9 ο Συνέδριο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Στον αντίποδα της Διχοτόµησης ο Ευνουχισµός λειτουργεί ως παράγων ψυχικής µορφοποίησης Αριστέα Σκούλικα Παιδοψυχίατρος Ψυχαναλύτρια Πανεπιστηµιακή Παιδοψυχιατρική Κλινική Νοσοκοµείο Παίδων «Η Αγία Σοφία» Το αντικείµενο της παρουσίασης H βασική µας παραδοχή είναι ότι ο Ευνουχισµός κατέχει εντός του θεωρητικού συστήµατος της ψυχανάλυσης µια δοµικά κοµβική και σταθερή θέση, καθώς συνιστά συντελεστή έκλυσης βασικών ψυχονοητικών λειτουργιών. Ως έννοια προκύπτει από την µυθική προϊστορία και συγκεκριµένα από την µυθολογική κατασκευή του Φρόυντ (1913) γύρω από τις λειτουργίες της πρωταρχικής ορδής. 1 Η παρούσα εργασία σκοπό έχει να φωτίσει την έννοια αυτή από µια συγκεκριµένη οπτική γωνία, µε στόχο την περαιτέρω κατανόηση ορισµένων κλινικών δεδοµένων που εγείρουν το ζήτηµα της πληµµελούς µορφοποίησης των ψυχικών υλικών (θεµατική του συνεδρίου της EPF του 2013, βλ. Σκούλικα, 2015, Δελτίο ΕΨΕ, 54). Εννοούµε ασυνέχειες και δυσπραγίες των ψυχικών και νοητικών µετασχηµατισµών, οι οποίες συνδέoνται µε µια εξίσου ασυνεχή ενσωµάτωση του υποκειµένου και του Εγώ, στη συµβολική τάξη. Η 1 Ο πατέρας της πρωταρχικής ορδής ευνούχιζε τους γιούς του για να µην διεκδικήσουν τα θηλυκά της ορδής. 1
δυσκολία αυτή έχει να κάνει µε την διάψευση ψυχικών και εξωτερικών πραγµατικοτήτων. Η µορφοποιητική λειτουργία του ευνουχισµού γίνεται εµφανής όταν ο ευνουχισµός και µαζί του η ψυχική µορφοποίηση αντιµετωπίζουν δυσχέρεια οδηγώντας σε έξοδο από το συµβολικό σύστηµα ή επιµένοντας σε µια παραλυτική αµορφία των ψυχικών παραγωγών. Στους ενήλικες αυτό πιστοποιείται από την δυστοκία του ελεύθερου συνειρµού. Ένα τέτοιο παράδειγµα είναι ο ασθενής του Bion (1962) µε τον κατακερµατισµένο συνειρµό, ένα φαινόµενο το οποίο δεν ήταν φανερό «δια γυµνού οφθαλµού» αλλά χρειάσθηκε να συναχθεί από τον αναλυτή. Στα παιδιά παρατηρείται αλλοίωση των ψυχονοητικών µορφών, όπως αυτές εµφανίζονται στην αφήγηση, το παιγνίδι και τις εικαστικές παραγωγές, αλλοίωση η οποία κινείται προς την κατεύθυνση µιας παλινδρόµησης εκτός συµβολικών µορφών. Το φαινόµενο αυτό παρατηρείται συστηµατικά στο ψυχικό τραύµα, που ορίζεται από τον Φρόυντ (1939) ως πρώιµος τραυµατισµός του ναρκισσισµού. Η παρατηρούµενη αµορφία θα συνδεθεί µε µια διαταραχή των πρώτων τοµών εντός του Εγώ αλλά και µεταξύ Εγώ και ετερότητας, µε αποτέλεσµα στην αναπαράσταση των σχέσεων στο εσωτερικό του αντικειµένου αλλά και του ίδιου του Εγώ να εµφανίζονται αλλοιώσεις, κάτι που συνεπάγεται αλλοίωση των µορφών ή παραµόρφωση (Φρόυντ, Μωυσής, 1939, σ. 6). Με τη σκέψη αυτή οι τοµές που επιφέρει ο ευνουχισµός