Land Care In Desertification Affected Areas From Science Towards Application Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΓΗΣ Κώστας Κοσμάς Νικόλας Γιάσογλου Αικατερίνη Κουναλάκη Ορέστης Καΐρης Σειρα Φυλλαδιων: B Aριθμος: 4 Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΓΗΣ Εικ. 1. Εγκαταλειμμένη γη στη περιοχή Αλεντέζο της Πορτογαλίας ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το τυπικό ανάγλυφο του εδάφους της Μεσογείου με επικλινείς περιοχές που υπόκεινται σε εκτεταμένες εκχερσώσεις και εντατική καλλιέργεια από την αρχαιότητα έχει υποστεί διάβρωση και σχηματισμό αβαθών σκελετικών εδαφών. Καθώς το έδαφος διαβρώνεται, η χρήση της γης αλλάζει και περνά από τη γεωργία στη κτηνοτροφία, εξ αιτίας της ολοένα και περισσότερο μειωμένης παραγωγής των διαφόρων αγροτικών προϊόντων. Διάφοροι συγγραφείς έχουν χρησιμοποιήσει τους όρους εγκαταλειμμένη γη και βοσκότοπος με την ίδια έννοια, αλλά στην περιοχή της Μεσογείου, παραδοσιακά, η βόσκηση και το κυνήγι αποτελούν δραστηριότητες οι οποίες αναπτύσσονται σε εγκαταλειμμένη γη. Η εγκατάλειψη της γης προκύπτει από εξωτερικά κίνητρα, όπως οι μεταβολές στην αγορά, ή ως συνέπεια εσωτερικών αλλαγών. Για παράδειγμα, εάν το εδαφικό σύστημα ξεπεράσει κάποια κρίσιμη τιμή, όπως είναι το κρίσιμο βάθος εδάφους για την ανάπτυξη φυτών. Το φαινόμενο της εγκατάλειψης εμφανίστηκε σε όλη την Ευρώπης τη δεκαετία του 1950, όταν παρατηρήθηκε μαζική μετανάστευση αγροτικών πληθυσμών στα μεγάλα αστικά κέντρα. Μέχρι το 2000 είχε εγκαταλειφθεί η αγροτική γη των Μεσογειακών χωρών σε ποσοστό από 8 έως 15%. Η εγκατάλειψη της γης θεωρείται σημαντική αιτία ερημοποίησης αλλά στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν ισχύει πάντα επειδή σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να επακολουθήσει αποκατάσταση των φυσικών συστημάτων. Περιοχές όπως η ΝΑ Ισπανία και η ανατολική Κρήτη θεωρούνται ως τα ξηρότερα μέρη της Ευρώπης. Οι περιοχές αυτές δέχονται λιγότερο από 300 χιλ. βροχής το χρόνο. Ο ρυθμός εγκατάλειψης της γης για τις περιοχές αυτές αναμένεται να αυξηθεί στο άμεσο μέλλον. Μεταβολές στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες των κατοίκων σε συνδυασμό με τη νέα πολιτική της ΕΕ για τη γεωργική γη ευνοούν την εγκατάλειψη. Για παράδειγμα, η ΕΕ ενθαρρύνει τη λιγότερο παραγωγική γη στις ημίξηρες περιοχές να μείνει σε αγρανάπαυση,
αλλά και τα επιπλέον συνοδευτικά μέτρα για την αγροπεριβαλλοντική προστασία, όπως η αναδάσωση γεωργικής γης και η πρόωρη συνταξιοδότηση των αγροτών, λειτουργούν επικουρικά για την εγκατάλειψη. Η σχέση μεταξύ εγκατάλειψης της γης και της ερημοποίησης τονίζεται στο Άρθρο 2, Παράρτημα Δ του της Συνθήκης των ΟΗΕ για την καταπολέμηση της ερημοποίησης. Σύμφωνα με τη Συνθήκη, κάθε χώρα του παραρτήματος Δ (Μεσογειακές Ευρωπαϊκές χώρες) οφείλει να συντάξει και να εφαρμόσει το δικό της Εθνικό Σχέδιο Δράσης, καθώς και το αντίστοιχο Περιφερειακό Πρόγραμμα Δράσης, για την καταπολέμηση της ερημοποίησης. Ως μέτρο καταπολέμησης της ερημοποίησης περιλαμβάνεται και η αποτροπή της εγκατάλειψης της γης, με την ανάπτυξη ευκαιριών και την αξιοποίησή της σε εναλλακτικές χρήσεις.. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ Η περιοχή της Μεσογείου θεωρείται ως μια περιοχή που υφίσταται ανθρωπογενή υποβάθμιση εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η διάβρωση του εδάφους αναφέρεται για πρώτη φορά στην Ιλιάδα του Ομήρου. Οι πλαγιές των λόφων της Ελλάδας αρχικά καλύπτονταν από δάση και εύφορο έδαφος, το οποίο ήταν μάλλον μικρού βάθους και επιρρεπές στη διάβρωση. Η βόσκηση και η γεωργική καλλιέργεια των υψιπέδων πιθανόν άρχισε γύρω στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας πχ προκαλώντας αρχική ζημιά στα δάση. Αρκετές χιλιάδες χρόνια αγροτικής εκμετάλλευσης έχουν συνεισφέρει στη δραματική μείωση της γεωργικής παραγωγικότητας της περιοχής, που οδηγεί στην εγκατάλειψη. Στη Ρωμαϊκή εποχή η υποβάθμιση της γης είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλων γεωργικών εκτάσεων. Σε όλα τα μέρη που εξαπλώθηκαν οι Ρωμαίοι, επανέλαβαν την ίδια τακτική της εκτεταμένης εκχέρσωσης των δασών, της εντατικής καλλιέργειας και βόσκησης, για την κάλυψη των αναγκών τους σε τροφές. Η ανάλυση της εξέλιξης στις χρήσεις της γης στο νησί της Λέσβου για τα τελευταία 4000 χρόνια έδειξε ότι πολλές από τις περιοχές που κάποτε καλύπτονταν με δάση εκχερσώθηκαν και αποδόθηκαν στη γεωργία. Επειδή όμως δεν λήφθηκαν επαρκή μέτρα προστασίας του εδάφους, οι περιοχές αυτές διαβρώθηκαν και αργότερα εγκαταλείφθηκαν. Η υπερβολική βόσκηση και οι πυρκαγιές κατέστρεψαν τη φυσική βλάστηση και απέτρεψαν την αναγέννηση της. Ως αποτέλεσμα, πολλές από τις περιοχές αυτές σήμερα είναι μη παραγωγικές, αραιοκατοικημένες και ερημοποιημένες. ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΓΗΣ Η κύρια διεργασία που σχετίζεται με την εγκατάλειψη της γης είναι η διάβρωση του εδάφους. Η διάβρωση σχετίζεται με το φυσικό περιβάλλον, τη διαχείριση της γης και τα κοινωνικο οικονομικά χαρακτηριστικά της περιοχής (Εικόνα 2). Εικόνα 2. Λοφώδης περιοχή με εντατικές καλλιέργειες που υπόκειται σε μεγάλους ρυθμούς διάβρωσης εξαιτίας της απορροής επιφανειακών υδάτων και αναδιάταξης του εδάφους από τις καλλιεργητικές μεθόδους Τα τελευταία πενήντα χρόνια σε μεγάλο μέρος της Μεσογείου, όπως ακριβώς και στον υπόλοιπο κόσμο, οι χρήσεις της γης έχουν υποστεί μεταβολές, ενίοτε με ραγδαίους ρυθμούς. Οι αλλαγές που σημειώθηκαν στη βλάστηση ήταν αποτέλεσμα συνδυασμού κλιματικών μεταβολών και φυσικών ή ανθρωπογενών διαταραχών. Η αποψίλωση της γης για γεωργική χρήση και στη συνέχεια η υπερβόσκηση της ήδη υποβαθμισμένης βλάστησης αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στη διάβρωση του εδάφους και την εγκατάλειψή της. Η παραγωγή στις λοφώδεις περιοχές της Μεσογείου σχετίζεται άμεσα με το βάθος του εδάφους. Λοφώδη
εδάφη που σχηματίζονται σε συμπαγή μητρικά υλικά όπως ο ασβεστόλιθος, ο ψαμμίτης και η ηφαιστιακή λάβα συνήθως έχουν περιορισμένο βάθος ριζοστρώματος, αφού τα εδάφη αυτά έχουν υποστεί διάβρωση και είναι αβαθή. Το βάθος του εδάφους καθορίζει την έκταση που καταλαμβάνει το ριζικό σύστημα και τον όγκο του εδάφους από τον οποίο τα φυτά καλύπτουν τις ανάγκες τους σε νερό και θρεπτικά συστατικά. Κάτω από ξηρές κλιματικές συνθήκες, που συνήθως επικρατούν σε αυτές τις περιοχές, η παραγωγή των μη αρδευόμενων