«Η αθεµελίωτη υπόσταση της λιτότητας» (The unsupported status of austerity) Μαυροζαχαράκης Μανόλης (Mavrozacharakis Emmanouil ) University of Crete, Department of Political Science, Students
Αbstract Greek Η κρίση χωρίς αµφιβολία καλλιέργησε το έδαφος για την εκκωφαντική καταδίκη των αρνητικών πτυχών της λιτότητας ως πολιτικής που εφαρµόζεται ανελλιπώς και ανεπιτυχώς επί τρία συναπτά έτη στις περιφερειακές χώρες του ευρώ, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Στον πυρήνα της λιτότητας που βρίσκεται η έννοια της εγκράτειας, η οποία εν πολλοίς έχει θρησκευτικές καταβολές και παραπέµπει στον προτεσταντισµό. Η κριτική που µπορεί καθαρά µακροοικονοµικά να ασκηθεί στην οικονοµική προσέγγιση της εγκράτειας δεν αφορά το κατά βάση ορθολογικό αίτηµα της χρηστής και «οικονοµικής διαχείρισης των πόρων. Με αυτό το αίτηµα θα συµφωνούσε και ο Κεϊνς αλλά και η σύγχρονη αριστερά. Σε µια κρίση όµως η οποία έχει θεµελιώδη φύση, η εγκράτεια δεν είναι µόνο ανεπαρκής από την άποψη της ανάπτυξης της κοινωνίας, αλλά αποτελεί και ρυθµιστικό πολιτικό λάθος µε την έννοια ότι οι αποταµιευτές, οι εργαζόµενοι, οι εργοδότες, όλοι οι φορείς της κοινωνίας, πρέπει να σηκώσουν το κόστος των λαθών που οι τράπεζες και οι επενδυτές έχουν διαπράξει Abstract Englisch The financial crisis undoubtedly cultivated the ground for a resounding condemnation of the negative aspects of austerity as policy consistently applied unsuccessfully for three years, to regional euro countries, Greece, Portugal and Spain. At the core of austerity is the concept of continence, which largely has religious origins and refers to Protestantism. The criticism can be exercised purely macro economic to the economic approach of continence does not affect the essentially rational request of sound and "financial resource management. With this request would agree also Keynes and the modern left. But in an crisis like that we have today which is of fundamental nature, continence is not only inadequate in terms of the development of society, but is also a slider political mistake in the sense that savers, workers, employers, all of society, should to bear the cost of errors that banks and investors have committed
1. Το «νόηµα» και η υιοθέτηση της λιτότητας Η κρίση χωρίς αµφιβολία καλλιέργησε το έδαφος για την εκκωφαντική καταδίκη των αρνητικών πτυχών της λιτότητας ως πολιτικής που εφαρµόζεται ανελλιπώς και ανεπιτυχώς επί τρία συναπτά έτη στις περιφερειακές χώρες του ευρώ, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Παράλληλα ωστόσο ανέκυψε το ερώτηµα εάν η συγκεκριµένη πολιτική έχει κάποιο δύσκολα αντιληπτό νόηµα, τουλάχιστον για τους κοινούς θνητούς που ενδεχοµένως µόνο οι δηµοσιονοµικοί τεχνοκράτες αντιλαµβάνονται. Η απάντηση στο παραπάνω ερώτηµα προφανώς είναι αρνητική µε την έννοια ότι η σηµερινή κατάσταση των καπιταλιστικών δηµοκρατιών στις βιοµηχανικές κοινωνίες της Βόρειας Αµερικής και της Ευρώπης είναι νοητή ως κατάσταση «συντακτικής κρίσης». Η δυσαρέσκεια µε υφιστάµενους θεσµούς και διαδικασίες λήψης αποφάσεων δεν µπορεί να αναχθεί και να περιοριστεί πλέον µόνο σε µια κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Αυτό που αναδύεται όλο και σαφέστερα ως περίγραµµα της «κρίσης» δεν επιλύεται απλά µε την αντικατάσταση του πολιτικού προσωπικού και µόνο. Η κρίση έχει τις ρίζες της στην συνάντηση και σύγκρουση των δοµικών ιδιοτήτων των δηµοκρατιών και των κοινωνιών µε τις συνέπειες της διαρκούσας εδώ και αρκετές δεκαετίες "νεοφιλελεύθερης µεταρρύθµισης" του κράτους πρόνοιας. Μιας µεταρρύθµισης που αποκρυσταλλώνεται τελικά στο καθεστώς της δηµοσιονοµικής λιτότητας (1). Για τους παραπάνω λόγους οι προοπτικές για τις ευκαιρίες ανάπτυξης των δηµοκρατιών είναι µάλλον απογοητευτικές, επειδή οι πολιτικές δυνάµεις που θα µπορούσαν να αναιρέσουν την πολιτική ακαµψία του σηµερινού αστερισµού εξουσίας στην Ευρώπη είτε δεν ακολουθούν σαφής στόχους, είτε δεν είναι καθόλου ορατές. Ακόµη χειρότερα, δεν είναι ορατά τα αναλυτικά εργαλεία που θα επιστρέψουν µια πραγµατιστική προοδευτική προσέγγιση του ζητήµατος της λιτότητας. Με βάση τα δοκίµια της οικονοµικής επιστήµης η λιτότητα ορίζεται ως πολιτική δηµοσιονοµικής εξυγίανσης. Μέσω της λιτότητας επιχειρείται ένας συνδυασµός της δηµοσιονοµικής και φορολογικής πολιτικής για να κρατηθούν τα έσοδα και οι δαπάνες σε ισορροπία.
