Κοντεύει δύο το μεσημέρι. Τα τέσσερα αδέλφια παίζουν ανέμελα στο δρόμο που βρίσκεται μπροστά απ το σπίτι τους, όταν ξαφνικά ακούγεται η φωνή της κυρά Μαρίας που μόλις έχει ξεπροβάλλει απ την πόρτα και στέκεται στο κατώφλι: - Κοπέλια μου, για ξεσύρετε μιαολιά και ελάτε επαέ που σας εθέλω! - Μααα, παίζουμε τώρα! απαντάει η Ερωφίλη, η πιο μικρή της παρέας. - Ελάτε ντελόγο είπα, αρκετά σας εξεμυάλισε το παιχνίδι. Το βράδυ περιμένουμε τον παππού και τη γιαγιά, τους θείους και τα ξαδέλφια σας! Θα αποκριγιώσουμε όλοι μαζί και έχουμε ένα σωρό πράγματα να ετοιμάσουμε για το τραπέζι. - «Στις αποκριές κουζουλαίνονται και οι γραίς..!» φωνάζει το Κατερινιώ όλο παράπονο που άφησε στη μέση το παιχνίδι! - Άσε τις σαχλαμάρες Κατερινιώ, βάλτε τσι βούργιες στον ώμο και ντακάρετε. Έχετε δρόμο μπροστά σας μέχρι να φτάξετε στην πλατεία του χωριού. Σας έχω εδώ τη λίστα με τα υλικά που χρειάζομαι! Κι έτσι ξεκινήσαμε. Εγώ, ο Γιώργης, το Κατερινιώ, η Ερωφίλη και ο σκύλος μας ο Λαγωνάρης με μια κάλτσα στο στόμα, για να πουσουνίσουμε τις πραμάτειες της μάνας μας. Το σπίτι μας βρίσκεται στην άκρη του χωριού, ψηλά στους πρόποδες του βουνού. Ο ουρανός είναι καθαρός, αλλά το χιόνι που έχει καλύψει τις βουνοκορφές δεν αφήνει τις ακτίνες του ήλιου να μας ζεστάνουν. Μη χάνοντας καιρό, κατηφορίσαμε γοργά-γοργά και περάσαμε προσεκτικά απέναντι απ το ρυάκι. Βρεθήκαμε στη στάνη του Μιχαλοδημητράκη, ο οποίος εκείνη την ώρα μάντριζε τα πρόβατα του. Η μυρωδιά απ το φρέσκο γάλα μας γαργαλούσε τα ρουθούνια. - Η μυζήθρα πού χει παραγγείλει η μάνα σας είναι έτοιμη, ΑΑ ποιότητα! μας λέει χαμογελαστός και ευδιάθετος ο βοσκός. - Έχει να κάνει κάτι καλιτσούνια, κάτι τυροπιτάκια που μου τρέχουν τα σάλια από τώρα! λέει ο Γιώργης. - Είναι η πρώτη παραγγελιά που σβήνουμε απ τη λίστα! λέει χαρούμενα το Κατερινιώ. Στη συνέχεια και καθώς κατηφορίζουμε προς την πλατεία... τάκ-τάκ-τάκ, τούκ-τούκ-τούκ-τούκ, το πέταλο απ τον αργαλειό της κυρ Αρχοντίας έσπαγε την μονοτονία από την ησυχία του μεσημεριού. - Καλώς τα, τα καμάρια μου! μας φωνάζει απ το παράθυρο του δωματίου που ήταν ανοικτό. Κοντοσταθήκαμε και θαυμάσαμε την πολύχρωμη πατανία που ύφαινε, με τα ζηλευτά ξόμπλια.
