Πράσινη Χηµεία, Εκπαίδευση : Υπέρθερµο και υπερκρίσιµο νερό. Μια πράσινη προσέγγιση στην εκχύλιση. Α.Ι.Μαρούλης, Κ.Χατζηαντωνίου, Καλκάνη Αφροδίτη. Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, Τµήµα Χηµείας, Θεσσαλονίκη 54124. email: kalkaniafroditi@yahoo.gr, apm@auth.gr Εισαγωγή Το υπέρθερµο και υπερκρίσιµο νερό αποτελούν τα τελευταία κυρίως χρόνια αντικείµενο εντόνου επιστηµονικού ενδιαφέροντος καθώς υπόσχονται νέες φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται οι φυσικοχηµικές ιδιότητες του υπερθέρµου και του υπερκρισίµου νερού, η δυνατότητα χρήσης τους ως εκχυλιστικά µέσα και τέλος η σύγκριση των εκχυλίσεων µε υπέρθερµο ή υπερκρίσιµο νερό (SWE) µε τις συµβατικές µεθόδους εκχύλισης (απόσταξη µε υδρατµούς, µέθοδος Soxhlet). Το υπέρθερµο και το υπερκρίσιµο νερό στην εκχύλιση Η εκχύλιση αποτελεί µια από τις πιο διαδεδοµένες διαχωριστικές τεχνικές στην ενόργανη χηµική ανάλυση µε πολλές εφαρµογές στην καθηµερινή ζωή του ανθρώπου όπως είναι για παράδειγµα η παρασκευή αφεψηµάτων. Ο πιο καθοριστικός ίσως παράγοντας στη διαδικασία της εκχύλισης είναι ο χρησιµοποιούµενος διαλύτης, ο οποίος θα πρέπει να διαλύει όσο το δυνατόν πιο εκλεκτικά την ουσία που πρόκειται να εκχυλιστεί, να µην αντιδρά µε αυτή, να µην είναι εύφλεκτος ή τοξικός, να αποµακρύνεται εύκολα µετά το τέλος της διαδικασίας και να είναι σχετικά φθηνός. υστυχώς όµως, παρά την πληθώρα των διαθέσιµων οργανικών διαλυτών δεν είναι εύκολο να βρεθούν αρκετοί που να πληρούν όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις. Οι περισσότεροι από τους οργανικούς διαλύτες παρουσιάζουν πολλά µειονεκτήµατα µε σηµαντικότερα το ότι λαµβάνονται από µη ανανεώσιµες πηγές ενέργειας, µπορούν να προκαλέσουν προβλήµατα υγείας σε ανθρώπους που εκτίθενται συχνά σε αυτούς, αφήνουν υπολείµµατα στο τελικό προϊόν υποβαθµίζοντας σηµαντικά την ποιότητά του, δεν ανακυκλώνονται εύκολα και τέλος συµβάλλουν στη ρύπανση του περιβάλλοντος. Για τους λόγους αυτούς κρίνεται απαραίτητη η εύρεση και η χρήση εναλλακτικών διαλυτών, ουσιών δηλαδή που θα είναι ασφαλείς για το προσωπικό των εργαστηρίων και φιλικές προς το περιβάλλον. Το νερό αποτελεί ίσως τον ιδανικότερο εναλλακτικό διαλύτη καθώς δεν είναι τοξικό και εύφλεκτο, είναι πολύ φθηνό και εύκολο στο χειρισµό του. Ωστόσο η υψηλή του πολικότητα δηµιουργεί αρκετές δυσκολίες στη χρήση του ως µέσου χηµικών αντιδράσεων αλλά και ως διαλύτου εκχύλισης. Τα προβλήµατα αυτά ελαχιστοποιούνται αν χρησιµοποιηθεί υπέρθερµο ή υπερκρίσιµο νερό το οποίο είναι πολύ λιγότερο πολικό σε σχέση µε το υγρό νερό σε κανονικές συνθήκες και αναµίξιµο µε τα οργανικά µόρια. Πιο συγκεκριµένα ο όρος υπερκρίσιµο ρευστό, χρησιµοποιείται για να περιγράψει