Τα µέτρα λιτότητας περιλαµβάνουν συνήθως υψηλότερους φόρους και περικοπές στις δαπάνες µε στόχος να µειωθεί το κρατικό έλλειµµα, δηλαδή η ετήσια διαφορά των (µικρότερων) εσόδων από τα (µεγαλύτερα) έξοδα. Κατά λογική συνάφεια µε τις παραπάνω επισηµάνσεις, θα αναµενόµενο ότι τα υψηλά επίπεδα των κρατικών χρεών που µεταφράζονται σε έναν εκτροχιασµένο συνολικό δανεισµό τους, θα οδηγούσαν σε ένα βαρύ κατηγορητήριο κατά των κυβερνήσεων διότι ξόδεψαν πολλά την εποχή των «παχέων αγελάδων» (2) και κατόπιν βρέθηκαν υπό πίεση στην προσπάθεια τους να ξοδέψουν πολλά χρήµατα για τη διάσωση των τραπεζών. Η κοινή συµπεριφορά αυτή των κυβερνήσεων οδήγησε χωρίς άλλο, σε µια σχεδόν παγκόσµια οµοφωνία µεταξύ ηγετών και διεθνών οργανισµών πως ο µόνος τρόπος να αποφύγουµε τα χειρότερα ήταν να υιοθετήσουµε άµεσα αυστηρά µέτρα λιτότητας και πως οι παγκόσµιες αγορές θα «τιµωρούσαν» όσα κράτη δεν κατάφερναν να µειώσουν τα ελλείµµατά τους. Η αντίληψη αυτή στηρίχτηκε σε µια θεώρηση που εύστοχα διατυπώνει ο Raghuram G. Rajan θεωρώντας ότι πολύ πριν την οικονοµική κρίση του 2008, οι προηγµένες οικονοµίες έχασαν την παραγωγική τους ώθηση και έπρεπε «να αντικαταστήσουν µε κάποιο τρόπο τις θέσεις εργασίας που χάνονταν λόγω της τεχνολογίας και του ξένου ανταγωνισµού και να πληρώσουν για τις συντάξεις και την υγειονοµική περίθαλψη του γηράσκοντος πληθυσµού τους. Έτσι, σε µια προσπάθεια να ωθήσουν την ανάπτυξη, οι κυβερνήσεις ξόδεψαν περισσότερα από ό, τι µπορούσαν να αντέξουν και προώθησαν την εύκολη πίστωση, ώστε τα νοικοκυριά να πράξουν το ίδιο. Η εξαρτώµενη από τον δανεισµό ανάπτυξη που δηµιούργησαν οι χώρες αυτές, αποδείχθηκε µη βιώσιµη»(3). Για να επαναφέρουν σε βιώσιµη πορεία τα «καταχρεωµένα κράτη» οι ηγεµονικές χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα και ιδίως η Γερµανία, ιδιοποιήθηκαν το εύηχο σύνθηµα "περισσότερη Ευρώπη" επιβάλλοντας λιγότερη κυριαρχία στους προϋπολογισµούς, λιγότερη οικονοµική ελευθερία κινήσεων και τελικά λιγότερη δηµοκρατία. Έκτοτε µια νέα ατζέντα δηµοσιονοµικής πειθαρχίας έγινε κυρίαρχο παράδειγµα ευρωπαϊκής πολιτικής από το οποίο λείπουν οι διαστάσεις επεκτατικής δηµοσιονοµική πολιτική, αντικυκλικής οικονοµική πολιτική ή ακόµα και πιο φιλόδοξοι στόχοι όπως η εντατικοποίηση της ανάπτυξης και η διεύρυνση της απασχόλησης 2 Η φιλοσοφία της νεοφιλελεύθερης µεταρρύθµισης
Το επίκαιρο «στίγµα», που έχει καταφέρει η κρίση να καθιερώσει στο συλλογικό υποσυνείδητο, είναι το στίγµα του νεοφιλελευθερισµού. Οι ιθύνουσες ελίτ της ύσης, το ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο, η Παγκόσµια Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Ένωση κοκ υποστήριξαν συνεχώς την κατ ευφηµισµόν καλούµενη «µεταρρύθµιση», προσηλωµένη στον νεοφιλελεύθερο φανατισµό. Παρακάτω θα επιχειρήσουµε κατά αντιδιαστολή µε τις συνήθης αναλύσεις που περιορίζονται στην απλή παράθεση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, να ανιχνεύσουµε τον φιλοσοφικό πυρήνα τους. Στον πυρήνα της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης µεταρρύθµισης που βρίσκεται εν εξελίξει υπό ηγεµονία της Γερµανίας βρίσκεται η έννοια της εγκράτειας, η οποία εν πολλοίς έχει θρησκευτικές καταβολές και παραπέµπει στον προτεσταντισµό (4). Συνοπτικά µπορούµε να διαφοροποιήσουµε µεταξύ φυσικής εγκράτειας, της πολιτικής εγκράτειας και της εγκράτειας µε την στενή οικονοµική έννοια του όρου. Εν προκειµένου, τα νεοφιλελεύθερα εγχειρήµατα τύπου Μέρκελ θεωρούν την φυσική εγκράτεια πραγµατολογικά και πολιτικά απαραίτητη εµµένοντας στους περιορισµούς του προϋπολογισµού για να µην παρατηρηθεί το χάος που είδαµε µε την Ελλάδα. Το βαθύτερο υπόβαθρο αυτής της λογικής παραµένει η προσήλωση στις ρίζες της λουθηρανικής διδαχής, που περιφρονεί την σπατάλη και την ασωτία. µε βάση αυτή την θεώρηση που είναι ιδιαίτερα έκδηλη στην Γερµανία το χρήµα εκλαµβάνεται «ως ένα σπάνιο αγαθό, που θα πρέπει να το διαχειρίζεται κανείς συστηµατικά, να το διατηρεί και να το προστατεύει, πριν το παραδώσει σε νέους οφειλέτες που το έχουν ανάγκη» όπως τονίζει ο, Steven Ozment επιµένοντας ότι «οι Γερµανοί αισθάνονται µια συλλογική ικανοποίηση, αφού σε αντίθεση µε τους σπάταλους Έλληνες και Ιταλούς, οι ίδιοι ζουν σε ιδανικές και ενάρετες συνθήκες, υπακούοντας στους νόµους της λιτότητας και σε άλλους παρόµοιους κανόνες ζωής, σχεδιασµένους για µια δίκαιη και συλλογική οικονοµική ανάκαµψη»(5). Σύµφωνα πάντα µε τον Ozment αυτή η λουθηρανική θεώρηση της κοινωνίας, εξαιτίας της οποίας η Μέρκελ χαρακτηρίζεται ως «η βασίλισσα της λιτότητας στηρίζεται στην άποψη ότι «αυτός που δέχεται βοήθεια και κερδίζει από την κοινωνία εν ώρα ανάγκης, έχει και την ηθική δέσµευση να ξεπληρώσει την κοινωνία, λειτουργώντας ο ίδιος ως υπεύθυνος και δυνατός πολίτης, που µε την σειρά του θα βοηθήσει στην πλήρωση του κοινού ταµείου, θυσιάζοντας και ο ίδιος για χάρη των γειτόνων του που βρίσκονται σε ανάγκη, οι οποίοι τον βοήθησαν όταν ο ίδιος τους