καλλιεργειών μειώνεται δραστικά, ενώ η καλλιέργεια εδαφών με βάθος μικρότερο από 30 εκατοστά δεν είναι πλέον επικερδής και οδηγούνται σε εγκατάλειψη. Η εγκατάλειψη της γης έχει επηρεαστεί και από την αύξηση της παραγωγικότητας, που προκύπτει με τη χρήση των νέων καλλιεργητικών μεθόδων. Στα πρώτα χρόνια της Ευρωπαϊκής Κοινής Αγοράς έγινε σαφές ότι η μείωση των γεωργικών εκτάσεων δεν ήταν ικανή να εξισορροπήσει την αυξημένη παραγωγή. Έτσι το 1968 προτάθηκε το Σχέδιο Μάνσχολτ (Mansholt Plan), για να ενθαρρύνει την εγκατάλειψη επιπλέον 5 εκατομμυρίων εκταρίων στη νότια Γαλλία και ειδικότερα στην ορεινή περιοχή Massif Central, στην Κορσική και στην νότια Ιταλία. Η εγκατάλειψη της αγροτικής γης μπορεί να προβλεφθεί με την εκτίμηση διαφόρων δεικτών που σχετίζονται με την παραγωγικότητα της γης και το αγροτικό εισόδημα (Εικόνα 3) όπως το βάθος του εδάφους, το μητρικό υλικό, ο βαθμός κλίσης, το ποσό και η κατανομή της βροχόπτωσης, οι υπάρχουσες ενισχύσεις, η μετανάστευση, η διαθεσιμότητα και προσβασιμότητα στο νερό κ.α. Ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες αλληλοσχετίζονται και εξαρτώνται από τις τοπικές συνθήκες. Η απορροή επιφανειακών νερού, ο άνεμος και οι καλλιεργητικές τεχνικές είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες που προκαλούν απώλεια εδάφους σε λοφώδης περιοχές, μειώνοντας το βάθος του εδάφους και την ικανότητα αποθήκευσης νερού, και συνεπώς την γεωργική παραγωγή οδηγώντας έτσι σε εγκατάλειψη της γης. Εικόνα 3. Κατάλογος των δεικτών που σχετίζονται με την εγκατάλειψη της γης στην περιοχή της Μεσογείου ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟ ΜΕΛΕΤΕΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΓΗΣ Η εγκατάλειψη της γης αποτελεί σημαντικό ζήτημα στις περιοχές όπου η υποβάθμιση της γης αποτελεί σημαντικό πρόβλημα. Οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η εγκατάλειψη της γης αφορούν τόσο το περιβάλλον όσο και την οικονομική ζωή των τοπικών κοινοτήτων. Ανάλογα με το βαθμό προστασίας του εδάφους, μια από τις δυο παρακάτω τάσεις ακολουθεί συνήθως την εγκατάλειψη της γης, με διαμετρικά αντίθετα αποτελέσματα: 1. Αναγέννηση της φυσικής βλάστησης, επέκταση του δάσους και των θάμνων, το οικοσύστημα οδηγείται στην πλήρη αποκατάστασή του. 2. Υποβάθμιση της φυσικής βλάστησης και ερημοποίηση, εξαιτίας της αύξησης της υπερβόσκησης, η κατάσταση επιδεινώνεται με τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τις επιδοτήσεις μέσω της κοινής αγροτικής πολιτικής. Eάν η εγκαταλειμμένη γη θα ανακτήσει εξαρτάται τόσο από την κατάσταση του εδάφους τη χρονική στιγμή της εγκατάλειψής του, όσο και από τις συνθήκες που ακολουθούν. Η γη που είναι περισσότερο ευαίσθητη σε περαιτέρω υποβάθμιση είναι αυτή που βρίσκεται σε επικλινείς περιοχές με αβαθή εδάφη, τα οποία έχουν