µία ουσία που βρίσκεται υπό πίεση πάνω από την κρίσιµη θερµοκρασία της. Το 1822 ο Baron C.Cagnaird de la Tour [1] ανακάλυψε ότι αν θερµάνουµε ένα αέριο πάνω από µια συγκεκριµένη θερµοκρασία ανεξάρτητα από το πόση πίεση και αν εφαρµόσουµε δεν µπορούµε να το συµπιέσουµε σε υγρό. Η θερµοκρασία αυτή ονοµάζεται κρίσιµη θερµοκρασία και συµβολίζεται µε Tc, ενώ η χαµηλότερη πίεση που ασκείται στη θερµοκρασία αυτή ονοµάζεται κρίσιµη πίεση Pc. Κάτω από αυτές τις συνθήκες πίεσης και θερµoκρασίας, η διάκριση µεταξύ της αέριας και της υγρής φάσης δεν
υφίστανται και ο καλύτερος τρόπος για να περιγραφεί η ουσία είναι µε τον όρο "ρευστό". Οι ιδιότητες των υπερκρίσιµων ρευστών βρίσκονται συνήθως ανάµεσα σε αυτές των αερίων και των υγρών. Πιο συγκεκριµένα τα υπερκρίσιµα ρευστά, εµφανίζουν καλύτερες διαλυτικές ικανότητες από τα αέρια και καλύτερες ιδιότητες µεταφοράς από τα υγρά. Υφίστανται ριζικές µεταβολές των ιδιοτήτων τους µε µικρές µόνο µεταβολές των θερµοδυναµικών συνθηκών, δεν έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου και επιπλέον ελαχιστοποιούνε τα απόβλητα των διαδικασιών στις οποίες χρησιµοποιούνται ενώ τέλος δεν ρυπαίνουν το περιβάλλον. Εξ αιτίας λοιπόν των εξαιρετικών τους ιδιοτήτων βρίσκουν πολλές εφαρµογές ως εκχυλιστικά µέσα. Το πιο διαδεδοµένο, σε βιοµηχανική κλίµακα, υπερκρίσιµο ρευστό είναι το διοξείδιο του άνθρακα ενώ µόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να χρησιµοποιείται τόσο το υπερκρίσιµο όσο και το υπέρθερµο νερό. Υπέρθερµο νερό (superheated water) είναι το υγρό νερό που βρίσκεται υπό πίεση µεταξύ των 100 C και της κρίσιµης θερµοκρασίας του Tc = 374 C, ενώ ως υπερκρίσιµο (supercritical water) χαρακτηρίζεται το νερό που βρίσκεται υπό συνθήκες πίεσης και θερµοκρασίας υψηλότερες από εκείνες που αντιστοιχούν στο κρίσιµο σηµείο του (Tc = 374 ο C, Pc = 221 atm). Σύµφωνα µε τη βιβλιογραφία [2], σε τόσο υψηλές θερµοκρασίες και πιέσεις το νερό χάνει το µεγαλύτερο µέρος της τετραεδρικής του δοµής, καθώς διαταράσσεται το δίκτυο των δεσµών υδρογόνου, επηρεάζοντας έτσι και τη γενικότερη συµπεριφορά του. Ενώ λοιπόν σε συνθήκες περιβάλλοντος η πυκνότητα του υγρού νερού είναι ίση µε 1Kg/L, στο κρίσιµο σηµείο γίνεται περίπου ίση µε 0.1 Kg/L, κυµαίνεται δηλαδή µεταξύ αυτής του υγρού νερού και του ατµού [3]. Ανάλογη είναι και η συµπεριφορά που παρουσιάζει η διηλεκτρική σταθερά ε, η οποία από 80 που είναι σε συνθήκες περιβάλλοντος πέφτει απότοµα στο 5 στην κρίσιµη περιοχή. Μείωση παρουσιάζουν επίσης τόσο το ιξώδες όσο και η επιφανειακή τάση του νερού. Οι παραπάνω φυσικοχηµικές µεταβολές που υφίστανται το νερό όταν βρίσκεται κάτω από κρίσιµες συνθήκες πίεσης και θερµοκρασίας σηµατοδοτούν ουσιαστικές αλλαγές στις διαλυτικές του ικανότητες. Πιο αναλυτικά οργανικές ενώσεις και αέρια (π.