χρειάστηκε» (6). Εάν λάβουµε τα παραπάνω υπόψη τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό γιατί στην γερµανική κοινή γνώµη γεννήθηκε και διαχύθηκε µια έντονη διαµαρτυρία σε σχέση µε την ελληνική διάσωση, η οποία θεωρήθηκε άδικη υποτίθεται γιατί οι σκληρά εργαζόµενοι Γερµανοί βάζουν πλάτη για τους «τεµπέληδες» και µαταιόδοξους µεσογειακούς γείτονές τους. Τα πραγµατικά στοιχεία εντούτοις αποδεικνύουν το αντίθετο. Με βάση τα, στοιχεία που δηµοσιεύθηκαν από τον ΟΟΣΑ οι "τεµπέληδες" Έλληνες εργάζονται 2.017 ώρες ανά έτος, δηλαδή περισσότερο από το µέσο όρο σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ - και περισσότερο από το 40 % του µέσου όρου των Γερµανών (7). Φυσικά δεν προκάλεσε η κ. Μέρκελ την οικονοµική κρίση, αλλά το διεθνές χρηµατοπιστωτικό σύστηµα. Αλλά ο φετιχισµός του ελλείµµατος και η εµµονή στις περικοπές δαπανών που διακατέχει την γερµανική κυβέρνηση επιδεινώνει σε όλη την Γηραιά Ήπειρο το επίπεδο του χρέους και βαθαίνει το χάσµα ανάπτυξης σε τέτοιον βαθµό ώστε να απειλείται η πανευρωπαϊκή ενότητα και σταθερότητα. Η επιµονή στην δηµοσιονοµική αυτοµαστίγωση, η απροθυµία της Γερµανίας να ανεχθεί οποιαδήποτε φορολογικά κίνητρα ή να αποδεχτεί την ροή ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έχουν ωθήσει σε κατάθλιψη χώρες όπως την Ελλάδα. Στη δεύτερη περίπτωση, της πολιτικής εγκράτειας τα πράγµατα είναι πιο περίπλοκα. Η εγκράτεια µε την πολιτική έννοια αφορά αφενός την οντολογία του ίδιου του κράτους και αφετέρου το κανονιστικό και αξιακό περιεχόµενο της «παρεµβατικής» λειτουργίας του όταν αυτό ενδιαφέρεται περισσότερο για την ανακατανοµή εισοδήµατος. Οι νεοφιλελεύθεροι πάντως απαντούν κανονιστικά στο ζήτηµα προκρίνοντας για λόγους αποτελεσµατικότητας, αλλά και για λόγους ατοµικής ελευθερίας ένα µικρό κράτος που νοιάζεται µόνο για τη λειτουργία των αγορών, αλλά κατά τα άλλα απέχει από την λειτουργία τους (8). Όπως σηµειώνει ο Steward Hall «o νεοφιλελευθερισµός εδράζεται στο «ελεύθερο, κτητικό άτοµο», µε το κράτος να θεωρείται τυραννικό και καταπιεστικό. Πιο συγκεκριµένα, το κράτος πρόνοιας είναι ο πλέον βασικός εχθρός της ελευθερίας. Το κράτος δεν πρέπει ποτέ να κυβερνά την κοινωνία, να υπαγορεύει στα ελεύθερα άτοµα πώς να διαθέσουν την ιδιωτική τους περιουσία, να ρυθµίζει την οικονοµία της ελεύθερης αγοράς ή να αναµιγνύεται στο θεόσταλτο δικαίωµα της κερδοφορίας και
της συσσώρευσης ατοµικού πλούτου» (9). Σύµφωνα µε ένα κεντρικό αξίωµα του νεοφιλελευθερισµού το οποίο καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από τον Μίλτον Φρίντµαν, οι ελεύθερες αγορές εξασφαλίζουν τη βέλτιστη κατανοµή των πόρων, και άρα την εύρυθµη λειτουργία της οικονοµίας (10). Παρά την εµφανή αποτυχία σε κάθε σχεδόν περίπτωση που εισάγεται περισσότερη ελεύθερη αγορά, και την απορρύθµιση που αυτή φέρνει, οι νεοφιλελεύθεροι επιµένουν ότι οι πόροι δεν κατανέµονται βέλτιστα γιατί αυτό που φταίει είναι ότι χρειάζεται απόλυτα αδέσµευτη αγορά (11). Με το επιχείρηµα αυτό µεταθέτουν την επιτυχία του εγχειρήµατος τους στο µέλλον επιζητώντας ιδανικές συνθήκες της απόλυτης αγοράς. Για τους νεοφιλελεύθερους η κοινωνία έχει µια οργανική ποιότητα, είναι ακριβώς ο απροσχεδίαστος και αυθόρµητος συντονισµός πολλών ατόµων που δρούν ωθούµενα από προσωπικά κίνητρα.(12). Η ιδέα του αυθόρµητου συντονισµού σχετίζεται µε την έννοια της παράδοσης ως εσωτερικευµένης στα δρώντα υποκείµενα γνώσης και σοφίας. Είναι η έννοια της «τεχνογνωσίας» που αποκτά το άτοµο δραστηριοποιούµενο και διαχειριζόµενο τα προβλήµατα επί τόπου (13). Η τρίτη περίπτωση της στενής εγκράτειας, διαφοροποιείται σε εγκράτεια κατά τη διάρκεια µιας ύφεσης και κατά τη διάρκεια µιας θεµελιώδους κρίσης. Στην περίοδο οικονοµικής ύφεσης, δεν συστήνεται ακόµα και από τους νεοφιλελεύθερους ως απαραίτητη η υπερβάλλουσα εγκράτεια αλλά η αναθεώρηση και ο αναπροσανατολισµός των δηµόσιων δαπανών. Από πακέτα στήριξης και διάσωσης συστήνεται ωστόσο η κυβέρνηση να κρατήσει απόσταση, έτσι ώστε να µην διαταράξει τον αυτοκάθαρση της αγοράς στην περίοδο στασιµότητας (14). Εγκράτεια στην περίοδο της ύφεσης σηµαίνει «όχι περισσότερες δαπάνες», δεν ταυτίζεται όµως µε τον «περιορισµό των δαπανών». Το ενδιαφέρον της κυβέρνησης σε αυτή την φάση στρέφεται λιγότερο προς την «επανεκκίνηση» της οικονοµίας αλλά στην σταθεροποίηση της, έτσι ώστε η ύφεση να µην αφήσει µόνιµες βλάβες, αλλά να δράσει καθαρτικά. Υπό αυτό το πρίσµα, συστήνονται για παράδειγµα προγράµµατα περιορισµένου και ευέλικτου χρόνου απασχόλησης, επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα κοκ. Το αντίθετο συστήνεται από τους νεοφιλελεύθερους όµως σε περιόδους
