27/09/2019 ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΕΒΕΣΙ (KÖVESI) ΩΣ ΤΗΣ
Σύμφωνα με το από 25 Σεπτεμβρίου 2019 δελτίο τύπου της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησαν να διορίσουν την κυρία Λάουρα Κοντρούτσα Κέβεσι ως την πρώτη Ευρωπαία Γενική Εισαγγελέα. Ο Επίτροπος Προϋπολογισμού και Ανθρώπινων Πόρων, κ. Έτινγκερ δήλωσε: «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εργάζεται σκληρά για να διασφαλίσει ότι κάθε ευρώ από τον προϋπολογισμό της ΕΕ δαπανάται σύμφωνα με τους κανόνες και αποφέρει προστιθέμενη αξία για την ΕΕ. Αυτό σημαίνει επίσης αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Μέχρι σήμερα η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) συνέβαλε αποφασιστικά στην επίτευξη αυτού του στόχου και θα συνεχίσει το έργο της ως ανεξάρτητης υπηρεσίας ερευνών, ανοίγοντας τον δρόμο για ανακτήσεις πόρων και άλλα μέτρα προστασίας. Ο Ευρωπαίος γενικός εισαγγελέας θα διασφαλίσει ότι οι σχετικές ενέργειες θα προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα σε ενωσιακό επίπεδο, ούτως ώστε οι παραβάτες να παραπέμπονται όντως στη δικαιοσύνη σε περιπτώσεις ποινικών αδικημάτων εις βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης. Εύχομαι στη νεοεπιλεγείσα γενική εισαγγελέα κάθε επιτυχία στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων. Τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η OLAF θα την υποστηρίξουν σθεναρά στα μελλοντικά της καθήκοντα».
Η Επίτροπος Δικαιοσύνης, Καταναλωτών και Ισότητας των Φύλων, κα. Γιούροβα δήλωσε: «Η συμφωνία αυτή αποτελεί ισχυρό μήνυμα ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει με σοβαρότητα την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος και την προστασία των χρημάτων των φορολογουμένων. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποτελεί πρωτοποριακό στο είδος του μηχανισμό, που θα δίνει προτεραιότητα στο διασυνοριακό έγκλημα και θα διασφαλίζει ότι κανένα έγκλημα κατά του προϋπολογισμού της ΕΕ δεν θα μένει ατιμώρητο. Απαντά στα αιτήματα των Ευρωπαίων πολιτών και εξοπλίζει τους Ευρωπαίους εισαγγελείς με νέα, τολμηρά εργαλεία, για να διερευνούν και να διώκουν αυτά τα εγκλήματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Χαιρετίζω τη συμφωνία για τον διορισμό της κυρίας Κέβεσι ως της πρώτης Ευρωπαίας γενικής εισαγγελέως. Είμαι απόλυτα πεπεισμένη ότι η κυρία Κέβεσι θα κάνει εξαιρετική δουλειά ως επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Με τη συμφωνία αυτή θα καταστεί πλέον δυνατή η σύσταση της νέας αυτής υπηρεσίας έως το τέλος του 2020, όπως έχει προγραμματιστεί. Η Επιτροπή θα παραμείνει ένθερμος υποστηρικτής των συλλογικών προσπαθειών για την καταπολέμηση της απάτης και της διαφθοράς στην ΕΕ».
