Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

Σακιδη Δανάη του Αλέξανδρου, 13 ετών

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Κοσωφίδης Γεώργιος-Ιωάννης, 11 ετών

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Μπελιμπασάκη Αγάπη του Παναγιώτη, 9 ετών

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Καλλιόπη Παπάζογλου του Δημητρίου, 12 ετών

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Ροδοκαλάκη Ευτυχία του Γιώργου, 10 ετών

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών

Δασκαλάκης Αντώνης του Ιωάννη, 8 ετών

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Μαματσή Μερόπη του Μιχαήλ, 9 ετών

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Κεσίσογλου Παρθενία Θεοφανία του Ιορδάνη, 10 ετών

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Σκαρπίδης Νίκος του Μάριου, 7 ετών

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Κοτρίδης Πέτρος του Γεωργίου, 7 ετών

Ζαφειρoπούλου Μαριλένα, Ζαφειρόπουλος Κωνσταντίνος, 13 ετών

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Σακελλάρη Πελαγία του Εμμανουήλ, 12 ετών

Μιχάλη Αναστασία του Ιωάννη, 12 ετών

«Το θέµα είναι που θα πάει; Τουλάχιστον µετά να πήγαινε Μαλανδρίνο, δεν ξέρω»

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το Α' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη Σμπώκου

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών

ΘΕΑΤΡΙΚΟ: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΑΚΗ (ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ: ΟΜΑΔΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΣΤ3, )

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Σταμελάκη Αντωνία του Δημητρίου, 8 ετών

Παρασκευή Κοσμέτου του Θεόδωρου, 11 ετών

Γεωργιάδου Ελευθερία του Κυριάκου, 13 ετών

Μπιάζη Σίσσυ του Κωνσταντίνου, 10 ετών

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Κωσταρίδη Βασιλική-Σωτηρία του Σωτηρίου, 7 ετών

Σιάχου Ισμήνη του Ιωάννη, 12 ετών

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Κάθε βράδυ στο σπίτι του Γιαννάκη γινόταν χαμός! Η μαμά του έτρεχε από πίσω του και τον παρακαλούσε:

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ. Σκηνή 1 η

Modern Greek Beginners

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Ας µιλήσουµε Ελληνικά

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Παναγούλη Ηλιάνα του Βασιλείου, 8 ετών

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Αβραμοπούλου Καλλιόπη του Ιωάννη, 10 ετών

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Ευθυμιάδη Άννα του Γεωργίου, 7 ετών

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Transcript:

καρδιές για φάγωµα Τα δάχτυλά της είχαν κοκκινίσει και τουµπανιάσει και οι χαρακιές στις άκρες τους κόντευαν να σκάσουν, τόσο που περίµενα να αρχίσει να ξεφλουδίζει η πέτσα και να µαζεύεται σαν κουλούρα από σκοινί, µέχρι να φανεί το κόκκαλο. «Άιντε φέρε µου πεντέξι λεµόνια από µέσα να τα ρίξω, τούτα δω δεν θα µου φτάσουνε. Άιντε, τζάνη». Παράτησα το βιβλίο κάτω και τινάχτηκα όρθιος να της τα φέρω. «Μπα, πού έχει λεµόνια;» τον ρώτησα µόλις µπήκα µέσα. Καθόταν στον καναπέ κι έβλεπε τηλεόραση, άκουγε πιο σωστά, γιατί είχε κλείσει τα µάτια και περίµενε να τον πάρει ο ύπνος. Σαν να τον είχα σκουντήσει µε σκουπόξυλο, ανακατεύτηκε στη θέση του και µε κοίταξε µε τα µικρά, γεµάτα ρυτίδες, µάτια του. «Τι τα θέλει, µωρέ;» «Μια γυναίκα της έδωσε κάτι αγκινάρες να τις καθαρίσει. Πού έχει;» «Για, κει στο ντουλάπι είναι. Πάρε πολλά, τζάνη, να µην µαυρίσουνε. Άιντε, άιντε». Τα άφησα στην ποδιά της µαλακά, σαν να ήταν από γυαλί. Με φίλησε στο µέτωπο κι αµέσως έπιασε να τα κόβει στη µέση, χραπ χραπ, κοφτές κινήσεις λες κι ήταν κάνας ξιφοµάχος του µεσαίωνα, και τα µούτρα της µάζευαν από την ξινίλα. «ες πώς µου γινήκαν τα δάχλα, της µαύρης. Ωι, πέθανα». «Από τις χλωρίνες είναι, µα;» «Απ τις χλωρίνες κι απ τα σύρµατα κι απ τα τριψίµατα. Κάτσε να τις ρίξω µέσα να µη µαυρίσουνε». Τώρα που είχε γίνει σχεδόν κίτρινο το νερό από το λεµόνι, άρχισε να κόβει τις αγκινάρες και να τις ρίχνει κατευθείαν µέσα. Καθισµένη πάνω στο χώµα της αυλής, έγλειφε που και που τα δάχτυλά της για να δροσίσουν και κοίταζε αλλού για να µην της µπαίνει το λεµόνι στα µάτια. «Να βάλει πολλά λεµόνια, πες της. Ακούς; Να χει µπόλικο ξίδι να µην µαυρίσουνε» ακούστηκε από µέσα. «Πάψε, συ! Νάτος, πετάχτη να κάµει το χωροφύλακα. Ξέρω τι κάµω, µωρ ντε» «Καλά, καλά. Θα σε ιδώ» «Για, δεν βάνει γλώσσα, ο διάολος. Μπα και θες καµία εσύ να τήνε κάµεις ψητή να φας ακουρφάς; Μωρέ, δεν σου δίνω. Μου τις έδωκε η κυρά-μαρία να τις καθαρίσω κι είναι ακριβές, δεν είναι για τα δόντια σου. Είναι καλή, η µαύρη, τόσα µου δίνει, και παραπάνω λεφτά για τις σκάλες, και τσουρέκια το Πάσχα και κάνα παπούτσι που δεν το έχουν χρεία να το δίνουµε στο παιδί. Καλή, η µαύρη». Κάτι µουρµούρισε ο πατέρας, που φυσικά κανείς δεν θα µπορούσε να αποκρυπτογραφήσει. Μπορεί να τον είχε πάρει κι ο ύπνος κιόλας, έτσι κι αλλιώς πάντα µε το ένα µάτι ανοιχτό κοιµόταν, για να είναι έτοιµος κάθε στιγµή να πεταχτεί και να δώσει οδηγίες. «Άι βάλ του παιδιού να φάει, σήκω. εν εχόρτασες ύπνο. Πάρε καψίχα κρέα απ το ψυγείο και βάλτο να ζεσάνει στη σόµπα να φάει. Άι, σήκω». «Εντάξει, µάνα, θα βάλω εγώ» έκανα. Σηκώθηκα µαζί µε το βιβλίο και πήγα ξανά µέσα, αλλά ο πατέρας µε είχε προλάβει κι είχε βάλει ήδη τη µισή µπριζόλα που είχε µείνει από χθες να ζεσταθεί. «Άι, τζάνη, κόψε και καψίχα τυρί και ψωµί και φάε. Θες νερό;» Έγνεψα όχι και σε λίγο άρχισα να µασουλάω το κρέας ανόρεχτα. Κάπου κοντά που πήγαινα να χορτάσω, την άκουσα από την αυλή.

