Η ΜΕΤΟΧΗ - ΓΕΝΙΚΑ Είναι ρηματικό επίθετο. Ως ρηματικός τύπος έχει φωνή, διάθεση, χρόνο, υποκείμενο, αντικείμενο κλπ. Ως επίθετο έχει τρία γένη, πτώσεις, αριθμούς κλπ. Κάθε μετοχή συμφωνεί με το υποκείμενό της κατά γένος, αριθμό και πτώση (ΓΑΠ) Τα είδη της μετοχής είναι τρία : επιθετική ή αναφορική, κατηγορηματική και επιρρηματική. ΣΥΝΗΜΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΗ ΜΕΤΟΧΗ 1.Συνημμένη λέγεται η μετοχή που το υποκείμενό της έχει και άλλο συντακτικό ρόλο μέσα στην πρόταση. Πάντα συνημμένες είναι οι επιθετικές, οι κατηγορηματικές και οι τελικές μετοχές, συνήθως και οι τροπικές. Προσήκει τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις πείθεσθαι. ὁ πρεσβύτερος παῖς παρὼν ἐτύγχανεν (ο μεγαλύτερος γιος του έτυχε να είναι εκεί -βρισκόταν κατά τύχη εκεί.) Ἔπεμψε Θεόπομπον τὸν Μιλήσιον λῃστὴν εἰς Λακεδαίμονα ἀπαγγελοῦντα τὰ γεγονότα. (= Έστειλε τον Θεόπομπο τον Μιλήσιο ληστή για να αναγγείλει τα γεγονότα.) Κροῖσος Ἅλυν διαβὰς μεγάλην ἀρχὴν καταλύσει (=ο Κύρος αν περάσει τον Άλυ θα καταστρέψει ένα μεγάλο βασίλειο) 2.Απόλυτη είναι η μετοχή της οποίας το υποκείμενο δεν έχει άλλη συντακτική θέση στην πρόταση, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως υποκείμενο της μετοχής. Η απόλυτη μετοχή τίθεται σε πτώση γενική (γενική απόλυτη) ή αιτιατική (αιτιατική απόλυτη). Α. Σε γενική απόλυτη τίθεται επιρρηματική μετοχή προσωπικού ρήματος, εκτός της τελικής: Κρέοντος βασιλεύοντος οὐ μικρὰ συμφορὰ κατέσχε Θήβας. [χρονική] Ἀποπλεῖ οἴκαδε καίπερ μέσου χειμῶνος ὄντος. [εναντιωματική] Κῦρος δ' οὖν ἀνέβη ἐπὶ τὰ ὄρη οὐδενὸς κωλύοντος. [τροπική] Χρημάτων δεομένης τῆς Σπάρτης πρὸς πόλεμον, ἐπορεύθη ὁ Ἀγησίλαος εἰς Αἴγυπτον. [αιτιολογική] Β.Σε αιτιατική απόλυτη (ουδέτερου γένους ενικού κυρίως αριθμού ) τίθεται επιρρηματική μετοχή απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων. Είναι συνήθως εναντιωματική και σπανιότερα χρονική, αιτιολογική ή υποθετική. Οι πιο συνηθισμένες μετοχές σε αιτιατική απόλυτη είναι οι ακόλουθες: ἄδηλον ὂν, ἀδύνατον ὂν, αἰσχρὸν ὂν, γεγραμμένον, δέον / δεῆσον, δίκαιον ὂν, δόξαν / δόξαντα, δυνατὸν ὂν, εἰρημένον, ἐξὸν, μέλον, μεταμέλον, μετὸν, οἷόν τε ὂν, παρασχὸν, παρὸν, πρέπον, προσῆκον, προσταχθὲν, προστεταγμένον, ῥᾴδιον ὂν, τυχὸν, ὑπάρχον, χρεὼν Κολαζόντων ὑμῶν τοὺς ἀδικοῦντας ἔσονται οἱ νόμοι καλοὶ καὶ δίκαιοι. [υποθετική] Ἐξόν μοι ἴσον λαμβάνειν οὐκ ἐλάμβανον. [εἰ καὶ ἐξῆν: εναντιωματική με Υ: λαμβάνειν] Παρεκελεύοντο κραυγῇ οὐκ ὀλίγῃ χρώμενοι, ἀδύνατον ὂν ἐν νυκτὶ ἄλλῳ τῳ σημῆναι. [ἐπεὶ ἀδύνατον ἦν: αιτιολογική με Υ: σημῆναι] Τα ειδη της ΜΕΤΟΧΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ / ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΤΕΛΙΚΗ ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΗ ΤΡΟΠΙΚΗ
ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ Η ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ Είναι το μόνο είδος μετοχής που μπορεί να συνοδεύεται από άρθρο. Ισοδυναμεί και αναλύεται με δευτερεύουσα αναφορική πρόταση, εισαγόμενη με την αντωνυμία ὅς, ἥ, ὅ Μεταφράζεται με : ο οποίος (που), μετοχή ή επίθετο της νέας ελληνικής ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ α) Υποκείμενο: Τὸ μέλλον ἄδηλον πᾶσιν ἀνθρώποις. β) Αντικείμενο: Πατέρα τίμα, τὴν δὲ τεκοῦσαν σέβου. γ) Κατηγορούμενο (πάντα έναρθρη): Οὖτος ἦν ὁ ἀδικήσας ἡμῖν. δ)επιθετικός προσδιορισμός: Προσήκει τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις πείθεσθαι. ε) Κατηγορηματικός προσδιορισμός : Οἱ Θηβαῖοι ἔπεμψαν τὸν ἄνδρα ἐστεφανωμένον. στ) Παράθεση: Λύσανδρος παρέπλει εἰς Λάμψακον σύμμαχον οὖσαν Ἀθηναίων. ζ) Επεξήγηση: Ὁ ἀνήρ, ὁ διώκων, ἤκουεν. η) Ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός: Πρὸς ἕκαστον τῶν εἰρημένων ἐνεχείρει τι λέγειν ὁ Φίλιππος. [γενική διαιρετική] θ) Εμπρόθετος προσδιορισμός: Ἱστορεῖ τὴν Πλάτωνος περὶ τῶν ὄντων δόξαν. [εμπρόθ.αναφοράς] ι) Δοτική προσωπική: Φύσει δ' ὑπάρχει τοῖς παροῦσι τὰ τῶν ἀπόντων. [δοτ.προσωπική κτητική] ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΙΘΕΤΙΚΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ Αναλύεται σε αναφορική πρόταση, που εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία ὅς, ἥ, ὅ στο γένος και τον αριθμό της μετοχής η αντωνυμία τίθεται σε ονομαστική πτώση (γιατί θα είναι υποκείμενο του ρήματος της αναφορικής πρότασης) Το ρήμα της αναφορικής πρότασης μπαίνει στον ίδιο χρόνο με την μετοχή και συνήθως σε οριστική. Αν η μετοχή είναι έναρθρη, μπορούμε να υποκαταστήσουμε τη μετοχή στην κύρια πρόταση με δεικτική αντωνυμία (ἐκεῖνος,οὗτος) στο γένος, αριθμό και πτώση της μετοχής. Αἱ πόλεις διοικοῦνται τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις. Αἱ πόλεις διοικοῦνται τοῖς νόμοις (τούτοις) οἳ κεῖνται. Ἅπαντες γιγνώσκομεν τὰ ὑφ ὑμῶν ἐψηφισμένα. Ἅπαντες γιγνώσκομεν (ταῦτα) ἃ ὑφ ὑμῶν ἐψηφισμένα εἰσί. Ἐπορεύθησαν ἐς Ἀπολλωνίαν, Κορινθίων οὖσαν ἀποικίαν. Ἐπορεύθησαν ἐς Ἀπολλωνίαν, ἣ ἦν Κορινθίων ἀποικία. Αν μια έναρθρη επιθετική μετοχή συνδηλώνει και υπόθεση, αιτία, σκοπό ή συμπέρασμα, αναλύεται αντίστοιχα σε αναφορική-υποθετική, αναφορική-αιτιολογική, αναφορική-τελική ή αναφορικήσυμπερασματική πρόταση, σύμφωνα με τους κανόνες των προτάσεων αυτών. Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται. Ἄνθρωπος, ὃς ἂν μὴ δαρῇ, οὐ παιδεύεται.
ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ δεν έχει ποτέ άρθρο εξαρτάται από κάποιο ρηματικό τύπο του οποίου και συμπληρώνει την έννοια είναι πάντα συνημμένη στο υποκείμενο ή στο αντικείμενό του ρήματος λειτουργεί ως κατηγορούμενο του υποκειμένου ή κατηγορηματικός προσδιορισμός στο υποκείμενο ή το αντικείμενο του ρ. μεταφράζεται συνήθως με ότι /που + οριστική ή με το να + υποτακτική ΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ α. με κατηγορηματική μετοχή στο υποκείμενο συντάσσονται ρήματα που δηλώνουν : ύπαρξη : εἰμί, γίγνομαι, ὑπάρχω η κτγ. μτχ. είναι κατηγορούμενο και σχηματίζει μαζί με το ρήμα ένα περιφραστικό ρήμα μετάφραση : η κτγ. μτχ αποδίδεται ως ρήμα Προσεοικότες γίγνονται τοῖς γονεῦσιν οἱ παῖδες. (= Tα παιδιά μοιάζουν στους γονείς.) Ἦν οὖν καὶ ἐν ἐκείνοις πολλὰ γιγνόμενα. (= Γίνονταν λοιπόν πολλά και σ' εκείνα τα χρόνια.) έναν ιδιαίτερα προσδιορισμένο τρόπο ύπαρξης μετάφραση : το ρήμα αποδίδεται συνήθως με επίρρημα ή επιρρηματική φράση και η κατηγορηματική μετοχή με ρήμα. τυγχάνω (= συμβαίνει/τυχαίνει να είμαι) -μτφρ. ὁ πρεσβύτερος παῖς παρὼν ἐτύγχανεν (ο τυχαία, κατά τύχη, τυχαίνει να μεγαλύτερος γιος του έτυχε να είναι εκεί - λανθάνω (= μένω απαρατήρητος, διαφεύγω την βρισκόταν κατά τύχη εκεί.) προσοχή) -μτφρ. κρυφά, χωρίς να γίνω ἔλαθεν εἰσελθών (εισήλθε κρυφά, χωρίς να γίνει αντιληπτός, στην αφάνεια αντιληπτός) φαίνομαι /φανερός εἰμι /δῆλός εἰμι (= είμαι λάθε βιώσας (να ζεις στην αφάνειααπαρατήρητος). φανερός, υπάρχω φανερά) -μτφρ. φανερά οἴχομαι (= έχω φύγει) -μτφρ.γρήγορα, αμέσως, Δῆλος ἦν ἀνιώμενος (=ήταν φανερά κατ ευθείαν στεναχωρημένος.) Φανερὸς ἦν τοῖς νόμοις φθάνω (= έρχομαι πρωτύτερα, προλαβαίνω) - λατρεύων. (= Φανερά υπηρετούσε τους νόμους.) μτφρ. πρώτα, πρώτος, προλαβαίνω να ὠχόμην ἀπιών οίκαδε (=έφυγα αμέσως για το διαβιῶ, διαμένω (= ζω κάπου μόνιμα), διάγω, σπίτι) διαγίγνομαι (= περνώ τον καιρό μου), διατελῶ Ἀλλ' αὐτοὶ φθήσονται τοῦτο δράσαντες. (= Αλλ' (= είμαι συνεχώς), οὐ διαλείπω (= δε σταματώ) - αυτοί πρώτοι θα το κάνουν αυτό.) μτφρ. συνεχώς, αδιάκοπα, πάντοτε διάγουσιν μαχόμενοι (=πολεμούν συνεχώς) ὁ ἥλιος λαμπρότατος ὤν διαμένει (=ο ήλιος είναι πάντοτε το πιο λαμπρό πράγμα) έναρξη ή λήξη: ἄρχω, ἄρχομαι, ὑπάρχω (= αρχίζω πρώτος), ἀπαλλάττομαι, ἀπολείπω, ἐπιλείπω(=αφήνω), λήγω, παύω, παύομαι κ.