Να υπενθυμίσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα είναι ανεξάρτητη και αποκεντρωμένη εισαγγελική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αρμοδιότητες έρευνας, άσκησης διώξεων και παραπομπής στη δικαιοσύνη εγκλημάτων κατά του προϋπολογισμού της ΕΕ, όπως απάτη, διαφθορά ή σοβαρή διασυνοριακή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ για ποσά μεγαλύτερα των 10 εκατομμυρίων ευρώ. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα λειτουργεί ως ενιαία αρχή σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και θα συνδυάζει ευρωπαϊκές και εθνικές προσπάθειες επιβολής του νόμου σε μια ενιαία, αδιάλειπτη και αποδοτική προσέγγιση. Ειδικότερα, θα συγκεντρώνει εμπειρογνωμοσύνη και πείρα και θα λειτουργεί ως ενιαία υπηρεσία σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Θα είναι σε θέση να ενεργεί άμεσα σε διασυνοριακές υποθέσεις, χωρίς να απαιτούνται χρονοβόρες διαδικασίες δικαστικής συνεργασίας. Θα έχει επίσης το περιθώριο να ακολουθεί ενιαία πολιτική σε ό,τι αφορά την άσκηση διώξεων, βάζοντας έτσι τέλος στην υφιστάμενη αποσπασματική προσέγγιση. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα υπερβεί τα υπάρχοντα προβλήματα και θα χειρίζεται υποθέσεις απάτης που αφορούν χρήματα της ΕΕ άνω του ποσού των 10.000 ευρώ, καθώς και περίπλοκες υποθέσεις διασυνοριακής απάτης στον τομέα του ΦΠΑ στις οποίες η ζημία θα υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ. Αναμένεται ότι η σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την άσκηση διώξεων και την ανάκτηση χρηματικών ποσών που χάθηκαν λόγω απάτης.
Η συνθήκη της Λισαβόνας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην καταπολέμηση του σοβαρού οικονομικού εγκλήματος με διασυνοριακή διάσταση. Η νομική βάση και οι κανόνες για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας προβλέπονται στο άρθρο 86 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο ορίζει ότι: «Για την καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία μέσω κανονισμών, μπορεί να συστήσει Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εκ της Eurojust». Το άρθρο 86 της ΣΛΕΕ προβλέπει, επίσης, τη δυνατότητα σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μέσω ενισχυμένης συνεργασίας, εάν το επιθυμεί ομάδα 9 τουλάχιστον κρατών μελών της ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα είναι αρμόδια για αδικήματα που επηρεάζουν τον προϋπολογισμό της Ένωσης, όπως ορίζεται στην οδηγία σχετικά με την καταπολέμηση της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω του ποινικού δικαίου (οδηγία ΠΟΣ), που εκδόθηκε στις 5 Ιουλίου 2017.
Η ενισχυμένη συνεργασία είναι μια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας τουλάχιστον εννέα κράτη μέλη συμφωνούν να προχωρήσουν στην καθιέρωση στενότερης συνεργασίας σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, 22 κράτη μέλη επιθυμούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να ενισχύσουν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα αποτελεί βασικό παράγοντα στην καταπολέμηση των εγκλημάτων σε βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Αυτό θα είναι σημαντικό βήμα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ. Τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη θα έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να προσχωρήσουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αργότερα. Ο κανονισμός για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο πλαίσιο ενισχυμένης συνεργασίας εκδόθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2017 και άρχισε να ισχύει στις 20 Νοεμβρίου 2017. Μέχρι σήμερα συμμετέχουν 22 χώρες της ΕΕ. Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού είναι τα εξής: Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Τσεχική Δημοκρατία και Φινλανδία, οι Κάτω Χώρες και η Μάλτα.
Η έδρα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα βρίσκεται στο Λουξεμβούργο και η θητεία της κυρίας Κέβεσι θα είναι επταετής, χωρίς δυνατότητα ανανέωσης. Η κυρία Κέβεσι θα είναι υπεύθυνη για την οργάνωση των εργασιών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας: την εκπροσώπησή της, την καθοδήγηση των δραστηριοτήτων της και τη μέριμνα για την αποτελεσματική λειτουργία της. Αναφορικά με την αναγκαιότητα της νέας αυτής υπηρεσίας, να σημειωθεί ότι τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ δεν προστατεύονται επαρκώς και η διασυνοριακή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ προκαλεί σημαντικές απώλειες στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Ειδικότερα, υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο οι εθνικοί προϋπολογισμοί σε όλη την Ευρώπη χάνουν έσοδα ύψους τουλάχιστον 50 δισ. ευρώ από τον ΦΠΑ λόγω διασυνοριακής απάτης.