«Ωι, που να µε πάρει η ασραπή, να µε πάρει. Και πώς µαυρίσαν οι διαολεµένες, δεν τους έφτασε το λεµόνι; Ου, που να µε πάρει η µπόρα!» Στη στιγµή πετάχτηκε από τον καναπέ ο πατέρας και βγήκε έξω. «Τι; Τι, µωρέ; Μαυρίσανε;» «Τι κάµανε οι διαολεµένες, δεν τις βλέπεις; Και τι θα κάµω τώρα, είναι κι ακριβές, που να τις πάρει». «Ου, µαύρη, και δεν σου είπα εγώ βάλε κι άλλο λεµόνι; Το πα, εγώ». «Αν θες, µη µε διαολίζεις κι εσύ τώρα! Τι θα της πω τώρα της αλληνής;» Εγώ µέχρι τότε παρακολουθούσα αµίλητος, χωρίς να πολυκαταλαβαίνω. «Καλά, τόσο ακριβές είναι; Γιατί δεν παίρνουµε άλλες;» ρώτησα. «Από έξι κιλά δεν τρώνε ούτε πέντε νοµαταίοι, δεν βλέπεις τι µένει άµα τις καθάρεις; Για, άι στο πορτοφόλι µου και πάρε δυο κοσάρικα και άιντε στο µανάβικο, πάρε όσα φτάσουν. Είναι από τις άγριες κιόλας, τις ακριβές. Τι να κάµουµε; Άιντε». «Το πα γω, δεν το πα; Να κι άλλα λεφτά τώρα, λες και τα γεννάµε». «Πάψε συ! Τι να κάµουµε τώρα;» Η µάνα σηκώθηκε να ξαπλώσει λίγο στον καναπέ, να ισιώσει το σκεβρωµένο της κουφάρι, που τόσα χρόνια είχα κάνει γωνίες σαν σκάλα. Εγώ πήρα τα λεφτά κι έτρεξα στο µανάβικο, και ο πατέρας από πίσω να µουρµουράει: «Το πα εγώ, δεν το πα; Λες και τα γεννάµε» Όταν τις έφερα, είχε κόψει από ώρα κι άλλα λεµόνια και τα είχε πετάξει µέσα στη λεκάνη. «Θα βάλω µπόλικα να πιάσει» είπε και συνέχισε να κόβει. Μεσηµέριαζε, γυαλί ο αέρας και η υγρασία να τρυπάει τα κόκκαλα κι εκείνη στη µέση της αυλής πάνω στο χώµα να κόβει και να κόβει. «Για πότε τις θέλει;» ρώτησα. «Για απόψε, θα έχει κόσµο. Θα τις καθαρίσω και θα τις πας εσύ στη Μαρία, να σε δει κιόλας που έχει καιρό. Να πας, παιδί µου, σε συµπαθάνε αυτοί, σε θέλουνε. Καλοί ανθρώποι, να τους κάµουµε κι εµείς µια ξυπηρέτηση, τόσα µας δίνουν». «Και πότε θα ξεκουραστείς, ρε µα;» «Για, πότε θα ξεκουραστώ; Θα ξεκουραστώ κι εγώ, τι να κάµουµε; Αφού είναι ο άλλος ο ανεπρόκοπος, πρέπει να δουλεύει και κάποιος. Κι αυτός ο µαύρος, όµως, γέρος είναι, δεν αµπορεί. Ασ τονε». «Είσαι από τα χαράµατα όρθια, που πήγες στο χωράφι». «Καλά, καλά, άιντε µέσα τώρα να κάµεις λίγη παρέα του πατέρα σου. Θα σε φωνάξω άµα είναι». Την άφησα εκεί µονάχη και βρήκα τον πατέρα να ροχαλίζει πάνω στον καναπέ. εν το έκανε επίτηδες, φυσικά, αλλά αυτό το πριόνισµα και το ξεφύσηµα, σαν να έσερνες κασόνια πάνω σε χαλίκι και να σφυράς ταυτόχρονα, µου είχε στοιχειώσει τα αφτιά από τότε που θυµόµουν τον εαυτό µου. Αλαφροπατώντας, έκατσα στην πολυθρόνα κι έπιασα το βιβλίο. εν θα είχα διαβάσει πέντε λεπτά όταν την ξανάκουσα να φωνάζει απ έξω. «Τι έγινε, µωρέ; Πάλε;» φώναξε ο πατέρας την ώρα που έξυνε την κοιλιά του κι έτριβε τα µάτια του για να τα καθαρίσει από τις τσίµπλες. «Τι στο διάολο γένεται;» να φωνάζει η µάνα και να χτυπά τα χέρια της και να τα σφίγγει. «Τόσο λεµόνι τους έβαλα, δεν τους έφτασε;»