ά. ἄρξομαι ἀπὸ τῆς ἰατρικῆς λέγων (=θα αρχίσω μιλώντας για την ιατρική ή θα μιλήσω πρώτα για την ιατρική) Παύσασθε περὶ τούτου κατηγοροῦντες ἀλλήλων.(=σταματήστε να κατηγορείτε ο ένας τον άλλον) καρτερία, ανοχή ή κάματο : καρτερῶ, ὑπομένω, ἀνέχομαι, ἀπαγορεύω (ἀπεῖπον, ἀπείρηκα), κάμνω (= κουράζομαι) οὐκ ἠνέσχετε ἀκούσαντες τοῦτο (=δεν αντέξατε να ακούσετε αυτό) ἀπείρηκα ἤδη βαδίζων καὶ τρέχων (=έχω κουραστεί πια να ετοιμάζω τις αποσκευές μου και να βαδίζω και να τρέχω) Ἀλλὰ μὴ κάμῃς φίλον ἄνδρα εὐργετῶν. (= Mήν κουραστείς να ευεργετείς)
ευεργεσία ή αδικοπραγία : εὖ / καλῶς / δίκαια / κακῶς ποιῶ, χαρίζομαι, ἀδικῶ μετάφραση : «με το να» + υποτακτική, «που» + οριστική ή «στο να» + υποτακτική: Ἀδικεῖτε πολέμου ἄρχοντες. (= Αδικείτε με το να αρχίζετε τον πόλεμο) Εὖ γ' ἐποίησας ἀναμνήσας με. (= Καλά έκανες που μου το θύμισες.) ἐμοὶ χαρίζου ἀποκρινόμενος (=κάνε μου τη χάρη να απαντήσεις) ψυχικό πάθος : ἀγανακτῶ, αἰσχύνομαι, ἄχθομαι, ἥδομαι (= ευχαριστιέμαι), χαίρω, λυποῦμαι, ὀργίζομαι, τέρπομαι (=ευχαριστιέμαι), βαρέως φέρω κ.ά. μετάφραση : που+οριστική, να+υποτακτική, με το να +υποτακτική Προσοχή : μετοχή από ρήμα ψυχικού πάθους είναι κατηγορηματική αν δηλώνει το σύγχρονο (μτχ.ενεστώτα), αλλά αν δηλώνει προτερόχρονο (μτχ. αορίστου) είναι αιτιολογική. Ἀγανακτῶ ὁρῶν τὴν συκοφαντίαν.(=αγανακτώ που βλέπω ) Καὶ ἐγὼ τοῖς καλῶς ἐρωτῶσι χαίρω ἀποκρινόμενος.(=κι εγώ χαίρομαι να απαντώ σε όσους κάνουν ωραίες ερωτήσεις) Ἀλλ' ἥδομαι, ὦ Κλέαρχε, ἀκούων σου φρονίμους λόγους.(ευχαριστιέμαι,κλέαρχε,που ακούω από σένα φρόνιμα λόγια) Καὶ μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι. (μετάνιωσαν, γιατί δεν δέχθηκαν τη συμφωνία)[αιτιολογική] επάρκεια, πλησμονή, απόλαυση ή κορεσμό : ἐμπίμπλαμαι, κορέννυμαι, μεστός εἰμί, πλήρης εἰμί, ἀρκώ κ.ά. ἀρκείτω βραχέως δεδηλωμένον (=αρκεί ότι δηλώθηκε με λίγα λόγια) οὐκ ἐμπίμπλαμαι βλέπων το σόν πρόσωπον (=δεν χορταίνω να βλέπω το πρόσωπό σου) νίκη ή ήττα : νικῶ, περιγίγνομαι (= υπερτερώ), κρατῶ, ἡττῶμαι, λείπομαι (= υστερώ) κά. μετάφραση : «με το να» + υποτακτική, «που» + οριστική, «στο να» + υποτακτική: ἐὰν γὰρ τοὺς φίλους κρατῇς εὖ ποιῶν (= αν νικάς τους φίλους με το να τους ευεργετείς) Καὶ τούτου οὐχ ἡττησόμεθα εὖ ποιοῦντες. (= Δε θα φανούμε κατώτεροι από αυτόν στο να ευεργετούμε.) β. με κατηγορηματική