Απαρχές και Διαμόρφωση του Αντικειμένου Αντί-κείμενο: Μία αινιγματική ασύμμετρη δυάδα Βασίλης Δημόπουλος Εξετάζουμε το αντικείμενο ως το άλλο που κείται απέναντι στο «εγώ», κείμενο αντί αυτού, αλλά και κείμενο εναντίον του «εγώ». Τα πρώτα αντιληπτικά ερεθίσματα προέρχονται από το σώμα της μητέρας, παίζουν το ρόλο του εξωτερικού αντικειμένου, με την έννοια ότι δεν αναγνωρίζονται ως αντικείμενο, δεν αναγνωρίζονται ως ετερότητα, δεδομένου πως τώρα εγκαινιάζεται η εργασία των ψυχικών εγγραφών. Τα αισθητηριακά ερεθίσματα, οι διεγέρσεις που προέρχονται από το σώμα του παιδιού, αποτελούν πηγή έντασης, ανακούφιση της οποίας θα γίνει όταν συναντήσουν το εξωτερικό αντικείμενο. Η προσωρινότητα όμως της ανακούφισης, αναγκάζει το παιδί να αποσυρθεί εκ νέου στις ερωγόνες ζώνες του, μόνο που τώρα η επένδυση σ αυτές φέρουν τα «ίχνη» του εξωτερικού αντικειμένου. Με άλλα λόγια τις ανάγκες και επιθυμίες του αντικειμένου, δηλαδή της μητέρας, της οποίας οι ερωγόνες ζώνες, π.χ. το στήθος, φέρουν μέσα τους τη διέγερση και ευχαρίστηση άλλων ερωγόνων ζωνών, όπως των γεννητικών οργάνων. Το παιδί όμως μη διαθέτοντας γνώση αυτών των πιο εξελιγμένων ερωγόνων ζωνών ούτε το δυναμικό ασυνείδητο του ενήλικα, βρίσκεται ενώπιον μίας ασυμμετρίας και «αινιγματικών μηνυμάτων», τα οποία πρέπει ν αποκωδικοποιήσει. Αλλιώς βρίσκεται στη θέση του ήρωα του Κάφκα στο μυθιστόρημα «η Δίκη». Ο Κ, ο ήρωας του έργου, δικάζεται χωρίς να ξέρει γιατί. Ακούει μόνο την ετυμηγορία. Δίνονται κλινικά παραδείγματα, σε ένα εκ των οποίων η ασυμμετρία γίνεται παραλληλία, όταν ο αναλυτής ερμηνεύει και ο αναλυόμενος επαναληπτικά απαντάει «γιατί». Η κατανόηση αυτού του υλικού γίνεται όχι τόσο από την πλευρά των αντιστάσεων, του τύπου της επίθεσης στους δεσμούς, όσο κυρίως απ αυτήν της μη συνάντησης αναλυτή-αναλυόμενου. Βιβλιογραφία
Ferenczi, S. (1993). Confusion of tongues between adults and child, στο Final contributions to the problems and methods of psychoanalysis. Hogarth press, London 1955. Freud, S. (1905). Three essays on the theory of sexuality. S.E.7 Freud S. (1915). Instincts and their vicissitudes. S.E.14. Laplanche J. and Leclair S. (1960). The unconscious. A psychoanalytic study. Yale French Studies 1972. Laplanche, J. (1989). New Foundations for psychoanalysis. Blackwell. Laplanche, J. and Pontalis, J-B. (1968). Fantasy and the origin of sexuality. International Journal of Psychoanalysis 49. Η συγκρότηση του αντικειμένου Θεωρητικό πλαίσιο της παρουσίασης Αριστέα Σκούλικα Παιδοψυχίατρος Ψυχαναλύτρια The essential character of scientific work derives not from the special nature of its objects of study but from its stricter method of establishing the facts and its search for far-reaching correlations. Freud, S. (1901). The Psychopathology of every day life. S.E. 6. So do not let us under-estimate small indications Freud, S. (1910). Five Lectures on psychoanalysis, Lecture II. S.E. 11. Το αντικείμενο είναι μία κατασκευή του Εγώ και όχι απλό είδωλο του πραγματικού. Συνιστά αποτέλεσμα της διεργασίας που διαχωρίζει τον εξωτερικό κόσμο από τον εσωτερικό (Freud, 1925α) δημιουργώντας το δίπολο εγώ/αντικείμενο. Το εσωτερικό αντικείμενο σχηματίζεται μέσω της ψυχικής επανεύρεσης με τον ψυχικό εκπρόσωπο του εξωτερικού αντικειμένου που είχε παράσχει την ικανοποίηση της ανάγκης και ο οποίος τώρα απουσιάζει (Freud, 1920,1895). Εκείνο που επιτρέπει την απεικόνιση του αντικειμένου και της εμπειρίας ικανοποίησης είναι μια ισχυρή δύναμη που ωθεί προς την εικαστική παρουσίαση (darstellende Kraft) η οποία δύναμη προκύπτει κατά τον Freud (1900) από την ενορμητική ώση. Η εργασία της αναπαράστασης αποτελεί εξάλλου για τον Freud (1932) την