«Πάλε δεν έβαλες µπόλικο, µωρέ. Να σε ιδώ τι θα της πεις τώρα, για. Χαλάς τις αγκινάρες του κόσµου λες κι είναι παξιµάδια και τις βρίσκουν στο δρόµο». «Τσάµπα τα κοσάρικα, τι θα κάµω τώρα! Μωρέ, µπας και έχω κάνα λάθο; Άι ρώτα λίγο τη µανάβισσα πώς δεν µαυρίζουνε, µπα κι έχω κάνα λάθο». «εν πάγω πουθενά εγώ. Έτσι όπως τα έκαµες τώρα, δεν πάγω πουθενά». «Αι λίγο, τζάνη» γύρισε και µου είπε. «εν της λες καλύτερα να τις δώσει σε κάναν άλλο; Να µην τρέχουµε κι εµείς, ρε µα, να ξεµπερδεύουµε» απάντησα. «Αγκινάρες είναι, δηλαδή, για όνοµα, όχι σολοµός». «Και τι λες, µωρέ; Τώρα µου τις έδωσε εµένα, πάει. Να της πω ότι µου µαυρίσανε; Για δες, έχω τίποτα στο πορτοφόλι;» Πήγα κι έψαξα. Ήταν άδειο. «Καλά, πότε τέλεψε κι αυτό το έρµο; εν ες εσύ κάνα φράγκο;» γυρνάει στον πατέρα. «Εγώ πού να χω, λες κι έχω τη σύνταξη! Τρέχα γύρευε, µαύρη, έτσι όπως τα καµες». «Θα σας έδινα εγώ» µπήκα στη µέση «αλλά τα έδωσα χτες για να πάρω το βιβλίο και έχω µείνει µε κάτι ψιλά µόνο». Η µάνα σηκώθηκε και πήγε να κάτσει σε µια πλαστική καρέκλα. Μουρµούραγε κάτι κατάρες µέσα από τα δόντια της και έµπλεκε τα δάχτυλά της σε ένα σάρκινο κουβάρι που το δάγκωνε κάτι στιγµές. Σαν να έσερνε µε τη µέση της ένα γρανιτένιο βράχο πλησίαζε κατά την καρέκλα. Ο πατέρας πήγε µέσα στο ψυγείο και πρέπει να άνοιξε κάνα σαλάµι, γιατί τον άκουγα που µασούλαγε, πλαφ πλαφ πλαφ, τα χείλια του. «Για ιδές, πήγαινε και ζήτα από τη θεία σου κάνα πενηντάρι και θα της τα δώκουµε από βδοµάδα που θα πλερωθούµε, πες της» µου είπε η µάνα. Έµενε κοντά η θεία και σε τέσσερα λεπτά είχα φτάσει. Την βρήκα να κάθεται στο µπαλκονάκι έξω και να βαράει κάτι µύγες µε τη σκοτώστρα. «Καλώς τον. Πού είσαι σύ; Έλα να φας κάνα λουκούµι, έχω φρέσκο». «Κάτσε, δεν έχω χρόνο» της είπα και της εξήγησα. Βάρεσε µερικές στον αέρα µε τη σκοτώστρα κι έκανε ότι ψαχούλευε τις τσέπες του παντελονιού της, που δεν είχε. «εν έχω, αγάπη µου. Σε κάτι σπίτια που πήγα µου δώκανε λίγα, αλλά τα θέλω για αύρι, που θα πάω να πάρω λίγο κρέα γιατί θα έχω µουσαφιραίους. Να χα θα σου δινα, τι να σου κάµω, χήρα γυναίκα είµαι κι εγώ». «Τίποτα, ρε θεία; Τα θέλει η µάνα». «Αγάπη µου, να σου έδινα, αλλά έχω µουσαφιραίους αύρι. Έλα µεθαύρι που θα πλερωθώ, ναι, µεθαύρι». «Ασ το, δεν κάνει» της είπα κι έφυγα. Η µάνα άρχισε να σταυροκοπιέται. «Που να την πάρει κι αυτήνα, σιγά µην σου δινε. Την ξέρω γω, όλο για φιγούρα τα έχει. Τι τα κάµει, µωρέ, στον τάφο θα τα πάρει;» Ο πατέρας είχε ανάψει ένα τσιγάρο και το κάπνιζε µε µισόκλειστα µάτια. «Να σου πω, άιντε από το Μάρκο µία. Φίλος είναι, κάτι θα σου δώκει» είπε και συνέχισε να φουµάρει, τόσο που µε το ζόρι τον ξεδιάκρινα πίσω από τον καπνό. Τίναξα τους ώµους και βγήκα ξανά στο δρόµο. Έµενε µετά την πλατεία, µε τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του -ένα παιδί κι ένα κορίτσι, όπως έλεγε αυτός κι όλοι στο χωριό. Τον βρήκα να