δοµικής κρίσης. Απόλυτη εγκράτεια. Η κριτική που µπορεί καθαρά µακροοικονοµικά να ασκηθεί στην οικονοµική προσέγγιση της εγκράτειας δεν αφορά το κατά βάση ορθολογικό αίτηµα της χρηστής και «οικονοµικής διαχείρισης των πόρων. Με αυτό το αίτηµα θα συµφωνούσε και ο Κεϊνς αλλά και η σύγχρονη αριστερά. Σε µια κρίση όµως η οποία έχει θεµελιώδη φύση, η εγκράτεια δεν είναι µόνο ανεπαρκής από την άποψη της ανάπτυξης της κοινωνίας, αλλά αποτελεί και ρυθµιστικό πολιτικό λάθος µε την έννοια ότι οι αποταµιευτές, οι εργαζόµενοι, οι εργοδότες, όλοι οι φορείς της κοινωνίας, πρέπει να σηκώσουν το κόστος των λαθών που οι τράπεζες και οι επενδυτές έχουν διαπράξει (15). Αυτός ο διαχωρισµός των υπευθύνων από τις επιπτώσεις των αποφάσεων θέτει τις βάσεις για νέες κρίσεις. Εντέλει και επί της ουσίας βέβαια η κριτική στρέφεται κατά της στενής οικονοµικής πολιτικής του νεοφιλελευθερισµού που είναι: δηµοσιονοµική αυστηρότητα, νοµισµατικός έλεγχος, ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθµιση και ευελιξία στην αγορά εργασίας. Η µονεταριστική καταγωγή των οικονοµικών θεωριών του νεοφιλελευθερισµού είναι εµφανής καθώς η νοµισµατική σταθερότητα, η περιοριστική νοµισµατική πολιτική (όχι κρατικός παρεµβατισµός δηµόσιες δαπάνες) και ως εκ τούτου ο αγώνας κατά του πληθωρισµού, αποτελούν βασικό στόχο των νεοφιλελεύθερων. Κατ αυτούς η οικονοµία της επέκτασης τόνωσης της ζήτησης προκαλεί πληθωρισµό, δηµιουργεί πλασµατικές θέσεις εργασίας ή σκανδαλωδώς συντηρεί θνησιγενείς επιχειρήσεις διασαλεύοντας τον ανταγωνισµό και υπονοµεύοντας την οικονοµική ανάπτυξη και τις προοπτικές απασχόλησης. 3.Η λανθασµένη διάγνωση Η επικράτηση της λογικής της λιτότητας και της νεοφιλελεύθερης µεταρρύθµισης υπήρξε µια εξέλιξη που αποδείχτηκε από την αρχή µοιραίο λάθος, επειδή οι υποστηρικτές της δεν αντιλήφτηκαν ποτέ τις πραγµατικές αιτίες της κρίσης, Συνολικά οι λογικές υπέρ του περιορισµού των κρατικών προϋπολογισµών είναι λάθος διότι µπερδεύουν τις δηµόσιες ανάγκες µε τις ανάγκες ενός ιδιωτικού νοικοκυριού. Η συµβατική αντίληψη µε βάση την οποία η οικονοµία είναι σαν ένα
νοικοκυριό που δεν µπορεί να δανειστεί ή να δαπανήσει περισσότερα από όσα κερδίζει είναι εντελώς αβάσιµη διότι ακόµα και η κοινή λογική µας υποδεικνύει ότι οι οικονοµίες δεν είναι τα νοικοκυριά - ή πιστωτικές κάρτες αφού η λύση σε µια κρίση που προκλήθηκε από µια παρατεταµένη ύφεση στη ζήτηση δεν είναι η περαιτέρω µείωση της ζήτησης µέσω περικοπής δαπανών. Η ιστορία άλλωστε µας διδάσκει ότι η Μεγάλη Ύφεση δεν αντιµετωπίστηκε από τις περικοπές του Χέρµπερτ Χούβερ στις ΗΠΑ ενώ, στην προπολεµική Γερµανία, η µαζική ανεργία και όχι ο υπερπληθωρισµός οδήγησε στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 (16). Σε τελική ανάλυση η κρίση στη ζώνη του ευρώ δεν ανάγεται κυρίως στην ανεύθυνη δηµοσιονοµική πολιτική. Η Ισπανία και η Ιρλανδία είχαν για παράδειγµα, την παραµονή της κρίσης, πλεονάσµατα στους προϋπολογισµούς τους. Πολύ µεγαλύτερη ήταν η ζηµιά που προέκυψε από το αρρύθµιστο τραπεζικό σύστηµα, το οποίο δάνειζε χρήµατα αφειδώς και ανεύθυνα. Ο δηµόσιος τοµέας δεν έχει δανειστεί τόσο υπερβολικά, όσο ο ιδιωτικός τοµέας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η κρίση του ευρώ σήµερα εξακολουθεί να παρερµηνεύεται ως µια δηµοσιονοµική κρίση. Πρόκειται ωστόσο για µια κρίση του ισοζυγίου πληρωµών που οφείλεται πέραν των άλλων σε µια κρίση των παραγωγικών µοντέλων. εν είναι τυχαίο λοιπόν όπως επισηµαίνει ο Martin Wolf ότι στα χρόνια της ευφορίας προ της χρηµατοοικονοµικής κρίσης, τα κεφάλαια µετακινούνταν απρόσκοπτα και «η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία κατέγραφαν ελλείµµατα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών της τάξεως του 10% του ΑΕΠ. Τα ελλείµµατα αυτά χρηµατοδότησαν τις πλεονάζουσες δαπάνες στον ιδιωτικό τοµέα, στον δηµόσιο ή και στους δύο. Η περίοδος ραγδαίας οικονοµικής ανάπτυξης, επίσης, δηµιούργησε µεγάλες ζηµίες στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα»(17). Ακολούθησαν τα «ξαφνικά εµπόδια» στις εισροές κεφαλαίων. Αυτά τα εµπόδια δηµιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της παγκόσµιας κρίσης του 2008 (επηρεάζοντας την Ελλάδα και την Ιρλανδία), την άνοιξη του 2010 (επηρεάζοντας την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία) και τέλος το δεύτερο εξάµηνο του 2011 (επηρεάζοντας την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία). Το όλο θέµα δεν έχει να κάνει µε την σπάταλη δηµοσιονοµική πολιτική αλλά µε την έλλειψη συνολικής και µακροπρόθεσµης παραγωγικής και αναπτυξιακής στρατηγικής.