αντιπαρατίθενται σε εκείνες της διχοτόµησης. Η κλινική µας παρατήρηση αφορά στην περίπτωση ενός κοριτσιού το οποίο χρειάσθηκε να διαχειρισθεί εντός της θεραπείας τις συνέπειες ενός πολύ σοβαρού ψυχικού τραυµατισµού, έκδηλου ακόµη και επιφανειακά στην αλλοίωση των µορφών που ανέκυπταν µέσω του παιγνιδιού, αλλοίωση που δήλωνε συµβολικούς κατακερµατισµούς και την οποία διαδεχόταν συνήθως µια πορεία ανασκευής της συµβολικής συνοχής. Τα πραγµατικά αισθητηριακά στοιχεία του τραύµατος, σε κατακερµατισµένη µορφή, έµοιαζαν να εισβάλουν και να διαρρηγνύουν την 2
συνοχή και την συµβολική υφή των προσυνειδητών αφηγήσεων/ σκηνοθεσιών. Με τον τρόπο αυτό κατέστρεφαν ή άλλοτε συσκότιζαν παροδικά το νόηµα. Θεωρητικοί άξονες Η παρουσίαση θα εστιασθεί στην κλινική εικόνα και για την παρακολούθηση της προτείνονται ως προαπαιτούµενα οι παρακάτω θεωρητικοί άξονες. Βασικοί άξονες θεώρησης του ευνουχισµού Το σύµπλεγµα ευνουχισµού είναι κατά τον Φρόυντ (1916, σ. 208, 1924, σ. 6, 1925, σ. 250 ) µια ψυχική διαδικασία, η οποία εκλυοµένη οδηγεί σε συγκεκριµένες ψυχικές κινήσεις και µετασχηµατισµούς. Η διαδικασία αυτή εκλύεται από κάτι στοιχειώδες, από µια εικόνα -την εικόνα ενός σώµατος που δεν διαθέτει αρσενικό γεννητικό όργανο- (1925, σ. 250) και εκφράζει το ναρκισσιστικό ενδιαφέρον για τα γεννητικά όργανα. Αυτό σηµαίνει ότι στη φροϋδική σκέψη ο οµφαλός του ευνουχισµού τοποθετείται στη λειτουργία του ναρκισσισµού. Μια άλλη ιδιότητα του ευνουχισµού είναι ότι διαθέτει τις λειτουργίες του συµβόλου. Στην Εισαγωγική Διάλεξη Χ ( SE 16, σελ. 157) ο Φρόυντ υποστηρίζει ότι ο ευνουχισµός είναι για το νήπιο σύµβολο της τιµωρίας για τον αυνανισµό. Ως σύµβολο -και σύµφωνα µε τις ιδιότητες των συµβόλων- αποτελεί υποκατάστατο µιας αναπαράστασης (Φρόυντ, οπ. π. σελ. 157) και µπορεί να υποκαθίσταται µε τη σειρά του από αναπαραστάσεις µε τις οποίες έχει κάτι κοινό (tertium comparationis, οπ.π. 152). Η περιτοµή για παράδειγµα, που είναι ένα υποκατάστατο του ευνουχισµού, συµβολίζει τον ευνουχισµό. Σε αυτό το πλαίσιο ο Ευνουχισµός ορίζεται σε σχέση µε τρεις βασικές πτυχές της ψυχονοητικής λειτουργίας. Η πρώτη έχει να κάνει µε την οριοθέτηση. Το γεγονός δηλαδή ότι το Εγώ οφείλει να αποδεχθεί ότι ορισµένες ενορµητικές ικανοποιήσεις είναι ανέφικτες. Όπως γράφει ο Φρόυντ (1924, σ. 173) κάποια 3
