε στολίσει το δωμάτιο με κεντήματα που έφτιαξε μόνη της και, παρά την απλή διακόσμηση του σπιτιού, ο χώρος απέπνεε γούστο και αρχοντιά. Δίπλα στη σάλα βρισκόταν μια μεγάλη κουζίνα με όλες τις ανέσεις. Τα μπακίρια και οι τεντζερέδες που έφερνε ο Γιώργης για να τα εμπορευτεί, δεν μπορούσαν να λείπουν από το δικό του σπίτι και καθετί καινούργιο που έβλεπε στα παζάρια το αγόραζε αμέσως για τη Μαριγώ. Στο κάτω πάτωμα υπήρχε επίσης ένα πλυσταριό και μια αποθηκούλα, που την είχαν μετατρέψει σε δωμάτιο για τη Ρηνούλα, την ψυχοκόρη τους, ενώ ο επάνω όροφος φιλοξενούσε τρία υπνοδωμάτια, όλα μεγάλα και φωτεινά εξαιτίας των πολλών παραθύρων με τα καλοφτιαγμένα μπλε παραθυρόφυλλα που άρεσαν τόσο στον Γιώργη. Το τρίτο υπνοδωμάτιο θα φιλοξενούσε σύντομα το παιδί που περίμενε η οικογένεια και ο Γιώργης τους τελευταίους μήνες ασχολιόταν με την ανακαίνισή του. Η δική του κάμαρη όμως ήταν το πιο ωραίο δωμάτιο του σπιτιού και το μόνο που είχε μια μεγάλη βεράντα με θέα στη θάλασσα και, καθώς ο ήλιος ανέτειλε από εκείνη τη μεριά, κάθε πρωί ξημέρωνε ένα θέαμα που έκοβε την ανάσα. Το σπίτι διέθετε ακόμα μια μεγάλη αυλή, όπου βρισκόταν κι ο φούρνος για το ψήσιμο του ψωμιού και των φαγητών. Ο Γιώργης είχε φυτέψει πολλά οπωροφόρα κι έναν εξαιρετικό λαχανόκηπο που 8

τον φρόντιζε με προσοχή, αλλά, όταν ήρθε η γυναίκα του στο σπίτι, άφησε την ίδια να αναλάβει τη διαμόρφωσή του. Σύντομα, ο κήπος γέμισε τριανταφυλλιές, νυχτολούλουδα, ορτανσίες, μέχρι και κρινάκια που η Μαριγώ αγαπούσε ιδιαίτερα. Ό,τι της άρεσε το φύτευε, και τα λουλούδια με την αγάπη και τη φροντίδα της άνθισαν και θέριεψαν και έγιναν το καμάρι της. Ο κήπος, γεμάτος χρώματα και μυρωδιές, ήταν το αγαπημένο τους μέρος κι εκεί περνούσαν πολλές ώρες της μέρας. Μόνο τον πρωινό καφέ του ο Γιώργης ήθελε να τον απολαμβάνει στη βεράντα του δωματίου του και να βλέπει από ψηλά την ανατολή. Όταν στο νησί έφτασε ο Μουράτ, ο καινούργιος Τούρκος διοικητής, ο Γιώργης ανησύχησε μήπως του γυαλίσει το όμορφο σπίτι που βρισκόταν πάνω στη θάλασσα και του το επιτάξει για να μείνει μαζί με τη φαμίλια του. Ευτυχώς, όμως, ο Μουράτ σιχαινόταν την υγρασία και είχε διαλέξει ένα ενετικό παλατάκι που βρισκόταν στο κέντρο του χωριού, προστατευμένο από τους ανέμους. Ο Γιώργης κούνησε ενοχλημένος το κεφάλι του στη θύμηση του Μουράτ, ρούφηξε άλλη μια γουλιά από τον καφέ του και βυθίστηκε ξανά στις σκέψεις του. Ο πατέρας του ήταν κι αυτός καπετάνιος. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, ο Γιώργης περνούσε όλο του τον καιρό πάνω στο καράβι του πατέρα του, την «Ασημίνα», από το όνομα της συγχωρεμένης της μάνας του. Ίσα που τη θυμόταν ο Γιώργης, αφού εκείνη χάθηκε μαζί με το τέταρτο παιδί της πάνω στη γέννα. Ο πατέρας του δεν ξεπέρασε ποτέ το χαμό της και άρχισε να φεύγει για ακόμη πιο μακρινά ταξίδια, αφήνοντας πίσω του τον Γιώργη και τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του, τον Σταύρο και τον Αναστάση. Όταν όμως ο πατέρας τους επέστρεφε φορτωμένος δώρα, κάθε μέρα ήταν γιορτή. Ο Γιώργης και ο Σταύρος καθάριζαν, έτριβαν και γυάλιζαν κάθε γωνιά της «Ασημίνας» και, μετά, ξαπλωμένοι στο κατάστρωμα, κάνανε όνειρα για τους μακρινούς τόπους που θα επισκέπτονταν και οι ίδιοι όταν θα μεγάλωναν. Ο πατέρας τους τότε τους κοίταζε αυστηρά. «Θα μου το λιώσε- 9