χ βενζόλιο,ν 2, Ο 2 ), που σε συνθήκες περιβάλλοντος είναι πρακτικά αδιάλυτες στο νερό, στην κρίσιµη περιοχή θεωρούνται πλήρως αναµίξιµες µε αυτό (πλήρης διάλυση). Το αντίθετο φαινόµενο παρατηρείται στην περίπτωση των ανόργανων αλάτων, των οποίων η διαλυτότητα στο νερό φτάνει σε ένα µέγιστο σε θερµοκρασίες µεταξύ των 300 C και των 400 C, ενώ µετά από εκείνο το σηµείο µειώνεται απότοµα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα του NaCl, η διαλυτότητα του οποίου από 40% w/w στους 300 C µειώνεται στα µόλις 100 ppm στους 450 C. Από τα παραπάνω είναι εµφανές πως το νερό λόγω των εξαιρετικών ιδιοτήτων που αποκτά σε κρίσιµες συνθήκες πίεσης και θερµοκρασίας µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως διαλύτης εκχύλισης επιτυγχάνοντας εκλεκτικούς διαχωρισµούς. Η διάταξη που χρησιµοποιείται συνήθως κατά τις εκχυλίσεις µε υπέρθερµο νερό [4] προϊόντων φυτικής προέλευσης, αποτελείται όπως φαίνεται και στο παρακάτω σχήµα από µια αντλία η οποία µέσω ενός σωλήνα, τροφοδοτείται µε νερό σταθερής πίεσης, την κυψελίδα της εκχύλισης. Αυτή βρίσκεται µέσα σε ένα φούρνο που έχει µια συγκεκριµένη θερµοκρασία και δρα σαν εναλλάκτης θερµότητας µε σκοπό να αυξήσει τη θερµοκρασία του νερού στο επιθυµητό σηµείο. Όταν το νερό εξέλθει από το φούρνο ψύχεται ερχόµενο σε επαφή µε ένα πηνίο από το οποίο διέρχεται ψυχρό ρεύµα αέρα. Τελικά µέσω ενός λεπτού σωλήνα που ονοµάζεται περιοριστής ροής καταλήγει στο δοχείο συλλογής.
Παράµετροι όπως η θερµοκρασία, η πίεση, η πυκνότητα και η σύσταση της κινητής φάσης επηρεάζουν σε µεγάλο βαθµό τόσο την ταχύτητα όσο και τη διαχωριστική ικανότητα της τεχνικής. Πιο συγκεκριµένα η εκλεκτικότητα αλλά και η απόδοση της εκχύλισης µπορούν να αυξηθούν µε µικρές µόνο αλλαγές στην πίεση και τη θερµοκρασία και σε κάποιες περιπτώσεις µε την προσθήκη µικρής ποσότητας κάποιου οργανικού διαλύτη στο νερό [5]. Οι διαλύτες αυτοί ονοµάζονται "τροποποιητές" (modifiers) και προστίθενται σε ποσοστό συνήθως µικρότερο του 5% ενώ ο ακριβείς τρόπος δράσης τους σε µοριακό επίπεδο δεν έχει διευκρινιστεί ακόµη. Οι πιο γνωστοί "τροποποιητές" είναι η µεθανόλη και η ακετόνη που χρησιµοποιούνται για να αυξήσουν την πολικότητα του συστήµατος ενώ για το αντίθετο αποτέλεσµα, χρησιµοποιούνται συνήθως το προπάνιο και το οκτάνιο. Σε άλλες περιπτώσεις όπως για παράδειγµα κατά την εκχύλιση πολικών φυτοφαρµάκων από δείγµατα χώµατος [6], η απόδοση αυξάνει σηµαντικά µε ρύθµιση του ph του νερού στο 7.5, µε τη βοήθεια ενός ρυθµιστικού φωσφορικού διαλύµατος. Τέλος η ανάκτηση πολυκυκλικών αρωµατικών υδρογονανθράκων από δείγµατα εδάφους ενισχύεται µε την