μετοχή στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο συντάσσονται ρήματα που δηλώνουν : αίσθηση, γνώση, μάθηση, μνήμη και τα αντίθετά τους : αἰσθάνομαι, ἀκούω, πυνθάνομαι (=πληροφορούμαι), ὁρῶ, περιορῶ (= αδιαφορώ, επιτρέπω), γιγνώσκω, ἐπίσταμαι, οἶδα, μανθάνω, εὑρίσκω, (κατα-)λαμβάνω, ἁλίσκομαι(=συλλαμβάνομαι), ἀγνοῶ, ἐνθυμοῦμαι, μέμνημαι, ἐπιλανθάνομαι (= ξεχνώ) κ.τ.ό.: Αἰσθάνομαί τινας παραβαίνοντας τοὺς νόμους.(= αντιλαμβάνομαι ότι κάποιοι παραβαίνουν τους νόμους) Μαζαῖος ἤκουσεν ἤδη προσάγοντα Ἀλέξανδρον.(= άκουσε ότι ο Αλ. ήδη προχωρούσε ) ἴσθι ἀνόητος ὤν (=να ξέρεις ότι είσαι ανόητος) ὅταν ὁ ἄδικος ληφθῇ ἀδικῶν (=όταν ο άδικος συλληφθεί να κάνει αδικία) Μέμνημαι τοιαῦτα ἀκούσας σου.(=θυμάμαι ότι τέτοια άκουσα από σένα) αγγελία, δείξη, έλεγχο : (ἀν-)αγγέλω, (ἐπι-, ἀπο-)δείκνυμι, δηλῶ δῆλον ποιῶ, φαίνω, ἀποφαίνω, φανερόν ποιῶ, (ἐξ-) ἐλέγχω (= αποδεικνύω την ενοχή), παρέχω (= παρουσιάζω), Ἐπιδείξω Μειδίαν ὑβρικότα.(=θα αποδείξω ότι ο Μ. έχει αδικήσει) Ἀπηγγέλθη Φίλιππος Ἡραῖον τεῖχος πολιορκών (=ανακοινώθηκε ότι ο Φ πολιορκεί ) Ἀδικοῦντα τοῦτον ἐξέλεγξα (=απέδειξα ότι αυτός αδικεί) ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ : Μια κατηγορηματική μετοχή εξαρτώμενη από ρήματα που δηλώνουν αίσθηση, γνώση, μάθηση, μνήμη, δείξη, αγγελία, έλεγχο και μεταφράζεται με το ότι, ισοδυναμεί και αναλύεται σε δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. Αἰσθάνομαί τινας παραβαίνοντας τοὺς νόμους >> Αἰσθάνομαί ὅτι παραβαίνουσίν τινες τοὺς νόμους Μαζαῖος ἤκουσεν ἤδη προσάγοντα Ἀλέξανδρον >> Μαζαῖος ἤκουσεν ὅτι ἤδη Ἀλέξανδρος προσάγει
ΡΗΜΑΤΑ ΔΙΠΛΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑΣ Αρκετά από τα ρήματα που συντάσσονται με κατηγορηματική μετοχή συντάσσονται και με απαρέμφατο, έχουν όμως διαφορετική σημασία. Τέτοια ρήματα είναι τα ακόλουθα: ΡΗΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΞΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ αἰδοῦμαι αἰσχύνομαι γιγνώσκω μανθάνω οἶδα ἐπίσταμαι φαίνομαι ἀνέχομαι ὑπομένω ἄρχομαι μέμνημαι ἐπιλανθάνομαι δείκνυμι ἀποφαίνω δηλῶ + μετοχή =ντρέπομαι που κάνω κάτι +απαρέμφατο (ντρέπομαι να κάνω κάτι) + μετοχή =γνωρίζω / καταλαβαίνω ότι +απαρέμφατο =κρίνω ότι, αποφασίζω να + μετοχή =μαθαίνω / γνωρίζω / γνωρίζω καλά ότι +απαρέμφατο =μαθαίνω / γνωρίζω / γνωρίζω καλά να Οὐ γὰρ αἰσχύνομαι μανθάνων. (= Διότι δεν ντρέπομαι που μαθαίνω) Αἰσχύνομαι εἰπεῖν τἀληθῆ. (= Ντρέπομαι να πω την αλήθεια) [από ντροπή δεν λέω την