στιγµή, κατά την εξέλιξη του Οιδιποδείου και προκειµένου αυτό να οδηγηθεί σε κατάρρευση, το Εγώ ευρισκόµενο υπό την απειλή του ευνουχισµού καταλήγει ότι δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν οι επιθυµίες του. Ότι αυτό είναι απλώς αδύνατον. Η ενορµητική απάρνηση που προκύπτει (Φρόυντ, 1939, σ. 118) θα αποβεί όπως γνωρίζουµε πηγή σκέψης. Η δεύτερη πτυχή αναφέρεται επίσης στις επιπτώσεις της διαδικασίας του ευνουχισµού στην ενορµητική οικονοµία αλλά σε ιο πρώιµη φάση. Οι ψυχικές µορφές που πλάθονται από την ενεργοποίηση του ευνουχισµού ακυρώνουν πριν από όλα την απατηλή ακεραιότητα του πρωτογενούς ναρκισσισµού και µαρτυρούν για το τέλος της πρώτης λιβιδινικής σχέσης του παιδιού µε το βασικό αντικείµενο, τη µητέρα. Ο Φρόυντ (1925, 1931, 1933) περιγράφει µια διάσταση παράφορου της προ-οιδιπόδειας σχέσης του κοριτσιού µε τη µητέρα, η οποία περατούται όταν το κορίτσι αντιληφθεί την απουσία του ανδρικού οργάνου, για την οποία υποθέτει ότι είναι προϊόν ευνουχισµού. Στο αγόρι, η προ-οιδιπόδεια σχέση µε το βασικό αντικείµενο είναι πιο ήπια και συνεχίζεται µε την οιδιπόδεια για να εγκαταλειφθεί και αυτή και να καταστραφεί ολοσχερώς, όταν το αγόρι αντιληφθεί και συνειδητοποιήσει ότι κάποια άτοµα δεν διαθέτουν αρσενικό γεννητικό όργανο, οπότε και βιώνει την απειλή του ευνουχισµού. Η πρώιµη σχέση µε το βασικό αντικείµενο στην οποία ο Φρόυντ αποδίδει όλες τις ιδιότητες της στοµατικής, πρωκτικής και φαλλικής σεξουαλικότητας, χαρακτηρίζεται και στα δύο φύλα από αµετροέπεια των λιβιδινικών και καταστροφικών διακινήσεων, η οποία µετριάζεται µε τον πρώιµο αυτό ευνουχισµό, οδηγώντας σε εγκατάλειψη της ενορµητικής επένδυσης του βασικού αντικειµένου. Η τρίτη πτυχή αναφέρεται στη σηµασία του ευνουχισµού ως µορφοποιητικού παράγοντα. Εδώ θεωρούµε την ιδιότητα του ευνουχισµού να τέµνει και να διαχωρίζει. Χρησιµοποιούµε την έννοια της µορφής όπως την εννοεί ο Φρόυντ (1925, σ. 249) µε τον όρο Gestaltgungen (shapes στην αγγλική 4
µετάφραση S.E.) όταν γράφει «...πρώιµες ψυχονοητικές µορφές στις οποίες πλάθεται η σεξουαλική ζωή των παιδιών» 2 Η µορφή αποτελεί για τον Cassirer (1923), φιλόσοφο των συµβολικών συστηµάτων, έκφραση της σχέσης µεταξύ των αισθητηριακών δεδοµένων της εµπειρίας, τα οποία έχουν κατακτήσει σηµασιακή υπόσταση. Στην ψυχαναλυτική σκέψη η µορφή είναι συνώνυµη της διαφοροποίησης και της νοηµατοδότησης (Φρόυντ, 1900, VII Κεφάλαιο, Fain, 1971, Khan, 2001, συνέδριο ΕΨΟ 2013). Ο Φρόυντ αναφέρεται για παράδειγµα στο νόηµα της ίδιας της µορφής του ονείρου, και ο Fain (οπ. π.) σε µορφές που προκύπτουν από πρωταρχικά συµβολικά σύνολα όπως είναι το σύµπλεγµα κόλπου/πέους, το κατά Bion περιέχον/περιεχόµενο. Η υπόθεση Η υπόθεση µας είναι ότι ο ευνουχισµός συνιστά πρότυπο, στην βάση του οποίου επιτελούνται εντός του ψυχισµού οι ποικίλες τοµές και διαχωρισµοί της µορφοποιητικής διαδικασίας. Περιλαµβάνονται τοµές και διαφοροποιήσεις εντός του Εγώ κατά τη δηµιουργία των περιοχών του Υπερ-Εγώ και του Ιδεώδους Εγώ (Φρόυντ, 1923, σ.29), όπως επίσης και στη σχέση Εγώ/Αντικειµένου, κατά την αποκοπή των επενδύσεων αντικειµένου που πρέπει να απωθηθούν. Οι ταυτίσεις εντός του Εγώ µορφοποιούνται επίσης στη βάση διατοµών και διαφοροποιήσεων. Αν υπάρξει αντίφαση µεταξύ των ταυτίσεων αυτές µπορεί να διαρρήξουν την εσωτερική συνοχή του Εγώ (Φρόυντ, οπ.