τε, ωρέ ζαβά. Θα το βγάλω στ ανοιχτά και θα βουλιάξει από το πολύ τρίψιμο». Κρυφά όμως χαμογελούσε και καμάρωνε τους γιους του που αγαπούσαν την «Ασημίνα» όσο αυτός. Ο αδερφός τους ο Αναστάσης δε συμμερίστηκε ποτέ την αγάπη τους για τη θάλασσα και προτιμούσε να χώνει τη μούρη του σ ένα βιβλίο και να σηκώνει κεφάλι μόνο όταν το τελείωνε για να πάρει το επόμενο. Λίγα χρόνια αργότερα, χάσανε και τον πατέρα τους σε μια πειρατική επιδρομή που έγινε στα ανοιχτά της Χίου. Επέστρεφε από τα παράλια της Μικράς Ασίας φορτωμένος υφάσματα και μπακίρια, αλλά το πολύτιμο εμπόρευμα δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Όταν φέρανε πίσω το άψυχο σώμα του, τσακισμένο και κομματιασμένο όπως και το καράβι του που τόσο αγαπούσε, ο Γιώργης, αμούστακο αγόρι ακόμα, τον κοίταξε αμίλητος και έσφιξε τα χείλη του, μην αφήνοντας να κυλήσει ούτε δάκρυ. Τον θάψανε δίπλα στην αγαπημένη του γυναίκα και ο Γιώργης είχε φροντίσει για όλες τις διαδικασίες. Η εικόνα του πατέρα του, του τόσο ατρόμητου στα παιδικά του μάτια, του άντρα που τίποτα δεν έδειχνε να τον νικά, να κείτεται σ ένα ξύλινο κουτί αβοήθητος και νικημένος, τον στοίχειωσε, τον μεγάλωσε απότομα και ήξερε ότι ποτέ ξανά δε θα ένιωθε παιδί. Τώρα πια κόντευε τα τριάντα, αλλά κάποιες φορές μέσα του νόμιζε ότι σήκωνε το βάρος πολλών ακόμα χρόνων. Έδειχνε σκληρός και αυστηρός ο Γιώργης, σαν τον πατέρα του, και ήξερε ότι πολλοί στο νησί τον φοβόντουσαν. Μόνο η γυναίκα του, η Μαριγώ, ήξερε τις φουρτούνες της ψυχής του και, όταν κλείνονταν στην κάμαρή τους, κατάφερνε να βγάζει μια πλευρά του που ούτε ο ίδιος γνώριζε ότι υπήρχε. Σηκώθηκε αργά και, σφίγγοντας επάνω του την κάπα, κίνησε να πάει στο μουράγιο. Η ανησυχία που δεν τον άφησε να κοιμηθεί το βράδυ δεν έλεγε να κοπάσει και αποφάσισε να επισκεφτεί το καράβι του, τη «Μαριγούλα» που ήταν δεμένη στο ναυπηγείο. Σε λίγες εβδομάδες θα έφευγε για ένα μεγάλο ταξίδι και ήθελε να είναι σε άριστη κατάσταση. Όλη τη μέρα του εκεί την περνούσε 10

ο Γιώργης να επιβλέπει τις εργασίες, με τους τεχνίτες να δυσανασχετούν κάτω από το αυστηρό βλέμμα του και τις ατελείωτες οδηγίες του. Κανείς όμως δεν τολμούσε να του αντιμιλήσει γιατί κανείς δεν ήξερε τα καράβια και τη θάλασσα όπως αυτός. Είχε ξημερώσει πια για τα καλά όταν έφτασε στο ναυπηγείο και οι πρώτοι μάστορες ξεκινούσαν δουλειά. Κοιτάχτηκαν απορημένοι όταν τον είδαν να φτάνει τόσο νωρίς και να κοιτάζει με αγάπη τη «Μαριγούλα», αλλά προτίμησαν να τον καλημερίσουν ευγενικά και να μην τον ρωτήσουν τίποτε άλλο. Σύντομα ο Γιώργης ξέχασε τις ανησυχίες του και φόρτωσε το μυαλό του με την έννοια του καραβιού του. Το χέρι του χάιδευε την κουπαστή και προσπαθούσε να εντοπίσει ακόμη και την παραμικρή ατέλεια που θα έπρεπε να διορθώσει. Το τρικάταρτο μπρίκι του ήταν γερό σκαρί και ο Γιώργης το φρόντιζε σαν παιδί του, περήφανος για τις επιδόσεις του καραβιού που δεν τον πρόδωσε ποτέ στα δύσκολα ταξίδια και στις φουρτουνιασμένες θάλασσες. Ο ήλιος είχε ανέβει πια ψηλά, όταν από τις σκέψεις του τον έβγαλε ο ερχομός της ανιψιάς του, της Ζαχαρούλας. Την είδε από μακριά να φτάνει τρέχοντας στο ναυπηγείο. Ήταν η μεσαία κόρη του αδερφού του, του Σταύρου, και το μοναδικό κορίτσι που γεννήθηκε στην οικογένεια. Είχε γίνει πλέον πέντε χρονών, όμως έδειχνε μικρότερη. Από τότε που γεννήθηκε, ο Γιώργης σκεφτόταν ότι είχε ένα μόνιμα φοβισμένο ύφος και πάντα προσπαθούσε να περνάει απαρατήρητη. Τα ξαδέρφια της την είχαν στο επίκεντρο των πειραγμάτων τους και τη φώναζαν ζαβούλα. Τότε το κοριτσάκι τούς έλεγε «Όχι ζαβούλα, Ζαχαρούλα», προκαλώντας τα γέλια τους και τις κοροϊδίες τους. Η Ζαχαρούλα όμως δε θύμωνε ποτέ με όσα υπόμενε από τα αγόρια της οικογένειας, μόνο χαμογελούσε δειλά και κλεινόταν ακόμη περισσότερο στον εαυτό της. Ο Γιώργης κατέβηκε από το καράβι, την ώρα που η μικρή έφτανε λαχανιασμένη δίπλα του. Το άσχημο προαίσθημα που είχε, ξαναγύρισε. Τι δουλειά είχε η μικρή τέτοια ώρα στο μουρά- 11