προσθήκη δωδεκυλοσουλφονικού νατρίου (SDS) στο νερό, ενώ ταυτόχρονα µειώνεται και ο χρόνος εκχύλισης [7]. Η εκχύλιση µε υπέρθερµο ή υπερκρίσιµο νερό εφαρµόζεται σήµερα, σε εργαστηριακή κυρίως κλίµακα για την κατεργασία στερεών και κονιοποιηµένων δειγµάτων όπως οι φυτικοί ιστοί και το χώµα. Οι περισσότερες από τις µελέτες που έχουν πραγµατοποιηθεί µέχρι στιγµής επικεντρώνονται στην παραλαβή αιθέριων ελαίων από φυτά (π.χ δεντρολίβανο [8], µαντζουράνα [9], και το πιπέρι [10]) αλλά και στον προσδιορισµό και την παραλαβή παρασιτοκτόνων (π.χ Dactal) [11] και πολυκυκλικών αρωµατικών υδρογονανθράκων από το έδαφος [12]. Η τεχνική της εκχύλισης µε υπέρθερµο (ή υπερκρίσιµο) νερό εκτός από το ότι περιορίζει σηµαντικά την χρήση οργανικών διαλυτών σε ορισµένες περιπτώσεις πλεονεκτεί έναντι των συµβατικών µεθόδων εκχύλισης (απόσταξη µε υδρατµούς, µέθοδος Soxhlet) ως προς την αποτελεσµατικότητα, την εκλεκτικότητα, τον χρόνο εκχύλισης, την ποιότητα του εκχυλίσµατος και την εξοικονόµηση ενέργειας. Γνωρίζουµε, οτι η ποσότητα του υπέρθερµου νερού που απαιτείται για την εκχύλιση π.χ συγκεκριµένης ποσότητας µιας φυτικής πρώτης ύλης, είναι πολύ µεγαλύτερη, από αυτή που χρειάζεται για την απόσταξή της µε υδρατµούς. Ωστόσο από πειραµατικές µετρήσεις [13], προέκυψε ότι η θερµοδυναµική ενέργεια που καταναλώνεται στη πρώτη περίπτωση είναι κατά πολύ µικρότερη από αυτή που καταναλώνεται στη δεύτερη. Πιο συγκεκριµένα για τη θέρµανση υγρού νερού από τους 30 C στους 150 C χρειάζονται 505 kj/kg ενώ για τη µετατροπή υγρού νερού θερµοκρασίας 30 C σε ατµό θερµοκρασίας 100 C καταναλώνονται 2550 kj/kg.
Ουσιαστικά δηλαδή το κέρδος που προκύπτει από την εξοικονόµηση ενέργειας υπερκαλύπτει τα έξοδα της µεγάλης κατανάλωσης νερού. Επιπλέον, οι διατάξεις που χρησιµοποιούνται για τις εκχυλίσεις µε υπέρθερµο ή υπερκρίσιµο νερό παρέχουν τη δυνατότητα ανακύκλωσης της παραγόµενης θερµότητας σε ποσοστό της τάξεως του 80%. Αυτό επιτυγχάνεται µε τη βοήθεια εναλλακτών θερµότητας, µέσω των οποίων διέρχεται το υπέρθερµο νερό αφού εγκαταλείψει το θάλαµο της εκχύλισης και λίγο πριν καταλήξει στο δοχείο συλλογής. Η εφαρµογή της παραπάνω διαδικασίας είναι φυσικά εφικτή και στην περίπτωση της απόσταξης µε υδρατµούς απαιτεί όµως πολύ µεγαλύτερη ποσότητα κρύου νερού για την συµπύκνωση του ατµού, ενώ η ανάκτηση της θερµότητας είναι εξαιρετικά χαµηλή φτάνοντας µόλις το 5%. Εποµένως σε µία καλά σχεδιασµένη διαδικασία εκχύλισης, παρά τη µεγάλη ποσότητα νερού που καταναλώνεται, χρειάζεται πολύ λιγότερη ενέργεια σε σχέση µε αυτή που απαιτείται για την απόσταξη µε υδρατµούς. Ένα ακόµη πολύ σηµαντικό πλεονέκτηµα της εκχύλισης µε υπέρθερµο νερό έναντι των συµβατικών µεθόδων εκχύλισης, είναι