Το δηµόσιο χρέος αυξήθηκε µόνο µε την έναρξη της χρηµατοπιστωτικής κρίσης, στον απόηχο της βαθιάς ύφεσης και της διάσωσης των τραπεζών. Όπως σηµειώνει ο Richard Wolf «η διάσωση µεγάλων χρηµατοπιστωτικών και άλλων εταιρειών µε δανεικό χρήµα, αποτέλεσε το σχεδόν καθολικό κυβερνητικό σχέδιο σε όλον τον κόσµο για την αντιµετώπιση της παγκόσµιας καπιταλιστικής κρίσης. Το αποτέλεσµα, που ήταν η αύξηση των δηµοσίων ελλειµµάτων και χρεών, το ακολούθησε η πολιτική λιτότητας για τη µείωση αυτών των ελλειµµάτων και των χρεών. Αφού χτυπήθηκαν από την κρίση, και στη συνέχεια παρακάµφθηκαν ώστε να διασωθούν οι ευνοούµενες µεγάλες επιχειρήσεις, οι λαοί σήµερα αντιµετωπίζουν τη λιτότητα και τις περικοπές στις θέσεις εργασίας και στις υπηρεσίες του Κράτους,ώστε να αντισταθµιστεί το κόστος αυτών των διασώσεων»(18). Παρά την προειδοποίηση του Kεϊνς, ότι η περίοδο της οικονοµικής απογείωσης και όχι η περίοδο της ύφεσης, είναι η κατάλληλη στιγµή για λιτότητα και ότι η λιτότητα σε γενικές γραµµές δεν συνιστάται διότι υποθηκεύει τις επενδύσεις και µε αυτή την έννοια λειτουργεί «αντιοικονοµικά», οι διαχειριστικές ελίτ του καπιταλιστικού συστήµατος αποφεύγουν αυστηρή επεκτατική κρατική οικονοµική παρέµβαση για την δάσωση θέσεων εργασίας και εισοδηµάτων και παραµένουν προσηλωµένες στην συνταγή δανεισµού του ηµοσίου για τη διάσωση µεγάλων χρηµατοπιστωτικών και άλλων εταιρειών, ακολουθούµενη από πολιτικές λιτότητας που στοχεύουν στο κόστος της διάσωσης, εξοικονοµώντας χρήµατα από την περικοπή στις θέσεις εργασίας και στις υπηρεσίες του Κράτους (19). Αποτέλεσµα αυτής της πολιτικής είναι οι καταναλωτικές δαπάνες να παραµένουν στάσιµες στη ζώνη του ευρώ, καθώς οι µισθοί δεν αυξάνονται. Οι εταιρείες δεν επενδύουν, διότι οι πωλήσεις ακυρώθηκαν λόγω της µείωσης της ζήτησης. Την ίδια στιγµή, µειώνονται οι δηµόσιες επενδύσεις και περιστέλλονται οι κρατικές δαπάνες επιφέροντας την συρρίκνωση της οικονοµίας και την πτώση των φορολογικών εσόδων. Η κατάληξη είναι η στασιµότητα και αποπληθωρισµός. Οι δαπάνες του ενός είναι τα έσοδα του άλλου. Εντούτοις, ένα ισχυρό επιχείρηµα µεταξύ άλλων που εκφέρουν οι θιασώτες της λιτότητας είναι ότι µόνο η πολιτική της εγκράτειας επιτρέπει στην σηµερινή νέα γενιά να συµµετάσχει ad hoc σε έναν ουσιαστικό διάλογο περί αναδιανοµής. ιότι όσο υπάρχει η δυνατότητα του απεριόριστου και φτηνού δανεισµού τα αδιέξοδα της
αναδιανοµής θα µεταφέρονται στις επόµενες γενιές. Τα αντεπιχείρηµα είναι ότι οι πραγµατικές επενδύσεις στο κοινωνικό σύνολο ωφελούν τις µελλοντικές γενιές τόσο σε υποδοµές όσο και σε ευκαιρίες. Άλλωστε το κύριο πρόβληµα µε την λιτότητα είναι ότι συνδέεται µε αντιλαϊκά και διόλου δηµοφιλή, µέτρα όπως οι περικοπές στις δηµόσιες δαπάνες, η αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης και η µείωση µισθών και συντάξεων. Αδιαφορώντας για τα παραπάνω η τρόικα ακολουθώντας την διάγνωση των οίκων αξιολόγησης τύπου Fitch και ερµήνευσε την κρίση την Ελλάδα µε την λογική ότι η χώρα µας είχε ένα έλλειµµα στον προϋπολογισµό της τάξεως του 15% του ΑΕΠ και δεν είχε πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων. Για τους τροικανούς ήταν εποµένως σαφές ότι η χώρα χρειάζεται ένα αυστηρό πρόγραµµα περικοπών. Στον αντίποδα ωστόσο οι οικονοµολόγοι του ΟΟΣΑ όπως ο Καναδός Ουίλιαµ Γουάιτ προειδοποίησαν από την αρχή ότι οι πολλές περικοπές µπορούν να αποβούν µοιραίες και αντιµετώπισαν µε µεγάλο σκεπτικισµό την «φαρµακευτική αγωγή που επέβαλα η τρόικα, γνωρίζοντας ότι στην Ελλάδα επικρατεί ύφεση εδώ και µερικά χρόνια. Ολόκληρες επαγγελµατικές οµάδες από την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία εγκαταλείπουν τις χώρες τους. Εάν λοιπόν στερηθούν οι χώρες αυτές από τον παραγωγικό τους πυρήνα και η ζωή του ασθενούς απειλείται, τότε δεν έχει κανένα νόηµα να συνεχίζεται η χορήγηση των ίδιων φαρµάκων»(20). Επικριτικός µε την "θεραπεία" που έχει επιλέξει η τρόικα για την Ελλάδα υπήρξε εξαρχής και ο Γερµανός οικονοµολόγος και µέλος του συµβουλίου των οικονοµικών εµπειρογνωµόνων της γερµανικής κυβέρνησης (επιτροπή των σοφών),πέτερ Μπόφινγκερ, αντιπαραβάλλοντας την µε την ολέθρια πολιτική που ακολουθήθηκε στη ηµοκρατία της Βαϊµάρης. "Η πολιτική που ασκείται στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, θυµίζει την µοιραία πολιτική έκτακτης ανάγκης που εφήρµοσε ο καγκελάριος Μπρούνινγκ", τόνισε ο επιφανής γερµανός οικονοµολόγος, παραπέµποντας στην στρατηγική των περικοπών στο κοινωνικό κράτος, η οποία στις αρχές της δεκαετίας του '30 οδήγησε σε εκτίναξη της ανεργίας και του πληθωρισµού Ειδικότερα ο Μπόφινγκερ µέµφεται τα πρόσφατα συµφωνηθέντα µέτρα όπως η µείωση του κατώτατου µισθού, τις περικοπές στις συντάξεις και την απόλυση 15.000 δηµόσιων υπαλλήλων τα οποία οξύνουν την ατονία της ζήτησης στην Ελλάδα (21). Ακόµη πιο τρανταχτή περίπτωση κριτικής είναι η επίσηµη παραδοχή του ΝΤ εν µέσω των τελευταίων εκθέσεων των δύο κορυφαίων οικονοµολόγων του ταµείου