π. σ.30). Η διάρρηξη αντιστοιχεί σε διχοτόµηση (Φρόυντ, 1937) ή κατακερµατισµό, τα οποία µαρτυρούν την ύπαρξη διαψεύσεων και συνιστούν αποτυχία των διαδικασιών που τέµνουν, διαχωρίζουν και διαφοροποιούν. Με αυτή την έννοια ευνουχισµός και διχοτόµηση εκπροσωπούν δύο αντιθετικές λειτουργίες οι οποίες οδηγούν σε διαφορετικού τύπου µορφοποιήσεις. Ο µεν ευνουχισµός οδηγεί τις ψυχικές µορφές εντός του συµβολικού τόξου ενώ η διχοτόµηση τις εκτρέπει από αυτό, παράγοντας 2 Δική µου µετάφραση από το αγγλικό κείµενο. 5
«παραµορφώσεις» σύµφωνα µε το µοντέλο που προτείνει ο Φρόυντ στο Εγώ και το Αυτό και τον Μωυσή. Στο Εγώ και το Αυτό αναφέρεται µια ρήξη της συνοχής του Εγώ ενώ στον Μωϋσή µια παραµόρφωση του Εγώ από τις τάσεις που προκαλεί το τραύµα του ναρκισσισµού και η εξ αυτού διάψευση της πραγµατικότητας. Η πρωταρχική ταύτιση τέλος, (Φρόυντ, 1924, σ.31), κατά την οποία το βρέφος ταυτίζεται µε τους γονείς πριν ακόµη τους επενδύσει, συνιστά επίσης αρχέγονη µαζική διατοµή και διαφοροποίηση, η οποία διαχωρίζει το αρχαϊκό Εγώ από τον κόσµο και ανοίγει διόδους για την επένδυσή του. Η ψυχική µορφοποίηση και η συµβολική εγκαθίδρυση Η µορφοποιητική λειτουργία ανταποκρίνεται κατ αρχήν στην αποτύπωση του βιώµατος της απουσίας. Ο ευνουχισµός παρέχει εικόνες απουσίας, µέσω των οποίων επιτελείται η επεξεργασία της πραγµατικής απουσίας του βασικού αντικειµένου και της ετερότητας του ξένου. Ο Fain θεωρεί, για παράδειγµα, µε την θεωρία της Λογοκρισίας της ερωµένης (οπ.π. σ. 340 ), τον ψυχικό αποχωρισµό και διαχωρισµό του βρέφους από τη µητέρα -ο οποίος επιτελείται κατ αναλογίαν προς τον διαχωρισµό της γέννησης- ως ευνουχισµό. Πρόκειται για την διαδικασία αποεπένδυσης του παιδιού από τη µητέρα, όταν αυτή ξαναβρίσκει τον γυναικείο ρόλο της και γίνεται εκ νέου ερωµένη. Την διεργασία αυτή ο Fain αποκαλεί Λογοκρισία της ερωµένης, που σηµαίνει ότι όταν αποσύρεται η µητέρα παύει το µητρικό αλεξιερεθιστικό σύστηµα να είναι ενεργό καθώς η µητέρα απαγορεύει στο παιδί να την προσεγγίσει, οπότε θα πρέπει αυτό να ενεργοποιήσει τα δικά του αλεξιερεθιστικά µέσα. Η λογοκρισία εµφανίζει λοιπόν αναλογίες µε τον ευνουχισµό, καθώς οδηγεί σε απαγόρευση και αποκλεισµό του παιδιού από το ζευγάρι των γονέων. Δια µέσου αυτών όµως οδηγείται στην ψευδαισθητική ικανοποίηση και την ανάπτυξη των αυτοερωτισµών, της αρχέγονης αναπαράστασης και του Υπερ-Εγώ. Κατά τον Fain (οπ. π. σ.343) το σύνολο της 6