προστατευθεί από την διάβρωση κατά το παρελθόν με αναβαθμούς. Τα εδάφη αυτά βρίσκονται σε προσωρινά σταθερή ισορροπία, η οποία ισχύει μόνο εφόσον οι αναβαθμοί συντηρούνται και τυχόν ζημιές επισκευάζονται αμέσως. Με την εγκατάλειψη οι αναβαθμοί καταρρέουν, η διάβρωση του εδάφους επιταχύνεται και το έδαφος απομακρύνεται από τις περιοχές αυτές. Σε επικλινείς περιοχές η ερημοποίηση προκύπτει, όταν την γεωργική χρήση γης ακολουθεί η εγκατάλειψη με παράλληλη εντατική βόσκηση. Τα ζώα καταναλώνουν την αναπτυσσόμενη βλάστηση που εμφανίζεται μετά την εγκατάλειψη, με αποτέλεσμα το έδαφος να παραμένει απροστάτευτο από τη διάβρωση το οποίο υποβαθμίζεται με γρήγορους ρυθμούς. Το σύστημα τείνει προς ερημοποίηση, εάν η παραγωγικότητα του εδάφους και τα επιτρεπόμενα όρια στη διάβρωση είναι μικρά και οι βιοκλιματικές συνθήκες δεν επιτρέπουν την άμεση αναγέννηση της βλάστησης. Η υποβάθμιση της εγκαταλειμμένης γης είναι περισσότερο έντονη σε επικλινείς περιοχές με ασβεστόλιθο ως μητρικό υλικό εδάφους, σε ημίξηρες κλιματικές συνθήκες και ιδιαίτερα σε νότιες εκθέσεις κλίσεων. Εάν στο τοπίο που αναφέρθηκε επικρατούν ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, τότε το σύστημα τείνει προς αναγέννηση του φυσικού περιβάλλοντος. Μελέτες στη νότια Ισπανία έδειξαν ότι η εγκατάλειψη της γης μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα μετά από δέκα χρόνια καθώς κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα χαρακτηριστικά του εγκαταλειμμένου εδάφους προσεγγίζουν τα χαρακτηριστικά που υπήρχαν πριν από την καλλιέργεια. Η εγκατάλειψη αυτής της περιοχής είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση χαρακτηριστικών του εδάφους όπως το ποσοστό σε οργανική ουσία, την ικανότητα συγκράτησης του νερού, τη σταθερότητα στη δομή του εδάφους και την υδατοπερατότητα. Σχετικές μελέτες στη Λέσβο, σε περιοχές που είχαν εγκαταλειφθεί για 40 45 χρόνια, έδειξαν ότι η πιο σημαντική βελτίωση του εδάφους σχετιζόταν με την αύξηση της οργανικής ουσίας και τη σταθερότητα των εδαφικών συσσωματωμάτων του επιφανειακού ορίζοντα. Εικόνα 4. Μεταβολές στο ποσοστό οργανικής ουσίας στον επιφανειακό ορίζοντα εγκαταλειμμένων και καλλιεργούμενων εδαφών στη Λέσβο Η φύση του μητρικού υλικού παίζει καθοριστικό ρόλο για την ανάπτυξη της φυσικής βλάστησης και την προστασία του εδάφους καθώς μειώνεται το βάθος λόγω διάβρωσης. Μελέτες στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος MEDALUS III της ΕΕ στην Λέσβο με ημίξηρες κλιματικές συνθήκες έδειξαν ότι μια καλλιεργούμενη λοφώδης περιοχή δεν θα υποστεί υποβάθμιση μετά την εγκατάλειψη, εκτός εάν η γη εγκαταλειφθεί πριν το έδαφος φθάσει στο κρίσιμο βάθος των 25 30 εκ. Μεγάλο τμήμα της κατώτερης περιοχής του έσω Alentejo στην Πορτογαλία που εγκαταλείφθηκε μετατράπηκε σε βοσκότοπους. Η μετατροπή αυτή είναι εφικτή είτε με την παραμονή της γης σε φυσική κατάσταση είτε με τη χρήση πρακτικών που τη βελτιώνουν, όπως η απομάκρυνση των θάμνων, η άροση και σπορά κλπ. (Εικόνα 5). Ωστόσο, αυτό το είδος διαχείρισης της γης μπορεί να προκαλέσει προβλήματα υποβάθμισης, εφόσον το έδαφος υπόκειται σε πρακτικές που ευνοούν την υποβάθμιση των φυσικών και χημικών του ιδιοτήτων, όπως η απομάκρυνση των θάμνων και η βαθιά άροση. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τα φυσικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, στην κατώτερη περιοχή του έσω Alentejo η εγκατάλειψη της γης συνήθως προκάλεσε βελτίωση στην κατάσταση του εδάφους και ευνόησε την ανάπτυξη μονοετών και