Ολιβιέ Μπλανσάρ και ο Ντάνιελ Λι στις οποίες ούτε λίγο ούτε πολύ βεβαιώνουν ότι η επιλογή της ακραίας λιτότητας ήταν «προφανώς» λανθασµένη, διότι σε περίοδο κρίσης, όλος ο κόσµος πανικοβάλλεται. Οι άνθρωποι δεν συµπεριφέρονται µε προβλέψιµο τρόπο κάτι που σηµαίνει ότι οι επιπτώσεις της λιτότητας είναι δύο µε τρεις φορές µεγαλύτερες από αυτό που είχε προβλεφθεί (22). Όπως αναφέρεται στην έκθεση "όσοι έκαναν προβλέψεις υποτίµησαν κατά πολύ τους δηµοσιονοµικούς πολλαπλασιαστές, όπως είναι οι βραχυπρόθεσµες συνέπειες από τις δραστικές περικοπές των κρατικών δαπανών ή οι φορολογικές αυξήσεις στην οικονοµική δραστηριότητα". Τέλος οι Μπλανσάρ και Λι παραδέχονται ότι είναι αντιπαραγωγικό να εξαναγκαστούν οι χώρες που βρίσκονται σε δυσχερή οικονοµική κατάσταση να µειώσουν απότοµα τα ελλείµµατά τους. "Στην Πορτογαλία, για παράδειγµα, έχουµε χαλαρώσει τους στόχους για το δηµοσιονοµικό έλλειµµα", αναφέρουν (23). Η εν λόγω διαπίστωση γίνεται αντιληπτή από τους δείκτες της ανεργίας, στα κλειστά µαγαζιά, στα συσσίτια, στους ανθρώπους που ψάχνουν τα σκουπίδια. Με µια ανεργία στην Ισπανία κα στην Ελλάδα που αναµένεται σύντοµα να φτάσει στο 30 % και µια νέα γενιά η οποία δεν διαθέτει πλέον οικονοµική προοπτική, ποιος θα µπορεί να µιλάει πλέον για ηµοκρατία; Το 50% όλων των νέων στη Νότια Ευρώπη δεν έχει δουλειά. Μια ολόκληρη γενιά διαλύεται κυριολεκτικά από την πολιτική Η ανεργία συνοδεύεται από επισφαλή εργασία, από φόβους για το µέλλον, από ψυχολογικές ασθένειες από κατάθλιψη και τέλος από αύξηση ποσοστού αυτοκτονιών. Η λιτότητα χειροτερεύει την κατάσταση όχι µόνο κοινωνικά, αλλά και οικονοµικά, οδηγώντας αναπόφευκτα σε κοινωνίες «ανοµίας», χωρίς δεσµά αλληλεγγύης και χωρίς κανόνες. Από την άλλη πλευρά, όσο διαρκεί η λιτότητα θα διαρκεί και η τραπεζική κρίση, επειδή µε κάθε άνεργο εξουδετερώνονται αποταµιεύσεις και αυξάνονται τα επισφαλή δάνεια κάτι που αναγκαία οδηγεί σε τραπεζικά προβλήµατα. Αυτά µε τη σειρά τους οδηγούν σε µεγαλύτερους περιορισµούς στην χορήγηση δανείων και κατά συνέπεια σε συρρίκνωση του ΑΕΠ, κάτι που πάλι µε τη σειρά του οδηγεί σε υψηλότερο χρέος. Συνολικά, η πολιτική αυτή στερείται νοήµατος και δεν µπορεί να επιλύσει την κρίση, αλλά µόνο να την επιδεινώσει. Η λιτότητα αναχαιτίζει την ανάπτυξη ενώ η πτώση στην δηµόσια κατανάλωση οδηγεί στην κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας.
Παρά την αποτυχία της συνταγής, µε την πάροδο του χρόνου αυξήθηκε και ο ωρίµασε ο κυνισµός εκείνων των επιχειρηµάτων που καλωσορίζουν την λιτότητα ως χρήσιµη και απαραίτητη συνταγή. Όπως τονίζει ο νοµπελίστας Paul Krugman (24), όσοι σερβίρουν τις «κοινές πεποιθήσεις» περί λιτότητας στην Ελλάδα και στην Ισπανία «ξέχασαν ότι εδώ εµπλέκονται και οι λαοί.» και ότι ο κόσµος «σε αυτές τις δύο χώρες λέει, πολύ απλά, ότι έφτασε στα όριά του: µε την ανεργίασε επίπεδα Μεγάλης Ύφεσης και µε τους πρώην εργαζόµενους της µεσαίας τάξης να γυρεύουν τροφή στα σκουπίδια, η πολιτική της λιτότητας ήδη έχασε το µέτρο. Αυτό δείχνει ότι τα συµπεφωνηµένα µπορεί πλέον να µην ισχύουν». Οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και ειδικότερα η Ελλάδα πάσχουν από κυκλικά και διαρθρωτικά οικονοµικά προβλήµατα. Οι οικονοµίες τους δεν είναι αρκετά αποδοτικές και άρα µη ανταγωνιστικές στη ζώνη του ευρώ. Άπαντες γνωρίζουν ότι εντός της ζώνης του ευρώ οι χώρες αυτές θα χρειαστούν µεγάλη βοήθεια για να δώσουν θετικό πρόσηµο στις οικονοµίες τους. Σε τελική ανάλυση υπενθυµίζουµε ότι µόλις βρίσκεται σε εξέλιξη ο φαύλος κύκλος µεταξύ έλλειψης ανταγωνιστικότητας και της µετανάστευσης των καταρτισµένων εργαζοµένων. 4 Η εσωτερική υποτίµηση Τι προτείνουν λοιπόν οι µονεταριστές οικονοµολόγοι για την νότια περιφέρεια της Ευρώπης η οποία λόγω του σκληρού νοµίσµατος του ενιαίου ευρώ δεν έχει δυνατότητα νοµισµατικής υποτίµησης και εποµένως έχει δοµικό πρόβληµα ανταγωνιστικότητας. Η πρόταση των µονεταριστών ήταν η εσωτερική υποτίµηση, µέσα από την πτώση µισθών και συντάξεων όχι όµως µέσα από την πτώση των τιµών. Αυτή η πολιτική θεωρείται σήµερα προηγµένο εγχείρηµα, το οποίο ωστόσο δεν αποσκοπεί σε τίποτα άλλο από το να καταστήσει τα κράτη ικανά να ικανοποιήσουν το κόστος που προέρχεται από την αποπληρωµή των τόκων δανεισµού. Είναι αξιοσηµείωτο ότι το µεγαλύτερο µέρος του χρέους είναι πλέον τόκοι. Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι η Ευρώπη εύρισκε πάντα φτηνή αναχρηµατοδότηση µε αποτέλεσµα η κατάσταση σήµερα να είναι αδιέξοδη. Κατά τα υπόλοιπα, η αύξηση της παραγωγικότητας κατά µήκος ενός προς το