ρίχνει πασιέντζα στην αυλή, η τράπουλα χυµένη όπως όπως πάνω στο µουσαµά του τραπεζιού, µε ένα ψιλοάδειο ποτήρι µπίρα παραδίπλα. «Έλα, ρε µικρέ. Πού σαι; Πώς πάν τα διαβάσµατα; Κάτσε να πίουµε µια µπίρα». «Καλά πάνε, καλά. Να σου πω, θέλω χάρη. Ο πατέρας έχει ανάγκη από λίγα λεφτά. Τα θέλει για απόψε, έχεις; Θα στα δώσει από µεθαύριο που θα πληρωθεί». Άδειασε το ποτήρι. Γύρισε το σβέρκο του κατά µέσα στο σπίτι και φώναξε δυνατά, έτσι που είδα τη φλέβα του λαιµού του να πετιέται σαν χοντρό σκουλήκι. «Φωτεινή, έτοιµο το φαί; Άντε, πότε θα φάµε, µεσηµέριασε». Γύρισε και µε κοίταξε. «Έχει το παιδί και βυζαίνει και δεν µποράει ούτε να µαγειρέψει πια. Πόσα θες;» «Ένα πενηντάρι». «Πενηντάρι; Τι του ρθε του πατέρα σου, µωρέ, να πάρει αµάξι στα γεροντάµατα;» Γέλασε και χτύπησε την παλάµη του πάνω στο µουσαµά. «Άκου να σου πω, εµένα που µε βλέπεις εδώ πέρα, αν είχα πενηντάρια να τα σκορπάω πέρα δώθε θα καθόµουνα να ρίνω πασιέντζες; Έχω να δουλέψω δυο βδοµάδες, η Φωτεινή έχει το παιδί και δεν µποράει να βγει για δουλειά, από τα έτοιµα τρώµε. Για, εδώ είµαι κάθε µέρα. Αν είχα καµιά δουλειά να βγάνω ψωµί, θα καθόµουνα να ρίνω πασιέντζες;» «Μα, θα στα δώσουµε µεθαύριο, ρε Μάρκο». «Ε, καλά τώρα, λες κι είµαστε χθεσινοί. Γνωριζούµαστε, ένα χωριό είµεσα όλοι. Ξέρεις πώς πάν αυτά, δανεικά σήµερα, αγύριστα αύρι. Και ποιος θα τον πλερώσει τον πατέρα σου ή την µάνα σου για να µου τα δώκει πίσω; ουλειά δεν έχει για κανέναν τώρα, παρ εκτός για τα σκουλήκια. Έτσι καταντήσαµε». Τι να του έλεγα; Είχα δει και στην πόλη πώς ήταν τα πράγµατα κι ήξερα, την αλήθεια έλεγε, µια αλήθεια απλή, µέσα από µάτια καθαρά και βλέφαρα σκονισµένα µε το χώµα του χωραφιού. Την ήξερα κι εγώ την αλήθεια αυτή, αλλά την έβλεπα πιο κάλπικα, σαν ένας γραφιάς, όχι όπως εκείνος ο άνθρωπος. «Καλά, ρε Μάρκο. Ας είναι. ώσε χαιρετίσµατα στην γυναίκα σου». «Κάτσε, µωρέ. Κάτσε, ρε διάολε. Φωτεινή! Έτοιµο το φαί; Σρώσε να φάµε και βάλε κι άλλο πιάτο να κάτσει ο-» «Όχι, όχι, θα φύγω. Έχω φάει κιόλας». «Ε, λίγη µπίρα, µωρέ. Να, πάρε τούτην, είναι κρύα, να τήνε πιεις στο δρόµο. Άιντε, στο καλό. Και, πού σαι, πες του πατέρα σου, ότι Ότι Θα καταλάβει. Ξέρει». Πήρα ένα κουτάκι µπίρας στα χέρια µου, ήταν πράγµατι κρύο, τον ευχαρίστησα και γύρισα να ξεµακρύνω. Μόλις έφτασα στην πλατεία, το πέταξα σαν κοτρώνα µέσα στο ποταµάκι και µε ένα ρούφηγµα του νερού χάθηκε στον πάτο. «Γιατί δεν της λες απλά τι έγινε, ρε µάνα;» «Είσαι καλά, παιδί µου; Τι να της πω; Ντροπής πράµατα! Τόσες ξυπηρετήσεις µας έχουν κάµει αυτοί και µια φορά µου είπανε κι εµένα να τους κάµω µια, τι να τους πω;» «Καλά, νοµίζεις ότι θα τους καθαρίσεις τις αγκινάρες και θα σε πάρουν για καλύτερη, µαύρη;» πετάχτηκε ο πατέρας από δίπλα. «Πάψε, συ! Άιντε. Πού θα βρούµε κανένα λεφτό, µωρέ; Για δες καλύτερα, δεν σου έχει µείνει κανένα; Ψάχτης καλά;» «Ωχού, ες όρεξη. Παιδία είµεσα; Αι ζητιάνεψε όξω άµα θες, άλλος δεν έµεινε να χαλέψουµε».