Καταρχάς, τα υπάρχοντα όργανα της ΕΕ η OLAF (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης), η Eurojust (ο οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης) και η Ευρωπόλ (Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία) δεν μπορούν να διενεργούν ποινικές έρευνες ή να ασκούν διώξεις σε υποθέσεις απάτης. Η OLAF μπορεί να ενημερώνει μόνο για τα αποτελέσματα των διοικητικών της ερευνών τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες στη συνέχεια αποφασίζουν ανεξάρτητα εάν πρέπει ή όχι να κινηθεί ποινική δίωξη με βάση τις διαπιστώσεις της OLAF. Δεύτερον, οι προσπάθειες των εθνικών διωκτικών αρχών είναι αποσπασματικές και περιορίζονται στα όρια του εκάστοτε οικείου κράτους μέλους, τα οποία δεν λαμβάνουν πάντοτε τα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των εγκλημάτων εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Σήμερα, μόνο περίπου το 50% των συστάσεων για κίνηση δικαστικών διαδικασιών τις οποίες απευθύνει η OLAF στις εθνικές εισαγγελικές αρχές καταλήγουν σε παραπομπή στη δικαιοσύνη. Επιπλέον, τα ποσοστά παραπομπής διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών.
Ειδικότερα, επί του παρόντος, μόνο οι εθνικές αρχές μπορούν να διεξάγουν έρευνες και να ασκούν διώξεις για απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Ωστόσο, οι εξουσίες τους περιορίζονται εντός των εθνικών συνόρων. Τα εγκλήματα κατά του προϋπολογισμού της ΕΕ είναι συχνά περίπλοκα. Διαπράττονται με τη συμμετοχή πολλών δραστών, με βάση πολυσύνθετα και λεπτομερή σχέδια, και επεκτείνονται σε διάφορες χώρες και σε διαφορετικές έννομες τάξεις. Επιπλέον, για να είναι αποτελεσματική η διεξαγωγή έρευνας σε υποθέσεις απάτης απαιτείται ενδελεχής γνώση του σχετικού νομικού και διοικητικού πλαισίου. Η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών είναι δύσκολη λόγω των διαφορετικών συστημάτων ποινικού δικαίου, ασαφειών ως προς τη δικαιοδοσία, χρονοβόρων διαδικασιών νομικής συνδρομής, γλωσσικών προβλημάτων, έλλειψης πόρων και διαφορετικών προτεραιοτήτων. Για τους λόγους αυτούς, οι υποθέσεις απάτης σε βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ μπορεί να θεωρούνται τελικά σε εθνικό επίπεδο χρονοβόρες και απαιτητικές από άποψη ανθρώπινων πόρων. Ως εκ τούτου, ενδέχεται να μη διερευνώνται καθόλου ή να μπαίνουν στο αρχείο αμέσως μόλις προκύψουν δυσκολίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται οι εθνικές αρχές να αποφασίζουν να διεξαγάγουν έρευνες μόνο για το μέρος του εγκλήματος το οποίο τις αφορά σε εθνικό επίπεδο, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις δυνητικά πολύ ευρύτερες επιπτώσεις μιας διεθνούς υπόθεσης απάτης.
Τρίτον, ο μικρός αριθμός διώξεων συνοδεύεται από χαμηλά ποσοστά ανάκτησης των ποσών που έχουν χαθεί λόγω απάτης. Τα πρόσωπα που διαπράττουν απάτες σε βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ ή που δημιουργούν περίπλοκα σχήματα για τη διάπραξη απάτης στον τομέα του ΦΠΑ, με απώλεια εσόδων για τους εθνικούς προϋπολογισμούς τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια ευρώ, γνωρίζουν ότι έχουν πολλές πιθανότητες να οικειοποιηθούν το προϊόν των εγκλημάτων τους, καθώς βασίζονται στην έλλειψη συνεκτικής επιβολής του νόμου στην ΕΕ. Οι εισαγγελείς της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα έχουν δικαίωμα να διενεργούν συντονισμένες έρευνες σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, ανταλλάσσοντας πληροφορίες με ταχείες διαδικασίες και καταβάλλοντας κοινές προσπάθειες για τη διασφάλιση του συντονισμού των ερευνών, την ταχεία δέσμευση ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων και, όπου απαιτείται, την υποβολή αιτημάτων σύλληψης υπόπτων, και όλα αυτά στο πλαίσιο μιας κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη διενέργεια ερευνών και την άσκηση διώξεων.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες των κρατών μελών και θα συγκεντρώνει εμπειρογνωσία σε τομείς όπως η ανάλυση του εγκλήματος, η φορολογία, η λογιστική ή η πληροφορική και θα εγγυάται ομαλούς διαύλους επικοινωνίας χωρίς γλωσσικούς φραγμούς. Οι εισαγγελείς της θα συνεργάζονται με απρόσκοπτες διαδικασίες ως μέλη μιας ενιαίας υπηρεσίας, υπερβαίνοντας το πλαίσιο της χρονοβόρας και περίπλοκης ad hoc συνεργασίας ανά υπόθεση μεταξύ διαφορετικών εθνικών αρχών. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα έχει μια ευρύτερη εικόνα της κατάστασης και ως εκ τούτου θα εντοπίζει και θα παρακολουθεί ευκολότερα υποθέσεις απάτης και άλλα εγκλήματα. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα δομηθεί σε δύο επίπεδα: σε κεντρικό και σε εθνικό. Το κεντρικό επίπεδο θα αποτελείται από τον Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα, από 21 Ευρωπαίους Εισαγγελείς (έναν ανά συμμετέχον κράτος μέλος), δύο εκ των οποίων θα είναι αναπληρωτές του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα, από τον διοικητικό διευθυντή και από ειδικό τεχνικό και ανακριτικό προσωπικό. Το αποκεντρωμένο, εθνικό επίπεδο θα αποτελείται από Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς η έδρα των οποίων θα βρίσκεται στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Το κεντρικό επίπεδο θα εποπτεύει τη διενέργεια ερευνών και την άσκηση διώξεων σε εθνικό επίπεδο.
Περαιτέρω, οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς θα είναι λειτουργοί της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Κατά κανόνα, οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς θα διενεργούν έρευνες και θα ασκούν διώξεις στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται, σε στενή συνεργασία με τις εθνικές διωκτικές αρχές και εφαρμόζοντας την εθνική νομοθεσία. Οι ενέργειές τους θα συντονίζονται από μια κεντρική αρχή της οποίας θα προΐσταται ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος θα διασφαλίζει τη συνοχή και την αποδοτικότητα των ενεργειών αυτών σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Χάρη σ' αυτήν την αποκεντρωμένη δομή, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση στην εθνική εμπειρογνωσία, όπως για παράδειγμα στην ενδελεχή γνώση του εθνικού δικαστικού συστήματος και της τοπικής γλώσσας, στη δομή των τοπικών εισαγγελικών αρχών, στην πρακτική εμπειρία στον χειρισμό υποθέσεων ενώπιον των τοπικών δικαστηρίων κ.λπ. Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς θα μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους ως εθνικοί εισαγγελείς, έχοντας έτσι διττό ρόλο. Ωστόσο, όταν ενεργούν κατόπιν εντολής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, θα είναι πλήρως ανεξάρτητοι από τις εθνικές εισαγγελικές αρχές στις οποίες υπάγονται.
Ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας και οι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς θα επιλεγούν από επιτροπή επιλογής. Γιʼ αυτόν τον λόγο, η Επιτροπή πρότεινε, στις 31 Ιουλίου 2018, εκτελεστική απόφαση του Συμβουλίου για τον διορισμό των μελών της εν λόγω επιτροπής. Κύριο καθήκον της επιτροπής επιλογής θα είναι να καταρτίσει κατάλογο των επικρατέστερων υποψηφίων για τη θέση του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα και να αξιολογήσει τα προσόντα των υποψηφίων Ευρωπαίων Εισαγγελέων πριν από τον διορισμό τους από το Συμβούλιο. Η επιτροπή θα αποτελείται από δώδεκα πρόσωπα. Θα έχουν όλα υπηρετήσει ως πρώην μέλη του Δικαστηρίου της ΕΕ και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πρώην εθνικά μέλη της Eurojust, μέλη εθνικών ανώτατων δικαστηρίων ή ανώτατοι γενικοί εισαγγελείς ή δικηγόροι. Όσον αφορά τη σύνθεση της ομάδας, η Επιτροπή έχει λάβει υπόψη την ανάγκη γεωγραφικής ισορροπίας, την ισορροπία μεταξύ των φύλων και τη δέουσα εκπροσώπηση των νομικών συστημάτων των κρατών μελών που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Μετά την έγκριση αυτής της πρότασης, το Συμβούλιο αναμένεται να συζητήσει και να εγκρίνει την εκτελεστική απόφαση του Συμβουλίου με την οποία θα διορίζονται τα μέλη της επιτροπής επιλογής. Σ' αυτή τη βάση, η επιτροπή επιλογής αναμένεται να αναλάβει τα καθήκοντά της στις αρχές Οκτωβρίου 2018. Η επιτροπή επιλογής αναμένεται να ασκεί τα καθήκοντά της αναφορικά με την επιλογή του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα και των Ευρωπαίων Εισαγγελέων μέχρι τα τέλη του 2019.