παρόν µη ελκυστικού φάσµατος προϊόντων και υπηρεσιών δεν θεωρείται σοβαρή επιλογή πολιτικής ενώ η διατήρηση του ύψους των µισθών υπό παράλληλη αύξηση των φόρων θεωρήθηκε περίπλοκη υπόθεση, σε σύγκριση µε µια εσωτερική υποτίµηση. Έτσι προτιµήθηκε ένα µείγµα πολιτικής που περιέχει τα πάντα. Από περικοπές και µισθολογική διολίσθηση µέχρι αύξηση των φόρων στο σηµείο µάλιστα η Ελλάδα να έχει τον χαµηλότερο δείκτη εισοδήµατος και την πιο άδικη εισοδηµατική κατανοµή στην Ευρωζώνη και έναν από του υψηλότερους συντελεστές φορολόγησης. Βέβαια υπάρχει και το επιχείρηµα ότι κάτω από ορισµένες συνθήκες µπορεί να λειτουργήσει µια εσωτερική υποτίµηση. Ως παραδείγµατα αναφέρονται οι χώρες της Βαλτικής, των οποίων τα νοµίσµατα είναι συνδεδεµένα µε το ευρώ. Η Εσθονία πέρασε από µια παρόµοια φούσκα ακινήτων όπως η Ισπανία, η οποία επηρέασε αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Εκεί όµως η ανεργία µετά από µια απότοµη ύφεση κατά τα τελευταία δύο χρόνια έχει µειωθεί από 20% στο 10%. Επίσης, στη Λετονία, η ανεργία µειώνεται ισχυρά το τελευταίο διάστηµα. Ένα άλλο επιχείρηµα που εκφέρεται είναι ότι παρά την σκληρή λιτότητα οι Έλληνες επιµένουν να κρατήσουν την Ελλάδα στο Ευρώ πράγµα που σηµαίνει ότι στο σύνολο της η ένταξη στη ζώνη του ευρώ, κρίνεται ως επωφελής για την χώρα. Το ίδιο ισχύει και για την Ισπανία, η οποία είχε πολύ υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης, µέσα στη ζώνη του ευρώ. Κατά τον ορισµό των συναλλαγµατικών ισοτιµιών το 1999 η Ισπανία είχε 15% ανεργία ενώ το 1994, 25%, Η ζώνη του ευρώ ξεκίνησε το 1998 µε ποσοστό ανεργίας µόλις πάνω από το 10% (το ίδιο διάστηµα οι ΗΠΑ είχαν 4%) και αυτή ήταν κατά µέσο όρο πολύ χαµηλότερη από τότε, παρά την ελάχιστη αύξηση των µισθών και την οικονοµική δυσπραγία στην Γερµανία. Γιατί λοιπόν οι σηµερινές τάσεις δεν αντιστρέφονται ; Σε αυτά τα επιχειρήµατα θα µπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι η εσωτερική υποτίµηση µπορεί να λειτουργεί µερικές φορές, όχι όµως τόσο καλά. Οι έπαινοι για τη Λετονία είναι υπερβολικοί διότι πολιτικές που ανέχονται µια ανεργία της τάξεως του 20% είναι κακές πολιτικές. Και όσον αφορά την Ελλάδα, δυστυχώς προς το παρόν, η µόνη ελπίδα της είναι τα εµβάσµατα από το βορρά, και όχι η ανάκαµψη της εγχώριας οικονοµίας. Από την άλλη πλευρά δεν είναι θέσφατο η επιτυχία µιας πραγµατικής νοµισµατικής υποτίµησης. Η. Εσθονία έπρεπε να αφοµοιώσει ένα τεράστιο σοκ της εγχώριας ζήτησης σε ένα πολύ δύσκολο οικονοµικό περιβάλλον στο οποίο οι επιχειρήσεις και το εµπόριο
κατρακύλησαν σε όλο τον κόσµο. Ακόµα και στο συχνά αναφερόµενο παράδειγµα ανάκαµψης της Ισλανδίας µετά από υποτίµηση νοµίσµατος η ανεργία αυξήθηκε στο 9 % και βρίσκεται σήµερα στο περίπου 5%. Αυτά είναι ποσοστά πάνω από το µέσο όρο των τελευταίων 10 ετών. Κάτω από τις παραπάνω προϋποθέσεις οι δηµοσιονοµικές προστακτικές είναι αµείλικτες και για αυτό σχεδόν ανέφικτες. Ένα µέρος του χρέους ακόµα και µετά την εσωτερική υποτίµηση, τελικά θα πρέπει να διαγραφεί ή να ακυρωθεί µέσα από έναν συνεπή πληθωρισµό στη ζώνη του ευρώ. Όλες οι χώρες του Νότου θα πρέπει παράλληλα να µειώσουν το µερίδιο εισαγωγών τους και να το περιορίσουν στο απολύτως αναγκαίο. Εν κατακλείδι, η λιτότητα αποτελεί µια ηµιτελή ένα όχι λανθασµένη απάντηση σε ένα υπαρκτό πρόβληµα, διότι το εντείνει. Αυτό που απαιτείται είναι µια συντονισµένη οικονοµική πολιτική µέσα από την συµµετοχή των κρατών σε µεγάλα κοινά αναπτυξιακά προγράµµατα τα οποία θα οδηγήσουν τελικά στην εναρµόνιση της Ευρώπης όσον αφορά το οικονοµικό της µοντέλο. Από αυτά τα προγράµµατα επωφελούνται όλες οι χώρες. χωρίς να κερδίζουν µόνο οι τράπεζες. Αρκεί η Ευρώπη επιτέλους να συλλάβει και να αντιµετωπίσει την νότια της περιφέρεια ως αναπόσπαστο και αδιαίρετο δικό της κοµµάτι. Όπως τονίζει ο David Jessop (25), είναι ιδιαίτερα εύκολο να περιγράψει κανείς πως έφτασαν η Ελλάδα και άλλες χώρες καθώς επίσης διαδοχικές κυβερνήσεις στην δυσχερή οικονοµική κατάσταση που βρίσκονται τώρα. Εύκολο επίσης είναι να απαιτήσει κανείς ad hoc κάποιες πολιτικές λύσεις που οδηγούν σε µια πολύ καλύτερη οικονοµική διαχείριση, σε αυξηµένο δηµοσιονοµικό έλεγχο και τελικά σε οικονοµική ανάκαµψη. Αυτό όµως που είναι δύσκολο, είναι να καταδειχτεί το ανθρώπινο κόστος και κυρίως το πώς οι φτωχότεροι, οι µορφωµένοι άνεργοι και νέοι ψηφοφόροι µπορούν να έχουν και πάλι ελπίδα. εδοµένου πάντως ότι η λιτότητα υπέσκαψε τα θεµέλια κοινωνικής συνοχής αποτελεί µεταξύ άλλων και έναν κίνδυνο για την δηµοκρατίας εν γένει. Αναφορές 1 Crouch, Colin (2004). Post-democracy, Cambridge, σ 3 ααο.