«Θα πάγω, θα πάγω, εκεί θα µε καταντήσεις. Κακό χρόνο να χεις, ανάθεµα την ώρα που σε πήρα, δεν έχεις φράγκο ούτε για ένα ξεροκόµµατο. Τι πατέρας είσαι, µαύρε, που ες να δουλέψεις από τα πρόπερσι;» «Τι θες τώρα, µωρέ; Τι θες; Εγώ σου φταίω; Ποιος έχει δουλειά για να έχω εγώ, λες κι είµαι κάνας επιστήµονας; Αι λείψου, µη µε σκοτίζεις κι εσύ, δεν έχω την όρεξή σου!» «Σταµατήστε!» δεν άντεξα άλλο. «Τι κάνετε έτσι; Έρχοµαι για λίγες µέρες και κάθεστε και τρώγεστε σαν τα σκυλιά; Καλύτερα στην πόλη παρά εδώ µε σας». «Να, στεναχώρησες και το παιδί, σαν δε ντρέπεσαι! Τέτοιος είσαι. Κάτσε, τζάνη, κάτσε. ε βλέπεις τι γένεται; Η άλλη µου έδωσε το πράµα της κι εγώ το χάλασα. Κάτι πρέπει να κάµουµε, δεν πρέπει;» «Ου, µαύρη, το χαβά σου» να ψελλίζει ο πατέρας. «Τι πετιέσαι σύ, που να σε πάρει η µπόρα. Πάψε, πάψε, πάψε». Ανοιγόκλεισα λίγο τα µάτια µου για να δω καλύτερα τη µάνα. Πήγαινε πόσος καιρός, δεν µπορούσα να θυµηθώ, από τότε που την είχα δει να κλαίει για τελευταία φορά και είχα ξεχάσει σχεδόν πώς είναι. εν µπορούσα άλλο εκεί µέσα. Πετάχτηκα από την καρέκλα, βγήκα έξω και το µπαµ της πόρτας που έκλεινε κάλυψε τον αχνό λυγµό που έβγαζε η γυναίκα µέσα στο σπίτι. Τους είχα ξεχάσει τους δρόµους. Περπατούσα µε το κεφάλι σκυφτό και τα χέρια στις τσέπες, στα τυφλά, και κάποια στιγµή είδα µια πράσινη τέντα και µια πρόσοψη σαν από ουράνιο τόξο. Κόντευε τρεις η ώρα και το µανάβικο έκλεινε. Η κυρα-γιώτα καθώς κλείδωνε, µε είδε και µου έσκασε ένα χαµόγελο. Γρήγορα άφησε το µαγαζί και έφυγε µέσα στο σαραβαλάκι της, κάνοντας έναν θόρυβο σαν