πολυετών φυτικών ειδών, που ελαχιστοποιούν και τείνουν να εξουδετερώσουν τη διάβρωση του εδάφους. Η κάλυψη με βλάστηση αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα για την προστασία του εδάφους μετά την εγκατάλειψη της γης. Σε περιοχές που η φυτοκάλυψη είναι μικρή, αναμένεται ισχυρή διάβρωση και η υποβάθμιση της εγκαταλειμμένης γης μπορεί να είναι μη αναστρέψιμη. Πολλοί μελετητές έχουν δείξει ότι σε ένα μεγάλο εύρος περιβαλλοντικών συνθηκών η απορροή του νερού και η απώλεια ιζημάτων μειώνεται εκθετικά με την αύξηση του ποσοστού φυτοκάλυψης. Εικόνα 5. Εγκαταλειμμένη γη στο Alentejo της Πορτογαλίας που σήμερα έχει αναδασωθεί και χρησιμοποιείται ως βοσκότοπος ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την προστασία της γης από την εγκατάλειψη δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στη γνώση των σημερινών χαρακτηριστικών της περιοχής που εγκαταλείφθηκε, αλλά και στην ιστορία των χρήσεων της γης για την περιοχή αυτή. Οι παράγοντες αυτοί δίδουν πληροφορίες για τις διεργασίες που αναμένεται να συμβούν στην περιοχή εγκατάλειψης. Στο πλαίσιο των κοινωνικο οικονομικών συνθηκών που ισχύουν σήμερα στη νότια Ευρώπη φαίνεται ότι η εγκατάλειψη υποβαθμισμένων οριακών γεωργικών γαιών είναι αναπόφευκτη και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις ευεργετική για την διατήρηση των πόρων γης. Τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν αφορούν το πότε και το εάν η εγκατάλειψη της γης θα πρέπει να ακολουθηθεί από ελεγχόμενη βόσκηση ή να παραμείνει όπως έχει και να οδηγηθεί στην αναγέννηση της φυσικής βλάστησης χωρίς παρεμβάσεις. Σε ημίξηρες κλιματικές ζώνες, οι υποβαθμισμένες οριακές περιοχές, με ετήσια βροχόπτωση κατώτερη των 350 χιλιοστών, πρέπει να προστατευτούν από οποιαδήποτε μορφή εκμετάλλευσης της γης ως βοσκότοπου έτσι ώστε να αναπτυχθεί ένας αριθμός φυτικών ειδών περιορισμένης ανάπτυξης, ανθεκτικών στην ξηρασία, που θα εμποδίζει την περαιτέρω υποβάθμιση. Στις ξηρές ύφυγρες κλιματικές ζώνες όπου η ετήσια βροχόπτωση ξεπερνά τα 400 χιλιοστά, η ελεγχόμενη εκμετάλλευση της γης ως βοσκότοπος είναι δυνατή και ιδιαίτερα σε περιοχές με βάθος εδάφους μεγαλύτερο από 30 εκατοστά, κλίσεις μικρότερες από 25%, κατάλληλη υποδομή και ευνοϊκές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Στις ύφυγρες και υγρές κλιματικές ζώνες με ετήσια βροχόπτωση που ξεπερνά τα 600 χιλιοστά όπου η γη, οι υποδομές και οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες βρίσκονται εκτός των κρίσιμων τιμών που έχουν τεθεί για τα βοσκοτόπια, θα πρέπει να αφεθούν να αναπτύξουν σταδιακά το φυσικό τους οικοσύστημα και να προστατευτούν από την παράνομη βόσκηση για τα πρώτα 5 έως 10 χρόνια τουλάχιστον. Δείκτες που σχετίζονται με την ικανότητα αναγέννησης εγκαταλειμμένης γεωργικής γης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όταν αξιολογούνται οι δυνατότητες μελλοντικών χρήσεων. Οι παρακάτω δείκτες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εκτίμηση αναγέννησης ενός τόπου: η μορφή της γης, η έκθεση της κλίσης, το μητρικό υλικό, ο βαθμός κλίσης, το βάθος του εδάφους, η ετήσια βροχόπτωση, η θερμοκρασία του αέρα, οι πλημμύρες, η αλάτωση του εδάφους, οι υποδομές και οι κοινωνικο οικονομικές συνθήκες.