Στο Πάρκο Πετρόφσκι ταν αρκετά αργά το πρωί όταν το σκοτάδι άρχισε να διαλύεται. Η Ζόγια Νικολάγεβνα Πέτροβα, χοντρή και σκοτεινή, περπατούσε γεμάτη αποφασιστικότητα στο Πάρκο Πετρόφσκι, τυλιγμένη με στρώματα ρούχων, σαν σκαθάρι. Τα μονοπάτια, που το καλοκαίρι γέμιζαν περιπατητές, ήταν τώρα κρυμμένα κάτω από το χιόνι. Εκείνη όμως δεν τα χρειαζόταν έτσι κι αλλιώς. Η Ζόγια Νικολάγεβνα βάδιζε στο δικό της μονοπάτι. Τραβούσε βόρεια, μακριά από την παγωμένη λίμνη με τις βάρκες. Τα βήματά της ήταν αργά και ακανόνιστα. Κάθε μετατόπιση του κοντόχοντρου σκελετού της έστελνε μια καινούργια σουβλιά ρευματισμών στις κλειδώσεις των γοφών της. Όποτε έσκυβε για να πιάσει ένα ακόμα ξυλαράκι και να το βάλει στο καλάθι με τα καυσόξυλα, δυσκολευόταν και πονούσε στην προσπάθειά της να ισιώσει. Σκεφτόταν όμως τη μικρούλα που έτρεμε σπίτι και τις θυσίες που είχε κάνει η Λίλια. Κι έτσι, μπορούσε πάλι
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ να σκύψει και να ξανασηκωθεί για να συνεχίσει το δρόμο της. Τι αναγκαζόταν να κάνει μια γυναίκα! Ποτέ δεν ήταν εύκολο, αν και μερικοί θα την κατηγορούσαν ότι κάποτε είχε επιλέξει τον εύκολο δρόμο. Αλλά τι ήξεραν εκείνοι για το πόσο κόστιζε στην ψυχή της, για τα δάκρυα που είχε χύσει όλα τούτα τα χρόνια; Δάκρυα στην αρχή, όταν είχε αισθανθεί για πρώτη φορά το βλέμμα κάποιου ξένου να πέφτει πάνω της κτητικά. Για εκείνη ήταν πάντα δυσκολότερο ν αντέξει τα μάτια παρά τα χέρια τους. Και δάκρυα στο τέλος, όταν ο καθρέφτης έδειχνε την όψη της ρυτιδιασμένη από το χρόνο κι ένα σώμα παράλογα παχύ και άσχημο. Αισθανόταν εξασθενημένη ως το κόκαλο. Ναι, δάκρυα όταν ακόμα και αυτή η διέξοδος ήταν κλειστή για εκείνη. Άλλωστε γιατί να μην υπάρχουν δάκρυα; Τούτη η ζωή, τούτος ο τρόπος ζωής ήταν το μόνο που ήξερε, κι έπαιρνε μια κάποια ανακούφιση απ αυτό. Τώρα τα δάκρυα ήρθαν πάλι. Αλλά η Ζόγια Νικολάγεβνα είχε απλώς δακρύσει από το τσουχτερό κρύο. Δεν αισθανόταν ούτε θλίψη ούτε νοσταλγία για τη ζωή της που είχε πάει χαμένη, δε λυπόταν για τις αμέτρητες αποβολές, ούτε καν γι αυτές που είχαν συμβεί κατά τύχη. Η μύτη της έτρεχε κι εκείνη την άφησε. Ήταν μία από τις μικρές ελευθερίες που σου προσφέρει η μοναξιά. Εκείνη δεν αισθανόταν μοναξιά. Όχι όσο σκεφτόταν τη μικρούλα στο σπίτι και τη Λίλια, που τη φώναζε μητέρα και της επέτρεπε με τη σειρά της να την αποκαλεί κόρη της. Ποιος θα σκεφτόταν ότι για να ξεφύγει από τα βάσανα θα φορτωνόταν κι άλλα βάσανα; Η Ζόγια ένιωσε το χώμα να υποχωρεί κάτω από τα πόδια της. Έψαχνε για καυσόξυλα και είχε το βλέμμα καρφωμένο