αλήθεια] Ἔγνω ἐγγὺς ὄντα Ἀλέξανδρον. (= Κατάλαβε ότι ο Αλέξανδρος ήταν κοντά) Ἀλέξανδρος ἔγνω διαβαίνειν τὸν Ἴστρον. (= Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να διαβεί τον Ίστρο) Ἔμαθον τὰς πόλεις σφῶν ὑπ' Ἀλεξάνδρου ἐχομένας. (= Έμαθαν ότι ο Αλέξανδρος κατείχε τις πόλεις τους) Οὐδένα οἶδα μισοῦντα τοὺς ἐπαινοῦντας. (= Δε γνωρίζω κανέναν που να μισεί αυτούς που τον επαινούν) Τοῦτον ἐπίστασθε ὑμᾶς προδόντα. (= Γνωρίζετε καλά ότι αυτός σας πρόδωσε.) Ἔμαθον ἀκοντίζειν. (= Έμαθαν να ρίχνoυν ακόντιο) Ὀλύνθιοι ἴσασι τὸ μέλλον προορᾶν. (= Οι Ολύνθιοι ξέρουν να προβλέπουν το μέλλον ) Τιμᾶν ἐπίστασθε τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας. (= Ξέρετε καλά να τιμάτε τους γενναίους άνδρες) + μετοχή =είναι φανερό ότι, φανερά Πάντων τῶν ἡλίκων διαφέρων ἐφαίνετο. (= Φανερά υπερείχε απ' όλους τους συνομίληκους) +απαρέμφατο =δίνω την εντύπωση ότι Γελοῖός σοι φαίνομαι εἶναι. (= Σου δίνω την εντύπωση ότι είμαι γελοίος) + μετοχή = αντέχω, υπομένω ὑπομένεις με τὸν τυφλὸν κηδεύων (=αντέχεις να φροντίζεις εμένα τον τυφλό.) +απαρέμφατο =τολμώ τὴν χώραν ἐκλιπεῖν ὑπέμειναν (=τόλμησαν να εγκαταλείψουν την πόλη.) + μετοχή = αρχίζω μια ἄρξομαι διδάσκων ἐκ τῶν θείων (=θα αρχίσω πρώτα από ενέργεια και συνεχίζω με άλλη τα σχετικά με τα θεία) +απαρέμφατο = αρχίζω να ἤρξαντο τὰ μακρὰ τείχη οἰκοδομεῖν (=ξεκίνησαν να κάνω κάτι και συνεχίζω με το χτίζουν τα μακρά τείχη) ίδιο + μετοχή = θυμάμαι/λησμονώ ότι κάτι είναι, υπάρχει +απαρέμφατο = θυμάμαι/λησμονώ να κάνω κάτι + μετοχή = αποδεικνύω, φανερώνω ένα γεγονός, καταδεικνύω + απαρέμφατο = εκφράζω μια άποψη, παρουσιάζω ως, ισχυρίζομαι, υποδεικνύω μέμνημαι ἀκούσας ποτέ σου (=θυμάμαι ότι άκουσα κάποτε από σένα.) μεμνήσθω ἀνὴρ ἀγαθὸς εἶναι (=να θυμάται να είναι γενναίος άνδρας) Δειχθήσεται τοῦτο πεποιηκώς(=θα αποδειχθεί ότι έχει κάνει αυτό) δηλώσω οὐ παραγενόμενος (=θα καταδείξω ότι δεν ήμουν παρών) ἔδειξαν λαμβάνειν τα ἐπιτήδεια(=τους υπέδειξαν πώς να παίρνουν τα εφόδια) δηλοῖς γὰρ αὐτὸν σωρὸν ἥκειν χρημάτων ἔχοντα (=τον παρουσιάζεις να έχει έρθει με πάρα πολλά χρήματα).
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ συνημμένη ή απόλυτη πάντα άναρθρη λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός Χρονική μετοχή : σε αόριστο (συνήθως), ενεστώτα ή παρακείμενο (ποτέ σε μέλλοντα) - άρνηση οὐ και μὴ -δηλώνει χρόνο Ισοδυναμεί, αναλύεται και μεταφράζεται με δευτερεύουσα επιρρηματική χρονική πρόταση : όταν, αφού, μόλις, ενώ, ώσπου συχνά συνοδεύεται από χρονικά επιρρήματα : ἅμα (= συγχρόνως), ἐνταῦθα (= τότε), εὐθύς, αὐτίκα (=αμέσως), ἤδη, ἔτι, μεταξὺ, ἄρτι κ.