Για να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ο κανονισμός ορίζει καταρχήν ότι το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ενεργεί προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και ούτε ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από οποιονδήποτε εξωτερικό παράγοντα. Αυτό διασφαλίζει ότι τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, καθώς και τα κράτη μέλη θα σέβονται την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και δεν θα επιδιώκουν να την επηρεάσουν κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα είναι διαρθρωτικά ανεξάρτητη καθώς δεν θα εντάσσεται σε κανένα θεσμικό όργανο ή υπηρεσία της ΕΕ. Τρίτον, ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας θα διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης για υποβολή υποψηφιοτήτων. Μια ομάδα που θα αποτελείται από πρώην μέλη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, μέλη των εθνικών ανώτατων δικαστηρίων, των εθνικών εισαγγελικών αρχών και/ή δικηγόρους αναγνωρισμένου κύρους θα συμβάλλει στη σύνταξη του καταλόγου τελικής επιλογής με τους επικρατέστερους υποψηφίους. Η θητεία του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα περιορίζεται σε εφτά χρόνια και δεν είναι ανανεώσιμη, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας δεν θα επηρεάζεται από σκοπιμότητες με στόχο την ανανέωσή της. Ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας παύεται μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής. Τέταρτον, σε ό,τι αφορά τους Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς, ο κανονισμός διασφαλίζει ότι οι εθνικοί εισαγγελείς που διορίζονται για να εργαστούν για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα είναι τελείως ανεξάρτητοι από τις εθνικές εισαγγελικές αρχές.
Περαιτέρω, είναι σημαντικό να ενισχυθούν οι νομικές εγγυήσεις για την προστασία των φυσικών και των νομικών προσώπων που αποτελούν αντικείμενο έρευνας ή κατά των οποίων ασκείται δίωξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο κανονισμός περιλαμβάνει ένα ενισχυμένο και ολοκληρωμένο σύνολο δικονομικών εγγυήσεων, που θα διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων των υπόπτων και των άλλων προσώπων που εμπλέκονται σε έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, με βάση τόσο την υφιστάμενη νομοθεσία της ΕΕ όσο και τα εθνικά δικαιώματα υπεράσπισης. Ο κανονισμός διασφαλίζει ότι ο ύποπτος έχει όλα τα δικαιώματα που του παρέχει η νομοθεσία της ΕΕ και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα δικαιώματα αυτά παρατίθενται ρητά και περιλαμβάνουν τα εξής: το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση, το δικαίωμα ενημέρωσης και πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και ενημέρωσής τους σε περίπτωση κράτησης, το δικαίωμα σιωπής και σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, το δικαίωμα στο ευεργέτημα της πενίας, το δικαίωμα προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων, ορισμού εμπειρογνωμόνων και εξέτασης μαρτύρων. Επιπλέον, ο ύποπτος έχει τα δικαιώματα υπεράσπισης που αναγνωρίζονται από την εθνική νομοθεσία η οποία διέπει τη διαδικασία.