πηγή μιας ειδικής ευχαρίστησης. Όταν η επανεύρεση με το αντικείμενο που έχει προσφέρει ικανοποίηση δεν είναι εφικτή εμφανίζονται στο ψυχικό όργανο γκρίζες περιοχές αποεπένδυσης (Green, 1993α), από τις οποίες λείπει εκτός από την αναπαράσταση του αντικειμένου και αυτό που θα ονομάζαμε μεταφορικά ψυχικό ιστό. Κατά τον Freud (1915) είναι πιο εύκολο να γνωρίσουμε το εσωτερικό από το εξωτερικό αντικείμενο. Το αντικείμενο δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από το υποκείμενο, όπως δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητα από τη διαλεκτική εγώ/μη εγώ και από την ενορμητική κίνηση (Freud, 1900,1920, Cassirer, 1910, Green, 1993). Κυρίως όμως, δεν μπορεί να νοηθεί στην ψυχαναλυτική επιστήμη ως κάτι σταθερό και παγιωμένο (Lacan, 1956). Είναι εύλογο να εννοείται το αντικείμενο ως το προϊόν μιας συνεχούς διεργασίας, κατά την οποία ο ψυχισμός μεταβαίνει από το υποκειμενικό στο αντικειμενικό (objectivation) (Cassirer, 1923, Khan, 2001). Με τη διεργασία αυτή ο ψυχισμός αποκαλύπτει στον εαυτό του δύο αγνώστους: από τη μια το έτερο και από την άλλη το δικό του ασυνείδητο (Press, 2013). Για την διερεύνηση του ζητήματος του αντικειμένου χρήσιμη είναι η έννοια της συνείδησης, όπως αυτή εξελίχθηκε στη φιλοσοφία και όπως ξεκίνησε να θεωρητικοποιείται από τον Freud (1900, 1915,1925β) χωρίς η επεξεργασία αυτή να έχει ολοκληρωθεί. Σχετικά με τις απαρχές δεχόμαστε ότι τα αρχικά σπαράγματα του αντικειμένου και ο διαχωρισμός εγώ/μη εγώ προκύπτουν μέσω της ψυχικής διαδρομής σε έναν χώρο από τον οποίο λείπει το συμβιωτικό αντικείμενο (Fain, 1971). Είναι ο χώρος, στο εσωτερικό του οποίου τοποθετείται η κατά Green (1993α) αρνητική ψευδαίσθηση της μητέρας. Στη διεργασία αυτή αρχίζουν να διακρίνονται και οι απαρχές του τρίτου όρου, η έννοια του πατέρα. Θα ιχνηλατήσουμε το κτίσιμο του αντικειμένου - και τις αστοχίες της διεργασίας αυτής - στο υλικό της αναλυτικής εργασίας με παιδιά που βρίσκονται σε ναρκισσιστικού τύπου σχέση αντικειμένου. Η πορεία αναζήτησης/δημιουργίας του αντικειμένου της ετερότητας φαίνεται στη συστηματική και μερικές φορές εναγώνια επιχείρηση μορφοποίησής του από το υποκείμενο, καταρχήν δημιουργώντας φαντασιακά παράγωγα, εικόνες, σκηνές και σκέψεις (Freud, 1900, Khan, 2001) οι οποίες
αποτελούν το εργαστήριο ύφανσης της φαντασίωσης και της αναπαράστασης και στη συνέχεια δημιουργώντας/κατακτώντας έννοιες και το συμβολικό τους φορτίο. Υιοθετούμε τη θέση ότι το αντικείμενο αποτελεί προϊόν της διαδικασίας του γνωρίζειν. Ακολουθούμε σε αυτό τον Freud (1909) ο οποίος επισημαίνει - με αφορμή την περίπτωση του μικρού Χανς που διερευνά πυρετωδώς τη σχέση του με το οιδιπόδειο αντικείμενο - τη δίψα του παιδιού για γνώση και τη συστηματικότητα των εξερευνητικών του κινήσεων, οι οποίες απολήγουν σε μια αυθεντικά αφηρημένη γνώση, αλλά επίσης και σε ένα υπόλειμμα μη γνώσης. Είναι σχετική με τη διαδικασία του γνωρίζειν και η αναφορά του Freud (1925α) στη διεργασία απόφανσης του υποκειμένου σχετικά με το αν κάτι που αντιλαμβάνεται βρίσκεται στο εσωτερικό του ή έξω από αυτό, καθώς επίσης και σχετικά με τις ιδιότητες του αντικειμένου και συγκεκριμένα, αν μπορεί το υποκείμενο να το βάλει μέσα του δηλαδή να το φάει ή αν πρέπει να το αποβάλει, να το φτύσει. Η διαδικασία του γνωρίζειν και της εξ αυτού δημιουργίας