γιο; Σίγουρα κάτι είχε συμβεί. Η Ζαχαρούλα στάθηκε μπροστά του και τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Ο Γιώργης έχασε την υπομονή του. «Λέγε, ωρή, τι έγινε;» της φώναξε και η μικρή γούρλωσε ακόμη περισσότερο τα μάτια της, αλλά βιάστηκε να απαντήσει. «Η θεία... γεννάει. Μ έστειλε η μάνα να σε φωνάξω γιατί φέρνουν τη μαμή». Τα είπε όλα με μια ανάσα για να προλάβει. Ο Γιώργης την κοίταξε ταραγμένος. Είναι νωρίς... πολύ νωρίς, σκέφτηκε και, χωρίς να ρίξει άλλη ματιά στην ανιψιά του, έφυγε τρέχοντας για το σπίτι με τη μικρή στο κατόπι του. Οι άσχημες σκέψεις τού είχαν θολώσει το μυαλό. Πώς μπορεί να γεννάει; Η μαμή είπε ότι τον άλλο μήνα θα ερχόταν το παιδί. Η εικόνα της μάνας του ήρθε ολοζώντανη μπροστά του και ο Γιώργης κούνησε το κεφάλι τρομαγμένος σαν να προσπαθούσε να ξορκίσει το κακό. Όχι, σκέφτηκε, όχι, δε θα πάθει κακό η Μαριγώ μου, δε θα το αφήσω. Με την ψυχή στο στόμα, ο Γιώργης έφτασε στο καπετανόσπιτο την ώρα που η νύφη του, η Μυρσίνη, έφτανε τρέχοντας μαζί με τη μαμή. Ο Γιώργης μόλις τις είδε, άρπαξε τη μαμή από το μπράτσο και την κοίταξε με τέτοια οργή που η μαμή λούφαξε. «Άκου να σου πω, αν πρέπει να σώσεις κάποιον από τους δύο, να σώσεις τη μάνα. Αλλιώς, μην τολμήσεις να βγεις από κει μέσα, άκουσες;» Η μαμή έμεινε να τον κοιτάζει τρομαγμένη και η Μυρσίνη μπήκε στη μέση για να την τραβήξει από τα χέρια του. «Τι λόγια είναι αυτά, Γιώργη; Αμαρτία». Ο Γιώργης όμως δεν τράβηξε το βλέμμα του από τη μαμή. «Άκουσες;» επανέλαβε με μεγαλύτερη οργή. Η μαμή κούνησε βιαστικά το κεφάλι της και χάθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού μαζί με τη Μυρσίνη. Ο Γιώργης σωριάστηκε σε μια καρέκλα του σκιερού κήπου και έχωσε το κεφάλι του στα χέρια του. 12

Ούτε ο ίδιος κατάλαβε πόσες ώρες έμεινε εκεί καθισμένος. Ξαφνικά, ένιωσε ένα έντονο βλέμμα να του τρυπάει την πλάτη και γύρισε απότομα. Είδε ένα τρομαγμένο αγοράκι να τον κοιτάζει, κρυμμένο πίσω από την καστανιά που βρισκόταν κοντά στην είσοδο του σπιτιού. Ο Γιώργης προσπάθησε να μαλακώσει το ύφος του και του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ο Λεωνίδας ήταν μόλις τεσσάρων ετών, αλλά ήταν ψηλός για την ηλικία του και αρκετά γεροδεμένος. Τον πλησίασε διστακτικά και κάθισε δίπλα του. «Πατέρα, τι έπαθε η μάνα;» ρώτησε με φωνή που μόλις ακουγόταν. Ο Γιώργης τον κοίταξε, προσπαθώντας να βρει τις σωστές λέξεις για να του απαντήσει. Δεν ήξερε πώς να μιλήσει σ ένα παιδί, μ αυτά ασχολιόταν η γυναίκα του. Του φάνηκε πολύ βαρύ όλο αυτό και ξαφνικά κατάλαβε την ανάγκη του πατέρα του να βάζει συχνά ένα πέλαγος ανάμεσά τους για να αποφεύγει τα βλέμματα και τις ερωτήσεις τους. «Γεννάει», είπε και έμεινε σιωπηλός. Στο μυαλό του μικρού γινόταν πόλεμος. Τι σήμαινε αυτό; Δεν την ήξερε τη λέξη, αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει τι σήμαινε, βλέποντας το παγωμένο ύφος του πατέρα του. Κάθισε κι αυτός για λίγο σιωπηλός, αλλά μετά θυμήθηκε αυτά που του έλεγε η μάνα του όλο αυτό τον καιρό. «Έρχεται το αδερφάκι μου, γι αυτό είναι μέσα με τη θεία και τη μαμή;» ρώτησε, προσπαθώντας να ακουστεί μεγάλος και σοβαρός. Ο Γιώργης τον κοίταξε εξεταστικά σαν να τον παρατηρούσε για πρώτη φορά. Ο μικρός βιάστηκε να δώσει εξηγήσεις. «Η μάνα μού είπε ότι όταν είναι να έρθει θα μπει στην κάμαρη με τη θεία και τη μαμή και ότι μπορεί να μείνουν εκεί αρκετή ώρα για να το περιμένουν. Μου είπε να μη φοβάμαι γιατί έτσι γίνεται όταν έρχονται τα παιδιά. Κι εγώ, λέει, έτσι ήρθα». Σώπασε ξαφνικά και κοίταξε με λαχτάρα τον πατέρα του, που τώρα σαν να διαγραφόταν ένα χαμόγελο στα χείλη του. Ο Λεωνίδας αναθάρρησε. 13