- Άχι μωρέ κοπέλια, ήρθε ο κανακάρης μου και μου παρέτηξε ετούτανά τα ξύλα στη μέση τσ αυλής και έφυγε, γιατί θέλει να πάει λέει να μιλήσει στο Ιντερνέτι. Κιανένας φίλος του εγγλέζος θα ναι τούτοσές πάλι. Να μου συντράμετε να τα στοιβάξουμε στην αποθήκη, ανέ σας βολεύει; Δέκα λεπτά αργότερα και μετά από πολύ κουβάλημα ξεκινούσαμε επιτέλους για την πλατεία του χωριού. Πρώτος και καλύτερος μας υποδέχθηκε ο γεροπλάτανος, ψηλός και καμαρωτός που με μια αγκαλιά από πελώρια κλαδιά σκέπαζε όλη τη πλατεία. Μια παρέα από κοπελούδια χοροπηδούσανε. Ήτανε μασκαρεμένα γριές. Φορούσανε μαντήλια στο κεφάλι, καμπούρες στην πλάτη και κρατούσανε κατσούνες. Πιο πέρα, στο καφενείο, μια άλλη παρέα έπινε τις ρακές της δίπλα στην ξυλόσομπα. Όλα τα μαγαζιά είναι μαζεμένα, το ένα κολλητά στο άλλο και πουλάνε ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου. Ο γανωτής, ο πεταλωτής, ο αγγειοπλάστης, ο μυλωνάς,ο μπακάλης, ο φούρναρης, ο σιδεράς... Όλοι είναι εκεί! Η πρώτη στάση που κάναμε ήταν ο φούρνος της κυράς Σταυρούλας. Η συμπαθέστατη αυτή γριούλα είναι 83 χρονών, με τεράστια γυαλιά και με μια μεγάλη ελιά στο μάγουλο. Σήμερα όμως δε φορούσε τα γυαλιά της, για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Μπαίνοντας στο μαγαζί μας χαιρέτησε: - Καλημέρα Ευτέρπη! Ήντα κάνουνε τα κοπέλια; Επομαζώξανε τσ ελιές; Από το πρωί έχω χάσει τα γυαλιά μου και δεν τα βρίσκω πουθενά! - Δεν είμαι η Ευτέρπη, λέει το Κατερινιώ. Ήρθαμε να πάρουμε το προζυμένιο ψωμί που σου παρήγγειλε η μάνα μας. - Θαρρώ πως έχω φυλάξει μια φραντζόλα ψωμί. Μπείτε πίσω από τον πάγκο εσείς που θωρείτε και πάρτε την. Επιτέλους σβήσαμε άλλη μια παραγγελιά από τη λίστα μας! Και τώρα σειρά είχαν τα ντόπια φρούτα και λαχανικά από το μανάβικο του κυρ Βασίλη του κοντού. - Μα για σταθείτε, αυτός ο Κυρ Βασίλης δεν είναι ο γεροπαράξενος του χωριού; αναρωτήθηκε το Κατερινιώ. - Ήντα ναι αυτά που λές μωρέ Κατερινιώ, μια χαρά είναι ο άνθρωπος, απλά τ αρέσει να μας πειράζει και να δοκιμάζει τσι γνώσεις μας. Θυμάσαι που μας ρωτούσε για τσι παραδόσεις μας; - Ναι Κατερινιώ, αλλά επίσης θυμάμαι ότι για να βρούμε το μανάβικο του, ψάχναμε από τη μία μεριά του χωριού στην άλλη! - Ε, άντεστε ήντα κοντοσταθήκατε; ρώτησε ο Γιώργης. Σε λίγο θα σκοτεινιάσει και έχουμε πολλά πράγματα ακόμα να σβήσουμε από τη λίστα που μας έδωσε η μάνα μας
Δημιουργήστε ομάδες των 6-8 ατόμων ηλικίας 10-13 ετών (τάξεις: Ε, Στ Δημοτικού και Α Γυμνασίου)! Δώστε όνομα στην ομάδα και ορίστε αρχηγό! Δηλώστε έγκαιρα συμμετοχή στο περίπτερο των «Χοιροκίνητων» στα Λιοντάρια με την συνοδεία ενός κηδεμόνα! Κρατάτε οπωσδήποτε το καρτελάκι και το χάρτη που θα σας δοθούν και διατηρήστε τα χωρίς φθορές! Κρατάτε μολυβιά και γομολάστιχα! Ντυθείτε κατάλληλα και προετοιμαστείτε για δράση και μυστήριο! Οφείλουμε Να μη μπαίνουμε στις απαγορευμένες περιοχές του χάρτη! Να προσέχουμε και να μην καταστρέφουμε ή αλλοιώνουμε το χώρο που μας φιλοξενεί! Να μελετήσουμε το χάρτη του πάρκου που θα παραλάβουμε για να γνωρίζουμε τα όρια του παιχνιδιού! Να μην κρατάμε κινητό τηλέφωνο μαζί μας. Επίσης Αν κάτι σας συμβεί ή νιώσετε αδιαθεσία για οποιοδήποτε λόγο, αναζητήστε κάποιον από την διοργανώτρια ομάδα! Πρώτα σκεφτόμαστε και μετά τρέχουμε! Κάθε χωριό να ξέρετε, έχει μια κουτσομπόλα δουλειά δεν έχει βλέπετε, και σου τα λέει όλα. βέβαια είναι ύπουλες, θα σε παραπλανήσουν, δώσε πεσκέσι και σωστά θα σε καθοδηγήσουν! Θα συναντήσεις μικρό εμπόδιο Στα «14» βήματα θα συναντήσεις ένα Μην πάρεις αυτό το δρόμο κρυμμένο μήνυμα/λύση Προχώρα όπως δείχνει το βέλος Η ομάδα θα πρέπει να χωριστεί στα δύο Εδώ βρίσκεται η λύση Με οδηγό την φαντασία, δημιουργήστε τη βούργια της ομάδας σας και ετοιμαστείτε για το ταξίδι της περιπέτειας στο δικό μας χωριό
Ευχαριστούμε τους Προσκόπους Ηρακλείου, το Σώμα Οδηγισμού και τον Ερυθρό Σταυρό για τη βοήθειά τους. Επίσης ευχαριστούμε την Σχολή Χορού Dance Fusion Μαρία Τζάτζη, τη Θεατρική Σκηνή Ηρακλείου, τον Σύλλογο Λευκοχωρίου και την εταιρία Κρουσανιώτικος Φούρνος - Φουντουλάκης. Ιδιαίτερα ευχαριστούμε τους μουσικούς Κώστα & Μαρία Σκουλά.