σκέψης σχετίζεται με την επιχείρηση σύστασης της αναπαράστασης. Με τη διεργασία αυτή ενεργοποιείται από την νοηματοδοτική δραστηριότητα του υποκειμένου (Green, 1993β) και ρυθμίζεται από την συμβολική επεξεργασία. H τελευταία θέτει στη διάθεση του εγώ οικουμενικά στοιχεία του συμβολικού που προϋπάρχουν και μοιάζουν να μεταδίδονται φυλογενετικά ή μέσω του πολιτισμού. Είναι οι συμβολικοί δείκτες ή προσυλλήψεις (Freud, 1913, 1917, Cassirer, 1923, Bion, 1963). Το αντικείμενο ευοδώνει αλλά και ακολουθεί την μορφοποιητική κίνηση του ψυχισμού από το αδιαφοροποίητο προς το διαφοροποιημένο, από το μη αναπαρασταθέν προς την αναπαράσταση (Vermote, 2013). Η μορφοποίηση αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο, εκείνο της εικαστικής μορφοποίησης (Botella C et S, 2001), παράγονται εικόνες, σκηνές και σκέψεις (darstellung ο όρος του Freud, 1900) που είναι οι εικόνες και οι σκέψεις του ονείρου - συμβολικά παράγωγα αντιληπτικών και αισθητηριακών εγγραφών. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να εννοηθούν ως προβολές των μνημονικών ιχνών μέσα στο ασυνείδητο, στο πλαίσιο μιας πρώτης συμβολικής επεξεργασίας. Ο Freud (1915) αποκαλεί τη διαδικασία αυτή αντικατάσταση της εξωτερικής από την ψυχική πραγματικότητα. Το αντικείμενο παίρνει ανάλογες μορφές. Με την πρώτη
αυτή διαφοροποίηση δημιουργείται το πρωταρχικό ασυνείδητο ψυχικό υλικό, οι παραστάσεις πράγματος, το οποίο μέσω του μετασχηματισμού αυτού αποκτά την ιδιότητα να μπορεί να απαρτιώνεται στους ψυχικούς θεσμούς και να είναι σε θέση να υφίσταται ψυχική επεξεργασία. Στο δεύτερο επίπεδο μορφοποίησης γίνεται προβολή των ασυνείδητων υλικών στο προσυνειδητό και τη συνείδηση μέσω των ονείρων, των σκέψεων, του παιγνιδιού, των συμπτωμάτων, των παραδρομών (vorstellung: συνειδητή παράσταση του αντικειμένου είναι ο όρος του Freud, 1915, βλ και Khan, 2001). Στο δεύτερο αυτό επίπεδο η μορφοποίηση υπόκειται σε νέες συμβολικές διεργασίες, το ίδιο και η δόμηση του αντικειμένου. Συμβολική είναι για παράδειγμα κατά τον Freud (1891) η σχέση μεταξύ παράστασης πράγματος και παράστασης λέξεως. Η δημιουργία των εννοιών (concepts) βρίσκεται στο επίκεντρο της διεργασίας αυτής. Οι έννοιες είναι σύνθετες δομές οι οποίες προκύπτουν από την συνάρθρωση στοιχείων μίας σειράς δεδομένων της εξωτερικής πραγματικότητας (Freud, 1917, σελ.171-172, Cassirer, 1910, 1923). Οι έννοιες διαθέτουν στον πυρήνα τους ένα στοιχείο το οποίο έχει εξαχθεί από τα δεδομένα αυτά και είναι κοινό σε όλα. Παράδειγμα η έννοια μπαμπάς, τη σύνθεση της οποίας περιγράφει ο Bion (1963). Η σχέση αντικειμένου ρυθμίζεται εξάλλου από τη σχέση της παράστασης πράγματος με την παράσταση λέξης. Η λέξη βοηθά να εντοπιστεί το πραγματικό (Wittgenstein, 1953). Το σταθεροποιεί. Ένα από τα πρώτα αντικείμενα που οφείλει να συμβολοποιηθεί είναι το ίδιο το σώμα του υποκειμένου. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί συνέχεια της φυσιολογικής αυτοερωτικής οργάνωσης, η οποία συνιστά και προϋπόθεση της (Freud, 1905, 1909). Η εικαστική και συνολικότερα η συμβολική μορφοποίηση αποτελούν προϊόντα μετασχηματισμών των αρχικών εγγραφών και όχι απλή αναπαραγωγή τους. Οι διαδοχικοί μετασχηματισμοί και μορφοποιήσεις δημιουργούν εξάλλου τις προυποθέσεις για την διαμόρφωση του νοήματος. Μέσω της μελέτης παραγώγων της εικαστικής μορφοποίησης, έτσι όπως εμφανίζονται κατά την αναλυτική εργασία με παιδιά, θα θέσουμε ερωτήματα για τη λειτουργία αυτή και τη σχέση της με την αντικειμενοποιό διαδικασία.