νεκρός που ψυχορραγούσε. Και µόλις ο νεκρός ψόφησε και ησύχασε, τίποτα πια δεν ακουγόταν, γιατί τα φυσήµατα και τα ροχαλητά του ύπνου δεν µπορούν να τρυπήσουν τους τούβλινους ήχους των σπιτιών. Και τα ντουβάρια τα ίδια έδειχναν να κοιµούνται, λες και τα παράθυρα και οι πόρτες των σπιτιών ήταν βλέφαρα που είχαν σφραγίσει. Στάθηκα λίγο µετέωρος στην µοναχικότητά µου. Η ζέστη πηχτή σαν µέλι, µόνο πιο αρµυρή, από τον αέρα της θάλασσας. Μάζεψα µε την ανάποδη της παλάµης µου λίγο ιδρώτα και τον τίναξα στο χώµα κι άκουσα το τσιτσίρισµα. Λίγος είχε ξεµείνει στην άκρη του µατιού µου και µε έτσουξε. Γύρω ψυχή. Προσπάθησα να δηµιουργήσω στον εαυτό µου την εντύπωση ότι αυτό το πραγµατάκι που κρεµόταν και γυάλιζε από την πόρτα ήταν µοναχά αντικατοπτρισµός, ένα πρόστυχο νεύµα του µεσηµεριάτικου καύσωνα, ένα µπάσταρδο παιδί του. Όµως όσο περισσότερο εστίαζα πάνω του, το τοπίο ξεθόλωνε και έπαιρνε σχήµα, ξεδιάκρινα την υφή και τη λάµψη του µετάλλου µε µια αδιαµφισβήτητη καθαρότητα. Άνοιξα το βήµα µου και ζύγωσα το κλειδί, έριξα µια µατιά γύρω, ερηµιά, το έσφιξα και άνοιξα την πόρτα, κι όλα γίνονταν πολύ αργά, λες και οι κινήσεις κολυµπούσαν µέσα στο µέλι. Σάρωσα τα καφάσια και είδα στη γωνιά ένα γεµάτο µε αγκινάρες και άρπαξα µια µεγάλη σακούλα και τη γέµισα στα γρήγορα, πρέπει να ήταν πάνω από έξι κιλά, και την φορτώθηκα και βγήκα έξω και κλείδωσα την πόρτα κι έτρεξα στο σπίτι. Η µάνα έκανε λες και της είχα φέρει κανένα χαµένο γυιο. «Πού το βρες, τζάνη; Και τούτες είναι πρώτες, δες τες! Έλα, έλα να σε φιλήσω, εσύ µου έµεινες µονάχα».