Ρ. Ν. ΜOΡΙΣ στο έδαφος μπροστά της. Είχε αφήσει τη μικρούλα να κοιμάται και αγωνιούσε να γυρίσει πίσω. Δεν άντεχε στη σκέψη ότι το παιδί μπορεί να ξυπνούσε και να ήταν μόνο του. Αλλά όχι, η μικρή Βέρα μπορεί να κοιμόταν ώρες μ αυτή την παγωνιά. Μερικές φορές η Ζόγια νόμιζε ότι δε θα ξυπνούσε. Προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό της. Έπρεπε να μαζέψει όσο περισσότερα ξύλα μπορούσε. Ό,τι δε χρησιμοποιούσαν εκείνες μπορούσε να το πουλήσει. Θα ήταν κρίμα να γυρίσει σπίτι χωρίς ένα τεράστιο δεμάτι φορτωμένο στην πλάτη κι ένα γεμάτο καλάθι. Θα ήταν καλύτερο για όλους να φορτωθεί όσα μπορούσε. Όμως η Λίλια δεν είχε επιστρέψει σπίτι χτες βράδυ και αυτό την ανησυχούσε όταν το σκεφτόταν. Το κορίτσι είχε, φαίνεται, πολυάσχολη νύχτα. Αυτό ήταν. Αν όντως ίσχυε κάτι τέτοιο, έπρεπε να χαίρεται. Έτσι, θα είχαν κάτι καλό να φάνε σήμερα. Η Λίλια είχε γενναιόδωρη ψυχή και την πλημμύριζε μια συγκινητική ευγνωμοσύνη. Ποτέ δεν ξεχνούσε πως η Ζόγια της είχε μάθει ό,τι χρειαζόταν για να μην πεθάνει της πείνας. Η Ζόγια έσκυψε για να σηκώσει ένα λεπτό κλαράκι. Τίποτα δεν επιτρεπόταν να ξεφύγει στο κυνήγι της για καύσιμα. Αισθάνθηκε τη γη να τραβάει τον βαρυφορτωμένο της κορμό προς τα κάτω και οπλίστηκε για να αντισταθεί στην τυραννία της βαρύτητας πιέζοντας τη σφιγμένη της άρθρωση στην πονεμένη της ραχοκοκαλιά. Στάθηκε και ορθώθηκε ζαλισμένη από τα έντονα, σχεδόν μακάρια, κύματα πόνου. Κι έπειτα τον είδε, εκεί μπροστά της, με τους ώμους του σκυφτούς και το κεφάλι γερμένο μονόπαντα. Φαινόταν να την περιμένει. Ήταν ένας σωματώδης άντρας, ψηλός και γεροδεμένος, με πυκνή γενειάδα, που ταίριαζε με τον όγκο
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ του ανθρώπου. Τα «φτερά» του καπέλου του από αρνίσια προβιά κάλυπταν τα αυτιά του. Είχε το πρησμένο πρόσωπο του πότη και πανούργα μικρά μάτια. Τα πόδια του ήταν χωμένα μέσα σε κατραμωμένες μπότες και οι μύτες τους αιωρούνταν μόλις ελάχιστα χιλιοστά πάνω από το κατάλευκο χιόνι ένας κωμικός χορευτής παγωμένος στη στιγμή που εκτελούσε μια πιρουέτα. Ο κορμός της σημύδας απ όπου κρεμόταν ήταν λυγισμένος σαν δοξάρι τοξότη. Ένας ξαφνικός βρυχηθμός του ανέμου κούνησε το δέντρο. Οι νιφάδες του χιονιού στροβιλίστηκαν, χόρεψαν σαν μαγνητισμένες. Ο κρεμασμένος περιστράφηκε. Στο έδαφος κοντά στα πόδια του εκείνη είδε κάτι καφετί μισοθαμμένο μες στο χιόνι. Η Ζόγια κοντοστάθηκε και σταυροκοπήθηκε με τα δύο δάχτυλα. Οι νιφάδες του χιονιού πύκνωσαν κι έπεσαν μαζεμένες στο πρόσωπό της. Ο κρεμασμένος την τρόμαζε. Το ένστικτό της όμως της έλεγε ότι υπήρχε κάτι πολυτιμότερο από τα καυσόξυλα. Χαμηλώνοντας το βλέμμα, συνέχισε να σέρνει αργά τα βήματά της προς το μέρος του. Το πόδι της κλότσησε ένα αντικείμενο μέσα στο χιόνι. Ήταν σκληρό και άκαμπτο. Αψηφώντας τον πόνο, έσκυψε και, σαρώνοντάς το με το χέρι της, τίναξε από πάνω του το χιόνι. Ήταν μια μεγάλη δερμάτινη βαλίτσα. Ήταν πολύ βαριά για να τη σηκώσει. Την τράβηξε μακριά από το πτώμα που κρεμόταν στο δέντρο, αφήνοντας πίσω της ένα φαρδύ σημάδι.