α. δηλώνει το προτερόχρονο (η μτχ.αορίστου και παρακειμένου) ή το σύγχρονο (η μτχ ενεστώτα) και σπάνια το υστερόχρονο σε σχέση με την πράξη του ρήματος Αιτιολογική μετοχή : σε όλους τους χρόνους (σπάνια σε μέλλοντα) - άρνηση οὐ -δηλώνει αιτία Ισοδυναμεί, αναλύεται και μεταφράζεται με δευτερεύουσα επιρρηματική αιτιολογική πρόταση: γιατί, διότι, επειδή συχνά συνοδεύεται με τους προσδιορισμούς διὰ ταῦτα, διὰ τοῦτο, ἐκ τούτου, οὕτως Μπορεί να δηλώνει: α) αντικειμενική αιτιολογία : Συχνά συνοδεύεται από τα μόρια ἅτε (δή), οἷον (δή), οἷα (δὴ). - Μετάφραση : επειδή (πράγματι). β) υποκειμενική αιτιολογία : συνοδεύεται πάντα από το μόριο ὡς, - Μετάφραση: με την ιδέα ότι, επειδή κατά τη γνώμη μου. γ) υποθετική ή ψευδή αιτιολογία : Συνοδεύεται πάντα από το μόριο ὥσπερ. Μετάφραση : σαν να, λες και, διότι τάχα, διότι δήθεν. Ἀρταξέρξου βασιλεύοντος Κῦρος ἐπὶ Σοῦσα ἐστράτευσεν. (= Όταν ο Αρταξέρξης ήταν βασιλιάς, ο Κύρος εκστράτευσε ενάντια στη Σούσα.) ναυμαχίας δὲ πρὸς σελήνην γενομένης, τέτταρας τριήρεις λαμβάνει ὁ Γοργώπας (=όταν έγινε η ναυμαχία υπό το σεληνόφως ο Γοργώπας κυρίεψε τέσσερεις τριήρεις) ἀκροασάμενοι τῆς ἀπολογίας τότε ἤδη ψηφίζεσθε (= αφού ακούσετε την απολογία, τότε ψηφίστε) Ἡ δὲ βουλὴ ἡσυχίαν εἶχεν, ὁρῶσα καὶ τοὺς ἐπὶ τοῖς δρυφάκτοις ὁμοίους Σατύρῳ. (= Και οι βουλευτές παρέμεναν αδρανείς, γιατί έβλεπαν ότι και αυτοί που βρίσκονταν κοντά στο κιγκλίδωμα, [ήταν] όμοιοι με το Σάτυρο.) ἅτε ἐξαίφνης ἐπιπεσόντες ἀνδράποδά πολλὰ ἔλαβον =(επειδή (πράγματι) επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά, πολλούς αιχμάλωτους πιάσανε) τὸν θάνατον δεδίασι δ' ὡς εὖ εἰδότες ὅτι μέγιστον τῶν κακῶν ἐστι (=τον θάνατο τον φοβούνται διότι τάχα [ή: σαν να, λες και] γνωρίζουν πως είναι το πιο μεγάλο κακό) Ὠρχοῦντο ὥσπερ ἄλλοις ἐπιδεικνύμενοι (=χόρευαν, σα να έκαναν επίδειξη σε άλλους) Τελική μετοχή : σε μέλλοντα - άρνηση μὴ - είναι πάντα συνημμένη δηλώνει σκοπό Ισοδυναμεί, αναλύεται και μεταφράζεται με δευτερεύουσα Ἔπεμψε Θεόπομπον τὸν Μιλήσιον λῃστὴν εἰς Λακεδαίμονα επιρρηματική τελική πρόταση : για να, με σκοπό να ἀπαγγελοῦντα τὰ γεγονότα. (= Έστειλε τον Θεόπομπο τον ακολουθεί συνήθως ρήματα κίνησης ή σκόπιμης ενέργειας Μιλήσιο ληστή για να αναγγείλει τα γεγονότα.) ενίοτε συνοδεύεται από το μόριο ὡς ἀνίσταταί τις τῶν Ἀρκάδων τοῦ Ξενοφῶντος κατηγορήσων (=σηκώθηκε κάποιος από τους Αρκάδες