«Από πού έρχονται τα παιδιά, πατέρα; Τώρα που καθόμαστε εδώ, δε θα το δούμε να περνάει για να μπει στην κάμαρη;» Ο Γιώργης πάλι ένιωσε δυσφορία και προσπάθησε να βρει τρόπο να του εξηγήσει. Πριν προλάβει όμως ν ανοίξει το στόμα του, μια δυνατή και βαθιά φωνή τους διέκοψε. «Τώρα με ειδοποίησε η Ζαχαρούλα κι ήρθα τρέχοντας. Τι έγινε, αδερφέ;» Πατέρας και γιος γύρισαν και κοίταξαν τον Σταύρο που μπήκε αναστατωμένος στην αυλή. Ο μικρός έτρεξε στην αγκαλιά του θείου του. Τον αγαπούσε πολύ γιατί ήταν πάντα χαμογελαστός και έπαιζε μαζί τους, σε αντίθεση με το δικό του πατέρα. Ο Γιώργης αναστέναξε ανακουφισμένος που γλίτωσε από την ανάκριση του μικρού και σηκώθηκε να χαιρετήσει τον αδερφό του. Ο Σταύρος αν και μεγαλύτερος έδειχνε νεότερος από τον Γιώργη. Ήταν κοντόσωμος, αρκετά εύσωμος και ένα παχύ μουστάκι κοσμούσε το χαμογελαστό και καλοκάγαθο πρόσωπό του. Ήταν κι αυτός καπετάνιος σαν τον Γιώργη και τα δυο αδέρφια ταξίδευαν πολλές φορές παρέα για να φέρνουν περισσότερα εμπορεύματα και να προφυλάσσονται από το φόβο των πειρατών που συνέχιζαν να μολύνουν τις θάλασσες. Ο Σταύρος κάθισε απέναντι από τον αδερφό του, σκουπίζοντας μ ένα μαντίλι τον ιδρώτα του και τον κοίταξε με αγωνία. Ο Γιώργης γύρισε στον Λεωνίδα που ήλπιζε ότι με τον ερχομό του θείου του θα μάθαινε περισσότερα. «Λεωνίδα, τράβα στη Ρηνούλα και πες της να μας φτιάξει δυο καφέδες». Ο μικρός κοίταξε απογοητευμένος τον πατέρα του και έφυγε βιαστικός, μην τολμώντας να φέρει αντίρρηση. Μόλις μπήκε στο σπίτι, ο Σταύρος έσκυψε ανήσυχος προς το μέρος του αδερφού του. «Είναι νωρίς, έτσι δεν είναι; Τον άλλο μήνα...» Ο Γιώργης τον διέκοψε εκνευρισμένος: «Το ξέρω... το ξέρω ότι είναι νωρίς». 14

Ο Σταύρος κατάπιε με δυσκολία και τον κοίταξε ταραγμένος. Ήξερε τι φουρτούνα περνούσε ο μικρός του αδερφός εκείνη τη στιγμή, αλλά όπως πάντα τα έθαβε όλα μέσα του. «Όλα θα πάνε καλά», βιάστηκε να τον καθησυχάσει, «η μαμή έχει βγάλει τόσα παιδιά... ξέρει». Ο Γιώργης έσκυψε το κεφάλι, αποφεύγοντας το βλέμμα του Σταύρου. Η Ρηνούλα, το ψυχοπαίδι που είχε ο Γιώργης στο σπίτι του από τότε που βρέθηκε στην Τήνο κυνηγημένη από τους Τούρκους, από το δικό της νησί, την Κάσο, τους έφερε τους καφέδες κάτασπρη από την ταραχή της. Αγαπούσε πολύ τη Μαριγώ και τον Γιώργη που την περιμάζεψαν μικρό κορίτσι, ορφανό από γονείς, και της πρόσφεραν ένα σπίτι και προστασία και ήταν έτοιμη να δώσει και τη ζωή της γι αυτούς. Το να βλέπει έτσι την κυρά της να υποφέρει και να μην μπορεί να τη βοηθήσει, την έκανε να τα χάνει και να τα βάζει με τον εαυτό της. Έριξε μια φοβισμένη ματιά στον Γιώργη που ούτε γύρισε να την κοιτάξει όταν άφησε τους καφέδες και εξαφανίστηκε βιαστική στο εσωτερικό του σπιτιού για να τρέξει ξανά στο πλευρό της Μαριγώς. «Έστειλα τη Ζαχαρούλα να φέρει τον Κωστή και τον Πέτρο για να κάνουν παρέα στον Λεωνίδα. Παιδιά είναι, θα ξεχαστούν». Ο Γιώργης κούνησε το κεφάλι και σκέφτηκε με ευγνωμοσύνη πόσο σωστά σκεφτόταν ο αδερφός του σε τέτοιες στιγμές. Κάτι τόσο απλό, και του ίδιου ούτε του πέρασε από το μυαλό. Τις επόμενες ώρες το σπίτι του Γιώργη γέμισε κόσμο. Στην όμορφη και περιποιημένη αυλή καθόταν τώρα και ο μεσαίος αδερφός τους, ο Αναστάσης, ο οποίος ήρθε μαζί με τους δυο δικούς του γιους, και τα πέντε ξαδέρφια μαζί με τη Ζαχαρούλα έπαιζαν πιο πέρα όσο πιο ήσυχα μπορούσαν, καθώς όλα ένιωθαν ότι κάτι βαρύ υπήρχε στο σπίτι. Η γυναίκα του Αναστάση, η Μαγδαληνή, ήταν μέσα στην κάμαρη της ετοιμόγεννης, προσπαθώντας κι εκείνη να βοηθήσει. Καμιά φορά ερχόταν η Ρηνούλα για να τους πει ότι το 15