η διασφάλιση της υψηλής ποιότητας του τελικού προϊόντος. Αυτό, αφενός οφείλεται στο ότι το υπέρθερµο νερό δεν αφήνει τοξικά υπολείµµατα στο τελικό προϊόν και αφετέρου στο ότι συγκριτικά µε τους οργανικούς διαλύτες αποµακρύνεται πολύ πιο εύκολα από το εκχύλισµα µετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Έτσι λοιπόν, τις περισσότερες φορές αποφεύγεται η εφαρµογή περαιτέρω διαχωριστικών τεχνικών, ενώ όπου και όταν χρησιµοποιούνται, οι θερµοδυναµικές συνθήκες είναι πολύ ήπιες µε αποτέλεσµα να µην καταπονούν το προϊόν υποβαθµίζοντας την ποιότητά του µέσω της απώλειας θερµικά ευαίσθητων συστατικών. Στα µειονεκτήµατα της µεθόδου περιλαµβάνονται οι υψηλές πιέσεις που απαιτούνται για τη µετατροπή του νερού σε υπέρθερµο ή υπερκρίσιµο νερό, το υψηλό κόστος για την εγκατάσταση και λειτουργία µιας τέτοιας διάταξης σε βιοµηχανικό επίπεδο αλλά και ο διαχωρισµός του επιθυµητού συστατικού τόσο από το νερό όσο και από τα διάφορα ανεπιθύµητα υδατοδιαλυτά συστατικά της φυτικής πρώτης ύλης µετά τη λήξη της εκχύλισης. Σε εργαστηριακή κλίµακα, το πρόβληµα αντιµετωπίζεται µε επανεκχύλιση του προϊόντος µε κάποιο οργανικό διαλύτη όπως είναι για παράδειγµα το πεντάνιο αν και αυτό δεν είναι ιδιαίτερα επιθυµητό για µια φιλική προς το περιβάλλον διεργασία. Μια λύση φαίνεται να είναι η επανεκχύλιση µε υπέρθερµο CO 2 η οποία όµως αυξάνει περαιτέρω το συνολικό κόστος. Η πράσινη όµως διάσταση αυτής της τεχνικής την κάνει ιδιαίτερα ελκυστική και αυτός είναι και ο λόγος που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον και την ενασχόληση πολλών επιστηµόνων. Βιβλιογραφία 1. Αnn. Chem., 22, 410. 2.C.A Meyer Steam Tables: Thermodynamic and Transport Properties of Steam, American Society of Mechanical Engineers, New York 3. http: // www.ias.ac.in / currsci / may 102002 / 1.pdf 4. Bassile, A. Jimenez-Carmona, M.M., Clifford, A. A. J. Agric. Food Chem., 1998, 46, 5205. 5. M.S.S.Curren. and J.K. King J Agric. Food Chem. 49 (2001), p.2175.
6. C. Crescenzi, A. Di Corcia, M. Nazzari and R. Samperi Anal. Chem. 72 (2000), p. 3050. 7. V. Fernández-Pérez and M.D. Luque de Castro J. Chromatogr. A 902 (2000), p. 357. 8. Bassile, A. Jimenez-Carmona, M.M., Clifford, A. A. J. Agric. Food Chem., 1998, 46, 5205. 9. Jimenez-Carmona, M.M., Ubera, J. L., decastro, M. D. L. J. Chromatogr. A, 1999, 855, 625. 10. A. Kubátová, D.J. Miller and S.B. Hawthorne J. Chromatogr. A 923 (2001), p. 187. 11. J.A. Field, K. Monohan and R. Reed Anal. Chem. 70 (1998), p. 1956 12. S.B. Hawthorne, C.B. Grabanski, E. Martin and D.J. Miller J. Chromatogr. A 892 (2000), p. 421. 13. Haar, L., Gallagher, J.S., Kell, G.S. NBS/NRC Steam Tables. Hemisphere, Washinghton, 1984.