Τέλος, υιοθετούμε τη θέση ότι το στοιχείο εκείνο της ψυχικής λειτουργίας το οποίο συνθέτει και προσδίδει συνοχή στις μορφοποιητικές συμβολοποιητικές διεργασίες, λειτουργώντας ως δυναμικό πεδίο της αντικειμενοποίησης, είναι η ενορμητική ώθηση. Από την κλινική πράξη φαίνεται ότι δεν μπορεί η εικαστική και συμβολική μορφοποιητική εργασία, καθώς και η αντικειμενοποιός συνέπεια της, να εννοηθούν ανεξάρτητα από την ενόρμηση. Αυτό το έχει επισημάνει ο Freud ήδη από το 1900, καθώς μιλώντας για την εργασία του ονείρου, αναφέρει ως απαραίτητη προϋπόθεση της την ενορμητική ώση, την οποία ονομάζει «καπιταλιστή» του ονείρου. Η άποψη αυτή θα κυριαρχήσει με την στροφή που πραγματοποιείται στο Πέρα από την αρχή της ευχαρίστησης (1920), μια στροφή με την οποία ο Freud επιλέγει να θεωρήσει την ενορμητική ώθηση ως κύρια ιδιότητα της ασυνείδητης λειτουργίας, παραμερίζοντας τον έως τότε κυρίαρχο προβληματισμό, που μορφοποιούσε την εικόνα ενός ασυνειδήτου περιέκτη των αναπαραστάσεων και του νοήματος. Η πράξη δείχνει ότι στην πραγματικότητα, οι δύο αυτές λογικές με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε τον ψυχικό μεταβολισμό, όχι μόνο δεν είναι αντικρουόμενες αλλά αλληλοσυμπληρώνονται. Βιβλιογραφία Bion, W. (1963). Learning from experience. Karnac Books. Botella, C. et Botella, C. (2001). Figurabilité et travail de la figurabilité in La figurabilité psychique. Delachaux et Niestlé. Cassirer, E. (1977 [1910]). Substance et fonction. Les Éditions de Minuit. Cassirer, E. (1972 [1923]). La philosophie des formes symboliques: La pensée mythique. Les Éditions de Minuit. Fain, M. (1971). Prélude à la vie fantasmatique. Revue française de psychanalyse: Vol 35, 2,3. Fain, M., Braunschweig, D. (1975). La Nuit, le Jour. Essai psychanalytique sur le fonctionnement mental. Paris: PUF. Freud, S. (1900). The Interpretation of Dreams. S.E. 4. Freud, S. (1909). Analysis of a Phobia in a Five-Year-Old Boy. S. E. 10 : 1-150. Freud, S. (1913). Totem and Taboo. S. E. 13 : vii-162 Freud, S. (1915). The Unconscious. S. E. 14 : 159-215
Freud, S. (1917). Introductory Lectures on Psycho-Analysis. Part III S. E. 16 : 241-463. Freud, S. (1920). Beyond the Pleasure Principle. S. E. 5. Freud, S. (1925α). Negation. S. E. 19 : 233-240. Freud, S. (1925β). A Note Upon the Mystic Writing-Pad. S. E. 19 : 225-232. 194. Freud, S. (1932). The Acquisition and Control of Fire. S. E. 22 : 183- Green, A. (1993α). Le clivage : Du désaveu au désengagement, in Le travail du négatif. Les Éditions de Minuit. Green, A. (1993β). Le travail du négatif et l hallucination in Le travail du négatif. Les Éditions de Minuit. Khan, L. (2001). L action de la forme. Revue française de psychanalyse: Vol 65, 4. Lacan, J. (1956-57). La relation d objet. Séminaire. Publication électronique. Press, J. (2013). L informe, l intime, l inconnu, les processus de transformation et l objet. Psychanalyse en Europe, Bulletin 67. Vermote, R. (2013). Le mode indifférencié du fonctionnement psychique. Psychanalyse en Europe. Bulletin 67. Wittgenstein, L. (1993 [1953]). Φιλοσοφικές παρατηρήσεις. Μετ. Κ. Κωβαίος, εκδ. Γνώση.