μωρό δε βγήκε ακόμη, επέστρεφε όμως σαν αστραπή στο πλευρό της Μαριγώς γιατί δεν άντεχε το σκοτεινιασμένο βλέμμα του Γιώργη. Τα αδέρφια του προσπαθούσαν να του δώσουν κουράγιο, ο ίδιος όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει αυτό το άσχημο προαίσθημα που από το πρωί τον προετοίμαζε για κάποιο μεγάλο κακό. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και οι κουβέντες που έβγαιναν από τα χείλη των τριών αντρών ήταν πλέον ελάχιστες. Τα παιδιά είχαν κουραστεί και ο Αναστάσης για να μην γκρινιάζουν τα μάζεψε και τους έλεγε ιστορίες από τους άθλους του Ηρακλή. Ο Αναστάσης ήταν δάσκαλος στο χωριό και αυτό που τον ξεχώριζε ήταν ότι προσπαθούσε να μάθει στα παιδιά όσα περισσότερα μπορούσε για την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο. Δεν ήθελε να ξεχάσουν ποια πραγματικά ήταν η ιστορία τους και οι πρόγονοί τους. Δεν ήθελε να πιστεύουν ότι αυτοί, οι Έλληνες, είχαν οποιαδήποτε σχέση με τους Τούρκους που κυβερνούσαν τον τόπο, πίστευαν στον Αλλάχ και υπέβαλαν σε τρομερές δοκιμασίες τους υπόδουλους συμπατριώτες τους. Στην Τήνο, τα πράγματα ήταν αρκετά εύκολα και οι Τούρκοι συνέχιζαν να τους παραχωρούν τα προνόμια που είχαν οι Τηνιακοί από την εποχή της Βενετοκρατίας. Ο Αναστάσης, όμως, δεν ήθελε τα παιδιά να ξεχάσουν ότι αυτή δεν ήταν μια πραγματική ελευθερία και δε θα έπρεπε να εφησυχάσουν, γνωρίζοντας πως σε άλλες γωνιές της Ελλάδας συνέβαιναν τρομερά πράγματα. Φυσικά, δεν έλεγε φωναχτά καμία από τις σκέψεις του, καθώς ο φόβος να φτάσουν τα λεγόμενά του στα αυτιά των Τούρκων ήταν μεγάλος. Απλά ήλπιζε ότι, με τη γνώση της γλώσσας και της ιστορίας, το μυαλό των μαθητών του θα μπόλιαζε από την αλήθεια και η σκέψη τους θα μάθαινε να διαλέγει τα σωστά μονοπάτια. Τα παιδιά στο σχολείο τον αγαπούσαν γιατί ήξερε να αφηγείται με παραστατικό τρόπο τόσες συναρπαστικές ιστορίες από τη μυθολογία και δεν τα τιμωρούσε ποτέ. Με αγάπη και υπομονή προσπαθούσε να χώσει στα κεφαλάκια τους τη γνώση και εκείνα ρουφούσαν κάθε του λέξη. Έτσι και τώρα, 16

τα παιδιά του και τα ανίψια του κρατούσαν την αναπνοή τους, καθώς άκουγαν για την τρομακτική Λερναία Ύδρα με τα κεφάλια που πετάγονταν στη θέση του καθενός που κατάφερνε να κόψει ο Ηρακλής και είχαν ανοίξει το στόμα τους με θαυμασμό. Ξαφνικά, μέσ από το δωμάτιο μια δυνατή κραυγή ξέσκισε την ησυχία της νύχτας και λίγο αργότερα ακούστηκε ένα δυνατό κλάμα μωρού. Όλοι πετάχτηκαν από τις θέσεις τους και κοιτάχτηκαν ανήσυχοι, ενώ ο Γιώργης ένιωθε ότι τα πόδια του δε θα τον κρατούσαν πολύ ακόμα. Ύστερα από μερικά λεπτά που τους φάνηκαν αιώνας, η μαμή βγήκε χαμογελαστή στην αυλή. «Αγόρι, κυρ Γιώργη, να σου ζήσει. Και τι αγόρι, παλίκαρος!» Ο Γιώργης βρέθηκε στο λεπτό μπροστά της και την κοίταξε ταραγμένος. «Η Μαριγώ;...» ψέλλισε, μην μπορώντας να συνεχίσει. «Μια χαρά και η Μαριγώ. Ταλαιπωρήθηκε πολύ και έχασε πολύ αίμα, αλλά είναι καλά. Και θα μείνω δίπλα της όσο χρειαστεί μέχρι να βεβαιωθώ ότι δεν έγινε κάποια ζημιά... αλλά...», η μαμή