Τέλος, μετά την συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η OLAF θα παραμείνει αρμόδια για διοικητικές έρευνες παρατυπιών, συμπεριλαμβανομένων υποθέσεων απάτης, που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, καθώς και σοβαρά παραπτώματα του προσωπικού της ΕΕ. Καθώς δεν συμμετέχουν όλα τα κράτη μέλη στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η OLAF θα συνεχίσει τις διοικητικές έρευνές της σε σχέση με τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη με τον ίδιο τρόπο όπως και σήμερα. Στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, στους τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και η OLAF θα πρέπει να εγκαθιδρύσουν και να διατηρούν στενή συνεργασία με στόχο την εξασφάλιση της συμπληρωματικότητας των εντολών τους και την αποφυγή αλληλεπικαλύψεων. Στο πλαίσιο αυτό, η OLAF δεν θα κινεί διοικητική έρευνα παράλληλη με έρευνα που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Στις περιπτώσεις αυτές, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να ζητήσει από την OLAF να υποστηρίξει ή να συμπληρώσει τις ενέργειες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν διεξάγει έρευνα, η OLAF θα διατηρεί την εξουσία να κινήσει διοικητική έρευνα με δική της πρωτοβουλία, σε στενή διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορεί να παρέχει στην OLAF σχετικές πληροφορίες ώστε η τελευταία να εξετάζει τις ενδεδειγμένες διοικητικές ενέργειες.
Στις 23 Μαΐου 2018, η Επιτροπή πρότεινε να τροποποιηθεί ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι η OLAF καθίσταται στενός και αξιόπιστος εταίρος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, και ότι συνεχίζει να διενεργεί διοικητικές έρευνες για να συμπληρώσει το έργο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η στενή συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της OLAF και η συνέχιση των δραστηριοτήτων της OLAF στο πλαίσιο της εντολής της θα οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Επικοινωνία: Κατερίνα Σαββαΐδου, Επίκουρη Καθηγήτρια ΑΠΘ, Κάτοχος της Έδρας, ADIT Βασιλική Αθανασάκη, Διδάκτωρ Δημοσίου και Φορολογικού Δικαίου, ADIT, Ερευνήτρια της Έδρας E-mail: jeanmonnetchair.eutaxpolicy@gmail.com Website: https://jean-monnet-chair-eu-tax-policy-administration.webnode.gr/ Για να λαμβάνετε e-mails σχετικά με αυτό το θέμα, παρακαλώ όπως αποστείλετε ένα email με τη λέξη Subscribe στο πεδίο του θέματος.
Το υλικό αυτό περιέχει αποκλειστικά και μόνο γενικές πληροφορίες και η έδρα Jean Monnet στην Ευρωπαϊκή Φορολογική Πολιτική και Διοίκηση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν δύναται να εκληφθεί ότι δι αυτού παρέχει συμβουλές ή υπηρεσίες. Ως εκ τούτου, προτείνουμε ότι οι αναγνώστες θα πρέπει να αναζητήσουν εξειδικευμένες συμβουλές σχετικά με κάθε ειδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν. Η έδρα Jean Monnet στην Ευρωπαϊκή Φορολογική Πολιτική και Διοίκηση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν αποδέχεται ευθύνη για οιαδήποτε ζημία υποστεί οποιοσδήποτε που βασίσθηκε στο παρόν. Το εν λόγω υλικό απηχεί αποκλειστικά την άποψη των συγγραφέων και σε καμία περίπτωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή του Education, Audiovisual and Culture Executive Agency, τα οποία δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε τυχόν χρήση των περιεχόμενων πληροφοριών. Στην Έδρα Jean Monnet σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας και δεσμευόμαστε να διασφαλίζουμε το απόρρητο και την εμπιστευτικότητα των προσωπικών σας δεδομένων. Σε συμμόρφωση με τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (679/2016/ΕΕ - GDPR), χρειαζόμαστε τη συναίνεσή σας για να σας ενημερώνουμε για τις δραστηριότητες της Έδρας και να σας προσκαλούμε σε εκδηλώσεις, ομιλίες και συνέδρια που διοργανώνει. Μπορείτε να ανακαλέσετε οποτεδήποτε την παραπάνω συναίνεσή σας, καθώς και να ασκήσετε τα δικαιώματα που σας παρέχει η σχετική με τα προσωπικά δεδομένα νομοθεσία. Νομική Σχολή ΑΠΘ, Πανεπιστημιούπολη, 54124 Θεσσαλονίκη, Τ:+302310996510, F:+302310995272, E:info@law.auth.gr 2019 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα. Για να μη λαμβάνετε emails σχετικά με αυτό το θέμα, παρακαλώ όπως αποστείλετε ένα απαντητικό email με τη λέξη Unsubscribe στο πεδίο του θέματος.