2 Raghuram G. Rajan: Τι µας έµαθε η ύφεση Η ύση δεν µπορεί να δανείζεται και να ξοδεύει για να ανακάµψει. 11/07/2012 http://www.foreignaffairs.gr/articles/68867/raghuram-g-rajan/ti-mas-emathe-iyfesi? page=show 3 Raghuram G. Rajan: Τι µας έµαθε η ύφεση. Η ύση δεν µπορεί να δανείζεται και να ξοδεύει για να ανακάµψει. http://www.foreignaffairs.gr/articles/68867/raghuram-grajan/ti-masemathe- i-yfesi?page=show 4 Chollet Mona: Τα ηθικά επιχειρήµατα της λιτότητας, 13 avril 2012, http://www.mondediplomatique. gr/spip.php?article328 5 Steven Ozment: German Austerity s Lutheran Core, http://www.nytimes.com/2012/08/12/opinion/sunday/in-euro-crisis-germany-looks-tomartinluther. html?_r=1 6 Steven Ozment: German Austerity s Lutheran Core, http://www.nytimes.com/2012/08/12/opinion/sunday/in-euro-crisis-germany-looks-tomartinluther. html?_r=1 7 Mehdi Hasan: Angela Merkel s mania for austerity is destroying Europe http://www.newstatesman.com/politics/politics/2012/06/angela-merkels-maniaausteritydestroyingeurope 8 David Held: Μοντέλα ηµοκρατίας 9 Stuart Hall: The march of the neoliberals. The Guardian, Monday 12 September 2011 http://www.guardian.co.uk/politics/2011/sep/12/march-of-the-neoliberals
10 Κωστή Γκίκα: Ιδεολογικές συγκρούσεις στη σκιά της παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης. Κυριακή, 10 Ιούνιος 2012 http://www.socialopinion.gr/αρχείο/430-ιδεολογικές-συγκρούσεις-στη-σκιά-τηςπαγκόασµιας-οικονοµικής-κρίσης Βούλγαρης Γ. «Φιλελευθερισµός, Συντηρητισµός, Κοινωνικό κράτος 1973-1990, Αθήνα, Θεµέλιο, 1994 11 Κωστή Γκίκα: Ιδεολογικές συγκρούσεις στη σκιά της παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης.κυριακή, 10 Ιούνιος 2012 http://www.socialopinion.gr/ αρχείο/430-ιδεολογικές-συγκρούσεις-στη-σκιά-τηςπαγκόασµιας- οικονοµικής-κρίσης 12 Γκίντενς, Α., Πέραν της Αριστεράς και της εξιάς, Αθήνα, Πόλις, 1999 13 Sorman, G., Η φιλελεύθερη λύση, Αθήνα, Ροές, 1986. 14 Thurow, L., Το µέλλον του καπιταλισµού, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1997 15 Amartya Sen: Democracy, Austerity and Social Justice in Europe 16 Mehdi Hasan: Angela Merkel s mania for austerity is destroying Europe 17 Martin Wolf: Το µοιραίο γερµανικό λάθος. 11/04/12http://www.euro2day.gr/ftcom_gr/194/articles/692282/ArticleFTgr.aspx 18 R. Wolff: Οικονοµική ηµοκρατία, όχι Λιτότητα ή Κεϋνσιανή Ανάπτυξη http://theeuropeancitizen.blogspot.gr/2012/08/amartya-sen-democracy-austerityand.htm http://www.newstatesman.com/politics/politics/2012/06/angela-merkels-maniaausteritydestroying-europe http://politikespsifides.wordpress.com/2012/05/12/οικονοµική-δηµοκρατία-όχιλιτότητα-ή/ 19 R. Wolff: Οικονοµική ηµοκρατία, όχι Λιτότητα ή Κεϋνσιανή Ανάπτυξη
20 Andreas Becker/Σταµάτης Ασηµένιος: Η λιτότητα απειλεί τη δηµοκρατία. http://www.dw.de/η- λιτότητα-απειλεί-τη-δηµοκρατία/a-15874835 21 Harald Freiberger und Markus Zydra: Das Gespenst von Weimar. 22 Μιχάλη Μητσού: Το τέλος της λιτότητας αρχίζει από το ΝΤ. http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4781295 23 Η λιτότητα µπορεί να αποβεί επιζήµια http://alithia.com.cy/index.php/oikonomia/item/2957-η- λιτότητα-µπορεί-να-αποβεί-επιζήµια 24 Krugman Paul : Είναι τρέλα η µανία µε τη λιτότητα στην Ευρώπη http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=477011 http://politikespsifides.wordpress.com/2012/05/12/οικονοµική-δηµοκρατία-όχιλιτότητα-ή/ http://www.sueddeutsche.de/wirtschaft/griechenland-krise-im-historischen-vergleichdasgespenst-von-weimar-1.1293486 25 David Jessop: Austerity and Democracy. http://www.dominicantoday.com/dr/opinion/2012/5/11/43610/austerity-and- Democracy 21