Ρ. Ν. ΜOΡΙΣ Τα δάχτυλά της προσπάθησαν να ανοίξουν τα κουμπιά, που ήταν σκληρά, αλλά όχι κλειδωμένα. Το σκέπασμα της βαλίτσας τινάχτηκε λίγο προς τα πάνω, λες και πιεζόταν από το περιεχόμενό της. Η Ζόγια το άνοιξε. Εκείνος ήταν κουλουριασμένος σαν έμβρυο στη μήτρα που περιμένει να γεννηθεί. Το χιόνι που έπεφτε τον καλωσόρισε γοργά, πλατιές νιφάδες που απλώθηκαν σαν μια λεπτότατη κουκούλα πάνω στον ώμο που προεξείχε. Η Ζόγια πρόσεξε πως το κεφάλι του ήταν ανοιγμένο στα δύο, τα μαλλιά χωρισμένα δεξιά-αριστερά από ένα σκοτεινό, γυαλιστερό μυστικό. Το κεφάλι αυτό της φάνηκε αλλόκοτα μεγάλο. Εκείνος ήταν ξαπλωμένος στο πλάι. Το αριστερό του μάτι την επέπληττε. Η Ζόγια σταυροκοπήθηκε για δεύτερη φορά. Αποφεύγοντας το μάτι που την κάρφωνε, κοίταξε τα υπόλοιπα. Ω, μα ήταν τόσο μικροσκοπικός! συνειδητοποίησε. Μικροσκοπικά χέρια και μικροσκοπικά πόδια, πώς χωρούσαν τα ζωτικά του όργανα καρδιά, νεφρά, συκώτι σε αυτό το τοσοδούλικο κορμί; Ήταν όμως άντρας, δεν ήταν παιδί. Στο σαγόνι του φύτρωνε ένα φροντισμένο σκούρο γένι. Φορούσε ένα τριμμένο κοστούμι, τα μανίκια και τα γόνατα ήταν κατακουρελιασμένα και μπαλωμένα. Χωρίς να συνειδητοποιεί τι έκανε, η Ζόγια έψαξε τις τσέπες του. Απέστρεψε το βλέμμα καθώς τα χέρια της έκαναν τη δουλειά τους. Τι αναγκάζεται να κάνει μια γυναίκα! Τα δάχτυλά της βρήκαν κάτι σκληρό και συμπαγές. Έβγαλε μια τράπουλα που βρισκόταν ακόμα μέσα στο χαρτονένιο της κουτί. Η Ζόγια τράβηξε έξω τα πρώτα λιγοστά
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ χαρτιά. Ήταν από εκείνες τις πορνογραφικές τράπουλες, με γυμνά κορίτσια στη θέση της ντάμας, ξαναμμένους σάτυρους στη θέση του ρήγα κι ερμαφρόδιτους να παίρνουν τη θέση των βαλέδων. Ο άνεμος τίναξε ένα χαρτάκι που βρισκόταν ανάμεσά τους. Η Ζόγια το άφησε να φύγει. Η τράπουλα ήταν παλιά και πολυχρησιμοποιημένη, σίγουρα όμως θα μπορούσε να την πουλήσει σε κανέναν χαζό. Την έχωσε στα ρούχα της. Τα ακροδάχτυλά της ψαχούλεψαν τις ραφές της κάθε τσέπης, αλλά δε βρήκε τίποτα. Δεν αισθανόταν πια φόβο. Της επιβαλλόταν κάτι πιο επιτακτικό από το φόβο. Προχώρησε βιαστικά κοντά στον άλλον. Έτρεξε μες στο χιόνι που έπεφτε. Φοβόταν μην την ανακαλύψει κάποιος. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο. Μια ζοφερή ανυπομονησία. Ανοίγοντας το κοκαλωμένο πανωφόρι, έβγαλε μια διαπεραστική στριγκλιά τρόμου. Εκεί, χωμένο μες στη ζώνη του παντελονιού, ήταν ένα τσεκούρι με κοντή λαβή. Η λεπίδα φαινόταν να την λοξοκοιτάζει με λαγνεία. Έμοιαζε με γλώσσα η οποία έγλειφε το αίμα που τη λέκιαζε. Η Ζόγια σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το πρόσωπο του κρεμασμένου. Τι τεράστιος, τι κτηνώδης άνθρωπος! Ένας νταής που είχε σκοτώσει το καημένο το ανθρωπάκι μέσα στη βαλίτσα. Φυσικό ήταν μετά να αυτοκτονήσει. Από ντροπή. Εξακολούθησε να ψάχνει τα ρούχα του πτώματος. Ο νους της πήγε σε όλους τους άντρες που είχε ξεντύσει. Εκείνοι την ψαχούλευαν, τώρα όμως οι όροι είχαν αντιστραφεί. Η Ζόγια χασκογέλασε. Τώρα ήταν εκείνη που γελούσε τελευταία. Το ένα της χέρι σκάλισε την τσέπη του παντελονιού του. Άγγιξε κάτι μεταλλικό. Ήταν μικρό και
Ρ. Ν. ΜOΡΙΣ είχε ακανόνιστο σχήμα και διαπίστωσε ότι επρόκειτο για κλειδί. Από μόνο του δεν είχε καμία αξία. Αλλά ποιος ξέρει τι θησαυρούς θα ξεκλείδωνε. Συνάντησε και αυτό την τράπουλα, σ ένα κρυφό σημείο του φορέματός της. Το χέρι της τώρα τρύπωσε στη μέσα και πάνω τσέπη του πανωφοριού του και άγγιξε αμέσως το περιεχόμενό της. Υπήρχαν δύο πράγματα του ίδιου περίπου μεγέθους, όπως συμπέρανε, το ένα ήταν μαλακό κι έμοιαζε χάρτινο και το άλλο σκληρό. Έβγαλε το πρώτο ήταν ένας φουσκωμένος φάκελος. Είχε ανοιχτό βιολετί χρώμα, δεν είχε παραλήπτη και διεύθυνση και δεν ήταν σφραγισμένος. Μέσα στο φάκελο ήταν ένα μάτσο χαρτονομίσματα. Η Ζόγια κοίταξε βιαστικά προς όλες τις κατευθύνσεις, βέβαιη τώρα ότι κάποιος θα την ενοχλούσε. Έβγαλε τα χρήματα, ένα ουράνιο τόξο πολυχρωμίας πάνω στο αποχρωματισμένο τοπίο, και τα μέτρησε. Τα χέρια της έτρεμαν, όχι όμως από το κρύο. Ο βιολετής φάκελος έπεσε. Εκείνη σήκωσε το πρόσωπό της ψηλά, στο χιόνι που έπεφτε. Έξι χιλιάδες ρούβλια! Τώρα δάκρυα, αληθινά δάκρυα συγκίνησης, κύλησαν ανακατεμένα με τις νιφάδες του χιονιού που έλιωναν στα μάγουλά της. Εκείνη δίπλωσε τα χρήματα, τα έκρυψε μες στις στιβάδες της πληθωρικής της ύπαρξης και συνέχισε το δρόμο της γελώντας.