ψυχονοητικής διεργασίας θα έχει ως σκοπό στο διηνεκές την διαχείριση των διεγέρσεων που παραµένουν χωρίς σύνδεση µε την αρχέγονη αναπαράσταση 3. Με τις έννοιες της µορφοποίησης και του ευνουχισµού τίθεται επίσης το ζήτηµα της ακεραιότητας και του αντιθέτου της, της εικόνας του µη-ακέραιου. Αν πρέπει να υποθέσουµε ότι ο ευνουχισµός δρα κατ αρχήν στο πλαίσιο της «γλώσσας των εικόνων» (Φρόυντ στην Εισαγωγική διάλεξη ΧΙΙΙ, SE, 16, σελ. 199) µια γλώσσα που είναι προγενέστερη της γλώσσας της σκέψης, µέσω της γλώσσας αυτής και δια της συµβολικής σύνδεσης των εικόνων µεταξύ τους (Εισαγωγική διάλεξη Χ, σελ. 163) ο ευνουχισµός παράγει τις πρώτες µορφές οι οποίες περιέχουν νόηµα. Όταν µιλούµε για πρώτες συµβολικές συνδέσεις εννοούµε το κατά Φρόυντ µόρφωµα της φυλογενετικής κληρονοµιάς, ενός προϊόντος της αρχέγονης εµπειρίας του είδους που ισοδυναµεί (Εισαγωγική διάλεξη ΧΧΙΙΙ, SE, 17, σ. 163) µε αυτό που αποκαλείται σεξουαλική ιδιοσυγκρασία του ατόµου 4, η οποία υπερβαίνει τα όρια του ατόµου και συγκροτείται από τις πρωταρχικές φαντασιώσεις, µε τον ευνουχισµό να είναι µια από αυτές δίπλα στη σαγήνη και την πρωταρχική σκηνή Η βιολογική λειτουργία του ενστίκτου συνδέεται λοιπόν διπλά µε τη συµβολική εγκαθίδρυση. Αφενός µέσω της χρήσης του ευνουχισµού ως κεντρικού συµβόλου της (εννοούµε το γεγονός ότι µια εικόνα µπορεί να εκλύει µια σκέψη : αυτήν την ικανοποίηση δεν µπορείς να την έχεις) και αφετέρου µε την ταύτιση της φυλογενετικής κληρονοµιάς, δηλαδή των συµβολικών συνδέσεων του ατόµου, µε την ιδιοσυγκρασία. 3 Σηµειωτέον ότι αυτή είναι κατά τον Fain (οπ.π.) ένα προϊόν µίξης των πρωταρχικών φαντασιώσεων µε τις παραστάσεις της ψευδαισθητικής ικανοποίησης. 4 Ας σηµειωθεί ότι ο Φρόυντ δηλώνει (1939, σ. 99) ότι δεν µπορεί να αφήσει εκτός του θεωρητικού του συστήµατος το βιολογικό δεδοµένο της κληροδότησης στους επιγόνους στοιχείων της εµπειρίας, παρότι στην εποχή του οι βιολόγοι δεν έκαναν δεκτή την άποψη αυτή. 7
Το µη ακέραιο αποτελεί µε τη λογική αυτή αποτύπωση σε επίπεδο µορφής της απάρνησης µιας ιδεατής πλήρους ενορµητικής ικανοποίησης του ενστίκτου. Εκείνο που προσήλκυσε το ενδιαφέρον του Φρόυντ ως προς αυτό ήταν ότι η ενορµητική απάρνηση αποτελεί ευκαιρία ψυχικής ανάτασης (Μωυσής, σ. 132). Αν η απάρνηση της ενορµητικής ικανοποίησης µεσολαβεί για την καλύτερη εν ευθέτω χρόνω χρήση του αντικειµένου µπορούµε να διερωτηθούµε αν η ανάταση την οποία εξετάζει ο Φρόυντ δεν έχει να κάνει ακριβώς µε αυτό, µε την εύρεση του αντικειµένου, η οποία προσδίδει στην