σταμάτησε, κοιτώντας τώρα φοβισμένη τον Γιώργη. Εκείνος την άρπαξε από τα μπράτσα έντρομος: «Τι; Μίλα, ωρέ γυναίκα, τι;» Η μαμή ξεροκατάπιε και τον κοίταξε σοβαρή. «Ίσως δεν μπορέσετε να αποκτήσετε άλλα παιδιά, Γιώργη... Όμως, είπες να τη σώσω...» Εκείνη τη στιγμή βγήκε από την πόρτα η Μυρσίνη, κρατώντας το μωρό φασκιωμένο στην αγκαλιά της. Πλησίασε χαμογελαστή τον κουνιάδο της. «Να μας ζήσει, Γιώργη. Δόξα τω Θεώ, όλα πήγαν καλά». Ο Γιώργης έριξε μόνο μια ματιά στο ροδαλό προσωπάκι του μωρού που κοιμόταν ήσυχο στην αγκαλιά της θείας του και έφυγε τρέχοντας προς την κάμαρη της γυναίκας του, αγνοώντας τις φωνές των γυναικών που του έλεγαν να περιμένει. Ο Γιώργης μπήκε διστακτικά στη μισοφωτισμένη κάμαρη της 17

Μαριγώς. Η Μαγδαληνή και η Ρηνούλα την είχαν πλύνει και την είχαν αλλάξει και τώρα βρισκόταν ξαπλωμένη στα καθαρά σεντόνια με τα μάτια κλειστά. Οι γυναίκες κοίταξαν απορημένες τον Γιώργη που μπήκε μέσα χωρίς ειδοποίηση, αλλά εκείνος τους έκανε νόημα να τον αφήσουν μόνο μαζί της και ανταλλάσσοντας ένα βλέμμα κινήθηκαν βιαστικά προς τη σάλα. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω του, ο Γιώργης με αργά βήματα πήγε και κάθισε στο πλευρό της γυναίκας του που έδειχνε να κοιμάται. Κοίταξε με λαχτάρα το χλομό πρόσωπό της που είχε ακόμη εμφανή τα σημάδια της ταλαιπωρίας που πέρασε. Ο Γιώργης άπλωσε το χέρι του και ίσα που ακούμπησε τα υγρά από τον ιδρώτα μακριά μαύρα μαλλιά της γυναίκας του, φοβούμενος μην την ξυπνήσει. Στο άγγιγμά του όμως εκείνη άνοιξε αμέσως τα μάτια και, μόλις αντίκρισε τα πρόσωπο του άντρα της, χαμογέλασε ανακουφισμένη. «Τα καταφέραμε, Γιώργη», του είπε σχεδόν ξεψυχισμένα, και ο άντρας της, μην μπορώντας να κρατηθεί άλλο, έσκυψε και φίλησε με λατρεία το χέρι της. Έμεινε εκεί με τα χείλη του να νιώθουν το ζεστό δέρμα της για πολλή ώρα, ευχαριστώντας από μέσα του τον Θεό που δεν την πήρε μακριά του, όταν ξαφνικά ένας λυγμός τον έκανε να τιναχτεί. Ο Γιώργης αγκάλιασε τη γυναίκα του, μόλις την είδε να βάζει τα κλάματα. «Τι είναι, Μαριγώ μου; Γιατί κλαις, καρδιά μου; Πονάς; Να φωνάξω τη μαμή;» Η Μαριγώ έγνεψε αρνητικά και του ξανάπιασε το χέρι. Ο Γιώργης έσκυψε στο πλάι της και την κοίταξε ταραγμένος. «Η μαμή είπε... ότι δε θα σου χαρίσω άλλα παιδιά, Γιώργη... δεν μπορώ...», ένας καινούργιος λυγμός έκοψε τη φράση της, αλλά ο Γιώργης της έπιασε το πρόσωπο και την κοίταξε χαμογελαστός. «Και να θελες και να μπορούσες, άλλα παιδιά δε θα σου έκανα. Δε θα ξαναπερνούσα τέτοια αγωνία ποτέ. Μου φτάνουν οι δύο λεβέντες που μου χάρισες. Τώρα θα σε χαίρομαι σαν γυναίκα κι εσύ εμένα σαν άντρα, χωρίς να καρδιοχτυπώ ότι θα πιάσεις κι άλλο 18

παιδί και μπορεί να σε χάσω όπως ο πατέρας μου τη μάνα μου. Ευλογία ήταν αυτό το νέο». Η Μαριγώ τον κοίταξε φοβισμένη. «Μη λες τέτοια λόγια, Γιώργη. Ο Θεός σ ακούει». «Και μ ακούει και συμφωνεί μαζί μου, γι αυτό και φρόντισε να μην περάσουμε άλλη έννοια». Η Μαριγώ κοίταξε με αγάπη τον άντρα της και χαμογέλασε. Όταν ήρθε η προξενήτρα και τη ζήτησε από τον πατέρα της για λογαριασμό του Γιώργη του Σκαρλάτου, ήταν δεκαπέντε χρονών κορίτσι. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει από το φόβο και όταν τον πρωταντίκρισε της φάνηκε αποκρουστικός. Ο Γιώργης είχε λεβέντικο παράστημα, αλλά το ηλιοκαμένο του δέρμα, τα πυκνά του φρύδια κι αυτή η σκληρή έκφραση στο πρόσωπό του την τρόμαζαν. Μέχρι το γάμο είχε κλειστεί στην κάμαρή της κι έκλαιγε για την κακή της μοίρα που την έριξε στα χέρια του αγριάνθρωπου. Ο πατέρας της τής έλεγε ότι ήταν μεγάλη τύχη για το σπίτι τους τέτοιος πλούσιος γαμπρός, που την κοίταξε χωρίς να τον νοιάζουν τα λιγοστά προικιά που διέθετε η Μαριγώ. Εκείνη όμως ήταν απαρηγόρητη. Την πρώτη νύχτα του γάμου της έτρεμε σαν το ψάρι και καθόταν με το νυφικό της σε μια γωνιά μην τολμώντας να σηκώσει το βλέμμα της. Εκείνος όμως μπήκε μέσα, την κοίταξε χαμογελαστός και ούτε που την άγγιξε. Ξάπλωσε δίπλα της, αφήνοντάς της μόνο ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο. Η Μαριγώ απόρησε αλλά δεν τόλμησε να πει κουβέντα, ευχαριστώντας την καλή της τύχη που την προστάτευσε εκείνο το βράδυ. Το ίδιο όμως έγινε και την επομένη και τη μεθεπομένη. Η Μαριγώ άρχισε να αναρωτιέται μήπως τελικά ο γαμπρός μετάνιωσε και δεν ήθελε να την αγγίξει. Μήπως απογοητεύτηκε και θα τη γυρνούσε ξανά πίσω στον πατέρα της. Τελικά, ο Γιώργης την έκανε γυναίκα του ένα μήνα μετά, όταν η Μαριγώ τον είχε γνωρίσει και τον είχε συνηθίσει κι όχι μόνο δεν τον φοβόταν πια, αλλά είχε αρχίσει να κοιτάζει τρυφερά τον αγριωπό άντρα που σ εκείνη φερόταν τόσο 19

όμορφα. Με τον καιρό, η αγάπη ήρθε και φώλιασε στην καρδιά της. Μια αγάπη δυνατή και αληθινή που την έκανε να καρδιοχτυπά όταν τον έβλεπε να μπαίνει στην κάμαρή τους και να την παίρνει στα δυνατά του χέρια. Και τώρα, μπροστά σε μια τόσο σοβαρή δοκιμασία, ο Γιώργης γι άλλη μια φορά της απέδειξε την αγάπη του με το να της λέει αυτά τα λόγια και να τη φιλάει με λαχτάρα, τρέμοντας ακόμη και στη σκέψη ότι θα την έχανε. Η Μαριγώ ευχαρίστησε σιωπηλά τον Θεό για τον άντρα που είχε πλάι της και έκλεισε αποκαμωμένη τα μάτια για να αφεθεί σ έναν βαθύ ύπνο που θα επούλωνε τις πληγές της γέννας. Το γλέντι που στήθηκε, ένα μήνα μετά τα γεννητούρια στην αυλή του καπετανόσπιτου, άφησε ιστορία. Ο Γιώργης, πανευτυχής που η γυναίκα του και το παιδί του ήταν καλά, κάλεσε φίλους και συγγενείς για να γλεντήσουν τον ερχομό του καινούργιου μέλους. Από το πρωί, οι γυναίκες της οικογένειας μαζί με τη Ρηνούλα καθάριζαν, σκούπιζαν και έπλεναν κάθε γωνιά του σπιτιού και του κήπου. Ήταν μια όμορφη, ζεστή, ανοιξιάτικη μέρα και οι τριανταφυλλιές και τα ζουμπούλια που ήταν φυτεμένα στην αυλή ανέδυαν τα πιο μεθυστικά τους αρώματα. Στην κουζίνα του σπιτιού γινόταν πραγματικό πανηγύρι. Όλες οι κατσαρόλες είχαν επιστρατευτεί και τώρα άχνιζαν στη σειρά, σκορπίζοντας παντού γαργαλιστικές μυρωδιές. Ο φούρνος είχε πάρει φωτιά, καθώς υποδεχόταν το ένα ταψί μετά το άλλο γεμάτα πίτες και κρέατα. Στη Μαριγώ, που ήταν λεχώνα ακόμα, δεν της επιτρεπόταν να κατέβει και να βοηθήσει τις κουνιάδες της. Βρισκόταν ξαπλωμένη στην κάμαρή της με το μωρό στην αγκαλιά και το κοίταζε όλο καμάρι. Ήταν πολύ όμορφος ο γιος της. Και ο Λεωνίδας της ήταν όμορφο μωρό, αλλά τούτο δω έδειχνε διαφορετικό. Μόλις τριάντα ημερών και το σοβαρό προσωπάκι του τον έκανε να δείχνει αντράκι κανονικό. Είχε μαύρα μαλλιά και τα πιο μαύρα μάτια που είχε δει ποτέ η Μαριγώ. Το δερματάκι του ήταν κατάλευκο και 20