Με φίλησε στο µάγουλο όπως δεν θυµόµουν ίσως ποτέ να το έχει κάνει, ένιωσα την ευτυχία της να περνάει από τα χείλη της στα µάγουλά µου. «Πες, µωρέ. Πού τις ήβρες τις αγκινάρες;» ρωτάει ο πατέρας. «Είχε η µάνα ενός φίλου, δεν τον ξέρεις». «Ποιου φίλου, µωρέ; Πού τους ήβρες εσύ τους φίλους εδώ κάτω;» «Ε, τώρα, αφ το παιδί, τι το πρήζεις; εν λες σπολλάτη; Άιντε, γρήγορα, φέρε λεµόνια, πολλά, όσα έχουµε. Γρήγορα, τούτο είναι δώρο από το Θεό. Άιντε, τι κάθεσαι;» Γρυλίζοντας, πήγε και της έφερε. Καθισµένος µέσα εγώ, µε το βιβλίο ανοιχτό πάνω στα πόδια µου, άκουγα ένα απροσδιόριστο βουητό να βγαίνει από την τηλεόραση και µετά από κάµποση ώρα, η µάνα µε φώναξε να πάω έξω να δω, λες κι είχε έρθει η ευτέρα Παρουσία, και µου έδειξε µε καµάρι µια λεκάνη γεµάτη µε καθαρισµένες, λαµπερές, κάτασπρες αγκινάρες. «Τόσο λεµόνι έβαλα, πού θα µου πήγαινε!» να φωνάζει και να γελάει. Μου τις έβαλε προσεκτικά σε µια κόκκινη λεκανίτσα, τη σκέπασε µε ένα κεντητό σεµεδάκι και την έβαλε στα χέρια µου. «Άιντε, καλήν τους όρεξη από µένα, πες της» είπε και την σταύρωσε στον αέρα. Στο δρόµο για το σπίτι της κυρα- Μαρίας πέρασα από το µανάβικο. Η Γιώτα µε χαιρέτησε και µε ευχαρίστησε που τις είχα επιστρέψει τα κλειδιά το µεσηµέρι. «Την ευκή µου να χεις, λεβέντη µου. Να σε χαίρουνται οι δικοί σου». Χαµογέλασα µε µετριοφροσύνη και συνέχισα. Ήταν απόγευµα πια. Έφτασα στην πόρτα της κυρα-μαρίας και χτύπησα το κουδούνι. Γρήγορα φάνηκε, στρουµπουλή, ροδοκόκκινη, µε τα σκουλαρίκια της και τα λούσα της. «Α, τις έφερες; Μπράβο, παλληκάρι µου. Να πεις ευχαριστώ στη µανούλα σου, ε;» Κράταγα σφιχτά τη λεκάνη, µην µου πέσει, και την ώρα που της την πέρναγα αισθανόµουν µια ηλεκτρική εκκένωση στα δάχτυλά µου. Χαµογέλασα, µε καµάρι αυτή τη φορά, γιατί θυµόµουν της µάνας µου το χαµόγελο. «Καλοφάγωτες, λέει». «Τι; Α!» είπε και γέλασε κι άρχισε να ξεµακραίνει µε τη λεκάνη. «εν ήταν γραφτό, παιδί µου. Μην νοµίζεις, κι εµάς ποτέ δεν µας αρέσανε, αλλά τις είχαµε για έδεσµα. Οι µουσαφιραίοι που θα έρθουν απόψε όµως ούτε κι αυτοί τις τρώνε, τελικά. Τις σιχαίνουνται». Περπάτησε λίγα µέτρα και άνοιξε µια πορτούλα που έµπαινε στο κοτέτσι. Έβγαλε το σεµεδάκι κι έχυσε τις καρδιές στο πάτωµα κι οι κότες ορµήξανε κατά πάνω τους και τις ρηµάξανε. «Καλή σου µέρα, παιδί µου» είπε και µπήκε στο σπίτι.