όλη κίνηση στοιχεία ευχαρίστησης. Ενώ λοιπόν ο ευνουχισµός αναφέρεται σε κάτι που έχει να κάνει µε την σεξουαλικότητα το τελικό του διακύβευµα δεν είναι σεξουαλικό αλλά συµβολικό αφενός και λιβιδινικό και αντικειµενοτρόπο αφετέρου. Πλάθει µορφές, δηµιουργεί συνδέσεις και σχέσεις. Ωστόσο, το ζήτηµα της σχέσης της σεξουαλικότητας µε τη συµβολική λειτουργία παραµένει. Για ποιο λόγο ο Φρόυντ συνδέει τη συµβολική διάσταση «αυτό είναι αδύνατο» µε τη σωµατική πραγµατικότητα του ευνουχισµού. Ο φαλλός, ως σύµβολο, που τοποθετείται ταυτοχρόνως στον συµβολικό και τον σωµατικό χώρο είναι µια κατασκευή του ανθρώπου που προσπαθεί να σκιαγραφήσει αυτή τη σύνδεση. Έτσι κι αλλιώς η φιλοσοφία των συµβολικών συστηµάτων δεν φαντάζεται κάτι άλλο πέρα από τις σωµατικές πραγµατικότητες ως απαρχές της δηµιουργίας της σκέψης και των συµβόλων. Ο ίδιος ο Φρόυντ (Εισαγωγική διάλεξη Χ) σηµειώνει ότι τα σύµβολα ήταν στην αρχή αποκλειστικά σεξουαλικά. Τίθεται στο σηµείο αυτό στο προσκήνιο η συµπληρωµατικότητα συµβολικού και ενορµητικού, αισθησιακού και νοητικού. Η αύξηση του ενός οδηγεί σε µείωση του άλλου. Νοµίζουµε, εν κατακλείδι, ότι η χρήση του ευνουχισµού ως συµβόλου είναι συνεπής µε την τοποθέτηση του ενστίκτου, δηλαδή του βιολογικού παράγοντα, στο επίκεντρο της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Ας σηµειωθεί ωστόσο, ότι µολονότι η σεξουαλικότητα θα θεωρηθεί κατά την πορεία όλο και περισσότερο µε την έννοια 8
της ενόρµησης, ως στοιχείο δηλαδή το οποίο παρέχει δύναµη που ωθεί, όπως εισάγεται από τον Φρόυντ στο VII κεφάλαιο της Ερµηνείας του ονείρου (1900), η σύνδεση της µε το συµβολικό σύστηµα την επαναφέρει αυτή καθεαυτή ως κεντρική έννοια στο ψυχαναλυτικό σύστηµα. Βιβλιογραφία Bion, W. (1962) Learning from Experience. London, Karnac. Fain, M. (1971) Prélude à la vie fantasmatique. Revue Française de Psychanalyse,XXXV, 2-3. Freud, S. (1900). The Interpretation of Dreams. The Standard Edition Volume V. Freud, S. (1923). The Ego and the Id. The Standard Edition,Volume XIX. Freud, S. (1924). The Dissolution of the Oedipus Complex. The Standard Edition, Volume XIX, 171-180. Freud, S. (1925). Some Psychical Consequences of the Anatomical Distinction between the Sexes. The Standard Edition,Volume XIX, 241-258. Freud, S. (1931). Female Sexuality. The Standard Edition,Volume XXI, 221-244. Freud, S. (1933). New Introductory Lectures On Psycho-Analysis. The Standard Edition, Volume XXII, 1-182. Freud, S. (1939). Moses and Monotheism: Three Essays. The Standard Edition Volume XXIII, 1-138. Kahn, L. (2001) L action de la forme, Revue française de psychanalyse, Vol. 65, p. 983-1056. 9