όταν έκλαιγε σούφρωνε τα χειλάκια του και μετά ακολουθούσε μια δυνατή κραυγή που σήκωνε στο πόδι όλο το σπίτι. Όποτε τον άκουγε ο Γιώργης, γελούσε ικανοποιημένος. «Τον ακούς τον τζαναμπέτη; Εμ βιάστηκε να βγει, εμ γκρινιάζει». Και πήγαινε στη δρύινη, σκαλιστή κούνια του μικρού, που είχε φτιάξει ο ίδιος με τα χέρια του, και τον σήκωνε ψηλά. Αμέσως, ο μικρός σταματούσε να κλαίει και τον κοίταζε σοβαρός σαν να εξέταζε με προσοχή κάθε λεπτομέρεια του ηλιοκαμένου προσώπου του. Ο Γιώργης τότε γυρνούσε στη γυναίκα του, που τους παρατηρούσε χαμογελαστή. «Σ το λέω, γυναίκα, και να το θυμηθείς. Αυτός είναι καμωμένος για μεγάλα πράγματα». Η Μαριγώ έπαιρνε τον μικρό στην αγκαλιά της, τον σταύρωνε, τον φιλούσε και παρακαλούσε τον Θεό να τον έχει γερό. Κι ο Λεωνίδας όμως είχε ξετρελαθεί με τον αδερφό του. Καθόταν και τον κοίταζε με τις ώρες και προσπαθούσε να καταλάβει αν ο μικρός πείνασε, αν ήθελε άλλαγμα, αν ήταν η ώρα να κοιμηθεί. Του άρεσε πολύ να κάθεται δίπλα στη μητέρα του όταν εκείνη βύζαινε τον μικρό και να τον παρατηρεί να ρουφάει λαίμαργα το γάλα από το στήθος της. Η Ρηνούλα προσπαθούσε κάθε φορά να τον παίρνει από την κάμαρη και του έλεγε ότι δεν κάνει να βλέπει τη μάνα του τέτοιες στιγμές, αλλά η Μαριγώ γελούσε και της έλεγε ότι δεν την πειράζει. Εκείνη απολάμβανε τόσο πολύ την τελετουργία του ταΐσματος, ένιωθε το μεγαλείο να παράγει το σώμα της αυτό το πολύτιμο υγρό και δεν την ενοχλούσε καθόλου να το μοιράζεται και με τον μεγάλο της γιο. Ο Λεωνίδας σχεδόν κάθε μέρα πήγαινε και ρωτούσε τον πατέρα του πότε θα μπορούσε να πάρει το μωρό στην αυλή και να παίξουν μαζί με τα ξαδέρφια του. «Θα χρειαστεί να περιμένεις αρκετά, γιε μου», του έλεγε ο Γιώργης, «τουλάχιστον ένα χρόνο μέχρι να αρχίσει να μιλάει και να περπατάει και τρία χρόνια μέχρι να μπορεί να παίζει μαζί σας». Κάθε φορά η ίδια απάντηση και κάθε φορά η ίδια απογοήτευση για τον Λεωνίδα. Τόσο πολύ, σκεφτόταν, και του φαινόταν ατέλειωτος ο χρόνος που χρειαζόταν να περάσει για να έρθει ο 21

μικρός στην παρέα τους. Όποτε όμως ήταν με τα ξαδέρφια του, περηφανευόταν για τον αδερφό του και τους έλεγε ότι είναι πολύ γερός και πολύ έξυπνος και τους διαβεβαίωνε ότι θα σηκωθεί και θα παίξει μαζί τους πολύ πιο γρήγορα απ ό,τι λέγανε οι δικοί του. Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, στρώθηκαν τέσσερα μεγάλα τραπέζια στην αυλή για να χωρέσουν όλο τον κόσμο που ήρθε να τους τιμήσει. Τα ταψιά με κάθε λογής κρέατα, οι πιατέλες με τις φρέσκιες πίτες, τα κρασιά, τα φρούτα και τα γλυκά που ετοίμασαν οι γυναίκες είχαν ήδη αρχίσει να σερβίρονται και σύντομα ξεκίνησε ένα μεγάλο φαγοπότι, μέσα σε γέλια, χαρές και ευχές για το καινούργιο παιδί της οικογένειας. Τα παιδιά είχαν ξετρελαθεί με τα παστέλια, τα αμυγδαλωτά και τους λουκουμάδες, που οι μανάδες τους κάνανε μόνο σε ειδικές περιστάσεις, και ούτε γύρισαν να κοιτάξουν τα νόστιμα φαγητά που βρίσκονταν μπροστά τους. Το κρασί έρρεε άφθονο και οι άντρες ήρθαν γρήγορα σε κέφι. Για πότε βγήκαν τα νταούλια, οι τσαμπούνες και πιάσανε τους λεβέντικους χορούς ούτε που το κατάλαβαν. Το γλέντι άναψε για τα καλά και καινούργια βαρέλια με κρασιά ανοίγονταν για τους καλεσμένους, μαζί με τυριά και φραγκόσυκα που γίνονταν ανάρπαστα. Μέσα στη γενική ευθυμία, κανείς δεν πρόσεξε τις δύο σκοτεινές φιγούρες που μπήκαν έφιπποι στην αυλή και έμειναν να παρατηρούν τους χορούς από απόσταση. Πρώτος τους αντιλήφθηκε ο Αναστάσης που έπαιζε την τσαμπούνα και σταμάτησε απότομα, κοιτάζοντας προς το μέρος των νεοφερμένων. Οι καλεσμένοι γύρισαν απορημένοι, όμως το βλέμμα του Αναστάση τους αποκάλυψε αμέσως το λόγο που σταμάτησε η μουσική. Οι έφιπποι πλησίασαν στο τραπέζι, και το φως των λυχναριών, που είχαν τοποθετηθεί παντού στην αυλή, φανέρωσε το πρόσωπο του Μουράτ και ενός Τούρκου στρατιώτη, του Μεχμέτ, που ακολουθούσε παντού τον διοικητή του. Ήταν μια επίσκεψη που ο Γιώργης περίμενε εδώ και καιρό, αλλά τελικά ο Μουράτ επέλεξε τη χειρότερη στιγμή για να την κάνει. 22