για να κατηγορήσει τον Ξενοφώντα) οἱ Ἀθηναῖοι παρεσκευάζοντο ὡς πολεμήσοντες (=οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν για να πολεμήσουν) Υποθετική μετοχή : σε κάθε χρόνο εκτός μέλλοντα - άρνηση μὴ - δηλώνει προϋπόθεση Ισοδυναμεί, αναλύεται και μεταφράζεται με δευτερεύουσα Οὐκ ἔστιν ἡμῖν μὴ νικῶσι σωτηρία. (= Αν δεν νικήσουμε, δεν επιρρηματική υποθετική πρόταση : αν, εάν, σε περίπτωση που υπάρχει σωτηρία για μας.) αποτελεί την υπόθεση λανθάνοντος υποθετικού λόγου θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις (=αν θέλει ο θεός συχνά το ρήμα της πρότασης εκφέρεται με δυνητική ευκτική, δυνητική οριστική ή οριστική μέλλοντα (ανάλογα με το είδος του λανθάνοντος υποθετικού λόγου) επιπλέεις και πάνω σε ένα καλάμι) Κροῖσος Ἅλυν διαβὰς μεγάλην ἀρχὴν καταλύσει (=ο Κύρος αν περάσει τον Άλυ θα καταστρέψει ένα μεγάλο βασίλειο) Εναντιωματική/Παραχωρητική μετοχή : σε κάθε χρόνο εκτός μέλλοντα - άρνηση οὐ - δηλώνει εναντίωση /παραχώρηση Ισοδυναμεί, αναλύεται και μεταφράζεται με δευτερεύουσα επιρρηματική εναντιωματική / παραχωρητική πρόταση : αν και, ενώ, παρόλο που, μολονότι( εναντ.) / και αν, ακόμη και αν, και αν ακόμη (παραχ.) συχνά συνοδεύεται από τα: καί, καίπερ, καίτοι, πάνυ, καὶ ταῦτα (εναντιωματική) - καί, μηδέ, οὐδὲ (παραχωρητική) στην κύρια συχνά υπάρχουν τα: εἶτα, ἔπειτα ἡ Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα δυνατωτάτη ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐφάνη (=η Σπάρτη μολονότι είναι από τις πόλεις με τον μικρότερο πληθυσμό, αποδείχτηκε η πιο ισχυρή στην Ελλάδα) Ὁ μέντοι Ἀγησίλαος ἐκείνους καίπερ ὁρῶν οὐκ ἐδίωκεν.(= Αν και τους αντιλήφθηκε ο Αγησίλαος, δεν τους καταδίωξε.) Καὶ ἀποστᾶσα πόλις ἀφίξεται εἰς σύμβασιν. (= Και αν αποστατήσει, η πόλη θα έρθει σε συμφωνία.)=παραχωρητική Τροπική μετοχή : συνήθως σε ενεστώτα - άρνηση οὐ- είναι συνήθως συνημμένη- δηλώνει τρόπο δεν αναλύεται σε δευτερεύουσα πρόταση. Εἰσὶ δὲ τινες τῶν Χαλδαίων, οἳ ληζόμενοι ζῶσιν. (= Υπάρχουν Μετάφραση : α) αν δεν έχει άρνηση με τροπικό επίρρημα ή με τροπική μετοχή της νέας ελληνικής (με κατάληξη δηλαδή οντας ή - ώντας) ή με το καθώς + ρήμα. β)αν έχει άρνηση με τη φράση: χωρίς να +ρήμα : μερικοί από τους Χαλδαίους που ζουν ληστεύοντας.) ἔρχεται ἡ Μανδάνη πρὸς τὸν πατέρα καὶ τὸν Κῦρον τὸν υἱὸν ἔχουσα (=η Μανδάνη πήγε στον πατέρα της έχοντας (μαζί με) τον Κύρο, το γιο της) Κῦρος ἀνέβη ἐπὶ τὰ ὄρη οὐδενὸς κωλύοντος (=ο Κύρος ανέβηκε στα βουνά χωρίς να τον εμποδίζει κανείς)